από το 43ο φύλλο της εφημερίδας "Εργατική Πολιτική"
Με
κείμενο που υπογράφεται από 100 «προσωπικότητες» από την Ελλάδα και
άλλες 100 από το εξωτερικό λανσαρίστηκε η τελευταία λέξη της μόδας στον
«αντιμνημονιακό αγώνα»: η Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου (ΕΛΕ) του χρέους. Η
πρωτοβουλία αυτή επικαλείται το παράδειγμα του Ισημερινού, όπου
σχηματίστηκε Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου και απέδειξε ότι ένα μέρος του
χρέους ήταν «επαχθές». Στη διαφημιστική εκστρατεία της ΕΛΕ, κεντρικό
ρόλο έπαιξε το ντοκιμαντέρ «Debtocracy» (ή Χρεοκρατία) που μεταδόθηκε
διαδικτυακά. Το αίτημα για σχηματισμό Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου
συνενώνει ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων που περιλαμβάνει διαφωνούντες του
ΠΑΣΟΚ, το σύνολο του ΣΥΡΙΖΑ και φτάνει μέχρι και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η έννοια του επαχθούς χρέους και η περίπτωση του Ισημερινού
Από τους συντελεστές της
πρωτοβουλίας για το σχηματισμό ΕΛΕ, χρησιμοποιείται κατά κόρον η έννοια
του επαχθούς χρέους. Σύμφωνα με την έννοια αυτή που περιγράφτηκε
συγκεκριμένα το 1927, ένα χρέος χαρακτηρίζεται επαχθές όταν: το δάνειο
συνάφθηκε χωρίς τη γνώση και τη συναίνεση των πολιτών, τα χρήματα του
δανείου δεν χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν ανάγκες του λαού της χώρας
και ο πιστωτής ήταν ενήμερος για αυτήν την κατάσταση.
Οι οπαδοί της ΕΛΕ δείχνουν να
έχουν μια μεταφυσική πίστη στο «διεθνές δίκαιο» και φαίνεται να
πιστεύουν ότι είναι πράγματι δυνατόν να χαρακτηριστεί ένα τμήμα του
χρέους επαχθές και να διαγραφεί. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι ο
χαρακτηρισμός του χρέους ενός κράτους σαν «επαχθούς», συνήθως
συνοδευόταν από την ανάλογη στρατιωτική ισχύ που μπορούσε να εξασφαλίσει
τη διαγραφή του χρέους. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Κούβας, όπου – όπως
φαίνεται και στο ντοκιμαντέρ Debtocracy –το χρέος της προς την Ισπανία,
δεν αναγνωρίστηκε από τις ΗΠΑ όταν την απέσπασαν από τα χέρια των
Ισπανών μετά τον ισπανοαμερικάνικο πόλεμο του 1898 (δηλαδή πολύ πριν
εισαχθεί η έννοια του επαχθούς χρέους). Τότε ήταν και η πρώτη φορά που
ένα χρέος χαρακτηρίστηκε ως επαχθές. Ανάλογη είναι και η περίπτωση του
Ιράκ, όπου μετά την κατάληψη της χώρας από τον αμερικανικό στρατό, το
χρέος της χώρας χαρακτηρίστηκε επαχθές και τα δάνεια της χώρας (τα οποία
είχαν συναφθεί κυρίως με τη Γαλλία και τη Ρωσία, δηλαδή με ανταγωνιστές
των ΗΠΑ στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό) κηρύχτηκαν μη πληρωτέα και
διαγράφτηκαν σε ποσοστό 80 %.
Και στις δύο περιπτώσεις, η
(πλήρης ή σχεδόν πλήρης) διαγραφή του κρατικού χρέους βασίστηκε στην
ισχύ των όπλων, δηλαδή στη βασική αρχή του διεθνούς δικαίου που υπάρχει
στην πραγματικότητα. Διεθνές δίκαιο που βασίζεται σε αρχές και νόμους
και μπορεί να διαγράφει επαχθή χρέη υπάρχει μόνο στη φαντασία κάποιων
αφελών. Άλλες περιπτώσεις όπου είχαμε μερική διαγραφή του χρέους –
κοινώς «κούρεμα» - αφορούσαν χώρες στις οποίες το χρέος ήταν μη
εξυπηρετήσιμο και οι απαιτήσεις των πιστωτών προκάλεσαν εξεγέρσεις που
απείλησαν την ταξική κυριαρχία της αστικής τάξης. Τέτοιες περιπτώσεις
είχαμε στην Αργεντινή και τον Ισημερινό.
Η περίπτωση του Ισημερινού
Όπως και σε πολλές άλλες χώρες
που χαρακτηρίζονται «αναπτυσσόμενες», έτσι και στον Ισημερινό είναι
περιορισμένη η κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Τα έσοδα του
προϋπολογισμού αντιστοιχούν περίπου στο 1/6 του ΑΕΠ της χώρας (με βάση
τα στοιχεία για το 2010), ποσοστό που συναντάμε σε χώρες όπως το Περού, η
Αργεντινή και το Μαρόκο. (πίνακας 1).
Αυτό το στοιχείο εξηγεί γιατί ένα
χρέος που μπορεί να είναι χαμηλό ως ποσοστό του ΑΕΠ και ασήμαντο σε
απόλυτους αριθμούς, μπορεί σε τέτοιες χώρες να καθίσταται μη
εξυπηρετήσιμο. Εξηγεί επίσης, γιατί σε αυτές τις χώρες το χρέος ως
ποσοστό του ΑΕΠ είναι κατά μέσο όρο πολύ χαμηλότερο σε σύγκριση με τις
ιμπεριαλιστικές χώρες. Η παρέμβαση του ΔΝΤ στον Ισημερινό έγινε όταν το
χρέος βρισκόταν κοντά στο 60 % του ΑΕΠ. Οι εξελίξεις στη χώρα, από την
επέμβαση του ΔΝΤ και μετά, έχουν πολλές ομοιότητες με τις εξελίξεις στην
Αργεντινή. Η λαϊκή δυσαρέσκεια από την πολιτική που ακολουθήθηκε καθ’
υπαγόρευση του ΔΝΤ, οδήγησε σε εξέγερση, πτώση της μιας κυβέρνησης μετά
την άλλη και πολιτική αστάθεια. Η κατάσταση σταθεροποιήθηκε με μια
κεντροαριστερή κυβέρνηση, την κυβέρνηση του Ραφαέλ Κορέα, η οποία
προχώρησε σε «κούρεμα» του χρέους. Όπως ακριβώς και στην Αργεντινή, η
εξέλιξη αυτή κατέστησε βιώσιμο τον κρατικό προϋπολογισμό, δεν βελτίωσε
όμως ιδιαίτερα την κατάσταση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών
στρωμάτων. Με βάση τα στοιχεία του 2010, το πλουσιότερο 10% του
πληθυσμού απολαμβάνει το 35,3 % του εθνικού εισοδήματος, ενώ το εισόδημα
του φτωχότερου 10 % αντιστοιχεί σε λιγότερο από 1% του ΑΕΠ. Η ανεργία
στη χώρα βρίσκεται στο 7,6 % και το 35,1 % του πληθυσμού ζει κάτω από το
όριο της φτώχειας. Η κατάσταση απέχει παρασάγγας από τη ρόδινη
κατάσταση που παρουσιάζει το Debtocracy. Τα στοιχεία αυτά δικαιώνουν και
την κριτική που ασκείται σε όσους θεωρούν ότι το «κούρεμα» ή η
αναδιάρθρωση του χρέους αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση.
Το καθοριστικό στοιχείο και στις δύο
περιπτώσεις, δεν ήταν φυσικά η ύπαρξη Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου (η
οποία δεν σχηματίστηκε ποτέ στην Αργεντινή), αλλά η εξέγερση που
απείλησε την αστική κυριαρχία και στις δύο χώρες. Κάτω από αυτήν την
απειλή, έγινε δυνατόν να απολέσουν οι κεφαλαιοκράτες πιστωτές μέρος των
προσδοκώμενων εσόδων τους. Άλλωστε, το «κούρεμα» του χρέους που έκανε η
κυβέρνηση Κορέα αφορούσε ένα ποσό κοντά στα 7 δις. δολάρια, ποσό
ασήμαντο αν συγκριθεί π.χ. με τα 400 δις. δολάρια του ελληνικού χρέους
και ακόμα πιο ασήμαντο μπροστά στον πολιτικό κίνδυνο μιας πιθανής
επαναστατικής κατάστασης.
Σε αυτήν την εξέλιξη,
αξιοποιήθηκε στον Ισημερινό το αίτημα για σχηματισμό ΕΛΕ. Το αίτημα αυτό
υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση του Κορέα και έτσι μπόρεσε να σχηματιστεί
Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου, η οποία απέδειξε ότι ένα τμήμα του χρέους
ήταν επαχθές. Ωστόσο, το «κούρεμα» κατά 70% που πραγματοποίησε η
κυβέρνηση αφορούσε στο σύνολο των κρατικών ομολόγων και δεν είχε σχέση
με το αν το ένα ή το άλλο δάνειο, το άλφα ή το βήτα μέρος του χρέους
ήταν επαχθές. Η Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου έπαιξε περιθωριακό ρόλο σε
αυτήν την εξέλιξη και αξιοποιήθηκε κυρίως για προπαγανδιστικούς λόγους.
Εν κατακλείδι, στον Ισημερινό το
κούρεμα του χρέους έγινε κάτω από το βάρος της λαϊκής εξέγερσης. Η
Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου σχηματίστηκε με κυβερνητική απόφαση και
αξιοποιήθηκε από την κυβέρνηση στη διαδικασία αυτή, παίζοντας
προπαγανδιστικό κυρίως ρόλο.
Η «ελληνική» Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου
Το κείμενο με το οποίο 200
«προσωπικότητες» από την Ελλάδα και το εξωτερικό ζητούν το σχηματισμό
επιτροπής για τον έλεγχο του ελληνικού χρέους, είναι σαφές ως προς τις
προθέσεις των υπογραφόντων. Όπως αναφέρουν στο κείμενο: « Η επιδίωξη της
ΕΛΕ θα είναι να συνδράμει την Ελλάδα ώστε να λάβει όλα τα απαραίτητα
μέτρα για να αντιμετωπίσει το βάρος του χρέους.» Η Ελλάδα βέβαια
περιλαμβάνει άνεργους, εξαθλιωμένους εργαζόμενους, εργάτες που έχουν
χάσει τη δουλειά τους, εργάτες που έχουν χάσει το μισό μισθό τους,
εργάτες που έχουν χάσει το ¼ του μισθού τους, μικροαστούς που
καταστρέφονται, μικροαστούς που δυσκολεύονται γιατί οι εργάτες ξοδεύουν
όλο και λιγότερα, αστούς που πουλάνε λιγότερα προϊόντα γιατί οι εργάτες
δεν ξοδεύουν όπως πριν, αλλά κερδίζουν πολύ περισσότερα γιατί δεν
χρειάζεται να πληρώνουν τους εργάτες τους όπως πριν, αστούς που έχουν
δανείσει το κράτος αγοράζοντας κρατικά ομόλογα.
Οι οπαδοί της ΕΛΕ θέλουν να μας
βοηθήσουν όλους. Η ευγενής αυτή φιλοδοξία δυστυχώς θα μείνει
ανεκπλήρωτη. Σε μια ταξική κοινωνία, κάθε πολιτική πράξη ή παράλειψη δρα
υπέρ κάποιας τάξης. Όσοι παραβλέπουν την ύπαρξη τάξεων ή -ακόμα
χειρότερα- θεωρούν ότι μπορούν να κάνουν πολιτική που να ενώνει όλες τις
τάξεις, δυστυχώς δρουν πάντοτε ηθελημένα ή αθέλητα- υπέρ των
συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης.
Οι οπαδοί της ΕΛΕ, δηλώνουν
επίσης ότι με τη δράση τους θέλουν να φωτίσουν τους Έλληνες για τις
αιτίες της κρίσης. Γράφουν συγκεκριμένα: «Είναι επίσης (ΣΣ: η ΕΛΕ)
δημοκρατική απαίτηση του ελληνικού λαού που σηκώνει το βάρος της κρίσης
και θέλει να γνωρίζει τις αιτίες της.» Κατ’ αυτούς λοιπόν, δεν έχουμε
κρίση του καπιταλισμού, κρίση υπερσυσσώρευσης που στην Ελλάδα
εκδηλώνεται – μεταξύ άλλων – και με την εκτόξευση του δημόσιου χρέους.
Οι αιτίες της κρίσης δεν βρίσκονται στους νόμους κίνησης του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά είναι ακόμα άγνωστες και κρύβονται
στις δανειακές συμβάσεις που έχει υπογράψει το ελληνικό κράτος. Με αυτό
το σημείο του κειμένου, οι οπαδοί της ΕΛΕ τοποθετούνται ακόμα πιο
καθαρά στο στρατόπεδο της αστικής πολιτικής και ιδεολογίας που αναζητά
αποδιοπομπαίους τράγους, πρόσωπα που «ευθύνονται για την κρίση»,
αποστρεφόμενη οποιαδήποτε προσπάθεια επιστημονικής ανάλυσης και
αποκάλυψης των νόμων κίνησης του κεφαλαίου.
Το – σοσιαλδημοκρατικής
κατεύθυνσης – κείμενο των οπαδών της ΕΛΕ, είναι λογικό να υπογράφεται
από μετανοημένους ΠΑΣΟΚους που διατηρώντας τις ιδεοληψίες τους και
παραμένοντας στο έδαφος της αστικής πολιτικής και ιδεολογίας, αναζητούν
τη χαμένη τιμή της σοσιαλδημοκρατίας και οραματίζονται την επιστροφή
στις παλιές καλές εποχές και σε ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο». Είναι
επίσης λογικό να υπογράφεται από τους σοσιαλδημοκράτες του ΣΥΡΙΖΑ και
του Μετώπου ΑΑ και να στηρίζεται από τους φορείς αυτούς.
Είναι ωστόσο, εκ πρώτης όψεως,
ανεξήγητες, τόσο οι υπογραφές στελεχών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όσο και η συνολική
στήριξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη διαδικασία, όπως αποτυπώθηκε σε σχετική
ανακοίνωση. «Σε αυτό το πλαίσιο υποστηρίζουμε και το αίτημα του
Λογιστικού Ελέγχου του Χρέους. Το «άνοιγμα των βιβλίων», μπορεί να
αποκαλύψει πλατιά στην κοινωνία τους μηχανισμούς του χρέους, να δείξει
ποιος δανείστηκε και με ποιους όρους και ποιος καρπώθηκε τα
δισεκατομμύρια, να αποκαλύψει ότι το έχουμε πληρώσει κατ’ επανάληψη, να
πείσει και τον πλέον δύσπιστο ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την άμεση
στάση πληρωμών στο ληστρικό χρέος και τη διαγραφή του και έτσι να
συνδεθεί η ίδια και να συμβάλλει με τον τρόπο της στο αίτημα για «παύση
πληρωμών,μη αναγνώριση και διαγραφή του χρέους»» (απόσπασμα από την
ανακοίνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ).
Στην ανακοίνωση αυτή, που
αποτελεί μνημείο πολιτικής μυωπίας και κινηματίστικης χαζομάρας, η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ – πέρα από το ότι αποφεύγει να σχολιάσει την εξόφθαλμα
σοσιαλδημοκρατική τοποθέτηση του κειμένου - θεωρεί ότι είναι συμβατή η
προσήλωση στο πρόγραμμα που προβάλει σαν κεντρικό στόχο τη διαγραφή του
χρέους με τη στήριξη στο αίτημα για σχηματισμό Επιτροπής Λογιστικού
Ελέγχου.
Κάτι τέτοιο όμως, είναι συμβατό
μόνο στα μυαλά αθεράπευτων κινηματιστών, που όταν ρωτώνται ποιος θα
διαγράψει το χρέος, ποιος μπορεί να κρατικοποιήσει τις τράπεζες και τις
μεγάλες επιχειρήσεις και να επιβάλει τον εργατικό έλεγχο, απαντάνε: «το
κίνημα». Με αυτήν την οπτική, το κίνημα που μπορεί να επιβάλει τη
διαγραφή του χρέους, μπορεί φτάνοντας σε χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης να
επιβάλει και την ΕΛΕ, η οποία θα συμβάλει στη διαγραφή του χρέους.
Αν προσγειωθούμε όμως στο έδαφος
της πραγματικότητας, θα διαπιστώσουμε ότι Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου
με πραγματικές δυνατότητες ελέγχου του χρέους, μπορεί να σχηματιστεί
μόνο από θέσεις κυβερνητικής εξουσίας. Έτσι έγινε άλλωστε και στον
Ισημερινό, τον οποίον επικαλούνται οι οπαδοί της ΕΛΕ. Και αν
αποκλείσουμε την περίπτωση να σχηματιστεί ΕΛΕ από μια κυβέρνηση στην
οποία συμμετέχει κάποιο από τα κόμματα που άσκησαν κυβερνητική εξουσία
από τη μεταπολίτευση και μετά, καθώς κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε στην
κατεύθυνση της συγκάλυψης, τι μας μένει; Η διεκδίκηση της κυβερνητικής
εξουσίας από ένα πολιτικό μέτωπο που στο κέντρο του προγράμματός του
έχει την Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου.
Και αυτό σαν πολιτική κατεύθυνση
είναι τελείως διαφορετικό, από ένα πρόγραμμα που στο κέντρο του έχει τη
διαγραφή του χρέους, ένα πολιτικό μέτωπο που συγκροτείται με βάση αυτό
το πρόγραμμα και μια κυβέρνηση που σχηματίζεται από ένα τέτοιο πολιτικό
μέτωπο. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια αστική σοσιαλδημοκρατική
κυβέρνηση και στη δεύτερη μια εργατική κυβέρνηση. Και για να γίνει
περισσότερο κατανοητό αυτό, ας φανταστούμε μια κυβέρνηση που
σχηματίζεται από ένα πολιτικό μέτωπο (έστω των δυνάμεων της Αριστεράς).
Τι ακριβώς θα κάνει αυτή η κυβέρνηση; Θα κηρύξει στάση πληρωμών, θα
διακηρύξει ότι δεν αναγνωρίζει το χρέος και θα κινηθεί στην κατεύθυνση
της εθνικοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και των μεγάλων επιχειρήσεων ή
θα ξεσκονίζει κιτάπια για να ανακαλύψει το επαχθές χρέος;
Αν λοιπόν ξεφύγουμε από την
κινηματίστικη ανοησία των αντικαπιταλιστών και δοκιμάσουμε να
απαντήσουμε στο ερώτημα «ποιος θα υλοποιήσει;» το τάδε ή το δείνα
πρόγραμμα, θα διαπιστώσουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με δύο προγράμματα
που είναι συμβατά όπως δύο σκαλοπάτια στην ίδια σκάλα, αλλά με δύο
διαφορετικά προγράμματα που οδηγούν σε δύο διαφορετικές πολιτικές
κατευθύνσεις και σε δύο ασύμβατες μεταξύ τους τακτικές.
Ο πολιτικός ρόλος της ΕΛΕ
Η πρωτοβουλία για σχηματισμό
Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου, έχει από το ξεκίνημά της παίξει ρόλο
γέφυρας συνενώνοντας διαφορετικούς πολιτικούς χώρους και σχηματίζοντας
ένα ακόμα σενάριο για ένα νέο πολιτικό φορέα – εφεδρεία του αστικού
κομματικού συστήματος.
Ο εκκολαπτόμενος φορέας βολεύει
όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Οι μετανοημένοι του ΠΑΣΟΚ αναβαπτίζονται στην
κολυμπήθρα της Αριστεράς, οι συγχυσμένοι του ΣΥΡΙΖΑ εξασφαλίζουν την
κοινοβουλευτική τους επιβίωση και οι - ακόμα πιο συγχυσμένοι – της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποκτούν την πολυπόθητη πρόσβαση στα «μεγάλα ακροατήρια».
Ο σχηματισμός Επιτροπής
Λογιστικού Ελέγχου αποτελεί κεντρικό σημείο ενός κυβερνητικού
προγράμματος και η σύμπτωση όλων των παραπάνω δυνάμεων σε αυτό το
σημείο, είναι που καθιστά δυνατή την περαιτέρω συνεργασία τους.
Επιπλέον, στη διαδικασία αυτή δεν απαιτείται ιδιαίτερη εμπλοκή της βάσης
των οργανώσεων. Το μόνο το οποίο καλούνται τα μέλη των οργανώσεων να
πράξουν, είναι να υπογράψουν το σχετικό κείμενο. Από εκεί και πέρα το
θέμα βρίσκεται στα χέρια των «επιτελείων».
Σε αυτό το σενάριο, ο χώρος της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει αυξημένο ειδικό βάρος, πολύ μεγαλύτερο από τα εκλογικά του
ποσοστά. Αποτελεί μια καινούργια άφθαρτη δύναμη που δε βαρύνεται από
κυβερνητικές αμαρτίες και η οποία στις περιφερειακές εκλογές εμφανίστηκε
σαν ανερχόμενη. Η προσπάθεια διεμβολισμού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που επιχειρήθηκε
και στις περιφερειακές εκλογές και απέτυχε, διότι το ψηφοδέλτιο
Αλαβάνου βούλιαξε εκλογικά, αλλά και γιατί ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατέθεσε
ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα κι έδωσε με αυτό την εκλογική μάχη,
επαναλαμβάνεται με άλλους όρους. Είναι φυσικά, ο έμφυτος κινηματισμός
του χώρου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σε συνδυασμό με τη σαθρή σοσιαλδημοκρατίζουσα
προγραμματική του συγκρότηση που επιτρέπει τέτοιες απόπειρες. Αυτήν τη
φορά, οι αντιστάσεις είναι πολύ μικρότερες και φαίνεται αρκετά πιθανό ο
χώρος αυτός να συρθεί σε κοινό μέτωπο με το ρεφορμισμό.
Η απάντηση που δίνουν τα στελέχη
της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όταν τίθεται το θέμα της ΕΛΕ σε ανοιχτές εκδηλώσεις, είναι
χαρακτηριστική. Αποφεύγουν να τοποθετηθούν στην ουσία του ζητήματος και
μιλάνε για το ζήτημα της κουλτούρας στην Αριστερά, λέγοντας ότι δεν
μπορεί να καταγγέλλεται κάθε νέα προσπάθεια. Αν αυτή η στάση δεν είναι
δείγμα παραίτησης, δείχνει τουλάχιστον αδυναμία ουσιαστικής απάντησης.
Με την εργατική κυβέρνηση κι όχι με την ΕΛΕ
Η πρόταση για σχηματισμό
Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου δεν είναι, όπως δείχτηκε παραπάνω, μια
ακόμα πρωτοβουλία μέσα σε τόσες άλλες, μια κουταμάρα που μπορεί να
αγνοηθεί. Η πρωτοβουλία αυτή έχει τη δυνατότητα να παίξει ευρύτερο
πολιτικό ρόλο και να εγκλωβίσει αξιόλογες αγωνιστικές δυνάμεις σε ένα
ρεφορμιστικό πολιτικό σχέδιο. Αντίθετα με τους συντρόφους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
που αποφάσισαν να δείξουν «πολιτική αβρότητα» απέναντι στην πρωτοβουλία
αυτή, σαν κομμουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ θα συμπεριφερθούμε
«παλαιοκομμουνιστικά» και θα σταθούμε απέναντι στην ΕΛΕ και σε όσους την
υποστηρίζουν.
Εξηγήθηκε παραπάνω, γιατί η
πρόταση για σχηματισμό Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου αποτελεί μια
ρεφορμιστική πρόταση και συνιστά μια προγραμματική κατεύθυνση
διαφορετική από αυτήν που σαν κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ υποστηρίζουμε και η οποία
σε μεγάλο βαθμό – αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο – υποστηρίχθηκε
και από τα ψηφοδέλτια με τα οποία συμμετείχαμε στις περιφερειακές
εκλογές. Η στήριξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτήν την πρωτοβουλία, αποτελεί
ανοιχτή διολίσθηση του χώρου αυτού σε προγραμματικές θέσεις σημαντικά
διαφοροποιημένες από αυτές με τις οποίες συμμετείχαμε στις περιφερειακές
εκλογές. Η εξέλιξη αυτή δεν μας ξενίζει. Γνωρίζουμε καλά ότι στις
εκλογές συμμαχήσαμε με δυνάμεις ασταθείς και ταλαντευόμενες.
Από τη μεριά μας επιμένουμε να
στηρίζουμε το πρόγραμμα που θεωρούμε ότι περιγράφει την εργατική
απάντηση στην κρίση και την επίθεση των κεφαλαιοκρατών. Το πρόγραμμα
αυτό στοχεύει σε μια μεγάλης κλίμακας απαλλοτρίωση της κεφαλαιοκρατικής
ιδιοκτησίας. Δεν είναι ένα άθροισμα αιτημάτων που απευθύνεται στην
κυβέρνηση για να το ικανοποιήσει, αλλά κάλεσμα σε επανάσταση. Για να
υλοποιηθεί αυτό το πρόγραμμα πρέπει να σαρωθεί κάθε αστική κυβέρνηση, να
χάσει η αστική τάξη την εξουσία της.
Στο ερώτημα «ποιος μπορεί να
υλοποιήσει το πρόγραμμα αυτό;», δηλαδή «ποιος μπορεί να διαγράψει το
χρέος;», «ποιος μπορεί να κρατικοποιήσει τράπεζες και μεγάλες
επιχειρήσεις, να δημεύσει την εκκλησιαστική περιουσία, να βγάλει τη χώρα
από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ;» απαντάμε: Η δύναμη που μπορεί να υλοποιήσει
αυτό το πρόγραμμα είναι η εργατική τάξη οργανωμένη σε εργατικά συμβούλια
και η κυβέρνηση που βασίζεται στην εργατική τάξη που έχει φτάσει σε
αυτόν το βαθμό οργάνωσης, δηλαδή μια επαναστατική εργατική κυβέρνηση.
Σήμερα, σε συνθήκες σχετικής
κοινοβουλευτικής ομαλότητας, όταν ο σχηματισμός εργατικών συμβουλίων δεν
είναι στην ημερήσια διάταξη και δεν αποτελεί σύνθημα δράσης, αλλά
σύνθημα ζύμωσης, το σύνθημα που πρέπει να τίθεται είναι αυτό της
εργατικής κυβέρνησης. Στόχος είναι ο σχηματισμός πολιτικού μετώπου που
βασισμένο στο πρόγραμμα εργατικής απάντησης επιδιώκει μια τέτοια
κυβέρνηση με όλους τους δυνατούς τρόπους. Η ανάδειξη μιας τέτοιας
κυβέρνησης, ακόμα και με κοινοβουλευτικό τρόπο, θα αποτελέσει το πρώτο
βήμα της επαναστατικής διαδικασίας, στο βαθμό που το πολιτικό μέτωπο που
τη στηρίζει, παραμένει αταλάντευτα προσηλωμένο στο συγκεκριμένο
πρόγραμμα.
Το καθήκον που τίθεται λοιπόν,
δεν είναι μόνο η ανάπτυξη κινήματος και αγώνων, αλλά και η διαμόρφωση
των πολιτικών προϋποθέσεων για την υλοποίηση αυτού του προγράμματος: Η
απεύθυνση σε όλες τις δυνάμεις που διακηρύττουν την προσήλωσή τους στα
εργατικά δικαιώματα και συμφέροντα, η αταλάντευτη προσήλωση στο
πρόγραμμα και η πολεμική σε αντιλήψεις που σπέρνουν αυταπάτες και δρουν
διαλυτικά, διασκορπίζοντας δυνάμεις και οδηγώντας τις στο στρατόπεδο της
αστικής πολιτικής.
Ακολουθώντας αυτήν τη γραμμή,
αρνούμαστε οποιαδήποτε αναφορά στην ΕΛΕ σε κείμενα των περιφερειακών
ψηφοδελτίων στα οποία συμμετέχουμε ή σε κείμενα μετωπικών σχημάτων σε
εργασιακούς χώρους. Καλούμε τους αγωνιστές του κινήματος να
αντιπαραθέσουν στις εκκλήσεις της πρωτοβουλίας για την ΕΛΕ, το πρόγραμμα
που συνιστά την εργατική απάντηση στη σημερινή κατάσταση και ξεχωρίζει
τη διαγραφή του χρέους σαν κρίσιμο πολιτικό στόχο - κρίκο. Καλούμε
τέλος, ειδικά τους συντρόφους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να δώσουν στο ζήτημα την
πρέπουσα προσοχή και να κατανοήσουν ότι η φυγομαχία από τα κρίσιμα
ερωτήματα που η ίδια η ζωή θέτει, μοιραία θα τους οδηγεί – ανεξάρτητα
από τις προθέσεις τους – στο να γίνονται ουρά του οπορτουνισμού.
Δείτε σχετικές αναρτήσεις:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου