Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Κόμμα και κίνημα-σκέψεις για την αναγκαιότητα της κομμουνιστικής πρωτοπορίας



Η αντίληψη ότι η επιδείνωση των αντικειμενικών κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών, οδηγεί περίπου αυτόματα και μηχανιστικά στην απογείωση της ταξικής συνείδησης, καταλύεται διαχρονικά και αποκαθηλώνεται και στις μέρες μας εν μέσω πολιτικής και οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού. Μιας κρίσης που με εξωφρενική ταχύτητα και με εξαιρετικά αποτελέσματα επιδεινώνει τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης όπως και ίδιους του όρους επιβίωσης της εργατικής τάξης.
Φυσικά και υφίσταται αντιδράσεις, αντιδράσεις με μαζικά χαρακτηριστικά σε διεθνικό και εθνικό επίπεδο. Αντιδράσεις που προέρχονται τόσο από την εργατική τάξη, όσο και από μικροαστικά στρώματα που βίαια «υποβιβάζονται» σε εργάτες ή καταλήγουν εκτός της παραγωγικής διαδικασίας. Όλη αυτή η κίνηση υποδηλώνει μια ταξική κινητικότητα στο επίπεδο της συνείδησης καθώς αποτελεί απόρροια των ίδιων όρων που την δημιούργησαν, χωρίς όμως να αμφισβητεί τον πυρήνα του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος, χωρίς  να αμφισβητεί τα πυρηνικά, οργανικά στοιχεία του αστικού κοινοβουλευτισμού, του αστικού κοινωνικού και πολιτικού συστήματος συνολικά. Η ολοκληρωτική καπιταλιστική δράση δεν έχει γεννήσει, μέχρι σήμερα, μια αναλόγου ποιότητας και πολιτικού βάθους αντίδραση από την μεριά της εργατικής τάξης.
Υπάρχει μια κοινή διαπίστωση, μια κοινή αίσθηση που έστω και υπόρρητα υποβόσκει στην σκέψη, στα γραπτά, ακόμη και στην κοινωνική και πολιτική δράση του εργατικού κινήματος : Υφίσταται ένα κενό, μια έκδηλη δυσκολία να μετουσιωθεί όλη αυτή η κοινωνική αντίδραση σε ίσο και υπέρτερο μέγεθος  της αστικής εξουσίας που την προκαλεί. Δεν υπάρχει ή έστω δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα η δυνατότητα μιας ολοκληρωτικής αντιπαράθεσης απέναντι στην αστική ηγεμονία και στους όρους επιβολής της, δεν φαίνεται πιθανό- χωρίς να παραγνωρίζονται οι εκπλήξεις που επιφυλάσσει η ταξική πάλη-, να γίνει σύντομα το επόμενο βήμα στην κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική συγκρότηση της εργατικής τάξης, που θα την μετουσιώσει σε κοινωνικό αντίπαλο δέος και ταυτόχρονα σε κοινωνικό πρόταγμα  υπέρβασης του καπιταλισμού.
Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, ούτε η επιλογή εργαλειακής μεταφοράς έτοιμων λύσεων, από τις ιστορικές παρακαταθήκες του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, είναι σε θέση  να δώσουν μια πειστική και συνολική απάντηση. Η «επιστροφή στο παρελθόν», μας τροφοδοτεί με πολύτιμη εμπειρία και ανεκτίμητη πολιτική και θεωρητική γνώση αλλά δεν υποκαθιστά την ανάγκη παραγωγής επαναστατικής θεωρίας και πράξης σε μια πολιτική περίοδο που διαμορφώνεται υπό τους όρους επικράτησης ενός καπιταλιστικού υποδείγματος που αναιρεί και καταργεί κάθε δεδομένο της προηγούμενης ιστορικής περιόδου και ξανακτίζει πάνω στην ήττα της εργατικής τάξης μια νέα, συντριπτική κοινωνική, πολιτική και οικονομική ηγεμονία. Η μεταφυσική «νομοτέλεια» της κατάρρευσης του καπιταλισμού υπό το βάρος των αντικειμενικών ανεπαρκειών και δυσλειτουργιών του δεν ισχύει, κυρίως γιατί παραγνωρίζει και υποβαθμίζει την δυναμική του υποκειμενικού παράγοντα, την δυνατότητα δηλαδή της καπιταλιστικής εξουσίας να επαναδομεί  και να επαναδιαπραγματεύεται τους όρους και τις προϋποθέσεις διαιώνισής της.
Την ίδια στιγμή  η κομμουνιστική στρατηγική απέχει πολύ από να αποτελεί κοινωνική και πολιτική διέξοδο και πρόταση για την εργατική τάξη. Η απουσία κομμουνιστικής πολιτικής, ιδεολογικής ακόμη και πολιτισμικής αναφοράς στην καθημερινότητα της τάξης, οδηγεί πρωτοπόρα κομμάτια του εργατικού κινήματος είτε στην κοινωνική διάχυση είτε στην κομματική περιχαράκωση ως προσπάθεια απάντησης με αποσπασματικό και επιμέρους τρόπο στο συνολικό κοινωνικό και πολιτικό ερώτημα του τρόπου που πρέπει να επιλεχθεί ώστε να επιτευχθεί η κοινωνική αλλαγή.
Ούτε η κοινωνική διάχυση που ενσωματώνεται και υποτάσσεται στην πρωτόλεια, ενστικτώδη κοινωνική οργή και αντίδραση, ούτε η περιχαράκωση στα όρια ενός επαναστατικού φορέα, που λειτουργεί ως «ξενιστής» του επαναστατικού προτάγματος αποτελούν λύση και διέξοδο στο συνολικό κοινωνικό αδιέξοδο της εργατικής τάξης.
Η «επαναστατική εξίσωση» χαρακτηρίζεται από πληθώρα και ποικιλία ζητούμενων. Η ιστορική κατάπτωση της «νομοτέλειας» του αναπόφευκτου τέλους του καπιταλισμού σχετίζεται άμεσα με την ανάγκη αποκαθήλωσης  του κινηματικού και του οργανωτικού εκλεκτικισμού που μέσα από την μονομέρεια κινηματικών ή οργανωτικών –κομματικών απαντήσεων εγκλωβίζουν την τάξη σε ένα φαύλο κύκλο αυτοαναφορικότητας και ακύρωσης κάθε πιθανότητας επαναστατικής προοπτικής. Ακριβώς γιατί οι συγκεκριμένες θεωρήσεις υιοθετούν μια λογική διάσπασης της ολότητας του κοινωνικού υποκειμένου, διαχωρίζοντας την κομμουνιστική πρωτοπορία από το εργατικό κίνημα, μετατρέποντας το διαλεκτικό σχήμα πρωτοπορία-κίνημα σε ένα ψευδές διλληματικό δίπολο που η επικράτηση του ενός πόλου ακυρώνει την ύπαρξη του άλλου.
Είναι δεδομένο ότι αυτή η συζήτηση δεν είναι καθόλου καινούργια, καθώς αντλεί τα επιχειρήματα της από την ιστορική παράδοση του εργατικού κινήματος και την διαπάλη του κομμουνιστικού και αναρχικού ρεύματος , που οι στρεβλώσεις της οδήγησαν στην ανάδυση ρευμάτων –με επαναστατική αναφορά- κυρίως και τουλάχιστον πιο ορατά σε συνθήκες έντονου ταξικού ανταγωνισμού να επιλέγουν την μονομερή, λειψή και αναποτελεσματική απάντηση από την επιλογή άρθρωσης μιας συνολικής πολιτικής οργανωτικής και κινηματικής απάντησης απέναντι στην καπιταλιστική εξουσία. Δεδομένου ότι όσο αυξάνει η ένταση της ταξικής πάλης εμφανίζεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη να υπάρξει συνολική πολιτική, ιδεολογική, θεωρητική και οργανωτική συγκρότηση της τάξης σε επίπεδο πολιτικής πρωτοπορίας και κινήματος, είναι τελείως αυτοκτονικό να επιλέγεται «είτε ο κινηματισμός χωρίς οργάνωση είτε ο οργανωτισμός χωρίς κίνημα».
Ο ρόλος της οργανωμένης επαναστατικής πρωτοπορίας άπτεται στο να αποτελεί οργανικό αναπόσπαστο κομμάτι του εργατικού κινήματος βρισκόμενη σε μια αέναη διαλεκτική σχέση αλληλοτροφοδότησης, πολιτικής και ιδεολογικής συνέργειας. Οι δύο αυτές πλευρές του κοινωνικού επαναστατικού υποκειμένου αν και βρίσκονται σε μια διαρκή σχέση ενότητας και αντίθεσης , κατάφασης και άρνησης ,δεν βρίσκονται σε διαδικασία αλληλοεξόντωσης καθώς στην ολότητα και αντίθεση τους υπηρετούν την ίδια στρατηγική επιδίωξη με την οργανωμένη επαναστατική πρωτοπορία να αποτελεί το πρωταρχικό και το κίνημα το καθοριστικό στοιχείο αυτής της σχέσης. Μια σχέση που σε επίπεδο «ταξικής γεωμετρίας» είναι σχέση οριζόντια και όχι σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου, αντιδιαστελλόμενη  ταυτόχρονα προς μια θεώρηση, ομόκεντρων, έλλογα μη εφαπτόμενων κύκλων.   
Σε αυτό το πλαίσιο η τοποθέτηση, η θέση απέναντι στο νόμιμο ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει εργατικό κίνημα χωρίς οργανωμένη επαναστατική πρωτοπορία-χωρίς  επαναστατικό κόμμα- είναι καταφατική με την αναγκαία προσθήκη πως ένα τέτοιο κίνημα -απαλλαγμένο κατά κάποιες αντιλήψεις-, από το βαρίδι της οργάνωσης θα αποτελέσει εύκολη λεία, το ιδανικό θήραμα στην παγίδα της αστικής ενσωμάτωσης και περιθωριοποίησης, του σοσιαλδημοκρατικού ρεφορμισμού ακόμη και του φασιστικού ολοκληρωτισμού. Η απουσία του επαναστατικού κόμματος αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό  πολιτικής, ιδεολογικής και οργανωτικής έκφρασης που θα καλυφθεί εκ των εν όντων του συστήματος είτε από καθαρά αστικές είτε από σοσιαλδημοκρατικές  θεωρήσεις κάθε μορφής. Στο αντίθετο ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κόμμα , χωρίς κίνημα χωρίς δηλαδή ενεργό συμμετοχή , δράση και διαπάλη μέσα στο εργατικό κίνημα , η απάντηση είναι πρόδηλα αρνητική καθώς μια τέτοια συλλογικότητα θα μετατραπεί στην καλύτερη των περιπτώσεων σε θεωρητικό όμιλο συζητήσεων, με ελάχιστη ή μηδενική συμβολή στην ταξική πάλη.     
Επαναστατικό κόμμα και εργατικό κίνημα αποτελούν αναπόσπαστες πλευρές της «κομμουνιστικής υπόθεσης» , δομικά στοιχεία του κοινωνικού υποκειμένου που μέσα από μια «σχέση οργής» από μια σχέση διαλεκτικής όσμωσης πλησιάζουν και απομακρύνονται από τον τελικό σκοπό ανάλογα με τις συνθήκες και τους συσχετισμούς της ταξικής πάλης. Επαναστατικό κόμμα και εργατικό κίνημα, είναι που θα γονιμοποιήσουν την γέννηση ενός εργατικού επαναστατικού πολιτικού μετώπου και ρεύματος, του οποίου θα αποτελέσουν συστατικά στοιχεία, ενεργοί δρώντες. Μέσα από αυτή την σχέση, που θα παράξει πολιτικό πρόγραμμα, μορφές συγκρουσιακής εργατικής πολιτικής, εργατικό πολιτισμό, θα προκύψει μια εργατική κοινωνική πλειοψηφία αποφασισμένη να φτάσει ως το ιστορικό πέρας, ως την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού.
Η κομμουνιστική υπόθεση , διαχρονικά βρίσκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες της «διαλεκτικής της ήττας» και του «ασίγαστου πάθους» για την αναζήτηση μιας διαλεκτικής της νίκης. Αποτελεί κοινωνικό ζητούμενο και επίδικο  να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στην απαραίτητη κοινωνική άρνηση και ανυπακοή , και στην αναγκαιότητα να μετουσιωθεί όλη αυτή η κοινωνική απόγνωση σε υπέρβαση του καπιταλισμού.  Προϋπόθεση για μια τέτοια προοπτική είναι να αμφισβητηθεί η ίδια η αστική εξουσία, να ανοίξει η ίδια η εργατική τάξη το «κουτί της Πανδώρας» και να απελευθερώσει το «μυστικό» της εργατικής χειραφέτησης.

1 σχόλιο:

  1. Επειδή πολύ σωστά παρατήρησε ένας αναγνώστης του Κόκκινου Τύπου,η δημοσκόπηση που φαίνεται στην παραπάνω αναδημοσίευση,πιθανότατα είναι διαφοροποιημένη σήμερα.Τόσο το κείμενο,όσο και η παραπάνω δημοσκόπηση,δημοσιεύτηκαν από το βlog http://wwwpraxisred.blogspot.com/, στις 4/12.Αυτή η χρονική απόσταση εξηγεί και τις όποιες δημοσκοπικές διαφορές

    ΑπάντησηΔιαγραφή