Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

3ο Συνέδριο ΝΑΡ - Διάλογος: Η ανασυγκρότηση της επαναστατικής τακτικής προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος

Η νέα εργασιακή και κοινωνική πραγματικότητα, που διαμορφώνει η αντιδραστική απόπειρα ανασυγκρότησης του καπιταλισμού, χαρακτηρίζεται από την εξοντωτική επίθεση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού με τη βίαιη φτωχοποίηση, την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα, το φόβο, και την τρομοκρατία, την ανεργία που διαλύει ζωές και τσακίζει συνειδήσεις.

Η επίθεση δεν εξαντλείται στην οικονομική βία και την καταστολή. Επιχειρείται μια εξίσου αντιδραστική ανατροπή της αξιακής βάσης της αστικής κοινωνίας. Ο ακραίος ατομικισμός ανατρέπει την ίδια την αστική αντίληψη για τη σχέση ατόμου-κοινωνίας, η σύνδεση των οποίων αποτελούσε κριτήριο και προϋπόθεση της αυτοσυνείδησης και αυτοπραγμάτωσης. Το άτομο παύει πια να θεωρείται φορέας και δημιουργός δικαιωμάτων ατομικών και συλλογικών. Οι σχέσεις του με την κοινωνία γίνονται εχθρικές, εξοντωτικές. Το άτομο αποσυλλογικοποιείται, εξατομικεύεται, απομονώνεται. Κάθε συνεκτικός πόλος αδυνατίζει, κάθε σταθερή ορίζουσα εξασθενεί και αντικαθίσταται από πρόσκαιρες, ευκαιριακές «προσωπικές επιλογές», ωφελιμιστικού χαρακτήρα. Η ολοκλήρωση, η αυτοπραγμάτωση αντικαθίστανται από την επιβίωση. Η ελευθερία του ατόμου μετατρέπεται σε ελευθερία φυσικής επιβίωσης.

Η έννοια των ατομικών δικαιωμάτων πολύ περισσότερο των κοινωνικών καταντάει κενό γράμμα με μια μοιρολατρική αποδοχή που οδηγεί στην αποανθρωποποίηση, στην αποδοχή
της κατάστασης, στην εσωτερίκευσή της. Η επικράτηση του ανταγωνισμού ως κυρίαρχης κοινωνικής αξίας, η εξατομίκευση της συμπεριφοράς αντικαθιστά την συλλογικότητα, υπονομεύει και αποσαρθρώνει κάθε δυνατότητα απόκτησης συλλογικής κοινωνικής και ταξικής συνείδησης.

Η νέα αυτή πραγματικότητα χαρακτηρίζεται όμως και από μια σημαντική, ιδιαίτερη και με καινούρια χαρακτηριστικά, ανάπτυξη μιας σειράς αγώνων που ενώ δεν μπορούν να ανατρέψουν την επίθεση, αποκτούν συνεχώς ολοένα και νέα χαρακτηριστικά, πρωτόγνωρα για το εργατικό κίνημα.

Μετά την απεργία της χαλυβουργίας ακολουθούν μια σειρά κινητοποιήσεις, ΕΡΑ, εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας, διοικητικοί ΑΕΙ, που κύρια χαρακτηριστικά τους ήταν:

• Η σχεδόν καθολική συμμετοχή κόντρα στη μεθοδευμένη και οργανωμένη προσπάθεια υπονόμευσης και καταστολής των διαθέσεων αντίστασης, με την ανατροπή των αποφάσεων των συνελεύσεων, πραξικοπήματα, λοιδορίας των εργαζόμενων. Συλλογικής συμμετοχής με πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά με δράσεις και μορφές που ανέδειξαν μια νέα ποιοτικά ενότητα και μεταξύ των εργαζόμενων και με την κοινωνία, που κατάφερε μεγάλο πλήγμα στον κοινωνικό αυτοματισμό.

• Το ξεπέρασμα «των κόκκινων γραμμών», των αποσπασματικών διεκδικήσεων, των «αμυντικών αγώνων», η ανάδειξη του αδιεξόδου των επιμέρους κινητοποιήσεων και της ανάγκης για συνολική ανατροπή. Αυτός ήταν και ο λόγος που υπονομεύτηκαν από όλο το πολιτικό σύστημα

• Η ανάδειξη της ανάγκης διακλαδικής συμπόρευσης και συντονισμού ως αναγκαίας και ικανής συνθήκης για επιτυχία των αγώνων.

Ποιες είναι οι αιτίες που οι αγώνες αυτοί δεν μπορούν να αποκτήσουν τη δυναμική που χρειάζεται για να δημιουργήσουν ρωγμές, για να επιτύχουν έστω και μικρές νίκες και ποιες είναι οι προυποθέσεις για να το πετύχουν;

Η ρήση του Λένιν ότι η εργατική αριστοκρατία και οι γραφειοκράτες είναι καλύτεροι προασπιστές της αστικής τάξης και απ΄ τους ίδιους τους αστούς αποτελεί την πρώτη απάντηση. Στην Ελλάδα η κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος είναι τραγικά αναντίστοιχη, και με την ιστορία του εργατικού κινήματος, αλλά και τις ανάγκες της εργατικής τάξης και της ταξικής πάλης. Τα συνδικάτα κατάντησαν σκληροί μηχανισμοί μέσα στους οποίους αναπαράγεται η γραφειοκρατία οι σχέσεις με τα αστικά κόμματα και με τους εργοδότες, οι οικονομικές εξαρτήσεις και οι πελατειακές σχέσεις.

Υπεύθυνοι για την κατάσταση των συνδικάτων δεν είναι μόνο οι κυβερνητικοί, οι κομματικοί ή εργοδοτικοί μηχανισμοί. Οι ευθύνες βαραίνουν τις δυνάμεις του ρεφορμισμού και του σεχταρισμού που αποδέχτηκαν και βολεύτηκαν σ΄ αυτήν. Ο εγκλωβισμός στον παραταξιακό κομματικό συνδικαλισμό μεταφέρε στα συνδικάτα το αστικό κοινοβουλευτικό σκηνικό και οδήγησε στις ρεφορμιστικές αυταπάτες της αλλαγής των εκλογικίστικων συσχετισμών. Η λογική της ανάθεσης, της αντιπροσώπευσης μετέτρεψε τα Δ.Σ. σε φυτώρια της γραφειοκρατίας και σε μαρασμό τις Γ.Σ.. Η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων θα χειροτερέψει την κατάσταση. Το γραφειοκρατικό συνδικαλιστικό κίνημα θα μετατραπεί σε διαχειριστή της ανεργίας, της προσπάθειας επιβίωσης.

Ο έλεγχος, η επιβολή, η αντιμετώπισή τους μόνο ως ιμάντες μεταφοράς πολιτικής «στις μάζες» οδήγησε στο συντεχνιασμό και στον οικονομισμό. Αντιλήψεις όπως «Τα συνδικάτα αποτελούν οργανώσεις της οικονομικής πάλης της εργατικής τάξης», «τα συνδικάτα δεν είναι οι φορείς ανατροπής του καπιταλισμού... Ο στόχος τους είναι η βελτίωση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής τάξης και η υπεράσπιση των δικαιωμάτων» κυριαρχούν στο εργατικό κίνημα τα τελευταία 50 χρόνια.

Ο σταθερός στρατηγικός προσανατολισμός του στην κρατική διαχείριση συνεχίζει να εγκλωβίζει τους εργαζόμενους στα πλαίσια της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Η αποδοχή της «εθνικής πολιτικής» στην υγεία, στην παιδεία, το περιβάλλον, την οικονομία και την ανάπτυξη, «τον εκσυγχρονισμό των θεσμών», αντί να πολιτικοποιήσει τις αντιφάσεις, να τις συνδέσει με την αντίφαση της παραγωγικής διαδικασίας, μετέτρεψε το άμεσο και δευτερεύον σε κύριο, προσφέροντας τις καλύτερες υπηρεσίες στην αστική τάξη.Το τελευταίο διάστημα η πολιτική αδυναμία και τα πολιτικά αδιέξοδα του ρεφορμισμού μεταφέρονται στα συνδικάτα με τη μορφή της «υπευθυνότητας», της «σύνεσης», του «ρεαλισμού», των «προϋποθέσεων».

Από την πλευρά του εκκολαπτόμενου κυβερνητικού συνδικαλισμού, η τακτική του «τόσο-όσο» επιχειρεί να εγκλωβίσει την αντίδραση των εργαζόμενων στα εκλογικά σχέδια, να διοχετεύσει την αγανάκτηση στην κάλπη και να καταστήσει το εργατικό κίνημα ακίνδυνο.

Η αδυναμία του κινήματος να βρεί το βηματισμό του, να αντιστρέψει τη δυναμική υπέρ του, δημιουργεί το κατάλληλο έδαφος για να αναπτυχθούν και στα πλαίσια της καθ’ ημάς αριστεράς αντιλήψεις «διεύρυνσης», «πρόταξης ευρύτερων πολιτικών επιλογών», που θα «στοχεύουν στην ανατροπή» στο κοινοβουλευτικό πεδίο, η οποία με τη σειρά της θα ευνοήσει την ανάπτυξη των αγώνων και της πάλης των εργαζόμενων. Αντιλήψεις που προτάσσουν την ανάγκη «τρίτου πόλου», κατά τον πάλε ποτέ «τρίτο δρόμο», και οδηγούν στην αναζήτηση ενότητας κάθε τύπου και ευκαιρίας. Η αποτελεσματικότητα και οι συνέπειες αυτών των αντιλήψεων δοκιμάστηκαν στην απεργία των καθηγητών της δευτεροβάθμιας. Δεν εκτιμήθηκαν οι διαθέσεις αντίστασης και σύγκρουσης των εργαζόμενων οι οποίοι παρά το ξεπούλημα του Ιούνη επανήλθαν με μαζικότατες Γ.Σ. πεισμένοι ότι κανένα επιμέρους μέτρο δεν μπορεί να αποκρουστεί εάν δεν υπάρξει συνολική ανατροπή της πολιτικής.

Η μη εκτίμηση της κατάστασης ως τέτοιας οδήγησε στο να μην δοθεί ο προσανατολισμός, το πλαίσιο και η οργάνωση του αγώνα που οι συνθήκες απαιτούσαν, δεν προτάχθηκε το ζήτημα ποιας πολιτικής και σε ποια κατεύθυνση.

Το «ευρύ αντιμνημονιακό» πολιτικό πλαίσιο που προωθήθηκε ως «κοινό πλαίσιο», ο περιορισμός στη μορφή, η παραμονή εκτός «πλαισίου» του πολυκλαδικού συντονισμού ακόμα και αυτού του πανεκπαιδευτικού, οδήγησαν στην υποχώρηση.

Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί συνολικά είναι προβληματική και κρίσιμη τόσο για την συνειδητοποίηση της πραγματικότητας όσο και για την κατανόηση της αναγκαιότητας της ρήξης και της ανατροπής. Η παραίτηση, η απογοήτευση, η αδρανοποίηση, η αναζήτηση προσωπικής λύσης μπορεί να οδηγήσουν σε ήττα της εργατικής τάξης που μπορεί να καταστεί στρατηγικού χαρακτήρα.

Σήμερα περισσότερο παρά ποτέ μπορεί να γίνει κατανοητό από τους εργαζόμενους ότι η ήττα του εργατικού κινήματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για το ξεκίνημα νέου κύκλου καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Είναι όμως αναγκαίο να γίνει κατανοητό ότι η κρισιμότητα της ταξικής πάλης είναι τέτοια που δεν θα έχουμε ως αποτέλεσμα της ήττας ένα πισωγύρισμα που κάποιοι αποκαλούν και «μεσαίωνα». Ή θα ηγεμονεύσει το εργατικό κίνημα ή ο φασισμός δεν θα παραμείνει προ των πυλών.

Διέξοδος δεν μπορεί να είναι άλλη από τη συνολική ανατροπή της επίθεσης σε «αντικαπιταλιστική» κατεύθυνση, στην προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης. Από το στόχο αυτό, από τα νέα καθήκοντα του εργατικού κινήματος, προκύπτει η αναγκαιότητα της ταξικής ανασυγκρότησής του. Η ανασυγκρότηση είναι μια διαδικασία που περνάει μέσα από τις μάχες, στηρίζεται στη δυνατότητα του ίδιου του κινήματος να κάνει πολιτικό αγώνα, στο βαθμό ωρίμανσης της ίδιας της εργατικής τάξης.

Η ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος και η αντιπαράθεση με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν είναι μια προβολή μόνο πιο αιχμηρών αιτημάτων, ή άλλων μορφών πάλης, αλλά η δημιουργία των προϋποθέσεων να πετύχει ρήγματα στην επίθεση και στην καπιταλιστική ανασυγκρότηση και η αταλάντευτη στόχευση στην αντικαπιταλιστική ανατροπή. Ανασυγκρότηση σημαίνει πρώτα και κύρια αλλαγή της αντίληψης για τα συνδικάτα και το ρόλο τους, τη δομή και τη λειτουργία τους. Στόχος η εξέλιξή τους σε όργανα της εργατικής τάξης, που θα εκφράζουν την ανάγκη για κατάργηση του συστήματος της εκμετάλλευσης που βουλιάζει στην ιστορική του κρίση, χτίζοντας την ενότητα της τάξης.

Η διάρθρωση του συνδικαλιστικού κινήματος είναι βαθιά πολιτικό ζήτημα. Άλλη διάρθρωση απαιτεί η αστική αντίληψη για το ρόλο και τη δομή του συνδικαλιστικού κινήματος, άλλη η ρεφορμιστική λογική και άλλη η λογική της ταξικής πάλης και της κοινωνικής ανατροπής. Η πολυδιάσπαση, ο κατακερματισμός, η γραφειοκρατική λειτουργία που επιβλήθηκαν υπηρετούν την οικονομίστικη πάλη, τη συντεχνιακή αντίληψη, την απομόνωση, τους μηχανισμούς, τη γραφειοκρατία. Οδηγούν τους εργάτες στο να βλέπουν μόνο το δικό τους εργοδότη, το δικό τους πρόβλημα, να μην κατανοούν την ταξική πάλη, την ανάγκη του αντικαπιταλιστικού αγώνα. Μετατρέπουν τις οργανώσεις της εργατικής τάξης σε κέντρα μηχανισμών διαφθοράς συνειδήσεων, διάσπασης της ενότητας, καλλιέργειας της διαφοροποίησης.

Ο καθορισμός της μορφής της διάρθρωσης δεν είναι εύκολη ή απλή υπόθεση εξαρτάται από τη διάρθρωση της οικονομίας, την κατάσταση της εργατικής τάξης, την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και του εργατικού κινήματος και χρειάζεται συγκεκριμένη μελέτη και σχεδιασμό.

Όμως μπορούμε να έχουμε καθαρή συνολική αντίληψη: Ένα κλαδικό πανελλαδικό συνδικάτο που συσπειρώνει όλους τους εργαζόμενους κάθε βιομηχανικού κλάδου ή υπηρεσιών. Τοπικά συμβούλια σε περιοχές, πόλεις. Επιτροπές σε εργοστάσια και τόπους δουλειάς. Μία ομοσπονδία κλαδικών συνδικάτων για το συντονισμό της δράσης σε πολυκλαδικές επιχειρήσεις και γενικούς πολιτικούς αγώνες.

Το ερώτημα είναι πώς θα προωθηθεί; Θα προβάλλεται ως άποψη; Θα κατατεθεί για ζύμωση; Ή πρέπει να αναζητηθούν δράσεις, παρεμβάσεις που θα το κάνουν πρώτα κατανοητό και ύστερα ρεαλιστικό στόχο στους εργαζόμενους.

Η λειτουργία των συνδικάτων είναι επίσης ζήτημα ουσίας, εξίσου σημαντικό με την ιδεολογική και πολιτική κατεύθυνση. Να ανατραπούν οι διαδικασίες που είναι ταυτισμένες με την αστική αντίληψη της εκπροσώπησης, και να αντικατασταθούν με το δικαίωμα συμμετοχής, έκφρασης, ελέγχου, μεταφορά όλων των δυνατοτήτων αρμοδιοτήτων στις επιτροπές και τα συμβούλια των εργαζόμενων. Με την ανακλητότητα όλων των οργάνων.

Με εργατική δημοκρατία, εργατική συλλογικότητα και αγωνιστική συντροφικότητα, με επιτροπές αλληλεγγύης που θα καλλιεργούν την ταξική αλληλεγγύη, με απεργιακά ταμεία, ταμεία ενίσχυσης των ανέργων που θα δημιουργήσουν τις συνθήκες για να παραμένει ο άνεργος μέλος του συνδικάτου. Με αξιοποίηση όλων των μορφών και του πλούτου της εργατικής πάλης και οργάνωσης, μέσα από επιτροπές αγώνα, εργοστασιακές επιτροπές, εργατικές λέσχες, εργατικούς συνδέσμους και συλλόγους.

Όλα τα παραπάνω όσο επιτακτικά αναγκαία και αν είναι δεν αρκούν για να απαντηθούν στη συγκεκριμένη κατάσταση τα ερωτήματα: Πώς θα μετατραπεί η αυθόρμητη συνείδηση σε ταξική; Πώς από τάξη καθ εαυτή θα γίνει τάξη για τον εαυτό της; Πώς θα διαμορφωθεί η επαναστατική συνείδηση του προλεταριάτου; Πώς θα ενεργοποιηθεί το εν δυνάμει;

Η ανασυγκρότηση του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος προϋποθέτει ανασυγκρότηση της επαναστατικής τακτικής, που όχι μόνο θα κινείται έξω από τα πλαίσια της αστικής πολιτικής, αλλά θα δημιουργεί τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις για την ανατροπή της και θα διαμορφώνει ένα νέο πλαίσιο που θα εμπνέεται και θα εμπνέει την χειραφέτηση της εργατικής τάξης και της κοινωνίας.

Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα είναι αναγκαίο να αποτελέσει τη βάση των αγώνων της εργατικής τάξης, αλλά και τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στο σήμερα και το μέλλον. Το εργατικό κίνημα μπορεί να απαντήσει στις ανάγκες της κοινωνίας και να αντιπαρατεθεί στη στρατηγική της αστικής τάξης, όταν συνδέσει το περιεχόμενο, τους στόχους, τις διαδικασίες, τα μέσα της πάλης του, σε μια συνολική στρατηγική και ταχτική στην οποία θα συνδέονται οργανικά τα καθημερινά κοινωνικά-οικονομικά ζητήματα πάλης με τον «κομμουνισμό της νέας εποχής». Μόνο με τη σύνδεση του αγώνα ύπαρξης και επιβίωσης με το στρατηγικό στόχο θα επιτευχθεί ο μετασχηματισμός του αυθόρμητου, του ενστίκτου, θα αναπτυχθεί η ταξική συνείδηση.

Είναι γνωστό ότι δεν αρκούν ούτε οι αντικειμενικές συνθήκες ούτε ο εν δυνάμει επαναστατικός χαρακτήρας της εργατικής τάξης, αλλά απαιτείται η επαναστατική της συνειδητοποίηση, που δεν πραγματοποιείται ούτε αυτόματα ούτε νομοτελειακά. Η πείρα έχει δείξει ότι οι αγώνες όταν δεν εντάσσονται στην κατεύθυνση της αμφισβήτησης, της άρνησης, της αναγκαιότητας της κοινωνικής χειραφέτησης οδηγούν στην ενσωμάτωση.

Όσο διακριτοί είναι οι ρόλοι ο χαρακτήρας και οι σκοποί των συνδικάτων, του κοινωνικού και πολιτικού μετώπου και του εργατικού επαναστατικού κόμματος άλλο τόσο είναι διαλεκτικά δεμένοι. Ο μηχανιστικός διαχωρισμός οδηγεί τα συνδικάτα στον οικονομισμό και το ρεφορμισμό, τα μέτωπα σε απομόνωση από τους εργάτες και σε αδιέξοδα, το επαναστατικό υποκείμενο σε σέχτα και την επανάσταση σε συνομωσία.

Η αναζήτηση, η διαμόρφωση του «αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου» προϋποθέτει να αντιπαραθέσουμε στη μηχανιστική λογική των ομόκεντρων κύκλων, την ενιαία γραμμή που πρέπει να διαπερνάει τα όργανα του εργατικού κινήματος και δεν είναι άλλη από τη συνειδητοποίηση της ταξικής πάλης και της ανάγκης για κοινωνική χειραφέτηση.

Στα κρίσιμα αυτά ζητήματα και δεδομένων των συγκεκριμέων αδυναμιών του εργατικού κινήματος και κύρια της έλλειψης του «επαναστατικού κόμματος της εποχής μας» απάντηση μπορεί να είναι η δημιουργία της ταξική πτέρυγας.

Οι παρεμβάσεις ενός ταξικού ρεύματος στο εργατικό κίνημα πρέπει να στοχεύουν αφενός στην ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης μέσα από την αντικαπιταλιστική δράση και αφετέρου στην ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος που:

• Θα συσπειρώνει τους εργάτες στον αγώνα μέσα από ένα πρόγραμμα πάλης που θα κινείται σε κατεύθυνση σύγκρουσης με την πολιτική και τις επιλογές του κεφαλαίου.

• Θα αναδεικνύει το αδιέξοδο και το εφήμερο των επιμέρους διεκδικήσεων.

• Θα αποκαλύπτει στους εργαζόμενους τις αιτίες των αντιδραστικών μέτρων, το μηχανισμό της εκμετάλλευσης.

• Θα παράγει πολιτική και ιδεολογία αναζητώντας και θέτοντας μέσα στην καθημερινή πάλη στόχους με οραματική προοπτική, ανιχνεύοντας και δημιουργώντας όπου και όσο είναι δυνατό στις συνθήκες του καπιταλισμού σπέρματα του νέου που θα διαπαιδαγωγούν και θα προετοιμάζουν την εργατική τάξη, θα κάνουν απτό και όχι όνειρο ανεκπλήρωτο την κοινωνική απελευθέρωση που θα δώσουν έμπνευση περιεχόμενο και ουσία στην αγωνιστική στάση για να μην καταλήξει ανθρωποθυσία.

• Θα αντιμετωπίζει τους εργάτες ως το εν δυνάμει υποκείμενο της ταξικής πάλης, του ιστορικού γίγνεσθαι και όχι παθητικό δέκτη αναγκασμένο σε συνολική και απόλυτη συμφωνία.

Στο βαθμό που θα καταφέρει να κάνει βήματα σ΄αυτή την κατεύθυνση μπορεί να αποτελέσει και το έδαφος για τη συγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου.

Στην εποχή που ζούμε, ελεύθερη βούληση δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας και της δυνατότητας για την πραγματοποίηση του καινούριου, αλλά και τη συνειδητοποίηση του διλήμματος της ταξικής πάλης που έθεταν οι κλασικοί στο μανιφέστο ή θα καταφέρει η εργατική τάξη τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας ή θα οδηγηθούμε στην από κοινού καταστροφή των τάξεων.


Κακαρούμπας Βασίλης, Δάσκαλος, Πάτρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου