Του Γιώργου Ρούση,καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ένα από τα
επιχειρήματα που προβάλλει με ύφος πολλών καρατίων η πανεπιστημιοκτόνος
υπουργός Παιδείας υπέρ της εφαρμογής του νόμου για τα ΑΕΙ είναι ότι
όποιος υποστηρίζει πως αυτός δεν πρέπει να εφαρμοστεί μετά την ψήφισή
του, αμφισβητεί το Κοινοβούλιο και τελικά τη δημοκρατία.
Και πράγματι έτσι είναι. Τουλάχιστον
ορισμένοι από εμάς που δηλώνουμε ότι θα αγωνιστούμε για τη μη εφαρμογή
του νόμου αμφισβητούμε εκείνη τη δημοκρατία που υποστηρίζει η
πανεπιστημιοκτόνος και το σινάφι της. Και την αμφισβητούμε διότι:
*Δεν θεωρούμε ότι η αστική
κοινοβουλευτική δημοκρατία αποτελεί το τέλος της ιστορίας. Αντίθετα,
υποστηρίζουμε ότι είναι δυνατόν να υπάρξουν και ανώτερες μορφές
κοινωνικής οργάνωσης από αυτήν, ανώτερες μορφές από τη φύσει
αντιδημοκρατική κρατική μορφή οργάνωσης, ανώτερες μορφές από την
αντίφαση εν τοις όροις που αποτελεί η δημοκρατία, μια και δεν μπορεί να
υπάρξει κράτος που να ταυτίζεται με τον δήμο-λαό.
*Θεωρούμε ότι πρέπει να ξεπεραστεί ο
διαχωρισμός ανθρώπου, πολίτη και των αντίστοιχων δικαιωμάτων τους, ένας
διαχωρισμός που συγκαλύπτει την κοινωνική ανισότητα των πραγματικών
ανθρώπων με την ισότητα της αφηρημένης κατηγορίας του πολίτη, θεωρούμε
ότι πρέπει να ξεπεραστεί η πολιτική κοινωνία.
*Υποστηρίζουμε ότι δεν αποτελεί
πραγματική δημοκρατία να βγαίνει κάθε τέσσερα χρόνια ο λαός από το
καβούκι του για να υποδείξει το αφεντικό του και μετά να ξαναμπαίνει
μέσα, όπως πολύ γλαφυρά περιγράφει ο Ρουσό, και μάλιστα στο μεσοδιάστημα
να μην του αναγνωρίζεται ούτε το δικαίωμα να αμφισβητεί τις αποφάσεις
αυτού του αφεντικού.
*Υποστηρίζουμε ότι και το πιο δημοκρατικό
κράτος δεν είναι ουδέτερο, αλλά ταξικό, και ότι οι αποφάσεις των
οργάνων του Κοινοβουλίου συμπεριλαμβανομένου, δεν εξυπηρετούν το
«εθνικό», κατά τα άλλα ανύπαρκτο, συμφέρον, αλλά εκείνο της κυρίαρχης
αστικής τάξης.
*Υποστηρίζουμε ότι, όπως πολύ εύστοχα
παρατηρούσε ο Λένιν, το πιο δημοκρατικοφανές κράτος, όπως για παράδειγμα
οι ΗΠΑ, μπορεί να είναι ταυτόχρονα και το πλέον αντιδραστικό.
*Γνωρίζουμε ότι, όπως παλαιότερα είχε
δηλώσει και η ίδια η υπουργός όταν εκσυγχρονίζονταν στας Βρυξέλλας, το
μεγαλύτερο μέρος των αποφάσεων που επιβάλλονται στους λαούς, δεν
λαμβάνονται πια από τα «εθνικά» Κοινοβούλια, αλλά από παντελώς
ανεξέλεγκτους από αυτούς οργανισμούς.
*Γνωρίζουμε ακόμη ότι οι κοινοβουλευτικές
πλειοψηφίες, και όχι μόνον οι φοιτητικές ή εργατικές συνελεύσεις -τις
αποφάσεις των πρώτων-επιλεκτικά αμφισβήτησε ως μειοψηφικές η
πανεπιστημιοκτόνος- συχνά δεν εκφράζουν την πλειοψηφία του λαού, και
λόγω των μεγάλων ποσοστών αποχής και ακόμη συχνότερα λόγω
καλπονοθευτικών εκλογικών συστημάτων, τα οποία, στο όνομα της «αρχής»
των ισχυρών κυβερνήσεων, αναιρούν την «αγία» δημοκρατική αρχή του
σεβασμού της βούλησης των εκπροσώπων της πλειοψηφίας.
*Γνωρίζουμε επίσης ότι, ακόμη και αν μια
απόφαση λαμβάνεται από έναν αριθμό βουλευτών που αριθμητικά εκφράζουν
την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, όπως για παράδειγμα η απόφαση υπέρ
του μνημονίου, τούτο καθόλου δεν σημαίνει ότι η απόφαση αυτή εκφράζει τη
βούληση της λαϊκής πλειοψηφίας.
*Τέλος, υποστηρίζουμε ότι ακόμη και αν
μια απόφαση πράγματι εκφράζει αυτήν τη βούληση, αυτό σε καμιά περίπτωση
δεν σημαίνει ότι αυτή είναι και ορθή, διότι, όπως σοφά και πάλι έλεγε ο
Ρουσό, η βούληση της πλειοψηφίας μπορεί να είναι αντίθετη με τη «γενική
βούληση», δηλαδή με το δέον, δηλαδή με εκείνο που θα ήθελε η πλειοψηφία,
αν ήταν πραγματικά ελεύθερη. Και στον καπιταλισμό όχι μόνον η τεράστια
πλειοψηφία του λαού δεν είναι πραγματικά ελεύθερη, αλλά είναι βαθύτατα
αποξενωμένη-αλλοτριωμένη-ανελεύθερη. Τρανή απόδειξη αποτελεί η
υποστήριξη καθεστώτων όπως εκείνα του Μουσολίνι, ή του Χίτλερ και άλλων,
από μεγάλες, αν όχι και πλειοψηφικές, λαϊκές μάζες.
Κι όποιος υπερασπιστεί τη θέση ότι δεν
υπάρχει κάποιο άλλο σύστημα για να αντικαταστήσει την κίβδηλη αστική
δημοκρατία θα του αντιτείνω και ότι απαρχή τέτοιων συστημάτων υπήρξε
κατά το παρελθόν (βλέπε Παρισινή Κομούνα, Σοβιέτ, εργοστασιακά
συμβούλια…) και ότι θα υπάρξουν και άλλα, έστω κι αν δεν υπάρχουν
σήμερα.
Αλλωστε αποτελεί βαθύτατα συντηρητική
συλλογιστική να υποστηρίζει κανείς ότι κάτι που δεν υπάρχει δεν είναι
δυνατόν να υπάρξει, ότι το υπάρχον είναι οριστικό και ασάλευτο. Αν έτσι
είχαν τα πράγματα, τότε θα έπρεπε να κυριαρχεί ακόμη στην ανθρωπότητα το
δουλοκτητικό σύστημα. Ετσι λοιπόν, άθελά τους, στην προσπάθειά τους να
υπερασπιστούν την εφαρμογή του νόμου-εκτρώματος, τόσο η
πανεπιστημιοκτόνος υπουργός και οι ομογάλακτοι της, οι οποίοι συνεχίζουν
να εμπαίζουν το λαό αυτοαποκαλούμενοι σοσιαλιστές, όσο και σύσσωμο το
σινάφι της αστικής εξουσίας που τη στήριξε, ανέδειξαν και τον γενικότερο
συντηρητισμό που τους διέπει. Και πού είσαι ακόμη!!
ΥΓ.: Το γεγονός ότι η κριτική μου στον
σεχταρισμό της καθοδήγησης του ΚΚΕ χαρακτηρίζεται από το όργανο της
Κεντρικής Επιτροπής του (30/8, σελίδα 15) ως «ψευδαισθήσεις και
αποκυήματα φαντασίας με επικίνδυνη πορεία προς επιδείνωση της ψυχικής
[μου] υγείας», υποδηλώνει σαφώς ότι, αν κάποτε η εν λόγω ηγεσία είχε την
εξουσία, θα με φρόντιζε εγκλείοντάς με, μαζί με πολλούς άλλους
κομμουνιστές και μη, σε ψυχιατρικό άσυλο, για να με «θεραπεύσει» από τη
βαριά ψυχική ασθένεια της κριτικής. Πού είσαι «Πατερούλη των λαών» να
θαυμάσεις τα άξια τέκνα σου. Πού είστε επαγγελματίες αντικομμουνιστές να
πάρετε μαθήματα διασυρμού του κομμουνισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου