Ως γνωστόν οι εκδηλώσεις μνήμης για τον ένα χρόνο από την δολοφονία του Παύλου Φύσσα κατέληξαν σε ένα πογκρόμ των δυνάμεων καταστολής όχι μόνο στην κεντρική διαδήλωση στο Κερατσίνι, αλλά σχεδόν σε όλες τις διαδηλώσεις που έγιναν πανελλαδικά. Αν πιστεύει κανείς ότι η συμπεριφορά αυτή της αστυνομίας έχει κάποια σχέση με τις άκυρες και εκτός τόπου και χρόνου επιθέσεις στο ΚΕΠ Κερατσινίου, σε ένα κρεοπωλείο, σε ένα ανταλλακτήριο χρυσού, την κάμερα μιας τράπεζας και τέλος τις 3 πέτρες που έπεσαν στο τοπικό Δημαρχείο, πλανώνται πλάνην οικτράν. Δύο μέρες πριν το Κερατσίνι σε μια απολύτως ειρηνική πορεία στους δρόμους του Βύρωνα, οι συμμορίες της Δέλτα άδειασαν όλες τις κρότου λάμψης που διέθεταν πάνω στους διαδηλωτές την ώρα που τελείωνε η εκδήλωση πέριξ της Λαμπηδόνας, αφού πρώτα με τσαμπουκά επιχείρησαν να υποβάλλουν τον κόσμο σε έλεγχο στοιχείων.
Στο Κερατσίνι οι επιθέσεις των Δελτάδων ήταν μανιασμένες και δεν σταμάτησαν σε όλη τη διάρκεια της πορείας να πέφτουν συστηματικά πάνω στα μπλοκ των διαδηλωτών σαν καμικάζι, με χαρακτηριστικότερες τις περιπτώσεις της επίθεσης στο ΕΕΚ όπου από τη μανία τους δεν γλίτωσε ούτε το πανό το οποίο και έσκισαν αφού πρώτα χτύπησαν με τα ρόπαλα όποιον έβρισκαν μπροστά τους και λίγο αργότερα μέσα στην πλατεία Λαού επιτέθηκαν σε ένα σταματημένο μπλοκ του Ρεσάλτο χωρίς να συμβαίνει τίποτα συλλαμβάνοντας στο σημείο αυτό και τους περισσότερους διαδηλωτές που σήμερα διώκονται οι 61 με πλημμελήματα και 3 με κακουργήματα.
Είναι προφανές ότι το μένος των δυνάμεων καταστολής σε όλη τη χώρα αλλά και η σπουδή του Υπουργείου δημοσίας τάξης να μετατρέψει όλες σχεδόν τις προσαγωγές σε συλλήψεις, δείχνει αφενός ότι τίποτα δεν έγινε τυχαία, αφετέρου ότι το κράτος έκτακτης ανάγκης είναι πλέον ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
Μηδέν προνοητικότητα
Η διαδήλωση στο Κερατσίνι άφησε μια πικρή γεύση σε πολύ κόσμο που βρέθηκε εκεί και που αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί μια τέτοια εκδήλωση να καταλήγει σε σχεδόν μια εκατοντάδα συλλήψεις και σε ένα πογκρόμ καταστολής που δεν αντιμετωπίστηκε όπως του άρμοζε. Τα έκτροπα της αστυνομίας ήταν μια κεντρική επιλογή της κυβέρνησης, όπως κεντρική ήταν και η επιλογή να μετατραπούν όλες οι προσαγωγές σε συλλήψεις με βαρύτατες κατηγορίες. Το μήνυμα είχε δοθεί προ διημέρου στο Βύρωνα όπου οι Δελτα επιτέθηκαν ακόμα και στον τοπικό δήμαρχο τραυματίζοντάς τον στο χέρι. Μια πρόκληση που εκτός των άλλων κατευθύνονταν και σε ένα στέλεχος της αξιωματική αντιπολίτευσης. Αυτό και μόνο δείχνει τις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης Σαμαρά. Επιπλέον η ίδια η φύση τη συγκεκριμένης εκδήλωσης μνήμης δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για μια ρουτινιάρικη πορεία στους δρόμους του Κερατσινίου, όσο κι αν διάφοροι “φίλοι” προσπαθούσαν μανιωδώς να προκαταβάλουν. Παρόλα αυτά για ακόμα μια φορά τα πράγματα μπήκαν στον αυτόματο.
“Ξυπνήστε τους ναζί”
Τα προβλήματα όπως δεν εμφανίστηκαν ξαφνικά στη διαδήλωση της 18ης Σεπτέμβρη, αλλά από τη στιγμή που οι εκδηλώσεις μνήμης μπήκαν κάτω από τη σκέπη μιας ομάδας φίλών και συγγενών του Φύσσα που με αρωγό τον τηλεοπτικό οχετό, προσπάθησαν να τις αποπολιτικοποιήσουν και να τους δώσουν ένα χαρακτήρα εθνικής συμφιλίωσης. Το απόγειο αυτής της γελοιότητας ήταν η συναυλία της Παρασκευής με τους διοργανωτές να προτρέπουν τον κόσμο να φωνάζει συνθήματα του στυλ μορφώστε του ναζί” ή ακόμα και το ευτράπελο “ξυπνήστε του ναζί”. Γιατί άραγε να τους ξυπνήσουμε Για να αρχίσουν να σπάνε ξανά κεφάλια; Όπως και να χει οι κάθε είδους πρώην και νυν φίλοι του Φύσσα, χιπ χοπάδες ή μη, ακόμα και οι στενοί συγγενείς τους, μπορούν να λένε ότι θέλουν για το χαρακτήρα που θα ήθελαν σε μια ιδιωτική τους εκδήλωση. Όμως η δολοφονία του Φύσσα δεν είναι ένα ιδιωτικό γεγονός, και στη θέση του θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε οι φασίστες θεωρούν ότι μολύνει την “καθαρότητα της φυλής”. Θα μπορούσε να είναι ένα μέλος του ΚΚΕ μια βδομάδα πριν στην επίθεση στο Πέραμα. Θα μπορούσαν να είναι σύντροφοι που έχουν τραυματιστεί σε ανάλογα επεισόδια όχι μόνο τα τελευταία 2-3 χρόνια που έγινε γνωστή η συμμορία στο πανελλήνιο αλλά και τα προηγούμενα 20 χρόνια που συστηματικά δρα με τον ίδιο τρόπο έστω και σε μικρότερη κλίμακα. Οι εκδηλώσεις μνήμης του Φύσσα δεν θα μπορούσαν να είναι παρά μια υπενθύμιση της ναζιστικής τρομοκρατίας, ένα κάλεσμα αγώνα για να τσακιστεί μια για πάντα. Αυτός ο χαρακτήρας δεν μπορεί να είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους συγγενείς του οποιουδήποτε πέφτει θύμα είτε της ναζιστικής είτε της κρατικής βίας. Ο αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση, την καταπίεση και τις θηριωδίες της άρχουσας τάξης -ή της ναζιστικής αντεπανάστασης εν προκειμένω- δεν εξαρτάται από τις διαθέσεις ή την ψυχική κατάσταση των κάθε φορά θυμάτων. Η δράση είναι αυτεπάγγελτη με τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται και από το ίδιο το αστικό δίκαιο στην περίπτωση της αυτεπάγγελτης δίωξης (χωρίς να απαιτηθεί προηγούμενη άσκηση έγκλησης από τον παθόντα και η οποία δεν σταματά ακόμη και εάν ο παθών το επιθυμεί).
Δυστυχώς η αριστερά και όχι μόνο, έχει μάθει να τρέχει πίσω από τα αγνά κοινωνικά υποκείμενα, τους παθόντες και τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Αν θα πρέπει, ας πούμε, να υπερασπιστούμε το δημόσιο χαρακτήρα των λιμανιών θα πρέπει πρώτα να το συζητήσουμε με κάποιο σωματείο λιμενεργατών, αν πρόκειται για τους δημόσιους δρόμους ίσως εκεί θα πρέπει να πάρουμε την άδεια από τους υπαλλήλους των -κρατικών έστω- διοδίων, για να παλέψουμε ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση θα πρέπει να μας δώσει την άδεια κάποιο εργατικό σωματείο ή έστω -αν πρόκειται για αναρχικούς ή αριστερούς από τα κάτω- η ίδια η εργατική τάξη (αφού είναι και ο άμεσα παθών). Για να παλέψουμε ενάντια στο ρατσισμό του κράτους ή των κανίβαλων υπηκόων του θα πρέπει να βρούμε πρώτα τα θύματα -τους μετανάστες δηλαδή- για να τους βάλουμε μπροστά αφού στην περίπτωσή μας αυτοί είναι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Μα αν δεν κινητοποιηθεί το αδιαμεσολάβητο κοινωνικό υποκείμενο που τα υφίσταται όλα αυτά, εμείς οι υπόλοιποι τι παριστάνουμε (;) το υποκατάστατό του;
Αυτή η εντελώς βλακώδης φιλοσοφία που υποβόσκει σε όλη την ροή σκέψης της αριστεράς και των λοιπών προοδευτικών δυνάμεων, βρήκε ακόμα μια εφαρμογή στην περίπτωση των φίλων του Φύσσα. Βεβαίως οι “φίλοι” του καθενός υπαρκτοί ή φαντασιακοί και οι λοιποί επίγονοι που περιφέρονται ως αποκλειστικοί αντιπρόσωποι ενός brand name, μπορούν να λένε ότι θέλουν, αλλά καμία ιδιότητα “φίλου” δεν τους δίνει το δικαίωμα να καθορίζουν την άποψη των πάντων ή να την απορίπτουν ως ένας εξειδικευμένος για την περίπτωση πάπας. Οι επίγονοι έπρεπε να κριθούν όπως και ο καθένας για τις απόψεις τους και όχι να αποτελούν ένα είδος ιεράς αγελάδας λόγω της υποτιθέμενης ιδιότητάς τους. Αυτό δεν έγινε εξαρχής, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι αυτοί για λόγους που δεν έχουν καμία σημασία, να μετατρέπουν τις εκδηλώσεις σε ένα κάλεσμα αγάπης στους νεοναζί. Αυτό όμως είναι το λιγότερο. Το πιο σημαντικό είναι ότι το ΣΕΚ και η ΚΕΕΡΦΑ συντάχθηκαν μέχρι τέλους με αυτούς τους φίλους. Το πρόβλημα με το ΣΕΚ δεν ήταν ότι πήγε στο Κορυδαλλό. Το κυριότερο είναι ότι υιοθέτησε εξ ολοκλήρου το ύφος και το περιεχόμενο ενός γλυκανάλατου, πασιφιστικού αντιφασισμού που καταδικάζει τη βία από όλες τις πλευρές, που δεν καταλαβαίνει γιατί συμβαίνουν όλα αυτά και γιατί οι άνθρωποι τσακώνονται αναμεταξύ τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που στο τέλος το καθήκον που προκύπτει είναι να “μορφώσουμε του Ναζί”. Αν οι “φίλοι” του Φύσσα έχουν το ακαταλόγιστο ή έστω δεν δεσμεύονται από “εμφυλιακές εμμονές” όπως λένε οι ίδιοι, οι οργανώσεις που πλασάρονται και ως επαναστατικές δεν μπορούν να έχουν το ίδιο άλλοθι.
Αφοπλισμός με μπαλόνια
Και μπορεί κανείς να πιστεύει ότι με τον γλυκανάλατο αντιφασισμό και με μια μορφωτική εκστρατεία θα “ξυπνήσει του ναζί”, την Πέμπτη όμως όλες αυτές οι χαρουμενιές δεν είχαν καθόλου αίσιο τέλος. Τα καλέσματα για εκεχειρία το μόνο που κατάφεραν ήταν να κοιμίσουν το αντιφασιστικό υποκείμενο την ώρα που έπρεπε να αντιμετωπίσει το μένος των δυνάμεων καταστολής που άλλωστε σε ποσοστά 70% ψηφίζει ΧΑ.
Το αντιφασιστικό κίνημα, η αριστερά που βρέθηκε εκεί και όχι στη πλ. Μέμου, ο αναρχικός χώρος, δεν μπόρεσαν να υπερασπιστούν το δικαίωμα στη διαδήλωση. Οι μπάτσοι βεβήλωσαν την εκδήλωση δίνοντας ένα μήνυμα όλο νόημα και με πολλαπλούς αποδέκτες. Ότι η μνήμη του Φύσσα δεν θα τιμάται με τους όρους που θέλει ένα μαχητικό αντιφασιστικό κίνημα, το οποίο άλλωστε βρίσκεται στο στόχαστρο της “έννομης τάξης” με τον ίδιο τρόπο που βρίσκεται στο στόχαστρο του φασιστικού υποκόσμου.
Κατόπιν εορτής όλοι μπορεί να τα έχουν βάλλει με τους “φίλους” και την ΚΕΕΡΦΑ ειδικά μετά το φιάσκο της παρασκευιάτικης συναυλίας στο Σύνταγμα, αλλά μέχρι τότε οι ιερές αγελάδες είχαν μείνει στο απυρόβλητο. Τα καλέσματα για την Πέμπτη και την Παρασκευή ήταν στο σημείο που ήταν γνωστό ότι οι μικροφωνικές θα ελέγχονται από “φίλους”. Έπρεπε να γίνουμε ένα με τα μπαλόνια μέχρι να πέσουν τα πρώτα χημικά και να τα μηχανάκια της Δ πάνω στους διαδηλωτές. Ήταν προφανές ότι σε αυτό το κλίμα δεν μπορούσε να σχηματιστεί και να νομιμοποιηθεί καμία σοβαρή άμυνα.
Σε αυτό βοήθησε επίσης και ο εντελώς διαλυτικός χαρακτήρας των επιθέσεων στο ΚΕΠ Κερατσινίου και σε καταστήματα που είχαν κόσμο (όχι πάντως απεργοσπάστες) και το κυριότερο με το ελάχιστο συμβολικό περιεχόμενο. Η αντικοινωνική αυτή συμπεριφορά συνεχίστηκε και με προπηλακισμού διαδηλωτών που αποδοκίμαζαν αυτές τις επιθέσεις, με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιηθούν εντελώς οι πιθανότητες να οργανωθεί έστω και την τελευταία στιγμή μια άμυνα στην επίθεση των ΜΑΤ Δέλτα.
Υπεκφυγές
Όμως οι αδυναμίες του αντιφασιστικού κινήματος ή της αριστεράς δεν μπορεί εσαεί να φορτώνονται στους μπάχαλους. Οι συγκεκριμένοι δεν είναι καν ένας οργανωμένος χώρος για να μπορεί κανείς να του κάνει μια πολεμική με συγκεκριμένους αποδέκτες. Είναι περισσότερο μια κοινωνική παρά μια πολιτική συμπεριφορά. Δεν διεκδικεί για τον εαυτό της κάποιο σχέδιο παρά μόνο να γίνει ταραχή. Είναι γνωστό πια ότι τέτοιου είδους “ταραχές” δεν κλιμακώνουν καμία σύγκρουση, όμως όταν το υποκείμενό τους αλλάζει σύνθεση κάθε 2 χρόνια είναι μάταιο κανείς να ψάχνει σε αυτό μια κεφαλαιοποίηση αυτής της γνώσης. Επομένως αν κάτι έχει σημασία είναι αυτός που θέλει να μείνει στην αρένα και απέναντι στο αστικό κράτος και τους συνοδοιπόρους του, να πάρει τα μέτρα του. Και το πρώτο μέτρο είναι να μάθει να στέκεται απέναντι στα καμικάζι που καρφώνονται πάνω σε διαδηλωτές, αν μπορεί να αντιμετωπίσει την κρατική καταστολή, χωρίς να γίνεται σκορποχώρι. Και αυτό δεν θα γίνει ποτέ όσο η αντιβία μένει ξεκρέμαστη χωρίς δημόσια και ανοιχτή υπεράσπιση. Ας είναι, όλα αυτά δεν λύθηκαν όταν στο δρόμο βρέθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, θα λυθούν τώρα;
Όμως χωρίς αυτό, δεν μπορεί να υπάρχει καμία αξιοπρέπεια. Και μαζί της χάνεται και η πολιτική εμπιστοσύνη αλλά και το όραμα. Αλήθεια ποιο είναι το υποκείμενο που θα αλλάξει τον κόσμο; Αυτό που δεν μπορεί να σταθεί με αξιώσεις απέναντι σε 50 αλητόβιους με στολή και μηχανάκι; Ας καταλάβει πια αυτή η αριστερά, ή έστω αυτό το κίνημα, ότι ο κόσμος δεν μπορεί να κατεβαίνει για να εισπνέει χωρίς απάντηση τον καρκίνο από τον υπόκοσμο που τον αμολάει λες και ψεκάζει κατσαρίδες. Ούτε μπορεί να βλέπει τον κάθε τρελάκια να μπουκάρει στα ΚΕΠ και να ξεφτιλίζει με τις αντικοινωνικές καγκουριές του την ουσία μια μαχητικής διαδήλωσης. Όσο η αριστερά τρέχει πίσω από “φίλους”, αυθόρμητα και κάθε είδους δήθεν άμεσα ενδιαφερόμενους, ποτέ δεν θα έχει το δικό της σχέδιο. Πολύ περισσότερο όταν αφήνει όμηρους στα χέρια του κράτους και τον κόσμο της ανυπεράσπιστο να τρέχει να σωθεί ακόμα και μέσα στο Κερατσίνι, ακόμα και τη μέρα που οι φασίστες δολοφόνησαν τον Φύσσα με τους παρόντες μπάτσους να προσπαθούν να καλύψουν τους φονιάδες πριν αλλά και μετά το φόνο. Κι όμως κάποιος από τους φίλους ονόματι Νικήτας Κλιντ 3 μόλις βδομάδες μετά το φόνο είχε ήδη βγάλει το πόρισμα: “Αν δεν ήταν η γυναίκα της ΔΙΑΣ που συνέλαβε το δράστη ακόμα θα ψαχνόμασταν στα «σύννεφα»”. (Αthensvoice 9/10/2013)
Όμως καλά λόγια για την αστυνομία δεν λέει μόνο ο “φίλος” Νικήτας Κλιντ, αλλά και ο Αλέξης Τσίπρας που στην επίσκεψή του στο περίπτερο της αστυνομίας στη ΔΕΘ φρόντισε να εγκωμιάσει το έργο του Σφακιανάκη ενώ μόλις χθες μίλησε για τα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων της ΕΥΠ που “πρέπει να τεθεί υπό κοινοβουλευτικό έλεγχο προκειμένου να προασπίζονται τα εθνικά συμφέροντα της χώρας”. (Έθνος 25/9)
Μετά από όλα αυτά η αριστερά της μιζέριας είναι κατευχαριστημένη με το μέγεθος της διαδήλωσης στο Κερατσίνι, αλλά μές τον εκνευρισμό της με τους μπάχαλους, της διέφυγαν οι 64 συλλήψεις και η απίστευτη καταστολή. “Τα επεισόδια που έγιναν στο Κερατσίνι άρχισαν όταν ομάδα 50-60 κουκουλοφόρων άρχισε να σπάει το ΚΕΠ και μάλιστα την ώρα που είχε υπαλλήλους και κόσμο μέσα”. Αυτό κατάλαβαν, από κει και πέρα όμως τίποτα το αξιοσημείωτο. Έτσι σύντροφοι, ο αγώνας συνεχίζεται και όλα καλά, τριλαλί τριλαλά…
Κ. Μαραγκός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου