VI. ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ (συνέχεια από εδώ)
Όταν υπολογίζουμε την ανταλλαχτική αξία ενός εμπορεύματος πρέπει να προσθέτουμε στο ποσό της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε τελευταία και το ποσό της εργασίας που καταναλώθηκε προηγούμενα στην πρώτη ύλη του εμπορεύματος, καθώς και την εργασία που ξοδεύτηκε στα όργανα, τα εργαλεία, τις μηχανές και τα χτίρια, που παίρνουν μέρος στη δουλιά αυτή. Η αξία ενός ορισμένου ποσού λ.χ. βαμβακερής κλωστής είναι αποκρυστάλλωμα του ποσού της εργασίας που έχει προστεθεί στο βαμβάκι, όταν το έκλωθαν, του ποσού της εργασίας που είχε προηγούμενα αντικειμενοποιηθεί στο ίδιο το βαμβάκι, του ποσού της εργασίας που είχε αντικειμενοποιηθεί στο κάρβουνο, το λάδι και τις άλλες βοηθητικές ύλες που χρησιμοποιήθηκαν, του ποσού της εργασίας που στερεοποιήθηκε στην ατμομηχανή, τα αδράχτια, τα χτίρια του εργοστασίου κ.τ.λ. Τα καθαυτό όργανα της παραγωγής, όπως τα εργαλεία, οι μηχανές, τα χτίρια, χρησιμοποιούνται ξανά και ξανά για ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα σε επαναλαμβανόμενους κύκλους παραγωγής. Αν ξοδεύονταν δια μιας, όπως η πρώτη ύλη, ολόκληρη η αξία τους θα περνούσε δια μιας στα εμπορεύματα που έγιναν με τη βοήθειά τους. Επειδή όμως ένα αδράχτι λ.χ. ξοδεύεται μόνο λίγο-λίγο, γίνεται ένας περίπου υπολογισμός με βάση το μέσο χρονικό διάστημα που διαρκεί και τη μέση κατανάλωση ή φθορά του στο διάστημα μιας ορισμένης χρονικής περιόδου, ας πούμε μιας ημέρας. Μ' αυτό τον τρόπο υπολογίζουμε πόσο μέρος από την αξία του αδραχτιού μεταφέρεται στην κλωστή που κλώθεται σε μια μέρα και πόσο μέρος κατά συνέπεια από το ολικό ποσό της εργασίας, που έχει πραγματοποιηθεί λ.χ. σε μια λίβρα κλωστή, οφείλεται στο ποσό της εργασίας που είχε προηγούμενα αντικειμενοποιηθεί στο αδράχτι (28). Για τον τωρινό μας σκοπό δεν χρειάζεται να σταθούμε περισσότερο στο σημείο αυτό.
Θα μπορούσε να νομισθεί πως, αν η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από τοο ποσό της εργασίας που ξοδεύεται για την παραγωγή του, όσο πιο τεμπέλης, όσο πιο αδέξιος είναι ένας άνθρωπος, τόσο πιο μεγάλη αξία θα έχει το εμπόρευμά του, γιατί τόσο μεγαλύτερο θα είναι το χρονικό διάστημα που χρειάζεται για την κατασκευή του εμπορεύματος. Αυτό, ωστόσο, θα ήταν μια αξιοθρήνητη πλάνη. Θα θυμάστε πως χρησιμοποίησα τη λέξη «κοινωνική εργασία» και ο χαρακτηρισμός αυτός «κοινωνική» κλείνει πολλά μέσα του. Όταν λέμε πως η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από το ποσό της εργασίας που έχει διατεθεί ή αποκρυσταλλωθεί σ' αυτό, εννοούμε το ποσό της εργασίας που είναι αναγκαίο για την παραγωγή του, σε μια δοσμένη κοινωνική κατάσταση, κάτω από ορισμένους μέσους κοινωνικούς όρους παραγωγής, με μια δοσμένη μέση κοινωνική εντατικότητα και με μια μέση επιδεξιότητα της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε. Όταν στην Αγγλία άρχισε ο μηχανικός αργαλιός να συναγωνίζεται τον χειροκίνητο αργαλιό, χρειάζονταν μόνο ο μισός χρόνος εργασίας από πριν για να μετατραπεί ένα ορισμένο ποσό κλωστή σε μια γιάρδα βαμβακερό ή λινό ύφασμα. Ο φτωχός χειροτέχνης υφαντής δούλευε τώρα δέκα επτά και δέκα οχτώ ώρες τη μέρα αντί για εννέα ή δέκα που δούλευε πρώτα. Το προϊόν όμως της εικοσάωρης εργασίας του αντιπροσώπευε τώρα μόνο δέκα ώρες κοινωνική εργασία ή δέκα ώρες εργασία κοινωνικά αναγκαίες για να μεταρέψει ένα ορισμένο ποσό κλωστή σε ύφασμα. Το προϊόν των είκοσι ωρών του δεν είχε, κατά συνέπεια, περισσότερη αξία απ' ό,τι το προηγούμενο προϊόν του των δέκα ωρών (29).
Αν λοιπόν, ρυθμίζει τις ανταλλαχτικές αξίες των εμπορευμάτων το ποσό της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που είναι αντικειμενοποιημένο σ' αυτά, κάθε αύξηση στο ποσό της εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός εμπορεύματος θα πρέπει να μεγαλώνει την αξία του, όπως και κάθε ελάττωσή του θα πρέπει να τη μικραίνει.
Αν τα αντίστοιχα ποσά της εργασίας, που είναι απαραίτητα για να παραχθούν τα αντίστοιχα εμπορεύματα, παρέμεναν σταθερά, θα παρέμεναν και οι σχετικές τους αξίες παρόμοια σταθερές. Μα δεν είναι έτσι. Το ποσό της εργασίας που απαιτείται για να παραχθεί ένα εμπόρευμα αλλάζει ολοένα παράλληλα με τις αλλαγές στην παραγωγική δύναμη της εργασίας, τόσο περισσότερο προϊόν παράγεται μέσα σε ένα δοσμένο χρονικό διάστημα εργασίας, και όσο μικρότερη είναι η παραγωγική δύναμη της εργασίας, τόσο λιγότερο προϊόν παράγεται στο ίδιο χρονικό διάστημα. Αν λ.χ. με την αύξηση του πληθυσμού γινόταν απαραίτητο να καλλιεργηθούν και λιγότερο εύφορα εδάφη, μόνο αν ξοδευόταν μεγαλύτερο ποσό εργασίας θα ήταν δυνατό να έχουμε το ίδιο ποσό από προϊόντα και η αξία, κατά συνέπεια, του αγροτικού προϊόντος θα ανέβαινε. Από το άλλο μέρος, αν με τα σύγχρονα μέσα παραγωγής, ένας μόνο κλώστης μετατρέπει σε κλωστή, σε μια εργάσιμη μέρα, πολλές χιλιάδες φορές περισσότερο βαμβάκι απ' όσο θα μπορούσε να κλώσει με το ροδάνι, μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα, είναι φανερό, πως κάθε ξεχωριστή λίβρα βαμβάκι θα απορροφούσε πολλές χιλιάδες φορές λιγότερη κλωστική εργασία απ' ότι πρώτα και πως, κατά συνέπεια, η αξία που προσθέτει σε κάθε λίβρα βαμβάκι θα είναι χιλιάδες φορές μικρότερη από ό,τι είπαν προηγούμενα. Η αξία της κλωστής θα πέσει ανάλογα (30).
Εκτός από τη διαφορετική ενεργητικότητα και την αποχτημένη επιδεξιότητα στην εργασία στους διαφορετικούς λαούς, η παραγωγική δύναμη της εργασίας πρέπει, πριν απ' όλα, να εξαρτιέται:
Πρώτο: Από τους φυσικούς όρους της εργασίας, όπως είναι λ.χ. η ευφορία του εδάφους, η αποδοτικότητα των μεταλλείων κ.τ.λ.
Δεύτερο: Από την προοδευτική τελειοποίηση των Κοινωνικών Δυνάμεων της Εργασίας, που προέρχεται από την παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα, από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και το συνδυασμό της εργασίας, από τον καταμερισμό της εργασίας, από τις μηχανές, τις βελτιωμένες μέθοδες, τη χρησιμοποίηση χημικών και άλλων φυσικών μέσων, τη συμπίεση του χρόνου και του χώρου με τα μέσα συγκοινωνίας και μεταφοράς καθώς και από κάθε άλλη επινόηση που μ' αυτή η επιστήμη υποχρεώνει τις φυσικές δυνάμεις να υπηρετήσουν την εργασία και που χάρη σ' αυτή αναπτύσσεται ο κοινωνικός ή συνεργατικός χαρακτήρας της εργασίας. Όσο μεγαλύτερες είναι οι παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας, τόσο λιγότερη εργασία ξοδεύεται για ένα δοσμένο ποσό προϊόντος, τόσο μικρότερη, λοιπόν, η αξία του. Μπορούμε, κατά συνέπεια, να καθορίσουμε σα γενικό νόμο πως:
Οι αξίες των εμπορευμάτων είναι κατευθείαν ανάλογες με το χρόνο της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή τους και αντίστροφα ανάλογες με την παραγωγική δύναμη της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε.
Και μια που ως τώρα μιλούσα μόνο για αξία, θα προσθέσω μερικά λόγια για την τιμή, που είναι μια ιδιαίτερη μορφή αξίας.
Η τιμή, αυτή καθαυτή, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η χρηματική έκφραση της αξίας. Οι αξίες λ.χ. όλων των εμπορευμάτων σε τούτη τη χώρα (σ.σ Αγγλία) εκφράζονται σε τιμές χρυσού, ενώ, αντίθετα, στην ηπειρωτική Ευρώπη εκφράζονται κατά κύριο λόγο σε τιμές αργύρου.Η αξία του χρυσού ή του αργύρου, όπως και όλων των άλλων εμπορευμάτων, ρυθμίζεται από το ποσό της εργασίας που είναι αναγκαίο για την απόχτησή τους. Ένα ορισμένο ποσό από τα εθνικά σας προϊόντα, όπου έχει αποκρυσταλλωθεί ένα ορισμένο ποσό από την εθνική σας εργασία, το ανταλλάσσετε με το προϊόν των χωρών που παράγουν χρυσάφι και ασήμι, όπου έχει αποκρυσταλλωθεί ένα ποσό από τη δική τους εργασία. Μ' αυτό τον τρόπο, στην πραγματικότητα με την άμεση ανταλλαγή, μαθαίνετε να εκφράζετε σε χρυσό ή άργυρο τις τιμές όλων των εμπορευμάτων, δηλαδή, τα αντίστοιχα ποσά εργασίας που ξοδεύονται σε αυτά. Αν εξετάσετε κάπως κοντύτερα τη χρηματική έκφραση της αξίας, ή, πράγμα που κάνει το ίδιο, τη μετατροπή της αξίας σε τιμή, θα βρείτε πως αυτό είναι μια μέθοδος να δίνετε στις αξίες όλων των εμπορευμάτων μια ανεξάρτητη και ομογενή μορφή, ή να τις εκφράζετε σαν ποσά ίσης κοινωνικής εργασίας (31). Ως το σημείο που η τιμή είναι μόνο η χρηματική έκφραση της αξίας, ο Άνταμ Σμιθ την ονόμασε «natural price» [φυσική τιμή] και οι Γάλλοι φυσιοκράτες (32) «prix nécessaire» [αναγκαία τιμή].
Ποια σχέση υπάρχει τότε ανάμεσα στην αξία και τις τιμές στην αγορά ή ανάμεσα στις φυσικές τιμές και τις τιμές στην αγορά; Όλοι σας ξέρετε πως η τιμή στην αγορά είναι η ίδια για όλα τα εμπορεύματα του ίδιου είδους, οσοδήποτε κι αν διαφέρουν οι όροι της παραγωγής στον κάθε ξεχωριστό παραγωγό. Η τιμή στην αγορά εκφράζει το μέσο ποσό κοινωνικής εργασίας που είναι αναγκαίο, κάτω από τις μέσες συνθήκες παραγωγής, να εφοδιάζει την αγορά με μια ορισμένη μάζα από κάποιο εμπόρευμα. Την υπολογίζουμε πάνω στο συνολικό ποσό του εμπορεύματος αυτού.
Σύμφωνα μ' αυτά η τιμή που έχει ένα εμπόρευμα στην αγορά ταυτίζεται με την αξία του. Από το άλλο μέρος, οι διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά, που πότε ανεβαίνουν πάνω και πότε κατεβαίνουν κάτω από την αξία ή φυσική τους τιμή, εξαρτιώνται από τις διακυμάνσεις στην προσφορά και τη ζήτηση. Οι παρεκκλίσεις των τιμών στην αγορά από την αξία τους είναι αδιάκοπες, μα, όπως λέει ο Άνταμ Σμιθ:
«Η φυσική τιμή...είναι η κεντρική τιμή που γύρω της περιστρέφονται αδιάκοπα
οι τιμές όλων των εμπορευμάτων. Διάφορα περιστατικά μπορούν άλλοτε να τις
κρατούν αρκετά πάνω από αυτή και άλλοτε να τις ρίχνουν κάτω και μάλιστα κάτι πιο
κάτω και από αυτή. Μα, παρά τα όποια εμπόδια που δεν τις αφήνουν να κατακαθήσουν
στο κέντρο αυτό της ηρεμίας και της ακινησίας, αυτές τείνουν αδιάκοπα σ' αυτό».
Δεν μπορώ να εξετάσω τώρα πιο βαθιά το ζήτημα αυτό. Αρκεί να πω πως, αν η προσφορά και η ζήτηση ισορροπούν, οι τιμές των εμπορευμάτων στην αγορά θα αντιστοιχούν με τις φυσικές τους τιμές, δηλαδή με τις αξίες τους, όπως αυτές καθορίζονται από τις αντίστοιχες ποσότητες εργασίας που χρειάζονται για την παραγωγή τους. Η προσφορά όμως και η ζήτηση πρέπει να τείνουν εξακολουθητικά να ισορροπούνται, αν και αυτό γίνεται μονάχα με τον συμψηφισμό της μιας διακύμανσης με την άλλη, μια ύψωσης με μια πτώση και αντίστροφα. Αν, αντί να βλέπετε μόνο τις καθημερινές διακυμάνσεις, αναλύσετε την κίνηση των τιμών στην αγορά για μεγαλύτερες χρνικές περίοδες, όπως έκανε λ.χ. ο Τουκ στο έργο του «Ιστορία των τιμών», θα βρείτε πως οι διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά, οι παρεκκλίσεις τους από τις αξίες, τα πάνω και τα κάτω τους, παραλύουν και ισοσταθμίζουν η μια την άλλη, έτσι που αν παραβλέψουμε την επίδραση των μονοπωλίων καθώς και μερικές άλλες τροποποιήσεις, που τώρα είμαι υποχρεωμένος να τις προσπεράσω, όλα τα είδη των εμπορευμάτων πουλιούνται, κατά μέσο όρο, στις αντίστοιχες αξίες τους, ή τις φυσικές τους τιμές(33).
Η μέση χρονική περίοδος που στη διάρκειά της ισοσταθμίζονται μεταξύ τους οι διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά είναι διαφορετική για τα διάφορα είδη των εμπορευμάτων, γιατί στο ένα είδος είναι ευκολότερο να προσαρμοστεί η προσφορά στη ζήτηση παρά στο άλλο.
Αν τώρα, μιλώντας γενικότερα και αγκαλιάζοντας κάπως μεγαλύτερες χρονικές περίοδες, όλες οι κατηγορίες των εμπορευμάτων πουλιούνται στις αντίστοιχες αξίες τους, είναι παραλογισμός να υποθέσουμε πως τα κέρδη, όχι σε ατομικές περιπτώσεις, μα τα σταθερά και συνηθισμένα κέρδη στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, προέρχονται από μια προσαύξηση πάνω στις τιμές των εμπορευμάτων ή γιατί πουλιούνται σε τιμές που ξεπερνούν σημαντικά την αξία τους. Ο παραλογισμός στην αντίληψη αυτή γίνεται φανερός αν τον γενικέψουμε. Αυτό, που ένας άνθρωπος θα κέρδιζε σταθερά σαν πουλητής, θα το έχανε άλλο τόσο σταθερά σαν αγοραστής. Δεν θα ωφελούσαμε σε τίποτα αν λέγαμε πως υπάρχουν άνθρωποι που είναι αγοραστές χωρίς να είναι πουλητές, ή καταναλωτές χωρίς να είναι παραγωγοί. Ό,τι πληρώνουν οι άνθρωποι αυτοι στους παραγωγούς, πρέπει να το έχουν πάρει δωρεάν από αυτούς. Αν κάποιος παίρνει πρώτα τα χρήματά σας και ύστερα σας τα γυρίζει πίσω αγοράζοντας τα εμπορεύματά σας, δεν πρόκειται να πλουτίσετε ποτέ πουλώντας τα εμπορεύματά σας πολύ ακριβά σ' αυτόν τον ίδιο άνθρωπο. Αυτό το είδος της συναλλαγής θα μπορούσε να ελαττώσει μια ζημιά, μα ποτέ δεν θα βοηθούσε να πραγματοποιηθεί κέρδος.
Για να εξηγήσετε λοιπόν τη γενική φύση του κέρδους θα πρέπει να ξεκινήσετε από το αξίωμα πως, κατά μέσο όρο, τα εμπορεύματα πουλιούνται στις πραγματικές τους αξίες και πως τα κέρδη βγαίνουν από την πούλησή τους στην αξία τους, δηλαδή ανάλογα με το ποσό της εργασίας που είναι αντικειμενοποιημένο σε αυτά. Αν δεν μπορείτε να εξηγήσετε το κέρδος με την προϋπόθεση αυτή, δεν θα μπορέσετε να το εξηγήσετε καθόλου. Αυτό φαίνεται παράδοξο και αντίθετο με την καθημερινή παρατήρηση (34). Το ίδιο παράδοξο είναι πως η Γη περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο και πως το νερό αποτελείται από δύο εξαιρετικά εύφλεχτα αέρια. Η επιστημονική αλήθεια είναι πάντα παράδοξη, όταν την κρίνουμε από την καθημερινή πείρα που αντιλαμβάνεται μόνο την απατηλή εξωτερική όψη των πραγμάτων.
---------------------------------------------------------
28. Π.χ., αν μια μιηχανή έχει οικονομική διάρκεια 10 ετών, κάθε χρόνο υποτίθεται ότι φθείρεται κατά το 1/10 της αξίας της. Το ποσοστό αυτού - που γενικά αποκαλείται απόσβεση της αξίας της μηχανής - διοχετεύεται στην αξία του εμπορεύματος που παράγεται στη διάρκεια ενός χρόνου σε αναλογία 1/10 της αξίας της μηχανής. Αν η αξία της μηχανής είναι 1 εκατομμύριο δρχ. και η αξία του ετήσιου προϊόντος είναι 2 εκατομμύρια, σημαίνει ότι οι εκατό χιλιάδες από τα δύο αυτά εκατομμύρια αντιπροσωπεύουν τη φθορά της μηχανής μέσα σ' ένα χρόνο. (Στην πραγματικότητα ο υπολογισμός της απόσβεσης είναι πολύ πιο σύνθετος από ό,τι μπορεί να φανεί μ' αυτό το απλουστευμένο παράδειγμα).
29. Ας σημειωθεί ότι ακριβώς αυτή η διάσταση ανάμεσα στην «ατομική» αξία (στο παράδειγμά μας οι είκοσι ώρες εργασίας στο χειροκίνητο αργαλειό) και την κοινωνική αξία - υπολογισμένη στη βάση των συνθηκών της τεχνικής της παραγωγής και της μέσης επιδεξιότητας της εργασίας - που κάνει να υποκύπτουν στην πάλη του ανταγωνισμού οι λιγότερο ικανοί παραγωγοί ως το σημείο να τους εξοβελίζει από την αγορά.
30. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο, στην πορεία της ανάπτυξης του καπιταλισμού από τις πρώτες μανιφακτούρες στη σύγχρονη βιομηχανία, οι αξίες των διαφόρων προϊόντων όσο πάνε και μειώνονται. Μια τέτοια μείωση αντικαθρεφτίζεται στη μείωση του κόστους παραγωγής τους και οφείλεται στη συνεχή αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας. Έχοντας σα δεδομένοότι η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή της, όσο λιγότερος θα είναι ο χρόνος εργασίας τόσο μικρότερη θα είναι και η αντίστοιχη αξία του εμπορεύματος. Όπως βλέπουμε, πρόκειται για ένα σημείο εξαιρετικά σημαντικό στη μαρξιστική θεωρία της αξίας.
31. Μ' άλλα λόγια, εμπορεύματα διαφορετικής ποιότητας, που χρησιμεύουν στην ικανοποίηση διαφορετικών αναγκών, ανάγονται σε ποσότητες ίσης κοινωνικής εργασίας και καθίστανται, συνεπώς, ομοιογενή χάρη στην κοινή ουσία της αξίας που εμπεριέχεται σ' αυτά και που εκφράζεται με ένα ορισμένο ποσό χρήματος. Τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται, λοιπόν, μεταξύ τους σε ορισμένες αναλογίες που εξαρτώνται από την ποσότητα της εργασίας που έχει ενσωματωθεί σ' αυτά και όχι απ' τις ιδιαίτερες συγκεκριμένες μορφές του κάθε εμπορεύματος. Στη χρηματική τους μορφή οι ανταλλακτικές αυτές σχέσεις παρουσιάζονται κατά τον πιο γενικευμένο τρόπο. Βλ. σχετικά «Το Κεφάλαιο», τόμος 1.
32. Αυτή η σχολή οικονομολόγων προηγείται απ' τη σχολή της κλασικής οικονομίας. Οι φυσιοκράτες θεωρούσαν ότι μόνο η γεωργική δουλειά δημιουργεί υπεραξία (με τη μορφή της γαιοπροσόδου). Με την ανάλυση της υπεραξίας που έκαναν, έθεσαν τις βάσεις για μια εξήγηση της προέλευσης και του σχηματισμού της νέας αστικής κοινωνίας. Για μια μελέτη των θεωριών τους, βλ. Κ. Μαρξ, «Θεωρίες για την υπεραξία», ιταλ. μεταφρ., Editori Riuniti, Ρώμη 1961, 1, σελ. 127 κεξ.
33. Η θέση που διατυπώνει εδώ ο Μαρξ είναι ότι οι τιμές που διαμορφώνονται στην αγορά, είναι κατά κανόνα, υψηλότερες ή χαμηλότερες από την αξία των εμπορευμάτων. Είναι υψηλότερες όταν η ζητούμενη ποσότητα ορισμένων εμπορευμάτων είναι μεγαλύτερη απ' την προσφερόμενη ποσότητά τους στην αγορά, και αντίστροφα. Αν, όμως, πάρουμε μια μακρύτερη χρονική περίοδο, η «ψαλίδα» μεταξύ τιμών και αξιών πρέπει να κλείσει, και γι' αυτό μπορούμε να πούμε πως κατά μέσον όρο τα εμπορεύματα πουλιούνται στην αξία τους.
Η σκέψη του Μαρξ πάνω σ' αυτό το θέμα, είναι πολύ πιο σύνθετη. Ο αναγνώστης που θέλει να εμβαθύνει στο θέμα της «μετατροπής της αξίας σε τιμή», μπορεί να προστρέξει στο «Κεφάλαιο» (τομ. 2, κεφ. 9).
34. Γιατί θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο κάθε πωλητής κερδίζει ανάλογα με την «καπατσοσύνη» του να πουλά τα εμπορεύματα σε τιμή μεγαλύτερη από την αξία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου