Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

Ο Μαρξ και ο τυφλοπόντικας

 Από το Radical Desire
Αλλά η επανάσταση είναι συστηματική. Ακόμα, ταξιδεύει μέσα στο καθαρτήριο. Κάνει τη δουλειά της μεθοδικά...Και όταν έχει ολοκληρώσει το δεύτερο μισό της προκαταρκτικής της εργασίας, η Ευρώπη θα αναπηδήσει απ' το κάθισμά της και θα φωνάξει: έσκαψες καλά, γερο- τυφλοπόντικα!
Κ. Μαρξ, 18η Μπρυμαίρ
Αίσωπος, Μακιαβέλι, Χομπς, Μαντεβίλ, Σουίφτ, Λα Φονταίν....Μαρξ. Ζωϊκές αλληγορίες. Διδακτική ζωοπολιτική. Ένα είδος με την δική του ιστορία, υπόγεια και τις περισσότερες φορές αόρατη για την επίσημη λογοτεχνική ιστορία, που μάλλον το θεωρεί περιορισμένου διανοητικού βεληνεκούς και περιφερειακό σε σημασία.
Ο κόρακας και η αλεπού, ο λαγός και η χελώνα, ο κένταυρος, ο Λεβιάθαν, οι μέλισσες, οι Ουϊμίν τα έλλογα άλογα, ο λύκος και το πρόβατο, ο τυφλοπόντικας: Η αλληγορία του Μαρξ είναι αρκετά προκλητική, μάλλον ρηξικέλευθη. Ας θυμηθούμε ότι η αναπαράσταση της  επανάστασης στον 19ο αιώνα είναι επική, εξυψωτική, ηρωϊκή, sublime. Η πεμπτουσία της ρομαντικής αναπαράστασης της (αστικής βέβαια) επανάστασης είναι, φυσικά, ο Ντελακρουά, αλλά και ένα σωρό μιμητές του σε Ευρώπη και Βόρειο Αμερική. H ρομαντική αναπαράσταση δεν έχει χώρο για τυφλοπόντικες. Οι τυφλοπόντικες δεν είναι sublime, είναι underground.
Αλλά ο Μαρξ δεν μιλάει για αστική επανάσταση και δεν τον ενδιαφέρει ο κόσμος του Ντελακρουά. Τα δικά του επαναστατικά υποκείμενα δεν κινούνται στο φως του Διαφωτισμού. Είναι τα υπολείμματά του. Η δική τους σφαίρα είναι "το καθαρτήριο." Δύσμορφα, αγράμματα, αξιοπεριφρόνητα αντικείμενα της αηδίας και της απέχθειας της αστικής κοινωνίας που έρπουν στα τέσσερα: λέγονται προλετάριοι. Η δική τους επανάσταση, αυτό λέει η ζωοπολιτική αλληγορία σε ένα πρώτο επίπεδο, μπορεί να κυοφορηθεί μόνο υπόγεια, να προετοιμαστεί κάτω απ' την επιφάνεια των πραγμάτων, σε αλληγορικές σήραγγες όπως αυτές που φαντάζονται σε κυριολεκτικό επίπεδο ο Ευγένιος Σου και ο Βίκτωρ Ουγκώ στα Μυστήρια των Παρισίων και τους Αθλίους αντίστοιχα. Ή, έξω απ' τα σύνορα της λογοτεχνίας, στις σήραγγες των ορυχείων όπου συχνά-πυκνά οι προλετάριοι θάβονται ζωντανοί όταν κάτι πάει στραβά και καταρρεύσουν τα τοιχώματα. Πώς θα θελε τότε κάποιος να είναι κυριολεκτικά τυφλοπόντικας, να σκάψει με όλη του τη δύναμη προς την έξοδο! Μερικές φορές, το να γίνεσαι τυφλοπόντικας είναι απαραίτητο, ιδιαίτερα όταν δεν έχεις προοριστεί ακριβώς να ζεις έξω, στο φως που περιβάλλει την καλή κοινωνία, τους ανθρώπους με τρόπους και ευπρέπεια.
Για τον τυφλοπόντικα --αυτό τον ενδιαφέρει επίσης τον Μαρξ-- όλα είναι δρόμος, πέρασμα, δίοδος. Αν το σκεφτείς, ο τρόπος του μοιάζει πολύ μ' αυτόν του "καταστροφικό χαρακτήρα" στον Μπένγιαμιν:
Ο καταστροφικός χαρακτήρας εργάζεται πάντα ατάραχα. Η Φύση είναι αυτή που υπαγορεύει τους ρυθμούς του, τουλάχιστον έμμεσα, διότι πρέπει να την προλάβει. Αλλιώς θα αναλάβει αυτή την καταστροφή.[...]
Ο καταστροφικός χαρακτήρας δεν βλέπει τίποτε ως μόνιμο. Αλλά για αυτόν ακριβώς τον λόγο διακρίνει δρόμους παντού. Εκεί που οι άλλοι βλέπουν τοίχους ή βουνά, εκεί επίσης βλέπει έναν δρόμο. Αλλά επειδή διακρίνει δρόμους παντού, πρέπει να τους καθαρίσει από εμπόδια παντού. Όχι πάντα με την ωμή βία· μερικές φορές με την πιο εκλεπτυσμένη. Επειδή βλέπει παντού δρόμους, στέκεται πάντοτε στο σταυροδρόμι. Καμία στιγμή δεν μπορεί να γνωρίζει τι φέρνει η επόμενη. Αυτό που υπάρχει το κάνει συντρίμμια -- όχι για χάρη των συντριμμιών, αλλά για χάρη του δρόμου που περνά ανάμεσά τους.
Ο τυφλοπόντικας καταστρέφει τη σύσταση του περιβάλλοντος στο οποίο ζει γιατί επιθυμεί διόδους. Αυτή είναι η φυσική του προδιάθεση: να υποσκάπτει το ίδιο του το περιβάλλον στην αναζήτηση περασμάτων. Καθώς γεμίζει το υπέδαφος τρύπες, η εργασία του κάνει το έδαφος επισφαλές, ασταθές. Μια μέρα, μπορεί ο κόσμος όλος που κινείται αμέριμνα από πάνω του να νιώσει τη γη να κλονίζεται κάτω απ' τα πόδια του. Αυτή είναι η στιγμή της πραγματικής αναγωγής του τυφλοπόντικα σε επαναστάτη: όχι η στιγμή που φτάνει σε ένα σημείο-στόχο, γιατί τέλος ούτε υπάρχει ούτε έχει νόημα για αυτόν, αλλά η στιγμή που το αδιάκοπο σκάψιμό του κάνει το έδαφος, και όσους στέκονται πάνω του, να καταρρεύσει.

Ο τυφλοπόντικας σκάβει στα τυφλά. Αυτό δεν σημαίνει ότι σκάβει χωρίς νόημα, χωρίς πλάνο. Σημαίνει ότι το πλάνο του είναι το ίδιο το σκάψιμο, όχι η ουτοπία του πού οδηγεί. Υπάρχει σιγουριά στην εργασία του, αλλά δεν είναι η σιγουριά της τελεολογίας. Υπάρχει ένστικτο ακριβές για τα σημεία εκείνα όπου το έδαφος είναι πιο ευάλωτο, υποχωρεί πιο εύκολα στη μουσούδα και τα νύχια του. Αλλά όχι ενόραση, ούτε προφητεία. Ο τυφλοπόντικας δεν καταστρώνει σχέδια για το μέλλον, δεν κατασκευάζει μακέτες μιας ωραίας κοινωνίας για τυφλοπόντικες. Δεν έχει χρόνο για αυτά. Η μεθοδικότητά του συνοδεύεται από την έλλειψη ευαισθησίας απέναντι στις αναπαραστάσεις των ωραίων συναισθημάτων, των ωραίων εμπειριών. Δεν τις βλέπει καν. Το πεδίο του ορατού είναι άλλωστε για αυτούς που ζουν στο φως, του κόσμου από πάνω, του Διαφωτισμού, των ευκλεών χειραφετήσεων του παρελθόντος. Ο δικός του κόσμος είναι σκοτεινός, γεμάτος απ' την αποφορά της μούχλας και της αποσύνθεσης του αρχείου, θαμμένων σκουπιδιών που ο κόσμος πέταξε πριν καιρό και μετά ξέχασε πως υπάρχουν.
Πολύ πριν οι Ντελέζ και Γκουαταρί ανακαλύψουν το "γίγνεσθαι ζώο", ο Μαρξ, χαμένος μέσα στο αρχείο της Βρετανικής βιβλιοθήκης όπου τρύπωνε και ροκάνιζε στις εφημερίδες, τις αναφορές εργατικών ατυχημάτων, τα πρακτικά του κοινοβουλίου, για να φέρει στο φως την θαμμένη και ανήλιαγη ζωή μουτζουρωμένων και βρώμικων προσώπων, την εμπειρία του να ζεις στα τέσσερα σε ένα κόσμο που είναι όλος τοίχωμα και αντίσταση στο σώμα σου, έγινε τυφλοπόντικας. Έγινε ιδρυτής μιας κρυφής συνομοταξίας τρωκτικών που στόχο έκτοτε έχει την διάβρωση, ως το σημείο της εκ των ένδον κατάρρευσης, του περιβάλλοντός της. Η συνομοταξία αυτή δεν συγκεντρώνει τη συμπάθεια των ανθρωπιστών. Το τρίχωμά της είναι τραχύ, τα νύχια της κοφτερά, και η τάση της είναι να δαγκώνει τα χέρια που πάνε να την ταϊσουν. Οι καλλιτέχνες την αποφεύγουν, καθώς δεν ενσαρκώνει τίποτε το υψιπετές και ευπαρουσίαστο. Οι φιλόζωοι, τέλος, προτιμούν σαφώς πιο φιλικά και πειθήνια κατοικίδια από αυτή την αγενή και αγνώμονα φάρα, που θαρρείς και δεν ανασαίνει παρά όταν βρει ευκαιρία να σκάψει, και που δεν επιθυμεί καν τον ήλιο, μόνο τη διάτρηση της πυκνότητας του σκοταδιού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου