Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Η ντουλάπα των φασιστικών σκελετών

Του Ιουλιανού
«Στο κέντρο μιας δίνης γεμάτης σκάνδαλα έχουν έρθει οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, αφότου επιβεβαιώθηκε ότι πράκτορές της κατέστρεψαν αρχεία που περιείχαν ζωτικές πληροφορίες σχετικά με μια νεοναζιστική τρομοκρατική συμμορία λίγες ώρες πριν την προγραμματισμένη παράδοσή τους στην ομοσπονδιακή εισαγγελία της Γερμανίας.
Η υπόθεση αφορά την νεοναζιστική οργάνωση γνωστή ως «Εθνικοσοσιαλιστικό Υπόγειο» (NSU) και υπεύθυνη για τις χειρότερες πράξεις ακροδεξιάς βίας στη Γερμανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο….»
Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις  «αξιοποίησης» φασιστών από την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο είναι των ελληνικών ταγματασφαλιτών κατά του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ τον Δεκέμβριο του 1944  (σχέδιο «ΜΑΝΝΑ»), ενώ ακόμα ο πόλεμος εναντίον της Γερμανίας μαίνονταν σε όλα τα μέτωπα. Οι Εγγλέζοι δεν δίστασαν να τραβήξουν από το μέτωπο τον στρατηγό Χάρολντ Αλεξάντερ  και να παρατάξουν στην Αθήνα υπό την διοίκησή του από τις πρώτες μέρες των συγκρούσεων  περισσότερους από 30.000 στρατιώτες που κλιμακωτά και σχετικά γρήγορα έφθασαν τις 60.000, 80 αεροπλάνα, 200 τανκς και πολλά πυροβόλα, ενώ μονάδες του αγγλικού στόλου με τα πυροβόλα τους κανονιοβολούσαν την πρωτεύουσα και ταυτόχρονα εξασφάλιζαν τον εφοδιασμό των στρατευμάτων. Τέτοια δύναμη δεν παρέταξαν ούτε κατά την εισβολή των Γερμανών μα ούτε και στην μάχη της Κρήτης. Προφανώς ο λεγόμενος «Ψυχρός Πόλεμος» δεν ξεκίνησε μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου.

Λογικό όμως δεν είναι να υποθέσουμε ότι οι «αντιφασίστες» του «ελεύθερου κόσμου» αδίκως καταδίκαζαν λίγο αργότερα στις δίκες της Νυρεμβέργης Γερμανούς στρατιωτικούς, μα και εμβληματικούς μηχανισμούς του ναζιστικού κράτους  ως εγκληματικές οργανώσεις, όπως τα κομματικά παραστρατιωτικά Τάγματα Προστασίας (SS), την Υπηρεσία Ασφαλείας (SD), τη Μυστική Κρατική Αστυνομία (Gestapo), τη Βέρμαχτ (Deutsche Wehrmacht);  Διότι όμοιο  αγώνα έδιναν οι υπηρεσίες αυτές μαζί με τους ντόπιους συνεργάτες τους ενάντια στις «συμμορίες» του ΕΑΜ, άσε που είχαν αντιληφθεί καλύτερα τον «κομμουνιστικό» κίνδυνο από ότι οι «σύμμαχοι». Γι αυτό και μετά την Νυρεμβέργη χιλιάδες πρώην Γερμανοί στρατιώτες της Βέρμαχτ ζητούσαν αποκατάσταση των στρατιωτικών σωμάτων και να χαρακτηριστούν οι πράξεις αντιποίνων ως πράξεις «αυτοάμυνας» διότι σε αντίθετη περίπτωση θα αρνούνταν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην σχεδιαζόμενη Δυτική Γερμανία. Λογικός ο παραλογισμός; Οι ενέργειες των Εγγλεζών θεωρήθηκαν από τους αμετανόητους πρώην στρατιώτες ως αυταπόδεικτη ηθική αποκατάσταση. Άρα κανείς δεν δικαιούνταν να τους ζητάει μια έμπρακτη επανόρθωση ή μια συλλογική συγνώμη.
Έτσι και στην χώρα στην οποία ζούμε υπό την αιγίδα του «πολιτικά ορθού» ουδέποτε έγινε «αποναζιστοποίηση» αλλά  οι συνεργάτες των φασιστών άλλαξαν απλώς στολές. Μα αυτό δεν αποτελούσε κάποια ελληνική πρωτοτυπία.  Ήταν στρατηγική επιλογή η  στρατολόγηση χιλιάδων φασιστών  και συνεργατών τους σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ με αρωγή των φιλοφασιστικών κύκλων του Βατικανού. Οι περισσότεροι δε από τους φασίστες και τους συνεργάτες τους που διέφυγαν σε διάφορες χώρες, το πέτυχαν με τη βοήθεια των «καναλιών» των American Counter Intelligence Corps (CIC) και των «Γραφείων για τους Πρόσφυγες» του Βατικανού. Για τους φανατικούς αντικομμουνιστές Αμερικανούς αλλά και για τους καρδινάλιους του Πάπα Πίου XII, οι ναζιστές ήταν, βλέπετε, επαγγελματίες αντικομμουνιστές με πολύτιμη τεχνογνωσία, απαραίτητοι στον νέο «υπέρ πάντων αγώνα» κατά των άθεων τέως «συμμάχων» Σοβιετικών, που πολύ αργότερα ονομάστηκε Ψυχρός Πόλεμος.

Οι αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας στρατολόγησαν ως συνεργάτες με μισθοδοσία χιλιάδες φασίστες με στόχο να λάβουν ως αντάλλαγμα τα μυστικά που οι Nαζί κατείχαν για τη Σοβιετική Ένωση, τα οποία θα βοηθούσαν τις Η.Π.Α. να κερδίσουν έναν επερχόμενο «Πόλεμο». Πρωτοπαλίκαρα του φασιστικού καθεστώτος  όπως οι Αλόις Μπρούνερ, Κλάους Μπάρμπι, ο Χανς Ότο, διέπρεψαν στην CIA. Επικεφαλής δε του κλιμακίου των μυστικών υπηρεσιών των Αμερικανών στην ηττημένη Γερμανία ήταν ο στρατηγός του Γ΄ Ράιχ, Ράιχαρτ  Γκέλεν σε συνεργασία με τον στρατηγό Ουόλτερ Μπιντέλ Σμιθ. Ο Σμιθ έγινε διευθυντής της C.I.A. (1950-1953) και η «οργάνωση Γκέλεν»  μετεξελίχθηκε και αποτέλεσε την μυστική υπηρεσία BND (Bundesnachrichtendienst) της Δυτικής Γερμανίας το 1955. Ο δόκτωρ Χανς Γκλόμπκε -συνεργάτης του  Άιχμαν και υπεύθυνος του υπουργείου Εσωτερικών του Γ΄ Ράιχ επί των εβραϊκών υποθέσεων και ο αρμόδιος για την εκτόπιση Εβραίων- χάρη στην «εύνοια» των νέων αφεντικών του, της CIA, έγινε το 1960 το «δεξί χέρι» του καγκελάριου Κόνραντ Αντενάουερ, καταλαμβάνοντας το πανίσχυρο πόστο του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας και αποτελώντας ουσιαστικά τον κύριο σύνδεσμο επικοινωνίας μεταξύ Βόννης, ΝΑΤΟ και CIA.

Οι σχέσεις όμως των ΗΠΑ με την φασιστική Γερμάνια χρονολογούνται από τα πριν του πολέμου. Κεφαλαιοκράτες και τραπεζίτες είχαν μακροχρόνια επενδυμένα συμφέροντα σε Γερμανικές βιομηχανίες, συμπεριλαμβανομένων και των κερδών που τους απέφεραν από την καταναγκαστική, έως θανάτου, εργασία κρατουμένων στο όνομα του μεγαλείου της άριας φυλής. Για το λόγο αυτό, σύλλογος θυμάτων μήνυσε  την οικογένεια Μπους το 2004 μια και ο παππούς Πρέσκοτ είχε απολαύσει τα καλά αυτής της επικερδούς συνεργασίας.

Ωστόσο η χειραγώγηση της μεταπολεμικής πολιτικής σκηνής από την ακροδεξιά και τους φασίστες έλκει την καταγωγή της στην περίοδο πριν από το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το Αμερικανικό OSS (Office of Strategic Service) που ήταν προκάτοχος της CIA, λειτουργώντας υπό την καθοδήγηση του Allen Dulles (μετέπειτα διευθυντή της CIA) και του James Angleton (μετέπειτα διευθυντή του τμήματος αντικατασκοπείας της CIA), εργαζόταν για να εξουδετερώσει τη μεταπολεμική πολιτική επιρροή των κομμουνιστών που έλεγχαν τις αντιστασιακές οργανώσεις σε βασικές χώρες όπως Γαλλία, Ιταλία, και Ελλάδα. Ήταν δεδομένο και το γνώριζαν ότι θα αντιμετώπιζαν την απροθυμία της ανατολικής Ευρώπης να επιστρέψει μεταπολεμικά στον παραδοσιακό ρόλο της ως προμηθεύτριας τροφίμων και φτηνών πρώτων υλών προς την δύση.

Τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «φασισμό»;

Στην Ευρώπη, που οι διαχωριστικές γραμμές είχαν χαραχτεί ήδη από το 1943 από τις πρώτες συμφωνίες των τριών συμμάχων, η περίοδος που ξεκινά την ίδια μέρα με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει να κάνει με την στρατικοποίηση όλου του δυτικού κόσμου, όπου με την ανάπτυξη της πολεμικής οικονομίας δημιουργείται μια στρατιά γραφειοκρατών που με ή χωρίς στολή στρατιωτικού, μεταβαίνουν στην εργασία τους για να σχεδιάσουν είτε την κατασκευή νέων πυρηνικών όπλων, έναν πυρηνικό πόλεμο, ή να βρουν την τεχνολογική λύση που θα εγγυάται την πλήρη ασφάλεια. Χρήμα υπήρχε πολύ για όλους. Από εργολάβους κατασκευαστές όπλων μέχρι διανοούμενους-καθηγητές, φιλοσόφους, ποιητές, συγγραφείς, καλλιτέχνες, που πωλούσαν αδρά την πραμάτεια τους. Την ίδια περίοδο  η ΕΣΣΔ εγκατέλειπε  το διεθνές επαναστατικό κίνημα και είχε ως προτεραιότητα την διατήρηση των κεκτημένων. Ταυτόχρονα έπαιρνε μέρος και ανταποκρίθηκε στην ρητορεία της κυριαρχίας χρησιμοποιώντας ως ιδεολογικό όπλο την προβολή του σοβιετικού προτύπου σε αντιδιαστολή με εκείνο του βορειοαμερικανικού -δηλαδή ποιος θα είναι ο ηγεμόνας- εγκαινιάζοντας τότε και την πτώχευση του κομμουνισμού.

Όμως ήταν γνωστό στην Δύση πως ξεκάθαρος και άμεσος κίνδυνος δεν ήταν η ΕΣΣΔ αλλά οι κομμουνιστές της Ευρώπης και η εργατική φιλοσοφία του Κομμουνισμού, που με το κύρος που είχε αποκτήσει από τα αντιστασιακά κινήματα, βάσιμα αυτά απειλούσαν την «σταθερότητα» του καπιταλιστικού συστήματος.

Έτσι μπαίνει σε εφαρμογή το σχέδιο Μάρσαλ «για να αποτρέψει το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό χάος στην Ευρώπη» και για να «αναχαιτίσει τον κομμουνισμό». Εννοώντας όχι την Σοβιετική Ένωση μα τους γηγενής κομμουνιστές. Αυτό όμως προϋπόθετε και έναν υπόγειο πόλεμο για τον οποίο οι αποφάσεις δεν λαμβάνονταν από τις όποιες κυβερνήσεις, μα από σκιώδεις ομάδες διαφόρων γνωστών και άγνωστων υπηρεσιών. Η χειραγώγηση της μεταπολεμικής Ευρωπαϊκής πολιτικής από τις ΗΠΑ και ο χαρακτήρας του  σχεδιασμού της φανερώνεται ξεκάθαρα σε δυο περιπτώσεις: Της Ελλάδας και της Ιταλίας, των οποίων η σπουδαιότητα επεκτείνονταν ως τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής. Τον έλεγχο δηλαδή των γραμμών επικοινωνίας προς τα σημεία εξόδου των πετρελαιοφόρων περιοχών της Σαουδικής Αραβίας.

Την εποχή εκείνη όλοι γνώριζαν και περίμεναν ότι το Κομμουνιστικό κόμμα της Ιταλίας με την ισχυρή υποστήριξη του εργατικού κινήματος, την αίγλη και το γόητρο που είχε αποκτήσει αφενός γιατί είχε αντισταθεί σθεναρά από την πρώτη στιγμή στον Μουσολίνι, και αφετέρου για τον ρόλο του στον διμέτωπο ένοπλο αγώνα κατά του εσωτερικού φασισμού μα και κατά των ναζιστικών ορδών, θα κέρδιζε άνετα τις εκλογές του 1948. Πρωτοφανές και δυσοίωνο γεγονός για τα αγνά δημοκρατικά αισθήματα του «ελεύθερου» κόσμου. Τι επιρροή θα είχε στα λαϊκά στρώματα του δυτικού κόσμου αλλά και στην ψυχολογία των «πλούσιων ανθρώπων που διαβιούσαν εν ειρήνη στις κατοικίες τους και στους οποίους πρέπει να εμπιστευτεί κανείς την διακυβέρνηση του κόσμου» σύμφωνα με τον δημοκράτη Τσώρτσιλ, ένα τέτοιο ρεαλιστικό ενδεχόμενο; Η Ιταλία θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα ιό που θα μόλυνε ταχύτατα την Ευρώπη.

Γι αυτό οι ΗΠΑ πέρα από ότι σχεδίασαν μια άμεση στρατιωτική επέμβαση και μάλιστα μεγαλύτερης έντασης από ότι στην Ελλάδα, εάν οι εκλογές δεν μπορούσαν να εκλεχθούν από αλλά μέσα που είχαν ήδη θέσει σε εφαρμογή από το 1943, δηλαδή έναν σχεδιασμός από καλοπροσεγμένη προπαγάνδα, βία, τρομοκρατία, απειλές και κύρια, όπως και στην Ελλάδα, έλεγχο πάνω στα απελπιστικά αναγκαία τρόφιμα. Καθώς και αραίωση του μολυσμένου, με τον ιό του κομμουνισμού, πληθυσμού με την προώθηση της μετανάστευσης, χρησιμοποιώντας χρήματα του σχεδίου Μάρσαλ. Αυτές οι εκλογές χαθήκαν για το Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο αποτελούσαν σοσιαλιστές και κομμουνιστές όμως παρέμενε ένα ισχυρότατος πόλος. Γι αυτό και η «σταθεροποίηση»  στην Ιταλία προϋπόθετε και μια εμμεσότητα η οποία ορίζεται ως η ικανότητα να περνάει η άποψη των ΗΠΑ χωρίς να εντοπίζεται η πηγή αυτής της άποψης.

Έτσι  ο Angleton του τμήματος αντικατασκοπείας της CIA διασφάλισε την επιχορήγηση πολλών ακροδεξιών ομάδων με πρόσχημα την «πρόληψη ενός κομμουνιστικού πραξικοπήματος» για να συγκροτηθούν αντικομμουνιστικά Εργατικά Συνδικάτα και δίκτυα πολιτικών «Επιτροπών Αυτοάμυνας», για να χρηματοδοτηθούν δεξιά έντυπα και η εκλογική εκστρατείες των συντηρητικών κομμάτων. Τέλος, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διάσωση του «Μαύρου Πρίγκηπα» Junio Valerio Borghese. (Ιταλού εγκληματία πολέμου που αργότερα αναδείχθηκε σε άνθρωπο-κλειδί σε δύο σοβαρές απόπειρες πραξικοπήματος στην Ιταλία, με τις κωδικές ονομασίες Tora Tora το Δεκέμβριο του 1970 και Rosa dei Vent). Επίσης συγκροτήθηκαν  ακροδεξιές ομάδες για να ενταχθούν οι πρώην εχθροί του ελεύθερου κόσμου : Οι «συντηρητικοί» φασίστες εντάχθηκαν σε  πολιτικές ομάδες όπως το Uomo Qualunque-UQ του Guglielmo Gianini και οι «αδιάλλακτοι» συγκρότησαν βραχύβιες παράνομες παραστρατιωτικές οργανώσεις, ανάμεσα στις οποίες σημαντικότερη ήταν το FAR (Fasci d’ Azione Rivoluzionaria), τα μέλη του οποίου εντάχθηκαν μετά στο MSI (νεοφασιστικό κόμμα που δρούσε νομίμως μετά την αμνηστία που χορηγήθηκε στα τέλη του 1946).

12 Δεκεμβρίου 1969: Βομβιστική επίθεση στη Piazza Fontana του Μιλάνου

Όταν αργότερα συγκροτήθηκε το ΝΑΤΟ, οι ομάδες αυτές υπό την αρχηγία του Arturo Michelini, συνεργάστηκαν μαζί του και στα μέσα της δεκαετίας του 1950 τα μέλη τους άρχισαν να συγκροτούν νέες παράνομες ομάδες βίαιης δράσης. Μεταξύ αυτών ήταν: Η Ordine Nuovo που εμφανίστηκε το 1954 ως εξτρεμιστικό ρεύμα εντός του MSI (από το οποίο διασπάστηκε το 1956) και η Avanguardia Nazionale που προέκυψε από τις τάξεις της νεολαίας του MSI το 1959. Η Ordine Nuovo και η Avanguardia Nazionale εξελίχτηκαν γρήγορα στις πιο δραστήριες ακροδεξιές τρομοκρατικές οργανώσεις στην Ιταλία και έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες τις φάσεις της «στρατηγικής της έντασης» που άρχισε να εφαρμόζεται το 1968, με κορυφαίες εκδηλώσεις τις τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις στο Μιλάνο και τη Ρώμη στις 12 Δεκεμβρίου 1969. Στην εφαρμογή αυτής της  «στρατηγικής της έντασης» διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο διάφορες υπηρεσίες του ΝΑΤΟ, της Ιταλίας και άλλων χωρών, όπως οι υπηρεσίες πληροφοριών του ΝΑΤΟ, η CIA, η ελληνική ΚΥΠ, η ιταλική SID (Servizio Informazioni Difesa) και άλλα τμήματα των ιταλικών ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας.

Στην Ελλάδα, αν μπορεί κανείς να το θέσει έτσι, η κατάσταση ήταν χειρότερη.

Εδώ είχαμε -πέρα από τα όμοια με την Ιταλία κατασταλτικά μέσα- ανοιχτή ένοπλη σύγκρουση, στρατόπεδα συγκέντρωσης, φυλακές γεμάτες επί δεκαετίες με πολιτικούς κρατούμενους, εκτελέσεις, βασανιστήρια, μα και επίσημα  διοικητικά μέτρα (Πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων) για σχεδόν 25 χρόνια  «δια την αντιμετώπιση του κουμμουνισμού». Και όμως παρά την παραπάνω κατάσταση και σε λιγότερο από εννιά χρόνια από το τέλος του εμφυλίου πολέμου, ο αριστερός συνασπισμός της ΕΔΑ, με κινητήριο μοχλό το παράνομο ΚΚΕ, στις 11η Μαΐου 1958 ημέρα των γενικών βουλευτικών εκλογών,  αναδείχτηκε  αξιωματική αντιπολίτευση.  Ήταν μια μέρα δυσάρεστη για το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο και τους Αμερικανούς, που έπαιρνε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις αν σκεφτούμε ότι το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα εκείνη την εποχή του Μαΐου του ’58, ήταν ας πούμε   τουλάχιστον… ανώμαλο. Ωστόσο συστατικό στοιχείο της κρατικής (ΗΠΑ) καταστολής ήταν η δημιουργία και η χρηματοδότηση, από το τέλος κιόλας του εμφυλίου πολέμου, παρακρατικών οργανώσεων που άλλες λειτουργούσαν φανερά και άλλες μυστικά. Έργο τους ήταν η τρομοκρατία, η κατάδοση, η παρακολούθηση μα και η δημιουργία προβοκατόρικων πράξεων όπως η βόμβα στον Γοργοπόταμο.


Πρωτοσέλιδο της Αυγής μετά την αιματηρή προβοκάτσια του παρακράτους τον Νοέμβριο του 1964

Στις παρακρατικές οργανώσεις που καταγράφονται στην μισθοδοσία του επίσημου κράτους συγκαταλέγονται: Η Αντικομουνιστική Σταυροφορία Ελλάδος, η Εθνική εταιρία, η Εθνική Κοινωνική Δράση, η Οργάνωση Νεοεθνικών Δυνάμεων Ελλάδας, η Ναζιστική Οργάνωση Αθηνών, η Ένωσις  Κοινωνικής Δράσης, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Βασιλοφρόνων, η Εθνική Φάλαγξ, η Κυανή  Φάλαγξ, η Πανελλήνιος Ένωσης Εθνικοφρόνων, η Εθνική Πολιτική Οργάνωσις Ελληνίδων, ο Ιερός Λόχος, η Αντικομμουνιστική Οργάνωσις Νέων, η Ανάστασις της Φυλής, η Καρφίτσα. Σε όλες τις περιπτώσεις, το μοντέλο στην οργάνωση αλλά και στην ιδεολογία και τις μεθόδους ήταν εμπνευσμένο από τα χιτλερικά Τάγματα Εφόδου. Είχαν αρχηγούς και επιτελείς, στους οποίους οι κατώτεροι όφειλαν τυφλή υποταγή και είχαν τους ίδιους αντιπάλους: τους κομμουνιστές τους «συνοδοιπόρους» και τους εχθρούς της πατρίδας γενικά.  Έχουν καταστατικό με έγκριση του Πρωτοδικείου και πάντα συνεργάζονται με την Αστυνομία, την Ασφάλεια, την Χωροφυλακή μα και την ΚΥΠ, που τους χορηγούσαν άδειες και άλλες διευκολύνσεις. Αναδείχθηκαν σε πρωταγωνιστές επεισοδίων, δολοφονιών, και διώκτες των αντιφρονούντων κατά τις μετεμφυλιακές δεκαετίες και κυρίως αποτελούσαν βοηθητικούς μοχλούς άλλων δυνάμεων του παρακράτους πχ του ΙΔΕΑ, ή και του επίσημου κράτους.

Ταυτόχρονα η Ιταλία αντιμετώπισε μια κατάσταση προκλητού χάους, την οποία χαρακτήριζαν:

Κύματα βομβιστικών ενεργειών σε δημόσιους χώρους. Προσπάθειες να εκδηλωθεί ένα επιτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα. Διάβρωση των αριστερών οργανώσεων από ακροδεξιούς και πράκτορες των ιταλικών και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Συνεχείς προκλήσεις που καλύπτονταν πίσω από ένα «αριστερό» μανδύα». Μαζικές εξεγέρσεις (όπως αυτή στην περιοχή Reggio Calabria το 1970). Πολυποίκιλη αποσταθεροποιητική δραστηριότητα των «αυτονομημένων» τμημάτων των μυστικών υπηρεσιών του στρατού και της αστυνομίας.

Αποτιμώντας αυτή την κατάσταση, ο στρατηγός Amorosino δήλωσε: Οι ιταλικές υπηρεσίες ασφαλείας, από τη SIFAR μέχρι τη SID, ήταν αναμεμειγμένες σε όλα τα σκοτεινά συμβάντα των τελευταίων χρόνων: Από τις μαζικές τρομοκρατικές ανθρωποσφαγές μέχρι τις οικονομικές επιδοτήσεις της CIA. Από την δράση εναντίον των εργατικών συνδικάτων μέχρι την βιομηχανική κατασκοπεία. Από το λαθρεμπόριο όπλων μέχρι τη διάθεση στρατιωτικών κονδυλίων για την ανάπτυξη προνομιακών σχέσεων με την κρατική βιομηχανία. Από την πόλωση της πολιτικής ζωής (με την χρήση του συνόλου των διαθέσιμων αρχείων για πολίτες και κυβερνητικούς αξιωματούχους, για εκβιασμούς, δωροδοκίες και παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής) μέχρι την οργάνωση πραξικοπημάτων, που συνοδευόταν από συστηματικές παρεμποδίσεις των δικαστικών ερευνών γι’ αυτές τις εγκληματικές ενέργειες.

Όλες αυτές οι ακροδεξιές τρομοκρατικές δραστηριότητες δεν κατάφεραν να προκαλέσουν και να επιβάλουν ένα δεξιό στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ιταλία κατά το πρότυπο της Ελλάδας το 1967, της Χιλής το 1973. Αλλά πέτυχαν να προκαλέσουν το θάνατο εκατοντάδων αθώων ανθρώπων στην Ιταλία, τον τραυματισμό και την αναπηρία πολύ περισσότερων, να δημιουργήσουν ένα γενικό κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας, να αποξενώσουν και να συκοφαντήσουν την αριστερά.

Ωστόσο  Ελλάδα και Ιταλία αποτελούσαν την βάση του μυστικού αντικομουνιστικού στρατού της CIA ο οποίος  ήταν ανεκτίμητο πλεονέκτημα όσον αφορά την καθοριστική επιρροή που ασκούσε στην πολιτική κατάσταση των δυο χωρών. Στην Ιταλία η παραστρατιωτική αυτή οργάνωση ονομάστηκε  Gladio, και ο ελληνικός βραχίονας του δικτύου ήταν γνωστός ως «Κόκκινη Προβιά». (Στην επικίνδυνη προς κομμουνιστική παρέλκυση Λατινική Αμερική ονομάστηκε Επιχείρηση Κόνδορας).

Ο Τσάτσος που έγινε μεταπολιτευτικά  Πρόεδρος της Δημοκρατίας τα χρόνια εκείνα είχε δηλώσει: «Ακούστε, κύριοι. Τα κράτη της Δύσης διαθέτουν ως ανασχετικά φράγματα κατά του κομμουνιστικού κινδύνου τον καθολικισμό και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Εμείς δεν διαθέτουμε τίποτα απ’ αυτά. Δεν πρόκειται να σταυρώσουμε τα χέρια και να παραδοθούμε. Θα σας αντιμετωπίσουμε με τα σώματα ασφαλείας και τα άλλα όργανα(;) του κράτους…»

Oι Φασίστες της Χρυσής Αυγής δεν είναι φαινόμενο των καιρών μας. Ο Μιχαλολιάκος ή ο Κώστας Πλεύρης συνδέονται άμεσα με τις μεταπολιτευτικές παρακρατικές  οργανώσεις όπως την ναζιστική  «Νέα Τάξη» ή την  «Εθνική Σοσιαλιστική Οργάνωση Πανελλήνων» (ΕΣΟΠ) μα και με την ξεχασμένη μεταπολιτευτική φασιστική τρομοκρατία.


Πηγές, αναφορές, βιβλιογραφία :

Πηγή:Παραλληλογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου