Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Σαν σήμερα η γέννηση και ο θάνατος του Βασίλη Τσιτσάνη

Με αφορμή τα 28 χρόνια από το θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη και 97 από τη γέννηση του, αναδημοσιεύουμε το παρακάτω αφιέρωμα από το blog http://sxoliopoliti.blogspot.com. Επίσης, στο web radio του Κόκκινου Τύπου θα ακούγονται απόψε τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη.

kokkinostupos

Ένα παιδί από τα Τρίκαλα, που το έλεγαν Βασίλη. Ένα κείμενο για τα 28 χρόνια από το θάνατο του Β. Τσιτσάνη


Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε σαν σήμερα (18 Ιανουαρίου) το 1915 και απεβίωσε επίσης σαν σήμερα το 1984.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι του καλού φίλου Νικήτα Κακκαβά.


«Ο Τσιτσάνης είναι η μοναδική ζωντανή απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό»
                                                                              Γιάννης Τσαρούχης


«Θέλω να λογαριάζομαι σαν ένας ταπεινός μαθητής του Βασίλη Τσιτσάνη»
                                                                                     Mίκης Θεοδωράκης


Χαμένη στην ομιχλώδη άλω των παιδικών μου χρόνων βρίσκεται μια διήγηση του παππού μου, που έκτοτε στοιχειώνει την μνήμη μου.  Ήταν, λέει, Δεκέμβρης του ’49 γιορτινές μέρες- πλησίαζαν Χριστούγεννα  -  και στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο των Αθηνών έπεφτε ακόμα ένα βράδυ.  Οι δώδεκα τραυματίες στρατιώτες στοιβαγμένοι στον ίδιο  θάλαμο ένα χρόνο τώρα, ξεγελούσαν πότε τον πόνο με την ανία και πότε την ανία με τον πόνο τους. Η νοσηλεύτρια της βάρδιας μοίρασε τα φάρμακα και έσβησε όλες τις γκαζόλαμπες, εκτός από αυτήν  στην είσοδο του θαλάμου. Τότε στο λιγοστό φως  φάνηκε στην πόρτα μια ψιλόλιγνη αντρική φιγούρα, που κρατούσε ένα μπουζούκι. Ξοπίσω του ακολουθούσαν ακόμη ένας άντρας με μια κιθάρα και μια στρουμπουλή γυναίκα, νέα καθώς φανέρωνε το άρωμα της , φορτωμένοι  με στολισμένα κουτιά.

«Γεια σας παλικάρια!» ακούστηκε μια ένρινη φωνή. «Ήρθαμε να σας  φέρουμε κανά γλυκό και να σας τραγουδήσουμε, μέρες που ‘ναι».  Ο άντρας αυτός ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης, παρέα με τον αχώριστο φίλο Γιώργο Δέδε και τη μάγισσα Μαρίκα Νίνου. Στο θάλαμο επικράτησε ιερή σιωπή, «τα σα εκ των σων»!  Ένα ρε μινόρε  αντήχησε και ξεκίνησε η φωνή του Τσιτσάνη :
 
    Κάποια μάνα αναστενάζει.
    Μέρα νύχτα ανησυχεί.
   Το παιδί της περιμένει,  
   που έχει χρόνια να το δει.     
                   
 Το ένα τραγούδι έφερνε το άλλο. «Ο τραυματίας»,  «Αχάριστη», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Πάλιωσε το σακάκι μου»…  Για λίγες στιγμές τα δώδεκα αυτά παιδία – άλλα τυφλωμένα, άλλα με κομμένα πόδια, άλλα μισότρελα -  έγιναν ξανά  οι δώδεκα ακέραιοι νέοι που ήταν πριν ξεσπάσει ο αδελφοκτόνος πόλεμος. Ο θάλαμος γέμισε σκιές  και  μεμιάς  μεταμορφώθηκε : πράσινα λιβάδια, η μητέρα  στο κατώφλι, μελίσσια στο πευκόδασος, το γλέντι στην ταβέρνα,  ο επιλοχίας με τα αστεία του, βασιλόπιτες στο φούρνο του μπάρμπα Τάσου, η γαλαζοπράσινη λίμνη, η Μαριάνθη, η Ιωάννα, η Στέλλα, η Ουρανία...  Σκιές, που δύσκολα ξεχώριζαν τα δώδεκα παιδία, καθώς τα μάτια τους υγρά από ώρα, είχαν θολώσει. Είχαν ξεχάσει, βλέπεις, πως υπήρξαν κάποτε κι αυτοί κανονικοί άνθρωποι.
Εκεί στο ημίφως και στην παγωνιά του θαλάμου  η μικρή ορχήστρα συνέχιζε :

Μην απελπίζεσαι και δεν θα αργήσει
κοντά σου να ΄ρθει μια χαραυγή.
Καινούργια αγάπη θα σου χαρίσει.
Κάνε λιγάκι υπομονή !  

Πέρασε έτσι αρκετή ώρα… Ώσπου τα όργανα σώπασαν. Ο Τσιτσάνης χάθηκε στο λιγοστό φως της πόρτας. Απρόσμενα, όπως ακριβώς τους  φανερώθηκε. Ήταν αλήθεια ή παραίσθηση  αυτό που έζησαν;  Κανείς μέσα στο θάλαμο δεν έλεγε τίποτε!  Λες και είχαν δει κάποιο ξωτικό, έναν Αρχάγγελο και δεν τολμούσαν να το ομολογήσουν ο ένας στον άλλο, μήπως και τους πάρουν για σαλεμένους, για αλαφροϊσκιωτους. Έτσι αποκαμωμένοι από την ασήκωτη συγκίνηση και την νοσταλγία, έπεσαν σε βαθύ ύπνο.

Τόσα χρόνια μετά, δεν τολμώ ούτε και εγώ να ρωτήσω τον παππού μου, αν μου τα ‘χει διηγηθεί όλα αυτά ή είναι μοναχά στην φαντασία μου. Ωστόσο, κάθε φορά που στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση ακουστούν τα πρώτα λόγια από το «Κάποια μάνα αναστενάζει» τα μάτια του παππού γεμίζουν δάκρυα.  Και τότε  μόνον εγώ  από όλους καταλαβαίνω το μυστικό,  ξαναζώ με τον παππού  σχεδόν συνομωτικά  εκείνη τη νύχτα του Δεκέμβρη.

Γράφω αυτήν την ιστορία, γιατί κρύβει στην ουσία της αυτό,  που ορίζει και ξεχωρίζει τον αληθινό «λαϊκό καλλιτέχνη». Τον καλλιτέχνη με εκείνες  τις ποιότητες που του επιτρέπουν να αφουγκράζεται και να συμμετέχει αφτιασίδωτος και επί ίσοις όροις  στις πιο αληθινές στιγμές του λαού του: τις ώρες του μεγάλου πόνου και της μεγάλης χαράς.
 Ένας αυθεντικός και κορυφαίος λαϊκός καλλιτέχνης είναι αναμφίβολα και ο Βασίλης Τσιτσάνης.  Μαζί με τον ζωγράφο Θεόφιλο, τον κυκλαδίτη χτίστη Ρούσσο, τον  κρητικό λυράρη Σκορδαλό,  την μουσική οικογένεια των Χαλκιάδων, τα μπουλούκια «του Τάσου και της Γκόλφως», τον Ευγένιο Σπαθάρη  έδωσαν  εν πολλοίς μορφή και σχήμα στο νεοελληνικό  λαϊκό πολιτισμό.

Πολλά έχουν γραφεί και άλλα περισσότερα θα γραφούν για τον Τσιτσάνη. «Πως έγινε αυτό το θαύμα και αυτό το παιδί από τα Τρίκαλα, να μετουσιώσει μέσα στη ψυχή και στο μυαλό του όλη την πεμπτουσία της μουσικής μας παράδοσης και να μας την ξαναδώσει σε νέες, απλές και τέλειες μουσικές φόρμες;» αναρωτιέται ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο Μάνος Χατζιδάκις εξομολογείται:  «(…) ο Βασίλης μας έδειξε έναν δρόμο για να συναντηθούμε  εμείς τα αδέξια, ασθενικά παιδία της πόλης με τους συνομήλικους μας της υπαίθρου. Αφήσαμε πίσω τα βαλς, τα ταγκό, το τσάμικο και τον καλαματιανό, για να συναντηθούμε καθάριοι στον βυθό της νέας μουσικής του».   

Ο Τσιτσάνης αποδείχτηκε όχι απλά χρήσιμος, αλλά απαραίτητος για τον νεοελληνικό πολιτισμό. Καθαγιάζει το περιθωριακό ρεμπέτικο και το μεταμορφώνει σε  αστικό λαϊκό τραγούδι, εγκαινιάζοντας ένα νέο μουσικό είδος ανάλογο και ισάξιο με τα πορτογαλέζικα fados ή τις ναπολιτάνικες canzonette. Γίνεται η στέρεα γέφυρα πάνω στην οποία πορεύτηκε με ασφάλεια η ευαίσθητη φαντασία τόσων και τόσων μουσικών μετά από αυτόν.  Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, παιδία του Τσιτσάνη υπήρξαν ολόκληρες και διαδοχικές γενιές δημιουργών. Από το ανεπανάληπτο δίπολο του Μίκη και του Μάνου  ως τους  Ξαρχάκο,  Μούτση, Λεοντή,  Κουγιουμτζή, Λοϊζο,  Ανδριόπουλο, Νικολόπουλο, Σταυριανό, Κορακάκη,  Κραουνάκη  η επίδραση του μεγάλου  Δάσκαλου στο έργο τους είναι ευανάγνωστη.  Πίσω από τα τραγούδια και τη μουσική τους αχνοφέγγουν οι  πενιές,  οι  αυτοσχεδιασμοί, οι δρόμοι,  το ύφος, οι φόρμες και το ήθος του Τσιτσάνη. Μετά τον Τσιτσάνη τίποτε δεν θα ήταν πια ίδιο! Το μικρό καράβι της Ελληνικής Μουσικής  βρήκε μια πυξίδα.  Φάνηκε μπροστά του ξανά  φωτεινός μπούσουλας  η Μεγάλη Άρκτος.
Πέρα από τα λόγια αγέρωχα στέκουν μνημεία στον χρόνο τα τραγούδια του. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή»   αντανάκλαση  του  τροπαρίου «Τη Υπερμάχω  Στρατηγώ».  Η  «Αχάριστη»  μια ρεμπέτικη βινιέτα.  Το «Κάνε λιγάκι υπομονή»  μια μικρή λαϊκή προσευχή. Κοντά σ’ αυτά μυριάδες άλλα μικρά αριστουργήματα:  «Αντιλαλούνε τα βουνά»,  «Σαν απόκληρος γυρίζω», «Όμορφη Θεσσαλονίκη». «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Άσπρο πουκάμισο φορώ», «Μπαχτσέ Τσιφλίκι», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Αρχόντισσα», «Ακρογιαλιές δειλινά»… Τόσα και τόσα τραγούδια, κομμάτια  πλέον της συλλογικής μνήμης. Τραγούδια, που  δεν είναι μόνο μια αφορμή για κέφι, για καημό ή  για αναπόληση.  Αποτελούν αυθεντικές τοπιογραφίες  της νεότερης Ελλάδας και φωτίζουν το παρελθόν του λαού μας με το φως της αλήθειας.  Διασώζουν στον ιστορικό χρόνο την Κατοχή, την μετεμφυλιακή εξαθλίωση, τα ελπιδοφόρα χρόνια του ’50, την αστικοποίηση, την μετανάστευση.

Με τον Βασίλη Τσιτσάνη συνέβη και το εξής σπάνιο φαινόμενο : αναγνωρίστηκε και αγαπήθηκε ταυτόχρονα και με την ίδια ένταση τόσο από τον απλό λαό, όσο και από την ντόπια διανόηση. Οι σημαντικότερες και εμβληματικές φυσιογνωμίες των Γραμμάτων και της Τέχνης του καιρού του εντόπισαν έγκαιρα το χειμαρρώδες τάλαντο του Τσιτσάνη. Θαυμαστές του υπήρξαν μεταξύ άλλων οι Τσαρούχης, Κουν, Μόραλης, Καραγάτσης, Ρίτσος, Ελύτης, Καμπανέλης, Καρούζος, Δαμιανός, Κατράκης, Βασιλικός…  Και σταματώ εδώ για να μην κουράσω τον αναγνώστη. 

Στα νάματα της  μουσικής του Τσιτσάνη δεν ξεδιψούν μόνο Έλληνες, αλλά κάθε ψυχή, που αναζητάει την αυθεντική ευαισθησία.  Για αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, πως και ο υπόλοιπος κόσμος συνεχίζει να τον ανακαλύπτει καθημερινά. Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα».  Σ' αυτό το δίσκο παίζει ο ίδιος ζωντανά μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Η Γαλλική Μουσική Ακαδημία Charles Gross τον βραβεύει έναν χρόνο μετά το θάνατο του.  Στην Ολλανδία, στη Φιλανδία, στη Γερμανία και στη Σκωτία υπάρχουν τουλάχιστον δέκα κομπανίες, που συγκροτούν μουσικοί με κλασσική παιδεία και εμβαθύνουν στο έργο του  Έλληνα μουσικού. Στο Ισραήλ  η μουσική του είναι κοσμαγάπητη, ενώ ένας άλλος διάσημος Εβραίος, ο σκηνοθέτης Γούντυ Άλεν,  χρησιμοποιεί σε μουσική επένδυση ταινίας του ένα ορχηστρικό θέμα του Τσιτσάνη. 

Η Τέχνη του Βασίλη Τσιτσάνη υπήρξε μια ευτυχής δυνατότητα. Στο μέλλον θα μοιάζει με θρύλο,  πως ένα απλό παιδί από τα Τρίκαλα, που το έλεγαν Βασίλη, κατάφερε να χαράξει στο μάρμαρο του ελληνικού πολιτισμού τέτοιας λογής πολύτιμα αετώματα.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου