Bήμα διαλόγου
Η γρήγορη φθορά του πρώτου κύματος μέτρων της «κρίσης του χρέους» (μνημόνια και διαρθρωτικές αλλαγές) οδηγούν τμήματα του αστικού πολιτικού προσωπικού στην Ελλάδα να αναζητούν διεξόδους για τις απρόβλεπτες εξελίξεις που φέρνει η οικονομική κρίση για την ευρωζώνη και οι ανταγωνισμοί στην Ε.Ε.
Αν η «επιμήκυνση» είναι το αντάλλαγμα που πλασάρει ήδη η κυβέρνηση ως νίκη στο εσωτερικό, η εναλλακτική εκδοχή που προβάλλεται από τμήματα του ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, Οικολόγους Πράσινους κ.ά. είναι αυτή του «κουρέματος» του χρέους μέσω του ελέγχου του. Αυτήν την εκδοχή προβάλλει και υπηρετεί η συγκρότηση της Επιτροπής Λογιστικού Έλεγχου (ΕΛΕ). Σε αυτήν την εκδοχή προσχωρεί -μαζί με τμήματα του ΠΑΣΟΚ, τον ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, τους Οικολόγους Πράσινους- και στηρίζει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αντίστοιχες προτάσεις έχει υποστηρίξει με συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία», μέχρι και η Λ. Κατσέλη (επιτροπή σοφών).
Η ΕΛΕ εντοπίζει το πρόβλημα του ελληνικού καπιταλισμού πρωτίστως στο δημόσιο χρέος, και υποστηρίζει επομένως πως μια άλλη φορολογική πολιτική σε βάρος του (μεγάλου) κεφαλαίου, μαζί και με ένα μερικό «κούρεμα» του δημόσιου χρέους αρκεί για να ξεπεραστεί η κρίση. Πρόκειται για καθαρή (αυτ)απάτη –που πέραν των άλλων βασίζεται στην αδυναμία κατανόησης του χαρακτήρα της τωρινής κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού.
Ταυτόχρονα έχουμε να κάνουμε με κραυγαλέα αδυναμία κατανόησης της ίδιας της πολιτικής στόχευσης του «μνημονίου». Το «μνημόνιο» δεν επιχειρεί να επιλύσει ειδικά τα προβλήματα του δημόσιου τομέα και του δημοσίου χρέους, αλλά (ανεπιτυχώς) προσπαθεί να απαντήσει στο συνολικό αναπτυξιακό πρόβλημα του ελληνικού καπιταλισμού και στο συνολικό εξωτερικό του χρέος, με όρους πολέμου ενάντια στη μισθωτή εργασία και διεθνούς-ιμπεριαλιστικής ληστρικής απομύζησης αξίας και υπεραξίας.
Για αυτό εξάλλου μια σειρά μέτρα στα οποία διαρκώς επανέρχεται η τρόικα και η κυβέρνηση δεν έχουν καμία σχέση με το δημόσιο χρέος αλλά αφορούν αποκλειστικά τη μείωση του κόστους εργασίας στον ιδιωτικό τομέα (κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, μηδενικές αυξήσεις, απελευθέρωση απολύσεων κ.ά.).
Το πρόβλημα λοιπόν του χρέους του ελληνικού καπιταλισμού δεν είναι απλά και μόνο πρόβλημα δημόσιου χρέους (που η όποια ΕΛΕ μπορεί να περιορίσει) αλλά συνολικού εξωτερικού χρέους –έκφραση της δομικής ανταγωνιστικής του υστέρησης. Στο συνολικό ακαθάριστο εξωτερικό χρέος (του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα), το οποίο τροφοδοτείται από τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, και ειδικότερα από το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, αποτυπώνεται καθαρά η διαφορά των επιπέδων ανάπτυξης των διαφορετικών εθνικών καπιταλισμών εντός της ΕΕ-ΟΝΕ.
Οι αναλύσεις των μελετητών της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ, Ιούλιος 2010) είναι σαφείς ως προς αυτό, αναδεικνύοντας το «εξωστρεφές» μοντέλο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού: «Σχεδόν μόνιμα τα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών προέρχονται κυρίως από την υψηλή ελλειμματικότητα του εμπορικού ισοζυγίου, και τούτο διότι η ελλειμματικότητα αυτή αντανακλά όχι μόνο κυκλικούς παράγοντες αλλά και διαρθρωτικές αδυναμίες της παραγωγικής βάσης». Ειδικότερα: «Τα χρόνια ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου οφείλονται σε μια σειρά από παράγοντες που προσδιορίζουν τις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Από την πλευρά των εισαγωγών αγαθών, οι σημαντικότεροι παράγοντες [μεταξύ άλλων] είναι:
Οι εγχώριες επενδύσεις σε μηχανήματα και εξοπλισμό βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά στις εισαγωγές των προϊόντων αυτών, οι οποίες αποτελούν σημαντικό ποσοστό των συνολικών εισαγωγών. Επιπρόσθετα, η εγχώρια παραγωγή έτοιμων αγαθών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές ενδιάμεσων προϊόντων και πρώτων υλών.
Το υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο των εξαγόμενων προϊόντων, που συνεπάγεται την αλληλεξάρτηση εισαγωγών και εξαγωγών και τη μονιμότητα του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Αυτό συμβαίνει επειδή η προστιθέμενη αξία των εξαγωγών δεν επαρκεί για να καλύψει σημαντικό μέρος του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου.
Η εξάρτηση της τεχνολογικής αναβάθμισης της εγχώριας παραγωγής από τη μεταφορά της τεχνολογίας μέσω των εισαγωγών. …
Έτσι, η ενίσχυση της ζήτησης και του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης και ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της εγχώριας παραγωγής προκαλούν αύξηση των εισαγωγών και διεύρυνση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου».
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τις ίδιες αναλύσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το «αναπτυξιακό» επίτευγμα της ελληνικής οικονομίας της περιόδου 1995-2003 «προήλθε κυρίως από τους κλάδους παραγωγής μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Υπολογίζεται ότι το 42% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας αποδίδεται στα εμπορεύσιμα και το 58% στα μη εμπορεύσιμα».
Ωστόσο, «η καλύτερη επίδοση των κλάδων παραγωγής μη εμπορευσίμων όχι μόνο δεν συμβάλλει στη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βραχυχρόνια, αλλά, αντίθετα, η αύξηση των εισοδημάτων που προκαλείται αυξάνει τη ζήτηση των εμπορεύσιμων αγαθών από το εξωτερικό», επιδεινώνοντας το εμπορικό έλλειμμα, επομένως και το χρέος της ελληνικής οικονομίας.
Μόνο υπό το πρίσμα των παραπάνω μπορεί να γίνει κατανοητή η βασική όψη της πολιτικής του «μνημονίου». Η κρίση λοιπόν του Ελληνικού καπιταλισμού δεν είναι απλά κρίση χρέους, πολύ περισσότερο δημόσιου μόνο χρέους. Είναι συνολική κρίση της ανεπάρκειας της παραγωγικής του βάσης. Άλλωστε το ίδιο το δημόσιο χρέος αποτελεί πρωτίστως έκφραση της κρατικής αρωγής για την αντιμετώπιση αυτής της παραγωγικής ανεπάρκειας (φορολογικές ελαφρύνσεις - επιδοτήσεις κ.λπ.).
Αυτήν την ανεπάρκεια προσπαθεί να καλύψει το μνημόνιο προωθώντας την λύση για τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες της ΕΕ-ΟΝΕ, όπως η Ελλάδα: Την «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή τη συντριβή των εργασιακών δικαιωμάτων και την εισοδηματική εξαθλίωση των μισθωτών τάξεων (όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Τα «μνημόνια χωρίς τέλος» είναι η μόνη πραγματική επιλογή για την αστική τάξη στην Ελλάδα.
Ακόμα όμως και αν μείνουμε μόνο στο δημόσιο χρέος, η ΕΛΕ υπονομεύει κάθε αίτημα για πλήρη διαγραφή του. Η «μελέτη» του χρέους που προβάλλει δεν γίνεται γενικά και αόριστα, αλλά με ξεκάθαρο στόχο να ενημερωθούν οι εργαζόμενοι για το τμήμα του χρέους που είναι «απεχθές» και άρα και για το υπόλοιπο που πρέπει να αποδεχτούν να πληρώσουν.
Η ΕΛΕ λοιπόν ξεκάθαρα αναγνωρίζει το χρέος και προτείνει τον έλεγχό του. Με αυτόν τον τρόπο νομιμοποιεί και αποδέχεται πλήρως μια διαδικασία διεθνών και εγχώριων διαδικασιών οικονομικής πολιτικής (όπως τον ορισμό του «απεχθούς χρέους» που παραπέμπει μόνο στις παράνομες δανειακές συμβάσεις) που καμία σχέση δεν έχουν με τα εργατικά συμφέροντα.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που έφερε το ΔΝΤ και ρήμαξε κυριολεκτικά τους εργαζόμενους, απουσιάζει από το κείμενο διακήρυξης της ΕΛΕ. Μαζί με την κυβέρνηση οι υποστηρικτές της ΕΛΕ «βγάζουν λάδι» και την Ε.Ε για την οποία αναφέρουν μόνο μια φράση για την «τρέχουσα πολιτική της».
Η ΕΛΕ εμφανίζεται σαν μια «εξεταστική επιτροπή», όπου στη θέση των βουλευτών θα βρίσκονται οι «ειδικοί» της. Είναι χαρακτηριστικό ότι διατυπώνεται το αίτημα (προφανώς προς την κυβέρνηση) για τη θεσμοθέτηση «τρόπων», δηλαδή νόμων, ώστε να μπορεί να «εξετάζει δημόσιους λειτουργούς», να «ανοίγει λογαριασμούς» κ.ά.
Η ΕΛΕ στην διακήρυξή της τονίζει τον «ανεξάρτητο» χαρακτήρα της. Όμως, όπως αποδεικνύεται από τα παραπάνω, η ΕΛΕ είναι πλήρως εξαρτώμενη όχι μόνο στο περιεχόμενο αλλά και συνολικά από τους θεσμούς του αστικού συστήματος. Η επίκληση του κινήματος στη διακήρυξη της ΕΛΕ έχει και αυτή συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Την αρχική διακήρυξή της, πέρα από ελάχιστους εργαζόμενους που συμμετέχουν και δρούν ενεργά σήμερα στο εργατικό κίνημα, υπογράφουν νυν και πρώην μέλη της διοίκησης της ΓΣΕΕ και ο πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ, δηλαδή εκπρόσωποι της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που αποκλιμακώνουν εδώ και ένα χρόνο το κίνημα με τις απεργίες-τουφεκιές στον αέρα στέλνοντας κάθε φορά τους εργάτες σπίτι τους, μην μπορώντας να κηρύξουν (ή στην περίπτωση των αντιπολιτευόμενων έστω να προτείνουν) γενική απεργία για να πέσει η κυβέρνηση και το μνημόνιο.
Αυτό είναι το «εργατικό κίνημα» της ΕΛΕ. Των κατεστημένων συνδικαλιστικών ηγεσιών, στο οποίο οι εργαζόμενοι που δραστηριοποιούνται σήμερα στους εργατικούς χώρους καλούνται να προσθέσουν, εκ των υστέρων, το όνομά τους για να έχει «εργατικά» ένσημα η κάθαρση του δημόσιου χρέους. Οι υποστηρικτές της ΕΛΕ, όπως κάνουν πάντα η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ για όποια πρόταση καταθέτουν, δεν έβαλαν το θέμα της ΕΛΕ σε καμία διαδικασία βάσης στα εργατικά σωματεία και στους εργατικούς αγώνες γενικότερα.
Το επιχείρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ότι η ΕΛΕ συμβάλλει στην ολική διαγραφή του χρέους, αποτελεί πλήρη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Τα ίδια προφανώς ισχύουν και για την ανεξαρτησία και τον κινηματικό χαρακτήρα της επιτροπής (που υποτίθεται ότι τη διαφοροποιούν από τις άλλες επιτροπές για το χρέος που προτείνονται). Αλλά και για την ΕΕ που κατά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ δήθεν «η ΕΛΕ δεν μπορεί να νομιμοποιήσει».
Μάλιστα, στο θέμα της «κάθαρσης», η στήριξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πηγαίνει πιο πέρα και από τη διακήρυξη της ΕΛΕ. Ονοματίζει και συγκεκριμένα σκάνδαλα προς «αποκάλυψη» και απευθύνει, δημόσια, αίτημα στην ΕΛΕ να προσθέσει και άλλους «ειδικούς» στη μάχη κατά του «διεφθαρμένου χρέους».
Η ΕΛΕ λοιπόν δεν αποτελεί μια λανθασμένη επιλογή αλλά μια αντιδραστική επιλογή. Είναι συνέπεια του «αντικαπιταλισμού» εντός του καπιταλισμού, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που στον πυρήνα του έχει μια «τακτική» χωρίς καμία πραγματική κοινωνικό-οικονομική βάση, που μάταια επιχειρεί να «συνδεθεί» μέσω θετικών προτάσεων με την εργατική πάλη για να βρεθεί στον «δρόμο» ή στην «κατεύθυνση» για την αντικαπιταλιστική επανάσταση.
Ένα εγχείρημα ανάλογο του τετραγωνισμού του κύκλου. Η αντικαπιταλιστική «τακτική» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που υποτίθεται ότι θα «επιβάλει» το εργατικό κίνημα στον Ελληνικό καπιταλισμό, προσκρούει στην σκληρή πραγματικότητα:
Το 95% περίπου των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, είναι επιχειρήσεις που έχουν μέχρι εννέα μισθωτούς εργαζόμενους και είναι βασικά επιχειρήσεις υπηρεσιών. Στο δομικό αυτό παραγωγικό πλαίσιο εν μέσω κρίσης και χρεοκοπίας, αλλά και στο δεδομένο πολιτικό πλαίσιο της ΕΕ, η γενική φορολόγηση του κεφαλαίου κ.ά., δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, για να μην αναφερθούμε σε αιτήματα του τύπου νομοθετική «απαγόρευση των απολύσεων».
Εφόσον το συνολικό εξωτερικό χρέος είναι προϊόν μόνιμων και μη αντιστρέψιμων ελλειμμάτων ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού (το ακαθάριστο εξωτερικό χρέος του τομέα της γενικής κυβέρνησης αποτελούσε το 53,2% του συνολικού εξωτερικού χρέους στο τέλος του 2009) ακόμα και αν αυτό μπορούσε να διαγραφεί, αργά ή γρήγορα θα ξαναεμφανιζόταν.
Το αποτέλεσμα είναι οι πολλαπλές ερμηνείες και οι απότομες στροφές. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξεκίνησε με τη «διαγραφή του χρέους», πέρασε στη στήριξη της «Πρωτοβουλίας Οικονομολόγων» που υποστήριζε τη «μείωση ή διαγραφή του χρέους» και κατέληξε στη στήριξη της ΕΛΕ και το κούρεμα του «παράνομου» δημόσιου, ειδικά και μόνο, χρέους σαν… κατώτατο στάδιο της διαγραφής.
Το ΝΑΡ ξεκίνησε με την πρόταση για την «ενότητα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς», και κατέληξε στην… κοινή ψήφο στην καθεστωτική αριστερά, όταν, την επομένη των δημοτικών εκλογών, ανακοίνωσε τη στήριξη στο δεύτερο γύρο του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ.
Μετά και την ΕΛΕ, η πορεία της «αντικαπιταλιστικής» αριστεράς και η ενσωμάτωσή της σε έναν ευρύτερο χώρο με την αριστερή σοσιαλδημοκρατία στον οποίο θα αποτελεί την αριστερή «συνιστώσα» είναι μη αντιστρέψιμη. Η τελική μορφή που θα πάρει τελικά αυτό το σχέδιο είναι δευτερεύουσα. Στην πράξη έχει ήδη υλοποιηθεί μέσα από τις διάφορες πρωτοβουλίες (Πρωτοβουλία Οικονομολόγων, Αριστερό Βήμα διαλόγου) και τη δράση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η ίδια η ΕΛΕ αποτελεί ποιοτικό βήμα όχι μόνο επειδή ενοποιεί όλες αυτές τις δυνάμεις σε ένα τόσο κεντρικό ζήτημα όπως αυτό του χρέους (ΣΥΝ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, «αντιμνημονιακό» ΠΑΣΟΚ, Οικολόγοι Πράσινοι, Πρωτοβουλία Οικονομολόγων, Αριστερό Βήμα διαλόγου). Είναι κυρίως η λογική των «πρωτοβουλιών κάθαρσης» που εκφράζει, που αντικειμενικά εμπλέκουν την αριστερά σε «πλυντήρια» του συστήματος.
Σε αυτά τα πλαίσια είναι φανερό ότι ο διάλογος προς το συνέδριο του ΝΑΡ έχει προσχηματικό χαρακτήρα. Η στήριξη πρωτοβουλιών «ορκωτών λογιστών» και «εκπροσώπων» του εργατικού κινήματος που αιτούνται «δικαστική συνδρομή» για να μπουν στα υπουργεία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για να βρουν τις μίζες δεν είναι απλά ζήτημα «δημοκρατίας» και «διαφορετικών απόψεων».
Δεν είναι δηλαδή μόνο ότι τόσο κρίσιμες αποφάσεις δεν τέθηκαν (για ακόμα μια φορά) στην κρίση των οργανώσεων βάσης και μάλιστα εν μέσω «διαλόγου». Είναι, κατά τη γνώμη μας, ζήτημα φυσιογνωμίας της αριστεράς στην οποία καλούμε τους εργαζόμενους να ενταχθούν και να παλέψουν.
Αυτές οι εξελίξεις καθιστούν αδύνατη και τη δική μας συμβολή, παρά τη δηλωμένη πρόθεσή μας να συμμετέχουμε. Δεν κρίνουμε τις προθέσεις των συντρόφων. Η δική μας προσπάθεια, ήδη από το 2008, να περιγράψουμε όλα αυτά που συμβαίνουν τώρα, δεν ήταν αρκετή για να τους πείσει. Και εδώ βρίσκονται προφανώς και οι δικές μας ευθύνες.
Αν πραγματικά ισχύει ότι, ειδικά στην Ελλάδα, ανάμεσα στον καπιταλισμό της καταστροφής και την κοινωνική επανάσταση δεν υπάρχει τρίτος δρόμος, τότε η μόνη τακτική που μπορεί να δώσει διέξοδο στον κόσμο της εργασίας είναι η συμβολή στην ανάπτυξη ενός επαναστατικού ρεύματος στο εργατικό κίνημα που θα παλέψει για ριζική κοινωνική αλλαγή και ανατροπή της αστικής πολιτικής εξουσίας και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Αυτή η επιδίωξη κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση τόσο από τη σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ και τους «αντικαπιταλιστικούς» συνοδοιπόρους του αλλά και από το ΚΚΕ (καθώς η «λαϊκή εξουσία», καταλήγει στην πράξη να ταυτίζεται με την κομματική και κοινοβουλευτική ενίσχυσή του ενώ είναι πλήρως ενταγμένη στο μοντέλο του «υπαρκτού σοσιαλισμού»).
Από την άλλη, τα διάφορα αναρχοσυνδικαλιστικά και αντιεξουσιαστικά ρεύματα είτε αρνούνται τον πολιτικό αγώνα, είτε προτάσσουν την πλήρη κατάργηση κάθε τακτικής, δηλαδή την παραίτηση από την προσπάθεια να υπάρξει ένα μαζικό εργατικό ρεύμα που θα διεκδικήσει το ίδιο (και όχι οποιεσδήποτε αυτόκλητες πρωτοπορίες για λογαριασμό του) την κοινωνική αλλαγή.
Το σημαντικό δεν είναι ούτε τα «αιτηματολόγια» χωρίς αντίκρισμα, ούτε οι επικλήσεις της επανάστασης. Χρειάζεται να ανοίξει άμεσα η συζήτηση και δράση για τη συγκρότηση ενός κοινωνικοπολιτικού μετώπου που θα παρέμβει σε όλα τα πολιτικά και κινηματικά μέτωπα (και στις εκλογικές μάχες).
Ένα μέτωπο για το οποίο είναι ανάγκη να υπάρξει άμεσα πρωτοβουλία. Με περιεχόμενο που αφετηριακά σημεία του θα μπορούσαν να είναι:
Η δημιουργία ανεξάρτητων από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία θεσμών στο εργατικό κίνημα, διαδικασίες βάσης σωματείων, επιτροπές αγώνα στους χώρους δουλειάς, κινήματα ανυπακοής κ.ά που θα ενοποιηθούν σε πανελλαδικό και διακλαδικό επίπεδο. Που θα διεκδικήσουν την μετατροπή τους σε «κοινοβούλιο» των αγωνιζομένων εργατών, σε ένα μαχητικό κέντρο ανεξάρτητου εργατικού αγώνα και αλληλεγγύης που θα έχει στόχους:
Α) Την άμεση έξοδο της χώρας από την Ε.Ε και όλες τις αντίστοιχες συνθήκες (ΟΝΕ-Ευρώ κλπ) και όλους τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, σαν συμβολή και στη διάλυση όλης της Ε.Ε μέσα από το σπάσιμο των «αδύνατων κρίκων» του Ευρωπαϊκού νότου. Β) Το ξεκίνημα, σε αυτές τις συνθήκες, μιας διαδικασίας ριζικού μετασχηματισμού της οικονομικής βάσης μέσα από ένα εκτεταμένο πλέγμα μέτρων (ολική διαγραφή και άρνηση πληρωμής του χρέους, νέο νόμισμα, δήμευση εκκλησιαστικής περιουσίας, εκτεταμένες κοινωνικοποιήσεις κ.ά.). Για αυτά τα μέτρα μπορεί να ανοίξει άμεσα θεωρητικός και πολιτικός διάλογος, χωρίς αποκλεισμούς και προϋποθέσεις. Γ) Την πάλη για την εργατική δημοκρατία και το τσάκισμα του παλιού αστικού κρατικού μηχανισμού και τον διαρκή αγώνα για την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Σε αυτήν την προοπτική είναι αυτονόητη ανάγκη η πάλη για την ανατροπή κάθε κυβέρνησης που εφαρμόζει την αντεργατική πολιτική των μνημονίων και η υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας απέναντι στα αντιδραστικά μέτρα. Όπως επίσης είναι αναγκαία η ενότητα στη δράση με τους αγωνιστές που έχουν ταξική τοποθέτηση και ανήκουν σε διαφορετικά πολιτικά ρεύματα, περισσότερο από ποτέ σήμερα που τα αδιέξοδα της αριστεράς μεγαλώνουν.
Στα χρόνια που συμμετέχουμε στο εγχείρημα του ΝΑΡ αγωνιστήκαμε μαζί με όλους τους συντρόφους όχι απλώς για άλλη μια αριστερά, αλλά για μια άλλη αριστερά ανεξάρτητη από την αστική πολιτική.
Στον αγώνα για αυτήν την αριστερά, που είναι ανάγκη της εποχής μας, καλούμαστε όλοι σήμερα να συμβάλλουμε, με τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τα όρια και τις αντιφάσεις μας αλλά και την ελπίδα, ότι σήμερα στην Ελλάδα που έχει γίνει το κέντρο της κρίσης, η καρδιά του πιο άκαρδου κόσμου, μπορεί να ξαναγεννηθεί η απελευθερωτική προοπτική, όχι σαν σχεδιάγραμμα των αριστερών αλλά σαν αίτημα του εργατικού κινήματος. Μόνο αυτή η επαναστατική προοπτική μπορεί να αποδείξει ότι το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή.
Γερονικολός Θανάσης
Γιαννοπούλου Αγγελίνα
Ζέρβας Βαγγέλης
Ζησιμόπουλος Γιάννης
Μιάμης Χρήστος
Οικονομάκης Γιώργος
απο την εφημερίδα ΝΕΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Αναδημοσίευση από το blog ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου