Πέρασες για μια μονάχα στιγμή
Μάυρο απάνο σε μαύρο
Ένα χαμόγελο γεμάτο λευκά δόντια
γεμάτο ξασπρισμένα λεία βότσαλα
Κι εκεί ψηλά το χαμομήλι μαζεύει τα φυλλαράκια του λυγώντας στον άνεμο
Γέμισαν τα βουνά στο πέρασμά σου
Σκύψαμε και ψυθιρίσαμε στο αυτί της βάβως μας τ' όνομά σου
κειδά καθισμένη στο κατώφλι
κι εκείνη έσφιγγε μ' αγάπη τον καρπό μας απάνω στην φλέβα
Μυριάδες ακούραστα μερμύγκια ακολουθούν την ανθρώπινη φάλαγγα
Σβέρκο το σβέρκο
Χέρι το χέρι
Νερό απ' το βυζί της πέτρας
Ψωμί ζυμωμένο από χώμα
Τα σπιτικά τους στέκουν στο λόγγο άδεια κελύφη
Τ' αλώνια τους χορτάριασαν μ' άγριο χόρτο
Τσουκνίδα κι αγκάθι μες στην ξερολιθιά
και τα σκυλιά τους σκόρπισαν αγριεμένα στα όρη
Στην σπηλιά του γύφτου βρήκαμε τον μπάρμπα μας
Κοιτούσε τ' άδεια του ροζιασμένα χέρια
Τα φιλήσαμε σταυρωτά και τους δώσαμε άρματα
να γεμίσει το κενό απ' όσα αυτές οι δυο φούχτες κρατούσαν
Δίκιο
Τούτη την λέξη μολογά η μάνα με το νεκρό παιδί
Τούτη την λέξη γράφει ο νεκρός με το ματωμένο δάχτυλο στο μνήμα
Κι εσύ τραβάς μπροστά την βαριά αλυσίδα του δίκιου
Την βαριά αλυσίδα των ανθρώπων
Κι ήρθε πάλε καιρός που το ζεμπίλι γιώμισε σφαίρες
Η νύχτα με τα λυτά σκυλιά και τα μακριά μαχαίρια
Άσπρισ' η τρίχα κειδά στα μυνήγγια
και το κεφάλι κοιτά αυστηρά τον σκυφτό διαβάτη που κρύβει στο πανωφόρι το βλέμμα,
μην τύχει και δει τι κρέμασαν στον φανοστάτη
"Άραγε", αναρωτιόνται οι λόγγοι κι οι κορφούλες "πρόλαβες να δεις λίγο τ' άστρα, πριν ακουμπήσεις την χειροβομβίδα στην καρδιά; "
Διαμάντης Θεόφιλος
Μάυρο απάνο σε μαύρο
Ένα χαμόγελο γεμάτο λευκά δόντια
γεμάτο ξασπρισμένα λεία βότσαλα
Κι εκεί ψηλά το χαμομήλι μαζεύει τα φυλλαράκια του λυγώντας στον άνεμο
Γέμισαν τα βουνά στο πέρασμά σου
Σκύψαμε και ψυθιρίσαμε στο αυτί της βάβως μας τ' όνομά σου
κειδά καθισμένη στο κατώφλι
κι εκείνη έσφιγγε μ' αγάπη τον καρπό μας απάνω στην φλέβα
Μυριάδες ακούραστα μερμύγκια ακολουθούν την ανθρώπινη φάλαγγα
Σβέρκο το σβέρκο
Χέρι το χέρι
Νερό απ' το βυζί της πέτρας
Ψωμί ζυμωμένο από χώμα
Τα σπιτικά τους στέκουν στο λόγγο άδεια κελύφη
Τ' αλώνια τους χορτάριασαν μ' άγριο χόρτο
Τσουκνίδα κι αγκάθι μες στην ξερολιθιά
και τα σκυλιά τους σκόρπισαν αγριεμένα στα όρη
Στην σπηλιά του γύφτου βρήκαμε τον μπάρμπα μας
Κοιτούσε τ' άδεια του ροζιασμένα χέρια
Τα φιλήσαμε σταυρωτά και τους δώσαμε άρματα
να γεμίσει το κενό απ' όσα αυτές οι δυο φούχτες κρατούσαν
Δίκιο
Τούτη την λέξη μολογά η μάνα με το νεκρό παιδί
Τούτη την λέξη γράφει ο νεκρός με το ματωμένο δάχτυλο στο μνήμα
Κι εσύ τραβάς μπροστά την βαριά αλυσίδα του δίκιου
Την βαριά αλυσίδα των ανθρώπων
Κι ήρθε πάλε καιρός που το ζεμπίλι γιώμισε σφαίρες
Η νύχτα με τα λυτά σκυλιά και τα μακριά μαχαίρια
Άσπρισ' η τρίχα κειδά στα μυνήγγια
και το κεφάλι κοιτά αυστηρά τον σκυφτό διαβάτη που κρύβει στο πανωφόρι το βλέμμα,
μην τύχει και δει τι κρέμασαν στον φανοστάτη
"Άραγε", αναρωτιόνται οι λόγγοι κι οι κορφούλες "πρόλαβες να δεις λίγο τ' άστρα, πριν ακουμπήσεις την χειροβομβίδα στην καρδιά; "
Διαμάντης Θεόφιλος
Πηγή:ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ
Παντοτινή τιμή στον πρωτοκαπετάνιο των ξεσηκωμένων!
ΑπάντησηΔιαγραφή"Άραγε [...] πρόλαβες να δεις λίγο τ' άστρα, πριν ακουμπήσεις την χειροβομβίδα στην καρδιά; "
ΑπάντησηΔιαγραφή