Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

«Ο Σταυρός του Νότου» σε ποίηση ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ

Ο Καββαδίας ήταν Κεφαλλονίτης αλλά δεν γεννήθηκε στην Ελλάδα. Ήρθε στην Ελλάδα από τη Μαντζουρία σε ηλικία 5 χρόνων. Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Μαραμπού σε ηλικία 23 χρόνων, το 1933. Είναι αγαπημένος ποιητής τριών γενεών και έχει γράψει μόλις 52 ποιήματα. Έχει γράψει βέβαια και τη Βάρδια, το μυθιστόρημα, και κάποια διηγήματα. Μέχρι τον θάνατό του, το 1975, η υποδοχή που του είχαν κάνει οι ομότεχνοί του ήταν πολύ άδικη. Οι αναφορές από το 1933 ώς το 1975 για την ποίησή του, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν τού τύπου «πρόκειται για έναν στιχοποιό ημερολογίου», «πρόκειται για έναν ποιητή που μιλάει για τη ζωή των ναυτικών». Μη μου πείτε όμως ότι ένας ποιητής θα ενδιέφερε τη γενιά σας, τη γενιά των μεγαλύτερών σας και τη γενιά τη δική μου αν επρόκειτο για κάποιον που απλά εξιστορεί σαν ηθογράφος τη ζωή των ναυτικών. Κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνει, το οποίο κινητοποιεί τόσες πολλές διαφορετικές γενιές. Το 1977 έγινε στην τότε κρατική τηλεόραση ένα σήριαλ «Πορεία 090» και ήταν η ζωή σ' ένα καράβι που πήγαινε προς Ινδίες, Κίνα και μου πρότειναν να κάνω τη μουσική. Τους λέω «θέλετε και τραγούδια;» Είπαν «και γιατί όχι.» «Έχετε κείμενα;» «Όχι.» «Τι λέτε για τον Νίκο Καββαδία;» Και κάθομαι 15 βράδια και γράφω αυτά τα τραγούδια που ακούστηκαν για πρώτη φορά στο σήριαλ. Μετά προσέθεσα άλλα 4 και έγινε ο «Σταυρός του Νότου». (Θάνος Μικρούτσικος σε αφιέρωμα για τον ποιητή ΕΔΩ)

Σήμερα 11 Γενάρη, συμπληρώνονται  103 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καββαδία (11/1/1910). Η παρουσίαση του κύκλου τραγουδιών ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ σε ποίηση ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ και μουσική ΘΑΝΟΥ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΥ, ένας φόρος τιμής από τη μικρή στηθάγχη στον αγαπημένο ποιητή των πιο μακρινών μας ταξιδιών και των αρμυρών μας ονείρων. Οδηγός γι’ αυτό το μικρό αφιέρωμα στάθηκε το φθαρμένο εξώφυλλο του ταλαιπωρημένου από τη συχνή χρήση δίσκου βινυλίου 33 στροφών. Η αντιγραφή των ποιημάτων έγινε από τα βιβλία με τις συλλογές του ποιητή και σε μερικές περιπτώσεις διαφέρουν από τους στίχους όπως αναγράφονται στο εξώφυλλο του δίσκου και τραγουδούν οι τραγουδιστές. Στην μελοποίηση κάποιων ποιημάτων ο Θ. Μικρούτσικος «απέκλεισε» ολόκληρες στροφές, οι οποίες θα ξεχωρίζουν στην ανάρτηση (έντονη γραμματοσειρά). Στα τραγούδια ξεχώρισα  ερμηνείες που  με συγκίνησαν ιδιαίτερα. Το αφιέρωμα αποτελείται από δύο μέρη. Καλό ταξίδι!

Μέρος Α΄
KURO SIWO
                                     Στο Γιώργο Παπά
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.
Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου `πανε μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα.
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μεσ’ το μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;»
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που `χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα!... η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το Κuro Siwo σαν μια ζώνη
κι συ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
(Ακούστε το τραγούδι ΕΔΩ.)

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

                                            Στο Γιώργο Κουμβακάλη

Ήτανε κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.
Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι.
-Άγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή.-
Τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Modigliani,
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί.
Νερό καλάρει το Fore Peak, νερό και τα πανιόλα,
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.
Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα
ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί;
Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού.
Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι
κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και το κορίτσι που ΄κλαιγε πνιχτά μεσ’ το ρικσά.
Κάτου από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη.
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες «σ’ αγαπώ».
Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Depot.
(Ακούστε το τραγούδι ΕΔΩ.)

ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

                                        Στο Γιώργο Θεοτοκά

Έβραζε το κύμα του γαρμπή.
Είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου `πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θα `χεις μπει.
Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει.
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού.
Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.
Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλλινώριο πήρα κάτου.
Μου `πες με φωνή ετοιμοθανάτου:
-Να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά.
Άλλοτε απ’ τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.
Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι, δυο σελίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.
Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και το ωραίο γλυκό της Κυριακής.
(Ακούστε το τραγούδι ΕΔΩ.)

ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ

Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα μικρό αφρικανικόν ατσάλινο μαχαίρι
-όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες-
που από ένα γέρον έμπορο τ’ αγόρασα στ’ Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα να `τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μιαν παλιάν ελαιγραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:
«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν’ αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το `χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν, πως αυτοί που κάποια φορά το `χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε.
Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδερφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας Αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι σε χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ’ αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μι’ άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
Είν’ αλαφρή, για πιάσε το, δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις.»
-Πόσο έχει;- Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις, πάρ’το.
Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που η ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το `καμα δικό μου
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...
(Ακούστε το τραγούδι ΕΔΩ.)

ΓΥΝΑΙΚΑ

                                     Στον Αντώνη Μωραΐτη

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.
Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.
Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.
Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.
Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

                                                   Ινδικός Ωκεανός 1951

(Ακούστε το τραγούδι ΕΔΩ.)

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ 

Τα ποιήματα KURO SIWO, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ από τη συλλογή ΠΟΥΣΙ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982.
Το ποίημα ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ, από τη συλλογή ΜΑΡΑΜΠΟΥ, εκδόσεις ΑΓΡΑ 1995.
Το ποίημα ΓΥΝΑΙΚΑ, από τη συλλογή ΤΡΑΒΕΡΣΟ, εκδόσεις ΑΓΡΑ 1992.


Στην κορυφή της ανάρτησης το πορτραίτο του ποιητή από τον Γιάννη Τσαρούχη, όπως κοσμεί το ΠΟΥΣΙ στην έκδοση του ΚΕΔΡΟΥ.

 



«Χόρεψε πάνω στο φτερό τού καρχαρία». Φανταστείτε ένα νέο ή μία νέα να χορεύει πάνω στον καρχαρία. Ο καρχαρίας, δεν ξέρω αν ξέρετε, είναι το πιο παλιό ζώο που υπάρχει πάνω στον πλανήτη. Έχει ηλικία περίπου 4 εκατομμυρίων ετών, από την εποχή των δεινοσαύρων. Άρα είναι το ανθεκτικότερο ζώο και στις άγριες μορφές του είναι το σκληρότερο. Είναι δυνατόν ποτέ κανένας, εάν το δούμε ρεαλιστικά, να δαμάσει αυτό το ζώο και να χορέψει πάνω του; Λέει, λοιπόν, ο Νίκος Καββαδίας «κατάκτησε το αδύνατο». Η ζωή μας, ξέρετε, δικαιώνεται εάν κάθε φορά ξεπερνάμε τα προδιαγεγραμμένα μας όρια. Κατακτάμε το αδύνατο εάν σπάσουμε το τσόφλι τού αβγού. Κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσει ο καθένας μας ότι αυτά που έμαθε, αυτά που θέλει να κάνει έχουν έναν κύκλο πέρα από τον οποίο δεν μπορεί να πάει. Εάν αυτό το αποδεχτούμε ως τρόπο ζωής, στο τέλος θα καμπουριάσουμε όταν περάσουν τα χρόνια. Αν όμως αυτά τα όρια μπορούμε να τα σπρώξουμε, να τα ξεπεράσουμε, να τα σπάσουμε, τότε μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας όνειρο. Αυτό ακριβώς είναι η ποίηση τού Καββαδία. Δεν θέλει να σε κοροϊδέψει ο Καββαδίας. Δεν σου λέει φύγε και αύριο όλα θα είναι καλά. Σου λέει μεν φύγε από αυτή τη μίζερη πραγματικότητα, αλλά έχε υπ' όψιν σου ότι έχεις πολλά μπροστά σου να ξεπεράσεις. Αλλά και πόσα πρόσωπα συναντάς εκεί! Γι' αυτό ο Καββαδίας από το «Πούσι» και μετά, έχει φύγει από το «εγώ». Λέει συνέχεια «εσύ». Δεν καλεί τον άλλο από μια μιζέρια να πάει σε μια άλλη μιζέρια. Δεν ονομάζει το «άλλο». Σου λέει φύγε από αυτό. Το επόμενο χτίστο εσύ... (Θάνος Μικρούτσικος σε αφιέρωμα για τον ποιητή ΕΔΩ)

Μέρος Β΄

ΕΝΑΣ ΝΕΓΡΟΣ ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ

                                                           του Ι. Πικραμένου

Ο Γουίλλη, ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί,
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε,
στην κάμαρά μου ερχότανε, γελώντας, να με βρει,
κι ώρες πολλές για πράματα περίεργα μου μιλούσε.
Μου `λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πώς, χορεύοντας, πίνουν την άσπρη σκόνη,
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν,
όταν η ζάλη μ’ όνειρα περίεργα τους κυκλώνει.
Μου `λεγ’ ακόμα ότ’ είδ’ αυτός, μια νύχτα που `χε πιει,
πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε, στην πλάτη της θαλάσσης,
και πίσωθέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά.
-Σαν πάμε στο Άντεν, μου `λεγε, και σύ θα δοκιμάσεις.
Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξουραφιών
και του `λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει,
και τότε αυτός συνήθιζε, γελώντας τρανταχτά,
με το `να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει.
Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μι’ αθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπαρ Ρετζίνα - στη Μαρσίλια,
για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό,
έφαγε αυτός μιαν αδειανή στην κεφαλή μποτίλια.
Μια μέρα τον αφήσαμε στυγνό απ’ τον πυρετό,
πέρα στην Άπω Ανατολή, να φλέγεται, να λιώνει.
Θεέ των μαύρων, τον καλό συχώρεσε Γουίλ
και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται, λίγη απ’ την άσπρη σκόνη.
(Ακούστε το τραγούδι ΕΔΩ.)

FEDERICO GARCIA LORCA

                                                  Στο Θανάση Καραβία

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης, τ’ αχαμνά του.
Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο - πορεία προς το Βοριά.
Τράβα μπροστά -ξοπίσω εμείς- και μη σε μέλει.
Κάτου απ’ τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.
Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα έν’ αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ’ απ’ τα διψασμένα της χωράφια τ’ ανοιχτά.
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
(Ακούστε το τραγούδι ΕΔΩ.)

ΑΡΜΙΔΑ

                                Στον Κώστα Βάρναλη

Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ’ αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς
κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη.
Μήνες τώρα που `χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο που να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το ‘χουμε καπνίσει.
Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά,
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι.
Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
-που να ξοδευτήκαν τόννοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.
Ξεχασμένο τ’ άστρο του Βορρά,
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.
Η πλωριά Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδειά
του Κολόμπου οι πέντε κολασμένοι.
Κι έπειτα στις ξέρες του Ακορά
τσούρμο τ’ άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.
(Ακούστε το τραγούδι ΕΔΩ.)

CAMBAY’S WATER

                                             Στον Π. Π. Παναγιώτου

Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
«κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω»
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.
Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κούληδες τρώνε σκυφτά ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που `ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.
Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ’ απόψε –λέω-  φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που `πες με θυμό: Θα ΄βγω άλλη μέρα...
Τη νύχτα σου `πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: «φάλτσο η πορεία...»
Ξημέρωσε κι ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,
η Μαχαράνα του Μυζόρ δε φάνηκε όμως!...
Μ’ αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος
Και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.
Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι,
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.
(Ακούστε το τραγούδι ΕΔΩ.)

ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ

Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes.
Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ’ το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής.
Ο παπαγάλος σου `στειλε στερνή φορά το «γεια σου»
κι απάντησε απ’ το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής,
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς.
Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω «σε προδίνω»
κι ο γρύλος το ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το `πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;
Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ’ αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.
Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.
(Ακούστε το τραγούδι ΕΔΩ.)

ΠΙΚΡΙΑ

Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.
Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.
Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι:
τον τρόμου που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.
Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο.
Τη μαχαιριά που μου `δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και «Σε πονάει με τη νοτιά;» -Όχι, απ’ αλλού πονάω.
Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια,
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη.
Τις ξεβαμένες στάμπες μου, πού ΄χα για περηφάνια,
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.
Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική και Ασία
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.
Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,

δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.

Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει

κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.

                                                                     7-2-1975

(Ακούστε το τραγούδι ΕΔΩ.)

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ 

Το ποίημα ΕΝΑΣ ΝΕΓΡΟΣ ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ, από τη συλλογή ΜΑΡΑΜΠΟΥ, εκδόσεις ΑΓΡΑ 1995.

Τα ποιήματα FEDERICO GARCIA LORCA, ΑΡΜΙΔΑ, CAMBAYS WATER και  ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ από τη συλλογή ΠΟΥΣΙ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982.

Το ποίημα ΠΙΚΡΙΑ, από τη συλλογή ΤΡΑΒΕΡΣΟ, εκδόσεις ΑΓΡΑ 1992.

Πηγή:στηθάγχη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου