Του Κώστα Αρβανίτη
Σήμερα κλείνουν 70 χρόνια από το τέλος της μάχης του Στάλινγκραντ, μιας από τις δραματικότερες μάχες όλων των εποχών. O ιστορικός υλισμός θα βλέπει πάντοτε σκεπτικά δηλώσεις όπως ότι το τάδε ή το δείνα γεγονός άλλαξε την ιστορία. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να στερήσει από συγκεκριμένα γεγονότα την κολοσσιαία καθοριστικότητα που είχαν για την εξέλιξη της ιστορίας των ανθρώπων και των κοινωνιών. Εδώ λοιπόν θα αποδώσουμε την δέουσα σημασία και τιμή στην σημαντικότερη και πιο πολυσυζητημένη ίσως μάχη του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου.
Η κατάσταση του Ανατολικού Μετώπου στα μέσα του 1942
Η Γερμανική εκστρατεία απέναντι στη Σοβιετική Ένωση που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1941 μόνο σαν ένα τεράστιο αψυχολόγητο ποντάρισμα με εξίσου μεγάλο ρίσκο μπορεί να χαρακτηριστεί. Η αήττητη σχεδόν μέχρι τότε ναζιστική πολεμική μηχανή είναι στραμμένη απέναντι σε μια αχανή χώρα, με άγνωστα χαρακτηριστικά και άγνωστες δυνατότητες. Αυτό είχε ήδη φανεί σε ένα βαθμό μέχρι τότε, όταν οι εκτιμήσεις των Ναζί έχουν ήδη αποδειχθεί εσφαλμένες. Οι έτσι κι αλλιώς ρατσιστές και ανορθολογικοί ναζί έχουν υποτιμήσει απίστευτα τον αντίπαλό τους: Ο σοβιετικός στρατός είναι σχετικά αξιόμαχος, αν και όχι σε επαρκές επίπεδο ακόμα, οι παραγωγικές δυνατότητες της νεαρής ακόμα ΕΣΣΔ έχουν διασωθεί από την εισβολή και δουλεύουν σε πλήρως πολεμικούς ρυθμούς και το καθεστώς είναι προφανώς δημοφιλέστερο από τους κατακτητές και τους προδότες και δεν έχει καταρρεύσει σε μια νύχτα όπως υπολόγιζε η ναζιστική ηγεσία.Επίσης, μετά τις πρώτες γρήγορες (και μεγάλεςεπιτυχίες) του Γερμανικού στρατού ως τον Οκτώβρη του 1941 η υπόθεση της ήττας του Κόκκινου Στρατού μετράει ήδη μια ηχηρή αποτυχία έξω από τη Μόσχα τον Δεκέμβρη και το Γενάρη της νέας χρονιάς.Μέσα σε μια λευκή κόλαση στους -50 βαθμούς Κελσίου σε φάσεις, είναι η πρώτη φορά που οι Γερμανοί ηττώνται σε τόσο μεγάλο επίπεδο, μεγέθους ομάδων στρατιών δηλαδή (μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες στρατιωτών σε κάθε πλευρά) και η νέα χρονιά θα βρει τις δύο δυνάμεις να αναζητούν το επόμενο βήμα τους κοιτώντας πιο προσεκτικά τον εχθρό απέναντι.
Δεν υποτιμούν μόνο οι Γερμανοί τον αντίπαλό τους. Οι Σοβιετικοί, με πρώτο το Στάλιν κρίνουν πως ο ναζιστικός στρατός που βρίσκεται απέναντί τους έχει λίγο χρόνο ζωής μετά την ψυχρολουσία (κυριολεκτικά) της Μόσχας. Αυτό τους οδηγεί, μετά από αρκετές απερίσκεπτες επιθέσεις σε όλο το (τεράστιο) μήκος του μετώπου να αναγκαστούν να σταματήσουν την αντεπίθεση μετά από μεγάλες απώλειες, και οι Γερμανοί έχουν ξανά τη δυνατότητα για μια μεγάλη στρατηγική επίθεση, την πρώτη μετά την εισβολή. Η επίθεση αυτή θα ξεκινήσει καλοκαίρι καθώς ο ρωσικός χειμώνας είναι αμείλικτος ειδικά για τους ξένους εισβολείς και η απόφαση του ναζιστικού επιτελείου είναι να μην επιτεθεί προς τη Μόσχα ξανά κατά μέτωπο, αλλά να την προσπεράσει από τα νότια και να κινηθεί προς τον Καύκασο και τα μεγάλα κοιτάσματα πετρελαίου που η ναζιστική οικονομική φούσκα χρειαζόταν πάση θυσία. Η επιχείρηση αυτή ονομάζεται Μπλε Περίπτωση, χρησιμοποιεί 1.000.000 Γερμανούς στρατιώτες και 300.00 συμμάχους, 1900 τανκς και 1600 αεροπλάνα και ξεκινάει στις 28 Ιουνίου του 1942. Οι δυνάμεις μοιράζονται στα δύο και η μία, η ομάδα Α κινείται προς τον Καύκασο ενώ η άλλη, η Β προς το Βόλγα. Τα αποτελέσματα σε απώλειες του εχθρού και εδαφικά κέρδη είναι θεαματικά και για την ομάδα Β στις 23 Αυγούστου του 42 το καθήκον έχει σχεδόν ολοκληρωθεί: η δυτική όχθη του Βόλγα είναι σχεδόν καθαρή από Σοβιετική αντίσταση. Μένει μόνο μια πόλη, ένα σημαντικό λιμάνι και βιομηχανικό κέντρο της περιοχής. Το Στάλινγκραντ. Περικυκλώνεται με συνοπτικές διαδικασίες, η μάχη για την κατάκτηση του ξεκινάει αμέσως, και το αποτέλεσμα φαίνεται προδιαγεγραμμένο.
Η μάχη των ερειπίων
Το Στάλινγκραντ στις αρχές του πολέμου ήταν μια ακμάζουσα πόλη με πληθυσμό εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων. Αυτό δεν πτοεί τους Ναζί, που έχουν αποδείξει ήδη στις κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης ότι είναι χειρότεροι από όλους τους βαρβάρους της ιστορίας, που ξεκινούν τη μάχη με έναν τεράστιο αεροπορικό βομβαρδισμό που μετατρέπει την πόλη σε συντρίμμια και σκοτώνει 40000 αμάχους.
Αυτό φυσικά θέτει και τα δεδομένα της μάχης, όπως το θέλει και ο σοβιετικός στρατηγός της 62ης στρατιάς Βασίλι Τσούικοφ που ηγείται της άμυνας του Στάλινγκραντ: οι εμπόλεμοι μάχονται στα ερείπια των κτηρίων, τα τανκς είναι αδύνατο να κινηθούν και η μάχη γίνεται σιγά σιγά μια αλληλοσφαγή χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Οι γραμμές είναι τόσο κοντά που ο βομβαρδισμός είναι αδύνατος. Για να παρθεί ένα και μόνο κτήριο χρειάζονται αμέτρητοι γερμανοί στρατιώτες: οι μάχες στο σταθμό των τραίνων, στα εργοστάσια “Κόκκινος Οκτώβρης”, “Mπαρικάντι” και “Φέλιξ Τζερζίνσκι” και στο σιλό του σιταριού, μια σουρεαλιστική μάχη στην οποία τα πάντα καταλήγουν εκτός από αίμα να βάφονται και με αλεύρι. Κάθε τοποθεσία παίρνεται και χάνεται πολλές φορές, για τo σταθμό των τραίνων αυτό συμβαίνει 14 φορές σε 6 ώρες. Mέσα σε όλα αυτά ελάχιστοι πια άμαχοι προσπαθούν να επιβιώσουν από τον πόλεμο και την πείνα, ενώ το εργοστάσιο τρακτέρ έχει μετατραπεί σε εργοστάσιο παραγωγής τανκ τα οποία βγαίνουν από την παραγωγή και πηγαίνουν απευθείας στη μάχη, πολλές φορές άβαφτα, χωρίς σκοπευτικά και επανδρωμένα από εργάτες του εργοστασίου. Ο ανεφοδιασμός των Σοβιετικών, από την άλλη, καθώς η πόλη είναι περικυκλωμένη, γίνεται με πλοιάρια από την ελεύθερη όχθη του Βόλγα, τα οποία βομβαρδίζονται ανηλεώς από την γερμανική αεροπορία.
“…δεν υπάρχει γη για μας πέρα από το Βόλγα”
… είναι τα λόγια του ήρωα της μάχης και της Σοβιετικής Ένωσης ελεύθερου σκοπευτή Βασίλι Ζάιτσεφ. Tα λόγια όμως γενικά είναι αδύνατο να περιγράψουν το αποκαλυπτικό τοπίο της μάχης του Στάλινγκραντ. Στους 3 περίπου μήνες που κράτησε η πρώτη φάση της μάχης, σκοτώνονται και τραυματίζονται πάνω από τα 2/3 των συνολικών απωλειών για κάθε πλευρά, που αγγίζει το εκατομμύριο. Πρόκειται για ένα κύκλο εχθροπραξιών αντάξιο των πιο αιματηρών μαχών του Α’ Π.Π., περιορισμένο όμως σε μια πόλη με το 95% των κτηρίων της κατεστραμμένο. Τους δύσκολους μήνες Σεπτέμβρη και Οκτώβρη 1942, ο μέσος όρος ζωής για έναν καινούριο Σοβιετικό στρατιώτη ήταν 1 μέρα και για τον αξιωματικό 3. Στα μέσα του Νοέμβρη ο Σοβιετικός τομέας, παρότι έχει παραδώσει το κάθε χιλιοστό εδάφους με αντίτιμο αρκετούς νεκρούς του Άξονα (κυριολεκτικά), έχει περιοριστεί σε μια λωρίδα γης πάνω στο ποτάμι με μήκος 800 μέτρα και βάθος διακόσια. Σε ένα βομβαρδισμό του Σεπτέμβρη, δεξαμενές καυσίμων δίπλα στο αρχηγείο της Επιτροπής Άμυνας της Πόλης παίρνουν φωτιά και ο στρατηγός Τσούικοφ χάνεται για 3 μέρες μέσα στην πυρκαγιά. Επανεμφανίζεται τελικά ζωντανός. Κι από την άλλη πλευρά οι απώλειες είναι τρομακτικές, καθώς η τελειοποιημένη γερμανική πολεμική τέχνη έχει εκφυλιστεί σε μια τυφλή αιματοχυσία χωρίς τέλος, χωρίς ωράριο, χωρίς γραμμή μετώπου, χωρίς έλεος που οι Γερμανοί στρατιώτες πικρόχολα ονομάζουν ο «πόλεμος των ποντικών».
Κι όμως το Στάλινγκραντ κρατάει. Κρατάει για όλους τους λόγους: γιατί η κατάσταση του μετώπου είναι απελπιστική και άμα η μάχη χαθεί θα σημαίνει καταστροφή, γιατί στον τομέα της πόλης, από τον εργάτη του εργοστασίου μέχρι τον φρουρό και μέχρι τον στρατηγό Τσούικοφ, η απόφαση είναι κοινή: μόνο νεκροί θα φύγουν από κει. Στις ώρες της πραγματικής απελπισίας, ο Τσούικοφ στέλνει εθελοντικά αποσπάσματα καμικάζι πίσω από τις γερμανικές γραμμές τα βράδια: στρατιώτες που μόνοι τους επιλέγουν να σκοτώσουν όσους περισσότερους εχθρούς μπορούν πριν σκοτωθούν οι ίδιοι, τα οποία αποσπάσματα μνημονεύονται με τρόμο στα γερμανικά πολεμικά ημερολόγια. Τα χαρακτηριστικά της ανηλεούς σφαγής είναι και ιδεολογικά: ο Χίτλερ έχει τάξει σε κάθε στρατιώτη του 600 στρέμματα γης και Ρώσους σκλάβους, οι δε υπάνθρωποι για τους Ναζί σοβιετικοί στρατιώτες του πρώτου εργατικού κράτους στον κόσμο βλέπουν στους εχθρούς του Άξονα τους βάρβαρους κατακτητές κι εγκληματίες που έχουν την ευθύνη για τον τελικό απολογισμό των 14.5 εκατομμυρίων νεκρών αμάχων, για τα 27.000 κατεστραμμένα χωριά και τις 600 πόλεις. Μια ομάδα στρατιωτών υπό τον λοχία Παβλόφ καταλαμβάνουν ένα πολυόροφο σπίτι, το οχυρώνουν και ζουν μέσα αποκομμένοι από τον υπόλοιπο σοβιετικό στρατό για δυο μήνες, πολεμώντας μέρα και νύχτα. Τελικά το κρατάνε μέχρι και μετά την παράδοση των Γερμανών. Για την κατάληψη του “σπιτιού του Παβλόφ”, όπως ονομάστηκε θα χρειαστούν περισσότεροι νεκροί Γερμανοί απ’ότι για την κατάληψη του Παρισιού, θα πει χαριτολογώντας ο στρατηγός Τσούικοφ μετά το τέλος της μάχης. Δεν υπάρχει περίπτωση για βήμα πίσω.
Τα μάτια των δυο αντιπάλων αλλά και ολόκληρου του κόσμου είναι στραμμένα στην τιτανομαχία που λαμβάνει χώρα στα ερείπια της κάποτε ζωντανής πόλης. Έχουν καταλήξει πως εκεί θα κριθεί η παρτίδα του Ανατολικού Μετώπου, και κατ’επέκταση του σημαντικότερου κομματιού του πολέμου. Μέχρι τα μέσα του Νοέμβρη, οι Ναζί καταθέτουν πάνω από 600.000 νεκρούς και τραυματίες στο πεδίο της μάχης, αλλά σιγά σιγά φτάνουν προς το Βόλγα και κατέχουν πια το 90% της πόλης. Η προσπάθεια τους αυτή έχει ένα σχετικά ανησυχητικό επακόλουθο: οι πλευρές της Ομάδας Β φυλάσσονται από στρατιώτες και μονάδες Β’ διαλογής, Ρουμάνικες, Ουγγρικές και Ιταλικές καθώς οι επίλεκτες Γερμανικές δυνάμεις πολεμούν και πεθαίνουν μέσα στην πόλη με μέτωπο στο Βόλγα. Συγκεκριμένα, τα εκτεθειμένα πλευρά της ομάδας στρατιών προς Βορρά και Νότο τα φυλάνε Ρουμάνικες μονάδες, υποβαθμισμένες σε εξοπλισμό, εκπαίδευση και ηθικό.
Σε αυτές θα τύχει η δυσάρεστη έκπληξη, στις 19 και 20 Νοέμβρη από Βορρά και Νότο αντίστοιχα, να διαπιστώσουν την σαρωτική αντεπίθεση τριών ολόκληρων στρατιών, κινούμενων από το πουθενά μέσα από την θεωρητικά άδεια στέππα στα δυτικά του Βόλγα. Τα σύμμαχα στους Γερμανούς στρατεύματα δεν έχουν καμία πιθανότητα: καταρρέουν γρήγορα και μέσα σε 4 μέρες ο στρατηγός Νικολάι Βατούτιν βλέπει τις δυνάμεις του να συναντιούνται στο χωριό Κάλατς, ολοκληρώνοντας το κλείσιμο της τανάλιας. Και ξαφνικά, μέσα σε 4 μέρες η κατάσταση είναι πλήρως αντεστραμμένη: μέσα στο Στάλινγκραντ, χωρίς εφόδια, με τον βαρύ Ρωσικό χειμώνα προ των πυλών, η αφρόκρεμα της ναζιστικής πολεμικής μηχανής και πολλές συμμαχικές δυνάμεις, η 6η στρατιά υπό τον Πρώσο στρατηγό και ευγενή Φρίντριχ Πάουλους, 265000 άντρες με τους 200000 να είναι Γερμανοί, βρίσκονται περικυκλωμένοι από τον Κόκκινο Στρατό. Και το ρολόι αρχίζει να μετράει αντίστροφα.
Το κλείσιμο της παγίδας
Το σχέδιο της διπλής περικύκλωσης της 6ης στρατιάς, ήταν ήδη κλασσικής σύλληψης, από την εποχή του Αννίβα και των Ρωμαίων ακόμα. Αυτό καθόλου δεν απασχολεί τους αρμόδιους στρατηγούς του Γενικού Στρατηγείου του Κόκκινου Στρατού Γκιόργκι Ζούκοφ και Αλεξάντρ Βασιλιέφσκι: είναι απόλυτα επιτυχημένο. Ο Στάλιν έχει ένα προτέρημα σε σχέση με τον μανιακό Χίτλερ, γνωρίζει πως δεν είναι στρατιωτικός και δεν επεμβαίνει πια στα σχέδια που του παρουσιάζουν οι στρατηγοί του, που έχουν αποδείξει τις ικανότητες τους. Τους αφήνει λοιπόν να σχηματίσουν ένα μέτωπο προς τους περικυκλωμένους και ένα προς τα έξω, και ταυτόχρονα να ξεκινήσουν τις διαδικασίες της καταστροφής της 6ης στρατιάς.
Οι Γερμανοί, μετά την εφιαλτική έκπληξη τη στιγμή που πίστευαν πως η νίκη είναι κοντά, προσπαθούν ψύχραιμα να αντιδράσουν. Ο Ρωσικός χειμώνας που είχε καταστρέψει τον Ναπολέοντα και τη δικιά του Μεγάλη Στρατιά και λίγο έλλειψε να καταστρέψει και τους ίδιους στη Μόσχα το 41-42 δεν αστειεύεται: οι περικυκλωμένοι αρχίζουν σιγά σιγά να μην έχουν τρόφιμα, καύσιμα, πυρομαχικά και φάρμακα και οι θερμοκρασίες είναι κάτω από το 0 ενώ οι αναπτερωμένοι Σοβιετικοί επιτίθενται με λύσσα. Δυστυχώς για αυτούς, παίρνουν την καταστροφική απόφαση να μην διατάξουν την 6η στρατιά να προσπαθήσει να διαφύγει από τον κλοιό, για λόγους τιμής, για να μην εγκαταλείψει τον εξοπλισμό της και γιατί ο Χίτλερ προτιμά να πεθάνουν παρά να εγκαταλείψουν το Στάλινγκραντ. Το σχέδιο αυτό ενισχύεται από τις αλαζονικές απόψεις του αρχηγού της ναζιστικής αεροπορίας Χέρμαν Γκέρινγκ (που θα αυτοκτονήσει πριν εκτελεστεί στη Νυρεμβέργη) πως μπορεί να ανεφοδιάσει 265.000 άνδρες από αέρος.
Φυσικά, οι εκτιμήσεις είναι όλες λάθος και όλος ο Νοέμβρης χάνεται έτσι. Μέχρι το Δεκέμβρη, οι έγκλειστοι τρέφονται ήδη με χιόνι και πεθαίνουν από κρύο και τις ασθένειες, πέρα και έξω από τις μάχες και τις απώλειες εκεί. Ο χαρακτήρας της κατάστασης γίνεται αντιληπτός: είναι απελπιστική.
Οι Γερμανοί αποφασίζουν τελικά με φοβερή καθυστέρηση να επιτεθούν για να σπάσουν τον κλοιό. Δυστυχώς γι’αυτούς, οι εποχές έχουν αλλάξει και αυτό θα φανεί ολοκληρωτικά στις μάχες (και τις ήττες) των ερχόμενων χρόνων. Οι Σοβιετικοί είναι πολύ πιο ικανοί, από φαντάρο ως το στρατηγό, πολύ καλύτερα εξοπλισμένοι, προετοιμασμένοι και με το ηθικό στα ύψη, σε σχέση με τις καταστροφικές ήττες που έπαθαν από τους Γερμανούς το 1941. Οι επιθέσεις των Γερμανών αποκρούονται πριν εκδηλωθούν καλά καλά: ειδική μνεία αξίζει ο νεαρός στρατηγός Μαλινόφσκι, που απέναντι στον γερμανό Χοτ και τις ισχυρές και έμπειρες τεθωρακισμένες δυνάμεις του, επιτίθεται και τις συντρίβει στο Κοτελνίκοβο το Δεκέμβρη του 1942. Είναι η πρώτη μεγάλης κλίμακας μάχη τεθωρακισμένων που χάνει η Γερμανία στον Β’ Π.Π., πρώτη από τις πολλές που έπονται. Ταυτόχρονα, ο υπεύθυνος για τη σωτηρία των περικυκλωμένων Γερμανός στρατηγός Έριχ φον Μάνσταϊν, αναγκάζεται να κινηθεί μακριά από το Στάλινγκραντ για να συγκρατήσει νέα επίθεση του Κόκκινου Στρατού προς το Ροστόφ, που ήρθε κι αυτή σαν έκπληξη. Η επίθεση αυτή τελικά δεν πετυχαίνει, αλλά η μοίρα της 6ης στρατιάς έχει σφραγιστεί: είναι πλέον αβοήθητοι.
Η παράδοση
Μέχρι τα Χριστούγεννα του ’42 η κατάσταση φαίνεται πια τετελεσμένη. Η σωτηρία από τα έξω έχει αποκλειστεί και οι εντός του κλοιού αρχίζουν να μην έχουν τα βασικά για να επιβιώσουν. Μετά τις 22 Ιανουαρίου,έχουν χάσει πια και τα δύο τελευταία αεροδρόμια καθώς υποχωρούσαν προς το κέντρο του κλοιού. Οι Σοβιετικοί προτείνουν στον Πάουλους παράδοση με εξαιρετικά γενναιόδωρους όρους, αλλά ο στρατηγός υπακούοντας διαταγές αρνείται. Και η επίθεση συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Για την 6η στρατιά είναι το οριστικό τέλος.
Στο Βερολίνο η ναζιστική ηγεσία ξέρει ότι έχει χάσει, το μόνο που ελπίζει πια είναι να χάσει με τους όρους της. Γι’αυτό στις 30 του μήνα, που ο Πάουλους που βλέπει τους άντρες του να μην έχουν πια να φάνε ζητά άδεια να παραδοθεί, ο Χίτλερ αρνείται, τον προβιβάζει σε στρατάρχη υπονοώντας του να αυτοκτονήσει για να μην πιαστεί αιχμάλωτος.
Ακολουθεί μια από τις πιο κωμικοτραγικές στιγμές του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου. Ο (στρατάρχης πια) Πάουλους είναι ένας Πρώσος αριστοκράτης, και η υπομονή του εξαντλείται, καθώς δε βλέπει το λόγο να πεθάνει μαζί με τους άντρες του για τα γούστα και το γόητρο του Χίτλερ. Δηλώνει λοιπόν ανοιχτά πως “δεν έχει καμία όρεξη να υπακούσει στις εντολές ενός Αυστριακού λοχία” και παραδίνεται λοιπόν στις 31/1/1943 παρά τις αντίθετες διαταγές του Χίτλερ μαζί με 100.000 περίπου στρατιώτες που έχουν απομείνει στο κλοιό, μέσα σε αυτούς 22 στρατηγοί, προς μεγάλη δυστυχία της ναζιστικής ηγεσίας, που βλέπει τους Σοβιετικούς να διασκεδάζουν βγάζοντας φωτογραφίες Άρειων στρατιωτών ανώτατης βαθμίδας να παραδίδονται στους σλαβομπολσεβίκους υπανθρώπους. Ο δε Πάουλους θα καταλήξει να συνεργάζεται με τους Σοβιετικούς στην «Εθνική Επιτροπή για μια Ελεύθερη Γερμανία» μαζί με άλλους αιχμάλωτους Γερμανούς αξιωματικούς. Η παράδοση ολοκληρώνεται στις 2 Φεβρουαρίου 1943. Μετά από 5 μήνες, από την πλήρη απελπισία στο Στάλινγκραντ κυριαρχούν οι πανηγυρισμοί: η πόλη έχει σωθεί και η νίκη του Κόκκινου Στρατού είναι ολοκληρωτική.
Ο αέρας που φυσάει από τη στέππα
Στη Γερμανία κυριαρχεί το πένθος. Δεν είναι απλά μια στρατιωτική αποτυχία: το 3ο Ράιχ βιώνει για πρώτη φορά αυτό που ως τώρα προκαλούσε στους εχθρούς – μια πρωτοφανή, τρομαχτική στρατιωτική καταστροφή. Η 6η στρατιά και οι λοιπές δυνάμεις της ομάδας Β αντιπροσώπευαν ένα πολύ σεβαστό ποσοστό των δυνάμεων της Ναζιστικής στρατιωτικής δύναμης στην Ανατολή, και κυρίως το πιο έμπειρο και ικανό, που δεν μπορεί να αναπληρωθεί. Οι απώλειες των Γερμανών για πρώτη φορά και όχι τελευταία είναι ίσες με των Σοβιετικών. Εκατοντάδες χιλιάδες γερμανικά σπίτια θρηνούν το θάνατο ή την αιχμαλωσία του παιδιού τους, ο Χίτλερ διατάσσει τριήμερο πένθος και το γερμανικό ραδιόφωνο σταματάει το πρόγραμμά του. Όλα αυτά συνεπάγονται μια συνειδητοποίηση για τους Γερμανούς, με αβάσταχτο βάρος: ότι τελικά ο πόλεμος μπορεί να χαθεί. Η αμφιβολία αρχίζει να κατατρώει τη ναζιστική παραίσθηση από μέσα.
Από την άλλη, για τους κατεχόμενους λαούς και τους συμμάχους τα πράγματα είναι πολύ απλά. Η ναζιστική προπαγάνδα δεν τολμά να κρύψει την είδηση και ολόκληρος ο κόσμος μαθαίνει σύντομα την τρομερή μοίρα των επίλεκτων του Γερμανικού στρατού στο Στάλινγκραντ. Το φυσικό επακόλουθο: θριαμβευτικοί χαιρετισμοί από το Ρούζβελτ και τον Τσώρτσιλ και η λέξη ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ γράφεται σε κάθε εφημερίδα της υφηλίου και σε κάθε τοίχο της κατεχόμενης Ευρώπης, από την Ελλάδα ως την Ολλανδία. Μία λέξη μόνο, ελπίδα για τους καταπιεσμένους και γι’αυτούς που πολεμούν στα υπόλοιπα μέτωπα, σύμβολο πως οι βάρβαροι Ναζί κατακτητές δεν είναι αήττητοι.
Οι Σοβιετικοί τέλος, πρακτικοί άνθρωποι και έχοντας καταλάβει πως αυτός ο πόλεμος θα αργήσει να τελειώσει, αρχίζουν να προετοιμάζονται για τη νέα μονομαχία του καλοκαιριού του 1943, που θα διεξαχθεί στο τόξο του Κουρσκ. Μέσα από άλλη μια σειρά τιτανικών συγκρούσεων τον Ιούλιο, θα κερδίσουν με πολύ κόπο κι εκεί, θέτοντας το Γερμανικό στρατό οριστικά σε θέση άμυνας. Απο κεί ξεκινά μια συνεχής υποχώρηση, που δυο χρόνια μετά, θα κλείσει με την κατάκτηση του Βερολίνου, μέσα στα συντρίμμια του ναζιστικού καθεστώτος και που θα σημάνει επί της ουσίας το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.
Επίλογος
Πολλά πράγματα έχουν ειπωθεί για το πως γράφεται η ιστορία. Ας κρατήσουμε κάτι βασικό: ότι η πλευρά της εργατικής τάξης και της κοινωνικής χειραφέτησης πρέπει να διατηρήσει ζωντανή τη δική της μνήμη. Στο Στάλινγκραντ, ο στρατός των εργατών και των χωρικών σήκωσε το αναστημά του από την απελπισία και τσάκισε το στρατό των Αρείων δουλοκτητών. Αυτή είναι και η κληρονομιά του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου: ότι ο φασισμός κι ο μιλιταρισμός που επικυρώθηκαν στα κοινοβούλια και υποδούλωσαν κι αιματοκύλισαν εκατομμύρια ανθρώπους για χάρη του κεφαλαίου, ηττήθηκαν στα ίσα, στα πεδία των μαχών. Ηττήθηκαν από τους στρατούς των απλών ανθρώπων, των εργαζόμενων ανθρώπων με το όπλο στο χέρι, από τις ζούγκλες του Ειρηνικού και τη στέππα του Βόλγα, ως τα βουνά της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν επιδιώκει τον πόλεμο, τα εκατομμύρια των νεκρών αυτού του αγώνα όμως γεννούν μια υποχρέωση: να μην επιτρέψουμε ποτέ ξανά στο φασισμό να επιστρέψει. Γεννούν ακόμα κι ένα παράδειγμα: πως όσο φονικά κι αν είναι τα όπλα των μιλιταριστών, όσο ισχυρό κι αν είναι το κεφάλαιο που τους τα χαρίζει, θα λυγίσουν και θα γίνουν θρύψαλλα αν βρούν απέναντι τους αποφασισμένους τους φτωχούς και τους καταπιεσμένους, τους απλούς εργαζόμενους ανθρώπους. Όπως γίναν θρύψαλλα σε μια πόλη στη Ρωσία, το 1942 και αυτή έμεινε στην ιστορία ακόμα κι αν αργότερα της αλλάξαν όνομα.
Στάλινγκραντ.
Πηγή: ilesxi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου