Πριν 5,5 χρόνια η παγκόσμια οικονομική κρίση έκανε και τυπικά την εμφάνιση της αρχικά στις Ηπα. Για όσους δε θεώρησαν ποτέ το Μαρξ ξεπερασμένο, για όσους δεν ακολούθησαν το χυδαίο ιδεολόγημα της αιώνιας ανάπτυξης κι ειρήνης των τελευταίων δύο δεκαετιών και τις αυταπάτες που αυτό έσπειρε, η κρίση θεωρήθηκε ,ανεξάρτητα από τις μορφές της και τα τοπικά της επεισόδια, μια κλασική κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου σύμφυτη με την εσωτερική λογική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ένα μακρύ κύμα ύφεσης εφάμιλλο του 1929.
Η κρίση ,σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, θα συνέχιζε για πολλά χρόνια ακάθεκτη να διαλύει τις παλιές κοινωνικές ισορροπίες, να καταστρέφει παραγωγικές δυνάμεις-προλετάριους και κεφάλαιο, ζωντανή και νεκρή εργασία, να διαμορφώνει συνοπτικά ένα νέο μοντέλο καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Το περιεχόμενο της κρίσης θα ήταν η αλλαγή των σχέσεων ανάμεσα στις τάξεις, των μορφών του κράτους και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Η επίθεση των αστικών τάξεων στα δικαιώματα του προλεταριάτου-οικονομικά και πολιτικά-θα ήταν η αστική πολιτική απάντηση στην κρίση, πιο αφηρημένα η στρατηγική του κεφαλαίου. Η βίαιη υποτίμηση της εργατικής δύναμης και η αλλαγή των όρων ύπαρξης για τους πληβείους και η εκμηδένιση των μικροαστών για όποιον επέμενε να είναι μαρξιστής κι όχι μεταμοντέρνος αριστερός, θα ήταν –πολιτικά μιλώντας-νομοτέλεια για την αστική τάξη-εθνική και διεθνή. Η κρίση τέλος θα επανέφερε ως δέον αλλά κι ενδεχόμενο την επαναστατική προοπτική αλλά και τον κίνδυνο ενός παγκόσμιου πολέμου.
Όλα τα παραπάνω που οι κομμουνιστές διέβλεπαν από την απαρχή της κρίσης δεν ήταν καταγγελίες ή κλαψουρίσματα για τη χαμένη belle epoque, ούτε απλή μηχανική επανάληψη μιας μαγικής φόρμουλας. Ήταν πάνω απ’ όλα η ανάλυση της κατάστασης από τη σκοπιά των καταπιεσμένων και η προσπάθεια η αντίσταση ενάντια στις επιπτώσεις της κρίσης να συνδεθεί-με το λησμονημένο-όραμα του κομμουνισμού, του μόνου άλλου κόσμου που είναι εφικτός. Κι επιβεβαιώθηκαν στο ακέραιο.
Στο κάτω-κάτω αν κι είναι σωστό πως η πολιτική δεν είναι η παπαγαλία ορθών θεωρητικά θέσεων, από την άλλη μεριά δίχως μεθοδολογία, όραμα και πλαίσιο αρχών, όχι απλά δεν παράγεται επαναστατική πολιτική, αλλά ο τυχοδιωκτισμός μιας πολιτικής δίχως αρχές δεν είναι τελικά παρά μια αλλότρια σημαία ευκαιρίας που εγκλωβίζει τους καταπιεσμένους στα σχέδια των αφεντάδων.
Οι απόψεις αυτές φυσικά παρέμειναν και παραμένουν μειοψηφικές. Και λέμε φυσικά γιατί εκτός από την αστική προπαγάνδα, την τρομοκρατία και τους εκβιασμούς, τις ξεπουλημένες συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες κτλ, η συνείδηση που παράγεται ομαλά κι αυθόρμητα στην επιφάνεια της αστικής κοινωνίας, ο μυστικισμός κι η πραγμοποίηση που κυριαρχούν στις κοινωνικές σχέσεις είναι το υλικό και ψυχικό υπόβαθρο εντός του οποίου είναι αδύνατο να συλλάβει κανείς αυτόματα τις κομμουνιστικές διαπιστώσεις.
Έτσι τα τελευταία χρόνια είδαμε να ξεπηδούν και να κυριαρχούν μια σειρά από αφηγήσεις κι ερμηνείες της κρίσης που πέρα από τον φαινομενικό ριζοσπαστισμό τους ήταν είτε όψεις της κυρίαρχης ιδεολογίας, είτε θεωρητικοποιημένη μικροαστική αγανάκτηση. Τι να πρωτοδιαλέξουμε από το αστικό σούπερ μάρκετ; Την κυρίαρχη άποψη που ξεκίνησε διατυμπανίζοντας πως για την κρίση φταίμε όλοι που ζούσαμε πέρα από τις δυνατότητες μας για να καταλήξει να στοχοποιεί τους κοινωνικούς αγώνες και την αριστερά ως υπαίτια για όλα τα δεινά; Τις πατριωτικές κραυγές για κατοχή της χώρας από τη Γερμανία και την ανάγκη για ένα νέο ΕΑΜ; Τις βαθιά αντιδραστικές αντιπολιτικές κραυγές των αγανακτισμένων ή τις αυταπάτες για την άλλη ΕΕ που είναι εφικτή;
Μήπως τους όψιμους εραστές της δραχμής που θεωρούν πως για την κρίση ευθύνεται η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης; Ή τους εναλλακτικούς που μέσα από ανταλλακτικά παζάρια έχουν την ψευδαίσθηση πως αλλάζουν τον κόσμο δίχως να συγκρούονται με το αστικό κράτος; Χωρίς να ταυτίζονται όλες αυτές οι αφηγήσεις που είναι και πολιτικές προτάσεις έχουν όμως ως κοινό στοιχείο την αποσπασματικότητα, το ψεύδος ως αλήθεια και κυρίως αδυνατούν να ανυψωθούν σε σαρωτική κριτική του καπιταλισμού-σε αρνητικότητα-κι άρα να αποτελέσουν μια εναλλακτική λύση.
Αντίθετα η κυριαρχία των αντιμνημονιακών απόψεων στη διαλεκτική τους σύνδεση, επέτρεψαν στην ελληνική αστική τάξη να υπερβεί-προσωρινά αλλά κι αυτό είναι αρκετό τέτοιες εποχές-την πολιτική κρίση, να ενσωματώσει τις διαμαρτυρίες στο αστικό πλαίσιο και να προχωρήσει στην ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος.
Ταυτόχρονα η επικάλυψη του ταξικού στοιχείου, με την πολιτική έννοια, από το εθνικό ή ακόμα το αντιμνημονιακό ή το αδιαμεσολάβητο κοινωνικό σώμα του αγνού λαού επέτρεψε στην άκρα δεξιά και τους ναζιστές να εκφραστούν πολιτικά-κομματικά, μετατοπίζοντας κι όλο το αστικό πολιτικό σύστημα σε πιο αυταρχική βάση. Σε μια πιο ευρεία εικόνα η ήττα των αγώνων στην Ελλάδα και η κυριαρχία των μικροαστικών αυταπατών αλληλεπιδρά με την αποχαύνωση του προλεταριάτου των χωρών του βορρά που κατάπιε σχεδόν αμάσητη την προπαγάνδα των τεμπέληδων του Νότου, συντασσόμενο με την δική του αστική τάξη, θεωρώντας πως η κρίση δε θα αγγίξει τους όρους της ζωής του.
Τα λέμε όλα αυτά όχι μόνο γιατί χρειάζεται ένας απολογισμός των τελευταίων ετών για να επεξεργαστούν οι συνειδητές δυνάμεις ένα σοβαρό επαναστατικό σχέδιο. Αλλά γιατί τώρα που η νέα φάση της κρίσης διαλύει την παλιά ισορροπία στην Κύπρο όλα τα αντιμνημονιακά ιδεολογήματα μαζί με τους κλασικούς εθνικούς μύθους πλασάρονται πάλι από τους εγχώριους φορείς τους με τέτοιο θράσος σαν να μην έχει συμβεί τίποτα τα τελευταία τρία χρόνια. Και αν στις αρχές της κρίσης το πρωτόγνωρο σοκ και καταιγισμός των εξελίξεων μπορεί να ήταν ένα άλλοθι για αυτές τις αυταπάτες, τώρα κανείς-πόσο μάλλον κόμματα κι οργανώσεις-δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν ξέρει κι επομένως υπηρετεί συνειδητά τα αστικά σχέδια υπέρβασης της κρίσης, ή με πιο απλά λόγια διαλέγει στρατόπεδο.
Εξηγούμαστε λοιπόν. Εκεί που οι άλλοι βλέπουν μια επίθεση του Δ Ράιχ στον κυπριακό λαό (Δελαστίκ), οι κομμουνιστές βλέπουν την κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας ως χρηματοπιστωτικό κέντρο-νόμιμου ή μαύρου χρήματος. Την εποχή της ανάπτυξης, η κυπριακή αστική τάξη βρήκε αυτή τη θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Τώρα τα υπερσυσσωρευμένα παρασιτικά κεφάλαια που επενδύθηκαν σε ακίνητα, τοξικά δάνεια κτλ πρέπει με κάποιο τρόπο να καταστραφούν. Δεν αντιλαμβανόμαστε γιατί όσοι πιστεύουν πως υπάρχει ζωή και μετά τον καπιταλισμό, θα πρέπει να νοιάζονται τόσο για την υγεία των τραπεζών. Μήπως η νέα κοινωνία μπορεί να ανθίσει μόνο στα συντρίμμια των τραπεζών; Αν στα πλαίσια των καπιταλιστικών ανταγωνισμών, η κυπριακή αστική τάξη υποβιβαστεί ως τάξη, αν το γερμανικό κεφάλαιο, αλλά και η Ρωσία του Πούτιν για τους δικούς της λόγους, ήθελαν ο κυπριακός φορολογικός παράδεισος, να μετατραπεί σε κόλαση, αυτό γιατί αφορά το προλεταριάτο και τους κομμουνιστές;
Το αίτημα να μην κουρευτούν τα ταμεία των εργαζομένων, να μην περικοπούν μισθοί και συντάξεις, στο βαθμό που συνδυάζεται με ένα πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων είναι τελείως διαφορετικό από την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των (μεγαλό)καταθετών. Επιτέλους μετά από τις κλάψες για την ΕΕ που δεν είναι των λαών (πότε ήταν ακριβώς;), μετά τις νουθεσίες προς τους αστούς πολιτικούς ώστε να αντιληφθούν την αστοχία (sic) της λιτότητας, τώρα έχουμε και μια αριστερά που ανησυχεί για τις τράπεζες και τις καταθέσεις άνω των 100χιλ και μάλιστα προτείνει (Τσίπρας) να δοθούν και λεφτά από την Ελλάδα στην Κύπρο, ως διαπραγματευτικό χαρτί. Προσοχή λεφτά στην κυπριακή αστική τάξη άνευ όρων, επειδή είναι αδελφή χώρα.
Ας ξεκαθαρίσουμε εδώ κάτι. Από την πρώτη στιγμή σε αντίθεση με τους ανόητους που προσδοκούσαν την πολιτική ενοποίηση της ΕΕ ως απάντηση στην κρίση, είχαμε υποστηρίξει πως η μόνη ενοποίηση είναι αυτή που λαμβάνει χώρα υπό τη γερμανική ηγεμονία. Η μόνη εναλλακτική είναι η διάλυση της ευρωζώνης και της ΕΕ με όποιο κενό αφήσει αυτή. Και πραγματικά η «λύση» που επιβάλλεται στην Κύπρο αποτελεί μια στιγμή στη διαδικασία διάλυσης του ευρώ, αφού το κυπριακό ευρώ δεν έχει πια την ίδια αξία με το γερμανικό. Αν όμως το γερμανικό κεφάλαιο επιδιώκει να επεκτείνει την κυριαρχία του σε όλη την Ευρώπη, θεωρώντας την ζωτικό του χώρο, αν επιθυμεί να μεταφέρει κεφάλαιο από την περιφέρεια στο κέντρο, αυτό για τους κομμουνιστές είναι απλά η τρανή απόδειξη πως στην κρίση ο κάθε καπιταλισμός προσπαθεί να εδραιώσει τη θέση του σε βάρος των άλλων. Είναι η απόδειξη πως η παγκόσμια οικονομία πολώνεται ανάμεσα στην αλληλεξάρτηση και τον ανταγωνισμό. Και η μόνη απάντηση στην όξυνση των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών δεν είναι καμία εθνική ενότητα με τη δική μας αστική τάξη, αλλά η ,απέλπιδα ίσως, προσπάθεια ενός διεθνιστικού συντονισμού των καταπιεσμένων. Στο κάτω κάτω είναι η ελληνικότατη Πειραιώς που παίρνει κοψοχρονιά τα κυπριακά υποκαταστήματα, εκτός κι αν ο Σάλλας είναι κατά βάθος Γερμανός, όπως και τα Ματ που τσακίζουν ό,τι κινείται είναι στρατός κατοχής κι όχι νόμιμα τάγματα ασφαλείας της παρακμάζουσας ελληνικής δημοκρατίας.
Όποιος υποστέλλει-αν σήκωσε και ποτέ- την κόκκινη σημαία, γιατί νομίζει έστω για λόγους τακτικής πως τα εθνικά σύμβολα είναι πιο αποτελεσματικά, όποιος αναμασά τους εθνικιστικούς μύθους περί κοινών συμφερόντων Ελλάδας-Κύπρου είναι εκτός από προδότης των καταπιεσμένων και ανόητος. Γιατί υπάρχουν από τα μνημονιακά αστικά κόμματα, μέχρι τους ναζήδες πιο γνήσιοι υποστηρικτές της εθνικής υπόθεσης και των αδελφών Κυπρίων.
Η κρίση, ύστερα από μια φαινομενική ανάπαυλα, είναι πάλι εδώ. Από την Κύπρο μέχρι την Ιταλία, το ευρώ κλονίζεται και η σύμπνοια των αστικών τάξεων όταν επιτίθενται απέναντι στα δικαιώματα του προλεταριάτου, αντικαθίσταται από τη σύγκρουση, τώρα που το ζητούμενο είναι η καταστροφή των πλεοναζόντων κεφαλαίων. Όποιος επιμένει να κάνει επικλήσεις στο εθνικό αίσθημα, όποιος κατηγορεί για προδοσία τους αστούς πολιτικούς, όποιος ακόμα και τώρα κάνει λόγο ,σαν αστός που θίγεται, για την κατάρρευση του ευρωπαϊκού ονείρου, για το κακό ευρώ, το Δ Ράιχ και θρηνεί για τον παλιό κόσμο που χάνεται δεν είναι απλά δειλός και τυχοδιώκτης.
Είναι ο ίδιος-πρόσωπο ή κόμμα-που στο άμεσο μέλλον κι όταν το οικονομικό πλαίσιο δε θα επαρκεί για την «πολιτισμένη» επίλυση των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, θα καλέσει-στηρίζοντας την αστική τάξη της χώρας του- όλες τις ηλικίες υπό τα όπλα, θα καλέσει, αφού θα χει ντοπάρει με εθνικισμό τους εξαθλιωμένους προλετάριους να πεθάνουν για την πατρίδα (ή για το φυσικό αέριο;), όσους φυσικά δε θα χουν πεθάνει ήδη από την πείνα τον καιρό της “ειρήνης”.
Η κρίση ,σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, θα συνέχιζε για πολλά χρόνια ακάθεκτη να διαλύει τις παλιές κοινωνικές ισορροπίες, να καταστρέφει παραγωγικές δυνάμεις-προλετάριους και κεφάλαιο, ζωντανή και νεκρή εργασία, να διαμορφώνει συνοπτικά ένα νέο μοντέλο καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Το περιεχόμενο της κρίσης θα ήταν η αλλαγή των σχέσεων ανάμεσα στις τάξεις, των μορφών του κράτους και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Η επίθεση των αστικών τάξεων στα δικαιώματα του προλεταριάτου-οικονομικά και πολιτικά-θα ήταν η αστική πολιτική απάντηση στην κρίση, πιο αφηρημένα η στρατηγική του κεφαλαίου. Η βίαιη υποτίμηση της εργατικής δύναμης και η αλλαγή των όρων ύπαρξης για τους πληβείους και η εκμηδένιση των μικροαστών για όποιον επέμενε να είναι μαρξιστής κι όχι μεταμοντέρνος αριστερός, θα ήταν –πολιτικά μιλώντας-νομοτέλεια για την αστική τάξη-εθνική και διεθνή. Η κρίση τέλος θα επανέφερε ως δέον αλλά κι ενδεχόμενο την επαναστατική προοπτική αλλά και τον κίνδυνο ενός παγκόσμιου πολέμου.
Όλα τα παραπάνω που οι κομμουνιστές διέβλεπαν από την απαρχή της κρίσης δεν ήταν καταγγελίες ή κλαψουρίσματα για τη χαμένη belle epoque, ούτε απλή μηχανική επανάληψη μιας μαγικής φόρμουλας. Ήταν πάνω απ’ όλα η ανάλυση της κατάστασης από τη σκοπιά των καταπιεσμένων και η προσπάθεια η αντίσταση ενάντια στις επιπτώσεις της κρίσης να συνδεθεί-με το λησμονημένο-όραμα του κομμουνισμού, του μόνου άλλου κόσμου που είναι εφικτός. Κι επιβεβαιώθηκαν στο ακέραιο.
Στο κάτω-κάτω αν κι είναι σωστό πως η πολιτική δεν είναι η παπαγαλία ορθών θεωρητικά θέσεων, από την άλλη μεριά δίχως μεθοδολογία, όραμα και πλαίσιο αρχών, όχι απλά δεν παράγεται επαναστατική πολιτική, αλλά ο τυχοδιωκτισμός μιας πολιτικής δίχως αρχές δεν είναι τελικά παρά μια αλλότρια σημαία ευκαιρίας που εγκλωβίζει τους καταπιεσμένους στα σχέδια των αφεντάδων.
Οι απόψεις αυτές φυσικά παρέμειναν και παραμένουν μειοψηφικές. Και λέμε φυσικά γιατί εκτός από την αστική προπαγάνδα, την τρομοκρατία και τους εκβιασμούς, τις ξεπουλημένες συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες κτλ, η συνείδηση που παράγεται ομαλά κι αυθόρμητα στην επιφάνεια της αστικής κοινωνίας, ο μυστικισμός κι η πραγμοποίηση που κυριαρχούν στις κοινωνικές σχέσεις είναι το υλικό και ψυχικό υπόβαθρο εντός του οποίου είναι αδύνατο να συλλάβει κανείς αυτόματα τις κομμουνιστικές διαπιστώσεις.
Έτσι τα τελευταία χρόνια είδαμε να ξεπηδούν και να κυριαρχούν μια σειρά από αφηγήσεις κι ερμηνείες της κρίσης που πέρα από τον φαινομενικό ριζοσπαστισμό τους ήταν είτε όψεις της κυρίαρχης ιδεολογίας, είτε θεωρητικοποιημένη μικροαστική αγανάκτηση. Τι να πρωτοδιαλέξουμε από το αστικό σούπερ μάρκετ; Την κυρίαρχη άποψη που ξεκίνησε διατυμπανίζοντας πως για την κρίση φταίμε όλοι που ζούσαμε πέρα από τις δυνατότητες μας για να καταλήξει να στοχοποιεί τους κοινωνικούς αγώνες και την αριστερά ως υπαίτια για όλα τα δεινά; Τις πατριωτικές κραυγές για κατοχή της χώρας από τη Γερμανία και την ανάγκη για ένα νέο ΕΑΜ; Τις βαθιά αντιδραστικές αντιπολιτικές κραυγές των αγανακτισμένων ή τις αυταπάτες για την άλλη ΕΕ που είναι εφικτή;
Μήπως τους όψιμους εραστές της δραχμής που θεωρούν πως για την κρίση ευθύνεται η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης; Ή τους εναλλακτικούς που μέσα από ανταλλακτικά παζάρια έχουν την ψευδαίσθηση πως αλλάζουν τον κόσμο δίχως να συγκρούονται με το αστικό κράτος; Χωρίς να ταυτίζονται όλες αυτές οι αφηγήσεις που είναι και πολιτικές προτάσεις έχουν όμως ως κοινό στοιχείο την αποσπασματικότητα, το ψεύδος ως αλήθεια και κυρίως αδυνατούν να ανυψωθούν σε σαρωτική κριτική του καπιταλισμού-σε αρνητικότητα-κι άρα να αποτελέσουν μια εναλλακτική λύση.
Αντίθετα η κυριαρχία των αντιμνημονιακών απόψεων στη διαλεκτική τους σύνδεση, επέτρεψαν στην ελληνική αστική τάξη να υπερβεί-προσωρινά αλλά κι αυτό είναι αρκετό τέτοιες εποχές-την πολιτική κρίση, να ενσωματώσει τις διαμαρτυρίες στο αστικό πλαίσιο και να προχωρήσει στην ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος.
Ταυτόχρονα η επικάλυψη του ταξικού στοιχείου, με την πολιτική έννοια, από το εθνικό ή ακόμα το αντιμνημονιακό ή το αδιαμεσολάβητο κοινωνικό σώμα του αγνού λαού επέτρεψε στην άκρα δεξιά και τους ναζιστές να εκφραστούν πολιτικά-κομματικά, μετατοπίζοντας κι όλο το αστικό πολιτικό σύστημα σε πιο αυταρχική βάση. Σε μια πιο ευρεία εικόνα η ήττα των αγώνων στην Ελλάδα και η κυριαρχία των μικροαστικών αυταπατών αλληλεπιδρά με την αποχαύνωση του προλεταριάτου των χωρών του βορρά που κατάπιε σχεδόν αμάσητη την προπαγάνδα των τεμπέληδων του Νότου, συντασσόμενο με την δική του αστική τάξη, θεωρώντας πως η κρίση δε θα αγγίξει τους όρους της ζωής του.
Τα λέμε όλα αυτά όχι μόνο γιατί χρειάζεται ένας απολογισμός των τελευταίων ετών για να επεξεργαστούν οι συνειδητές δυνάμεις ένα σοβαρό επαναστατικό σχέδιο. Αλλά γιατί τώρα που η νέα φάση της κρίσης διαλύει την παλιά ισορροπία στην Κύπρο όλα τα αντιμνημονιακά ιδεολογήματα μαζί με τους κλασικούς εθνικούς μύθους πλασάρονται πάλι από τους εγχώριους φορείς τους με τέτοιο θράσος σαν να μην έχει συμβεί τίποτα τα τελευταία τρία χρόνια. Και αν στις αρχές της κρίσης το πρωτόγνωρο σοκ και καταιγισμός των εξελίξεων μπορεί να ήταν ένα άλλοθι για αυτές τις αυταπάτες, τώρα κανείς-πόσο μάλλον κόμματα κι οργανώσεις-δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν ξέρει κι επομένως υπηρετεί συνειδητά τα αστικά σχέδια υπέρβασης της κρίσης, ή με πιο απλά λόγια διαλέγει στρατόπεδο.
Εξηγούμαστε λοιπόν. Εκεί που οι άλλοι βλέπουν μια επίθεση του Δ Ράιχ στον κυπριακό λαό (Δελαστίκ), οι κομμουνιστές βλέπουν την κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας ως χρηματοπιστωτικό κέντρο-νόμιμου ή μαύρου χρήματος. Την εποχή της ανάπτυξης, η κυπριακή αστική τάξη βρήκε αυτή τη θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Τώρα τα υπερσυσσωρευμένα παρασιτικά κεφάλαια που επενδύθηκαν σε ακίνητα, τοξικά δάνεια κτλ πρέπει με κάποιο τρόπο να καταστραφούν. Δεν αντιλαμβανόμαστε γιατί όσοι πιστεύουν πως υπάρχει ζωή και μετά τον καπιταλισμό, θα πρέπει να νοιάζονται τόσο για την υγεία των τραπεζών. Μήπως η νέα κοινωνία μπορεί να ανθίσει μόνο στα συντρίμμια των τραπεζών; Αν στα πλαίσια των καπιταλιστικών ανταγωνισμών, η κυπριακή αστική τάξη υποβιβαστεί ως τάξη, αν το γερμανικό κεφάλαιο, αλλά και η Ρωσία του Πούτιν για τους δικούς της λόγους, ήθελαν ο κυπριακός φορολογικός παράδεισος, να μετατραπεί σε κόλαση, αυτό γιατί αφορά το προλεταριάτο και τους κομμουνιστές;
Το αίτημα να μην κουρευτούν τα ταμεία των εργαζομένων, να μην περικοπούν μισθοί και συντάξεις, στο βαθμό που συνδυάζεται με ένα πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων είναι τελείως διαφορετικό από την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των (μεγαλό)καταθετών. Επιτέλους μετά από τις κλάψες για την ΕΕ που δεν είναι των λαών (πότε ήταν ακριβώς;), μετά τις νουθεσίες προς τους αστούς πολιτικούς ώστε να αντιληφθούν την αστοχία (sic) της λιτότητας, τώρα έχουμε και μια αριστερά που ανησυχεί για τις τράπεζες και τις καταθέσεις άνω των 100χιλ και μάλιστα προτείνει (Τσίπρας) να δοθούν και λεφτά από την Ελλάδα στην Κύπρο, ως διαπραγματευτικό χαρτί. Προσοχή λεφτά στην κυπριακή αστική τάξη άνευ όρων, επειδή είναι αδελφή χώρα.
Ας ξεκαθαρίσουμε εδώ κάτι. Από την πρώτη στιγμή σε αντίθεση με τους ανόητους που προσδοκούσαν την πολιτική ενοποίηση της ΕΕ ως απάντηση στην κρίση, είχαμε υποστηρίξει πως η μόνη ενοποίηση είναι αυτή που λαμβάνει χώρα υπό τη γερμανική ηγεμονία. Η μόνη εναλλακτική είναι η διάλυση της ευρωζώνης και της ΕΕ με όποιο κενό αφήσει αυτή. Και πραγματικά η «λύση» που επιβάλλεται στην Κύπρο αποτελεί μια στιγμή στη διαδικασία διάλυσης του ευρώ, αφού το κυπριακό ευρώ δεν έχει πια την ίδια αξία με το γερμανικό. Αν όμως το γερμανικό κεφάλαιο επιδιώκει να επεκτείνει την κυριαρχία του σε όλη την Ευρώπη, θεωρώντας την ζωτικό του χώρο, αν επιθυμεί να μεταφέρει κεφάλαιο από την περιφέρεια στο κέντρο, αυτό για τους κομμουνιστές είναι απλά η τρανή απόδειξη πως στην κρίση ο κάθε καπιταλισμός προσπαθεί να εδραιώσει τη θέση του σε βάρος των άλλων. Είναι η απόδειξη πως η παγκόσμια οικονομία πολώνεται ανάμεσα στην αλληλεξάρτηση και τον ανταγωνισμό. Και η μόνη απάντηση στην όξυνση των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών δεν είναι καμία εθνική ενότητα με τη δική μας αστική τάξη, αλλά η ,απέλπιδα ίσως, προσπάθεια ενός διεθνιστικού συντονισμού των καταπιεσμένων. Στο κάτω κάτω είναι η ελληνικότατη Πειραιώς που παίρνει κοψοχρονιά τα κυπριακά υποκαταστήματα, εκτός κι αν ο Σάλλας είναι κατά βάθος Γερμανός, όπως και τα Ματ που τσακίζουν ό,τι κινείται είναι στρατός κατοχής κι όχι νόμιμα τάγματα ασφαλείας της παρακμάζουσας ελληνικής δημοκρατίας.
Όποιος υποστέλλει-αν σήκωσε και ποτέ- την κόκκινη σημαία, γιατί νομίζει έστω για λόγους τακτικής πως τα εθνικά σύμβολα είναι πιο αποτελεσματικά, όποιος αναμασά τους εθνικιστικούς μύθους περί κοινών συμφερόντων Ελλάδας-Κύπρου είναι εκτός από προδότης των καταπιεσμένων και ανόητος. Γιατί υπάρχουν από τα μνημονιακά αστικά κόμματα, μέχρι τους ναζήδες πιο γνήσιοι υποστηρικτές της εθνικής υπόθεσης και των αδελφών Κυπρίων.
Η κρίση, ύστερα από μια φαινομενική ανάπαυλα, είναι πάλι εδώ. Από την Κύπρο μέχρι την Ιταλία, το ευρώ κλονίζεται και η σύμπνοια των αστικών τάξεων όταν επιτίθενται απέναντι στα δικαιώματα του προλεταριάτου, αντικαθίσταται από τη σύγκρουση, τώρα που το ζητούμενο είναι η καταστροφή των πλεοναζόντων κεφαλαίων. Όποιος επιμένει να κάνει επικλήσεις στο εθνικό αίσθημα, όποιος κατηγορεί για προδοσία τους αστούς πολιτικούς, όποιος ακόμα και τώρα κάνει λόγο ,σαν αστός που θίγεται, για την κατάρρευση του ευρωπαϊκού ονείρου, για το κακό ευρώ, το Δ Ράιχ και θρηνεί για τον παλιό κόσμο που χάνεται δεν είναι απλά δειλός και τυχοδιώκτης.
Είναι ο ίδιος-πρόσωπο ή κόμμα-που στο άμεσο μέλλον κι όταν το οικονομικό πλαίσιο δε θα επαρκεί για την «πολιτισμένη» επίλυση των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, θα καλέσει-στηρίζοντας την αστική τάξη της χώρας του- όλες τις ηλικίες υπό τα όπλα, θα καλέσει, αφού θα χει ντοπάρει με εθνικισμό τους εξαθλιωμένους προλετάριους να πεθάνουν για την πατρίδα (ή για το φυσικό αέριο;), όσους φυσικά δε θα χουν πεθάνει ήδη από την πείνα τον καιρό της “ειρήνης”.
Άκης Τζάρας
Πηγή:Κόκκινη Ορχήστρα
Εξαιρετικό! Εκτός από το κάτωθι χωρίο:
ΑπάντησηΔιαγραφή"Αν στα πλαίσια των καπιταλιστικών ανταγωνισμών, η κυπριακή αστική τάξη υποβιβαστεί ως τάξη, αν το γερμανικό κεφάλαιο, αλλά και η Ρωσία του Πούτιν για τους δικούς της λόγους, ήθελαν ο κυπριακός φορολογικός παράδεισος, να μετατραπεί σε κόλαση, αυτό γιατί αφορά το προλεταριάτο και τους κομμουνιστές;"
Οι κομμουνιστές πρέπει να έχουν αντίληψη για το σύνολο των σχέσεων των διάφορων τάξεων μεταξύ τους, αλλιώς κινδυνεύουν να πέσουν σε μια από τις άπειρες παραλλαγές του οικονομισμού