Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Δημόσια ιδιοκτησία και Κοινοκτημοσύνη

Πηγή: ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ PRAXIS

Άντον Πάννεκουκ


(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Western Socialist, τον Νοέμβριο του 1947)

Όλοι παραδέχονται ότι στόχος του σοσιαλισμού είναι να πάρει τα μέσα παραγωγής από τα χέρια της καπιταλιστικής τάξης και να τα παραδώσει στους εργαζόμενους. Μιλώντας γι’ αυτόν τον στόχο, χρησιμοποιούνται αδιακρίτως – σα να ήταν ταυτόσημες - οι εκφράσεις «δημόσια ιδιοκτησία» και «κοινοκτημοσύνη» των μέσων παραγωγής. Κι όμως, υπάρχει σαφής και θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο εκφράσεων.

Δημόσια ιδιοκτησία είναι το δικαίωμα ιδιοκτησίας, δηλαδή το δικαίωμα διάθεσης, που ασκείται από ένα δημόσιο σώμα το οποίο εκπροσωπεί την κοινωνία, δηλαδή από μια κυβέρνηση, από την κρατική εξουσία ή από κάποιο άλλο πολιτικό σώμα. Τα πρόσωπα που αποτελούν αυτό το σώμα, οι υπουργοί, οι πολιτικοί, οι αξιωματούχοι, οι διοικητές, οι διαχειριστές, είναι οι άμεσοι κύριοι των μέσων παραγωγής· αυτοί διευθύνουν και ρυθμίζουν την παραγωγική διαδικασία και διοικούν τους εργαζόμενους. Από την άλλη πλευρά, η κοινοκτημοσύνη είναι το δικαίωμα διάθεσης που ασκείται από τους ίδιους τους εργαζόμενους· η ίδια η εργατική τάξη – με την ευρύτερη δυνατή σημασία του όρου, δηλαδή του συνόλου όσων συμμετέχουν στην καθαρά παραγωγική εργασία, συμπεριλαμβανομένων των εργατών, των υπαλλήλων, των αγροτών και των επιστημόνων-, οι εργαζόμενοι είναι οι άμεσοι κύριοι των μέσων παραγωγής, διαχειρίζονται, διευθύνουν και ρυθμίζουν οι ίδιοι την παραγωγική διαδικασία, η οποία είναι στην πραγματικότητα η κοινή τους εργασία.

Στο καθεστώς της δημόσιας ιδιοκτησίας, οι εργαζόμενοι δεν είναι κύριοι της εργασίας τους· μπορεί να έχουν καλύτερη μεταχείριση και υψηλότερους μισθούς, σε σχέση με τους εργαζόμενους σε καθεστώς ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αλλά εξακολουθούν να βρίσκονται σε καθεστώς εκμετάλλευσης. Εκμετάλλευση δεν είναι μόνον το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι δεν εισπράττουν ολόκληρο το προϊόν της εργασίας τους· σε κάθε περίπτωση, ένα σημαντικό μέρος του προϊόντος πρέπει πάντοτε να δαπανάται στον παραγωγικό μηχανισμό (συντήρηση και αντικατάσταση) και σε μη παραγωγικές αλλά απαραίτητες για την κοινωνία δραστηριότητες. Η εκμετάλλευση συνίσταται στο γεγονός ότι κάποιοι άλλοι, που αποτελούν μιαν άλλη κοινωνική τάξη, έχουν το δικαίωμα της διάθεσης και της διανομής του προϊόντος· αυτοί αποφασίζουν ποιο μέρος του προϊόντος θα διατεθεί για μισθούς, ποιο μέρος θα κρατήσουν για τον εαυτό τους και ποιο για άλλους σκοπούς. Στο καθεστώς της δημόσιας ιδιοκτησίας, αυτό αποτελεί μέρος της ρύθμισης της παραγωγικής διαδικασίας και επιτελείται από την γραφειοκρατία. Έτσι, στη Ρωσία, η γραφειοκρατία, ως άρχουσα τάξη, είναι ο κύριος της παραγωγής και του προϊόντος, και εκμεταλλεύεται τους Ρώσους εργαζόμενους.

Στις δυτικές χώρες, γνωρίζουμε μόνον τη δημόσια ιδιοκτησία του καπιταλιστικού κράτους (σε ορισμένους τομείς). Παραθέτουμε εδώ τον διάσημο Άγγλο «σοσιαλιστή» συγγραφέα, τον G.D.H. Cole, σύμφωνα με τον οποίο ο σοσιαλισμός ταυτίζεται με την δημόσια ιδιοκτησία. Γράφει:

«Το σώμα των μετόχων μιας μεγάλης σύγχρονης επιχείρησης είναι ικανότερο να διοικήσει μια βιομηχανία απ’ ό,τι το σύνολο των εργαζομένων… Στον σοσιαλισμό, ακριβώς όπως γίνεται και στον καπιταλισμό στην ανώτερη βαθμίδα της ανάπτυξής του, θα είναι απαραίτητο να ανατεθεί η διοίκηση της βιομηχανικής επιχείρησης σε μισθωτούς εμπειρογνώμονες, που θα έχουν επιλεγεί για τις εξειδικευμένες γνώσεις τους και την ικανότητά τους σε σχέση με ορισμένους τομείς του έργου» (σελ. 674).

«Δεν υπάρχει κανείς λόγος να υποθέτουμε ότι η κοινωνικοποίηση οποιασδήποτε βιομηχανίας θα σήμαινε κάποια δραματική αλλαγή στο ανώτατο διοικητικό προσωπικό» (σελ. 676, στο «An outline of Modern Knowledge», εκδ. Dr. W. ROSE, 1931).

Με άλλα λόγια: η δομή της παραγωγικής εργασίας παραμένει όπως ακριβώς ήταν στο καθεστώς του καπιταλισμού· οι εργαζόμενοι παραμένουν υποταγμένοι σ’ αυτούς που τους διοικούν. Είναι σαφές ότι ούτε που περνάει από το μυαλό του «σοσιαλιστή» συγγραφέα ότι οι εργαζόμενοι, ως προσωπικό παραγωγής, μπορεί να είναι απολύτως ικανοί να διοικήσουν τις βιομηχανίες στις οποίες εργάζονται.

Μερικές φορές, ο έλεγχος των εργαζομένων αποτελεί διεκδίκηση σαν ένα μέσο διόρθωσης της υπό κρατική διαχείριση παραγωγής. Όμως, το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι διεκδικούν από κάποιον ιεραρχικά ανώτερο το δικαίωμα να συμμετέχουν στον έλεγχο και τη διεύθυνση της δικιάς τους παραγωγής, αποτελεί ένδειξη της υποταγής των ανίσχυρων υποκειμένων της εκμετάλλευσης. Σου παρέχουν, λοιπόν, τη δυνατότητα να συμμετέχεις στον έλεγχο κάποιου που διαχειρίζεται και διευθύνει τη δική σου δουλειά ˙ μα όταν πρόκειται για τη δική σου δουλειά, δεν ζητάς να συμμετέχεις στον έλεγχο της διαχείρισής της, θέλεις να την διαχειρίζεσαι και να τη διευθύνεις εσύ ο ίδιος. Η παραγωγική εργασία, η κοινωνική παραγωγή, είναι ακραιφνώς υπόθεση των εργαζομένων· είναι το περιεχόμενο της ζωής τους, η καθαυτό δραστηριότητά τους. Οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν από μόνοι τους να την διαχειριστούν και να την διευθύνουν, αν δεν τους εμπόδιζαν η αστυνομία ή η κρατική εξουσία. Έχουν στα χέρια τους τα εργαλεία, τις μηχανές, τα χρησιμοποιούν και τα διαχειρίζονται. Δεν έχουν ανάγκη γι’ αυτό ούτε από αφεντικά που να τους διοικούν ούτε από λογιστές που να ελέγχουν τα αφεντικά.

Η δημόσια ιδιοκτησία είναι το πρόγραμμα των «φίλων» των εργαζομένων, που θα ήθελαν να αντικαταστήσουν την σκληρή εκμετάλλευση του καπιταλισμού της ιδιωτικής οικονομίας με μια μαλακότερη μοντέρνα εκμετάλλευση. Η κοινοκτημοσύνη είναι το πρόγραμμα της ίδιας της εργατικής τάξης, που αγωνίζεται αυτόνομα για την απελευθέρωσή της.

Και βέβαια, εδώ δεν μιλάμε για μια σοσιαλιστική ή κομμουνιστική κοινωνία σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης, όταν η παραγωγή θα είναι οργανωμένη με τέτοιο τρόπο που δεν θα υπάρχει κανένα πρόβλημα πια, όταν ο καθένας θα παίρνει από την αφθονία των προϊόντων όσα θέλει ανάλογα με τις ανάγκες του, και η όλη έννοια της ιδιοκτησίας θα έχει εξαφανιστεί. Μιλάμε για την περίοδο που η εργατική τάξη θα έχει κατακτήσει την πολιτική και κοινωνική εξουσία, και θα βρίσκεται αντιμέτωπη με το καθήκον να οργανώσει την παραγωγή και την διανομή κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Η ταξική πάλη των εργαζομένων σήμερα αλλά και στο προσεχές μέλλον θα καθορίζεται αποφασιστικά από τις απόψεις τους για τους άμεσους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν εκείνη την χρονική στιγμή – αν θα πρόκειται, δηλαδή, για δημόσια ιδιοκτησία ή για κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής.

Αν, τώρα, η εργατική τάξη, απορρίπτει τη δημόσια ιδιοκτησία, μαζί με την υποτέλεια και την εκμετάλλευση που συνεπάγεται, και διεκδικεί την κοινοκτημοσύνη, μαζί με την ελευθερία και τον αυτοκαθορισμό που συνεπάγεται, αυτό μπορεί να το πραγματοποιήσει μόνον εφόσον πληροί κάποιες προϋποθέσεις και εφόσον αναλαμβάνει κάποιες υποχρεώσεις. Η κοινοκτημοσύνη των εργαζομένων προϋποθέτει, πρώτ’ απ’ όλα, ότι το σύνολο όλων των εργαζομένων είναι κύριοι όλων των μέσων παραγωγής και τα χρησιμοποιούν στο πλαίσιο ενός καλά σχεδιασμένου συστήματος της συνολικής παραγωγής της κοινωνίας. Ύστερα, προϋποθέτει, ότι σε όλα τα συνεργεία των εργοστασίων, σε όλα τα εργοστάσια και σε όλες τις επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι που αποτελούν το προσωπικό της κάθε μονάδας ρυθμίζουν την συλλογική τους εργασία σαν ένα κομμάτι του συνόλου. Κατά συνέπεια, οφείλουν να δημιουργήσουν τα όργανα μέσω των οποίων θα διευθύνουν ως εργαζόμενοι και το καθαυτό δικό τους έργο και την συνολική παραγωγή της κοινωνίας.

Οι θεσμοί του Κράτους και της κυβέρνησης δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν αυτό τον σκοπό, διότι είναι στην ουσία τους όργανα κυριαρχίας και συγκεντρώνουν τα κοινά, τις δημόσιες υποθέσεις, στα χέρια μιας μικρής ομάδας εξουσιαστών. Στον Σοσιαλισμό, όμως, οι δημόσιες υποθέσεις και η κοινωνική παραγωγή ταυτίζονται˙ άρα αφορούν όλους όσους συμμετέχουν σ’ αυτήν, το προσωπικό κάθε μονάδας μιας επιχείρησης, τον κάθε εργαζόμενο ˙ αποτελούν ζητήματα που πρέπει να συζητούνται και πάνω στα οποία πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις, κάθε στιγμή, από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Τα όργανά τους πρέπει να αποτελούνται από αντιπροσώπους που αποστέλλονται σαν κομιστές των αποφάσεών τους, και οι οποίοι πρέπει διαρκώς να επιστρέφουν στη βάση τους και να αναφέρουν τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξαν οι συνελεύσεις των αντιπροσώπων στις οποίες συμμετείχαν. Μέσω αυτών των αντιπροσώπων, οι οποίοι είναι ανακλητοί και μπορούν να αντικατασταθούν κάθε στιγμή, εδραιώνεται η διασύνδεση μεταξύ μικρότερων και ευρύτερων ομάδων εργαζομένων και εξασφαλίζεται η οργάνωση της συνολικής παραγωγής.

Τέτοιου είδους σώματα αντιπροσώπων, για τα οποία καθιερώθηκε η ονομασία εργατικά συμβούλια, σχηματίζουν αυτό που θα μπορούσε κανείς να παραδεχτεί σαν κατάλληλη πολιτική οργάνωση για μια εργατική τάξη που αυτόνομα απελευθερώνεται από την εκμετάλλευση. Δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθούν εργαστηριακά, μέσα σε γραφεία ή βιβλιοθήκες· πρέπει να πάρουν τη μορφή τους, να προκύψουν, από την πρακτική δραστηριότητα των ίδιων των εργαζομένων, όταν θα παρουσιαστεί η ανάγκη γι’ αυτά. Αυτοί οι αντιπρόσωποι δεν είναι βουλευτές, δεν είναι κυβερνήτες, δεν είναι αρχηγοί, αλλά μεσολαβητές, επιδέξιοι αγγελιοφόροι, που αποτελούν τον σύνδεσμο μεταξύ των ομάδων προσωπικού των διαφόρων επιχειρήσεων και οι οποίοι από τις πολλές και διάφορες μεμονωμένες απόψεις συνθέτουν μια κοινή απόφαση. Η κοινοκτημοσύνη απαιτεί κοινή διοίκηση της εργασίας καθώς και κοινή παραγωγική δραστηριότητα· μπορεί να πάρει σάρκα και οστά μόνον εάν όλοι οι εργαζόμενοι συμμετέχουν στην αυτοδιαχείριση αυτού που είναι η βάση και το περιεχόμενο της κοινωνικής ζωής, και εάν προχωρήσουν στη δημιουργία των οργάνων που θα ενοποιούν τις διάφορες μεμονωμένες βουλήσεις τους σε μια κοινή δράση.

Δεδομένου ότι αυτά τα εργατικά συμβούλια πρόκειται αδιαμφισβήτητα να παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στη μελλοντική οργάνωση της πάλης και των στόχων των εργαζομένων, αξίζει να τους δοθεί η δέουσα προσοχή και να μελετηθούν σε βάθος από όλους όσους υποστηρίζουν την ασυμβίβαστη πάλη για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης.

Μετάφραση: Γ. Παπαπαναγιώτου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου