Πηγή : ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ PRAXIS
''Στο παρελθόν οι εθνικές οικονομίες και τα εθνικά χρηματοπιστωτικά συστήματα μπορούσαν να ρυθμισθούν από τις εθνικές κυβερνήσεις. Σήμερα όμως η παγκόσμια οικονομία δεν μπορεί πλέον να ρυθμισθεί παρά μόνο από μια παγκόσμια διακυβέρνηση, η οποία δεν υπάρχει''.
Η διαπίστωση αυτή (''Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία'', 14-8-2011) ανήκει στον Ναπολέοντα Μαραβέγια (Ναπολέων, αν διπλά μπερδεύεστε), καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος βέβαια δεν είναι η επιτομή του επαναστατικού στοιχείου. Κοινή σε πολλούς αστούς οικονομολόγους και μη, η παραπάνω άποψη απηχεί την πραγματικότητα, μέσα από τα μάτια ενός τίμιου και ειλικρινούς φιλελεύθερου. Ο παγκοσμιοποιούμενος καπιταλισμός σήμερα, δεν μπορεί να ελεγχθεί, παρά μόνο υπό την αίρεση μιας ''παγκόσμιας διακυβέρνησης''.
Στο ίδιο άρθρο διατυπώνονται θέσεις για την ερμηνεία της κρίσης, με πρώτο-πρώτο το διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στην παραγόμενη από την ''πραγματική'' οικονομία αξία, και την αξία των διάφορων χρηματοπιστωτικών ''προιόντων'', ομολόγων, παραγώγων κ.ο.κ, ''προϊόντα'' τα οποία ανταλλάσσονται έναντι αμύθητων ποσών, ''χωρίς καμία αναφορά στην πραγματικότητα κατά την φάση ανόδου ή κατά την φάση καθόδου των ''τιμών'' των προιόντων αυτών''. Δεν αντανακλούν δηλαδή οι τίτλοι αυτοί πραγματικό πλούτο, με αποτέλεσμα να χάνονται εν μία νυκτί τεράστια ποσά, που όμως δεν υπήρξαν ποτέ στην σφαίρα των πραγματικών αγαθών.
Η ίδια η διάκριση σε ''πραγματική'' και ''εικονική'' οικονομία, είναι αμφισβητούμενο ζήτημα. Στην προκειμένη περίπτωση, το ''εικονικό'' είναι πολύ αληθινό, έχει την ικανότητα να προκαλεί πραγματικές βλάβες σε όλο το σύστημα, μετατοπίζει από χέρι σε χέρι με ταχύτατο τρόπο αξία (αν και δεν δημιουργεί αξία) και έχει υπαγάγει την ''πραγματική'' οικονομία στον εαυτό του. Η ''εικονικότητά'' προκύπτει από την όλο και μεγαλύτερη και πολλαπλότερη διαμεσολάβηση των κεφαλαιοκρατικών παραγωγικών σχέσεων από ολοένα και πιο έμμεσες μορφές δικαιωμάτων και εξουσιών ελέγχου τους, που ριζώνουν στο έδαφος της διανομής των προιόντων της παραγωγικής εργασίας και της κυκλοφορίας τους. Αν αναλογιστούμε πως η πρωτοβάθμια διαμεσολάβηση των εμπορευματικών συναλλαγών από το χρήμα, δημιουργεί τον ''φετιχισμό'' του εμπορεύματος και την απατηλή ταύτισή του με τον πραγματικό πλούτο εν γένει, τότε δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς οι χρηματοπιστωτικές διαμεσολαβήσεις πολλαπλού βαθμού, που διαρκώς απομακρύνονται από την καθεαυτό παραγωγή (αυτό που ονομάζουν ''πραγματική'' οικονομία''), είναι σχεδόν απόλυτα φετιχισμένες, ''φασματικές''. Για αυτό και είναι αδύνατη η ''γείωσή'' τους στην όντως ούσα παραγωγική δραστηριότητα, με την οποία βρίσκονται σε τέτοια αναντιστοιχία, ώστε να αποσταθεροποιείται η ομαλή λειτουργία του συστήματος. Οι προσπάθειες θεσμικών τους ''γειώσεων'' με την παραπάνω έννοια (όπως διάφορα είδη φορολόγησής τους, κεντρικοπολιτικά ελεγχόμενα ''προιόντα'' τους, όπως ''ευρωομόλογα'', απόπειρες οικοδόμησης ''διεθνούς οικονομικού δικαίου''), δεν μπορούν να αποτρέψουν μεσοπρόθεσμα τα δομικά στρεβλωτικά τους αποτελέσματα.
Η δραστηριότητα συναλλαγών στην χρηματοπιστωτική σφαίρα συνεχίζεται, και τώρα που ''μιλάμε'' και παρά την κρίση που έχει ξεσπάσει, χωρίς τον παραμικρό έλεγχο. Και τέτοιος δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει, καθώς θα απαιτούσε μια ''παγκόσμια διακυβέρνηση'' και ένα ενιαίο οικονομικό θεσμικό πλαίσιο. Η αστική πολιτική όμως δεν στέκεται απέναντι στην κεφαλαιοκρατική οικονομία, αλλά υπάγεται σε αυτήν, και αυτό ξεχνούν όσοι αυταπατώνται πως κάποιος ''ικανός ηγέτης'', ''αριστερός'' κτλ, θα θέσει φραγμό ''με νόμους''. Ο φετιχισμός της πολιτικής, των κρατών και των νόμων, που παρουσιάζονται ως αμερόληπτες και ανεπηρέαστες από την οικονομική κίνηση οντότητες, που μπορούν τάχα να μεταρρυθμίσουν και να δημιουργήσουν έναν καπιταλισμό ''με ανθρώπινο πρόσωπο''.
Και όμως, η διόγκωση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας σήμερα είναι δομικό στοιχείο του καπιταλισμού, και δεν υπάρχει γυρισμός. Έτσι έχει διαρθρωθεί η κεφαλαιοκρατική οικονομία, ώστε να κάνει ο κάθε πολυεθνικός όμιλος ''αρπαχτές'', άλλωστε πρόκειται για κέρδη ''εύκολα'' για όσους έχουν πολλά καλή δικτύωση και πολλά να ποντάρουν, κέρδη ''εν μία νυκτί''. Ωστόσο, ο κάθε μεμονωμένος κεφαλαιοκρατικός όμιλος που κερδίζει, δεν υπολογίζει ότι το ''παιχνίδι'' αυτό (που δεν είναι καθόλου παιχνίδι) θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις για το καπιταλιστικό ''κοσμοσύστημα''(με όρους Wallerstein) συνολικά. Αυτό που λείπει από τα ξεχωριστά κεφάλαια που ανταγωνίζονται μετά μανίας το ένα το άλλο, είναι η συλλογική ταξική αυτοσυνείδηση.
Ωστόσο, η συνείδηση αυτή που θα συγκροτούσε τα κεφάλαια ως αστική τάξη και θα επέτρεπε την χάραξη ενιαίας στρατηγικής ώστε να διασφαλιστεί η αναπαραγωγή του συνολικού πλαισίου, είναι σήμερα αδύνατη. Ενώ ήταν σε ένα βαθμό δυνατή μέσω του εθνικού κράτους, το οποίο παρενέβαινε για να ενισχύσει το τραπεζικό σύστημα, να μειώσει τους φόρους στις επιχειρήσεις, να αναλάβει μη κερδοφόρες αλλά αναγκαίες για τον καπιταλισμό δραστηριότητες (εκπαίδευση, δημόσια έργα, μεταφορές κτλ), η καθολικοποίηση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων σε παγκόσμια κλίμακα, ξέφυγε από τα όρια των κρατών, τα οποία πλέον δεν μπορούν να ασκήσουν τον ''ρυθμιστικό'', κατά το μέτρο του δυνατού, ρόλο τους. Σε διεθνές επίπεδο, ζητείται από τα διαφορετικά υπερεθνικά κεφαλαιοκρατικά να ασκήσουν μια ''κοινή στρατηγική'', να ορίσουν ένα ''κοινό θεσμικό πλαίσιο''. Επειδή βέβαια το κάθε μεμονωμένο κεφάλαιο, και ιδίως αυτά που έχουν μονοπωλιακή θέση στην αγορά, δεν θα αυτο-περιορίσει για το ''καλό της οικουμένης'' την μεγέθυνσή του (κάτι τέτοιο δεν θα το εκτόπιζε απλώς από τις υψηλότερες βαθμίδες της ιεραρχίας, αλλά θα το κατέστρεφε και θα οδηγούσε στην απορρόφησή του), οι αγωνιώδεις κραυγές των αστών που πραγματικά μετέχουν στην συλλογική συνείδηση της τάξης τους, απευθύνονται τελικά στους πολιτικούς. Τα μεμονωμένα κράτη όμως, τα οποία άλλοτε επιτελούσαν τον ρόλο τους, σήμερα είναι υπερχρεωμένα στις ίδιες τις τράπεζες, που πρέπει να ελέγξουν, και καμία κευνσιανή πολιτική δεν μπορούν να ασκήσουν (η οποία προυποθέτει ένα εύρωστο κράτος το οποίο μπορεί να τονώνει όσο πρέπει την ζήτηση, να κόβει χρήμα μέσω των εθνικοποιημένων τραπεζών του κτλ). Επιπλέον, ανέστιοι οίκοι ''αξιολόγησης'', σε αγαστή συνεργασία με τις διάφορες κεφαλαιοκρατικές συνομαδώσεις, βυθίζουν ολόκληρες ηπείρους σε κρίση με το πάτημα ενός κουμπιού, που τιμωρεί ''κακούς'' οφειλέτες με χαμηλότερο βαθμό αξιοπιστίας.
Ο κλήρος λοιπόν πέφτει στους πολιτικούς, τις εθνικές κυβερνήσεις, που καλούνται να άρουν τον εαυτό τους σε ένα ανώτερο επίπεδο, σε μια σειρά υπερεθνικών μετασχηματισμών που καταλήγουν στην ποθούμενη ''παγκόσμια διακυβέρνηση''. Ποθούμενη από ποιούς όμως? Τα ισχυρότερα κράτη, που εκπροσωπούν πολιτικά τις ισχυρότερες ενώσεις κεφαλαίων, σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελαν να χάσουν την κυριαρχική τους σχέση μέσα από μια διαδικασία ενοποίησης με ασθενέστερους οικονομικούς σχηματισμούς. Μια ομοσπονδοποίηση, για παράδειγμα, της Ε.Ε, θα επέβαλε την δημιουργία ενός διαρκούς μηχανισμού σταθεροποιητικών χρηματοοικονομικών ροών στα ''αδύναμα'' ομόσπονδα κρατίδια και θα απαιτούσε οι ''ισχυρότεροι'' να πληρώνουν ένα βαρύ τίμημα, ενώ οι ασθενέστεροι να απολέσουν την εθνική ανεξαρτησία τους, υπαγόμενοι σε ένα συγκεντρωτικό κέντρο λήψης αποφάσεων, μακριά από οποιαδήποτε νομιμοποίηση. Το κοινό νόμισμα που σήμερα επιτρέπει την μεταφορά αξίας από τους ασθενέστερους σε ανταγωνιστικότητα-παραγωγικότητα κοινωνικούς σχηματισμούς, στις καπιταλιστικές μητροπόλεις, θα έχανε αυτήν την επωφελή για χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία λειτουργία του, αν θα έπρεπε οι μεσογειακές περιφέρειες να ενισχύονται οικονομικά όχι με δάνεια (σπουδαία ''ενίσχυση''!), αλλά με τεχνολογικό εξοπλισμό, υποδομές, κεντρικά σχεδιασμένες παραγωγικές επενδύσεις. Όλα αυτά είναι όμως όνειρα θερινής νυκτός, που και αν υλοποιούνταν παρά τα αντικειμενικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών κεφαλαίων που αναπαράγονται χάρη στις σημερινές αντιφάσεις, πάλι θα οδηγούσαν σε ανισομέρεια και συγκεντροποιήσεις κεφαλαίων εντός της ομοσπονδίας. Άλλωστε, το παράδειγμα των ΗΠΑ δεν είναι ενθαρρυντικό, ούτε για το επίπεδο της διαβίωσης των ανθρώπων, ούτε για την κοινωνική πρόνοια, ούτε για την βιωσιμότητα της οικονομίας, όπως αποδεικνύεται τελευταία.
Αλλεπάλληλες ολοκληρώσεις που θα οδηγούσαν σε μια παγκόσμια διακυβέρνηση, είναι αντικειμενικά αδύνατες. Και δεν αναφέρθηκαν καν οι ισχυροί επίσης ''ιδεολογικοί''(αλλά θεμελιώδεις με την κυριολεκτική έννοια) λόγοι. Το έθνος-κράτος είναι πυρήνας συνοχής και έμβλημα της ηγεμονίας της αστικής τάξης, και υπερεθνικές ανομιμοποίητες από την ''λαϊκή κυριαρχία'' διακυβερνήσεις, θα διατάρασσαν τα θεμέλια του συστήματος. Αλλά για να μείνουμε στο αυστηρά οικονομικό πεδίο, όπως έχει διαπιστωθεί από την εποχή των κλασικών του μαρξισμού, είναι αδύνατον οι ξεχωριστές μερίδες της αστικής τάξης να αποκτήσουν μια συμπαγή συλλογική ταξική αυτοσυνείδηση. Και όσο ο καπιταλισμός παγκοσμιοποιείται, τόσο τα κράτη-διαιτητές θα είναι ανίκανα να διαδραματίσουν το ρόλο του συντονιστή.
Ο νεοφιλελευθερισμός σήμερα είναι συστημικός και μόνη δυνατή επιλογή της πολιτικής αστικής τάξης και οποιασδήποτε άλλης πολιτικής κατεύθυνσης επιθυμεί να εκδιπλωθεί εντός των ορίων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, σε αντίθεση με όσα χωρίς αιδώ προπαγανδίζονται και υπονοούν πως είναι δυνατός σήμερα ένας ''άλλος'' καπιταλισμός. Η λεγόμενη ''κευνσιανή πολιτική'' σήμερα θα απαιτούσε υπερεθνικές συσπειρώσεις, αν όχι μια παγκόσμια διακυβέρνηση, πράγμα για το οποίο ο καπιταλισμός είναι ανίκανος. Σε αυτό οφείλεται και η ''σχεδόν πλήρης αδυναμία συντονισμού έγκαιρων ρυθμιστικών παρεμβάσεων των πλουσιότερων κρατών του κόσμου, των G8 και G20, μπροστά σε μια απολύτως παγκοσμιοποιημένη χρηματοπιστωτική αγορά, η οποία λειτουργεί με ταχύτητα χωρίς να συναντά κανένα εθνικό ή άλλο θεσμικό περιορισμό στη διεθνή αναζήτηση κέρδους ή στην αποφυγή ζημίας''(στο άρθρο που αναφέρθηκε στην αρχή). Η ίδια η πρόταση όμως αυτή του κ.Μαραβέγια περιέχει μια αντίφαση. Ζητά από τους G8 και G20 να ομογενοποιηθούν σε μια ''παγκόσμια διακυβέρνηση'' που θα ασκήσει ενιαία πολιτική, όταν ακριβώς η ίδια η σύστασή τους (είναι 8 και 20) μας δείχνει πως αυτοί οι οργανισμοί δεν είναι ενιαίοι ούτε καν στο εσωτερικό τους, είναι ολιγαρχίες φαινομενικά ενωμένες απέναντι στις ''όχι πλουσιότερες χώρες του κόσμου'', αλλά πρόκειται για σύνολα ενδογενώς βαθιά κατακερματισμένα. Και αυτό είναι μια άλυτη αντίφαση, στην οποία αντανακλάται ο ανταγωνισμός των ηγεμονικών κεφαλαίων, που το γεγονός ότι αυτά κατέχουν ηγεμονική θέση στην αγορά, δεν σημαίνει καθόλου ότι αναπτύσσουν ''αρμονικές'' σχέσεις μεταξύ τους. Κάθε άλλο, συμβαίνει το εντελώς αντίθετο.
Πρέπει να περιμένουμε, και στο προσεχές μέλλον, ολιστικές, ''ολοκληρωσιακές'' προσεγγίσεις από την αστική τάξη, και στο επίπεδο της θεωρίας και στο επίπεδο της πρακτικής. Αλλά αυτές είναι καταδικασμένες, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, να αποτυγχάνουν οικτρά, και να καταλήγουν το πολύ σε ευκαιριακές συμπτώσεις στρατηγικών επιλογών και εκπονήσεις βραχυπρόθεσμων ''σχεδίων'' (οικονομικών και θεσμικών), που διαρκώς θα αναθεωρούνται εξαιτίας της αφέλειας και της ανορθολογικότητάς τους. Αυτό αποδεικνύουν προσπάθειες όπως οι σύνοδοι κορυφής και τα ''πακέτα διάσωσης'' της Ελλάδας (δηλαδή του ευρώ). Όλα αυτά μας καλούν να επιστρέψουμε στα βασικά του παλιού καλού μαρξισμού, και σε μεταγενέστερα έργα όπως αυτό του Λούκατς.
Ο Λούκατς λοιπόν, τον οποίο αποστρέφονται πολλοί ''ορθόδοξοι'' μαρξιστές και ''αλτουσεριανοί'', στο κορυφαίο έργο του ''Ιστορία και Ταξική Συνείδηση'', πολλοί σωστά είχε επισημάνει πως ολιστική προσέγγιση του κοινωνικού είναι μπορεί να αναπτύξει μοναχά η εργατική τάξη. Η επιμονή του (σε πολλά σημεία υπερβολική), στην κατηγορία του ''κοινωνικού όλου'', αυτό που αποκλήθηκε και ''εγελομαρξισμός'', του επιτρέπει να δει πως, αφενός ο κατακερματισμός των διαφόρων γνωστικών πεδίων στον καπιταλισμό, αφετέρου η ταξική θέση του προλεταριάτου, είναι δύο παράγοντες που εξηγούν την ανικανότητα του καπιταλισμού να αποκτήσει γνώση της κοινωνικής ολότητας, και την δυνητική ικανότητα του προλεταριάτου για ακριβώς αυτό. Τα γνωστικά πεδία στον καπιταλισμό κατακερματίζονται, καθώς, με ριζικό αίτιο τον ανταγωνισμό ξεχωριστών κεφαλαίων, ο καταμερισμός εργασίας, η υπερεξειδίκευση και η ανάγκη ολοένα και μεγαλύτερου τεχνικού ελέγχου όσο και εξοικονόμησης χρόνου ('' ο χρόνος είναι χρήμα''), κάνουν τους αστούς κοινωνικούς ''επιστήμονες'' να εμμένουν σε μια κοντόφθαλμη αμεσότητα του αντικειμένου που έχουν επιφορτιστεί. Αυτό οδηγεί σε αυταπάτες ότι μπορεί η οικονομία, το δίκαιο, η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, να μελετηθούν μέσα στα όριά τους με αυτάρκεια και ''επιστημονικά'', ως ξεχωριστά συστήματα. Όμως, όλα αυτά τα πεδία του επιστητού, δεν είναι παρά διαφορετικές όψεις, διαστάσεις, της κοινωνικής ολότητας, και κάθε έρευνα πρέπει να σπάζει τα φράγματα που θέτει η ''αρχή της συστηματοποίησης'', συνδέοντας όλα τα νήματα και καταλήγοντας σε μια ολιστική θεώρηση.
Το προλεταριάτο (το σύγχρονο προλεταριάτο, η σύγχρονη εργατική τάξη), έχει ''καταστατικό'' ταξικό συμφέρον την ανατροπή του συστήματος συνολικά, την ολοκληρωσιακή καθορισμένη άρνηση (καθορισμένη γιατί δεν αρνείται αφηρημένα το υπάρχον, αλλά καταφάσκει και ένα συγκεκριμένο, στις βασικές του γραμμές, κοινωνικό σύστημα), διαθέτει μια ταξική θέση που δίνει την δυνατότητα για μια ταξικά προσδιορισμένη (και όχι ''ουδέτερη'' αξιολογικά) σκοπιά του κοινωνικού γίγνεσθαι. Έχει την δυνατότητα να ανατρέψει τον καπιταλισμό αλλά και αναδρομικά κάθε μορφή ταξικής και μη εκμετάλλευσης, χειραφετώντας έτσι, μαζί με τον εαυτό του, αναγκαία, και όλη την ανθρωπότητα. Και αυτό γιατί, με την διατήρηση του καπιταλισμού, που από εδώ και πέρα θα τρώει ολοένα και περισσότερο από τις σάρκες του για να αυτοαναπαραχθεί, κινδυνεύει όχι μοναχά το ένα ή το άλλο κοινωνικό στρώμα, η μία ή η άλλη τάξη, αλλά η ύπαρξη της ανθρωπότητας και της κοινωνίας. Η αυτοσυνείδηση του προλεταριάτου και η κομμουνιστική επανάσταση γίνονται σήμερα αναγκαιότητα, όχι με την έννοια του αναπόφευκτου μοιραίου προστάγματος της Ιστορίας, αλλά με την έννοια ότι η εναλλακτική μας είναι ο καπιταλισμού που θα σημάνει την βαρβαρότητα και την καταστροφή.
Και ήδη, η ομολογημένη από τις πιο ''συνειδητές'' φωνές της αστικής τάξης (και από τους ''κομμουνιστές'' Κινέζους αξιωματούχους που κάλεσαν σε παγκόσμια συνεννόηση, για να μην ξεχνιόμαστε), ανάγκη για συνολική σχεδιοποίηση και ορθολογική διακυβέρνηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη. Τη μεγαλύτερη απόδειξη της ζωτικής πλέον, αναδυόμενης από το αντικειμενικό γίγνεσθαι, ανάγκης για ορθολογικό, συνειδητό σχεδιασμό της παγκόσμιας οικονομίας, ανάγκη αναντίρρητη που δεν είναι κάποιο παράλογο αίτημα σοσιαλιστικών, ''αποτυχημένων'' ουτοπιών και ξεφτισμένων ονείρων. Η ανθρωπότητα τείνει να ενοποιηθεί σαν ένας οργανισμός, για αυτό και πρέπει να αποκτήσει εγκέφαλο. Ο ανεγκέφαλος και ανίκανος να καλύψει τις ανάγκες των ανθρώπων καπιταλισμός, πρέπει να πεταχτεί στα σκουπίδια. Οι πολυσύνθετες διακλαδώσεις στο κυκλοφοριακό του σύστημα είναι τόσο ευαίσθητες, που αρκεί μία θρόμβωση στην χρηματοπιστωτική σφαίρα για να διακοπεί η αιμοδοσία της αγοράς και να βυθιστεί ολόκληρος ο κόσμος σε κρίση.
Στο προσεχές μέλλον, όσοι ανήκουμε είτε στην εργατική τάξη, είτε στα σύμμαχα μικροαστικά στρώματα, είτε συνειδητά τασσόμαστε υπέρ της συνολικής χειραφέτησης, θα πρέπει να ξεπεράσουμε την καθημερινή αλλοτρίωση και τους φόβους μας, γιατί απλά δεν υπάρχει άλλη λύση. Οι καταστάσεις θα πολώνονται, οι υποτιθέμενοι ''μεσαίοι'' χώροι θα ακροβολίζονται στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο, κάθε επιμέρους ζήτημα θα τίθεται με τη μορφή διαζευκτικού διλήμματος, αναγόμενου στην συνολική, συλλογική μας υπόθεση. Η προτροπή για πραγματική υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της ανθρωπότητας, θάρρος και αυτοσυνείδηση, απευθύνεται σε όλους, με πρώτο και καλύτερο τον γράφοντα. Και η προτροπή για θεωρητική ανάπτυξη των ελλειμματικών μας εργαλείων, επίσης.
''Στο παρελθόν οι εθνικές οικονομίες και τα εθνικά χρηματοπιστωτικά συστήματα μπορούσαν να ρυθμισθούν από τις εθνικές κυβερνήσεις. Σήμερα όμως η παγκόσμια οικονομία δεν μπορεί πλέον να ρυθμισθεί παρά μόνο από μια παγκόσμια διακυβέρνηση, η οποία δεν υπάρχει''.
Η διαπίστωση αυτή (''Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία'', 14-8-2011) ανήκει στον Ναπολέοντα Μαραβέγια (Ναπολέων, αν διπλά μπερδεύεστε), καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος βέβαια δεν είναι η επιτομή του επαναστατικού στοιχείου. Κοινή σε πολλούς αστούς οικονομολόγους και μη, η παραπάνω άποψη απηχεί την πραγματικότητα, μέσα από τα μάτια ενός τίμιου και ειλικρινούς φιλελεύθερου. Ο παγκοσμιοποιούμενος καπιταλισμός σήμερα, δεν μπορεί να ελεγχθεί, παρά μόνο υπό την αίρεση μιας ''παγκόσμιας διακυβέρνησης''.
Στο ίδιο άρθρο διατυπώνονται θέσεις για την ερμηνεία της κρίσης, με πρώτο-πρώτο το διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στην παραγόμενη από την ''πραγματική'' οικονομία αξία, και την αξία των διάφορων χρηματοπιστωτικών ''προιόντων'', ομολόγων, παραγώγων κ.ο.κ, ''προϊόντα'' τα οποία ανταλλάσσονται έναντι αμύθητων ποσών, ''χωρίς καμία αναφορά στην πραγματικότητα κατά την φάση ανόδου ή κατά την φάση καθόδου των ''τιμών'' των προιόντων αυτών''. Δεν αντανακλούν δηλαδή οι τίτλοι αυτοί πραγματικό πλούτο, με αποτέλεσμα να χάνονται εν μία νυκτί τεράστια ποσά, που όμως δεν υπήρξαν ποτέ στην σφαίρα των πραγματικών αγαθών.
Η ίδια η διάκριση σε ''πραγματική'' και ''εικονική'' οικονομία, είναι αμφισβητούμενο ζήτημα. Στην προκειμένη περίπτωση, το ''εικονικό'' είναι πολύ αληθινό, έχει την ικανότητα να προκαλεί πραγματικές βλάβες σε όλο το σύστημα, μετατοπίζει από χέρι σε χέρι με ταχύτατο τρόπο αξία (αν και δεν δημιουργεί αξία) και έχει υπαγάγει την ''πραγματική'' οικονομία στον εαυτό του. Η ''εικονικότητά'' προκύπτει από την όλο και μεγαλύτερη και πολλαπλότερη διαμεσολάβηση των κεφαλαιοκρατικών παραγωγικών σχέσεων από ολοένα και πιο έμμεσες μορφές δικαιωμάτων και εξουσιών ελέγχου τους, που ριζώνουν στο έδαφος της διανομής των προιόντων της παραγωγικής εργασίας και της κυκλοφορίας τους. Αν αναλογιστούμε πως η πρωτοβάθμια διαμεσολάβηση των εμπορευματικών συναλλαγών από το χρήμα, δημιουργεί τον ''φετιχισμό'' του εμπορεύματος και την απατηλή ταύτισή του με τον πραγματικό πλούτο εν γένει, τότε δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς οι χρηματοπιστωτικές διαμεσολαβήσεις πολλαπλού βαθμού, που διαρκώς απομακρύνονται από την καθεαυτό παραγωγή (αυτό που ονομάζουν ''πραγματική'' οικονομία''), είναι σχεδόν απόλυτα φετιχισμένες, ''φασματικές''. Για αυτό και είναι αδύνατη η ''γείωσή'' τους στην όντως ούσα παραγωγική δραστηριότητα, με την οποία βρίσκονται σε τέτοια αναντιστοιχία, ώστε να αποσταθεροποιείται η ομαλή λειτουργία του συστήματος. Οι προσπάθειες θεσμικών τους ''γειώσεων'' με την παραπάνω έννοια (όπως διάφορα είδη φορολόγησής τους, κεντρικοπολιτικά ελεγχόμενα ''προιόντα'' τους, όπως ''ευρωομόλογα'', απόπειρες οικοδόμησης ''διεθνούς οικονομικού δικαίου''), δεν μπορούν να αποτρέψουν μεσοπρόθεσμα τα δομικά στρεβλωτικά τους αποτελέσματα.
Η δραστηριότητα συναλλαγών στην χρηματοπιστωτική σφαίρα συνεχίζεται, και τώρα που ''μιλάμε'' και παρά την κρίση που έχει ξεσπάσει, χωρίς τον παραμικρό έλεγχο. Και τέτοιος δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει, καθώς θα απαιτούσε μια ''παγκόσμια διακυβέρνηση'' και ένα ενιαίο οικονομικό θεσμικό πλαίσιο. Η αστική πολιτική όμως δεν στέκεται απέναντι στην κεφαλαιοκρατική οικονομία, αλλά υπάγεται σε αυτήν, και αυτό ξεχνούν όσοι αυταπατώνται πως κάποιος ''ικανός ηγέτης'', ''αριστερός'' κτλ, θα θέσει φραγμό ''με νόμους''. Ο φετιχισμός της πολιτικής, των κρατών και των νόμων, που παρουσιάζονται ως αμερόληπτες και ανεπηρέαστες από την οικονομική κίνηση οντότητες, που μπορούν τάχα να μεταρρυθμίσουν και να δημιουργήσουν έναν καπιταλισμό ''με ανθρώπινο πρόσωπο''.
Και όμως, η διόγκωση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας σήμερα είναι δομικό στοιχείο του καπιταλισμού, και δεν υπάρχει γυρισμός. Έτσι έχει διαρθρωθεί η κεφαλαιοκρατική οικονομία, ώστε να κάνει ο κάθε πολυεθνικός όμιλος ''αρπαχτές'', άλλωστε πρόκειται για κέρδη ''εύκολα'' για όσους έχουν πολλά καλή δικτύωση και πολλά να ποντάρουν, κέρδη ''εν μία νυκτί''. Ωστόσο, ο κάθε μεμονωμένος κεφαλαιοκρατικός όμιλος που κερδίζει, δεν υπολογίζει ότι το ''παιχνίδι'' αυτό (που δεν είναι καθόλου παιχνίδι) θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις για το καπιταλιστικό ''κοσμοσύστημα''(με όρους Wallerstein) συνολικά. Αυτό που λείπει από τα ξεχωριστά κεφάλαια που ανταγωνίζονται μετά μανίας το ένα το άλλο, είναι η συλλογική ταξική αυτοσυνείδηση.
Ωστόσο, η συνείδηση αυτή που θα συγκροτούσε τα κεφάλαια ως αστική τάξη και θα επέτρεπε την χάραξη ενιαίας στρατηγικής ώστε να διασφαλιστεί η αναπαραγωγή του συνολικού πλαισίου, είναι σήμερα αδύνατη. Ενώ ήταν σε ένα βαθμό δυνατή μέσω του εθνικού κράτους, το οποίο παρενέβαινε για να ενισχύσει το τραπεζικό σύστημα, να μειώσει τους φόρους στις επιχειρήσεις, να αναλάβει μη κερδοφόρες αλλά αναγκαίες για τον καπιταλισμό δραστηριότητες (εκπαίδευση, δημόσια έργα, μεταφορές κτλ), η καθολικοποίηση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων σε παγκόσμια κλίμακα, ξέφυγε από τα όρια των κρατών, τα οποία πλέον δεν μπορούν να ασκήσουν τον ''ρυθμιστικό'', κατά το μέτρο του δυνατού, ρόλο τους. Σε διεθνές επίπεδο, ζητείται από τα διαφορετικά υπερεθνικά κεφαλαιοκρατικά να ασκήσουν μια ''κοινή στρατηγική'', να ορίσουν ένα ''κοινό θεσμικό πλαίσιο''. Επειδή βέβαια το κάθε μεμονωμένο κεφάλαιο, και ιδίως αυτά που έχουν μονοπωλιακή θέση στην αγορά, δεν θα αυτο-περιορίσει για το ''καλό της οικουμένης'' την μεγέθυνσή του (κάτι τέτοιο δεν θα το εκτόπιζε απλώς από τις υψηλότερες βαθμίδες της ιεραρχίας, αλλά θα το κατέστρεφε και θα οδηγούσε στην απορρόφησή του), οι αγωνιώδεις κραυγές των αστών που πραγματικά μετέχουν στην συλλογική συνείδηση της τάξης τους, απευθύνονται τελικά στους πολιτικούς. Τα μεμονωμένα κράτη όμως, τα οποία άλλοτε επιτελούσαν τον ρόλο τους, σήμερα είναι υπερχρεωμένα στις ίδιες τις τράπεζες, που πρέπει να ελέγξουν, και καμία κευνσιανή πολιτική δεν μπορούν να ασκήσουν (η οποία προυποθέτει ένα εύρωστο κράτος το οποίο μπορεί να τονώνει όσο πρέπει την ζήτηση, να κόβει χρήμα μέσω των εθνικοποιημένων τραπεζών του κτλ). Επιπλέον, ανέστιοι οίκοι ''αξιολόγησης'', σε αγαστή συνεργασία με τις διάφορες κεφαλαιοκρατικές συνομαδώσεις, βυθίζουν ολόκληρες ηπείρους σε κρίση με το πάτημα ενός κουμπιού, που τιμωρεί ''κακούς'' οφειλέτες με χαμηλότερο βαθμό αξιοπιστίας.
Ο κλήρος λοιπόν πέφτει στους πολιτικούς, τις εθνικές κυβερνήσεις, που καλούνται να άρουν τον εαυτό τους σε ένα ανώτερο επίπεδο, σε μια σειρά υπερεθνικών μετασχηματισμών που καταλήγουν στην ποθούμενη ''παγκόσμια διακυβέρνηση''. Ποθούμενη από ποιούς όμως? Τα ισχυρότερα κράτη, που εκπροσωπούν πολιτικά τις ισχυρότερες ενώσεις κεφαλαίων, σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελαν να χάσουν την κυριαρχική τους σχέση μέσα από μια διαδικασία ενοποίησης με ασθενέστερους οικονομικούς σχηματισμούς. Μια ομοσπονδοποίηση, για παράδειγμα, της Ε.Ε, θα επέβαλε την δημιουργία ενός διαρκούς μηχανισμού σταθεροποιητικών χρηματοοικονομικών ροών στα ''αδύναμα'' ομόσπονδα κρατίδια και θα απαιτούσε οι ''ισχυρότεροι'' να πληρώνουν ένα βαρύ τίμημα, ενώ οι ασθενέστεροι να απολέσουν την εθνική ανεξαρτησία τους, υπαγόμενοι σε ένα συγκεντρωτικό κέντρο λήψης αποφάσεων, μακριά από οποιαδήποτε νομιμοποίηση. Το κοινό νόμισμα που σήμερα επιτρέπει την μεταφορά αξίας από τους ασθενέστερους σε ανταγωνιστικότητα-παραγωγικότητα κοινωνικούς σχηματισμούς, στις καπιταλιστικές μητροπόλεις, θα έχανε αυτήν την επωφελή για χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία λειτουργία του, αν θα έπρεπε οι μεσογειακές περιφέρειες να ενισχύονται οικονομικά όχι με δάνεια (σπουδαία ''ενίσχυση''!), αλλά με τεχνολογικό εξοπλισμό, υποδομές, κεντρικά σχεδιασμένες παραγωγικές επενδύσεις. Όλα αυτά είναι όμως όνειρα θερινής νυκτός, που και αν υλοποιούνταν παρά τα αντικειμενικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών κεφαλαίων που αναπαράγονται χάρη στις σημερινές αντιφάσεις, πάλι θα οδηγούσαν σε ανισομέρεια και συγκεντροποιήσεις κεφαλαίων εντός της ομοσπονδίας. Άλλωστε, το παράδειγμα των ΗΠΑ δεν είναι ενθαρρυντικό, ούτε για το επίπεδο της διαβίωσης των ανθρώπων, ούτε για την κοινωνική πρόνοια, ούτε για την βιωσιμότητα της οικονομίας, όπως αποδεικνύεται τελευταία.
Αλλεπάλληλες ολοκληρώσεις που θα οδηγούσαν σε μια παγκόσμια διακυβέρνηση, είναι αντικειμενικά αδύνατες. Και δεν αναφέρθηκαν καν οι ισχυροί επίσης ''ιδεολογικοί''(αλλά θεμελιώδεις με την κυριολεκτική έννοια) λόγοι. Το έθνος-κράτος είναι πυρήνας συνοχής και έμβλημα της ηγεμονίας της αστικής τάξης, και υπερεθνικές ανομιμοποίητες από την ''λαϊκή κυριαρχία'' διακυβερνήσεις, θα διατάρασσαν τα θεμέλια του συστήματος. Αλλά για να μείνουμε στο αυστηρά οικονομικό πεδίο, όπως έχει διαπιστωθεί από την εποχή των κλασικών του μαρξισμού, είναι αδύνατον οι ξεχωριστές μερίδες της αστικής τάξης να αποκτήσουν μια συμπαγή συλλογική ταξική αυτοσυνείδηση. Και όσο ο καπιταλισμός παγκοσμιοποιείται, τόσο τα κράτη-διαιτητές θα είναι ανίκανα να διαδραματίσουν το ρόλο του συντονιστή.
Ο νεοφιλελευθερισμός σήμερα είναι συστημικός και μόνη δυνατή επιλογή της πολιτικής αστικής τάξης και οποιασδήποτε άλλης πολιτικής κατεύθυνσης επιθυμεί να εκδιπλωθεί εντός των ορίων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, σε αντίθεση με όσα χωρίς αιδώ προπαγανδίζονται και υπονοούν πως είναι δυνατός σήμερα ένας ''άλλος'' καπιταλισμός. Η λεγόμενη ''κευνσιανή πολιτική'' σήμερα θα απαιτούσε υπερεθνικές συσπειρώσεις, αν όχι μια παγκόσμια διακυβέρνηση, πράγμα για το οποίο ο καπιταλισμός είναι ανίκανος. Σε αυτό οφείλεται και η ''σχεδόν πλήρης αδυναμία συντονισμού έγκαιρων ρυθμιστικών παρεμβάσεων των πλουσιότερων κρατών του κόσμου, των G8 και G20, μπροστά σε μια απολύτως παγκοσμιοποιημένη χρηματοπιστωτική αγορά, η οποία λειτουργεί με ταχύτητα χωρίς να συναντά κανένα εθνικό ή άλλο θεσμικό περιορισμό στη διεθνή αναζήτηση κέρδους ή στην αποφυγή ζημίας''(στο άρθρο που αναφέρθηκε στην αρχή). Η ίδια η πρόταση όμως αυτή του κ.Μαραβέγια περιέχει μια αντίφαση. Ζητά από τους G8 και G20 να ομογενοποιηθούν σε μια ''παγκόσμια διακυβέρνηση'' που θα ασκήσει ενιαία πολιτική, όταν ακριβώς η ίδια η σύστασή τους (είναι 8 και 20) μας δείχνει πως αυτοί οι οργανισμοί δεν είναι ενιαίοι ούτε καν στο εσωτερικό τους, είναι ολιγαρχίες φαινομενικά ενωμένες απέναντι στις ''όχι πλουσιότερες χώρες του κόσμου'', αλλά πρόκειται για σύνολα ενδογενώς βαθιά κατακερματισμένα. Και αυτό είναι μια άλυτη αντίφαση, στην οποία αντανακλάται ο ανταγωνισμός των ηγεμονικών κεφαλαίων, που το γεγονός ότι αυτά κατέχουν ηγεμονική θέση στην αγορά, δεν σημαίνει καθόλου ότι αναπτύσσουν ''αρμονικές'' σχέσεις μεταξύ τους. Κάθε άλλο, συμβαίνει το εντελώς αντίθετο.
Πρέπει να περιμένουμε, και στο προσεχές μέλλον, ολιστικές, ''ολοκληρωσιακές'' προσεγγίσεις από την αστική τάξη, και στο επίπεδο της θεωρίας και στο επίπεδο της πρακτικής. Αλλά αυτές είναι καταδικασμένες, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, να αποτυγχάνουν οικτρά, και να καταλήγουν το πολύ σε ευκαιριακές συμπτώσεις στρατηγικών επιλογών και εκπονήσεις βραχυπρόθεσμων ''σχεδίων'' (οικονομικών και θεσμικών), που διαρκώς θα αναθεωρούνται εξαιτίας της αφέλειας και της ανορθολογικότητάς τους. Αυτό αποδεικνύουν προσπάθειες όπως οι σύνοδοι κορυφής και τα ''πακέτα διάσωσης'' της Ελλάδας (δηλαδή του ευρώ). Όλα αυτά μας καλούν να επιστρέψουμε στα βασικά του παλιού καλού μαρξισμού, και σε μεταγενέστερα έργα όπως αυτό του Λούκατς.
Ο Λούκατς λοιπόν, τον οποίο αποστρέφονται πολλοί ''ορθόδοξοι'' μαρξιστές και ''αλτουσεριανοί'', στο κορυφαίο έργο του ''Ιστορία και Ταξική Συνείδηση'', πολλοί σωστά είχε επισημάνει πως ολιστική προσέγγιση του κοινωνικού είναι μπορεί να αναπτύξει μοναχά η εργατική τάξη. Η επιμονή του (σε πολλά σημεία υπερβολική), στην κατηγορία του ''κοινωνικού όλου'', αυτό που αποκλήθηκε και ''εγελομαρξισμός'', του επιτρέπει να δει πως, αφενός ο κατακερματισμός των διαφόρων γνωστικών πεδίων στον καπιταλισμό, αφετέρου η ταξική θέση του προλεταριάτου, είναι δύο παράγοντες που εξηγούν την ανικανότητα του καπιταλισμού να αποκτήσει γνώση της κοινωνικής ολότητας, και την δυνητική ικανότητα του προλεταριάτου για ακριβώς αυτό. Τα γνωστικά πεδία στον καπιταλισμό κατακερματίζονται, καθώς, με ριζικό αίτιο τον ανταγωνισμό ξεχωριστών κεφαλαίων, ο καταμερισμός εργασίας, η υπερεξειδίκευση και η ανάγκη ολοένα και μεγαλύτερου τεχνικού ελέγχου όσο και εξοικονόμησης χρόνου ('' ο χρόνος είναι χρήμα''), κάνουν τους αστούς κοινωνικούς ''επιστήμονες'' να εμμένουν σε μια κοντόφθαλμη αμεσότητα του αντικειμένου που έχουν επιφορτιστεί. Αυτό οδηγεί σε αυταπάτες ότι μπορεί η οικονομία, το δίκαιο, η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, να μελετηθούν μέσα στα όριά τους με αυτάρκεια και ''επιστημονικά'', ως ξεχωριστά συστήματα. Όμως, όλα αυτά τα πεδία του επιστητού, δεν είναι παρά διαφορετικές όψεις, διαστάσεις, της κοινωνικής ολότητας, και κάθε έρευνα πρέπει να σπάζει τα φράγματα που θέτει η ''αρχή της συστηματοποίησης'', συνδέοντας όλα τα νήματα και καταλήγοντας σε μια ολιστική θεώρηση.
Το προλεταριάτο (το σύγχρονο προλεταριάτο, η σύγχρονη εργατική τάξη), έχει ''καταστατικό'' ταξικό συμφέρον την ανατροπή του συστήματος συνολικά, την ολοκληρωσιακή καθορισμένη άρνηση (καθορισμένη γιατί δεν αρνείται αφηρημένα το υπάρχον, αλλά καταφάσκει και ένα συγκεκριμένο, στις βασικές του γραμμές, κοινωνικό σύστημα), διαθέτει μια ταξική θέση που δίνει την δυνατότητα για μια ταξικά προσδιορισμένη (και όχι ''ουδέτερη'' αξιολογικά) σκοπιά του κοινωνικού γίγνεσθαι. Έχει την δυνατότητα να ανατρέψει τον καπιταλισμό αλλά και αναδρομικά κάθε μορφή ταξικής και μη εκμετάλλευσης, χειραφετώντας έτσι, μαζί με τον εαυτό του, αναγκαία, και όλη την ανθρωπότητα. Και αυτό γιατί, με την διατήρηση του καπιταλισμού, που από εδώ και πέρα θα τρώει ολοένα και περισσότερο από τις σάρκες του για να αυτοαναπαραχθεί, κινδυνεύει όχι μοναχά το ένα ή το άλλο κοινωνικό στρώμα, η μία ή η άλλη τάξη, αλλά η ύπαρξη της ανθρωπότητας και της κοινωνίας. Η αυτοσυνείδηση του προλεταριάτου και η κομμουνιστική επανάσταση γίνονται σήμερα αναγκαιότητα, όχι με την έννοια του αναπόφευκτου μοιραίου προστάγματος της Ιστορίας, αλλά με την έννοια ότι η εναλλακτική μας είναι ο καπιταλισμού που θα σημάνει την βαρβαρότητα και την καταστροφή.
Και ήδη, η ομολογημένη από τις πιο ''συνειδητές'' φωνές της αστικής τάξης (και από τους ''κομμουνιστές'' Κινέζους αξιωματούχους που κάλεσαν σε παγκόσμια συνεννόηση, για να μην ξεχνιόμαστε), ανάγκη για συνολική σχεδιοποίηση και ορθολογική διακυβέρνηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη. Τη μεγαλύτερη απόδειξη της ζωτικής πλέον, αναδυόμενης από το αντικειμενικό γίγνεσθαι, ανάγκης για ορθολογικό, συνειδητό σχεδιασμό της παγκόσμιας οικονομίας, ανάγκη αναντίρρητη που δεν είναι κάποιο παράλογο αίτημα σοσιαλιστικών, ''αποτυχημένων'' ουτοπιών και ξεφτισμένων ονείρων. Η ανθρωπότητα τείνει να ενοποιηθεί σαν ένας οργανισμός, για αυτό και πρέπει να αποκτήσει εγκέφαλο. Ο ανεγκέφαλος και ανίκανος να καλύψει τις ανάγκες των ανθρώπων καπιταλισμός, πρέπει να πεταχτεί στα σκουπίδια. Οι πολυσύνθετες διακλαδώσεις στο κυκλοφοριακό του σύστημα είναι τόσο ευαίσθητες, που αρκεί μία θρόμβωση στην χρηματοπιστωτική σφαίρα για να διακοπεί η αιμοδοσία της αγοράς και να βυθιστεί ολόκληρος ο κόσμος σε κρίση.
Στο προσεχές μέλλον, όσοι ανήκουμε είτε στην εργατική τάξη, είτε στα σύμμαχα μικροαστικά στρώματα, είτε συνειδητά τασσόμαστε υπέρ της συνολικής χειραφέτησης, θα πρέπει να ξεπεράσουμε την καθημερινή αλλοτρίωση και τους φόβους μας, γιατί απλά δεν υπάρχει άλλη λύση. Οι καταστάσεις θα πολώνονται, οι υποτιθέμενοι ''μεσαίοι'' χώροι θα ακροβολίζονται στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο, κάθε επιμέρους ζήτημα θα τίθεται με τη μορφή διαζευκτικού διλήμματος, αναγόμενου στην συνολική, συλλογική μας υπόθεση. Η προτροπή για πραγματική υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της ανθρωπότητας, θάρρος και αυτοσυνείδηση, απευθύνεται σε όλους, με πρώτο και καλύτερο τον γράφοντα. Και η προτροπή για θεωρητική ανάπτυξη των ελλειμματικών μας εργαλείων, επίσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου