Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Δημοκρατία και Φασισμός του Α.Γκράμσι

Πηγή: ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ PRAXIS

Το κείμενο του Γκράμσι με τον παραπάνω τίτλο, του οποίου η μετάφραση από το ιστολόγιό μας ακολουθεί παρακάτω, δημοσιεύθηκε στην «Ordine Nuovo» στις 1/11/1924. Πρόκειται μάλλον για το πιο εκτενές κείμενο του Γκράμσι με ανάλυση για το φασισμό. Είναι ένα κομβικό κείμενο, καθ’ όσον σε αυτό ο Γκράμσι, για πρώτη φορά με τέτοια ένταση και κατηγορηματικότητα θέτει ως κύριο καθήκον για το ΚΚΙ και το εργατικό κίνημα την πάλη ενάντια στον φασισμό. Πλέον ο φασισμός αντιμετωπίζεται από τον Γκράμσι ως ένα αυτοτελές πολιτικό φαινόμενο με την δική του ιδιαίτερη δυναμική κι όχι ως ένα παραπλήρωμα της αστικής δημοκρατίας, ελεγχόμενο από αυτήν. Θα μπορούσε να πει κάποιος αναδρομικά και εκ των υστέρων σκεπτόμενος, ότι βασικά μεθοδολογικά και εννοιολογικά συστατικά της εισήγησης του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς βρίσκονται σε εμβρυώδες επίπεδο σε αυτό το κείμενο.

Η χρονιά κατά την οποία καταφέρνει η γκραμσιανή σκέψη να πραγματοποιήσει την υπέρβαση από τις παλαιότερες προσεγγίσεις δεν είναι τυχαία. Το 1924 είναι μια κομβική χρονιά για το ΚΚΙ και για τον ίδιο τον Γκράμσι, καθ’ όσον το καλοκαίρι του ίδιου έτους η πτέρυγα του Γκράμσι-Τολιάτι κατάφερε και πλειοψήφησε έναντι της αριστερίστικης τάσης του Μπορντιγκα, ύστερα από τέσσερα χρόνια σκληρής εσωκομματικής διαπάλης και μέσα από αυτήν την διαδικασία ο Γκράμσι ανεδείχθη σε ηγέτη του Κόμματος. Είχε μετά ταύτα ο Γκράμσι την δυνατότητα να αξιοποιήσει πλήρως τον κομματικό τύπο και να προσανατολίσει το κομματικό δυναμικό στην κατεύθυνση της αντιφασιστικής πάλης. Σε εκείνα τα χρόνια της ηγεσίας του Γκράμσι, από το 1924 έως το 1926 (έτος σύλληψής του και φυλάκισής του), παρόλα τα επιμέρους σφάλματα και αντιφάσεις (και του ίδιου του Γκράμσι), τέθηκε η βάση και η παρακαταθήκη για την μεγαλειώδικη ανάπτυξη του αντιφασιστικού αγώνα επί της ηγεσίας Τολιάτι και κάτω από την καθοδήγηση της Γ΄ Διεθνούς.


Το κείμενο επί της ουσίας δεν πραγματεύεται το χαρακτήρα και τη φύση του φασισμού, αλλά τη διαλεκτική μεταξύ αστικής δημοκρατίας και φασισμού, ως πολιτικές συνθήκες αστικής ηγεμονίας.
Από αυτήν την οπτική σύμφωνα με τον Γκράμσι, η ανάπτυξη του φασιστικού κινήματος είναι όρος για την αστική τάξη στις δοσμένες συνθήκες, προκειμένου να αποδιοργανώσει την εργατική τάξη, να την μετατρέψει από τάξη σε μάζα και προκειμένου να επαναφέρει τις αποσκιρτείσες λαϊκές μάζες στους κόλπους και το πλέγμα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο φασισμός έχει αυτήν την ικανότητα επειδή βασίζει την ανάπτυξή του πάνω στους τόπους του οργανικού οικοδομήματος της εργατικής τάξης. Εκεί που δεν έφτανε ο φιλελεύθερος αστισμός ως ανοίκειος στους εργάτες, φαίνεται ότι εισχωρεί και διεισδύει ο φασισμός, προκειμένου ο αστισμός να συνεχίσει να αναπαράγεται. Ο Γκράμσι λοιπόν απορρίπτει όλη την αλτουσεριανής κοπής θέαση του Πουλαντζά πάνω στο ζήτημα της φύσης του φασιστικού κράτους.

Για τον Γκράμσι ο φασισμός δεν είναι αυτοτελής ιστορικά τύπος κράτους, αλλά ιστορικά προσδιορισμένη μορφή αστικού κράτους, μορφή αστικής ηγεμονίας με τις δικές της ιδιοτυπίες, η οποία είναι ταυτόχρονη με την εκδίπλωση της καπιταλιστικής κρίσης, με την οποία συγχρονίζεται όχι ως μοιραίο επακόλουθο, αλλά ως απόρροια του συσχετισμού δυνάμεων. Ο φασισμός εκπορεύεται από την ταξική πάλη, είναι μορφή αντεπίθεσης του κεφαλαίου, ιδωμένου ως κοινωνική σχέση, ενάντια στην εργασία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο φασισμός είναι μορφή αστικής «επανάστασης», όχι όμως «παθητικής», όπως είναι ο αμερικανισμός και ο φορντισμός, αλλά «ενεργητικής» και γι’ αυτό παίρνει τη μορφή κινήματος, το οποίο στρατεύει μάζες. Ο φασισμός δεν απορρέει από τις δομές της αστικής δημοκρατίας στην κρισιακή συγκυρία, όπως η χολή από το στομάχι, όπως θέλει να μας δείξει ο αλτουσεριανισμός, αλλά αποτελεί συγκεκριμένη αστική επιλογή σε δοσμένες συνθήκες, η οποία για να ηγεμονεύσει απαιτεί με τη σειρά της την ανάπτυξη αντίστοιχης κουλτούρας κλπ.

Εξαιτίας ακριβώς αυτής της ανάλυσης ο Γκράμσι διαβλέπει ως κρίκο την αντιφασιστική πάλη για τον επαναστατικό μετασχηματισμό. Εξ ου και η προβληματική στο τέλος του κειμένου για το πώς οι επιτροπές αντιφασιστικής πάλης θα επιτελέσουν έναν αντίστοιχο των ιταλικών σόβιετ ρόλο: ταυτόχρονη ενότητα της εργατικής τάξης και επανασταστική δραστηριότητα.Το ζητούμενο λοιπόν είναι η συγκρότηση ενός οργανισμού ευρύτερου από το Κόμμα, αλλά όχι συνδικάτου, μέσω του οποίου η εργατική τάξη θα προβάλει στο πολιτικό προσκήνιο. Επί της ουσίας έχουμε να κάνουμε με την προβληματική η οποία αναπτύχθηκε 12 χρόνια αργότερα στο 7ο Συνέδριο και λύθηκε από αυτό με τη γραμμή των Αντιφασιστικών Μετώπων. Από την άλλη υπάρχουν και διαφοροποιήσεις. Ο Γκράμσι φαίνεται να αποκλείει τη δυνατότητα συμμαχίας με άλλα κόμματα, πόσω μάλλον με κομμάτια της αστικοδημοκρατίας, όπως έγινε με τα Μέτωπα (τελικά ο κατ’ άλλους πατέρας τουευρωκομμουνισμού και της ανανέωσης ήταν «βασιλικότερος του βασιλεως»). Βέβαια θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας ότι ο Γκράμσι του 1924 δεν έχει αναπτύξει την έννοια του αντιηγεμονικού κοινωνικού μπλοκ και του ιστορικού συνασπισμού, έννοια την οποία θα συγκροτήσει κατά τη διάρκεια της φυλακής.




Με ποια έννοια θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο φασισμός και η δημοκρατία είναι δύο όψεις μιας ενιαίας πραγματικότητας, δύο διαφορετικές μορφές μιας ενιαίας δραστηριότητας; Της δραστηριότητας δηλαδή, με την οποία η αστική τάξη καταφέρνει να κρατά το προλεταριάτο στον δικό της δρόμο. Η αλήθεια αυτή περιέχεται στις θέσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ωστόσο μόνο στην Ιταλία η ιστορία των τελευταίων πέντε ετών μας δίνει μια αδιαμφισβήτητη απόδειξη γι’ αυτήν την αλήθεια. Κι αυτό γιατί στην Ιταλία τα τελευταία πέντε έτη έχει πραγματοποιηθεί μία ολοκληρωτική διάσπαση των δυνάμεων της εργασίας μεταξύ φασισμού και δημοκρατίας.

Έγινε καθαρό μετά τον πόλεμο ότι ήταν αδύνατο για την ιταλική αστική τάξη να κυβερνήσει με ένα δημοκρατικό σύστημα. Ακόμα και πριν τον πόλεμο η ιταλική δημοκρατία ήταν ένα σύστημα με αρκετές ιδιοτυπίες. Ήταν ένα σύστημα, το οποίο δεν γνώριζε ούτε οικονομική ελευθερία, ούτε τις στοιχειώδεις πολιτικές ελευθερίες, το οποίο επιστράτευε την καταστολή και τη βία, προκειμένου να αποτρέψει την ανάπτυξη νέων δυνάμεων, ακόμα και αν αυτές εντάσσονταν μέσα στο πλέγμα του Κράτους. Αυτό το σύστημα καθιστούσε την άρχουσα τάξη μία μειοψηφία ανίκανη να κυβερνήσει χωρίς την ενεργητική συνδρομή του αστυνόμου και του καραμπινιέρου. Στο ιταλικό δημοκρατικό σύστημα πριν τον Πόλεμο, αρκετές ντουζίνες εργατών έπεφταν νεκροί και οι αγρότες λούφαζαν στη γωνιά υπό το φόβο μήπως δοκιμάσουν τον ίδιο καρπό. Η δημοκρατία για τους εργάτες και τους αγρότες συνέτεινε μόνο στο ότι είχαν την δυνατότητα να συγκροτήσουν ένα δίκτυο από οργανώσεις και να τις αναπτύξουν βήμα-το βήμα, ώστε να συμπεριλάβουν σε αυτές τα πιο αποφασιστικά στοιχεία της τάξης. Όμως ακόμα και αυτό το γεγονός αποτελούσε αιτία θανατικής καταδίκης για το δημοκρατικό σύστημα, η δε μεταπολεμική κρίση το κατέστησε σαφές.

Η ύπαρξη και η ανάπτυξη μιας ταξικής οργάνωσης των εργατών (σμ: εννοεί το Κομμουνιστικό Κόμμα) δημιούργησε μια τάξη πραγμάτων, η οποία δεν μπορούσε πια να διορθωθεί ακόμα και υπό την πίεση της βίας του Κράτους, προνόμιο το οποίο κάθε δημοκρατική έννομη τάξη επεφύλασσε για τον εαυτό της ή με μια συστηματική αξιοποίηση της μεθόδου πολιτικής διαφθοράς των ηγετών της (σμ: αναφέρεται στους οπορτουνιστές σοσιαλιστές ηγέτες). Αυτό μπορεί να παρατηρηθεί στην Ιταλία μετά τις πρώτες εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν με γενικό εκλογικό δικαίωμα και με αναλογική εκπροσώπηση. Ύστερα από αυτές οι δημοκράτες αστοί ένιωσαν ανίκανοι να λύσουν το πρόβλημα του πώς να προλάβουν αυτή τη δύναμη από το να διολισθήσει από τον έλεγχό τους. Παρ’ όλες τις ευχές των ηγετών και παρόλη την απουσία μιας συνειδητής καθοδήγησης, το εργατικό κίνημα δεν ήταν δυνατό να αποτύχει να αναπτυχθεί και να πετύχει αποφασιστικούς στόχους.

Τα χειροκροτήματα για τον Φίλιππο Τουράτι, τα νεύματα στον D’ Aragona και οι χάρες που έγιναν στους μανδαρίνους του συνεργατικού κινήματος (σμ: μικροαστικά ρεύματα συντεχνιακής προέλευσης), δεν επαρκούσαν πλέον για να συγκρατήσουν ένα κίνημα το οποίο αναπτύχθηκε κάτω από την πίεση εκατομμυρίων ολοκληρωμένων ανθρώπων, με έναν παρά ταύτα παράλογο και στοιχειώδη τρόπο, σε μια οργάνωση (σμ: εννοεί την εργατική εξέγερση του Τορίνο και το κίνημα των εργοστασιακών συμβουλίων). Εκατομμύρια ανθρώπων κινητοποιούνταν από το κίνητρο των στοιχειωδών αναγκών τους, οι οποίες είχαν αυξηθεί και οι οποίες έμεναν ανικανοποίητες. Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, αυτοί οι δημοκράτες που ήθελαν να παραμείνουν συνεπείς, έθεσαν στον εαυτό τους το ερώτημα του πώς να εξοικειώσουν τις μάζες με το Κράτος. Ένα άλυτο πρόβλημα στο μέτρο που δεν υπήρχε ένα Κράτος για το οποίο οι μάζες ήταν απλά σάρκα και αίμα. Ένα Κράτος το οποίο θα αναδυόταν από τις μάζες μέσω μιας οργανικής διαδικασίας συγκρότησης και το οποίο θα δεσμευόταν από αυτές. Στην πραγματικότητα σε αυτό το κρίσιμο σημείο η δημοκρατία αντελήφθη ότι θα πρέπει να αποσυρθεί, καταλίποντας έτσι ελεύθερο το πεδίο σε μια άλλη δύναμη…Είχε έλθει η ώρα του φασισμού.

Ποια υπηρεσία έχει να παρουσιάσει ο φασισμός για την αστική τάξη και την «δημοκρατία»; Παρουσιάστηκε για να καταστρέψει ακόμα και αυτό το ελάχιστο, στο οποίο είχε περιορισθεί το δημοκρατικό σύστημα στην Ιταλία, δηλαδή την συγκεκριμένη δυνατότητα να δημιουργήσει στη βάση έναν οργανωτικό σύνδεσμο μεταξύ των εργατών και να επεκτείνει αυτόν τον σύνδεσμο σταδιακά ώσπου να αγκαλιάσει ευρύτερες μάζες σε ένα κίνημα. Παρουσιάσθηκε επίσης προκειμένου να εξουδετερώσει τα βήματα τα οποία είχαν γίνει σε αυτό το πεδίο. Ο φασισμός έχει πετύχει και τους δύο αυτούς στόχους, μέσα από τα εργαλεία μιας δραστηριότητας η οποία έχει αποκλειστικά σχεδιασθεί γι’ αυτόν τον σκοπό. Ο φασισμός ποτέ δεν ελίχθηκε, όπως έκανε το αντιδραστικό Κράτος στα 1919 και στα 1920, όταν αντιμετώπισε έναν μαζικό κίνημα στους δρόμους. Μάλλον περίμενε να κινηθεί όταν η οργάνωση της εργατικής τάξης εισήλθε σε μια περίοδο παθητικότητας και έπειτα όρμηξε καταπάνω της, χτυπώντας την όχι γι’ αυτό το οποίο «έκανε», αλλά γι’ αυτό το οποίο «ήταν»-με άλλα λόγια ως μια πηγή συνδέσεων ικανή να δώσει στις μάζες μια μορφή και μια φυσιογνωμία.

Η ισχύς και η ικανότητα της πάλης των εργατών στο μεγαλύτερο βαθμό αντλείται από την ύπαρξη αυτών των συνδέσεων, ακόμα κι αν αυτές δεν είναι προφανείς. Αυτό το οποίο αναδεικνύεται από αυτές τις συνδέσεις είναι η δυνατότητα να συγκεντρώνεται (εννοεί το προλεταριάτο), να διαλέγεται, η δυνατότητα του να δίνει σε αυτή τη δραστηριότητα κάποια κανονικότητα, το να διαλέγει τους ηγέτες του, να κατοχυρώνει τη βάση για μία στοιχειώδη οργανική σχηματοποίηση (σύλλογος, συνδικάτο, κόμμα). Αυτό το οποίο αναδεικνύεται είναι η δυνατότητα να δίνει σε αυτές τις οργανικές σχηματοποιήσεις μια συνεχή λειτουργικότητα, να τις καθιστά ένα βασικό πλέγμα για έναν οργανωμένο κίνημα. Ο φασισμός συστηματικά δουλεύει για να καταστρέψει αυτές τις δυνατότητες.

Η πιο αποτελεσματική δραστηριότητα του φασισμού είναι ότι στηρίζεται στις «τοπικότητες», στη βάση δηλαδή του οργανωτικού οικοδομήματος της εργατικής τάξης: στις επαρχίες, στα αγροτικά κέντρα, στα εργαστήρια και στα εργοστάσια. Οι διωγμοί των ανατρεπτικών εργατών, ο εξορισμός ή δολοφονία των εργατικών και αγροτικών ηγετών, η απαγόρευση των συγκεντρώσεων, η απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις εργάσιμες ώρες, τα εμπόδια τα οποία ορθώνονται σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα των εργατών και έπειτα η καταστροφή των Επιτροπών Εργασίας και όλων των άλλων κέντρων οργανικής ενότητας της εργατικής τάξης και της αγροτιάς και ο τρόμος τον οποίο διαχέει μέσα στις μάζες, όλα αυτά είχαν παραπάνω αξία από ότι η πολιτική πάλη μέσα από την οποία η εργατική τάξη απεκδύθηκε των «δικαιωμάτων» της, τα οποία το Σύνταγμα εγγυάται σε μια κόλλα χαρτί (σμ: κριτική αναφορά σε λεγκαλίστικες τάσεις μέσα στο Κόμμα). Ύστερα από τρία χρόνια μιας τέτοιας δράσης του φασισμού, η εργατική τάξη είχε χάσει κάθε φόρμα και όλη της την οργανικότητα, είχε μετατραπεί σε μια ασύνδετη, περιορισμένη και διεσπαρμένη μάζα. Έτσι χωρίς τον στοιχειώδη μετασχηματισμό του Συντάγματος, οι πολιτικές συνθήκες της χώρας άλλαξαν βαθύτατα, κι αυτό γιατί η ισχύς των εργατών και των αγροτών κατέστη αρκετά αναποτελεσματική.

Όταν η εργατική τάξη περιορίζεται σε αυτές τις συνθήκες, η πολιτική κατάσταση είναι «δημοκρατική». Σε αυτές τις συνθήκες τα αποκαλούμενα φιλελεύθερα κομμάτια της αστικής τάξης μπορούν, χωρίς το φόβο καταστροφικών επιπτώσεων, μέσα στην εσωτερική συνοχή Κράτους και κοινωνίας: 1. Να διαχωρίσουν τις δικές τους αρμοδιότητες από αυτές του φασισμού, τον οποίο εξοπλίζουν, ενθαρρύνουν και τον υποκινούν να αντιπαλέψει τους εργάτες 2. Να παλινορθώσουν την «κυριαρχία του νόμου», δηλαδή να συγκροτήσουν μια τάξη πραγμάτων, στην οποία η δυνατότητα για ύπαρξη μια οργάνωσης της εργατικής τάξης δεν απορρίπτεται. Οι αστοί μπορούν να προβούν στην πρώτη από αυτές τις δύο επιλογές, επειδή οι εργάτες, διάσπαρτοι και ανοργάνωτοι, δεν είναι σε θέση να ενθέσουν την ισχύ τους βαθιά μέσα στις αστικές αντιφάσεις, ώστε να τις μετατρέψουν σε μια γενική κρίση, πρελούδιο της επανάστασης. Η δεύτερη επιλογή είναι πιθανή για τους αστούς επειδή ο φασισμός έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις γι’ αυτό, με το να καταστρέψει τα αποτελέσματα μιας τριαντάχρονης οργανωτικής δουλειάς. Η ελευθερία του οργανώνεσθαι επιφυλάσσεται για τους εργάτες από τους αστούς, μόνο όταν αυτοί είναι σίγουροι ότι οι εργάτες έχουν περιορισθεί σε ένα σημείο, κατά το οποίο δεν μπορούν πλέον να κάνουν χρήση αυτής της ελευθερίας.

Εν κατακλείδι η «δημοκρατία» οργάνωσε τον φασισμό όταν ένιωσε ότι δεν μπορούσε άλλο να αντισταθεί στην πίεση της εργατικής τάξης σε συνθήκες έστω και τυπικής ελευθερίας. Ο φασισμός εξανδραποδίζοντας την εργατική τάξη, έχει αποκαταστήσει στην δημοκρατία την δυνατότητα να υπάρξει. Για τις προθέσεις των αστών, η διάσπαση της εργασίας θα πρέπει να λειτουργεί υπέροχα. Η εναλλαγή φασισμού και δημοκρατίας θα πρέπει να υπηρετεί το να αποκλείεται οποιαδήποτε δυνατότητα αναζωπύρωσης της εργατικής τάξης. Αλλά δεν τα βλέπουν μονάχα οι αστοί έτσι τα πράγματα. Την ίδια οπτική έχουν και οι ρεφορμιστές και οι μαξιμαλιστές και όλοι αυτοί που λένε ότι οι παρούσες συνθήκες για τους εργάτες της Ιταλίας είναι ανάλογες με αυτές πριν από τριάντα χρόνια, με αυτές του 1890 και πιο πίσω, όταν το κίνημα της εργατικής τάξης έκανε τα πρώτα του βήματα. Αυτήν την οπτική επίσης έχουν όσοι πιστεύουν ότι η ανασυγκρότηση θα πρέπει να γίνει με τα ίδια συνθήματα εκείνου του καιρού. Και όλοι αυτοί οι οποίοι αντιλαμβάνονται την διαπάλη μεταξύ αστικοδημοκρατίας και φασισμού με τον ίδιο τρόπο που αντιλαμβάνονταν τις διαμάχες μεταξύ ριζοσπαστών και συντηρητικών αστών. Όλοι αυτοί που μιλάνε για «συνταγματικές ελευθερίες» ή για «ελευθερία της εργασίας» με τον ίδιο τρόπο που κάποιος θα μίλαγε γι’ αυτά κατά το ξεκίνημα του εργατικού κινήματος.

Το να υιοθετήσει κανείς αυτήν την οπτική σημαίνει ότι προσδένεις την εργατική τάξη στον φαύλο κύκλο στον οποίο η αστική τάξη θέλει να την περιορίσει. Δεν έχουν τίποτα να ελπίζουν οι εργάτες και οι αγρότες της Ιταλίας με το να ακούσουν τους ρεφορμιστές, πέρα από αυτό το οποίο η ίδια η αστική τάξη θα τους έδινε πίσω, δηλαδή την ελευθερία να επανασυγκροτήσουν τους οργανισμούς τους και να τους αφήσουν να υπάρχουν, την ελευθερία δηλαδή να ξαναφτιάξουν συνδικάτα, αγροτικούς συλλόγους, κόμματα, συμβούλια, ομοσπονδίες, επιτροπές για να μειώσουν το διευθυντικό δικαίωμα μέσα στα εργοστάσια και πάει λέγοντας, ώσπου η πίεση των μαζών αφυπνισθεί μέσα από αυτές τις οργανώσεις, ώστε να υπερβεί τα σύνορα της αστικής κοινωνίας σε τέτοιο μέτρο που η δημοκρατία δεν θα μπορεί ούτε να αντισταθεί σε αυτήν ούτε να την ανεχθεί και τότε πάλι για άλλη μια φορά θα οπλίσει έναν στρατό από μελανοχιτώνες για να εξοβελίσει την απειλή.

Πώς λοιπόν θα σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος; Το να λύσεις αυτό το πρόβλημα σημαίνει πρακτικά ότι λύνεις το πρόβλημα της επανάστασης. Υπάρχει μόνο ένας δρόμος: Να καταφέρεις να επανοργανώσεις την μεγάλη μάζα των εργατών κατά τη διάρκεια εκτύλιξης της αστικής πολιτικής κρίσης και όχι μέσα από τις παραχωρήσεις της αστικής τάξης, αλλά μέσα από την πρωτοβουλία μιας επαναστατικής μειοψηφίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα από τη στιγμή που το φασιστικό καθεστώς εισήλθε σε κρίση δεν έθεσε στον εαυτό του άλλο καθήκον από αυτό. Πρόκειται για ένα οργανωτικής με τη στενή έννοια καθήκον ή για ένα πολιτικό καθήκον; Ό,τι έχουμε πει σχετικά υπηρετεί να δείξουμε ότι μόνο στο μέτρο που το Κόμμα πετυχαίνει στο να το λύνει αυτό το πρόβλημα, θα πετύχει να τροποποιήσει τους όρους της πραγματικής κατάστασης. Να «επανοργανώσεις» την εργατική τάξη σε αυτήν την περίπτωση, σημαίνει πρακτικά να δημιουργήσεις μια καινούρια δύναμη και να την κάνεις να παρέμβει στο πολιτικό σκηνικό. Μία δύναμη η οποία σήμερα δεν την λογαριάζει κανείς, σαν να μην υπήρχε. Λοιπόν οργανωτικό και πολιτικό καθήκον αλληλοσυμπλέκονται.

Η δουλειά του Κόμματος διευκολύνεται από δύο θεμελιώδεις παράγοντες. Πρώτα από το γεγονός ότι παρά τον εξανδραποδισμό της εργατικής τάξης από τον φασισμό, το Κόμμα έχει καταφέρει από μόνο του να επιβιώσει ως το οργανωμένο τμήμα της τάξης, ως ο οργανισμός μιας επαναστατικής μειοψηφίας και ως στελέχη ενός κόμματος μαζών. Η όλη αξία της γραμμής που ακολουθούσαμε οι κομμουνιστές στα πέντε πρώτα χρόνια του Κόμματος συνίσταται σε αυτό. Δεύτερα από το γεγονός ότι η εναλλαγή από την δημοκρατία στον φασισμό και από τον φασισμό στην δημοκρατία δεν είναι μια διεργασία η οποία αντλείται από άλλα οικονομικά και πολιτικά γεγονότα, αλλά λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα με την επέκταση και την εντατικοποίηση της γενικής κρίσης της καπιταλιστικής οικονομίας και με βάση τον συσχετισμό δυνάμεων ο οποίος διαμορφώνεται μέσα σε αυτήν.

Εκεί με αυτόν τον τρόπο υφίσταται ένα πανίσχυρο αντικειμενικό κίνητρο για την επιστροφή των μαζών στο προσκήνιο, για την ίδια την ταξική πάλη. Καμία από αυτές τις συνθήκες δεν υφίσταται για τα υπόλοιπα λεγόμενα «εργατικά» κόμματα. Όλοι αυτοί επί της ουσίας συμφωνούν όχι μόνο στον να αρνούνται την αξία της οργάνωσης ενός συνειδητού κόμματος, αλλά και στην αποδοχή της αστικής θέσης για προοδευτική σταθεροποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας μετά την κρίση του πολέμου.
Ωστόσο η λειτουργία του Κόμματος αποκαλύπτεται και αναπτύσσεται με μεγαλύτερη σαφήνεια και αποτελεσματικότητα εξαιτίας του γεγονότος ότι αυτό από μόνο του είναι ικανό να καλέσει για την δημιουργία ενός οργανισμού, ο οποίος υπερβαίνοντας τα όρια της στενής κομματικής οργάνωσης, αλλά και αυτής του συνδικάτου, εμπραγματώνει την ενότητα της εργατικής τάξης σε ένα πιο ευρύ πεδίο, αυτό της προετοιμασίας για την πολιτική πάλη, διά της οποίας η τάξη επιστρέφει στο προσκήνιο, συγκεντρωμένη για σύγκρουση με αυτόνομο τρόπο, και ενάντια στην φασιστική αστική τάξη και ενάντια στην δημοκρατική και φιλελεύθερη. Αυτός ο οργανισμός θα διαμορφωθεί μέσα από τις εργατικές και αγροτικές επιτροπές αντιφασιστικής πάλης.

Για να βρούμε στην ιστορία του ιταλικού κινήματος μια αναλογία με τις εργατοαγροτικές επιτροπές αντιφασιστικής πάλης, πρέπει να πάμε πίσω στα εργοστασιακά συμβούλια του 1919 και 1920 και στο κίνημά τους. Στα εργοστασιακά συμβούλια, το πρόβλημα της ταξικής ενότητας και αυτό της επαναστατικής δραστηριότητας για να ανατρέψεις την αστική τάξη πραγμάτων, επιλυόταν ταυτόχρονα. Το συμβούλιο εμπραγμάτωνε την οργανωτική ενότητα όλων των εργατών και συγχρόνως ωθούσε την ταξική πάλη σε τέτοια ένταση ώστε να προσεγγίσει τη στιγμή της αποφασιστικής αναμέτρησης. Όχι μόνο οι μύθοι της ταξικής συνεργασίας, αλλά και η ουτοπία της κοινωνικής ειρήνης, όπως και η ηλίθια θεωρία για οργανωτική ανάπτυξη κάτω από την άδεια των αστών μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, ώστε να υπερβούμε τα όριά της και να την αποκενώσουμε σταδιακά από το περιεχόμενό της, βρήκαν μια ολοκληρωτική απόρριψη μέσα στα εργοστασιακά συμβούλια. Η ενότητα της εργατικής τάξης επετεύχθη στο πεδίο της επανάστασης, διαρρηγνύοντας από τα κάτω την οικονομική και πολιτική οργάνωση της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Σε ποιο βαθμό μπορεί για άλλη μια φορά η επαναστατική λειτουργία που εκπληρώθηκε από τα εργοστασιακά συμβούλια, να πραγματοποιηθεί από τις εργατοαγροτικές επιτροπές; Η Ordine Nuovo η οποία στην πρώτη περίοδο ύπαρξής της αφιέρωσε τον εαυτό της στον να αναπτύσσει θέσεις συνδεδεμένες με το κίνημα των συμβουλίων και να ενθαρρύνει την αυθόρμητη δημιουργία και ανάπτυξη αυτών των οργανισμών, βασίζει τώρα την προπαγάνδα της και την αγκιτάτσιά της σε αυτό το πρόβλημα, στο οποίο το Κόμμα αφιερώνει τον εαυτό του σήμερα. Η συνέχεια ανάμεσα σε αυτά τα δύο, ανεξάρτητα από την ομοιότητα και τη διαφορά μεταξύ συμβουλίων και επιτροπών, έγκειται στην προσπάθεια να προκαλέσουμε την ανασυγκρότηση του κινήματος, ώστε οι μάζες να εκφράσουν τον εαυτό τους σε μια οργανική μορφή και να βρουν σε αυτήν τα σπέρματα της νέας τάξης πραγμάτων που θέλουμε να φτιάξουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου