Κυριακή 15 Μαΐου 2011

3ης Σεπτεμβρίου και Ηπείρου

από το Διεθνιστή

 

3ης Σεπτεμβρίου και Ηπείρου

Είχαμε έτσι και αλλιώς αποφασίσει να τοποθετηθούμε για το χτεσινό γεγονός της 3ης Σεπτεμβρίου και Ηπείρου. Επειδή όμως, η σημερινή τοποθέτηση του Γιάννη Πρετεντέρη στα Νέα, αντανακλά τόσο το σκεπτικό κυρίαρχων κύκλων για το γεγονός, όσο και γιατί «πατάει» σε σκέψεις κομματιού της κοινωνίας, επιλέγουμε να αναπτύξουμε τον προβληματισμό μας, παράγραφο την παράγραφο, πάνω στην τοποθέτησή του. Αντιπαρερχόμαστε τον «πολεμικό» τίτλο του άρθρου.

ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΑ «Μας πήραν την Αθήνα...» ΤΟΥ Ι. Κ. ΠΡΕTΕΝΤΕΡΗ

«ΤΗ ΓΩΝΙΑ 3ης Σεπτεμβρίου και Ηπείρου έχω περάσει πολλές φορές στα εφηβικά µου χρόνια. Εκεί έζησα. Εκεί µεγάλωσα. Στην Πατησίων, την Κυψέλης, τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, τους γύρω δρόµους. Μια περιοχή αστική, φιλήσυχη, καλοκάγαθη και ασφαλής. ΗΤΑΝ. ∆ιότι μαζί µε τα εφηβικά µας χρόνια φαίνεται ότι έφυγε και η πόλη που τα γνώρισε. Στις γωνίες που δίναµε τα πρώτα φιλιά, σκοτώνουν πλέον ανθρώπους.»

Ο Γιάννης Πρετεντέρης γεννήθηκε το 1954. Η εφηβεία του τοποθετείται στην αστική, φιλήσυχη, καλοκάγαθη και ασφαλή Αθήνα της δικτατορίας. Τα παιδικά του χρόνια στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, που οι φυλακές γέμιζαν με αριστερούς για «εγκλήματα κατά της ζωής και της περιουσίας». Η προεφηβεία του, από την Αθήνα των μαζικών ξυλοδαρμών από κρατικές και παρακρατικές ομάδες, σε όποιον ψέλλιζε περί δημοκρατίας. Των προσωπικών εκβιασμών, της μη εύρεσης δουλειάς για κοινωνικά φρονήματα. Τότε μπορούσες να μαχαιρωθείς, ή να απειληθείς, για αυτό που ήσουνα, μια που δεν ήταν εύκολο να κατέχεις τίποτα. Στη φιλήσυχη Αθήνα….

«ΤΩΡΑ, το κέντρο της πόλης έχει καταληφθεί από απροσδιόριστες φυλές, οι οποίες ανεξαρτήτως προέλευσης, χρώµατος και θρησκείας έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: το έγκληµα. ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ, η ζωή είναι φτηνή – ξεκινώντας από τη δική τους. Το αίµα ξοδεύεται χωρίς ενδοιασμούς. Για µια κάµερα. Για ένα τίποτα. Έτσι, η Αθήνα που µας κανάκεψε έχει μεταβληθεί σε ένα απροσπέλαστο γκέτο βίας, ανοµίας, παραβατικότητας και τρόµου. Ζει σε καθεστώς κατοχής. Μετανάστες και πρεζόνια, έγχρωμοι και εγχώριοι ντίλερ κάθε παρανομίας.»

Τώρα το κέντρο της πόλης, έχει καταληφθεί από έλληνες και ξένους, ανεξαρτήτως θρησκείας, που δεν μπορούν να «φέρουν βόλτα» την καθημερινότητα και τις δυσκολίες της. Από άστεγους και πεινασμένους, σε ένα ποσοστό 80% έλληνες, που η εκκλησία και ο δήμος τους δίνει το «προνόμιο» της σίτισης. Από πρόσφυγες, μπλεγμένους με το έγκλημα ή όχι, που η λύση του συστήματος, της κυβέρνησης και όλου του πολιτικού προσωπικού, είναι να συνεχίζουν να «σαπίζουν», για να ξυπνάνε φόβο και μίσος στους ντόπιους. Και για τους δυο, η ζωή τους είναι πολύ ακριβή. Και δυστυχώς, αν οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, που θέλουν να διαμορφώσουν όρους μιας άλλης ζωής με άλλα μορφώματα και θεσμούς, αν δεν προχωρήσουν σε έμπρακτες κινήσεις, τότε, ξένοι τώρα, έλληνες αύριο, θα κάνουν ατομικά οτιδήποτε για να την υπερασπίσουν, ή για να πάρουν κάτι που το στερούνται. Ίσως είναι και συμβολικό. Ο 44χρονος, έχασε τη ζωή του, για μια κάμερα, για κάτι δηλαδή, που κοστίζει κάτι ανάμεσα σε ένα επίδομα ανεργίας και ένα βασικό μισθό. Πράγματι πολύ φτηνό για τον αρθρογράφο. Ποσό που δε λύνει το πρόβλημα της ζωής του οποιουδήποτε. Ίσως όμως να μπορεί να βγάλει κανένα εικοσαήμερο.

«Η ΠΟΛΗ έχει μεταβληθεί σε ένα σκηνικό πρωτόγνωρο από αυτά που µόνο σε ταινίες γνωρίζαµε έως τώρα. Το αστικό τοπίο έχει εξαθλιωθεί ακόµη και αισθητικά. Τα μαχαίρια και οι ενέσεις έχουν αντικαταστήσει τα ψιλικατζίδικα της γειτονιάς. Μας πήραν την Αθήνα… ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΕΙΧΑΝ καταφέρει ποτέ, αν η Ελληνική Πολιτεία δεν είχε χρεοκοπήσει συνολικά και παταγωδώς. Αν δεν είχε αφήσει την πόλη ανυπεράσπιστη. Αν δεν είχε εγκαταλείψει τους εναπομείναντες κατοίκους στη µοίρα τους, χωρίς την περιφρούρηση και τη φροντίδα που δικαιούνται.»

Η Ελληνική Πολιτεία, οχύρωσε πολύ καλά τις περιοχές- κυψέλες του πλούτου. Γύρω στα 13 υπολογίζονται τα σώματα ασφαλείας, χωρίς να υπολογίσουμε και τις εταιρείες ιδιωτικής αστυνόμευσης. Όμως στη φτώχεια, δεν μπορείς να φτιάξεις τοίχους για να την κρατήσεις μακριά. Πολύ περισσότερο, που είναι όρος για το κεφάλαιο, να έχει το δικό του GPS, το δικό του χάρτη, για τις περιοχές «του», τη διασκέδασή του, τις εταιρείες του. Ο ίδιος ο αρθρογράφος πριν από κάποιο χρονικό διάστημα, επαινούσε την ομάδα ΔΙΑΣ, ως τους πραγματικούς αστυνομικούς της γειτονιάς. Γρήγορα φάνηκε, τι στην πραγματικότητα φυλάνε όλοι αυτοί.

Η πόλη έμεινε ανυπεράσπιστη (το σωστό θα ήταν να πούμε ωθήθηκε), στο παραμύθι του εύκολου πλουτισμού από το χρηματιστήριο, της μικροκομπίνας με κάποιο πολιτευτή, του «μάγκικου» και «αντρικού» ρατσισμού, για τη σάρκα που εύκολα μπορείς να αγοράσεις από την Ανατολική Ευρώπη, του ξένου, που και χάρη του κάνουμε, που μας κρατάει τον ηλικιωμένο, ή καθαρίζει το σπίτι, γιατί του δίνουμε να φάει, του αριστερού που έμαθε να μετράει την συνείδηση των εργαζομένων ανάλογα με το ψηφοδέλτιο που ρίχνει στην κάλπη, την ίδια στιγμή που μπορεί ο ψηφοφόρος «μας» να διατεινόταν πως φυσικά δεν είναι ρατσιστής, «αλλά οι αλβανοί ρε παιδί μου, δεν είναι σαν τους πολωνούς» (αντικαταστήστε με όποιες εθνικότητες θέλετε, η ουσία είναι η ίδια).

«ΜΙΑ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ που γίνεται προφανής αλλά και πιο οδυνηρή όταν ακούς ακόµη και τη µέρα του φόνου φτηνές δικαιολογίες για «δημοσιονομικές δυσχέρειες» ή για ένα «ευρύτερο ζήτηµα πολιτιστικό, οικιστικό, κοινωνικό». ΜΟΝΟ ΠΟΥ Ο ΦΟΝΟΣ ενός ανθρώπου στο πεζοδρόμο του σπιτιού του δεν ρυθμίζεται από το Μνημόνιο, ούτε είναι ευρύτερο ζήτηµα. Ο φόνος είναι φόνος µε όσο πόνο, δάκρυ και σπαραγµό ένας φόνος µπορεί να περικλείει.»

Πράγματι, ο φόνος περικλείει πόνο, δάκρυ και σπαραγμό. Πολύ περισσότερο, σαν αυτούς τους φόνους, ή και τις απειλές κατά της ζωής που μπορεί να γίνονται για 3 κατοστάρικα. Οι φυσικοί αυτουργοί του φόνου του 44χρονου είναι οι 3 που του έριξαν τις μαχαιριές. Ηθικοί αυτουργοί, είναι όσοι συναποφάσισαν, κυβερνώντες και μη, πως το νεογέννητο παιδί του 44χρονου, είναι από τις πρώτες του ανάσες χρεωμένο με 4000 ευρώ, μόνο για τα τελευταία δις, που μάταια ψάχνει η εξουσία εκποιώντας τα πάντα. Είναι αυτοί που ξεφτιλίζουν αξιοπρέπειες προσφύγων, αναγκασμένοι να γδύνονται και να πλένονται από ένα πεταμένο λάστιχο στο Πεδίο του Άρεως, πριν από κάποιους μήνες.

Αλλά κάποια ενοχή, μικρότερη ή μεγαλύτερη, κουβαλάμε όλοι, πολιτικοποιημένοι ή μη, άλλου επιπέδου. Όλοι όσοι ανακαλύπτουν πως σίγουρα είναι κλοπή το να αρπαχθεί ένα μενταγιόν, ή έστω και τρόφιμα. Αλλά ταυτόχρονα επιδεικνύουν μια απίστευτη ανοχή στη διαρκή φοροκλοπή της εξουσίας, το γεγονός πως ο μισθός μπορεί να μη φτάνει να βγει το 20ήμερο.Ή με το να πληρώνει τροφεία για το «δημόσιο» σχολείο του παιδιού του. Με το να αρκείται να «κάνει μάτι», στο πως τρώνε, διασκεδάζουν, ζουν οι αστοί. Με το να αποδέχεται ατομικά μια μείωση μισθού. Με το να υπόκειται, από τους συμπατριώτες του κατά τα άλλα, τραπεζίτες, κατασχέσεις σπιτιών, «τειρεσίες», επαχθείς δανεισμούς από νόμιμους ή παράνομους τοκογλύφους. Ή όλοι όσοι πολιτικοποιημένοι, πιστεύουν πως η ανέχεια των εργαζομένων, βασικό στοιχείο του ρατσισμού, μπορεί για πολύ να συνεχίζει να είναι θέμα που δεν τους αγγίζει για να ασχοληθούν συλλογικά. Είναι νωπό το επεισόδιο με τους 2 νεκρούς της ομάδας ΔΙΑΣ, και το τι αυτή αποτύπωσε στις συνειδήσεις, πριν από μερικούς μήνες ("δείτε σχετική μας καταχώρηση). Και τότε δεν ασχολήθηκε κανείς, όταν ο αρθρογράφος και πάλι κανονιοβολούσε.

«ΟΥΤΕ Η ΠΟΛΗ θα είχε ποτέ καταληφθεί, αν η κοινωνία δεν το είχε επιτρέψει. Αν είχε εγκαίρως υπερασπιστεί τον εαυτό της. Αν είχε ξεκαθαρίσει ότι η ανοχή έχει όρια, ότι η ανοµία δεν είναι τρόπος ζωής, ότι η μετανάστευση δεν αποτελεί δικαίωµα αλλά ότι η ασφάλεια είναι θεμελιώδες δημοκρατικό δικαίωµα των πολιτών. ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ, όµως , µας πήραν την Αθήνα. Μας εξόρισαν από τους δρόµους των παιδικών µας χρόνων. Ή µας υποχρέωσαν να τους διαβαίνουμε µε κίνδυνο και χτυποκάρδι. ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ειλικρινής δεν ξέρω αν και πότε θα ξαναπάρουμε αυτήν την Αθήνα πίσω. Έστω και µόνο για να τη γνωρίσουν και τα παιδιά µας.»

Μάλλον ο αρθρογράφος ικανοποιείται από τα «ανθρώπινα διόδια» που έχουν στήσει οι ρατσιστές στο κέντρο της Αθήνας. Φαίνεται πως για ένα μετανάστη που δεν έχει φταίξει σε τίποτα, ο φόνος δεν είναι φόνος µε όσο πόνο, δάκρυ και σπαραγµό ένας φόνος µπορεί να περικλείει. Ο καπιταλισμός, οι θεωρητικοί του, κλασσικοί και νεότεροι, οι πολιτικοί του και οι κονδυλοφόροι του, εφευρίσκουν το δημοκρατικό δικαίωμα της ασφάλειας, σε ένα σύστημα, που είναι προϋπόθεση της ύπαρξής του η γενικευμένη ανασφάλεια και η καχυποψία, μεταξύ διαφορετικών χρωμάτων, πολιτισμών, ηλικιών και κυρίως κοινωνικών τάξεων.

Στην πραγματικότητα, είναι στόχος η ασφάλεια και η περιφρούρηση των εισοδημάτων, της εκμετάλλευσης, της κίνησης του κεφαλαίου, σε πόλεις φυλακές ζωών χωρίς επιλογές. Ο χώρος και το δικαίωμα που εκλιπαρεί, ή ζητάει ή απαιτεί ακόμα και με βίαιο τρόπο ο διπλανός, έλληνας ή ξένος φαντάζει απροσπέλαστο τείχος.

«Η μετανάστευση δεν είναι δικαίωμα». Ο αρθρογράφος προφανώς δεν αναγνωρίζει αυτό το ενδεχόμενο απελπισίας (με πτυχία σε πολλές περιπτώσεις), που αναζητά ο 1 στους 3 έλληνες νέους μεταξύ 25 και 35 ετών. Προφανώς κινδυνεύει κάποια άλλη «φιλήσυχη» ευρωπαϊκή πρωτεύουσα από αυτή την επιλογή. Για να μιλήσουμε σοβαρά, ένα κομμάτι της αστικής τάξης -καθώς και οι γραφιάδες της- το μεγαλύτερο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη (ας θυμηθούμε τις συνθήκες του Δουβλίνου), για να επιβιώσει από την κρίση του, φτάνει να αρνείται έναν από τους βασικούς κοινωνικούς και οικονομικούς όρους που γέννησαν τον καπιταλισμό. Δηλαδή, την χωρίς τοπικούς περιορισμούς μετακίνηση του προλεταριάτου. Ίσως είναι μια ακόμα ένδειξη της προχωρημένης σήψης του.

Τελικά αυτή η πόλη δεν είναι δική μας. Θα γίνει αν δημιουργήσουμε τους δικούς μας θεσμούς της αυτοκυβέρνησης των παραγωγών, ανεξαρτήτως εθνικότητας και θρησκείας. Αν αναγνωρίσουμε πως το λεγόμενο «πρόβλημα της εγκληματικότητας», που αναπαράγουν αφρίζοντας τα αστικά ΜΜΕ, αλλά και κομμάτι της κοινωνίας, στη δική μας γλώσσα πρέπει να «μεταφραστεί» ως το άμεσο καθήκον δημιουργίας συλλογικών μορφωμάτων αντίστασης, αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας στους χώρους δουλειάς και τις γειτονιές, εργαζομένων και ανέργων, ελλήνων και μεταναστών.

Δείτε το άρθρο στα χθεσινά Νέα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου