Μπορεί πια ο θρυλικός Γκοτζαμάνης να έχει περάσει στη σφαίρα του καλτ, όμως μέρες που είναι, το παράδειγμά του έχει μείνει να μας θυμίζει την ιστορικότητα της φιγούρας του. Εκτός από ακροδεξιός δολοφόνος ενός αριστερού βουλευτή, ο Γκοτζαμάνης διέθετε την ίδια στιγμή άδεια τρικύκλου, σε μια εποχή που το να είσαι αδειούχος οποιουδήποτε πράγματος (πόσο μάλλον ενός τρικύκλου…) ήταν πολλές φορές ζήτημα ζωής και θανάτου. Οι πρώτοι σπασμοί του κράτους της προσόδου αλά ελληνικά έβρισκαν εφαρμογή στο παράδειγμα του Γκοτζαμάνη και μετασχημάτιζαν σιγά σιγά την ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας.
Πράγματι, η πρόσοδος ως ιδέα δεν ήταν ένα σκέτα οικονομικό μέγεθος. Οπωσδήποτε περιελάμβανε χρήματα και υλικά ωφέλη, μόνο που τα τελευταία ήταν το φανερό επιστέγασμα μιας πολύ σημαντικότερης στρατηγικής του ελληνικού κεφαλαίου. Το κράτος της προσόδου είχε πολιτικούς στόχους να φέρει σε πέρας και πολιτικές λειτουργίες να επιτελέσει – ήταν με άλλα λόγια ο ειδικός τρόπος μέσω του οποίου το ελληνικό κράτος αναζητούσε κοινωνικούς συμμάχους για να αναπαράγει αδιατάρακτο την ταξική εκμετάλλευση στο εσωτερικό του. Ήταν η ιδέα στη βάση της οποίας το σύστημα εξουσίας δε μπορούσε πλέον να γίνεται νοητό με τη μορφή της πυραμίδας (ξέρετε… στην κορυφή τα ανώτατα κρατικά στελέχη και η ελίτ της αστικής τάξης, στη μέση το στελεχικό δυναμικό των δημόσιων υπηρεσιών και των ιδιωτικών εταιρειών και στον πάτο ο «λαός» στην καμπούρα του οποίου πατάει η ιεραρχική δομή της κοινωνίας μας), αλλά θα έπρεπε να εξετάζεται όλο και περισσότερο σαν ένα σύμπαν ομόκεντρων κύκλων. Στο κέντρο αυτού του σχήματος θα έβρισκε κανείς τις σφικτές δομές εξουσίας του ελληνικού κράτους, γύρω από τις οποίες διατάσσεται ένα πλήθος μικρών και μεγάλων προνομίων, ένα πλήθος μικρότερων και μεγαλύτερων εξουσιών. Όσο πιο κοντά (πολιτικά και ιδεολογικά) τοποθετούσε κανείς τον εαυτό του στον πυρήνα αυτού του σχήματος, τόσο περισσότερα υλικά προνόμια απολάμβανε. Και ανάποδα: όσο περισσότερο μίσος ένιωθε κανείς για το ίδιο σύστημα εξουσίας τόσο μακρύτερα εξοριζόταν από τις γενικές ροές κρατικού
χρήματος.
Αυτό ακριβώς το κριτήριο εγγύτητας / απομάκρυνσης προς το ελληνικό σύστημα εξουσίας ήταν που έδωσε ώθηση στην ταξική κινητικότητα απ’ τη δεκαετία του ’60 και μετά και ταυτόχρονα σκιαγράφησε μια καινούρια αντίθεση στο εσωτερικό των κατώτερων στρωμάτων. Όσοι δήλωναν πίστη στο καθεστώς, όσοι το βούλωναν, όσοι έκαναν παντιέρα την εθνικοφροσύνη ανταμοίβονταν με μια άδεια άσκησης επαγγέλματος, με ένα περίπτερο, με μια θέση στο δημόσιο, με ένα μαγαζάκι. Οι υπόλοιποι μπορούσαν να πάνε να ψοφήσουν. Ώστε, αυτή η ογκώδης διασπορά μικροπρονομίων / μικροϊδιοκτησίας που χαρακτήρισε τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό από τη δεκαετία του ’60 ως τις μέρες μας είχε σα βασικό της προαπαιτούμενο τη (σε κάποιο βαθμό) συστράτευση με το ελληνικό κράτος, τους σκοπούς του και τη σκοτεινή του φύση.
Σε πλήρη αντίθεση με τα αναλυτικά σχήματα της αριστερής διανόησης που δε σταματούσαν να βλέπουν μια αδιάκοπη σύγκρουση «λαού» και «εξουσίας», στα όπλα του κεφαλαίου είχαν προστεθεί μια σειρά νέων μηχανισμών ελέγχου και αφομοίωσης των εργατικών επιθέσεων. Απ’ τους πιο επιτυχημένους τέτοιους υπήρξε το δίχως άλλο η δημιουργία ενός μικροαστικού στρώματος μέσα απ’ τα σπλάχνα της εργατικής τάξης. Ώστε η γενεαλογία του μικροαστού θα πρέπει να ανιχνευθεί στις πρώιμες απόπειρες του ελληνικού κράτους και των συμμάχων του να τιθασεύσει την ελληνική εργατική τάξη, να τη διαιρέσει πολιτικά και να της προσφέρει ένα υλικό κίνητρο για να κάθεται φρόνιμα. Το αντάλλαγμα για τα χρήματα και τις προσδοκίες κοινωνικής ανόδου που μοίραζε το κράτος στους νέους συμμάχους του ήταν η δημιουργία ενός τείχους προστασίας έναντι των εσωτερικών εχθρών του.
Η ιστορική καταγωγή του μικροαστού και η στράτευσή του στο πλευρό του κράτους από την αρχή της ύπαρξής του μέχρι τα σήμερα μένει φυσικά να μελετηθεί εκτενέστερα[1], για την ώρα πάντως είναι σε θέση να φωτίσει μια όψη της επιταχυνόμενης βίας στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί πράγματι, αυτό που με μια λέξη ονομάζουμε «κρίση», αυτή η ανάποδη διαδρομή από την απόλαυση του πλούτου στην βία της φτώχειας την οποία εσχάτως διανύουν μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας είναι εκτός των άλλων και μια διαδικασία που προσδιορίζεται από τη σπάνη. Το ελληνικό κεφάλαιο πιεσμένο από την οικονομική κρίση είναι αναγκασμένο να μετασχηματιστεί, να αλλάξει μορφή και περιεχόμενο, να διατηρήσει εν ζωή ή να δημιουργήσει εξαρχής θεσμούς και σχέσεις ικανές να το στηρίξουν, και παράλληλα, να διαλύσει με τη βία ανθρώπους και σχέσεις που δεν βοηθούν στην αναπαραγωγή του.
Οι μικροαστοί, εξώγαμα παιδιά του κράτους της προσόδου, δημιουργήματα δηλαδή μιας άλλης φάσης συσσώρευσης του ελληνικού κεφαλαίου, καταλαβαίνουν την αλλαγή ρότας του δημιουργού τους. Αντιλαμβάνονται το μεταίχμιο της θέσης τους, νιώθουν μετά από δεκαετίες συλλογικής ύπαρξης να ασφυκτιούν, αισθάνονται σαν άλλη Ιφιγένεια που πρέπει να θυσιαστεί για να εξευμενιστούν ανώτερες δυνάμεις. Είναι απ’ αυτό τους το στρίμωγμα, απ’ αυτή τη σκληρή συνειδητοποίηση ότι δεν είναι φτιαγμένοι to last for ever που τα κατώτερα στρώματα διαπερνώνται από μια ηλεκτρισμένη ένταση. Η τάξη των μικροαστών (οι μικροϊδιοκτήτες και οι αυτοαπασχολούμενοι που λέει και το ΚΚΕ…[2]) αφού άρπαξε ό,τι άρπαξε, αφού πλούτισε όσο πλούτισε, αφού πάτησε επί πτωμάτων βλέπει το γεννήτορά της (το ελληνικό κεφάλαιο) να μετασχηματίζεται και να την παρατάει ακέφαλη και απροστάτευτη, βορά στα γυρίσματα της εποχής. Κι η ίδια, καθώς γνωρίζει ότι το κεφάλαιο μπορεί να τα καταφέρει και χωρίς αυτήν, αλλά αυτή δε μπορεί να τα καταφέρει δίχως το χάιδεμα του κεφαλαίου, ψάχνει να γλιτώσει απ’ το ναυάγιο αρπάζοντας όποια σαμπρέλα βρίσκει εύκαιρη. Κατά βάθος όλες οι σαμπρέλες είναι τρύπιες, αλλά αυτό δεν εμποδίζει ούτε τους μικροαστούς ούτε τις σαμπρέλες να χτυπιούνται μπας και παρατείνουν για λίγο ακόμη την ψευδαίσθησή τους ότι μπορεί και να τη γλιτώσουν.
Οπότε, οι σαμπρέλες (κατά βάθος στ’ αριστερά του ναυαγίου) παρατηρούν αίφνης σουβλατζήδες, καφετζήδες και λοιπούς μαγαζάτορες να υιοθετούν για λίγο τις σωτήριες θέσεις τους, να μουτζώνουν μαζί τη βουλή, να φωνάζουν με μια φωνή «κλέφτες», «ψεύτες», «λαμόγια». Πίσω όμως απ’ τα κούφια λόγια περί «ριζοσπαστικοποίησης του λαού» η ζοφερή όψη της ανακατωσούρας στα κοινωνικά υπόγεια απέχει έτη φωτός απ’ τις φαντασιώσεις των αριστερών βοσκών. Οι μικροαστοί δίνουν την ύστατη μάχη επιβίωσης και σ’ αυτή τους τη μάχη είναι αναγκασμένοι να στραφούν στα γενέθλια συστατικά της επιτυχίας τους. Υπεράσπιση της ιδιοκτησίας τους, ακόμη μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργασίας (των άλλων), σχέση αγάπης μίσους απέναντι στο κράτος, επίθεση σε όποιον τους φαίνεται πιο αδύναμος, τρόμος απέναντι στην προλεταριοποίηση. Λίγο πριν συνθλιβούν από την κίνηση του κεφαλαίου θα καταφύγουν σαν τα τζάνκια που αυξάνουν τη δόση τους στον κρατισμό και στην ιδιοκτησία. Θα ψηφίσουν Χρυσή Αυγή[3] (μπας και τονώσει τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα), θα κοιτάξουν να ανοίξουν καφετέριες με φτηνότερες τιμές (κι άρα μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργασίας), θα ψάξουν να βρουν διεξόδους, οσοδήποτε ανθρωποφαγικές κι αν είναι. Αυτή είναι η ιστορική τους διαδρομή, αυτό είναι το ταξικό τους πεπρωμένο, αυτό επιτάσσει η θέση τους στον καταμερισμό της εργασίας. Δεν είναι κάτι για το οποίο «φταίνε», τουλάχιστον, όχι περισσότερο, από κείνους που τους υπολογίζουν για συμμάχους στον αντιφασιστικό αγώνα.
[1].Για μια σχετική εξιστόρηση δες: Επιτροπές Κατοίκων: Κατάδυση στο Μέλλον του ελληνικού Φασισμού, Autonome Antifa, Μάρτης 2012
[2]. Ενδιαφέρον: Μες στην ιδεολογική του παραζάλη το Κόμμα του Λαού εγκαινιάζει νέες ταξικές κατηγορίες: πλάι στα φτωχά μεσαία στρώματα καινούριος σύμμαχος της εργατικής τάξης ονομάζεται ο «μισοπρολετάριος»!!! Δες περισσότερα στο:Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριο.
[3]. «Ειδικότερα, [από το συνολικό ποσοστό των ψηφοφόρων της] καταλαμβάνει το 19,2% στους επαγγελματίες βιοτέχνες» Αυγή, Δημογραφική σύνθεση των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής, 13-10-2012
Πηγή: http://eagainst.com
Πράγματι, η πρόσοδος ως ιδέα δεν ήταν ένα σκέτα οικονομικό μέγεθος. Οπωσδήποτε περιελάμβανε χρήματα και υλικά ωφέλη, μόνο που τα τελευταία ήταν το φανερό επιστέγασμα μιας πολύ σημαντικότερης στρατηγικής του ελληνικού κεφαλαίου. Το κράτος της προσόδου είχε πολιτικούς στόχους να φέρει σε πέρας και πολιτικές λειτουργίες να επιτελέσει – ήταν με άλλα λόγια ο ειδικός τρόπος μέσω του οποίου το ελληνικό κράτος αναζητούσε κοινωνικούς συμμάχους για να αναπαράγει αδιατάρακτο την ταξική εκμετάλλευση στο εσωτερικό του. Ήταν η ιδέα στη βάση της οποίας το σύστημα εξουσίας δε μπορούσε πλέον να γίνεται νοητό με τη μορφή της πυραμίδας (ξέρετε… στην κορυφή τα ανώτατα κρατικά στελέχη και η ελίτ της αστικής τάξης, στη μέση το στελεχικό δυναμικό των δημόσιων υπηρεσιών και των ιδιωτικών εταιρειών και στον πάτο ο «λαός» στην καμπούρα του οποίου πατάει η ιεραρχική δομή της κοινωνίας μας), αλλά θα έπρεπε να εξετάζεται όλο και περισσότερο σαν ένα σύμπαν ομόκεντρων κύκλων. Στο κέντρο αυτού του σχήματος θα έβρισκε κανείς τις σφικτές δομές εξουσίας του ελληνικού κράτους, γύρω από τις οποίες διατάσσεται ένα πλήθος μικρών και μεγάλων προνομίων, ένα πλήθος μικρότερων και μεγαλύτερων εξουσιών. Όσο πιο κοντά (πολιτικά και ιδεολογικά) τοποθετούσε κανείς τον εαυτό του στον πυρήνα αυτού του σχήματος, τόσο περισσότερα υλικά προνόμια απολάμβανε. Και ανάποδα: όσο περισσότερο μίσος ένιωθε κανείς για το ίδιο σύστημα εξουσίας τόσο μακρύτερα εξοριζόταν από τις γενικές ροές κρατικού
χρήματος.
Αυτό ακριβώς το κριτήριο εγγύτητας / απομάκρυνσης προς το ελληνικό σύστημα εξουσίας ήταν που έδωσε ώθηση στην ταξική κινητικότητα απ’ τη δεκαετία του ’60 και μετά και ταυτόχρονα σκιαγράφησε μια καινούρια αντίθεση στο εσωτερικό των κατώτερων στρωμάτων. Όσοι δήλωναν πίστη στο καθεστώς, όσοι το βούλωναν, όσοι έκαναν παντιέρα την εθνικοφροσύνη ανταμοίβονταν με μια άδεια άσκησης επαγγέλματος, με ένα περίπτερο, με μια θέση στο δημόσιο, με ένα μαγαζάκι. Οι υπόλοιποι μπορούσαν να πάνε να ψοφήσουν. Ώστε, αυτή η ογκώδης διασπορά μικροπρονομίων / μικροϊδιοκτησίας που χαρακτήρισε τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό από τη δεκαετία του ’60 ως τις μέρες μας είχε σα βασικό της προαπαιτούμενο τη (σε κάποιο βαθμό) συστράτευση με το ελληνικό κράτος, τους σκοπούς του και τη σκοτεινή του φύση.
Σε πλήρη αντίθεση με τα αναλυτικά σχήματα της αριστερής διανόησης που δε σταματούσαν να βλέπουν μια αδιάκοπη σύγκρουση «λαού» και «εξουσίας», στα όπλα του κεφαλαίου είχαν προστεθεί μια σειρά νέων μηχανισμών ελέγχου και αφομοίωσης των εργατικών επιθέσεων. Απ’ τους πιο επιτυχημένους τέτοιους υπήρξε το δίχως άλλο η δημιουργία ενός μικροαστικού στρώματος μέσα απ’ τα σπλάχνα της εργατικής τάξης. Ώστε η γενεαλογία του μικροαστού θα πρέπει να ανιχνευθεί στις πρώιμες απόπειρες του ελληνικού κράτους και των συμμάχων του να τιθασεύσει την ελληνική εργατική τάξη, να τη διαιρέσει πολιτικά και να της προσφέρει ένα υλικό κίνητρο για να κάθεται φρόνιμα. Το αντάλλαγμα για τα χρήματα και τις προσδοκίες κοινωνικής ανόδου που μοίραζε το κράτος στους νέους συμμάχους του ήταν η δημιουργία ενός τείχους προστασίας έναντι των εσωτερικών εχθρών του.
Η ιστορική καταγωγή του μικροαστού και η στράτευσή του στο πλευρό του κράτους από την αρχή της ύπαρξής του μέχρι τα σήμερα μένει φυσικά να μελετηθεί εκτενέστερα[1], για την ώρα πάντως είναι σε θέση να φωτίσει μια όψη της επιταχυνόμενης βίας στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί πράγματι, αυτό που με μια λέξη ονομάζουμε «κρίση», αυτή η ανάποδη διαδρομή από την απόλαυση του πλούτου στην βία της φτώχειας την οποία εσχάτως διανύουν μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας είναι εκτός των άλλων και μια διαδικασία που προσδιορίζεται από τη σπάνη. Το ελληνικό κεφάλαιο πιεσμένο από την οικονομική κρίση είναι αναγκασμένο να μετασχηματιστεί, να αλλάξει μορφή και περιεχόμενο, να διατηρήσει εν ζωή ή να δημιουργήσει εξαρχής θεσμούς και σχέσεις ικανές να το στηρίξουν, και παράλληλα, να διαλύσει με τη βία ανθρώπους και σχέσεις που δεν βοηθούν στην αναπαραγωγή του.
Οι μικροαστοί, εξώγαμα παιδιά του κράτους της προσόδου, δημιουργήματα δηλαδή μιας άλλης φάσης συσσώρευσης του ελληνικού κεφαλαίου, καταλαβαίνουν την αλλαγή ρότας του δημιουργού τους. Αντιλαμβάνονται το μεταίχμιο της θέσης τους, νιώθουν μετά από δεκαετίες συλλογικής ύπαρξης να ασφυκτιούν, αισθάνονται σαν άλλη Ιφιγένεια που πρέπει να θυσιαστεί για να εξευμενιστούν ανώτερες δυνάμεις. Είναι απ’ αυτό τους το στρίμωγμα, απ’ αυτή τη σκληρή συνειδητοποίηση ότι δεν είναι φτιαγμένοι to last for ever που τα κατώτερα στρώματα διαπερνώνται από μια ηλεκτρισμένη ένταση. Η τάξη των μικροαστών (οι μικροϊδιοκτήτες και οι αυτοαπασχολούμενοι που λέει και το ΚΚΕ…[2]) αφού άρπαξε ό,τι άρπαξε, αφού πλούτισε όσο πλούτισε, αφού πάτησε επί πτωμάτων βλέπει το γεννήτορά της (το ελληνικό κεφάλαιο) να μετασχηματίζεται και να την παρατάει ακέφαλη και απροστάτευτη, βορά στα γυρίσματα της εποχής. Κι η ίδια, καθώς γνωρίζει ότι το κεφάλαιο μπορεί να τα καταφέρει και χωρίς αυτήν, αλλά αυτή δε μπορεί να τα καταφέρει δίχως το χάιδεμα του κεφαλαίου, ψάχνει να γλιτώσει απ’ το ναυάγιο αρπάζοντας όποια σαμπρέλα βρίσκει εύκαιρη. Κατά βάθος όλες οι σαμπρέλες είναι τρύπιες, αλλά αυτό δεν εμποδίζει ούτε τους μικροαστούς ούτε τις σαμπρέλες να χτυπιούνται μπας και παρατείνουν για λίγο ακόμη την ψευδαίσθησή τους ότι μπορεί και να τη γλιτώσουν.
Οπότε, οι σαμπρέλες (κατά βάθος στ’ αριστερά του ναυαγίου) παρατηρούν αίφνης σουβλατζήδες, καφετζήδες και λοιπούς μαγαζάτορες να υιοθετούν για λίγο τις σωτήριες θέσεις τους, να μουτζώνουν μαζί τη βουλή, να φωνάζουν με μια φωνή «κλέφτες», «ψεύτες», «λαμόγια». Πίσω όμως απ’ τα κούφια λόγια περί «ριζοσπαστικοποίησης του λαού» η ζοφερή όψη της ανακατωσούρας στα κοινωνικά υπόγεια απέχει έτη φωτός απ’ τις φαντασιώσεις των αριστερών βοσκών. Οι μικροαστοί δίνουν την ύστατη μάχη επιβίωσης και σ’ αυτή τους τη μάχη είναι αναγκασμένοι να στραφούν στα γενέθλια συστατικά της επιτυχίας τους. Υπεράσπιση της ιδιοκτησίας τους, ακόμη μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργασίας (των άλλων), σχέση αγάπης μίσους απέναντι στο κράτος, επίθεση σε όποιον τους φαίνεται πιο αδύναμος, τρόμος απέναντι στην προλεταριοποίηση. Λίγο πριν συνθλιβούν από την κίνηση του κεφαλαίου θα καταφύγουν σαν τα τζάνκια που αυξάνουν τη δόση τους στον κρατισμό και στην ιδιοκτησία. Θα ψηφίσουν Χρυσή Αυγή[3] (μπας και τονώσει τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα), θα κοιτάξουν να ανοίξουν καφετέριες με φτηνότερες τιμές (κι άρα μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργασίας), θα ψάξουν να βρουν διεξόδους, οσοδήποτε ανθρωποφαγικές κι αν είναι. Αυτή είναι η ιστορική τους διαδρομή, αυτό είναι το ταξικό τους πεπρωμένο, αυτό επιτάσσει η θέση τους στον καταμερισμό της εργασίας. Δεν είναι κάτι για το οποίο «φταίνε», τουλάχιστον, όχι περισσότερο, από κείνους που τους υπολογίζουν για συμμάχους στον αντιφασιστικό αγώνα.
[1].Για μια σχετική εξιστόρηση δες: Επιτροπές Κατοίκων: Κατάδυση στο Μέλλον του ελληνικού Φασισμού, Autonome Antifa, Μάρτης 2012
[2]. Ενδιαφέρον: Μες στην ιδεολογική του παραζάλη το Κόμμα του Λαού εγκαινιάζει νέες ταξικές κατηγορίες: πλάι στα φτωχά μεσαία στρώματα καινούριος σύμμαχος της εργατικής τάξης ονομάζεται ο «μισοπρολετάριος»!!! Δες περισσότερα στο:Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριο.
[3]. «Ειδικότερα, [από το συνολικό ποσοστό των ψηφοφόρων της] καταλαμβάνει το 19,2% στους επαγγελματίες βιοτέχνες» Αυγή, Δημογραφική σύνθεση των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής, 13-10-2012
Πηγή: http://eagainst.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου