Πηγή: ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ PRAXIS
Εκλαϊκευτική ομιλία του Καρλ Μαρξ το 1865, στην έδρα του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης για να απαντήσει στις λαθεμένες απόψεις του Τζων Ουέστον σχετικά με τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει μια αύξηση των μισθών.
Εισαγωγή
Πολίτες!
Πριν μπω στο θέμα, επιτρέψετε μου να κάνω μερικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις.
Σήμερα στην ηπειρωτική Ευρώπη επικρατεί μια αληθινή επιδημία από απεργίες και μια γενική κραυγή για αύξηση μισθών. Το ζήτημα θα συζητηθεί στο συνέδριο μας. Σεις, σαν ηγέτες στη Διεθνή Ένωση, πρέπει να έχετε ξεκαθαρισμένες απόψεις πάνω στο σπουδαιότατο αυτό ζήτημα. Γι’ αυτό θεώρησα, από μέρους μου, πως είναι καθήκον μου να ερευνήσω το ζήτημα ως το βάθος, και με κίνδυνο ακόμα να βάλω την υπομονή σας σε σκληρή δοκιμασία.
Μια άλλη προκαταρκτική παρατήρηση έχω να κάνω σχετικά με τον πολίτη Ουέστον. δεν πρότεινε μονάχα σε σας μα και δημόσια υποστήριξε, για το συμφέρον όπως νομίζει της εργατικής τάξης, απόψεις που ξέρει πως δεν είναι καθόλου δημοφιλείς στην εργατική τάξη. Μια τέτοια εκδήλωση ηθικού θάρρους πρέπει όλοι να την εκτιμήσουμε πολύ. ‘Ελπίζω πώς, παρ’ όλο το ακαλλώπιστο ύφος της έκθεσης μου, θα βρει στο τέλος της πως συμφωνώ μ’ αυτό, που μου φαίνεται να αποτελεί την καθαυτό ουσιαστική ιδέα, στο βάθος των θέσεών του, που, ωστόσο, με την τωρινή της μορφή δεν μπορώ παρά να την θεωρώ θεωρητικά λαθεμένη και πραχτικά επικίνδυνη.
Και τώρα περνώ αμέσως στο θέμα μας.
Ι. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΣ
Το επιχείρημα του πολίτη Ουέστον στηριζόταν, ουσιαστικά, σε δυο προϋποθέσεις: πρώτα, πως το ποσό της εθνικής παραγωγής είναι κάτι το αμετάβλητο, μια σταθερή ποσότητα ή μέγεθος, όπως θα έλεγαν οι μαθηματικοί. Δεύτερο, πως το ποσό των πραγματικών μισθών, δηλαδή των μισθών που έχουν για μέτρο το ποσό των εμπορευμάτων που μπορούν να αγοράσουν, είναι μια ορισμένη ποσότητα, ένα σταθερό μέγεθος.
Τώρα, ο πρώτος του ισχυρισμός είναι φανερά λαθεμένος. Θα διαπιστώσετε πως από χρόνο σε χρόνο η αξία και η μάζα της παραγωγής αυξάνει, πως οι παραγωγικές δυνάμεις της εθνικής εργασίας αυξάνουν και πως το ποσό του χρήματος, που είναι αναγκαίο για την κυκλοφορία της αυξημένης αυτής παραγωγής, αλλάζει αδιάκοπα. Αυτό που είναι σωστό στο τέλος του χρόνου και για διαφορετικά χρόνια, όταν τα συγκρίνουμε μεταξύ τους, είναι σωστό και για την κάθε μέση χρονιάτικη μέρα.
Το ποσό ή το μέγεθος της εθνικής παραγωγής αλλάζει ολοένα. Είναι μέγεθος μεταβλητό και όχι σταθερό, και, εκτός από τις μεταβολές στον πληθυσμό, έτσι πρέπει να είναι, εξ αιτίας των αδιάκοπων μεταβολών στη συσσώρευση του κεφαλαίου και στην παραγωγική δύναμη της εργασίας.
Είναι ολότελα σωστό πως, αν γινόταν σήμερα μια ύψωση στο γενικό επίπεδο των μισθών, η ύψωση αυτή, οποιαδήποτε και αν ήταν τα κατοπινά της αποτελέσματα, δεν θα άλλαζε, αυτή η ίδια, αμέσως το ποσό της παραγωγής. στην αρχή θα ξεκινούσε από κει που βρίσκονταν τα πράγματα. Μα αν η εθνική παραγωγή ήταν πριν από την ύψωση των μισθών μεταβλητή και όχι σταθερή, θα εξακολουθούσε και ύστερα από την ύψωση των μισθών να είναι μεταβλητή και όχι σταθερή.
Ας υποθέσουμε όμως πως το ποσό της εθνικής παραγωγής είναι σταθερό και όχι μεταβλητό. Ακόμα και τότε, αυτό που ο φίλος μας Ουέστον θεωρεί λογικό συμπέρασμα, θα παρέμενε και πάλι ένας απλός ισχυρισμός. Αν έχω ένα δοσμένο αριθμό, ας πούμε το οκτώ, τα απόλυτα όρια του αριθμού αυτού δεν εμποδίζουν τα μέρη του να αλλάζουν τα σχετικά τους όρια. Αν το κέρδος ήταν έξι και ο μισθός δύο, θα μπορούσε να ανέβει ο μισθός από έξι και να πέσει το κέρδος στα δύο και το συνολικό ποσό να είναι πάλι οκτώ. Έτσι, το σταθερό ποσό της παραγωγής δεν θα απόδειχνε, με κανένα τρόπο, πως το ποσό του μισθού είναι σταθερό. Με τι τρόπο τότε, αποδείχνει ο φίλος μας Ουέστον τη σταθερότητα αυτή ; Με το να την ισχυρίζεται.
Μα και αν ακόμα παραδεχτούμε τον ισχυρισμό του θα είχαμε δυο δρόμους να πάρουμε, ενώ αυτός επιμένει σε ένα μόνο. Αν το ποσό των μισθών είναι σταθερό μέγεθος, τότε δεν μπορεί ούτε να αυξηθεί ούτε να ελαττωθεί. Αν, λοιπόν, οι εργάτες ενεργούν ανόητα επιβάλλοντας μια παροδική αύξηση στους μισθούς, οι καπιταλιστές δεν θα ενεργούσαν και αυτοί λιγότερο ανόητα υποβάλλοντας μια παροδική ελάττωση στους μισθούς.
Ο φίλος μας Ουέστον δεν αρνείται πώς, κάτω από ορισμένες συνθήκες, οι εργάτες μπορούν να επιβάλουν μια αύξηση στους μισθούς, επειδή όμως το ποσό για τούς μισθούς είναι από τη φύση του καθορισμένο, θα πρέπει να ακολουθήσει μια αντίδραση. Από το άλλο μέρος, ξέρει ακόμα πως οι καπιταλιστές μπορούν να επιβάλουν μια ελάττωση στους μισθούς και, πράγματι, προσπαθούν πάντα να την επιβάλουν. Σύμφωνα με την αρχή της σταθερότητας των μισθών θα έπρεπε να ακολουθήσει και σε τούτη την περίπτωση μια αντίδραση, όπως και στην προηγούμενη. Κατά συνέπεια, αν οι εργάτες αντιδρούν ενάντια στην προσπάθεια ή στην εφαρμογή μιας ελάττωσης στους μισθούς, ενεργούν σωστά Θα ενεργούσαν, λοιπόν, σωστά αν επέβαλλαν μια αύξηση των μισθών, γιατί κάθε αντίδραση ενάντια στη μείωση των μισθών είναι δράση για την αύξηση τους.
Σύμφωνα λοιπόν με την αρχή του πολίτη Ουέστον για τη σταθερότητα των μισθών έπρεπε, οι εργάτες, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να συνενώνονται και να αγωνίζονται για αύξηση των μισθών.
Αν ο πολίτης Ουέστον αρνείται το συμπέρασμα αυτό τότε θα πρέπει να εγκαταλείψει και την προϋπόθεση απ’ όπου απορρέει. Δεν πρέπει να λέει πως το ποσό των μισθών είναι σταθερή ποσότητα μα πώς, ενώ δεν μπορεί, ούτε και πρέπει να ανεβαίνει, μπορεί και πρέπει να κατεβαίνει κάθε φορά που αρέσει στο κεφάλαιο να το κατεβάζει.
Αν ο καπιταλιστής ευαρεστείται να σας ταΐζει πατάτες αντί κρέας και βρώμη αντί για στάρι, πρέπει να δεχθείτε τη θέλησή του σα νόμο της πολιτικής οικονομίας και να υποταχθείτε σ’ αύτή. Αν, σε μια χώρα το επίπεδο των μισθών είναι ανώτερο απ’ ό,τι, σε μια άλλη χώρα, στις Ηνωμένες Πολιτείες λ.χ. απ’ ό,τι στην Αγγλία, πρέπει να εξηγήσετε τη διαφορά αυτή στο επίπεδο των μισθών με τη διαφορά ανάμεσα στη θέληση του Αμερικάνου καπιταλιστή και στη θέληση του Εγγλέζου καπιταλιστή, μια μέθοδος που, δίχως αμφιβολία, θα απλοποιούσε όχι μόνο τη μελέτη των οικονομικών φαινομένων μα και όλων των άλλων φαινομένων.
Μα και τότε ακόμα θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε: γιατί η θέληση του Αμερικάνου καπιταλιστή διαφέρει από τη θέληση του Εγγλέζου καπιταλιστή; Και για να απαντήσετε στην ερώτηση αυτή πρέπει να βγείτε έξω από το βασίλειο της θέλησης. Ένας παπάς μπορεί να μου λέει πως άλλο πράγμα θέλει ο Θεός στη Γαλλία και άλλο στην Αγγλία. Και όταν του ζητήσω να μου εξηγήσει τη διπλή αυτή θέληση, θα είχε ίσως την αναισχυντία να μου απαντήσει πως ο Θεός θέλει να έχει άλλη θέληση στη Γαλλία και άλλη στην Αγγλία. Μα ο φίλος μας Ουέστον είναι σίγουρα ο τελευταίος άνθρωπος που θα έφερνε ένα επιχείρημα με τέτοια ολοκληρωτική άρνηση κάθε λογικής.
Η θέληση του καπιταλιστή είναι, βέβαια, να παίρνει όσο μπορεί περισσότερα. Εκείνο που έχουμε να κάνουμε εμείς δεν είναι να φλυαρούμε για τη θέληση του, μα να εξετάσουμε την εξουσία του, τα όρια της εξουσίας αυτής και το χαρακτήρα που έχουν τα όρια αυτά.
ΙΙ. ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΜΙΣΘΟΣ ΚΑΙ ΚΕΡΔΟΣ
Η διάλεξη που μας έκανε ο πολίτης Ουέστον θα μπορούσε να χωρέσει σε ένα καρυδότσουφλο.
Όλα τα επιχειρήματα του συνοψίζονται σε τούτο: Αν η εργατική τάξη αναγκάσει την τάξη των καπιταλιστών να πληρώνει με τη μορφή χρηματικού μισθού πέντε σελίνια αντί για τέσσερα, ο καπιταλιστής θα του δώσει πίσω, με τη μορφή εμπορεύματος, μια αξία τεσσάρων σελινιών αντί πέντε. Η εργατική τάξη θα έπρεπε να πληρώνει πέντε σελίνια αυτό που αγόραζε, πριν υψωθούν οι μισθοί, με τέσσερα σελίνια. Μα γιατί γίνεται αυτό; Γιατί ο καπιταλιστής δίνει σε αντάλλαγμα μιας αξίας πέντε σελινιών μόνο τέσσερα σελίνια; Επειδή το ποσό των μισθών είναι καθορισμένο. Μα γιατί είναι καθορισμένο σε εμπορεύματα που αξίζουν τέσσερα σελίνια; Γιατί όχι τρία ή δύο ή οποιοδήποτε άλλο ποσό; Αν τα όρια στο ποσό των μισθών καθορίζονται από κάποιο οικονομικό νόμο, που δεν εξαρτιέται ούτε από τη θέληση του καπιταλιστή, ούτε και από τη θέληση του εργαζόμενου ανθρώπού, το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει ο πολίτης Ουέστον θα ήταν να αναφέρει το νόμο αυτό και να τον αποδείξει. Θα έπρεπε ακόμα να αποδείξει, πως το ποσό των μισθών, που πληρώνεται πραγματικά κάθε δοσμένη στιγμή, αντιστοιχεί πάντοτε ίσα - ίσα με το αναγκαίο ποσό των μισθών και ποτέ δεν απομακρύνεται από αυτό.
Αν, από το άλλο μέρος, τα δοσμένα όρια στο ποσό των μισθών βασίζονται στην απλή θέληση του καπιταλιστή ή στα όρια της απληστίας του, θα ήταν αυθαίρετα όρια. Δεν θα υπήρχε τίποτα το αναγκαίο σ’ αυτά. Μπορεί να αλλάζουν με τη θέληση του καπιταλιστή και μπορεί, κατά συνέπεια, να αλλάζουν και ενάντια στη θέλησή του.
Ο πολίτης Ουέστον σας έδωσε και μια εικόνα στη θεωρία του λέγοντας σας πώς, όταν μια γαβάθα περιέχει μια ορισμένη ποσότητα σούπας για να φάει ένας ορισμένος αριθμός από άτομα, το μεγάλωμα των κουταλιών δεν θα μεγάλωνε το ποσό της σούπας. Πρέπει να μου επιτρέψει να του πω πως βρίσκω την εικόνα του μάλλον κουτή. Μου θυμίζει κάπως την παραβολή που χρησιμοποίησε ο Μενένιος Αγρίππας. Όταν οι Ρωμαίοι πληβείοι απεργήσανε ενάντια στους Ρωμαίους πατρικίους, ο πατρίκιος Αγρίππας τους είπε πως ή κοιλιά των πατρικίων έτρεφε τα πληβειανά μέλη του πολιτικού σώματος. Ωστόσο, ο Αγρίππας δεν κατάφερε να δείξει με τι τρόπο τρέφει κανείς τα μέλη ενός ανθρώπου γεμίζοντας την κοιλιά άλλου.
Ο πολίτης Ουέστον ξέχασε πως ή γαβάθα απ’ όπου τρώνε οι εργάτες είναι γεμισμένη με όλο το προϊόν της εθνικής εργασίας και πως το μόνο που τους εμποδίζει να πάρουν περισσότερα δεν είναι ούτε ή στενότητα της γαβάθας ούτε το λίγο περιεχόμενο της, μα μονάχα το μικρό μέγεθος των κουταλιών τους.
Με ποιο τέχνασμα καταφέρνει ο καπιταλιστής να δίνει πίσω τεσσάρων σελινιών αξία αντί για πέντε; Αυξάνοντας την τιμή του εμπορεύματος που πουλάει. Να εξαρτιέται, λοιπόν, η αύξηση ή γενικά ή μεταβολή των τιμών στα εμπορεύματα ή οι ίδιες οι τιμές των εμπορευμάτων από την απλή θέληση τού καπιταλιστή; Η μήπως, αντίθετα, χρειάζονται ορισμένα περιστατικά για να πραγματοποιηθεί η θέληση αύτή; Αν όχι, τα ανεβοκατεβάσματα, οι αδιάκοπες διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά γίνονται άλυτο αίνιγμα.
Αν υποθέσουμε πως δεν έγινε κανενός είδους μεταβολή, ούτε στην παραγωγική δύναμη της εργασίας, ούτε στο ποσό τού κεφαλαίου και της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε, ούτε στην αξία του χρήματος που μ’ αυτό υπολογίζονται οι αξίες των προϊόντων, παρά μόνο στο επίπεδο των μισθών, με τι τρόπο θα μπορούσε η αύξηση αυτή των μισθών να επηρεάσει τις τιμές των εμπορευμάτων; Επηρεάζοντας μόνο την αναλογία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά των εμπορευμάτων αυτών.
Είναι πολύ σωστό, πως η εργατική τάξη, στο σύνολο της, ξοδεύει, και είναι αναγκασμένη να ξοδεύει, το εισόδημά της σε μέσα συντήρησης μια γενική ύψωση στο επίπεδο των μισθών θα προκαλούσε, λοιπόν, αύξηση στη ζήτηση των μέσων συντήρησης και, κατά. συνέπεια, στις τιμές τους στην αγορά.
Οι καπιταλιστές, που παράγουν τα μέσα αυτά συντήρησης, θα αποζημιώνονταν για τούς αυξημένους μισθούς από τις αυξημένες τιμές που θα είχαν στην αγορά τα εμπορεύματά τους. Τι θα γίνει, όμως, με τους άλλους καπιταλιστές, που δεν παράγουν μέσα συντήρησης; Και δεν πρέπει να φαντάζεστε πως είναι μια μικρή ομάδα. Όταν πάρετε υπ’ όψη σας πως τα δύο τρίτα από το εθνικό προϊόν ξοδεύεται από το ένα πέμπτο του πληθυσμού ή από το ένα έβδομο μόνο τού πληθυσμού, όπως είπε τελευταία ένα μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων - θα καταλάβετε τι τεράστια αναλογία από το εθνικό προϊόν πρέπει να παράγεται με τη μορφή ειδών πολυτελείας ή να ανταλλάσσεται με είδη πολυτελείας και πόσο τεράστιο ποσό από αυτά τα ίδια τα μέσα συντήρησης πρέπει να σπαταλιέται σε λακέδες, άλογα, γάτους κ.τ.λ. μια σπατάλη που, όπως ξέρουμε από πείρα, περιορίζεται πάντοτε, όταν αυξάνονται οι τιμές στα μέσα συντήρησης.
Λοιπόν, ποια θα είναι η θέση των καπιταλιστών αυτών που δεν παράγουν μέσα συντήρησης; δεν θα μπορούσαν να αποζημιωθούν, για την πτώση του ποσοστού κέρδους που θα οφειλόταν στη γενική αύξηση των μισθών αυξάνοντας τις τιμές των εμπορευμάτων τους, γιατί η ζήτηση στα εμπορεύματα αυτά δεν θα μεγάλωνε. Το εισόδημά τους θα έπεφτε και από το ελαττωμένο αυτό εισόδημα θα έπρεπε να πληρώνουν περισσότερα για να πάρουν το ίδιο ποσό από τα ακριβότερα τώρα μέσα συντήρησης. Και αυτό δεν είναι όλο. Επειδή λιγόστεψε το εισόδημά τους, θα ξοδεύουν λιγότερα για είδη πολυτέλειας και έτσι η αμοιβαία ζήτηση για τα αντίστοιχα εμπορεύματα τους θα ελαττωνόταν.
Η συνέπεια από την ελαττωμένη ζήτηση θα ήταν να πέσουν οι τιμές των εμπορευμάτων τους. Σ’ αυτούς, λοιπόν, τους βιομηχανικούς κλάδους θα έπεφτε το ποσοστό του κέρδους, και όχι μόνο στην ίδια αναλογία με τη γενική ύψωση στο επίπεδο των μισθών, μα σε μια σύνθετη αναλογία από τη γενική ύψωση των μισθών, την αύξηση των τιμών στα μέσα συντήρησης και την πτώση των τιμών στα είδη πολυτελείας.
Ποια θα ήταν η συνέπεια από τη διαφορά αυτή στο ποσοστό τού κέρδους για τα κεφάλαία που χρησιμοποιούνται στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας; Φυσικά, συνέπεια που ακολουθεί γενικά, όταν για οποιοδήποτε λόγο γίνεται διαφορετικό το μέσο ποσοστό κέρδους στις διάφορες σφαίρες της παραγωγής. Το κεφάλαιο και η εργασία θα μεταφέρονταν από τους κλάδους που κερδίζουν λιγότερα στους κλάδους που κερδίζουν περισσότερα και η κίνηση αυτή της μεταφοράς θα συνεχιζόταν ως τη στιγμή που η προσφορά στο ένα τμήμα της βιομηχανίας θα ανέβαινε ανάλογα με την αυξημένη ζήτηση και θα έπεφτε στα άλλα τμήματα της βιομηχανίας σύμφωνα με την ελαττωμένη ζήτηση.
Μόλις πραγματοποιούνταν η αλλαγή αυτή θα εξισωνόταν πάλι στους διάφορους κλάδους το γενικό ποσοστό του κέρδους. Μια που όλη η διαταραχή προήλθε αρχικά από μία απλή μεταβολή στην αναλογία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά σε διάφορα εμπορεύματα, μόλις σταματούσε η αιτία θα σταματούσε και το αποτέλεσμα και οι τιμές θα ξαναγύριζαν στο προηγούμενο επίπεδο τους και την παλιά ισορροπία. Αντί να περιοριστεί σε μερικούς κλάδους μόνο της βιομηχανίας η πτώση του ποσοστού του κέρδους, που προέρχεται από την αύξηση των μισθών, θα γίνονταν γενική.
Σύμφωνα με την υπόθεσή μας, δεν θα γίνονταν καμιά μεταβολή, ούτε στις παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας ούτε στο συνολικό ποσό της παραγωγής μα θα άλλαζε μορφή ο δοσμένος αυτός όγκος της παραγωγής. Ένα μεγαλύτερο μέρος από το προϊόν θα βρίσκονταν με τη μορφή μέσων συντήρησης, ένα μικρότερο μέρος με τη μορφή ειδών πολυτελείας, ή, που είναι το ίδιο, ένα μικρότερο μέρος θα ανταλλάσσονταν με ξένα είδη πολυτελείας και θα καταναλώνονταν με την αρχική του μορφή, ή που πάλι κάνει το ίδιο, ένα μεγαλύτερο μέρος από το εθνικό προϊόν θα ανταλλάσσονταν με ξένα μέσα συντήρησης αντί με είδη πολυτελείας. Η γενική ύψωση στο επίπεδο των μισθών θα είχε, κατά συνέπεια, μοναδικό αποτέλεσμα, ύστερα από μια παροδική διαταραχή των τιμών στην αγορά, μόνο μια γενική πτώση του ποσοστού κέρδους, χωρίς καμιά μόνιμη αλλαγή στις τιμές των εμπορευμάτων.
Αν μου πουν, πως στο παραπάνω επιχείρημα παραδέχομαι, πως ολόκληρη η αύξηση του μισθού ξοδεύεται σε μέσα συντήρησης, θα απαντήσω πως έκανα την πιο ευνοϊκή υπόθεση για τις απόψεις του πολίτη Ουέστον. Αν ή αύξηση του μισθού ξοδεύονταν σε είδή που δεν έμπαιναν πριν στην κατανάλωση του εργάτη, δεν θα χρειαζόταν να αποδειχθεί πως αυξήθηκε πραγματικά η αγοραστική τους δύναμη. Επειδή, ωστόσο, η αύξηση αυτή στην αγοραστική τους δύναμη προέρχεται μόνο από αύξηση στο μισθό, πρέπει να ανταποκρίνεται ίσα-ίσα στην ελάττωση της αγοραστικής δύναμης των καπιταλιστών. Η συνολική ζήτηση εμπορευμάτων, κατά συνέπεια, δεν θα μεγάλωνε, θα άλλαζαν μόνο τα συστατικά μέρη της ζήτησης αυτής. Η αυξανόμενη ζήτηση από το ένα μέρος θα ισοφαρίζονταν από την ελαττωμένη ζήτηση στο άλλο μέρος. Έτσι, μια και η συνολική ζήτηση θα παρέμενε στάσιμη, καμιά αλλαγή δεν θα μπορούσε να γίνει στις τιμές των εμπορευμάτων στην αγορά.
Φτάνουμε λοιπόν στο δίλημμα: ή η αύξηση του μισθού ξοδεύεται εξίσου σε όλα τα είδη κατανάλωσης - και τότε η επέκταση της ζήτησης από μέρους της εργατικής τάξης πρέπει να ισοφαρίζετε από τον περιορισμό της ζήτησης από μέρους της καπιταλιστικής τάξης - ή η αύξηση του μισθού ξοδεύεται σε μερικά μόνο είδη, που οι τιμές τους ανεβαίνουν προσωρινά στην αγορά.
Τότε η αύξηση του ποσοστού του κέρδους που θα ακολουθήσει σε μια σειρά από βιομηχανικούς κλάδους και η πτώση του ποσοστού του κέρδους που θα ακολουθήσει σε μια σειρά από άλλους, θα προκαλέσουν μια μεταβολή στην κατανομή του κεφαλαίου και της εργασίας, που θα συνεχιστεί ως τη στιγμή που η προσφορά θα ανέβει ανάλογα με την αυξημένη ζήτηση στο ένα τμήμα της βιομηχανίας και θα πέσει ανάλογα με την ελαττωμένη ζήτηση στα άλλα τμήματα της βιομηχανία. Με τη μια υπόθεση δεν θα έχουμε καμιά αλλαγή στις τιμές των εμπορευμάτων. Με την άλλη υπόθεση σε ανταλλακτικές άξίες των εμπορευμάτων θα ξαναγυρίσουν στο προηγούμενο επίπεδα, ύστερα από μερικές ταλαντεύσεις των τιμών στην αγορά. Και με τις δυο υποθέσεις η γενική άνοδος στο επίπεδο των μισθών δεν θα καταλήξει τελικά σε τίποτα άλλο, παρά σε μια γενική πτώση στο ποσοστό του κέρδους.
Για να ερεθίσει τη δύναμη της φαντασίας σας, ο πολίτης Ουέστον, σας παρακάλεσε να σκεφτείτε τις δυσκολίες που θα δημιουργούσε μια γενική αύξηση στους αγροτικούς μισθούς, στην Αγγλία, από εννέα σε δεκαοχτώ σελίνια. Σκεφτείτε, αναφώνησε, την τεράστια αύξηση ζήτησης στα μέσα συντήρησης και την τρομερή άνοδο στις τιμές τους που θα ακολουθήσει. Τώρα, όλοι σας ξέρετε, πως ο μέσος μισθός στους Αμερικανούς εργάτες γης είναι πάνω από το διπλάσιο του μισθού των Άγγλων, παρ’ όλο που οι τιμές των αγροτικών προϊόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιο χαμηλές απ’ ότι στο Ενωμένο Βασίλειο, παρ’ όλο που στις Ηνωμένες Πολιτείες η γενική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία είναι η ίδια όπως και στην Αγγλία και παρ’ όλο που το χρονιάτικο συνολικό ποσό της παραγωγής στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολύ μικρότερο απ’ ότι στην Αγγλία. Γιατί, τότε, ο φίλος μας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου; Απλούστατα, για να παραμερίσει το πραγματικό ζήτημα από μπροστά σας. Μια ξαφνική άνοδος των μισθών από εννέα σε δεκαοχτώ σελίνια θα ήταν μια ξαφνική αύξηση κατά 100%. Τώρα, δεν συζητούμε, βέβαια, το ζήτημα αν το γενικό επίπεδο των μισθών στην Αγγλία θα ήταν δυνατό να αυξηθεί ξαφνικά κατά 100%. Δεν μας ενδιαφέρει καθόλου το μέγεθος της αύξησης, που σε κάθε περίπτωση πρακτικά θα πρέπει να εξαρτιέται και να προσαρμόζεται στις δοσμένες συνθήκες. Εμείς έχουμε να εξετάσουμε μόνο τα αποτελέσματα που θα έχει μία γενική ύψωση στο επίπεδο των μισθών, έστω και αν αυτή έφθανε μόνο το 1%.
Αφήνοντας στην πάντα τη φανταστική αύξηση 100% του φίλου Ουέστον, θέλω να στρέψω την προσοχή σας στην πραγματική αύξηση των, μισθών που έγινε στη Μεγάλη Βρετανία από το 1849 ως το 1859.
Σε όλους είναι γνωστός ο νόμος για το δεκάωρο, ή καλύτερα ο νόμος για τις δεκάμιση ώρες, που ισχύει από το 1848. Ο νόμος αυτός ήταν μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές μεταβολές που σταθήκαμε μάρτυρες.
Ήταν μια ξαφνική και υποχρεωτική αύξηση των μισθών όχι σε μερικούς τοπικούς κλάδους, μα στους βασικούς βιομηχανικούς κλάδους, που χάρη σ’ αυτούς η Αγγλία κυριαρχεί στις αγορές του κόσμου. Ήταν μια αύξηση μισθών μέσα σε ασυνήθιστα δυσμενείς συνθήκες. Ο δόκτορας Γιούρ (Dr. Ure), ο καθηγητής Σένιορ (Prof. Senior) και οι άλλοι επίσημοι οικονομικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης απόδειχναν και, μπορώ να πω, με πολύ πιο γερά επιχειρήματα απ’ ότι ο φίλος μας Ουέστον, πως ο νόμος αυτός θα σήμαινε τη νεκρική καμπάνα για την αγγλική βιομηχανία. Απόδειχναν, πώς αυτή δεν ήταν μια συνηθισμένη αύξηση στους μισθούς μα μια αύξηση που την προκάλεσε και τη στήριξε η ελάττωση του όγκου της χρησιμοποιούμενης εργασίας.
Ισχυρίζονταν πως η δωδέκατη ώρα, που θέλανε να αφαιρέσουν από τον καπιταλιστή, ήταν ίσα - ίσα η μοναδική ώρα που έβγαζε το κέρδος του. Φοβέριζαν πως θα μειωθεί η συσσώρευση, πως θα υψωθούν οι τιμές, πως θα χαθούν οι αγορές, πώς θα περιορισθεί η παραγωγή με ακόλουθο αντίκτυπο στους μισθούς και την τρομερή καταστροφή. Πραγματικά, διακήρυτταν πως οι νόμοι του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου για το ανώτατο όριο ήταν τιποτένια υπόθεση σε σύγκριση με το νόμο αυτό, και είχαν δίκιo από μια ορισμένη άποψη. Ωραία!
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Αυξήθηκε ο χρηματικός μισθός στους εργοστασιακούς εργάτες παρ’ όλο τον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας, αυξήθηκε πολύ ο αριθμός των εργοστασιακών εργατών που είχαν απασχόληση, έπεφταν αδιάκοπα οι τιμές των προϊόντων τους, αναπτύσσονταν θαυμάσια οι παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας τους, καθώς και η ανήκουστη προοδευτική επέκταση των αγορών για τα εμπορεύματα τους.
Στο Μάντσεστερ, το 1861, στη συνεδρίαση της εταιρίας για την προώθηση της επιστήμης, εγώ ο ίδιος άκουσα τον κύριο Νιούμαν (Newman) να ομολογεί πώς ο δόκτορας Γιουρ (Dr. Ure), ο Σένιορ (Senior) και όλοι οι άλλοι επίσημοι εισηγητές της Πολιτικής Οικονομίας είχαν γελαστεί, ενώ το ένστικτο του λαού είχε δίκιο. Αναφέρω τον κ. Νιούμαν (Ν. Newman), όχι τον καθηγητή Φρανς Νιούμαν γιατί κατέχει έξοχη θέση στην οικονομική επιστήμη σαν συνεργάτης και έκδοτης της «Ιστορίας των τιμών» του κ. Θόμας Τουκ (Thomas Tooke), αυτού του θαυμάσιου έργου, που παρακολουθεί την ιστορία των τιμών από το 1793 ως το 1856. Αν ήταν σωστή ή έμμονη (fixed) ιδέα του φίλου μας Ουέστον για σταθερό (fixed) ποσό των μισθών, για σταθερό (fixed) ποσό παραγωγής, για σταθερή (fixed) και μόνιμη θέληση των καπιταλιστών, καθώς και όλες οι άλλες σταθερότητές του (fixedness) και μονιμότητές του, τότε θα ήταν σωστές και οι θλιβερές προβλέψεις του καθηγητή Σένιορ (Senior) και θα είχε άδικο ο Ρόμπερτ Όουεν (Robert Owen), που από το 1816 κι’ όλας είχε διακηρύξει, πως ένας γενικός περιορισμός της εργάσιμης ημέρας θα ήταν το πρώτο προπαρασκευαστικό βήμα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης και πού, παρά τη γενική προκατάληψη, τον εφάρμοσε στο δικό του βαμβακουργικό εργοστάσιο στο Νιου Λανάρκ.
Στη διάρκεια της ίδιας περιόδου που εφαρμόστηκε ο νόμος για το δεκάωρο και ακολούθησε η ύψωση των μισθών, πραγματοποιήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, για λόγους που δεν είναι εδώ ο τόπος να τούς απαριθμήσω, μια γενική αύξηση στο επίπεδο των αγροτικών μισθών.
Αν και δεν μου χρειάζεται, για τον άμεσο σκοπό μου, ωστόσο, για να μη γίνει καμιά παρανόηση, θα κάνω μερικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις.
Αν ένας άνθρωπος έπαιρνε δυο σελίνια βδομαδιάτικο μισθό και αν ο μισθός του ανέβαινε στα τέσσερα σελίνια, το επίπεδο του μισθού του θα ανέβαινε κατά 100%. Αυτό, αν το εκφράσουμε σαν ποσοστό του μισθού, φαίνεται πολύ θαυμάσιο πράγμα, παρ’ όλο που το πραγματικό ποσό του μισθού, τα τέσσερα σελίνια τη βδομάδα, θα εξακολουθούσε να είναι άθλια μικρό, ένας μισθός πείνας. Δεν πρέπει λοιπόν να παρασύρεστε από τα ηχηρά ποσοστά στο επίπεδο του μισθού. Πρέπει πάντοτε να ρωτάτε: Ποιο ήταν το αρχικό ποσό;
Ακόμα θα πρέπει να καταλάβετε πώς, αν δέκα άνθρωποι έπαιρναν από δύο σελίνια τη βδομάδα ο καθένας, πέντε άνθρωποι από πέντε σελίνια ο καθένας και πέντε άνθρωποι από ένδεκα σελίνια τη βδομάδα, οι είκοσι αυτοί άνθρωποι θα έπαιρναν όλοι μαζί 100 σελίνια ή πέντε λίρες τη βδομάδα. Αν τώρα γινόταν μια αύξηση, ας πούμε 20%, στο συνολικό ποσό του βδομαδιάτικου μισθού τους, θα είχαμε μια αύξηση από πέντε σε έξι λίρες. Παίρνοντας το μέσο όρο, θα μπορούσαμε να πούμε πως το γενικό επίπεδο των μισθών ανέβηκε κατά 20% αν και στην πραγματικότητα ο μισθός δέκα ανθρώπων θα έμενε αμετάβλητος, στην πρώτη ομάδα των πέντε ανθρώπων θα ανέβαινε μονάχα από πέντε σε έξι σελίνια και στη δεύτερη ομάδα των πέντε ανθρώπων από 55 σε 70 σελίνια.
Στους μισούς από τούς ανθρώπους αυτούς δεν θα καλυτέρευε καθόλου η θέση τους, στο ένα τέταρτο θα είχε καλυτερέψει σε ασήμαντο βαθμό και μονάχα το ένα τέταρτο θα την καλυτέρευε πραγματικά. Ωστόσο, αν λογαριάσουμε το μέσο όρο, το συνολικό ποσό των μισθών στους είκοσι αυτούς ανθρώπους θα είχε αυξηθεί κατά 20% ,και όσον αφορά το συνολικό κεφάλαιο που τους απασχολεί, και τις τιμές των εμπορευμάτων που παράγουν, θα έμενε ολότελα το ίδιο σαν να είχαν όλοι το ίδιο μερίδιο στην κατά μέσο όρο αύξηση των μισθών. Σ την περίπτωση της αγροτικής εργασίας, που το επίπεδο των μισθών της διαφέρει πολύ στις διάφορες κομητείες της Αγγλίας και της Σκοτίας, η αύξηση τους επηρέασε πολύ ανισόμερα.
Τέλος, στη διάρκεια της περιόδου που γίνονταν η αύξηση αυτή στους μισθούς, δρούσαν και αντίθετες επιδράσεις, όπως λ.χ. οι καινούριοι φόροι, που ήταν συνέπεια του ρωσικού πολέμου, η επέκταση της κατεδάφισης των σπιτιών όπου κατοικούσαν οι αγροτικοί εργάτες κ.τ.λ.
Ύστερα από τον τόσο μεγάλο πρόλογο, προχωρώ τώρα στη διαπίστωση πως από το 1849 ως το 1859 αυξήθηκε το μέσο επίπεδο των αγροτικών μισθών στη Μεγάλη Βρετανία γύρω στα 90%. Θα μπορούσα να σας δώσω άφθονες λεπτομέρειες για να σας αποδείξω τον ισχυρισμό μου, μα για τον τωρινό σκοπό μας νομίζω πως είναι αρκετό να σας παραπέμψω στην ευσυνείδητη και κριτική διάλεξη που έκανε ο μακαρίτης Τζων Μόρτον (John Morτon) το 1860 στην Εταιρία των Τεχνών του Λονδίνου (London Society of Arts) για τις δυνάμεις που χρησιμοποιούνται στη γεωργία. Ο Μόρτον παρουσίασε πίνακες από συναλλαγματικές και άλλα αυθεντικά έγγραφα, που τα είχε συγκεντρώσει από εκατό, πάνω - κάτω, καλλιεργητές, εγκαταστημένους σε δώδεκα σκωτικές και τριάντα πέντε αγγλικές κομητείες.
Σύμφωνα με τη γνώμη του φίλου μας Ουέστον και παράλληλα με την ταυτόχρονη αύξηση των μισθών στους εργοστασιακούς εργάτες, θα έπρεπε να είχαν ανεβεί πάρα πολύ οι τιμές στα αγροτικά προϊόντα από το 1849 ως το 1859. Μα ποια είναι η πραγματικότητα; Παρ’ όλο το ρωσικό πόλεμο και τις διαδοχικές κακές σοδιές, η μέση τιμή του σταριού, που είναι το σπουδαιότερο γεωργικό προϊόν της Αγγλίας, έπεσε από 3 πάνω - κάτω λίρες το κουώρτερ, πού είχε τη δεκαετία 1838-1849, σε 2 λίρες και 10 σελίνια το κουώρτερ τη δεκαετία 1849-1859. Αυτή είναι μια πτώση της τιμής του σταριού πάνω από 16% πλάι σε μια αύξηση κατά 40% στους αγροτικούς μισθούς.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, αν συγκρίνουμε το τέλος του με την αρχή του, το 1859 με το 1849, ο επίσημος αριθμός των απόρων ελαττώθηκε από 934.419 σε 860.470, δηλαδή, κατά 73.949 άτομα. Πολύ μικρή ελάττωση, το παραδέχομαι, και που χάθηκε ξανά τα κατοπινά χρόνια, μα ωστόσο είναι μια ελάττωση.
Μπορεί να μάς πουν πώς, επειδή καταργήθηκε ο νόμος για τα σιτηρά , αυξήθηκε η εισαγωγή ξένων σιτηρών πάνω από το διπλάσιο στην περίοδο 1849-1859, σε σύγκριση με την περίοδο 1838-1848. Και τι μ’ αυτό; Από την άποψη του πολίτη Ουέστον θα περίμενε κανένας πως αυτή ή ξαφνική, τεράστια και αδιάκοπα αυξανόμενη ζήτηση στις αγορές του εξωτερικού θα έπρεπε να ανεβάσει εκεί τις τιμές. των αγροτικών προϊόντων σε τρομερό ύψος, γιατί το αποτέλεσμα μιας αυξανόμενης ζήτησης είναι το ίδιο, είτε η ζήτηση αυτή προέρχεται από το εξωτερικό είτε από το εσωτερικό.
Ποια ήταν ή πραγματικότητα; Αν εξαιρέσουμε μερικά χρόνια με κακή σοδιά, η καταστρεπτική πτώση στις τιμές των σιτηρών ήταν την περίοδο αυτή το μόνιμο θέμα για τις ψευτορήτορες στη Γαλλία, και οι Αμερικάνοι αναγκάζονται να κάψουν ξανά και ξανά τα περισσευούμενα προϊόντα τους, ενώ η Ρωσία, αν πρέπει να πιστέψουμε τον κύριο Ούρκχαρτ (Urquhart), υποδαύλιζε τον εμφύλιο πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες, γιατί χώλαιναν οι εξαγωγές της σε γεωργικά προϊόντα στις αγορές της Ευρώπης εξ αιτίας του συναγωνισμού των Γιάγκηδων.
Αν εναγάγουμε τον ισχυρισμό του πολίτη Ουέστον στην αφηρημένη του μορφή, θα καταλήξουμε σε τούτο: Κάθε αύξηση στη ζήτηση γίνεται πάντοτε με βάση ένα δοσμένο πόσο παραγωγής. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί ποτέ να αυξήσει την προσφορά στα είδη που ζητούνται, μα μόνο να αυξάνει τις χρηματικές τους τιμές. Και η πιο πρόχειρη τώρα παρατήρηση μας δείχνει πως μια αυξημένη ζήτηση θα αφήσει, σε μερικές περιπτώσεις ολότελα αμετάβλητες τις τιμές των εμπορευμάτων στην αγορά και, σε άλλες πάλι περιπτώσεις, θα προκαλέσει μια παροδική αύξηση των τιμών στην αγορά, που η συνέπειά της θα είναι η αυξημένη προσφορά και η πτώση των τιμών ως το αρχικό τους επίπεδο και σε πολλές περιπτώσεις και κάτω ακόμα από το αρχικό τους επίπεδο.
Είτε η αύξηση της ζήτησης προέρχεται από την αύξηση των μισθών, είτε από κάποια άλλη αιτία, δεν αλλάζει καθόλου τους όρους του προβλήματος. Από την άποψη του πολίτη Ουέστον είναι τόσο δύσκολο να εξηγήσουμε τα γενικά φαινόμενα, όσο και τα φαινόμενα που παρουσιάζονται στις έκτακτες συνθήκες μιας αύξησης των μισθών. Το επιχείρημα του δεν είχε, κατά συνέπεια, καμιά ιδιαίτερη σχέση με το θέμα που πραγματευόμαστε. Έδειχνε μόνο την αμηχανία του μπροστά στους νόμους, που σύμφωνα μ’ αυτούς η αύξηση της ζήτησης, αντί να υψώσει τελικά τις τιμές στην αγορά, προκαλεί την αύξηση της προσφοράς.
ΙΙΙ. ΜΙΣΘΟΙ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ
Τη δεύτερη μέρα της συζήτησης, ο φίλος μας Ουέστον έντυσε τούς παλιούς του ισχυρισμούς με καινούρια σχήματα.
Είπε: «Ύστερα από μια γενική αύξηση στους χρηματικούς μισθούς θα χρειασθούν περισσότερα νομισματικά μέσα για να πληρωθούν οι ίδιοι μισθοί. Και μια που τα νομισματικά μέσα είναι σταθερά, με τι τρόπο θα μπορέσετε να πληρώσετε τους αυξημένους χρηματικούς μισθούς, με το σταθερό αυτό ποσό από νομισματικά μέσα;». Την πρώτη φορά η δυσκολία προερχόταν από το σταθερό ποσό των εμπορευμάτων πού αντιστοιχούν στον εργάτη, παρ’ όλη την αύξηση στο χρηματικό μισθό. Τώρα η δυσκολία προέρχεται από τον αυξημένο χρηματικό μισθό, παρ’ όλο το σταθερό ποσό των εμπορευμάτων. Φυσικά, αν απορρίψετε το αρχικό του δόγμα, θα εξαφανισθούν και οι δυσκολίες που το ακολουθούν.
Ωστόσο, θα αποδείξω πως το ζήτημα αυτό της νομισματικής κυκλοφορίας δεν έχει καμιά σχέση με το θέμα πού εξετάζουμε.
Στη χώρα σας, ο μηχανισμός των πληρωμών είναι πιο τελειοποιημένος από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης. Χάρη στην έκταση και τη συγκέντρωση του τραπεζικού συστήματος χρειάζονται πολύ λίγα νομισματικά μέσα για να κυκλοφορήσει το ίδιο ποσό από αξίες και για να διεκπεραιωθεί ο ίδιος ή και μεγαλύτερος ακόμα αριθμός από υποθέσεις. Όσον αφορά τους μισθούς, ο Άγγλος εργοστασιακός εργάτης ξοδεύει το μισθό του κάθε βδομάδα στον μπακάλη, που τον στέλνει κάθε βδομάδα στον τραπεζίτη, που τον ξαναστέλνει κάθε βδομάδα στον εργοστασιάρχη, για να τον πληρώσει ξανά στους εργάτες του και έτσι ολοένα.
Με το μηχανισμό αυτό ο χρονιάτικος μισθός ενός εργάτη, ας πούμε 52 λίρες, μπορεί να πληρώνεται με μια μόνο λίρα, που κάνει κάθε βδομάδα τον ίδιο κύκλο. Μα και στην Αγγλία ακόμα ο μηχανισμός αυτός δεν είναι τόσο τέλειος όσο στην Σκοτία, ούτε είναι σ’ όλα τα μέρη το ίδιο τελειοποιημένος και γι’ αυτό βρίσκουμε λ.χ., πως σε μερικές αγροτικές περιοχές χρειάζονται, σε σύγκριση με τις βιομηχανικές περιοχές, πολύ περισσότερα νομισματικά μέσα για να κυκλοφορήσεί ένα πολύ μικρότερο ποσό από αξίες.
Αν περάσετε τη Μάγχη, θα βρείτε πως οι χρηματικοί μισθοί είναι πολύ πιο χαμηλοί απ’ ότι στην Αγγλία, και όμως στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ελβετία και στη Γαλλία, η κυκλοφορία τους γίνεται με πολύ μεγαλύτερο ποσό από νομισματικά μέσα.
Η ίδια λίρα δεν ξαναπιάνεται τόσο γρήγορα από τα χέρια του τραπεζίτη ούτε ξαναγυρίζει τόσο γρήγορα στο βιομήχανο καπιταλιστή και, κατά συνέπεια, αντί για μια λίρα, που κυκλοφορεί τις 52 λίρες το χρόνο, χρειάζονται τρεις ίσως λίρες για να κυκλοφορήσουν ένα χρονιάτικο μισθό από 25 λίρες. Έτσι, αν συγκρίνετε τις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης με την Αγγλία, θα δείτε αμέσως πως χαμηλοί χρηματικοί μισθοί μπορεί να χρειάζονται περισσότερα νομισματικά μέσα για να κυκλοφορήσουν απ’ ότι υψηλοί χρηματικοί μισθοί και πως αυτό στην πραγματικότητα είναι τεχνικό ζήτημα, ολότελα ξένο από το θέμα μας.
Σύμφωνα με τους καλύτερους υπολογισμούς, που μου είναι γνωστό, το χρονιάτικο εισόδημα της εργατικής τάξης σε τούτη τη χώρα μπορεί να εκτιμηθεί σε 250.000.000 λίρες. Το τεράστιο αυτό ποσό κυκλοφορεί με 3.000.000 πάνω-κάτω λίρες. Ας υποθέσουμε πως οι μισθοί αυξάνονται κατά 50%. Τότε, αντί 3.000.000 λίρες σε νομισματικά μέσα θα χρειασθούν 4.500.000 λίρες.
Επειδή όμως ένα πολύ σημαντικό μέρος από τα καθημερινά έξοδα του εργάτη γίνονται με ασημένια και χάλκινα κέρματα, δηλαδή με απλά σύμβολα, που η σχετική τους αξία με το χρυσό έχει καθοριστεί αυθαίρετα με νόμο, όπως και η αξία των χαρτονομισμάτων με αναγκαστική κυκλοφορία, μια αύξηση κατά 50% στο χρηματικό μισθό θα απαιτούσε, στη χειρότερη περίπτωση, μια πρόσθετη κυκλοφορία από ένα, ας πούμε, εκατομμύριο λίρες.
Ένα εκατομμύριο που κοιμάται τώρα με τη μορφή ράβδων ή νομισμάτων στα υπόγεια της Τράπεζας της Αγγλίας, ή στις διάφορες ιδιωτικές τράπεζες, θα κυκλοφορούσε. Μα και αυτά ακόμα τα ασήμαντα έξοδα από την πρόσθετη νομισματοκοπή και την πρόσθετη φθορά, που θα προερχόταν απ’ αυτό το εκατομμύριο, θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν και πραγματικά θα εξοικονομηθούν, αν παρουσιάζονταν καμιά προστριβή από την έλλειψη των πρόσθετων κυκλοφοριακών μέσων.
Όλοι σας ξέρετε πως τα νομισματικά μέσα κυκλοφορίας σε τούτη τη χώρα χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Ένα είδος, που τροφοδοτείται. από διαφόρων ειδών τραπεζογραμμάτια, χρησιμοποιείται σε συναλλαγές ανάμεσα σε επιχειρηματίες καθώς και στις μεγαλύτερες πληρωμές από καταναλωτές σε επιχειρηματίες, ενώ στο λιανικό εμπόριο κυκλοφορεί άλλο είδος νομισμάτων, το μεταλλικό νόμισμα.
Παρ’ όλο που τα δυο αυτά είδη νομισμάτων είναι διαφορετικά μεταξύ τους, το ένα μπορεί ν’ αντικαταστήσει το άλλο. Έτσι, το χρυσό νόμισμα κυκλοφορεί σε μεγάλη έκταση, ακόμα και στις μεγαλύτερες πληρωμές, παντού όπου η διαφορά με το στρογγυλό ποσό είναι κάτω από τις 5 λίρες. Αν εκδίδονταν αύριο τραπεζογραμμάτια 4 λιρών, 3 λιρών ή και 2 λιρών, τα χρυσά νομίσματα, που γεμίζουν τους αγωγούς αυτούς της κυκλοφορίας, θα αποσύρονταν αμέσως από αυτούς και θα περνούσαν σε κείνους τούς αγωγούς που θα τα χρειάζονταν, επειδή αυξήθηκαν οι χρηματικοί μισθοί.
Έτσι, το πρόσθετο εκατομμύριο, που θα χρειαζόταν για να αυξηθούν κατά 50% οι μισθοί, θα βρισκόταν χωρίς να προστεθεί ούτε μια λίρα. Το ίδιο αποτέλεσμα θα είχαμε, χωρίς ένα. πρόσθετο τραπεζογραμμάτιο, με μια πρόσθετη κυκλοφορία συναλλαγματικών, όπως γίνονταν στο Λανκάστρ για πολύ σημαντικό χρονικό διάστημα.
Αν μια γενική ύψωση, λ.χ. l00%, στο επίπεδο των μισθών, σύμφωνα με την υπόθεση του πολίτη Ουέστον για τους αγροτικούς μισθούς, προκαλούσε μια μεγάλη άνοδο στις τιμές των μέσων συντήρησης, και, σύμφωνα με τις απόψεις του, απαιτούσε ένα πρόσθετο ποσό από νομισματικά μέσα κυκλοφορίας, που δεν θα ήταν δυνατό να βρεθούν, μια γενική πτώση των μισθών θα πρέπει να προκαλέσει το ίδιο αποτέλεσμα, στην ίδια κλίμακα, σε αντίθετη κατεύθυνση. Πολύ καλά! Όλοι σας ξέρετε πως οι χρονιές 1858-1860 ήταν οι πιο ευτυχισμένες χρονιές για τη βιομηχανία τού βαμβακιού και πως ιδιαίτερα το 1860 ήταν ασυναγώνιστο από την άποψη αυτή στα χρονικά τού εμπορίου, ενώ την ίδια περίοδο και όλοι οι άλλοι κλάδοι της βιομηχανίας ακμάζανε πάρα πολύ.
Οι μισθοί των εργατών στη βαμβακουργία, καθώς και όλων των άλλων εργατών, που συνδέονταν με το δικό τους κλάδο, βρίσκονταν το 1860 ψηλότερα από κάθε προηγούμενη φορά. Ξέσπασε η αμερικανική κρίση κι όλοι αυτοί οι μισθοί έπεσαν ξαφνικά γύρω στο ένα τέταρτο απ’ όσο ήταν πριν. Αυτό θα σήμαινε, από αντίθετη κατεύθυνση, μια ύψωση κατά 300%. Όταν οι μισθοί ανεβαίνουν από πέντε σε είκοσι, λέμε πως υψώθηκαν κατά 300%. Όταν πέφτουν από είκοσι σε πέντε, λέμε πώς έπεσαν κατά 75%, μα το ποσό της ύψωσης τη μια φορά και το ποσό της πτώσης την άλλη είναι το ίδιο, δηλαδή δεκαπέντε σελίνια. Ήταν, λοιπόν, μια ξαφνική και δίχως προηγούμενο αλλαγή στο επίπεδο των μισθών, που ταυτόχρονα αγκάλιαζε μεγάλο αριθμό από εργάτες, που, αν τους λογαριάσουμε όλους, όχι μόνο αυτούς πού εξαρτιόντουσαν άμεσα από τη βαμβακουργία, μα και αυτούς που εξαρτιόντουσαν έμμεσα, ξεπερνούσε κατά το μισό τον αριθμό των αγροτικών εργατών.
Μήπως έπεσε η τιμή του σταριού; Ανέβηκε από τα 47 σελίνια και 8 πέννες, που ήταν ή μέση χρονιάτικη τιμή του τα τρία χρόνια 1858- 1860, στα 55 σελίνια και 10 πέννες, που ήταν ή μέση χρονιάτικη τιμή στη διάρκεια της τριετίας 1861-1863. Και όσο για το ποσό των νομισματικών μέσων κυκλοφορίας, το νομισματοκοπείο έκοψε το 1861, 8.673.232 λίρες αντί 3.378.102 λίρες που έκοψε το 1860. Δηλαδή, το 1861 κόπηκαν 5.295.130 λίρες περισσότερες άπ’ ότι το 1860. Είναι αλήθεια, πως το 1861 λιγόστεψε η κυκλοφορία στα τραπεζογραμμάτια κατά 1.319.000 λίρες πιο κάτω από το 1860. Ας αφαιρέσουμε το ποσό αυτό.
Πάλι έχουμε για το 1861, σε σύγκριση με τη χρονιά της ευημερίας, το 1860, ένα πλεόνασμα από νομισματικά μέσα κυκλοφορίας, που φτάνει τα 3.976.130 λίρες, δηλαδή 4.000.000 πάνω - κάτω λίρες. Ταυτόχρονα όμως ελαττώθηκε το απόθεμα χρυσού στην Τράπεζα της Αγγλίας, όχι στην ίδια ίσα-ίσα αναλογία, μα σε μια κοντινή.
Συγκρίνατε το 1862 με το 1842. Ανεξάρτητα από την τεράστια αύξηση στην άξία και το ποσό των εμπορευμάτων, που βρίσκονταν σε κυκλοφορία, μόνο τα κεφάλαια που διατέθηκαν για μετοχές, δάνεια κλπ. στους σιδηρόδρομους της Αγγλίας και της Ουαλίας το 1862 έφτασαν τα 320.000.000 λίρες, ποσό που το 1842 θα φαινόταν μυθικό. Κι όμως, το συνολικό ποσό των νομισμάτων που κυκλοφορούσε το 1862 και το 1842 ήταν πάνω - κάτω το ίδιο.
Γενικά, θα βρείτε μια τάση για προοδευτική ελάττωση στα μέσα κυκλοφορίας, παρ’ όλη την τεράστια αύξηση της αξίας όχι μόνο των εμπορευμάτων, μα γενικά κάθε χρηματικής συναλλαγής. Αυτό, από την άποψη του φίλου μας Ουέστον, είναι ένα άλυτο αίνιγμα.
Αν είχε εξετάσει κάπως βαθύτερα το ζήτημα, θα έβρισκε, ολότελα ανεξάρτητα από τους μισθούς και με την υπόθεση πως είναι σταθεροί, πως η αξία και η μάζα των εμπορευμάτων που κυκλοφορούν και γενικά το ποσό των χρηματικών συναλλαγών κυμαίνεται σταθερά, πως το ποσό των τραπεζογραμματίων που εκδίδονται κυμαίνεται σταθερά, πως το ποσό των πληρωμών, που γίνονται χωρίς να μεσολαβήσει καθόλου χρήμα με τη βοήθεια μόνο συναλλαγματικών, επιταγών, λογιστικών, πιστώσεων, τραπεζών συμψηφισμού, κυμαίνεται σταθερά, πως στο βαθμό που χρειάζεται μεταλλικό χρήμα, η αναλογία ανάμεσα στο νόμισμα που κυκλοφορεί και το απόθεμα σε νομίσματα και ράβδους που βρίσκεται αποθησαυρισμένο ή που κοιμάται στα υπόγεια των τραπεζών κυμαίνεται καθημερινά, πως το ποσό του χρυσού που απορροφάει η εθνική κυκλοφορία, καθώς και το ποσό που στέλνεται στο εξωτερικό για τη διεθνή κυκλοφορία του κυμαίνεται καθημερινά.
Έτσι θα έβρίσκε πως το δόγμα του για το σταθερό ποσό νομισματικών μέσων κυκλοφορίας αποτελεί τερατώδικο λάθος, που δεν συμβιβάζεται με την καθημερινή κίνηση. Θα εξέταζε τότε τους νόμους που δίνουν τη δυνατότητα στη νομισματική κυκλοφορία να προσαρμόζεται σε συνθήκες που αδιάκοπα αλλάζουν, αντί να μετατρέπει τη λαθεμένη του αντίληψη για τους νόμους της νομισματικής κυκλοφορίας σε επιχείρημα ενάντια στην αύξηση των μισθών.
IV. ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΖΗΤΗΣΗ
Ο φίλος μας Ουέστον παραδέχεται το λατινικό ρητό, πώς Repetitio ist mater studiorum, δηλαδή πως η επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης και γι’ αυτό επανάλαβε ξανά το αρχικό του δόγμα με καινούρια μορφή, πως ο περιορισμός της νομισματικής κυκλοφορίας, που θα προερχόταν από την ύψωση των μισθών, θα προκαλούσε μια ελάττωση στο κεφάλαιο κ.ο.κ. Μια που έδειξα πια τα λάθη στις παραδοξολογίες του για τη χρηματική κυκλοφορία, νομίζω πως είναι ολότελα περιττό να ασχοληθώ με τις φανταστικές συνέπειες που νομίζει πως απορρέουν από τις φανταστικές του κυκλοφοριακές περιπέτειες. Θα προχωρήσω αμέσως για να δώσω στο ένα και μοναδικό του δόγμα, που το επαναλαμβάνει με τόσες διαφορετικές μορφές, την απλούστερη θεωρητική του διατύπωση.
Ο καθόλου κριτικός τρόπος, που πραγματεύθηκε το θέμα του, γίνεται φανερός από μια απλή παρατήρηση. Κηρύσσεται ενάντια στην αύξηση των μισθών, η ενάντια στους υψηλούς μισθούς που θα ήταν το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αύξησης. Τώρα τον ρωτάω: Τι είναι υψηλός και τι χαμηλός μισθός; Γιατί λ.χ. τα πέντε σελίνια τη βδομάδα να είναι χαμηλός και τα είκοσι σελίνια τη βδομάδα υψηλός μισθός; Αν το πέντε, σε σύγκριση με το είκοσι, είναι χαμηλό, και το είκοσι, σε σύγκριση με το διακόσια, είναι ακόμα πιο χαμηλό.
Αν κάποιος έκανε διάλεξη για το θερμόμετρο και άρχιζε να ρητορεύει για υψηλούς και χαμηλούς βαθμούς δεν θα πρόσφερε κανενός είδους γνώσεις. Πρέπει πρώτα να μου πει με τι τρόπο καθορίζεται το σημείο πήξης, με τι τρόπο βρίσκεται το σημείο βρασμού και με τι τρόπο τα σταθερά αυτά σημεία καθορίζονται από φυσικούς νόμους και όχι από τα γούστα εκείνων που πουλούν ή φτιάχνουν θερμόμετρα.
Σχετικά τώρα με το μισθό και το κέρδος, ο πολίτης Ουέστον όχι μόνο δεν κατάφερε να βρει από τούς οικονομικούς νόμους τέτοια σταθερά σημεία, μα ούτε καν αισθάνεται την ανάγκη να τα αναζητήσει. Ικανοποιείται με το να παραδέχεται τις συνηθισμένες λαϊκές εκφράσεις, χαμηλός και υψηλός, σαν κάτι που έχει ορισμένη σημασία, αν και είναι ολοφάνερο πως οι μισθοί τότε μόνον μπορούν να χαρακτηρισθούν υψηλοί ή χαμηλοί, όταν τους συγκρίνουμε με ένα σταθερό μέτρο, που μ’ αυτό θα μετρούμε το μέγεθος τους.
Δεν είναι σε θέση να μου πει, γιατί δίνουν ένα ορισμένο ποσό χρήματα για ένα ορισμένο ποσό εργασίας. Αν μου απαντούσε πως «αυτό καθορίστηκε από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης», θα τον ρωτούσα πρώτα - πρώτα από πιο νόμο ρυθμίζεται η ίδια η προσφορά και η ζήτηση. Και μια τέτοια απάντηση θα τον έθετε αμέσως εκτός μάχης. Οι σχέσεις ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση της εργασίας μεταβάλλονται αδιάκοπα και μαζί μ’ αυτές και οι τιμές της εργασίας στην αγορά. Αν η ζήτηση ξεπερνάει την προσφορά, οι μισθοί ανεβαίνουν. Αν η προσφορά ξεπερνάει τη ζήτηση, οι μισθοί πέφτουν, αν και κάτω από τις συνθήκες αυτές θα χρειαζόταν ίσως να εξακριβωθεί η πραγματική κατάσταση στη ζήτηση και την προσφορά με μια λ.χ. απεργία ή με κάποια άλλη μέθοδο.
Αν όμως παραδέχεστε την προσφορά και τη ζήτηση σαν το νόμο που ρυθμίζει τούς μισθούς, θα ήταν παιδιάστικο και άσκοπο να ρητορεύετε ενάντια σε μια αύξηση των μισθών, γιατί, σύμφωνα με τον υπέρτατο νόμο που επικαλείσθε, μια περιοδική αύξηση των μισθών είναι τόσο αναγκαία και νόμιμη, όσο και μια περιοδική πτώση των μισθών. Αν δεν παραδέχεστε την προσφορά και τη ζήτηση σαν το νόμο που ρυθμίζει τούς μισθούς, τότε επαναλαμβάνω την ερώτηση: γιατί δίνουμε ένα ορισμένο ποσό χρήματα για ένα ορισμένο ποσό εργασίας;
Μα ας εξετάσουμε το ζήτημα πιο πλατιά: Θα είσαστε πέρα - πέρα γελασμένοι, αν νομίζετε πως η αξία της εργασίας ή οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος καθορίζεται, σε τελευταία ανάλυση, από την προσφορά και τη ζήτηση. Η προσφορά και η ζήτηση δεν ρυθμίζουν τίποτα άλλο, παρά τις παροδικές διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά. Θα σας εξηγήσουν γιατί η τιμή ενός εμπορεύματος στην αγορά ανεβαίνει πάνω από την αξία του ή πέφτει κάτω απ’ αυτή, μα δεν θα μπορέσουν ποτέ να σας εξηγήσουν τι είναι αυτή η ίδια η αξία. Υπόθεσε πως η προσφορά και η ζήτηση ισορροπούν, ή, όπως λένε οι οικονομολόγοι, καλύπτει η μια την άλλη.
V. ΜΙΣΘΟΙ ΚΑΙ ΤΙΜΕΣ
Λοιπόν, από τη στιγμή που οι δυο αντίθετες αυτές δυνάμεις γίνουν ίσες, η μια παραλύει την άλλη και παύουν να ενεργούν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Από τη στιγμή, που η προσφορά και η ζήτηση ισορροπήσουν μεταξύ τους και, κατά συνέπεια, πάψουν να ενεργούν, η τιμή ενός εμπορεύματος στην αγορά ταυτίζεται με την πραγματική του αξία, με την κανονική τιμή που γύρω της κυμαίνονται οι τιμές στην αγορά. Όταν, λοιπόν, εξετάζουμε τη φύση της αξίας αυτής δεν μας ενδιαφέρουν καθόλου οι προσωρινές επιδράσεις της προσφοράς και της ζήτησης πάνω στις τιμές της αγοράς. Το ίδιο ισχύει για τούς μισθούς και για τις τιμές όλων των άλλων εμπορευμάτων.
Εκλαϊκευτική ομιλία του Καρλ Μαρξ το 1865, στην έδρα του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης για να απαντήσει στις λαθεμένες απόψεις του Τζων Ουέστον σχετικά με τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει μια αύξηση των μισθών.
Εισαγωγή
Πολίτες!
Πριν μπω στο θέμα, επιτρέψετε μου να κάνω μερικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις.
Σήμερα στην ηπειρωτική Ευρώπη επικρατεί μια αληθινή επιδημία από απεργίες και μια γενική κραυγή για αύξηση μισθών. Το ζήτημα θα συζητηθεί στο συνέδριο μας. Σεις, σαν ηγέτες στη Διεθνή Ένωση, πρέπει να έχετε ξεκαθαρισμένες απόψεις πάνω στο σπουδαιότατο αυτό ζήτημα. Γι’ αυτό θεώρησα, από μέρους μου, πως είναι καθήκον μου να ερευνήσω το ζήτημα ως το βάθος, και με κίνδυνο ακόμα να βάλω την υπομονή σας σε σκληρή δοκιμασία.
Μια άλλη προκαταρκτική παρατήρηση έχω να κάνω σχετικά με τον πολίτη Ουέστον. δεν πρότεινε μονάχα σε σας μα και δημόσια υποστήριξε, για το συμφέρον όπως νομίζει της εργατικής τάξης, απόψεις που ξέρει πως δεν είναι καθόλου δημοφιλείς στην εργατική τάξη. Μια τέτοια εκδήλωση ηθικού θάρρους πρέπει όλοι να την εκτιμήσουμε πολύ. ‘Ελπίζω πώς, παρ’ όλο το ακαλλώπιστο ύφος της έκθεσης μου, θα βρει στο τέλος της πως συμφωνώ μ’ αυτό, που μου φαίνεται να αποτελεί την καθαυτό ουσιαστική ιδέα, στο βάθος των θέσεών του, που, ωστόσο, με την τωρινή της μορφή δεν μπορώ παρά να την θεωρώ θεωρητικά λαθεμένη και πραχτικά επικίνδυνη.
Και τώρα περνώ αμέσως στο θέμα μας.
Ι. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΣ
Το επιχείρημα του πολίτη Ουέστον στηριζόταν, ουσιαστικά, σε δυο προϋποθέσεις: πρώτα, πως το ποσό της εθνικής παραγωγής είναι κάτι το αμετάβλητο, μια σταθερή ποσότητα ή μέγεθος, όπως θα έλεγαν οι μαθηματικοί. Δεύτερο, πως το ποσό των πραγματικών μισθών, δηλαδή των μισθών που έχουν για μέτρο το ποσό των εμπορευμάτων που μπορούν να αγοράσουν, είναι μια ορισμένη ποσότητα, ένα σταθερό μέγεθος.
Τώρα, ο πρώτος του ισχυρισμός είναι φανερά λαθεμένος. Θα διαπιστώσετε πως από χρόνο σε χρόνο η αξία και η μάζα της παραγωγής αυξάνει, πως οι παραγωγικές δυνάμεις της εθνικής εργασίας αυξάνουν και πως το ποσό του χρήματος, που είναι αναγκαίο για την κυκλοφορία της αυξημένης αυτής παραγωγής, αλλάζει αδιάκοπα. Αυτό που είναι σωστό στο τέλος του χρόνου και για διαφορετικά χρόνια, όταν τα συγκρίνουμε μεταξύ τους, είναι σωστό και για την κάθε μέση χρονιάτικη μέρα.
Το ποσό ή το μέγεθος της εθνικής παραγωγής αλλάζει ολοένα. Είναι μέγεθος μεταβλητό και όχι σταθερό, και, εκτός από τις μεταβολές στον πληθυσμό, έτσι πρέπει να είναι, εξ αιτίας των αδιάκοπων μεταβολών στη συσσώρευση του κεφαλαίου και στην παραγωγική δύναμη της εργασίας.
Είναι ολότελα σωστό πως, αν γινόταν σήμερα μια ύψωση στο γενικό επίπεδο των μισθών, η ύψωση αυτή, οποιαδήποτε και αν ήταν τα κατοπινά της αποτελέσματα, δεν θα άλλαζε, αυτή η ίδια, αμέσως το ποσό της παραγωγής. στην αρχή θα ξεκινούσε από κει που βρίσκονταν τα πράγματα. Μα αν η εθνική παραγωγή ήταν πριν από την ύψωση των μισθών μεταβλητή και όχι σταθερή, θα εξακολουθούσε και ύστερα από την ύψωση των μισθών να είναι μεταβλητή και όχι σταθερή.
Ας υποθέσουμε όμως πως το ποσό της εθνικής παραγωγής είναι σταθερό και όχι μεταβλητό. Ακόμα και τότε, αυτό που ο φίλος μας Ουέστον θεωρεί λογικό συμπέρασμα, θα παρέμενε και πάλι ένας απλός ισχυρισμός. Αν έχω ένα δοσμένο αριθμό, ας πούμε το οκτώ, τα απόλυτα όρια του αριθμού αυτού δεν εμποδίζουν τα μέρη του να αλλάζουν τα σχετικά τους όρια. Αν το κέρδος ήταν έξι και ο μισθός δύο, θα μπορούσε να ανέβει ο μισθός από έξι και να πέσει το κέρδος στα δύο και το συνολικό ποσό να είναι πάλι οκτώ. Έτσι, το σταθερό ποσό της παραγωγής δεν θα απόδειχνε, με κανένα τρόπο, πως το ποσό του μισθού είναι σταθερό. Με τι τρόπο τότε, αποδείχνει ο φίλος μας Ουέστον τη σταθερότητα αυτή ; Με το να την ισχυρίζεται.
Μα και αν ακόμα παραδεχτούμε τον ισχυρισμό του θα είχαμε δυο δρόμους να πάρουμε, ενώ αυτός επιμένει σε ένα μόνο. Αν το ποσό των μισθών είναι σταθερό μέγεθος, τότε δεν μπορεί ούτε να αυξηθεί ούτε να ελαττωθεί. Αν, λοιπόν, οι εργάτες ενεργούν ανόητα επιβάλλοντας μια παροδική αύξηση στους μισθούς, οι καπιταλιστές δεν θα ενεργούσαν και αυτοί λιγότερο ανόητα υποβάλλοντας μια παροδική ελάττωση στους μισθούς.
Ο φίλος μας Ουέστον δεν αρνείται πώς, κάτω από ορισμένες συνθήκες, οι εργάτες μπορούν να επιβάλουν μια αύξηση στους μισθούς, επειδή όμως το ποσό για τούς μισθούς είναι από τη φύση του καθορισμένο, θα πρέπει να ακολουθήσει μια αντίδραση. Από το άλλο μέρος, ξέρει ακόμα πως οι καπιταλιστές μπορούν να επιβάλουν μια ελάττωση στους μισθούς και, πράγματι, προσπαθούν πάντα να την επιβάλουν. Σύμφωνα με την αρχή της σταθερότητας των μισθών θα έπρεπε να ακολουθήσει και σε τούτη την περίπτωση μια αντίδραση, όπως και στην προηγούμενη. Κατά συνέπεια, αν οι εργάτες αντιδρούν ενάντια στην προσπάθεια ή στην εφαρμογή μιας ελάττωσης στους μισθούς, ενεργούν σωστά Θα ενεργούσαν, λοιπόν, σωστά αν επέβαλλαν μια αύξηση των μισθών, γιατί κάθε αντίδραση ενάντια στη μείωση των μισθών είναι δράση για την αύξηση τους.
Σύμφωνα λοιπόν με την αρχή του πολίτη Ουέστον για τη σταθερότητα των μισθών έπρεπε, οι εργάτες, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να συνενώνονται και να αγωνίζονται για αύξηση των μισθών.
Αν ο πολίτης Ουέστον αρνείται το συμπέρασμα αυτό τότε θα πρέπει να εγκαταλείψει και την προϋπόθεση απ’ όπου απορρέει. Δεν πρέπει να λέει πως το ποσό των μισθών είναι σταθερή ποσότητα μα πώς, ενώ δεν μπορεί, ούτε και πρέπει να ανεβαίνει, μπορεί και πρέπει να κατεβαίνει κάθε φορά που αρέσει στο κεφάλαιο να το κατεβάζει.
Αν ο καπιταλιστής ευαρεστείται να σας ταΐζει πατάτες αντί κρέας και βρώμη αντί για στάρι, πρέπει να δεχθείτε τη θέλησή του σα νόμο της πολιτικής οικονομίας και να υποταχθείτε σ’ αύτή. Αν, σε μια χώρα το επίπεδο των μισθών είναι ανώτερο απ’ ό,τι, σε μια άλλη χώρα, στις Ηνωμένες Πολιτείες λ.χ. απ’ ό,τι στην Αγγλία, πρέπει να εξηγήσετε τη διαφορά αυτή στο επίπεδο των μισθών με τη διαφορά ανάμεσα στη θέληση του Αμερικάνου καπιταλιστή και στη θέληση του Εγγλέζου καπιταλιστή, μια μέθοδος που, δίχως αμφιβολία, θα απλοποιούσε όχι μόνο τη μελέτη των οικονομικών φαινομένων μα και όλων των άλλων φαινομένων.
Μα και τότε ακόμα θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε: γιατί η θέληση του Αμερικάνου καπιταλιστή διαφέρει από τη θέληση του Εγγλέζου καπιταλιστή; Και για να απαντήσετε στην ερώτηση αυτή πρέπει να βγείτε έξω από το βασίλειο της θέλησης. Ένας παπάς μπορεί να μου λέει πως άλλο πράγμα θέλει ο Θεός στη Γαλλία και άλλο στην Αγγλία. Και όταν του ζητήσω να μου εξηγήσει τη διπλή αυτή θέληση, θα είχε ίσως την αναισχυντία να μου απαντήσει πως ο Θεός θέλει να έχει άλλη θέληση στη Γαλλία και άλλη στην Αγγλία. Μα ο φίλος μας Ουέστον είναι σίγουρα ο τελευταίος άνθρωπος που θα έφερνε ένα επιχείρημα με τέτοια ολοκληρωτική άρνηση κάθε λογικής.
Η θέληση του καπιταλιστή είναι, βέβαια, να παίρνει όσο μπορεί περισσότερα. Εκείνο που έχουμε να κάνουμε εμείς δεν είναι να φλυαρούμε για τη θέληση του, μα να εξετάσουμε την εξουσία του, τα όρια της εξουσίας αυτής και το χαρακτήρα που έχουν τα όρια αυτά.
ΙΙ. ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΜΙΣΘΟΣ ΚΑΙ ΚΕΡΔΟΣ
Η διάλεξη που μας έκανε ο πολίτης Ουέστον θα μπορούσε να χωρέσει σε ένα καρυδότσουφλο.
Όλα τα επιχειρήματα του συνοψίζονται σε τούτο: Αν η εργατική τάξη αναγκάσει την τάξη των καπιταλιστών να πληρώνει με τη μορφή χρηματικού μισθού πέντε σελίνια αντί για τέσσερα, ο καπιταλιστής θα του δώσει πίσω, με τη μορφή εμπορεύματος, μια αξία τεσσάρων σελινιών αντί πέντε. Η εργατική τάξη θα έπρεπε να πληρώνει πέντε σελίνια αυτό που αγόραζε, πριν υψωθούν οι μισθοί, με τέσσερα σελίνια. Μα γιατί γίνεται αυτό; Γιατί ο καπιταλιστής δίνει σε αντάλλαγμα μιας αξίας πέντε σελινιών μόνο τέσσερα σελίνια; Επειδή το ποσό των μισθών είναι καθορισμένο. Μα γιατί είναι καθορισμένο σε εμπορεύματα που αξίζουν τέσσερα σελίνια; Γιατί όχι τρία ή δύο ή οποιοδήποτε άλλο ποσό; Αν τα όρια στο ποσό των μισθών καθορίζονται από κάποιο οικονομικό νόμο, που δεν εξαρτιέται ούτε από τη θέληση του καπιταλιστή, ούτε και από τη θέληση του εργαζόμενου ανθρώπού, το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει ο πολίτης Ουέστον θα ήταν να αναφέρει το νόμο αυτό και να τον αποδείξει. Θα έπρεπε ακόμα να αποδείξει, πως το ποσό των μισθών, που πληρώνεται πραγματικά κάθε δοσμένη στιγμή, αντιστοιχεί πάντοτε ίσα - ίσα με το αναγκαίο ποσό των μισθών και ποτέ δεν απομακρύνεται από αυτό.
Αν, από το άλλο μέρος, τα δοσμένα όρια στο ποσό των μισθών βασίζονται στην απλή θέληση του καπιταλιστή ή στα όρια της απληστίας του, θα ήταν αυθαίρετα όρια. Δεν θα υπήρχε τίποτα το αναγκαίο σ’ αυτά. Μπορεί να αλλάζουν με τη θέληση του καπιταλιστή και μπορεί, κατά συνέπεια, να αλλάζουν και ενάντια στη θέλησή του.
Ο πολίτης Ουέστον σας έδωσε και μια εικόνα στη θεωρία του λέγοντας σας πώς, όταν μια γαβάθα περιέχει μια ορισμένη ποσότητα σούπας για να φάει ένας ορισμένος αριθμός από άτομα, το μεγάλωμα των κουταλιών δεν θα μεγάλωνε το ποσό της σούπας. Πρέπει να μου επιτρέψει να του πω πως βρίσκω την εικόνα του μάλλον κουτή. Μου θυμίζει κάπως την παραβολή που χρησιμοποίησε ο Μενένιος Αγρίππας. Όταν οι Ρωμαίοι πληβείοι απεργήσανε ενάντια στους Ρωμαίους πατρικίους, ο πατρίκιος Αγρίππας τους είπε πως ή κοιλιά των πατρικίων έτρεφε τα πληβειανά μέλη του πολιτικού σώματος. Ωστόσο, ο Αγρίππας δεν κατάφερε να δείξει με τι τρόπο τρέφει κανείς τα μέλη ενός ανθρώπου γεμίζοντας την κοιλιά άλλου.
Ο πολίτης Ουέστον ξέχασε πως ή γαβάθα απ’ όπου τρώνε οι εργάτες είναι γεμισμένη με όλο το προϊόν της εθνικής εργασίας και πως το μόνο που τους εμποδίζει να πάρουν περισσότερα δεν είναι ούτε ή στενότητα της γαβάθας ούτε το λίγο περιεχόμενο της, μα μονάχα το μικρό μέγεθος των κουταλιών τους.
Με ποιο τέχνασμα καταφέρνει ο καπιταλιστής να δίνει πίσω τεσσάρων σελινιών αξία αντί για πέντε; Αυξάνοντας την τιμή του εμπορεύματος που πουλάει. Να εξαρτιέται, λοιπόν, η αύξηση ή γενικά ή μεταβολή των τιμών στα εμπορεύματα ή οι ίδιες οι τιμές των εμπορευμάτων από την απλή θέληση τού καπιταλιστή; Η μήπως, αντίθετα, χρειάζονται ορισμένα περιστατικά για να πραγματοποιηθεί η θέληση αύτή; Αν όχι, τα ανεβοκατεβάσματα, οι αδιάκοπες διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά γίνονται άλυτο αίνιγμα.
Αν υποθέσουμε πως δεν έγινε κανενός είδους μεταβολή, ούτε στην παραγωγική δύναμη της εργασίας, ούτε στο ποσό τού κεφαλαίου και της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε, ούτε στην αξία του χρήματος που μ’ αυτό υπολογίζονται οι αξίες των προϊόντων, παρά μόνο στο επίπεδο των μισθών, με τι τρόπο θα μπορούσε η αύξηση αυτή των μισθών να επηρεάσει τις τιμές των εμπορευμάτων; Επηρεάζοντας μόνο την αναλογία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά των εμπορευμάτων αυτών.
Είναι πολύ σωστό, πως η εργατική τάξη, στο σύνολο της, ξοδεύει, και είναι αναγκασμένη να ξοδεύει, το εισόδημά της σε μέσα συντήρησης μια γενική ύψωση στο επίπεδο των μισθών θα προκαλούσε, λοιπόν, αύξηση στη ζήτηση των μέσων συντήρησης και, κατά. συνέπεια, στις τιμές τους στην αγορά.
Οι καπιταλιστές, που παράγουν τα μέσα αυτά συντήρησης, θα αποζημιώνονταν για τούς αυξημένους μισθούς από τις αυξημένες τιμές που θα είχαν στην αγορά τα εμπορεύματά τους. Τι θα γίνει, όμως, με τους άλλους καπιταλιστές, που δεν παράγουν μέσα συντήρησης; Και δεν πρέπει να φαντάζεστε πως είναι μια μικρή ομάδα. Όταν πάρετε υπ’ όψη σας πως τα δύο τρίτα από το εθνικό προϊόν ξοδεύεται από το ένα πέμπτο του πληθυσμού ή από το ένα έβδομο μόνο τού πληθυσμού, όπως είπε τελευταία ένα μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων - θα καταλάβετε τι τεράστια αναλογία από το εθνικό προϊόν πρέπει να παράγεται με τη μορφή ειδών πολυτελείας ή να ανταλλάσσεται με είδη πολυτελείας και πόσο τεράστιο ποσό από αυτά τα ίδια τα μέσα συντήρησης πρέπει να σπαταλιέται σε λακέδες, άλογα, γάτους κ.τ.λ. μια σπατάλη που, όπως ξέρουμε από πείρα, περιορίζεται πάντοτε, όταν αυξάνονται οι τιμές στα μέσα συντήρησης.
Λοιπόν, ποια θα είναι η θέση των καπιταλιστών αυτών που δεν παράγουν μέσα συντήρησης; δεν θα μπορούσαν να αποζημιωθούν, για την πτώση του ποσοστού κέρδους που θα οφειλόταν στη γενική αύξηση των μισθών αυξάνοντας τις τιμές των εμπορευμάτων τους, γιατί η ζήτηση στα εμπορεύματα αυτά δεν θα μεγάλωνε. Το εισόδημά τους θα έπεφτε και από το ελαττωμένο αυτό εισόδημα θα έπρεπε να πληρώνουν περισσότερα για να πάρουν το ίδιο ποσό από τα ακριβότερα τώρα μέσα συντήρησης. Και αυτό δεν είναι όλο. Επειδή λιγόστεψε το εισόδημά τους, θα ξοδεύουν λιγότερα για είδη πολυτέλειας και έτσι η αμοιβαία ζήτηση για τα αντίστοιχα εμπορεύματα τους θα ελαττωνόταν.
Η συνέπεια από την ελαττωμένη ζήτηση θα ήταν να πέσουν οι τιμές των εμπορευμάτων τους. Σ’ αυτούς, λοιπόν, τους βιομηχανικούς κλάδους θα έπεφτε το ποσοστό του κέρδους, και όχι μόνο στην ίδια αναλογία με τη γενική ύψωση στο επίπεδο των μισθών, μα σε μια σύνθετη αναλογία από τη γενική ύψωση των μισθών, την αύξηση των τιμών στα μέσα συντήρησης και την πτώση των τιμών στα είδη πολυτελείας.
Ποια θα ήταν η συνέπεια από τη διαφορά αυτή στο ποσοστό τού κέρδους για τα κεφάλαία που χρησιμοποιούνται στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας; Φυσικά, συνέπεια που ακολουθεί γενικά, όταν για οποιοδήποτε λόγο γίνεται διαφορετικό το μέσο ποσοστό κέρδους στις διάφορες σφαίρες της παραγωγής. Το κεφάλαιο και η εργασία θα μεταφέρονταν από τους κλάδους που κερδίζουν λιγότερα στους κλάδους που κερδίζουν περισσότερα και η κίνηση αυτή της μεταφοράς θα συνεχιζόταν ως τη στιγμή που η προσφορά στο ένα τμήμα της βιομηχανίας θα ανέβαινε ανάλογα με την αυξημένη ζήτηση και θα έπεφτε στα άλλα τμήματα της βιομηχανίας σύμφωνα με την ελαττωμένη ζήτηση.
Μόλις πραγματοποιούνταν η αλλαγή αυτή θα εξισωνόταν πάλι στους διάφορους κλάδους το γενικό ποσοστό του κέρδους. Μια που όλη η διαταραχή προήλθε αρχικά από μία απλή μεταβολή στην αναλογία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά σε διάφορα εμπορεύματα, μόλις σταματούσε η αιτία θα σταματούσε και το αποτέλεσμα και οι τιμές θα ξαναγύριζαν στο προηγούμενο επίπεδο τους και την παλιά ισορροπία. Αντί να περιοριστεί σε μερικούς κλάδους μόνο της βιομηχανίας η πτώση του ποσοστού του κέρδους, που προέρχεται από την αύξηση των μισθών, θα γίνονταν γενική.
Σύμφωνα με την υπόθεσή μας, δεν θα γίνονταν καμιά μεταβολή, ούτε στις παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας ούτε στο συνολικό ποσό της παραγωγής μα θα άλλαζε μορφή ο δοσμένος αυτός όγκος της παραγωγής. Ένα μεγαλύτερο μέρος από το προϊόν θα βρίσκονταν με τη μορφή μέσων συντήρησης, ένα μικρότερο μέρος με τη μορφή ειδών πολυτελείας, ή, που είναι το ίδιο, ένα μικρότερο μέρος θα ανταλλάσσονταν με ξένα είδη πολυτελείας και θα καταναλώνονταν με την αρχική του μορφή, ή που πάλι κάνει το ίδιο, ένα μεγαλύτερο μέρος από το εθνικό προϊόν θα ανταλλάσσονταν με ξένα μέσα συντήρησης αντί με είδη πολυτελείας. Η γενική ύψωση στο επίπεδο των μισθών θα είχε, κατά συνέπεια, μοναδικό αποτέλεσμα, ύστερα από μια παροδική διαταραχή των τιμών στην αγορά, μόνο μια γενική πτώση του ποσοστού κέρδους, χωρίς καμιά μόνιμη αλλαγή στις τιμές των εμπορευμάτων.
Αν μου πουν, πως στο παραπάνω επιχείρημα παραδέχομαι, πως ολόκληρη η αύξηση του μισθού ξοδεύεται σε μέσα συντήρησης, θα απαντήσω πως έκανα την πιο ευνοϊκή υπόθεση για τις απόψεις του πολίτη Ουέστον. Αν ή αύξηση του μισθού ξοδεύονταν σε είδή που δεν έμπαιναν πριν στην κατανάλωση του εργάτη, δεν θα χρειαζόταν να αποδειχθεί πως αυξήθηκε πραγματικά η αγοραστική τους δύναμη. Επειδή, ωστόσο, η αύξηση αυτή στην αγοραστική τους δύναμη προέρχεται μόνο από αύξηση στο μισθό, πρέπει να ανταποκρίνεται ίσα-ίσα στην ελάττωση της αγοραστικής δύναμης των καπιταλιστών. Η συνολική ζήτηση εμπορευμάτων, κατά συνέπεια, δεν θα μεγάλωνε, θα άλλαζαν μόνο τα συστατικά μέρη της ζήτησης αυτής. Η αυξανόμενη ζήτηση από το ένα μέρος θα ισοφαρίζονταν από την ελαττωμένη ζήτηση στο άλλο μέρος. Έτσι, μια και η συνολική ζήτηση θα παρέμενε στάσιμη, καμιά αλλαγή δεν θα μπορούσε να γίνει στις τιμές των εμπορευμάτων στην αγορά.
Φτάνουμε λοιπόν στο δίλημμα: ή η αύξηση του μισθού ξοδεύεται εξίσου σε όλα τα είδη κατανάλωσης - και τότε η επέκταση της ζήτησης από μέρους της εργατικής τάξης πρέπει να ισοφαρίζετε από τον περιορισμό της ζήτησης από μέρους της καπιταλιστικής τάξης - ή η αύξηση του μισθού ξοδεύεται σε μερικά μόνο είδη, που οι τιμές τους ανεβαίνουν προσωρινά στην αγορά.
Τότε η αύξηση του ποσοστού του κέρδους που θα ακολουθήσει σε μια σειρά από βιομηχανικούς κλάδους και η πτώση του ποσοστού του κέρδους που θα ακολουθήσει σε μια σειρά από άλλους, θα προκαλέσουν μια μεταβολή στην κατανομή του κεφαλαίου και της εργασίας, που θα συνεχιστεί ως τη στιγμή που η προσφορά θα ανέβει ανάλογα με την αυξημένη ζήτηση στο ένα τμήμα της βιομηχανίας και θα πέσει ανάλογα με την ελαττωμένη ζήτηση στα άλλα τμήματα της βιομηχανία. Με τη μια υπόθεση δεν θα έχουμε καμιά αλλαγή στις τιμές των εμπορευμάτων. Με την άλλη υπόθεση σε ανταλλακτικές άξίες των εμπορευμάτων θα ξαναγυρίσουν στο προηγούμενο επίπεδα, ύστερα από μερικές ταλαντεύσεις των τιμών στην αγορά. Και με τις δυο υποθέσεις η γενική άνοδος στο επίπεδο των μισθών δεν θα καταλήξει τελικά σε τίποτα άλλο, παρά σε μια γενική πτώση στο ποσοστό του κέρδους.
Για να ερεθίσει τη δύναμη της φαντασίας σας, ο πολίτης Ουέστον, σας παρακάλεσε να σκεφτείτε τις δυσκολίες που θα δημιουργούσε μια γενική αύξηση στους αγροτικούς μισθούς, στην Αγγλία, από εννέα σε δεκαοχτώ σελίνια. Σκεφτείτε, αναφώνησε, την τεράστια αύξηση ζήτησης στα μέσα συντήρησης και την τρομερή άνοδο στις τιμές τους που θα ακολουθήσει. Τώρα, όλοι σας ξέρετε, πως ο μέσος μισθός στους Αμερικανούς εργάτες γης είναι πάνω από το διπλάσιο του μισθού των Άγγλων, παρ’ όλο που οι τιμές των αγροτικών προϊόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιο χαμηλές απ’ ότι στο Ενωμένο Βασίλειο, παρ’ όλο που στις Ηνωμένες Πολιτείες η γενική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία είναι η ίδια όπως και στην Αγγλία και παρ’ όλο που το χρονιάτικο συνολικό ποσό της παραγωγής στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολύ μικρότερο απ’ ότι στην Αγγλία. Γιατί, τότε, ο φίλος μας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου; Απλούστατα, για να παραμερίσει το πραγματικό ζήτημα από μπροστά σας. Μια ξαφνική άνοδος των μισθών από εννέα σε δεκαοχτώ σελίνια θα ήταν μια ξαφνική αύξηση κατά 100%. Τώρα, δεν συζητούμε, βέβαια, το ζήτημα αν το γενικό επίπεδο των μισθών στην Αγγλία θα ήταν δυνατό να αυξηθεί ξαφνικά κατά 100%. Δεν μας ενδιαφέρει καθόλου το μέγεθος της αύξησης, που σε κάθε περίπτωση πρακτικά θα πρέπει να εξαρτιέται και να προσαρμόζεται στις δοσμένες συνθήκες. Εμείς έχουμε να εξετάσουμε μόνο τα αποτελέσματα που θα έχει μία γενική ύψωση στο επίπεδο των μισθών, έστω και αν αυτή έφθανε μόνο το 1%.
Αφήνοντας στην πάντα τη φανταστική αύξηση 100% του φίλου Ουέστον, θέλω να στρέψω την προσοχή σας στην πραγματική αύξηση των, μισθών που έγινε στη Μεγάλη Βρετανία από το 1849 ως το 1859.
Σε όλους είναι γνωστός ο νόμος για το δεκάωρο, ή καλύτερα ο νόμος για τις δεκάμιση ώρες, που ισχύει από το 1848. Ο νόμος αυτός ήταν μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές μεταβολές που σταθήκαμε μάρτυρες.
Ήταν μια ξαφνική και υποχρεωτική αύξηση των μισθών όχι σε μερικούς τοπικούς κλάδους, μα στους βασικούς βιομηχανικούς κλάδους, που χάρη σ’ αυτούς η Αγγλία κυριαρχεί στις αγορές του κόσμου. Ήταν μια αύξηση μισθών μέσα σε ασυνήθιστα δυσμενείς συνθήκες. Ο δόκτορας Γιούρ (Dr. Ure), ο καθηγητής Σένιορ (Prof. Senior) και οι άλλοι επίσημοι οικονομικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης απόδειχναν και, μπορώ να πω, με πολύ πιο γερά επιχειρήματα απ’ ότι ο φίλος μας Ουέστον, πως ο νόμος αυτός θα σήμαινε τη νεκρική καμπάνα για την αγγλική βιομηχανία. Απόδειχναν, πώς αυτή δεν ήταν μια συνηθισμένη αύξηση στους μισθούς μα μια αύξηση που την προκάλεσε και τη στήριξε η ελάττωση του όγκου της χρησιμοποιούμενης εργασίας.
Ισχυρίζονταν πως η δωδέκατη ώρα, που θέλανε να αφαιρέσουν από τον καπιταλιστή, ήταν ίσα - ίσα η μοναδική ώρα που έβγαζε το κέρδος του. Φοβέριζαν πως θα μειωθεί η συσσώρευση, πως θα υψωθούν οι τιμές, πως θα χαθούν οι αγορές, πώς θα περιορισθεί η παραγωγή με ακόλουθο αντίκτυπο στους μισθούς και την τρομερή καταστροφή. Πραγματικά, διακήρυτταν πως οι νόμοι του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου για το ανώτατο όριο ήταν τιποτένια υπόθεση σε σύγκριση με το νόμο αυτό, και είχαν δίκιo από μια ορισμένη άποψη. Ωραία!
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Αυξήθηκε ο χρηματικός μισθός στους εργοστασιακούς εργάτες παρ’ όλο τον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας, αυξήθηκε πολύ ο αριθμός των εργοστασιακών εργατών που είχαν απασχόληση, έπεφταν αδιάκοπα οι τιμές των προϊόντων τους, αναπτύσσονταν θαυμάσια οι παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας τους, καθώς και η ανήκουστη προοδευτική επέκταση των αγορών για τα εμπορεύματα τους.
Στο Μάντσεστερ, το 1861, στη συνεδρίαση της εταιρίας για την προώθηση της επιστήμης, εγώ ο ίδιος άκουσα τον κύριο Νιούμαν (Newman) να ομολογεί πώς ο δόκτορας Γιουρ (Dr. Ure), ο Σένιορ (Senior) και όλοι οι άλλοι επίσημοι εισηγητές της Πολιτικής Οικονομίας είχαν γελαστεί, ενώ το ένστικτο του λαού είχε δίκιο. Αναφέρω τον κ. Νιούμαν (Ν. Newman), όχι τον καθηγητή Φρανς Νιούμαν γιατί κατέχει έξοχη θέση στην οικονομική επιστήμη σαν συνεργάτης και έκδοτης της «Ιστορίας των τιμών» του κ. Θόμας Τουκ (Thomas Tooke), αυτού του θαυμάσιου έργου, που παρακολουθεί την ιστορία των τιμών από το 1793 ως το 1856. Αν ήταν σωστή ή έμμονη (fixed) ιδέα του φίλου μας Ουέστον για σταθερό (fixed) ποσό των μισθών, για σταθερό (fixed) ποσό παραγωγής, για σταθερή (fixed) και μόνιμη θέληση των καπιταλιστών, καθώς και όλες οι άλλες σταθερότητές του (fixedness) και μονιμότητές του, τότε θα ήταν σωστές και οι θλιβερές προβλέψεις του καθηγητή Σένιορ (Senior) και θα είχε άδικο ο Ρόμπερτ Όουεν (Robert Owen), που από το 1816 κι’ όλας είχε διακηρύξει, πως ένας γενικός περιορισμός της εργάσιμης ημέρας θα ήταν το πρώτο προπαρασκευαστικό βήμα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης και πού, παρά τη γενική προκατάληψη, τον εφάρμοσε στο δικό του βαμβακουργικό εργοστάσιο στο Νιου Λανάρκ.
Στη διάρκεια της ίδιας περιόδου που εφαρμόστηκε ο νόμος για το δεκάωρο και ακολούθησε η ύψωση των μισθών, πραγματοποιήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, για λόγους που δεν είναι εδώ ο τόπος να τούς απαριθμήσω, μια γενική αύξηση στο επίπεδο των αγροτικών μισθών.
Αν και δεν μου χρειάζεται, για τον άμεσο σκοπό μου, ωστόσο, για να μη γίνει καμιά παρανόηση, θα κάνω μερικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις.
Αν ένας άνθρωπος έπαιρνε δυο σελίνια βδομαδιάτικο μισθό και αν ο μισθός του ανέβαινε στα τέσσερα σελίνια, το επίπεδο του μισθού του θα ανέβαινε κατά 100%. Αυτό, αν το εκφράσουμε σαν ποσοστό του μισθού, φαίνεται πολύ θαυμάσιο πράγμα, παρ’ όλο που το πραγματικό ποσό του μισθού, τα τέσσερα σελίνια τη βδομάδα, θα εξακολουθούσε να είναι άθλια μικρό, ένας μισθός πείνας. Δεν πρέπει λοιπόν να παρασύρεστε από τα ηχηρά ποσοστά στο επίπεδο του μισθού. Πρέπει πάντοτε να ρωτάτε: Ποιο ήταν το αρχικό ποσό;
Ακόμα θα πρέπει να καταλάβετε πώς, αν δέκα άνθρωποι έπαιρναν από δύο σελίνια τη βδομάδα ο καθένας, πέντε άνθρωποι από πέντε σελίνια ο καθένας και πέντε άνθρωποι από ένδεκα σελίνια τη βδομάδα, οι είκοσι αυτοί άνθρωποι θα έπαιρναν όλοι μαζί 100 σελίνια ή πέντε λίρες τη βδομάδα. Αν τώρα γινόταν μια αύξηση, ας πούμε 20%, στο συνολικό ποσό του βδομαδιάτικου μισθού τους, θα είχαμε μια αύξηση από πέντε σε έξι λίρες. Παίρνοντας το μέσο όρο, θα μπορούσαμε να πούμε πως το γενικό επίπεδο των μισθών ανέβηκε κατά 20% αν και στην πραγματικότητα ο μισθός δέκα ανθρώπων θα έμενε αμετάβλητος, στην πρώτη ομάδα των πέντε ανθρώπων θα ανέβαινε μονάχα από πέντε σε έξι σελίνια και στη δεύτερη ομάδα των πέντε ανθρώπων από 55 σε 70 σελίνια.
Στους μισούς από τούς ανθρώπους αυτούς δεν θα καλυτέρευε καθόλου η θέση τους, στο ένα τέταρτο θα είχε καλυτερέψει σε ασήμαντο βαθμό και μονάχα το ένα τέταρτο θα την καλυτέρευε πραγματικά. Ωστόσο, αν λογαριάσουμε το μέσο όρο, το συνολικό ποσό των μισθών στους είκοσι αυτούς ανθρώπους θα είχε αυξηθεί κατά 20% ,και όσον αφορά το συνολικό κεφάλαιο που τους απασχολεί, και τις τιμές των εμπορευμάτων που παράγουν, θα έμενε ολότελα το ίδιο σαν να είχαν όλοι το ίδιο μερίδιο στην κατά μέσο όρο αύξηση των μισθών. Σ την περίπτωση της αγροτικής εργασίας, που το επίπεδο των μισθών της διαφέρει πολύ στις διάφορες κομητείες της Αγγλίας και της Σκοτίας, η αύξηση τους επηρέασε πολύ ανισόμερα.
Τέλος, στη διάρκεια της περιόδου που γίνονταν η αύξηση αυτή στους μισθούς, δρούσαν και αντίθετες επιδράσεις, όπως λ.χ. οι καινούριοι φόροι, που ήταν συνέπεια του ρωσικού πολέμου, η επέκταση της κατεδάφισης των σπιτιών όπου κατοικούσαν οι αγροτικοί εργάτες κ.τ.λ.
Ύστερα από τον τόσο μεγάλο πρόλογο, προχωρώ τώρα στη διαπίστωση πως από το 1849 ως το 1859 αυξήθηκε το μέσο επίπεδο των αγροτικών μισθών στη Μεγάλη Βρετανία γύρω στα 90%. Θα μπορούσα να σας δώσω άφθονες λεπτομέρειες για να σας αποδείξω τον ισχυρισμό μου, μα για τον τωρινό σκοπό μας νομίζω πως είναι αρκετό να σας παραπέμψω στην ευσυνείδητη και κριτική διάλεξη που έκανε ο μακαρίτης Τζων Μόρτον (John Morτon) το 1860 στην Εταιρία των Τεχνών του Λονδίνου (London Society of Arts) για τις δυνάμεις που χρησιμοποιούνται στη γεωργία. Ο Μόρτον παρουσίασε πίνακες από συναλλαγματικές και άλλα αυθεντικά έγγραφα, που τα είχε συγκεντρώσει από εκατό, πάνω - κάτω, καλλιεργητές, εγκαταστημένους σε δώδεκα σκωτικές και τριάντα πέντε αγγλικές κομητείες.
Σύμφωνα με τη γνώμη του φίλου μας Ουέστον και παράλληλα με την ταυτόχρονη αύξηση των μισθών στους εργοστασιακούς εργάτες, θα έπρεπε να είχαν ανεβεί πάρα πολύ οι τιμές στα αγροτικά προϊόντα από το 1849 ως το 1859. Μα ποια είναι η πραγματικότητα; Παρ’ όλο το ρωσικό πόλεμο και τις διαδοχικές κακές σοδιές, η μέση τιμή του σταριού, που είναι το σπουδαιότερο γεωργικό προϊόν της Αγγλίας, έπεσε από 3 πάνω - κάτω λίρες το κουώρτερ, πού είχε τη δεκαετία 1838-1849, σε 2 λίρες και 10 σελίνια το κουώρτερ τη δεκαετία 1849-1859. Αυτή είναι μια πτώση της τιμής του σταριού πάνω από 16% πλάι σε μια αύξηση κατά 40% στους αγροτικούς μισθούς.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, αν συγκρίνουμε το τέλος του με την αρχή του, το 1859 με το 1849, ο επίσημος αριθμός των απόρων ελαττώθηκε από 934.419 σε 860.470, δηλαδή, κατά 73.949 άτομα. Πολύ μικρή ελάττωση, το παραδέχομαι, και που χάθηκε ξανά τα κατοπινά χρόνια, μα ωστόσο είναι μια ελάττωση.
Μπορεί να μάς πουν πώς, επειδή καταργήθηκε ο νόμος για τα σιτηρά , αυξήθηκε η εισαγωγή ξένων σιτηρών πάνω από το διπλάσιο στην περίοδο 1849-1859, σε σύγκριση με την περίοδο 1838-1848. Και τι μ’ αυτό; Από την άποψη του πολίτη Ουέστον θα περίμενε κανένας πως αυτή ή ξαφνική, τεράστια και αδιάκοπα αυξανόμενη ζήτηση στις αγορές του εξωτερικού θα έπρεπε να ανεβάσει εκεί τις τιμές. των αγροτικών προϊόντων σε τρομερό ύψος, γιατί το αποτέλεσμα μιας αυξανόμενης ζήτησης είναι το ίδιο, είτε η ζήτηση αυτή προέρχεται από το εξωτερικό είτε από το εσωτερικό.
Ποια ήταν ή πραγματικότητα; Αν εξαιρέσουμε μερικά χρόνια με κακή σοδιά, η καταστρεπτική πτώση στις τιμές των σιτηρών ήταν την περίοδο αυτή το μόνιμο θέμα για τις ψευτορήτορες στη Γαλλία, και οι Αμερικάνοι αναγκάζονται να κάψουν ξανά και ξανά τα περισσευούμενα προϊόντα τους, ενώ η Ρωσία, αν πρέπει να πιστέψουμε τον κύριο Ούρκχαρτ (Urquhart), υποδαύλιζε τον εμφύλιο πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες, γιατί χώλαιναν οι εξαγωγές της σε γεωργικά προϊόντα στις αγορές της Ευρώπης εξ αιτίας του συναγωνισμού των Γιάγκηδων.
Αν εναγάγουμε τον ισχυρισμό του πολίτη Ουέστον στην αφηρημένη του μορφή, θα καταλήξουμε σε τούτο: Κάθε αύξηση στη ζήτηση γίνεται πάντοτε με βάση ένα δοσμένο πόσο παραγωγής. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί ποτέ να αυξήσει την προσφορά στα είδη που ζητούνται, μα μόνο να αυξάνει τις χρηματικές τους τιμές. Και η πιο πρόχειρη τώρα παρατήρηση μας δείχνει πως μια αυξημένη ζήτηση θα αφήσει, σε μερικές περιπτώσεις ολότελα αμετάβλητες τις τιμές των εμπορευμάτων στην αγορά και, σε άλλες πάλι περιπτώσεις, θα προκαλέσει μια παροδική αύξηση των τιμών στην αγορά, που η συνέπειά της θα είναι η αυξημένη προσφορά και η πτώση των τιμών ως το αρχικό τους επίπεδο και σε πολλές περιπτώσεις και κάτω ακόμα από το αρχικό τους επίπεδο.
Είτε η αύξηση της ζήτησης προέρχεται από την αύξηση των μισθών, είτε από κάποια άλλη αιτία, δεν αλλάζει καθόλου τους όρους του προβλήματος. Από την άποψη του πολίτη Ουέστον είναι τόσο δύσκολο να εξηγήσουμε τα γενικά φαινόμενα, όσο και τα φαινόμενα που παρουσιάζονται στις έκτακτες συνθήκες μιας αύξησης των μισθών. Το επιχείρημα του δεν είχε, κατά συνέπεια, καμιά ιδιαίτερη σχέση με το θέμα που πραγματευόμαστε. Έδειχνε μόνο την αμηχανία του μπροστά στους νόμους, που σύμφωνα μ’ αυτούς η αύξηση της ζήτησης, αντί να υψώσει τελικά τις τιμές στην αγορά, προκαλεί την αύξηση της προσφοράς.
ΙΙΙ. ΜΙΣΘΟΙ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ
Τη δεύτερη μέρα της συζήτησης, ο φίλος μας Ουέστον έντυσε τούς παλιούς του ισχυρισμούς με καινούρια σχήματα.
Είπε: «Ύστερα από μια γενική αύξηση στους χρηματικούς μισθούς θα χρειασθούν περισσότερα νομισματικά μέσα για να πληρωθούν οι ίδιοι μισθοί. Και μια που τα νομισματικά μέσα είναι σταθερά, με τι τρόπο θα μπορέσετε να πληρώσετε τους αυξημένους χρηματικούς μισθούς, με το σταθερό αυτό ποσό από νομισματικά μέσα;». Την πρώτη φορά η δυσκολία προερχόταν από το σταθερό ποσό των εμπορευμάτων πού αντιστοιχούν στον εργάτη, παρ’ όλη την αύξηση στο χρηματικό μισθό. Τώρα η δυσκολία προέρχεται από τον αυξημένο χρηματικό μισθό, παρ’ όλο το σταθερό ποσό των εμπορευμάτων. Φυσικά, αν απορρίψετε το αρχικό του δόγμα, θα εξαφανισθούν και οι δυσκολίες που το ακολουθούν.
Ωστόσο, θα αποδείξω πως το ζήτημα αυτό της νομισματικής κυκλοφορίας δεν έχει καμιά σχέση με το θέμα πού εξετάζουμε.
Στη χώρα σας, ο μηχανισμός των πληρωμών είναι πιο τελειοποιημένος από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης. Χάρη στην έκταση και τη συγκέντρωση του τραπεζικού συστήματος χρειάζονται πολύ λίγα νομισματικά μέσα για να κυκλοφορήσει το ίδιο ποσό από αξίες και για να διεκπεραιωθεί ο ίδιος ή και μεγαλύτερος ακόμα αριθμός από υποθέσεις. Όσον αφορά τους μισθούς, ο Άγγλος εργοστασιακός εργάτης ξοδεύει το μισθό του κάθε βδομάδα στον μπακάλη, που τον στέλνει κάθε βδομάδα στον τραπεζίτη, που τον ξαναστέλνει κάθε βδομάδα στον εργοστασιάρχη, για να τον πληρώσει ξανά στους εργάτες του και έτσι ολοένα.
Με το μηχανισμό αυτό ο χρονιάτικος μισθός ενός εργάτη, ας πούμε 52 λίρες, μπορεί να πληρώνεται με μια μόνο λίρα, που κάνει κάθε βδομάδα τον ίδιο κύκλο. Μα και στην Αγγλία ακόμα ο μηχανισμός αυτός δεν είναι τόσο τέλειος όσο στην Σκοτία, ούτε είναι σ’ όλα τα μέρη το ίδιο τελειοποιημένος και γι’ αυτό βρίσκουμε λ.χ., πως σε μερικές αγροτικές περιοχές χρειάζονται, σε σύγκριση με τις βιομηχανικές περιοχές, πολύ περισσότερα νομισματικά μέσα για να κυκλοφορήσεί ένα πολύ μικρότερο ποσό από αξίες.
Αν περάσετε τη Μάγχη, θα βρείτε πως οι χρηματικοί μισθοί είναι πολύ πιο χαμηλοί απ’ ότι στην Αγγλία, και όμως στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ελβετία και στη Γαλλία, η κυκλοφορία τους γίνεται με πολύ μεγαλύτερο ποσό από νομισματικά μέσα.
Η ίδια λίρα δεν ξαναπιάνεται τόσο γρήγορα από τα χέρια του τραπεζίτη ούτε ξαναγυρίζει τόσο γρήγορα στο βιομήχανο καπιταλιστή και, κατά συνέπεια, αντί για μια λίρα, που κυκλοφορεί τις 52 λίρες το χρόνο, χρειάζονται τρεις ίσως λίρες για να κυκλοφορήσουν ένα χρονιάτικο μισθό από 25 λίρες. Έτσι, αν συγκρίνετε τις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης με την Αγγλία, θα δείτε αμέσως πως χαμηλοί χρηματικοί μισθοί μπορεί να χρειάζονται περισσότερα νομισματικά μέσα για να κυκλοφορήσουν απ’ ότι υψηλοί χρηματικοί μισθοί και πως αυτό στην πραγματικότητα είναι τεχνικό ζήτημα, ολότελα ξένο από το θέμα μας.
Σύμφωνα με τους καλύτερους υπολογισμούς, που μου είναι γνωστό, το χρονιάτικο εισόδημα της εργατικής τάξης σε τούτη τη χώρα μπορεί να εκτιμηθεί σε 250.000.000 λίρες. Το τεράστιο αυτό ποσό κυκλοφορεί με 3.000.000 πάνω-κάτω λίρες. Ας υποθέσουμε πως οι μισθοί αυξάνονται κατά 50%. Τότε, αντί 3.000.000 λίρες σε νομισματικά μέσα θα χρειασθούν 4.500.000 λίρες.
Επειδή όμως ένα πολύ σημαντικό μέρος από τα καθημερινά έξοδα του εργάτη γίνονται με ασημένια και χάλκινα κέρματα, δηλαδή με απλά σύμβολα, που η σχετική τους αξία με το χρυσό έχει καθοριστεί αυθαίρετα με νόμο, όπως και η αξία των χαρτονομισμάτων με αναγκαστική κυκλοφορία, μια αύξηση κατά 50% στο χρηματικό μισθό θα απαιτούσε, στη χειρότερη περίπτωση, μια πρόσθετη κυκλοφορία από ένα, ας πούμε, εκατομμύριο λίρες.
Ένα εκατομμύριο που κοιμάται τώρα με τη μορφή ράβδων ή νομισμάτων στα υπόγεια της Τράπεζας της Αγγλίας, ή στις διάφορες ιδιωτικές τράπεζες, θα κυκλοφορούσε. Μα και αυτά ακόμα τα ασήμαντα έξοδα από την πρόσθετη νομισματοκοπή και την πρόσθετη φθορά, που θα προερχόταν απ’ αυτό το εκατομμύριο, θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν και πραγματικά θα εξοικονομηθούν, αν παρουσιάζονταν καμιά προστριβή από την έλλειψη των πρόσθετων κυκλοφοριακών μέσων.
Όλοι σας ξέρετε πως τα νομισματικά μέσα κυκλοφορίας σε τούτη τη χώρα χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Ένα είδος, που τροφοδοτείται. από διαφόρων ειδών τραπεζογραμμάτια, χρησιμοποιείται σε συναλλαγές ανάμεσα σε επιχειρηματίες καθώς και στις μεγαλύτερες πληρωμές από καταναλωτές σε επιχειρηματίες, ενώ στο λιανικό εμπόριο κυκλοφορεί άλλο είδος νομισμάτων, το μεταλλικό νόμισμα.
Παρ’ όλο που τα δυο αυτά είδη νομισμάτων είναι διαφορετικά μεταξύ τους, το ένα μπορεί ν’ αντικαταστήσει το άλλο. Έτσι, το χρυσό νόμισμα κυκλοφορεί σε μεγάλη έκταση, ακόμα και στις μεγαλύτερες πληρωμές, παντού όπου η διαφορά με το στρογγυλό ποσό είναι κάτω από τις 5 λίρες. Αν εκδίδονταν αύριο τραπεζογραμμάτια 4 λιρών, 3 λιρών ή και 2 λιρών, τα χρυσά νομίσματα, που γεμίζουν τους αγωγούς αυτούς της κυκλοφορίας, θα αποσύρονταν αμέσως από αυτούς και θα περνούσαν σε κείνους τούς αγωγούς που θα τα χρειάζονταν, επειδή αυξήθηκαν οι χρηματικοί μισθοί.
Έτσι, το πρόσθετο εκατομμύριο, που θα χρειαζόταν για να αυξηθούν κατά 50% οι μισθοί, θα βρισκόταν χωρίς να προστεθεί ούτε μια λίρα. Το ίδιο αποτέλεσμα θα είχαμε, χωρίς ένα. πρόσθετο τραπεζογραμμάτιο, με μια πρόσθετη κυκλοφορία συναλλαγματικών, όπως γίνονταν στο Λανκάστρ για πολύ σημαντικό χρονικό διάστημα.
Αν μια γενική ύψωση, λ.χ. l00%, στο επίπεδο των μισθών, σύμφωνα με την υπόθεση του πολίτη Ουέστον για τους αγροτικούς μισθούς, προκαλούσε μια μεγάλη άνοδο στις τιμές των μέσων συντήρησης, και, σύμφωνα με τις απόψεις του, απαιτούσε ένα πρόσθετο ποσό από νομισματικά μέσα κυκλοφορίας, που δεν θα ήταν δυνατό να βρεθούν, μια γενική πτώση των μισθών θα πρέπει να προκαλέσει το ίδιο αποτέλεσμα, στην ίδια κλίμακα, σε αντίθετη κατεύθυνση. Πολύ καλά! Όλοι σας ξέρετε πως οι χρονιές 1858-1860 ήταν οι πιο ευτυχισμένες χρονιές για τη βιομηχανία τού βαμβακιού και πως ιδιαίτερα το 1860 ήταν ασυναγώνιστο από την άποψη αυτή στα χρονικά τού εμπορίου, ενώ την ίδια περίοδο και όλοι οι άλλοι κλάδοι της βιομηχανίας ακμάζανε πάρα πολύ.
Οι μισθοί των εργατών στη βαμβακουργία, καθώς και όλων των άλλων εργατών, που συνδέονταν με το δικό τους κλάδο, βρίσκονταν το 1860 ψηλότερα από κάθε προηγούμενη φορά. Ξέσπασε η αμερικανική κρίση κι όλοι αυτοί οι μισθοί έπεσαν ξαφνικά γύρω στο ένα τέταρτο απ’ όσο ήταν πριν. Αυτό θα σήμαινε, από αντίθετη κατεύθυνση, μια ύψωση κατά 300%. Όταν οι μισθοί ανεβαίνουν από πέντε σε είκοσι, λέμε πως υψώθηκαν κατά 300%. Όταν πέφτουν από είκοσι σε πέντε, λέμε πώς έπεσαν κατά 75%, μα το ποσό της ύψωσης τη μια φορά και το ποσό της πτώσης την άλλη είναι το ίδιο, δηλαδή δεκαπέντε σελίνια. Ήταν, λοιπόν, μια ξαφνική και δίχως προηγούμενο αλλαγή στο επίπεδο των μισθών, που ταυτόχρονα αγκάλιαζε μεγάλο αριθμό από εργάτες, που, αν τους λογαριάσουμε όλους, όχι μόνο αυτούς πού εξαρτιόντουσαν άμεσα από τη βαμβακουργία, μα και αυτούς που εξαρτιόντουσαν έμμεσα, ξεπερνούσε κατά το μισό τον αριθμό των αγροτικών εργατών.
Μήπως έπεσε η τιμή του σταριού; Ανέβηκε από τα 47 σελίνια και 8 πέννες, που ήταν ή μέση χρονιάτικη τιμή του τα τρία χρόνια 1858- 1860, στα 55 σελίνια και 10 πέννες, που ήταν ή μέση χρονιάτικη τιμή στη διάρκεια της τριετίας 1861-1863. Και όσο για το ποσό των νομισματικών μέσων κυκλοφορίας, το νομισματοκοπείο έκοψε το 1861, 8.673.232 λίρες αντί 3.378.102 λίρες που έκοψε το 1860. Δηλαδή, το 1861 κόπηκαν 5.295.130 λίρες περισσότερες άπ’ ότι το 1860. Είναι αλήθεια, πως το 1861 λιγόστεψε η κυκλοφορία στα τραπεζογραμμάτια κατά 1.319.000 λίρες πιο κάτω από το 1860. Ας αφαιρέσουμε το ποσό αυτό.
Πάλι έχουμε για το 1861, σε σύγκριση με τη χρονιά της ευημερίας, το 1860, ένα πλεόνασμα από νομισματικά μέσα κυκλοφορίας, που φτάνει τα 3.976.130 λίρες, δηλαδή 4.000.000 πάνω - κάτω λίρες. Ταυτόχρονα όμως ελαττώθηκε το απόθεμα χρυσού στην Τράπεζα της Αγγλίας, όχι στην ίδια ίσα-ίσα αναλογία, μα σε μια κοντινή.
Συγκρίνατε το 1862 με το 1842. Ανεξάρτητα από την τεράστια αύξηση στην άξία και το ποσό των εμπορευμάτων, που βρίσκονταν σε κυκλοφορία, μόνο τα κεφάλαια που διατέθηκαν για μετοχές, δάνεια κλπ. στους σιδηρόδρομους της Αγγλίας και της Ουαλίας το 1862 έφτασαν τα 320.000.000 λίρες, ποσό που το 1842 θα φαινόταν μυθικό. Κι όμως, το συνολικό ποσό των νομισμάτων που κυκλοφορούσε το 1862 και το 1842 ήταν πάνω - κάτω το ίδιο.
Γενικά, θα βρείτε μια τάση για προοδευτική ελάττωση στα μέσα κυκλοφορίας, παρ’ όλη την τεράστια αύξηση της αξίας όχι μόνο των εμπορευμάτων, μα γενικά κάθε χρηματικής συναλλαγής. Αυτό, από την άποψη του φίλου μας Ουέστον, είναι ένα άλυτο αίνιγμα.
Αν είχε εξετάσει κάπως βαθύτερα το ζήτημα, θα έβρισκε, ολότελα ανεξάρτητα από τους μισθούς και με την υπόθεση πως είναι σταθεροί, πως η αξία και η μάζα των εμπορευμάτων που κυκλοφορούν και γενικά το ποσό των χρηματικών συναλλαγών κυμαίνεται σταθερά, πως το ποσό των τραπεζογραμματίων που εκδίδονται κυμαίνεται σταθερά, πως το ποσό των πληρωμών, που γίνονται χωρίς να μεσολαβήσει καθόλου χρήμα με τη βοήθεια μόνο συναλλαγματικών, επιταγών, λογιστικών, πιστώσεων, τραπεζών συμψηφισμού, κυμαίνεται σταθερά, πως στο βαθμό που χρειάζεται μεταλλικό χρήμα, η αναλογία ανάμεσα στο νόμισμα που κυκλοφορεί και το απόθεμα σε νομίσματα και ράβδους που βρίσκεται αποθησαυρισμένο ή που κοιμάται στα υπόγεια των τραπεζών κυμαίνεται καθημερινά, πως το ποσό του χρυσού που απορροφάει η εθνική κυκλοφορία, καθώς και το ποσό που στέλνεται στο εξωτερικό για τη διεθνή κυκλοφορία του κυμαίνεται καθημερινά.
Έτσι θα έβρίσκε πως το δόγμα του για το σταθερό ποσό νομισματικών μέσων κυκλοφορίας αποτελεί τερατώδικο λάθος, που δεν συμβιβάζεται με την καθημερινή κίνηση. Θα εξέταζε τότε τους νόμους που δίνουν τη δυνατότητα στη νομισματική κυκλοφορία να προσαρμόζεται σε συνθήκες που αδιάκοπα αλλάζουν, αντί να μετατρέπει τη λαθεμένη του αντίληψη για τους νόμους της νομισματικής κυκλοφορίας σε επιχείρημα ενάντια στην αύξηση των μισθών.
IV. ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΖΗΤΗΣΗ
Ο φίλος μας Ουέστον παραδέχεται το λατινικό ρητό, πώς Repetitio ist mater studiorum, δηλαδή πως η επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης και γι’ αυτό επανάλαβε ξανά το αρχικό του δόγμα με καινούρια μορφή, πως ο περιορισμός της νομισματικής κυκλοφορίας, που θα προερχόταν από την ύψωση των μισθών, θα προκαλούσε μια ελάττωση στο κεφάλαιο κ.ο.κ. Μια που έδειξα πια τα λάθη στις παραδοξολογίες του για τη χρηματική κυκλοφορία, νομίζω πως είναι ολότελα περιττό να ασχοληθώ με τις φανταστικές συνέπειες που νομίζει πως απορρέουν από τις φανταστικές του κυκλοφοριακές περιπέτειες. Θα προχωρήσω αμέσως για να δώσω στο ένα και μοναδικό του δόγμα, που το επαναλαμβάνει με τόσες διαφορετικές μορφές, την απλούστερη θεωρητική του διατύπωση.
Ο καθόλου κριτικός τρόπος, που πραγματεύθηκε το θέμα του, γίνεται φανερός από μια απλή παρατήρηση. Κηρύσσεται ενάντια στην αύξηση των μισθών, η ενάντια στους υψηλούς μισθούς που θα ήταν το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αύξησης. Τώρα τον ρωτάω: Τι είναι υψηλός και τι χαμηλός μισθός; Γιατί λ.χ. τα πέντε σελίνια τη βδομάδα να είναι χαμηλός και τα είκοσι σελίνια τη βδομάδα υψηλός μισθός; Αν το πέντε, σε σύγκριση με το είκοσι, είναι χαμηλό, και το είκοσι, σε σύγκριση με το διακόσια, είναι ακόμα πιο χαμηλό.
Αν κάποιος έκανε διάλεξη για το θερμόμετρο και άρχιζε να ρητορεύει για υψηλούς και χαμηλούς βαθμούς δεν θα πρόσφερε κανενός είδους γνώσεις. Πρέπει πρώτα να μου πει με τι τρόπο καθορίζεται το σημείο πήξης, με τι τρόπο βρίσκεται το σημείο βρασμού και με τι τρόπο τα σταθερά αυτά σημεία καθορίζονται από φυσικούς νόμους και όχι από τα γούστα εκείνων που πουλούν ή φτιάχνουν θερμόμετρα.
Σχετικά τώρα με το μισθό και το κέρδος, ο πολίτης Ουέστον όχι μόνο δεν κατάφερε να βρει από τούς οικονομικούς νόμους τέτοια σταθερά σημεία, μα ούτε καν αισθάνεται την ανάγκη να τα αναζητήσει. Ικανοποιείται με το να παραδέχεται τις συνηθισμένες λαϊκές εκφράσεις, χαμηλός και υψηλός, σαν κάτι που έχει ορισμένη σημασία, αν και είναι ολοφάνερο πως οι μισθοί τότε μόνον μπορούν να χαρακτηρισθούν υψηλοί ή χαμηλοί, όταν τους συγκρίνουμε με ένα σταθερό μέτρο, που μ’ αυτό θα μετρούμε το μέγεθος τους.
Δεν είναι σε θέση να μου πει, γιατί δίνουν ένα ορισμένο ποσό χρήματα για ένα ορισμένο ποσό εργασίας. Αν μου απαντούσε πως «αυτό καθορίστηκε από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης», θα τον ρωτούσα πρώτα - πρώτα από πιο νόμο ρυθμίζεται η ίδια η προσφορά και η ζήτηση. Και μια τέτοια απάντηση θα τον έθετε αμέσως εκτός μάχης. Οι σχέσεις ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση της εργασίας μεταβάλλονται αδιάκοπα και μαζί μ’ αυτές και οι τιμές της εργασίας στην αγορά. Αν η ζήτηση ξεπερνάει την προσφορά, οι μισθοί ανεβαίνουν. Αν η προσφορά ξεπερνάει τη ζήτηση, οι μισθοί πέφτουν, αν και κάτω από τις συνθήκες αυτές θα χρειαζόταν ίσως να εξακριβωθεί η πραγματική κατάσταση στη ζήτηση και την προσφορά με μια λ.χ. απεργία ή με κάποια άλλη μέθοδο.
Αν όμως παραδέχεστε την προσφορά και τη ζήτηση σαν το νόμο που ρυθμίζει τούς μισθούς, θα ήταν παιδιάστικο και άσκοπο να ρητορεύετε ενάντια σε μια αύξηση των μισθών, γιατί, σύμφωνα με τον υπέρτατο νόμο που επικαλείσθε, μια περιοδική αύξηση των μισθών είναι τόσο αναγκαία και νόμιμη, όσο και μια περιοδική πτώση των μισθών. Αν δεν παραδέχεστε την προσφορά και τη ζήτηση σαν το νόμο που ρυθμίζει τούς μισθούς, τότε επαναλαμβάνω την ερώτηση: γιατί δίνουμε ένα ορισμένο ποσό χρήματα για ένα ορισμένο ποσό εργασίας;
Μα ας εξετάσουμε το ζήτημα πιο πλατιά: Θα είσαστε πέρα - πέρα γελασμένοι, αν νομίζετε πως η αξία της εργασίας ή οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος καθορίζεται, σε τελευταία ανάλυση, από την προσφορά και τη ζήτηση. Η προσφορά και η ζήτηση δεν ρυθμίζουν τίποτα άλλο, παρά τις παροδικές διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά. Θα σας εξηγήσουν γιατί η τιμή ενός εμπορεύματος στην αγορά ανεβαίνει πάνω από την αξία του ή πέφτει κάτω απ’ αυτή, μα δεν θα μπορέσουν ποτέ να σας εξηγήσουν τι είναι αυτή η ίδια η αξία. Υπόθεσε πως η προσφορά και η ζήτηση ισορροπούν, ή, όπως λένε οι οικονομολόγοι, καλύπτει η μια την άλλη.
V. ΜΙΣΘΟΙ ΚΑΙ ΤΙΜΕΣ
Λοιπόν, από τη στιγμή που οι δυο αντίθετες αυτές δυνάμεις γίνουν ίσες, η μια παραλύει την άλλη και παύουν να ενεργούν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Από τη στιγμή, που η προσφορά και η ζήτηση ισορροπήσουν μεταξύ τους και, κατά συνέπεια, πάψουν να ενεργούν, η τιμή ενός εμπορεύματος στην αγορά ταυτίζεται με την πραγματική του αξία, με την κανονική τιμή που γύρω της κυμαίνονται οι τιμές στην αγορά. Όταν, λοιπόν, εξετάζουμε τη φύση της αξίας αυτής δεν μας ενδιαφέρουν καθόλου οι προσωρινές επιδράσεις της προσφοράς και της ζήτησης πάνω στις τιμές της αγοράς. Το ίδιο ισχύει για τούς μισθούς και για τις τιμές όλων των άλλων εμπορευμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου