Κείμενο που λάβαμε από το aristeroblog
Με τη θρησκεία και την Πατρίδα
την ίδια απλώνουμεν αρίδα
τον ίδιον έχουμε σκοπό.
Κερνούμε το λαό χασίσι,
Όνειρα, ψέματα και μίση
Δε ντρέπονται για να ντραπώ.
Κ. Βάρναλης,
(Το φως που καίει, εκδ. Κέδρος)
Ένα
από τα ακανθώδη ζητήματα που <<ταλαιπώρησε>> το εργατικό
και κομμουνιστικό κίνημα σ’όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα και
<<επανεμφανίζεται>> με πρωτότυπο τρόπο στο έδαφος της
σύγχρονης ιστορικής κρίσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, υπήρξε
εκείνο της διαλεκτικής εθνικού-ταξικού. Μια μορφή εμφάνισης της
διαλεκτικής αυτής είναι η αντίθεση ανάμεσα στο εθνικισμό της αστικής τάξης
που δεν εγγράφεται μόνο στο<< σκληρό>> πυρήνα της
ιδεολογίας της, αλλά συνιστά αντεικειμενικό, συστατικό στοιχείο του
ίδιου του τρόπου συγκρότησης και αναπαραγωγής του κεφαλαίου και το διεθνισμό που ανταποκρίνεται στις αντικειμενικές δυνατότητες και τάσεις της εργατικής τάξης.
Έχοντας
επίγνωση της πολυπλοκότητας του εν λόγω ζητήματος και του κινδύνου της
μονομερούς προσέγγισης θα θέλαμε να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις που
αφορούν σε μερικές από τις όψεις του. Το εργατικό κίνημα κατά τον
εικοστό αιώνα και σε όλες του τις εκδοχές, η αριστερά στο σύνολο της,
ουδέποτε αρνήθηκαν την απερίφραστη καταγγελία του εθνικισμού.
Συγχρόνως,
όμως, σε κρίσιμες στιγμές της ταξικής πάλης, όταν εκρήγνυντο οι
αντιθέσεις και η έφοδος στους ουρανούς αχνοχάραζε, αν δεν ετίθετο στην
ημερήσια διάταξη, τότε το κίνημα αυτό και η Αριστερά στρατευόταν
εγείροντας τη σημαία του πατριωτισμού, δηλαδή του εθνικού συμφέροντος,
διακρινοντάς την ριζικά, βεβαίως, από εκείνη του εθνικισμού.
Όμως
η <<επιλογή>> αυτή δεν υπήρξε καθολικού χαρακτήρα. Ο Λένιν,
η Λούξεμπουργκ και τα ανίστοιχα ρεύματα του εργατικού κινήματος -όχι
πάντα με ταυτόσημο τρόπο- στην αναμέτρηση τους με την απαιτητική και
κρίσιμη αυτή διαλεκτική υιοθέτησαν μια προσέγγιση διαφορετική, ενταγμένη
σ’ ένα επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα.
Το υλικό αντικειμενικό υπόβαθρο
Γνωρίζουμε
ότι η κυρίαρχη ιδεολογία, ως ανεστραμμένη <<αναπαράσταση>>
της πραγματικότητας δεν ηγεμονεύει στις υποτελείς τάξεις της κοινωνίας
με άμεσο τρόπο, αλλά με τη μεσολάβηση μετασχηματισμένων μορφών αυτής.
Θεωρούμε ότι, υπό ιστορικά συγκεκριμένες συνθήκες, ο
<<πατριωτισμός>> αποτελεί μια διαμεσολαβημένη μορφή
υπαγωγής του εργατικού κινήματος στην κυρίαρχη, δηλαδή την εθνικιστική
ιδεολογία. Ο εθνικισμός συνιστά μια ιδιάζουσα στον καπιταλισμό
μορφή εμφάνισης ενός φαινομένου που συναντάται σ’όλες τις ταξικές,
ανταγωνιστικές κοινωνίες.
Πρόκειται για μια σύνθετη διαδικασία μετασχηματισμού του συμφέροντος της κυρίαρχης τάξης σε φαντασιακό, καθολικό συμφέρον της κοινωνίας,
όπως έλεγαν οι Μαρξ-Ένγκελς στη Γερμανική Ιδεολογία. Μέσα από αυτή τη
διαδικασία τα στρατηγικά συμφέροντα της <<προβάλλονται>> ως
ανάγκες-συμφέροντα της μισθωτής εργασίας και όλων των λαϊκών τάξεων της
κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Η μεταμφίεση αυτή του ιδιοτελούς,
κεφαλαιοκρατικού συμφέροντος σε <<καθολικό>>,
<<εθνικό>> συμφέρον συνιστά το βαθύτερο πυρήνα του
εθνικισμού, χωρίς να παραγνωρίζουμε τις άλλες όψεις του.
Υπό
αυτή την έννοια, η ιδεολογία που επικαλείται το έθνος και τα
<<συμφέροντα>> του, δηλαδή η εθνικιστική ιδεολογία, παίζει
ένα σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση της συνοχής του κεφαλαιοκρατικού
κοινωνικού σχηματισμού.
Αλλά,
βέβαια, ο εθνικισμός- όπως άλλωστε και το έθνος- δεν είναι μια
ιδεολογία που την <<κατασκευάζει>> αυθαίρετα η αστική τάξη
και το κράτος αυτής με σκοπό τη συγκάλυψη της πραγματικότητας που
διαφορετικά θα εμφανιζόταν <<γυμνή>> στην ταξική της
καθαρότητα στη συνείδηση των υποτελών τάξεων της κοινωνίας. Εδράζεται
στα συστατικά χαρακτηριστικά που διέπουν τη γένεση και αναπαραγωγή του
κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Πιο
συγκεκριμένα εκείνο που, πρωτίστως, διακρίνει-σύμφωνα με το Μαρξ- τον
καπιταλισμό από τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής και απόσπασης
του υπερπροϊόντος, είναι ότι τώρα ο άμεσος παραγωγός ενώνεται με τα μέσα παραγωγής
–με τα οποία είναι ήδη αποξενωμένος μέσα από μια μακρά ιστορική
διαδικασία- συνάπτοντας ένα συμβόλαιο, ως <<ισότιμο>> και
<<ελεύθερο>> υποκείμενο δικαίου με τον αγοραστή της
εργασιακής του δύναμης.
Η
ιδιοποίηση του υπερπροϊόντος δεν απαιτεί την προσφυγή στην πρακτική του
εξω-οικονομικού καταναγκασμού, όπως συνέβαινε την προκαπιταλιστική
περίοδο. <<Ισότιμοι>> κάτοχοι εμπορευμάτων,
<<αυτόνομα>> υποκείμενα δικαίου ανταλλάσσουν τα εμπορεύματα
τους. Στο πλαίσιο αυτό της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής, η
αγορά λειτουργεί ως ο πλέον προνομιακός <<τόπος>>
συγκρότησης μιας <<γενικής>> <<εθνικής>>
θέλησης, που ενσαρκώνει ένα <<γενικό>>
<<εθνικό>> συμφέρον. Είναι το <<ενιαίο>>
συμφέρον των αυτόνομων και ίσων υποκειμένων του δικαίου, δηλαδή των
πολιτών του έθνους να ανταλλάσσουν τα εμπορεύματα τους σύμφωνα με τους
κανόνες της ισοδύναμης ανταλλαγής.
<<
Η σφαίρα της κυκλοφορίας η της ανταλλαγής εμπορευμάτων-θα πει ο Μαρξ-
που μέσα στο πλαίσιο της κινείται η αγορά και η πώληση της εργασιακής
δύναμης, ήταν στην πραγματικότητα αληθινή Εδέμ των φυσικών δικαιωμάτων
του ανθρώπου. Εδώ κυριαρχούν μόνο η ελευθερία, η ισότητα, η ιδιοκτησία
και ο Μπένθαμ. Ελευθερία! Επειδή ο αγοραστής και ο πωλητής ενός
εμπορεύματος, λ.χ της εργασιακής δύναμης συμβάλλονται σαν ελεύθερα,
νομικώς ισότιμα πρόσωπα. Ισότητα! Επειδή σχετίζονται μεταξύ τους μόνο
σαν κάτοχοι εμπορευμάτων και ανταλλάσσουν ισοδύναμο με ισοδύναμο.
Ιδιοκτησία! Επειδή ο καθένας εξουσιάζει μόνο αυτό που είναι δικό του…. Η
μόνη δύναμη που τους συνδέει και τους σχετίζει είναι η δύναμη της
ιδιοτέλειας τους. Και ακριβώς, επειδή έτσι ο καθένας φροντίζει για τον
εαυτό του και κανένας για τον άλλο, επιτελούν όλοι εξαιτίας μιας
προκαθορισμένης αρμονίας των πραγμάτων… μόνο το έργο του αμοιβαίου τους
οφέλους,… του γενικού συμφέροντος>>. (Κ. Μαρξ,Το Κεφάλαιο, τ.1
σελ.188-189, εκδ.Σ.Ε.)
Οι
κεφαλαιοκρατικές, επομένως, σχέσεις παραγωγής –οι αστικές κοινωνικές
σχέσεις στο σύνολο τους- αναπαράγονται από την ίδια τους τη φύση και
βιώνονται από τις αντίπαλες κοινωνικές τάξεις ως εθνικά ομοιογενείς
σχέσεις μεταξύ ατόμων και ισότιμων υποκειμένων του δικαίου. Θα
μπορούσαμε να πούμε ότι το έθνος συγκροτείται ως μια
<<προνομιακή>> << μήτρα>> οργάνωσης και
αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Όχι ως εξωτερικό
δοχείο, υποδοχέας αυτού του τρόπου παραγωγής, αλλά ως συστατικό στοιχείο
των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στο σύνολο τους.
Στο
πλαίσιο αυτό, ο ρόλος του αστικού κράτους συνίσταται στη δραστική
συμβολή στη διευρυμένη αναπαραγωγή αυτής της εθνικά ομοιογενούς
πραγματικότητας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζονται οι δύο αυτές
έννοιες του έθνους και του κράτους.
Δεν
είναι επομένως, ο εθνικισμός ένα <<εργαλείο>> που το
χρησιμοποιεί με βουλησιαρχική αυθαιρεσία η αστική τάξη όποτε κρίνει
σκόπιμο για να συσκοτίζει την πραγματικότητα. Αυτή η ανεστραμμένη αντικειμενική πραγματικότητα βρίσκει τη διαμεσολαβημένη αποτύπωση της στην ανεστραμμένη ιδεολογική παράσταση του εθνικού συμφέροντος, την εθνικιστική ιδεολογία.
Βέβαια,
το έθνος κατά τη γένεση του, ενσωματώνει και αξιοποιεί ιστορικά
προϋπάρχοντα οικονομικο-κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά και πολιτιστικά
στοιχεία, όπως άλλωστε και το κεφάλαιο. Αλλά όπως η ύπαρξη των
<<προκατακλυσμιαίων>> μορφών του κεφαλαίου δεν αποδεικνύει
-όπως έλεγε ο Μαρξ- την υπεριστορικότητα-διαχρονικότητα του τελευταίου,
το ίδιο, νομίζουμε ισχύει και για το έθνος.
Όσον
αφορά τον επιθετικό-επεκτατικό χαρακτήρα του εθνικισμού αυτός πριν
απ’όλα δε στρέφεται εναντίον του <<εξωτερικού>> εχθρού, όπως
φαντασιώνεται η καθημερινή συνείδηση υπό την ηγεμονία της κυρίαρχης
ιδεολογίας, αλλά εναντίον του εσωτερικού.
Εκφράζει
την απεριόριστη επιθετική-επεκτατική τάση του κεφαλαίου εναντίον της
μισθωτής εργασίας -σήμερα όσο ποτέ άλλοτε- και όλων των καταπιεζόμενων
τάξεων, από τους οποίους αξιώνει την εθνική συναίνεση στην κανιβαλική εκστρατεία που έχει εναντίον τους εξαπολύσει.
Θα
πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η αστική τάξη και το πολιτικό-ιδεολογικό
της προσωπικό κατά κανόνα-με εξαίρεση το φασισμό-δεν ταύτισε και δεν
ταυτίζει την προώθηση των στρατηγικών της επιλογών μ’ένα εθνικιστικό
σχέδιο, αλλά με την προαγωγή του εθνικού συμφέροντος, την υπεράσπιση της
πατρίδας.
Η
ρητορική της αποστροφής έναντι του εθνικισμού είναι η άλλη όψη της
υπεράσπισης του στο όνομα του πατριωτισμού. Μήπως, την περίοδο που η
αστική τάξη της χώρας μας στοιχιζόταν πίσω από το πολιτικό σχέδιο του
‘’εκσυγχρονισμού’’, το κεντρικό πολιτικό της σύνθημα δεν ήταν η
οικοδόμηση της ισχυρής Ελλάδας, η προτεραιότητα, δηλαδή του εθνικού
συμφέροντος; Και μήπως, σήμερα, στο έδαφος της ιστορικής κρίσης των
συνθηκών αξιοποίησης του κεφαλαίου, η πολεμική εκστρατεία που έχει
εξαπολύσει ο αστικός συνασπισμός εξουσίας με σκοπό τη λεηλασία των
αναγκών και των δικαιωμάτων των λαϊκών τάξεων μιας ολόκληρης ιστορικής
περιόδου, δε διεξάγεται στο όνομα της διάσωσης και της ανάκαμψης της
πατρίδας, της προάσπισης του εθνικού συμφέροντος;
Η επικαιρότητα ενός ζητήματος και μιας διαμάχης
Θα
θέλαμε στο σημείο αυτό να θέσουμε μια ερώτηση: Η παραπάνω προσέγγιση
ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι στο έδαφος του σύγχρονου καπιταλισμού
μπροστά στη θεμελιώδη αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας εξαφανίζονται όλες οι
άλλες αντιθέσεις; Εξαλείφεται, δηλαδή η πολύπλοκη διαλεκτική του
κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού; Ή, στην καλύτερη περίπτωση, ανάγονται
με μονοσήμαντο τρόπο στη βασική αντίθεση;
Η απάντηση είναι αρνητική με κατηγορηματικό τρόπο. Πεποίθηση μας είναι ότι η δογματική παραγνώριση και παρανόηση της διαλεκτικής εθνικού-ταξικού είναι φιλοσοφικά αβάσιμη και πολιτικά επιβλαβής.
Όπως, επίσης ,οδηγεί σε καταστροφικά αποτελέσματα, για τον κόσμο της
εργασίας, μια προσέγγιση της διαλεκτικής αυτής, που δεν αντιλαμβάνεται
τον καθοριστικό ρόλο του ταξικού, ακόμη και υπό ιστορικές συνθήκες εντός
των οποίων το εθνικό παίζει κρίσιμο ρόλο, όπως στην Ελλάδα το
1941-1944.
Βέβαια
υπάρχει και το ακόλουθο ερώτημα: Υπό τις παρούσες ιστορικές συνθήκες,
στα όρια της άνισα συναρθρωμένης αλυσίδας των αναπτυγμένων
καπιταλιστικών χωρών, στην οποία παρεμβάλλεται και η Ελλάδα, τίθενται και πως ζητήματα εθνικής κυριαρχίας από τη σκοπιά των στρατηγικών συμφερόντων του εργατικού κινήματος;
Νομιμοποιείται η ενσωμάτωση από το εργατικό κίνημα διεκδικήσεων που
περιβάλλονται το εθνικό ένδυμα; Θα επιχειρήσουμε –πολύ σύντομα- να
προσεγγίσουμε τις μεθοδολογικές προϋποθέσεις μιας απάντησης
καταφεύγοντας σε μια ιστορική εμπειρία.
Το
Νοέμβρη-Δεκέμβρη του 1913 δημοσιεύεται μια πολύ ενδιαφέρουσα- και κατά
τη γνώμη μας ιδιαίτερα επίκαιρη-μελέτη του Λένιν με τίτλο ΚΡΙΤΙΚΑ
ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ. Είναι μια πολιτικο-θεωρητική παρέμβαση
που εντάσσεται στην αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει στους κόλπους του
ρωσικού και του διεθνούς εργατικού κινήματος, στις παραμονές του πρώτου
παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου, με αντικείμενο ακριβώς το εθνικό
ζήτημα. Αντιμετωπίζοντας, ο Λένιν <<παρόμοια>> ζητήματα,
υπό τις συγκεκριμένες, βέβαια, ιστορικές συνθήκες, θα υπερασπίσει τις
παρακάτω θέσεις. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι θέσεις αυτές διατυπώθηκαν σε
μια διαδικασία κριτικής ανασκευής των αντίστοιχων απόψεων τόσο του Όττο
Μπάουερ ως εκπροσώπου του Αυστρο-μαρξιστικού ρεύματος όσο και της Ρόζας
Λούξεμπουργκ. Στην ίδια εργασία ανασκευάζει εμμέσως, πλην, όμως, σαφώς-
όπως θα μας υποδείξει ο Μαξίμ Ροντενσόν στο άρθρο του, Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ
ΤΟ ΕΘΝΟΣ, (Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, Τ.116,117)- και τις απόψεις που θα διατυπώσει ο
Στάλιν στις αρχές του ίδιου χρόνου από τη Βιέννη, για το εθνικό
ζήτημα.
<<Ιστορικά-θα
πει ο Λένιν- η αρχή της εθνικότητας είναι αναπόφευκτη στην αστική
κοινωνία και ο μαρξιστής, παίρνοντας υπόψη την κοινωνία αυτή αναγνωρίζει
πέρα για πέρα την ιστορική δικαιολόγηση των εθνικών κινημάτων. Για να
μη μεταβληθεί, όμως αυτή η αναγνώριση σε απολογητική του εθνικισμού,
πρέπει να περιορίζεται αυστηρότατα μόνο σε ότι προοδευτικό υπάρχει
σ’αυτά τα κινήματα, έτσι που η αναγνώριση αυτή να μην οδηγήσει σε
συσκότιση της προλεταριακής συνείδησης από την αστική ιδεολογία… Είναι
προοδευτική η αφύπνιση των μαζών..η πάλη τους ενάντια σε κάθε εθνική
καταπίεση, η πάλη για τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού, για τα
κυριαρχικά δικαιώματα του έθνους. Από δω απορρέει η αναντίρρητη
υποχρέωση κάθε μαρξιστή να υποστηρίζει τον πιο αποφασιστικό και συνεπή
δημοκρατισμό σ’όλα τα σημεία του εθνικού ζητήματος. Το καθήκον αυτό
βασικά έχει αρνητικό χαρακτήρα. Το προλεταριάτο, όμως δεν μπορεί να
προχωρήσει στην υποστήριξη του εθνικισμού πέρα από αυτό το σημείο, γιατί
παραπέρα αρχίζει η <<θετική>> δράση της αστικής τάξης που
αποβλέπει στη στερέωση του εθνικισμού>>.
Άλλωστε,
όπως θα υποστηρίξει ο Λένιν σε άλλο σημείο στο ίδιο άρθρο , << Το
σύνθημα του εθνικού πολιτισμού είναι μια απάτη. Το δικό μας σύνθημα
είναι διεθνικός πολιτισμός του δημοκρατισμού και του παγκόσμιου
εργατικού κινήματος>> (Λένιν, άπαντα, τ24 σελ,119,
130-131).
Μερικούς
μήνες αργότερα, ξεσπά ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και ταυτόχρονα ξεσπά η
μεγαλύτερη -μέχρι τότε- κρίση του διεθνούς εργατικού κινήματος, που θα
οδηγήσει και στη ριζική του διάσπαση. Η επαναστατική πτέρυγα του
κινήματος κατήγγειλε τότε την πολιτική της υπεράσπισης της πατρίδας που
υιοθέτησε η ηγεσία της Β Διεθνούς, ως πράξη συνενοχής στο σφαγιασμό των
προλετάριων για την προάσπιση των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων.
Ο
Λένιν μελετώντας βαθύτερα τη διαλεκτική της εποχής-μελέτη που
αποτυπώνεται, πλην των άλλων στα προκλητικά ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ – θα
επεξεργαστεί και θα υπερασπιστεί την άποψη ότι το εργατικό κίνημα της κάθε χώρας οφείλει να προτάξει την ήττα της δικής του κυβέρνησης, της δικής του πατρίδας στον πόλεμο αυτό.
Πολιτική που θα επαληθευτεί με τη νίκη της οκτωβριανής επανάστασης
–παρά την τραγική της απόληξη- και την επαναστατική άνοδο της περιόδου
1917-1923. Ταυτόχρονα θα διαφωνήσει ευθέως με τη Ρωσίδα επαναστάτρια και
μέλος του μπολσεβίκικου κόμματος, Ινέσα Αρμάν για το ίδιο θέμα δυόμισι
χρόνια περίπου μετά την έναρξη του πολέμου το Νοέμβριο του 1916.
Η
Ρωσίδα επαναστάτρια, επικαλούμενη τη γνωστή φράση των Μαρξ-Ένγκελς στο
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΚΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ότι οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα, ισχυριζόταν ότι
η πολιτική γραμμή της υπεράσπισης της πατρίδας ,υπό τις οποιεσδήποτε
ιστορικές συνθήκες, συνιστά αδιανόητη ιεροσυλία για το μαρξισμό και τα
συμφέροντα του προλεταριάτου. Απέδιδε, έτσι στο Λένιν την κατηγορία της
ασυνεπούς και αντιφατικής στάσης, αφού κατά τη γνώμη της οι απόψεις του
τελευταίου τη συγκεκριμένη περίοδο βρίσκονταν σε ευθεία αντίθεση με τις
θέσεις του στην αρχή του πολέμου για το ζήτημα αυτό.
Ο
Λένιν θα εκλάβει την κριτική αυτή ως προϊόν μιας αντιδιαλεκτικής
ανιστορικής θεώρησης, που δε στηρίζεται στη συγκεκριμένη ανάλυση της
συγκεκριμένης κατάστασης. Συγκεκριμένα θα υποστηρίξει: <<Και,
μιλώντας γενικά, μου φαίνεται ότι κρίνετε τα πράγματα λίγο μονόπλευρα
και φορμαλιστικά. Πήρατε ένα απόσπασμα από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο
(οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα) και σαν να θέλετε να το χρησιμοποιήσετε
χωρίς επιφυλάξεις, φτάνοντας ως την άρνηση των εθνικών πολέμων. Όλο το
πνεύμα του μαρξισμού, όλο το σύστημα του απαιτεί να εξετάζουμε την κάθε
θέση μόνο α) ιστορικά β) μόνο σε σύνδεση με άλλες θέσεις γ) μόνο σε
σύνδεση με τη συγκεκριμένη πείρα της ιστορίας…. Ο εργάτης δεν έχει
πατρίδα, αυτό σημαίνει ότι α)η οικονομική του θέση δεν είναι εθνική αλλά
διεθνής β) ότι ο ταξικός του εχθρός είναι διεθνής γ)οι όροι της
απελευθέρωσης του επίσης δ) η διεθνιστική ενότητα των εργατών είναι
σπουδαιότερη από την εθνική. Μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να
παλεύουμε για ανατροπή του ξένου ζυγού; Ναι η Όχι; Ο πόλεμος των
αποικιών για την απελευθέρωση; της Ιρλανδίας ενάντια στην
Αγγλία;>>.( Λένιν, άπαντα τ49 σελ,324-334).
Κλείνοντας
αυτή τη σύντομη ανάπτυξη θα λέγαμε ότι εκείνο που ο Λένιν απέρριπτε
ήταν η αντιδιαλεκτική αντιϊστορική αναγωγή του συνόλου των αντιθέσεων
μιας ιστορικής περιόδου στη βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Ο
καθοριστικός ρόλος της δεν αναιρεί την ύπαρξη και σχετική αυτονομία των
άλλων και στο πλαίσιο αυτό τη διαλεκτική ενότητα και αντίθεση
εθνικού-ταξικού. Μόνο που για το Λένιν ο υπέρτατος πολιτικός σκοπός στον
οποίο θα πρέπει να υπαγάγονται όλοι οι άλλοι, χωρίς να εκμηδενίζονται,
προκύπτει από τη στρατηγική της επαναστατικής ρήξης με τον καπιταλισμό,
της εργατικής εξουσίας και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Δημήτρης Δημητούλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου