Από το ιστολόγιο Τάξεις και Ηθική
Η μελέτη της Σοβιετικής Ένωσης και της πρώτης στα χρονικά προσπάθειας
σοσιαλιστικής οικοδόμησης για την ''έφοδο στον ουρανό'', αποτελεί τον
πλέον αξιόπιστο δείκτη θεωρητικής επάρκειας και ανάπτυξης κάθε πολιτικού
χώρου που επικαλείται τον μαρξισμό και τον ιστορικο-υλιστικό
αναστοχασμό του κοινωνικού γίγνεσθαι, με σκοπό της χειραφέτηση της
ανθρωπότητας. Η ιστορία της ΕΣΣΔ και η διακύμανση της ταξικής πάλης,
μέχρι αυτή, από το modus vivendi με ταξικό πρόσημο υπέρ της εργατικής
τάξης, να διαβεί το κατώφλι του ποιοτικού άλματος προς έναν συσχετισμό
υπέρ της κεφαλαιοκρατίας, δοκιμάζει τα αναλυτικά εργαλεία και τον βαθμό
ικανότητας του κομμουνιστικού κινήματος να φέρει πράγματι την ρήξη, ώστε
να μην είναι οι μελλοντικές προσπάθειες απέλπιδες μιμήσεις ''θετικών''
και μηχανιστικές δαιμονοποιήσεις ''σφαλμάτων'' του παρελθόντος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ελλιπούς θεωρητικής μαρξιστικής εμβάθυνσης στον πυρήνα, την ουσία των γεγονότων είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η παραφιλολογία περί προσωπολατρίας της περιόδου επί γενικής γραμματείας του Ι.Στάλιν, η οποία βρίσκει σήμερα την ιστορική αναδρομική της δικαίωση στην περίφημη ''μυστική έκθεση'' του Χρουτσώφ στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (''Η προσωπολατρία και οι επιζήμιες συνέπειές της''), η οποία διατίθεται και στο διαδίκτυο. Ο Χρουτσώφ με αυτό το κείμενο, προσέφερε μια ''ερμηνεία'' αρνητικών πτυχών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και μάλιστα αναφορικά με την πλέον επίμαχη περίοδο, η οποία προσωποποίησε τις πραγματικές υλικές αντιφάσεις, που εξακολουθούσαν να μαίνονται την περίοδο που συνέταξε την έκθεση αυτή. Πρόκειται για μια συνήθη, άθλια μέθοδο που εφαρμόζει και το πολιτικό σύστημα της άρχουσας τάξης. ''Προβλήματα'', ''στρεβλώσεις'' που ανακύπτουν σε τελική ανάλυση από τις αντικειμενικές αντιφάσεις της ταξικής πάλης, της οικονομικής βάσης, της σχέσης βάσης-εποικοδομήματος, παραμορφώνονται και γίνονται προσωποπαγή ζητήματα. Άπαξ και μία τέτοια ''στρέβλωση'' γίνεται προσωποπαγής, μένει απλά να αφαιρεθεί ή να εκλείψει το πρόσωπο, η ρίζα του κακού ή και το κακό το ίδιο προσωποποιημένο, ώστε να πάψει αυτό που όλοι αποστρέφονται μετά βδελυγμίας. Έτσι η αστική τάξη και η αστική θεώρηση της ιστορίας, ισχυρίζεται πως την ιστορία μονοκονδυλιά την γράφουν οι προσωπικότητες, και αν κάτι δεν βαίνει καλώς, ο αφανισμός της παθογόνου προσωπικότητας εξαφανίζει και την εστία της μόλυνσης.
Η έννοια της προσωπολατρίας προφανώς δεν είναι μαρξιστική, δεν απαντάται σε καμία θεωρητική ανάλυση των κλασικών του μαρξισμού, παρά μόνο σε κάποια σχόλιά τους για πολύ συγκεκριμένες παραδειγματικές περιπτώσεις (όπως κάποια γράμματα του Μαρξ που χρησιμοποιεί ο Χρουτσώφ). Δεν σχετίζεται όμως, έτσι αυτοτελής, υπό καμιά εκδοχή με την μαρξιστική θεωρία. Αυτό που πρέπει να εξετάσουμε, και θα το δούμε στην συνέχεια, είναι μήπως η έννοια της προσωπολατρίας υπάγεται σε κάποια ευρύτερα έννοια γένους, την οποία έχουν επεξεργαστεί οι θεωρητικοί του μαρξισμού. Ειδάλλως, θα έπρεπε να δοθεί μια πρωτότυπη ιστορικο-υλιστική εξήγηση του φαινομένου. Ωστόσο, αυτή η έννοια γένους, όπως θα δούμε, υπάρχει, και μάλιστα ως ένα σύστημα εννοιών.
Ακόμη και σήμερα, λοιπόν, διαχέεται μεταξύ άλλων και από χώρους μαρξιστικής αναφοράς, η άποψη ότι για τα φαινόμενα των διώξεων και διαφόρων αυθαιρεσιών, ''φταίει'' η προσωπολατρία στον Στάλιν, η οποία του προσέφερε νομιμοποίηση ώστε να κάνει ''το κουμάντο του'', εμποδίζοντας την εργατική τάξη και τα σύμμαχά της στρώματα να αντιληφθούν από κάποια απόσταση το τί πραγματικά συνέβαινε. Μάλιστα, αυτή η προσωπολατρία παρουσιάζεται τεχνηέντως δημιουργημένη και επιβεβλημένη ''απέξω'' στους σοβιετικούς, με την χρησιμοποίηση των μέσων προπαγάνδας που τους έκαναν περίπου μια πλύση εγκεφάλου. Καμιά φορά, επιχειρείται να δοθεί μια ιστορικο-υλιστική ''χροιά'' στην παραφιλολογία της προσωπολατρίας, με το επιχείρημα ότι σε δύσκολες ιστορικές περιόδους πολέμου, κακουχίας, οξυμένης ταξικής πάλης, ο λαός λατρεύει τους ηγέτες του, τους θεοποιεί, αναζητώντας ένα ''αποκούμπι'' και ένα σύμβολο που να τον εμπνέει, έναν ''φάρο ελπίδας''.
Γιατί όμως ο λαός θεοποιεί τους ηγέτες του; Γιατί δεν ηρωοποιεί την συλλογικότητα, τον ίδιο και τους συνανθρώπους του, που η ενότητά τους και όχι το ένα ή το άλλο πρόσωπο του επτρέπει να αντιπαρέρχεται τις δυσκολίες, και ειδικά για την σοβιετική εμπειρία, του επιτρέπει να ανθίσταται στην πίεση που ασκείται από την ταξική πάλη; Γιατί δεν βλέπει ότι το κόμμα και ο γενικός γραμματέας απλώς συνοψίζουν την δύναμη που ο ίδιος διαθέτει, ότι είναι ο καθρέφτης και όχι αυτή η ίδια η πηγή της ισχύος του; Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να απαντηθούν, και όπως θα φανεί παρακάτω, οι απαντήσεις δεν είναι καθόλου αυτές οι ταυτολογίες που είθισται να παρουσιάζονται ως αιτίες του φαινομένου. Η προσωπολατρία, δεν οφείλεται σε μια καθολική, στο ''ανθρώπινο dna'', ανάγκη θεοποίησης των ηγετών. Πιο πίσω στην αιτιακή αλυσίδα, υπάρχει το αίτιο της ανάγκης της ίδιας, δηλαδή η ''αναγκαία διάσταση'', η νομοτελειακή διάσταση του φαινομένου της προσωπολατρίας, σε αντιδιαστολή με την καλλιέργειά και διόγκωσή του από τα ΜΜΕ κ.ο.κ.
Η προσωπολατρία είναι μια μυστικοποίηση, ειδωλοποίηση, ένας φετιχισμός που αναφέρεται όχι σε πράγματα αλλά σε πρόσωπα, μια θεοποίηση. Είναι μια λατρευτική συμπύκνωση αλλοτριωτικών κοινωνικών σχέσεων στα πρόσωπα μελών της κοινωνίας, μια συμπύκνωση η οποία σκεπάζει τις πραγματικές σχέσεις, το περιεχόμενο, με μία από τις μορφές που αυτές προσλαμβάνουν, δηλαδή με το μεμονωμένο πρόσωπο του ηγέτη-αξιωματούχου, ώστε να φαίνεται το πρόσωπο αυτό η ίδια η πραγματικότητα των κοινωνικών σχέσεων, και όχι το αντικαθρέφτισμά τους. Όπως το φετιχοποιημένο σκήπτρο του βασιλιά φαντάζει πηγή δύναμης και εξουσίας, ενώ συμβολίζει κυριαρχικές σχέσεις και δεν παράγει αλλά ''φωτίζει'' την πραγματικότητα του εξουσιασμού, έτσι και η προσωπολατρία του λαού σε ένα πρόσωπο καταδεικνύει μια γενικευμένη μυστικοποίηση των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων, η οποία ελλοχεύει κάθε φορά στα δίπολα κυρίαρχων αντιθέσεων, με την υπεροχή του ενός πόλου έναντι του έτερου και την ανάδυσή του ως Άλλου, Αλλότριου, υπερέχοντος και εξωτερικού, αντικειμενικοποιημένου και επιβεβλημένου πάνω στην αδύναμη πλευρά της αντίθεσης. Πολλές ομοιότητες, βάσει των παραπάνω, παρουσιάζει η θρησκευτική λατρεία με την προσωπολατρία, η οποία, μεταξύ άλλων, εδράζεται στην μυστικοποίηση της φύσης καθώς αυτή επιβάλλεται στον άνθρωπο σαν αλλότρια δύναμη, εντός της διαλεκτικής και αντιθετικής σχέσης ανθρώπου-Φύσης. Η ανισότητα των αντιθέτων και η επιβολή της Φύσης στον άνθρωπο, εκφράζεται στην καθυπόταξή του από τις φυσικές δυνάμεις αλλά και στο γεγονός του θανάτου (όπου η αντίθεση λύνεται με την αναίρεση του ενός πόλου, του ανθρώπου, και τον μετασχηματισμό του σε ανόργανη ύλη). Ο άνθρωπος πιστεύει στον Θεό γιατί μυστικοποιεί την ισχυρή πλευρά αυτής της διαλεκτικής σχέσης και προσπαθεί να την εξημερώσει ανορθολογικά με την λατρεία και την θυσία, γιατί δεν μπορεί να την υπαγάγει στον ορθολογικό του έλεγχο, της γνώσης και του μετασχηματισμού προς όφελός του. Την αλλοτριωτική και αλλοτριωμένη από αυτόν ανθρώπινη πίστη, την καθυπόταξη στο μη γνώσιμο-μη ελέγξιμο και την σχέση του με αυτό, την βιώνει μεταμορφωμένη σε αισθητηριακά ισοδύναμα, συναισθήματα δέους, ανημποριάς, παραίτησης, ελπίδας. Έτσι και στην προσωπολατρία, όπου το λατρευτικό αντικείμενο είναι εγκόσμιο (όπως άλλωστε και οι θρησκευτικοί ηγέτες ή τα θρησκευτικά σύμβολα-φετίχ), το φαινόμενο το ίδιο μας καταδεικνύει ότι υπάρχει μυστικοποίηση, φετιχισμός στις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις, και υποταγή σε μια αλλότρια δύναμη που βαίνει κάθετα και αντιθετικά προς εκείνους που έντονα αισθάνονται να βρίσκονται κατώτερα σε μια ιεραρχική διάταξη. Το αποσπασμένο και απο-γειωμένο το πρόσωπο που λατρεύεται συν-οψίζει και φέρει συμβολικά αντιθετικές σχέσεις και την ανισότητα του κυρίαρχου στοιχείου που μυστικοποιείται και υπερτίθεται.
Η ανάλυση αυτή αναφαίνεται στο ''Κεφάλαιο'' του Κ.Μάρξ, στην ενότητα ''ο φετιχικός χαρακτήρας του εμπορεύματος και το μυστικό του''(σελ 84). Εκεί αναφέρεται πώς οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι παράγουν τα εμπορεύματα, στην σφαίρα της κυκλοφορίας παρουσιάζονται ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων, μεταξύ εμπορεύματων. Οι ποσοτικές συσχετίσεις των εμπορευμάτων όπως αντανακλώνται στο ποιοτικό τους ισοδύναμο, το χρήμα, αλλά και οι ιδιότητες που αυτά έχουν έχοντας γίνει αντικείμενο της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας, εμφανίζονται ως φυσικές ιδιότητές τους, σαν το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα, και όχι ως ένυλες εκφράσεις των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων στην σφαίρα της παραγωγής που πραγματοποιούνται ολοκληρωτικά όταν το εμπόρευμα πωλείται στην αγορά εργασίας. Τα εμπορεύματα είναι ορατά ως τέτοια, μαγικά και ποθητά αντικείμενα, λατρεύονται ως τέτοια και μυστικοποιούνται, υποκρύπτοντας την πραγματικότητα της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας και της ταξικής πάλης που κρύβεται πίσω τους. ''Η μορφή του ξύλου λχ, μεταβάλλεται όταν φτιάχνουν από αυτό ένα τραπέζι. Παρ'όλα αυτά το τραπέζι παραμένει ξύλο, ένα κοινό αισθητό πράγμα. Μόλις όμως εμφανίζεται σαν εμπόρευμα, μετατρέπεται σε αισθητό υπεραίσθητο πράγμα. Δε στέκεται μόνο με ταπ όδια του στο έδαφος, μα απέναντι σε όλα τ'άλλα εμπορεύματα πατάει με το κεφάλι κάτω και αρχίζει το ξυλένιο του κεφάλι να γεννοβολά φαντασιοπληξίες, πιο θαυμαστές ακόμα κι από το αν άρχιζε να χορεύει στα καλά καθούμενα..το μυστηριώδες της εμπορευματικής μορφής συνίσταται λοιπόν απλούστατα στο ότι αντανακλάει στους ανθρώπους τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της δουλειάς τους σαν υλικά χαρακτηριστικά των προιόντων της εργασίας, σαν φυσικές κοινωνικές ιδιότητες αυτών των πραγμάτων, για αυτό η κοινωνική σχέση των παραγωγών με τη συνολική εργασία φαίνεται σ'αυτούς σαν μια κοινωνική σχέση αντικειμένων που υπάρχει έξω από αυτούς(1)''. Πιο κάτω ο Μάρξ σημειώνει:''Πρόκειται μόνο για την καθορισμένη κοινωνική σχέση των ίδιων των ανθρώπων που παίρνει εδώ την φαντασμαγορική μορφή μιας σχέσης ανάμεσα σε πράγματα. Για να βρούμε λοιπόν μια αναλογία, πρέπει να καταφύγουμε στη νεφελώδικη περιοχή του θρησκευτικού κόσμου. Εδώ τα προιόντα του ανθρώπινου κεφαλιού φαίνονται σαν νά'ναι προικισμένα με δική τους ζωή, σαν αυτοτελείς μορφές που βρίσκονται σε σχέσεις μεταξύ τους και με τους ανθρώπους(2)''. Στη συνέχεια, αναφερόμενος στο φαινόμενο του φετιχισμού στις διάφορες μορφές του και σε παλαιότερες της αστικής κοινωνίες, ο Μάρξ κάνει ακόμη μια πολύ σημαντική παρατήρηση:''Oι παλιοί εκείνοι (ενν. Αρχαία Ελλάδα κ.α) κοινωνικοί παραγωγικοί οργανισμοί είναι πολύ πιο απλοί και πιο διάφανοι από τον αστικό, στηρίζονται όμως είτε πάνω στην ανωριμότητα του ανθρώπου σαν ατόμου που δεν έχει ακόμα αποσπαστεί από τον ομφάλιο λώρο της φυσικής σχέσης του με τους άλλους ανθρώπους του γένους, είτε πάνω σε άμεσες σχέσεις κυριαρχίας και υποδούλωσης. Καθορίζονται από μια χαμηλή βαθμίδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας και από αντίστοιχα περιορισμένες σχέσεις των ανθρώπων μέσα στα πλαίσια του υλικού προτσές παραγωγής της ζωής τους, επομένως από περιορισμένες σχέσεις μεταξύ τους και προς την φύση. Αυτός ο πραγματικός περιορισμός αντικαθρεφτίζεται ιδεατά στις παλιές φυσικές και λαικές θρησκείες. Η θρησκευτική αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου μπορεί γενικά να εξαφανιστεί μόνο από τη στιγμή που οι σχέσεις της πρακτικής καθημερινής ζωής θα εκφραστούν για τους ανθρώπους καθημερινά καταφανείς λογικές σχέσεις μεταξύ τους και προς τη φύση.Η μορφή του κοινωνικού προτσές της ζωής, δηλ. του υλικού προτσές της παραγωγής θ'αποβάλει τον μυστικιστικό νεφελώδικο πέπλο της μόνο από τη στιγμή που σαν προιόν μιας ελεύθερης κοινωνικής ένωσης ανθρώπων θα βρίσκεται κάτω από το συνειδητό σχεδιασμένο έλεγχό τους. Για το σκοπό αυτό απαιτούνται ωστόσο μια υλική βάση της κοινωνίας ή μια σειρά υλικοί όροι ύπαρξης, που με τη σειρά τους πάλι είναι το αυθόρμητο προιόν ενός μακρόχρονου και βασανιστικού προτσές ανάπτυξης(3)''.
Πρόκειται για θεμελιώδεις και κομβικής σημασίας παρατηρήσεις. Η θρησκευτική αντανάκλαση του κόσμου και η μυστικιστική ομίχλη που συγκαλύπτει τις πραγματικές υλικές και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, θα εξαφανιστεί μοναχά στον ώριμο κομμουνισμό. Η σοσιαλιστική μετάβαση είναι, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, μια διαδικασία απομυστικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων, κατά βάση των παραγωγικών αλλά και ευρύτερα όλων των σχέσεων διανθρώπινης επικοινωνίας. Επομένως, ακόμη και αν στην Σοβιετική Ένωση φαινομενικά η θρησκευτική αντανάκλαση ήταν εξαιρετικά αποδυναμωμένη, ο φετιχισμός και η μυστικοποίηση των πραγματικών σχέσεων παίρνει μια άλλη μορφή, αυτήν της λατρείας στο πρόσωπο του γενικού γραμματέα του κόμματος και των προηγούμενων ηρώων της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά και του Συμβουλίου των Υπουργών, των μελών του Πολιτικού Γραφείου και όσων έχουν τον πρώτο λόγο στον κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής. Όσο προχωρά η σοσιαλιστική οικοδόμηση, πρέπει να προχωράει και η απομυστικοποίηση-αποφετιχοποίηση των παραγωγικών και των κοινωνικών σχέσεων, άρα να εξαλείφονται βαθμιαία τα φαινόμενα προσωπολατρίας και ειδωλοποίησης, σε έναν μαρασμό σαν εκείνο του κράτος, έως τον ώριμο κομμουνισμό.
Η σοσιαλιστική κοινωνία είναι μια κοινωνία που αναδύεται από τα σπλάχνα του καπιταλισμού. Η μάχη του παλιού με το καινούργιο είναι η μάχη ανάμεσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τις αστικές παραγωγικές σχέσεις, που πρέπει οριστικά να αρθούν, και τις κομμουνιστικές σχέσεις οι οποίες αρχικά υπάρχουν σπερματικά και, όσο προωθείται η υπόθεση του κομμουνισμού, τόσο πρέπει να εξαπλώνονται κατ'έκταση και κατ'ένταση. Ο φετιχισμός των παραγωγικών σχέσεων και η μυστικοποίηση είναι απομεινάρι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά και όλων των προγενέστερων αυτού, και αίρεται βαθμιαία με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Η προσωπολατρία αποτελεί επιφαινόμενο της μυστικοποίησης των ανθρώπινων σχέσεων που κληρονομείται από την ''προ-ιστορία της ανθρωπότητας'', και αυτή η μυστικοποίηση και ο φετιχισμός διατηρούνται κατά την σοσιαλιστική μετάβαση στον κομμουνισμό. Και αυτό γιατί τα μέσα παραγωγής δεν έχουν κοινωνικοποιηθεί πλήρως (αντίφαση νομικοπολιτικής/τυπικής-ουσιαστικής κοινωνικοποίησης της παραγωγής), δηλαδή το υλικό προτσές παραγωγής της ζωής των ανθρώπων δεν βρίσκεται κάτω από τον συνειδητό έλεγχο όλης της κοινωνίας, αφού ακόμη διεξάγεται η ταξική πάλη με νέες μορφές, αυτή της αντίθεσης πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας (και διευθυντικής-εκτελεστικής), πόλης χωριού κτλ. Στην σοσιαλιστική οικοδόμηση, η αντίθεση της διευθυντικής-εκτελεστικής εργασίας γίνεται πιο βασική, καθώς η υπό στενή έννοια ταξική αντίθεση κεφαλαίου εργασίας αίρεται, και φαίνονται σε καθαρή μορφή οι προ-ταξικές αντιθέσεις στο υπόστρωμα αυτής, που πλέον καθίστανται μετα-ταξικές, σε ένα ανώτερο επίπεδο (όπως ακριβώς ο κομμουνισμός είναι η άρση της ατομικής ιδιοκτησίας και η επιστροφή στον πρωτόγονο κοινοκτητικό τρόπο παραγωγής, αλλά σε ένα κατά πολύ ανώτερο επίπεδο). Έτσι λοιπόν, ο σχεδιασμός της παραγωγής γίνεται κυρίαρχα από το κόμμα της εργατικής τάξης, και όχι από την ίδια την εργατική τάξη, πράγμα που θα είναι δυνατόν μόνο στον ώριμο κομμουνισμό και θα σημάνει και την κατάργηση της ίδιας της εργατικής τάξης ως τάξης. Το γεγονός αυτό, ότι υπάρχει ακόμα η διάσταση πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας και η παραγωγή δεν διευθύνεται από όλα τα μέλη της κοινωνίας αλλά κυρίαρχα από το κομμουνιστικό κόμμα (όχι απόλυτα: βλέπε διάκριση γενικού πλάνου και ειδικών πλάνων), παράγει εκείνο το Αλλότριο, έξωθεν επιβεβλημένο, που υπερτίθεται ως ισχυρότερο του άλλου πόλου της αντίθεσης, των εκτελεστών. Οι παραγωγικές σχέσεις δεν έχουν απομυστικοποιηθεί-αποφετιχοποιηθεί πλήρως, καθώς ο σχεδιασμός είναι ακόμη απομακρυσμένος και αποσπασμένος από την εργατική τάξη ως πανοπτικός έλεγχος και ρύθμιση των όρων της υλικής της ύπαρξης, αλλά και πιο μικροσκοπικά, στο εσωτερικό των εργοστασίων και των άλλων χώρων της εργασίας (όπου διατηρείται η εξουσία και η μισθολογική υπεροχή του διευθυντή). Το κράτος και το δίκαιο υπάρχουν ακόμα, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό λόγω και των ιστορικών συνθηκών στην Σοβιετική Ένωση, το χάσμα γνώσης μεταξύ των μελών της εργατικής τάξης και του κόμματος διατηρείται (δεν μπορούν όλοι να ασκήσουν πανοπτικό έλεγχο των διαφορετικών πολυκλαδικών παραγωγικών συγκροτημάτων), οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις σε έναν βαθμό επιβιώνουν, η ταξική πάλη και με φορά από το εξωτερικό στο εσωτερικό θεριέβει. Αλλά ακόμα, δεν έχει αρθεί η διάκριση νεκρής-ζωντανής εργασίας, και δεν έχουμε περάσει από την εκτατική στην εντατική ανάπτυξη της οικονομίας, που θα αυτοματοποιήσει σημαντικούς κλάδους της παραγωγής, θα μειώσει δραστικά την χειρωνακτική εργασία, θα απελευθερώσει τον ελεύθερο χρόνο, θα ομογενοποιήσει την παραγωγική διαδικασία ώστε να μπορεί να ασκήσει ο καθένας σε αυτήν έλεγχο, θα αμβλύνει τις βιολογικές-σωματικές ανισότητες.
Το ότι λοιπόν η προσωπολατρία εντείνεται, πρέπει να αποτελεί χαρακτηριστικό σημάδι της μυθολογικής όψης των πραγματικών σχέσεων και όξυνσης της αντίθεσης διευθυντικής-εκτελεστικής εργασίας ως τον βαθμό της αντίφασης. Αυτό σημαίνει, πως για την ΕΣΣΔ τα φαινόμενα προσωπολατρίας (τεράστια πορτρέτα και παρελάσεις προς τιμήν του ενός ή του άλλου πολιτικού ταγού, προπαγανδιστικές ''αγιογραφίες'', και αργότερα μαυσωλεία επιφανών ηγετών του κομμουνιστικού κινήματος!!!) έπρεπε να αποτελέσουν εφαλτήριο αποφετιχοποίησης των παραγωγικών σχέσεων, με τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό τους, με την διάχυση του ελέγχου των παραγωγικών συγκροτημάτων στην εργατική τάξη, όσο ασφαλώς θα επέτρεπαν οι αντικειμενικές συνθήκες. Έτσι, όπως αναφέρει και ο Μάρξ, οι παραγωγοί θα έβλεπαν τις μεταξύ τους σχέσεις λιγότερο μυστηριώδεις και αποκομμένες από αυτούς και περισσότερο λογικές, διαφανείς, κοινωνικές μεταξύ τους υλικές σχέσεις, Θα συνειδητοποιούσαν ότι είναι οι ίδιοι και η ενότητά τους που αναπαράγει την ύπαρξη τους και τον πνευματικό τους πλούτο, και όχι το ένα ή το άλλο πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται ως φυσικό του χαρακτηριστικό αυτή η ενωτική ισχύς, ενώ στην πραγματικότητα την συμβολίζει. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την ανατροπή-κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την πλήρη (και θεσμικά εκφρασμένη) άνοδο της κεφαλαιοκρατίας, άνθισαν ο εθνικισμός και οι διάφορες μεταφυσικές και θρησκευτικές δοξασίες. Η μυστικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων που χρόνια θέριεβε σε ένα καθεστώς το οποίο υποτίθεται ότι έβαινε προς τον κομμουνισμό, προσέλαβε πια τις μορφές που τις αντιστοιχούν σε ένα καπιταλιστικό καθεστώς, και εγκολπώθηκε πλήρως στις πλέον κατάλληλες και σύμμορφες με αυτήν αστικές σχέσεις παραγωγής.
Βεβαίως, όταν αναφέρεται κανείς στην προσωπολατρία, πρέπει να έχει υπόψη του ένα ειδικό χαρακτηριστικό κατά την σοσιαλιστική μετάβαση προς τον κομμουνισμό. Το πέρασμα αυτό είναι το πρώτο στην ιστορία της ανθρωπότητας συνειδητά σχεδιασμένο πέρασμα από τον ένα τρόπο παραγωγής στον άλλο. Τον αγώνα αυτό αναλαμβάνει το κομμουνιστικό κόμμα και η εργατική τάξη, και ακριβώς λόγω αυτού του συνειδητού χαρακτήρα περάσματος που πρέπει να άρει όλους τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής της ατομικής ιδιοκτησίας (και όχι μόνο τον ΚΤΠ), ακριβώς για αυτό ο υποκειμενικός παράγοντας διαδραματίζει σπουδαιότερο ρόλο. Το εποικοδόμημα συγχωνεύεται με την οικονομική βάση, οι παραγωγικές σχέσεις με τις παραγωγικές δυνάμεις, οι πλευρές των βασικών αντιθέσεων παιρνούν η μία στην άλλη και αλληλοαναιρούνται. Οι παραγωγικές σχέσεις γίνονται σε μεγάλο βαθμό διοικητικές και διευθύνονται κυρίαρχα από το κόμμα της εργατικής τάξης. Το γεγονός αυτό απολήγει στο να έχουν οι πολιτικοί εκπρόσωποι της εργατικής τάξης αύξοντα ρόλο. Άρα η εκδήλωση του φετιχισμού και της μυστικοποίησης των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων στα πρόσωπα του πολιτικού προσωπικού που κυρίαρχα αναλαμβάνουν την σχεδιοποίηση και συνολικά δρομολογούν αυτό το κολοσσιαίο ποιοτικό άλμα, είναι πολύ πιθανότερη. Η προσωπολατρία ήταν για την ΕΣΣΔ αναγκαία και αναπόφευκτη στο στάδιο αυτό, όπως και το κράτος, αλλά θα πρέπει να αναγνωρίζεται ως εχθρός σύμφυτος με τον χαρακτήρα της σοσιαλιστικής μετάβασης, και να γίνονται προσπάθειες ώστε αυτή να φθίνει. Αυτό μπορεί να γίνει έμπρακτα, με την όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή και εγγύτητα της εργατικής τάξης στον κεντρικό σχεδιασμό και την άμβλυνση της αντίθεσης διευθυντικής-χειρωνακτικής εργασίας αλλά και την περιστολή της σφαίρας των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και του χρήματος, πέρα από τις άλλες ιδεολογικές προλεταριακές μορφές, μέσα από τις οποίες συνειδητοποιούνται οι όντως ούσες σχέσεις παραγωγής και αποκωδικοποιούνται σε λογικές σχέσεις μεταξύ συνεργαζόμενων ανθρώπων.
Οι κομμουνιστές δεν πρέπει να καλλιεργούν το δέος και τον θαυμασμό που αναγκαία εμπνέει στους συντρόφους τους κάθε ηρωική τους πράξη ή κάθε ανώτερη δεξιότητά τους, την οποία επιστρατεύουν στον κοινό τους αγώνα με την εργατική τάξη. Αντίθετα, πρέπει να προάγουν την συλλογική δράση, τονίζοντας την συμπληρωματικότητα όλων των μελών, ''ανάλογα με τις ικανότητές τους'', στο σύνολο, ''ανάλογα με τις ανάγκες του''. Η αντίληψη αυτή και η πρόταξη της ανθρώπινης, λογικής και κοινωνικής ενότητας που τίποτα το φενακισμένο από υπεράνθρωπες δυνάμεις και μεταφυσικές ικανότητες δεν κρύβει (όπως δεν κρύβει καμιά απόλυτη γνώση και κανένα αλάθητο), είναι ένα προαπείκασμα και το καλύτερο παράδειγμα του κομμουνιστικού, συλλογικού μας μέλλοντος. Για αυτόν τον λόγο, όταν βλέπουμε και ακούμε ξέφρενες εκδηλώσεις λατρείας προς τον ένα ή τον άλλο αγωνιστή του κινήματος, όταν η συνθηματολογία περιστρέφεται γύρω από ονόματα και όχι από ρηξικέλευθες ιδέες και στόχους, όταν η κριτική στο ένα ή το άλλο ιστορικό πρόσωπο γίνεται ταμπού και ταυτίζεται με ''αντικομμουνισμό'', καλύτερα να προσέχουμε λίγο τα λόγια μας και σε ποιούς αποδίδονται τα πιστοποιητικά του ''καθαρού μαρξισμού.''
Η συμβολοποίηση και η ειδωλοποίηση μορφών του κομμουνιστικού κινήματος, είναι απαραίτητο συνεκτικό στοιχείο εντός της εργατικής τάξης, καθώς ακόμη και τα φύσει και θέσει επαναστατικά υποκείμενα εργασίας αναπτύσσονται μέσα στις συνθήκες της καπιταλιστικής αγοράς και ενός αλλοτριωμένου κόσμου. Το σημεία αναφοράς του ταξικού αγώνα, οι μύθοι του επαναστατικού παρόντος και μέλλοντος και τα προλεταριακά ιδανικά, είναι όπλα που επιστρατεύονται και αντιστρατεύονται τους μύθους, τα ιδανικά και τα σύμβολα του ταξικού εχθρού. Σε μια διαλεκτική των μέσων-σκοπών, η χρήση τους είναι θεμιτή όσο και αναπόφευκτη, όπως εκείνη η πύρινη γλώσσα της υπερβολής που σφράγισε πολλές διατυπώσεις των κλασικών μαρξιστών, σε πολιτικές συγκυρίες που έπρεπε να ανθίσει το επαναστατικό όραμα. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως όλες αυτές οι τακτικές συμβολικών επικλήσεων, δεν πρέπει να μας απορροφούν μέσα τους, καθώς αντλούν τις προϋποθέσεις αποτελεσματικότητάς τους από την αλλοτρίωση και την αδυναμία αυτοσυνείδησης του σημερινού κόσμου, που θέλουμε να υπερβούμε.
(1)Κ.Μάρξ, το Κεφάλαιο, σελ 84,85, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
(2)Ό.π, σελ 86.
(3)Ό.π, σελ 93.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ελλιπούς θεωρητικής μαρξιστικής εμβάθυνσης στον πυρήνα, την ουσία των γεγονότων είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η παραφιλολογία περί προσωπολατρίας της περιόδου επί γενικής γραμματείας του Ι.Στάλιν, η οποία βρίσκει σήμερα την ιστορική αναδρομική της δικαίωση στην περίφημη ''μυστική έκθεση'' του Χρουτσώφ στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (''Η προσωπολατρία και οι επιζήμιες συνέπειές της''), η οποία διατίθεται και στο διαδίκτυο. Ο Χρουτσώφ με αυτό το κείμενο, προσέφερε μια ''ερμηνεία'' αρνητικών πτυχών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και μάλιστα αναφορικά με την πλέον επίμαχη περίοδο, η οποία προσωποποίησε τις πραγματικές υλικές αντιφάσεις, που εξακολουθούσαν να μαίνονται την περίοδο που συνέταξε την έκθεση αυτή. Πρόκειται για μια συνήθη, άθλια μέθοδο που εφαρμόζει και το πολιτικό σύστημα της άρχουσας τάξης. ''Προβλήματα'', ''στρεβλώσεις'' που ανακύπτουν σε τελική ανάλυση από τις αντικειμενικές αντιφάσεις της ταξικής πάλης, της οικονομικής βάσης, της σχέσης βάσης-εποικοδομήματος, παραμορφώνονται και γίνονται προσωποπαγή ζητήματα. Άπαξ και μία τέτοια ''στρέβλωση'' γίνεται προσωποπαγής, μένει απλά να αφαιρεθεί ή να εκλείψει το πρόσωπο, η ρίζα του κακού ή και το κακό το ίδιο προσωποποιημένο, ώστε να πάψει αυτό που όλοι αποστρέφονται μετά βδελυγμίας. Έτσι η αστική τάξη και η αστική θεώρηση της ιστορίας, ισχυρίζεται πως την ιστορία μονοκονδυλιά την γράφουν οι προσωπικότητες, και αν κάτι δεν βαίνει καλώς, ο αφανισμός της παθογόνου προσωπικότητας εξαφανίζει και την εστία της μόλυνσης.
Η έννοια της προσωπολατρίας προφανώς δεν είναι μαρξιστική, δεν απαντάται σε καμία θεωρητική ανάλυση των κλασικών του μαρξισμού, παρά μόνο σε κάποια σχόλιά τους για πολύ συγκεκριμένες παραδειγματικές περιπτώσεις (όπως κάποια γράμματα του Μαρξ που χρησιμοποιεί ο Χρουτσώφ). Δεν σχετίζεται όμως, έτσι αυτοτελής, υπό καμιά εκδοχή με την μαρξιστική θεωρία. Αυτό που πρέπει να εξετάσουμε, και θα το δούμε στην συνέχεια, είναι μήπως η έννοια της προσωπολατρίας υπάγεται σε κάποια ευρύτερα έννοια γένους, την οποία έχουν επεξεργαστεί οι θεωρητικοί του μαρξισμού. Ειδάλλως, θα έπρεπε να δοθεί μια πρωτότυπη ιστορικο-υλιστική εξήγηση του φαινομένου. Ωστόσο, αυτή η έννοια γένους, όπως θα δούμε, υπάρχει, και μάλιστα ως ένα σύστημα εννοιών.
Ακόμη και σήμερα, λοιπόν, διαχέεται μεταξύ άλλων και από χώρους μαρξιστικής αναφοράς, η άποψη ότι για τα φαινόμενα των διώξεων και διαφόρων αυθαιρεσιών, ''φταίει'' η προσωπολατρία στον Στάλιν, η οποία του προσέφερε νομιμοποίηση ώστε να κάνει ''το κουμάντο του'', εμποδίζοντας την εργατική τάξη και τα σύμμαχά της στρώματα να αντιληφθούν από κάποια απόσταση το τί πραγματικά συνέβαινε. Μάλιστα, αυτή η προσωπολατρία παρουσιάζεται τεχνηέντως δημιουργημένη και επιβεβλημένη ''απέξω'' στους σοβιετικούς, με την χρησιμοποίηση των μέσων προπαγάνδας που τους έκαναν περίπου μια πλύση εγκεφάλου. Καμιά φορά, επιχειρείται να δοθεί μια ιστορικο-υλιστική ''χροιά'' στην παραφιλολογία της προσωπολατρίας, με το επιχείρημα ότι σε δύσκολες ιστορικές περιόδους πολέμου, κακουχίας, οξυμένης ταξικής πάλης, ο λαός λατρεύει τους ηγέτες του, τους θεοποιεί, αναζητώντας ένα ''αποκούμπι'' και ένα σύμβολο που να τον εμπνέει, έναν ''φάρο ελπίδας''.
Γιατί όμως ο λαός θεοποιεί τους ηγέτες του; Γιατί δεν ηρωοποιεί την συλλογικότητα, τον ίδιο και τους συνανθρώπους του, που η ενότητά τους και όχι το ένα ή το άλλο πρόσωπο του επτρέπει να αντιπαρέρχεται τις δυσκολίες, και ειδικά για την σοβιετική εμπειρία, του επιτρέπει να ανθίσταται στην πίεση που ασκείται από την ταξική πάλη; Γιατί δεν βλέπει ότι το κόμμα και ο γενικός γραμματέας απλώς συνοψίζουν την δύναμη που ο ίδιος διαθέτει, ότι είναι ο καθρέφτης και όχι αυτή η ίδια η πηγή της ισχύος του; Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να απαντηθούν, και όπως θα φανεί παρακάτω, οι απαντήσεις δεν είναι καθόλου αυτές οι ταυτολογίες που είθισται να παρουσιάζονται ως αιτίες του φαινομένου. Η προσωπολατρία, δεν οφείλεται σε μια καθολική, στο ''ανθρώπινο dna'', ανάγκη θεοποίησης των ηγετών. Πιο πίσω στην αιτιακή αλυσίδα, υπάρχει το αίτιο της ανάγκης της ίδιας, δηλαδή η ''αναγκαία διάσταση'', η νομοτελειακή διάσταση του φαινομένου της προσωπολατρίας, σε αντιδιαστολή με την καλλιέργειά και διόγκωσή του από τα ΜΜΕ κ.ο.κ.
Η προσωπολατρία είναι μια μυστικοποίηση, ειδωλοποίηση, ένας φετιχισμός που αναφέρεται όχι σε πράγματα αλλά σε πρόσωπα, μια θεοποίηση. Είναι μια λατρευτική συμπύκνωση αλλοτριωτικών κοινωνικών σχέσεων στα πρόσωπα μελών της κοινωνίας, μια συμπύκνωση η οποία σκεπάζει τις πραγματικές σχέσεις, το περιεχόμενο, με μία από τις μορφές που αυτές προσλαμβάνουν, δηλαδή με το μεμονωμένο πρόσωπο του ηγέτη-αξιωματούχου, ώστε να φαίνεται το πρόσωπο αυτό η ίδια η πραγματικότητα των κοινωνικών σχέσεων, και όχι το αντικαθρέφτισμά τους. Όπως το φετιχοποιημένο σκήπτρο του βασιλιά φαντάζει πηγή δύναμης και εξουσίας, ενώ συμβολίζει κυριαρχικές σχέσεις και δεν παράγει αλλά ''φωτίζει'' την πραγματικότητα του εξουσιασμού, έτσι και η προσωπολατρία του λαού σε ένα πρόσωπο καταδεικνύει μια γενικευμένη μυστικοποίηση των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων, η οποία ελλοχεύει κάθε φορά στα δίπολα κυρίαρχων αντιθέσεων, με την υπεροχή του ενός πόλου έναντι του έτερου και την ανάδυσή του ως Άλλου, Αλλότριου, υπερέχοντος και εξωτερικού, αντικειμενικοποιημένου και επιβεβλημένου πάνω στην αδύναμη πλευρά της αντίθεσης. Πολλές ομοιότητες, βάσει των παραπάνω, παρουσιάζει η θρησκευτική λατρεία με την προσωπολατρία, η οποία, μεταξύ άλλων, εδράζεται στην μυστικοποίηση της φύσης καθώς αυτή επιβάλλεται στον άνθρωπο σαν αλλότρια δύναμη, εντός της διαλεκτικής και αντιθετικής σχέσης ανθρώπου-Φύσης. Η ανισότητα των αντιθέτων και η επιβολή της Φύσης στον άνθρωπο, εκφράζεται στην καθυπόταξή του από τις φυσικές δυνάμεις αλλά και στο γεγονός του θανάτου (όπου η αντίθεση λύνεται με την αναίρεση του ενός πόλου, του ανθρώπου, και τον μετασχηματισμό του σε ανόργανη ύλη). Ο άνθρωπος πιστεύει στον Θεό γιατί μυστικοποιεί την ισχυρή πλευρά αυτής της διαλεκτικής σχέσης και προσπαθεί να την εξημερώσει ανορθολογικά με την λατρεία και την θυσία, γιατί δεν μπορεί να την υπαγάγει στον ορθολογικό του έλεγχο, της γνώσης και του μετασχηματισμού προς όφελός του. Την αλλοτριωτική και αλλοτριωμένη από αυτόν ανθρώπινη πίστη, την καθυπόταξη στο μη γνώσιμο-μη ελέγξιμο και την σχέση του με αυτό, την βιώνει μεταμορφωμένη σε αισθητηριακά ισοδύναμα, συναισθήματα δέους, ανημποριάς, παραίτησης, ελπίδας. Έτσι και στην προσωπολατρία, όπου το λατρευτικό αντικείμενο είναι εγκόσμιο (όπως άλλωστε και οι θρησκευτικοί ηγέτες ή τα θρησκευτικά σύμβολα-φετίχ), το φαινόμενο το ίδιο μας καταδεικνύει ότι υπάρχει μυστικοποίηση, φετιχισμός στις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις, και υποταγή σε μια αλλότρια δύναμη που βαίνει κάθετα και αντιθετικά προς εκείνους που έντονα αισθάνονται να βρίσκονται κατώτερα σε μια ιεραρχική διάταξη. Το αποσπασμένο και απο-γειωμένο το πρόσωπο που λατρεύεται συν-οψίζει και φέρει συμβολικά αντιθετικές σχέσεις και την ανισότητα του κυρίαρχου στοιχείου που μυστικοποιείται και υπερτίθεται.
Η ανάλυση αυτή αναφαίνεται στο ''Κεφάλαιο'' του Κ.Μάρξ, στην ενότητα ''ο φετιχικός χαρακτήρας του εμπορεύματος και το μυστικό του''(σελ 84). Εκεί αναφέρεται πώς οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι παράγουν τα εμπορεύματα, στην σφαίρα της κυκλοφορίας παρουσιάζονται ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων, μεταξύ εμπορεύματων. Οι ποσοτικές συσχετίσεις των εμπορευμάτων όπως αντανακλώνται στο ποιοτικό τους ισοδύναμο, το χρήμα, αλλά και οι ιδιότητες που αυτά έχουν έχοντας γίνει αντικείμενο της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας, εμφανίζονται ως φυσικές ιδιότητές τους, σαν το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα, και όχι ως ένυλες εκφράσεις των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων στην σφαίρα της παραγωγής που πραγματοποιούνται ολοκληρωτικά όταν το εμπόρευμα πωλείται στην αγορά εργασίας. Τα εμπορεύματα είναι ορατά ως τέτοια, μαγικά και ποθητά αντικείμενα, λατρεύονται ως τέτοια και μυστικοποιούνται, υποκρύπτοντας την πραγματικότητα της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας και της ταξικής πάλης που κρύβεται πίσω τους. ''Η μορφή του ξύλου λχ, μεταβάλλεται όταν φτιάχνουν από αυτό ένα τραπέζι. Παρ'όλα αυτά το τραπέζι παραμένει ξύλο, ένα κοινό αισθητό πράγμα. Μόλις όμως εμφανίζεται σαν εμπόρευμα, μετατρέπεται σε αισθητό υπεραίσθητο πράγμα. Δε στέκεται μόνο με ταπ όδια του στο έδαφος, μα απέναντι σε όλα τ'άλλα εμπορεύματα πατάει με το κεφάλι κάτω και αρχίζει το ξυλένιο του κεφάλι να γεννοβολά φαντασιοπληξίες, πιο θαυμαστές ακόμα κι από το αν άρχιζε να χορεύει στα καλά καθούμενα..το μυστηριώδες της εμπορευματικής μορφής συνίσταται λοιπόν απλούστατα στο ότι αντανακλάει στους ανθρώπους τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της δουλειάς τους σαν υλικά χαρακτηριστικά των προιόντων της εργασίας, σαν φυσικές κοινωνικές ιδιότητες αυτών των πραγμάτων, για αυτό η κοινωνική σχέση των παραγωγών με τη συνολική εργασία φαίνεται σ'αυτούς σαν μια κοινωνική σχέση αντικειμένων που υπάρχει έξω από αυτούς(1)''. Πιο κάτω ο Μάρξ σημειώνει:''Πρόκειται μόνο για την καθορισμένη κοινωνική σχέση των ίδιων των ανθρώπων που παίρνει εδώ την φαντασμαγορική μορφή μιας σχέσης ανάμεσα σε πράγματα. Για να βρούμε λοιπόν μια αναλογία, πρέπει να καταφύγουμε στη νεφελώδικη περιοχή του θρησκευτικού κόσμου. Εδώ τα προιόντα του ανθρώπινου κεφαλιού φαίνονται σαν νά'ναι προικισμένα με δική τους ζωή, σαν αυτοτελείς μορφές που βρίσκονται σε σχέσεις μεταξύ τους και με τους ανθρώπους(2)''. Στη συνέχεια, αναφερόμενος στο φαινόμενο του φετιχισμού στις διάφορες μορφές του και σε παλαιότερες της αστικής κοινωνίες, ο Μάρξ κάνει ακόμη μια πολύ σημαντική παρατήρηση:''Oι παλιοί εκείνοι (ενν. Αρχαία Ελλάδα κ.α) κοινωνικοί παραγωγικοί οργανισμοί είναι πολύ πιο απλοί και πιο διάφανοι από τον αστικό, στηρίζονται όμως είτε πάνω στην ανωριμότητα του ανθρώπου σαν ατόμου που δεν έχει ακόμα αποσπαστεί από τον ομφάλιο λώρο της φυσικής σχέσης του με τους άλλους ανθρώπους του γένους, είτε πάνω σε άμεσες σχέσεις κυριαρχίας και υποδούλωσης. Καθορίζονται από μια χαμηλή βαθμίδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας και από αντίστοιχα περιορισμένες σχέσεις των ανθρώπων μέσα στα πλαίσια του υλικού προτσές παραγωγής της ζωής τους, επομένως από περιορισμένες σχέσεις μεταξύ τους και προς την φύση. Αυτός ο πραγματικός περιορισμός αντικαθρεφτίζεται ιδεατά στις παλιές φυσικές και λαικές θρησκείες. Η θρησκευτική αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου μπορεί γενικά να εξαφανιστεί μόνο από τη στιγμή που οι σχέσεις της πρακτικής καθημερινής ζωής θα εκφραστούν για τους ανθρώπους καθημερινά καταφανείς λογικές σχέσεις μεταξύ τους και προς τη φύση.Η μορφή του κοινωνικού προτσές της ζωής, δηλ. του υλικού προτσές της παραγωγής θ'αποβάλει τον μυστικιστικό νεφελώδικο πέπλο της μόνο από τη στιγμή που σαν προιόν μιας ελεύθερης κοινωνικής ένωσης ανθρώπων θα βρίσκεται κάτω από το συνειδητό σχεδιασμένο έλεγχό τους. Για το σκοπό αυτό απαιτούνται ωστόσο μια υλική βάση της κοινωνίας ή μια σειρά υλικοί όροι ύπαρξης, που με τη σειρά τους πάλι είναι το αυθόρμητο προιόν ενός μακρόχρονου και βασανιστικού προτσές ανάπτυξης(3)''.
Πρόκειται για θεμελιώδεις και κομβικής σημασίας παρατηρήσεις. Η θρησκευτική αντανάκλαση του κόσμου και η μυστικιστική ομίχλη που συγκαλύπτει τις πραγματικές υλικές και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, θα εξαφανιστεί μοναχά στον ώριμο κομμουνισμό. Η σοσιαλιστική μετάβαση είναι, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, μια διαδικασία απομυστικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων, κατά βάση των παραγωγικών αλλά και ευρύτερα όλων των σχέσεων διανθρώπινης επικοινωνίας. Επομένως, ακόμη και αν στην Σοβιετική Ένωση φαινομενικά η θρησκευτική αντανάκλαση ήταν εξαιρετικά αποδυναμωμένη, ο φετιχισμός και η μυστικοποίηση των πραγματικών σχέσεων παίρνει μια άλλη μορφή, αυτήν της λατρείας στο πρόσωπο του γενικού γραμματέα του κόμματος και των προηγούμενων ηρώων της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά και του Συμβουλίου των Υπουργών, των μελών του Πολιτικού Γραφείου και όσων έχουν τον πρώτο λόγο στον κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής. Όσο προχωρά η σοσιαλιστική οικοδόμηση, πρέπει να προχωράει και η απομυστικοποίηση-αποφετιχοποίηση των παραγωγικών και των κοινωνικών σχέσεων, άρα να εξαλείφονται βαθμιαία τα φαινόμενα προσωπολατρίας και ειδωλοποίησης, σε έναν μαρασμό σαν εκείνο του κράτος, έως τον ώριμο κομμουνισμό.
Η σοσιαλιστική κοινωνία είναι μια κοινωνία που αναδύεται από τα σπλάχνα του καπιταλισμού. Η μάχη του παλιού με το καινούργιο είναι η μάχη ανάμεσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τις αστικές παραγωγικές σχέσεις, που πρέπει οριστικά να αρθούν, και τις κομμουνιστικές σχέσεις οι οποίες αρχικά υπάρχουν σπερματικά και, όσο προωθείται η υπόθεση του κομμουνισμού, τόσο πρέπει να εξαπλώνονται κατ'έκταση και κατ'ένταση. Ο φετιχισμός των παραγωγικών σχέσεων και η μυστικοποίηση είναι απομεινάρι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά και όλων των προγενέστερων αυτού, και αίρεται βαθμιαία με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Η προσωπολατρία αποτελεί επιφαινόμενο της μυστικοποίησης των ανθρώπινων σχέσεων που κληρονομείται από την ''προ-ιστορία της ανθρωπότητας'', και αυτή η μυστικοποίηση και ο φετιχισμός διατηρούνται κατά την σοσιαλιστική μετάβαση στον κομμουνισμό. Και αυτό γιατί τα μέσα παραγωγής δεν έχουν κοινωνικοποιηθεί πλήρως (αντίφαση νομικοπολιτικής/τυπικής-ουσιαστικής κοινωνικοποίησης της παραγωγής), δηλαδή το υλικό προτσές παραγωγής της ζωής των ανθρώπων δεν βρίσκεται κάτω από τον συνειδητό έλεγχο όλης της κοινωνίας, αφού ακόμη διεξάγεται η ταξική πάλη με νέες μορφές, αυτή της αντίθεσης πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας (και διευθυντικής-εκτελεστικής), πόλης χωριού κτλ. Στην σοσιαλιστική οικοδόμηση, η αντίθεση της διευθυντικής-εκτελεστικής εργασίας γίνεται πιο βασική, καθώς η υπό στενή έννοια ταξική αντίθεση κεφαλαίου εργασίας αίρεται, και φαίνονται σε καθαρή μορφή οι προ-ταξικές αντιθέσεις στο υπόστρωμα αυτής, που πλέον καθίστανται μετα-ταξικές, σε ένα ανώτερο επίπεδο (όπως ακριβώς ο κομμουνισμός είναι η άρση της ατομικής ιδιοκτησίας και η επιστροφή στον πρωτόγονο κοινοκτητικό τρόπο παραγωγής, αλλά σε ένα κατά πολύ ανώτερο επίπεδο). Έτσι λοιπόν, ο σχεδιασμός της παραγωγής γίνεται κυρίαρχα από το κόμμα της εργατικής τάξης, και όχι από την ίδια την εργατική τάξη, πράγμα που θα είναι δυνατόν μόνο στον ώριμο κομμουνισμό και θα σημάνει και την κατάργηση της ίδιας της εργατικής τάξης ως τάξης. Το γεγονός αυτό, ότι υπάρχει ακόμα η διάσταση πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας και η παραγωγή δεν διευθύνεται από όλα τα μέλη της κοινωνίας αλλά κυρίαρχα από το κομμουνιστικό κόμμα (όχι απόλυτα: βλέπε διάκριση γενικού πλάνου και ειδικών πλάνων), παράγει εκείνο το Αλλότριο, έξωθεν επιβεβλημένο, που υπερτίθεται ως ισχυρότερο του άλλου πόλου της αντίθεσης, των εκτελεστών. Οι παραγωγικές σχέσεις δεν έχουν απομυστικοποιηθεί-αποφετιχοποιηθεί πλήρως, καθώς ο σχεδιασμός είναι ακόμη απομακρυσμένος και αποσπασμένος από την εργατική τάξη ως πανοπτικός έλεγχος και ρύθμιση των όρων της υλικής της ύπαρξης, αλλά και πιο μικροσκοπικά, στο εσωτερικό των εργοστασίων και των άλλων χώρων της εργασίας (όπου διατηρείται η εξουσία και η μισθολογική υπεροχή του διευθυντή). Το κράτος και το δίκαιο υπάρχουν ακόμα, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό λόγω και των ιστορικών συνθηκών στην Σοβιετική Ένωση, το χάσμα γνώσης μεταξύ των μελών της εργατικής τάξης και του κόμματος διατηρείται (δεν μπορούν όλοι να ασκήσουν πανοπτικό έλεγχο των διαφορετικών πολυκλαδικών παραγωγικών συγκροτημάτων), οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις σε έναν βαθμό επιβιώνουν, η ταξική πάλη και με φορά από το εξωτερικό στο εσωτερικό θεριέβει. Αλλά ακόμα, δεν έχει αρθεί η διάκριση νεκρής-ζωντανής εργασίας, και δεν έχουμε περάσει από την εκτατική στην εντατική ανάπτυξη της οικονομίας, που θα αυτοματοποιήσει σημαντικούς κλάδους της παραγωγής, θα μειώσει δραστικά την χειρωνακτική εργασία, θα απελευθερώσει τον ελεύθερο χρόνο, θα ομογενοποιήσει την παραγωγική διαδικασία ώστε να μπορεί να ασκήσει ο καθένας σε αυτήν έλεγχο, θα αμβλύνει τις βιολογικές-σωματικές ανισότητες.
Το ότι λοιπόν η προσωπολατρία εντείνεται, πρέπει να αποτελεί χαρακτηριστικό σημάδι της μυθολογικής όψης των πραγματικών σχέσεων και όξυνσης της αντίθεσης διευθυντικής-εκτελεστικής εργασίας ως τον βαθμό της αντίφασης. Αυτό σημαίνει, πως για την ΕΣΣΔ τα φαινόμενα προσωπολατρίας (τεράστια πορτρέτα και παρελάσεις προς τιμήν του ενός ή του άλλου πολιτικού ταγού, προπαγανδιστικές ''αγιογραφίες'', και αργότερα μαυσωλεία επιφανών ηγετών του κομμουνιστικού κινήματος!!!) έπρεπε να αποτελέσουν εφαλτήριο αποφετιχοποίησης των παραγωγικών σχέσεων, με τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό τους, με την διάχυση του ελέγχου των παραγωγικών συγκροτημάτων στην εργατική τάξη, όσο ασφαλώς θα επέτρεπαν οι αντικειμενικές συνθήκες. Έτσι, όπως αναφέρει και ο Μάρξ, οι παραγωγοί θα έβλεπαν τις μεταξύ τους σχέσεις λιγότερο μυστηριώδεις και αποκομμένες από αυτούς και περισσότερο λογικές, διαφανείς, κοινωνικές μεταξύ τους υλικές σχέσεις, Θα συνειδητοποιούσαν ότι είναι οι ίδιοι και η ενότητά τους που αναπαράγει την ύπαρξη τους και τον πνευματικό τους πλούτο, και όχι το ένα ή το άλλο πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται ως φυσικό του χαρακτηριστικό αυτή η ενωτική ισχύς, ενώ στην πραγματικότητα την συμβολίζει. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την ανατροπή-κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την πλήρη (και θεσμικά εκφρασμένη) άνοδο της κεφαλαιοκρατίας, άνθισαν ο εθνικισμός και οι διάφορες μεταφυσικές και θρησκευτικές δοξασίες. Η μυστικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων που χρόνια θέριεβε σε ένα καθεστώς το οποίο υποτίθεται ότι έβαινε προς τον κομμουνισμό, προσέλαβε πια τις μορφές που τις αντιστοιχούν σε ένα καπιταλιστικό καθεστώς, και εγκολπώθηκε πλήρως στις πλέον κατάλληλες και σύμμορφες με αυτήν αστικές σχέσεις παραγωγής.
Βεβαίως, όταν αναφέρεται κανείς στην προσωπολατρία, πρέπει να έχει υπόψη του ένα ειδικό χαρακτηριστικό κατά την σοσιαλιστική μετάβαση προς τον κομμουνισμό. Το πέρασμα αυτό είναι το πρώτο στην ιστορία της ανθρωπότητας συνειδητά σχεδιασμένο πέρασμα από τον ένα τρόπο παραγωγής στον άλλο. Τον αγώνα αυτό αναλαμβάνει το κομμουνιστικό κόμμα και η εργατική τάξη, και ακριβώς λόγω αυτού του συνειδητού χαρακτήρα περάσματος που πρέπει να άρει όλους τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής της ατομικής ιδιοκτησίας (και όχι μόνο τον ΚΤΠ), ακριβώς για αυτό ο υποκειμενικός παράγοντας διαδραματίζει σπουδαιότερο ρόλο. Το εποικοδόμημα συγχωνεύεται με την οικονομική βάση, οι παραγωγικές σχέσεις με τις παραγωγικές δυνάμεις, οι πλευρές των βασικών αντιθέσεων παιρνούν η μία στην άλλη και αλληλοαναιρούνται. Οι παραγωγικές σχέσεις γίνονται σε μεγάλο βαθμό διοικητικές και διευθύνονται κυρίαρχα από το κόμμα της εργατικής τάξης. Το γεγονός αυτό απολήγει στο να έχουν οι πολιτικοί εκπρόσωποι της εργατικής τάξης αύξοντα ρόλο. Άρα η εκδήλωση του φετιχισμού και της μυστικοποίησης των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων στα πρόσωπα του πολιτικού προσωπικού που κυρίαρχα αναλαμβάνουν την σχεδιοποίηση και συνολικά δρομολογούν αυτό το κολοσσιαίο ποιοτικό άλμα, είναι πολύ πιθανότερη. Η προσωπολατρία ήταν για την ΕΣΣΔ αναγκαία και αναπόφευκτη στο στάδιο αυτό, όπως και το κράτος, αλλά θα πρέπει να αναγνωρίζεται ως εχθρός σύμφυτος με τον χαρακτήρα της σοσιαλιστικής μετάβασης, και να γίνονται προσπάθειες ώστε αυτή να φθίνει. Αυτό μπορεί να γίνει έμπρακτα, με την όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή και εγγύτητα της εργατικής τάξης στον κεντρικό σχεδιασμό και την άμβλυνση της αντίθεσης διευθυντικής-χειρωνακτικής εργασίας αλλά και την περιστολή της σφαίρας των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και του χρήματος, πέρα από τις άλλες ιδεολογικές προλεταριακές μορφές, μέσα από τις οποίες συνειδητοποιούνται οι όντως ούσες σχέσεις παραγωγής και αποκωδικοποιούνται σε λογικές σχέσεις μεταξύ συνεργαζόμενων ανθρώπων.
Οι κομμουνιστές δεν πρέπει να καλλιεργούν το δέος και τον θαυμασμό που αναγκαία εμπνέει στους συντρόφους τους κάθε ηρωική τους πράξη ή κάθε ανώτερη δεξιότητά τους, την οποία επιστρατεύουν στον κοινό τους αγώνα με την εργατική τάξη. Αντίθετα, πρέπει να προάγουν την συλλογική δράση, τονίζοντας την συμπληρωματικότητα όλων των μελών, ''ανάλογα με τις ικανότητές τους'', στο σύνολο, ''ανάλογα με τις ανάγκες του''. Η αντίληψη αυτή και η πρόταξη της ανθρώπινης, λογικής και κοινωνικής ενότητας που τίποτα το φενακισμένο από υπεράνθρωπες δυνάμεις και μεταφυσικές ικανότητες δεν κρύβει (όπως δεν κρύβει καμιά απόλυτη γνώση και κανένα αλάθητο), είναι ένα προαπείκασμα και το καλύτερο παράδειγμα του κομμουνιστικού, συλλογικού μας μέλλοντος. Για αυτόν τον λόγο, όταν βλέπουμε και ακούμε ξέφρενες εκδηλώσεις λατρείας προς τον ένα ή τον άλλο αγωνιστή του κινήματος, όταν η συνθηματολογία περιστρέφεται γύρω από ονόματα και όχι από ρηξικέλευθες ιδέες και στόχους, όταν η κριτική στο ένα ή το άλλο ιστορικό πρόσωπο γίνεται ταμπού και ταυτίζεται με ''αντικομμουνισμό'', καλύτερα να προσέχουμε λίγο τα λόγια μας και σε ποιούς αποδίδονται τα πιστοποιητικά του ''καθαρού μαρξισμού.''
Η συμβολοποίηση και η ειδωλοποίηση μορφών του κομμουνιστικού κινήματος, είναι απαραίτητο συνεκτικό στοιχείο εντός της εργατικής τάξης, καθώς ακόμη και τα φύσει και θέσει επαναστατικά υποκείμενα εργασίας αναπτύσσονται μέσα στις συνθήκες της καπιταλιστικής αγοράς και ενός αλλοτριωμένου κόσμου. Το σημεία αναφοράς του ταξικού αγώνα, οι μύθοι του επαναστατικού παρόντος και μέλλοντος και τα προλεταριακά ιδανικά, είναι όπλα που επιστρατεύονται και αντιστρατεύονται τους μύθους, τα ιδανικά και τα σύμβολα του ταξικού εχθρού. Σε μια διαλεκτική των μέσων-σκοπών, η χρήση τους είναι θεμιτή όσο και αναπόφευκτη, όπως εκείνη η πύρινη γλώσσα της υπερβολής που σφράγισε πολλές διατυπώσεις των κλασικών μαρξιστών, σε πολιτικές συγκυρίες που έπρεπε να ανθίσει το επαναστατικό όραμα. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως όλες αυτές οι τακτικές συμβολικών επικλήσεων, δεν πρέπει να μας απορροφούν μέσα τους, καθώς αντλούν τις προϋποθέσεις αποτελεσματικότητάς τους από την αλλοτρίωση και την αδυναμία αυτοσυνείδησης του σημερινού κόσμου, που θέλουμε να υπερβούμε.
(1)Κ.Μάρξ, το Κεφάλαιο, σελ 84,85, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
(2)Ό.π, σελ 86.
(3)Ό.π, σελ 93.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου