Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Che Guevara: Ο ανταρτοπόλεμος και το αναπόφευκτο του ένοπλου αγώνα (4ο μέρος)

Επιμέλεια ύλης: Βήχος Παναγιώτης

4. Το αντάρτικο και ο λαός

Η θεωρία του Τσέ για το αντάρτικο καταδικάστηκε από τους ψευτο-ορθόδοξους σαν μπλανκιστική αίρεση, μπακουνική, τυχοδιωκτική, στηριγμένη στην αυταπάτη ότι μια μικρή ομάδα ανθρώπων ηρωικών κι αποφασισμένων μπορούσε να κάμει την επανάσταση, να καταλάβει την αρχή και να απελευθερώσει το λαό, και που θα θέλει να υποκαταστήσει τους λαϊκούς αγώνες με τα αξιοθαύμαστα κατορθώματα μιας ομάδας παληκαράδων τύπου τριών σιδερόφρακτων σωματοφυλάκων. Λοιπόν, αυτό δεν ήτανε καθόλου η γνώμη του Τσέ, που δεν δεχότανε στο "εγχειρίδιό (του) για το αντάρτικο" την ετυμολογική σημασία της ισπανικής λέξης (γκουερίλα=μικρός πόλεμος) υπογραμμίζοντας ότι ο ανταρτοπόλεμος δεν ήταν μικροσκοπικός πόλεμος, ο πόλεμος μιας ομάδας μειονότητας εναντίον του ισχυρού στρατού, αλλά αντίθετα μάλιστα ο πόλεμος ολοκλήρου του λαού εναντίον της καταπιεστικής κυριαρχίας. Στο άρθρο του Ανταρτοπόλεμος μια μέθοδος, είναι ακόμα πιό ξεκάθαρος: "Αυτοί που θέλουν να κάνουν αντάρτικο ξεχνώντας την πάλη των μαζών, ως εάν επρόκειτο για δύο αντίπαλες πάλες, είναι άξιοι επικρίσεως. Είμαστε αντίθετοι σ΄ αυτή τη θέση. Το αντάρτικο είναι πόλεμος του λαού, δηλαδή μαζική πάλη. Το να ισχυρισθεί κανείς πώς θα κάνει ανταρτοπόλεμο χωρίς την υποστήριξη του πληθυσμού, είναι σα να πηγαίνει σε αναπόφευκτη πανωλεθρία. Το αντάρτικο είναι η μαχόμενη πρωτοπορεία του λαού {...} στηριζομένη στην πάλη των μαζών των χωρικών και των εργατών της περιοχής και όλου του χώρου στον οποίο βρίσκεται. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν είναι παραδεκτός ανταρτοπόλεμος". Αυτό είναι το δίδαγμα όχι μόνο της κουβανέζικης επανάστασης μα όλων των λαϊκών πολέμων, και ιδιαιτέρως, του επαναστατικού στρατού του βιετναμέζικου λαού, που ήταν στα μάτια του Τσέ, το παράδειγμα το πιό ολοκληρωμένο "οργανικού" δεσμού μεταξύ της ένοπλης πρωτοπορείας και του λαού, και όπου "ο ανταρτοπόλεμος" δεν είναι παρά η έκφραση της πάλης των μαζών". (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος. Σελ. 183,203,-204, Εκδ. Καρανάση. Πρόλογος στο "Guerra del Pueblo, Ejercito del Pueblo", του Γκιάπ, στο Pensamiento Critico, αριθ. 33 Οκτώβρης 1969, σελ. 250).
Είναι επίσης, εννοείται, και το δίδαγμα της κινέζικης επανάστασης: σε μια συνέντευξη του Απριλίου 1959 σε δημοσιογράφο της Λαϊκής Κίνας, ο Τσέ υπογραμμίζει ότι κατά το αντάρτικο της Κούβας είχε μελετήσει "προσεκτικά" τα στρατιωτικά κείμενα του Μάο και από κεί "πολλά έμαθε" - γεγονός που πιθανώς αναφέρεται όχι μόνο στις στρατιωτικές απόψεις των κειμένων του, αλλά επίσης και στην πολιτική τους βαρύτητα: την ανάλυση των δεσμών μεταξύ του αντάρτικου και των αγροτικών μαζών. (σσ Εκλεκτά Εργα: σελ. 368, (Αμερικάνικη έκδοση). Εν πρώτοις, ο λαός (δηλαδή, στην εξοχή, οι χωρικοί) δίνει τους καλύτερους μαχητές του αντάρτικου, που ξέρουν τον τόπο, τους κατοίκους και τα ήθη της περιοχής, και που είναι συνηθισμένοι στη σκληραγωγία της βουνήσιας ζωής. Και για να γενικεύσουμε, ο λαός είναι "η καρδιά του αντάρτικου" που βρίσκεται πίσω από κάθε ενέργεια, είναι ο αόρατος συνεργάτης που παρακολουθεί τον εχθρό, μεταφέρει ειδήσεις, εξασφαλίζει τον εφοδιασμό, παρέχει στους μαχητές την αποτελεσματική του υποστήριξη τη συμμετοχή του, τη γενναιόδωρη προστασία του. (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος, Σελ. 186-187, 194, βλ. επίσης "Η Επανάσταση στην Κούβα", σελ. 203. Εκδ. Καρανάση 1970).


Οι αγροτικές μάζες δεν παίζουν αυτό τον αποφασιστικό ρόλο στο βαθμό που το αντάρτικο εμφανίζεται σαν έκφραση της πάλης τους της ταξικής. Για το λόγο λοιπόν αυτό πρέπει η ένοπλη δράση του αντάρτικου να είναι η απήχηση της κοινωνικής προστασίας του λαού κατά των καταπιεστών του και των βλέψεων της μεγάλης αγροτικής μάζας που θέλει να αλλάξει το καθεστώς ιδιοκτησίας της γής. Με άλλα λόγια, πρέπει να καταλάβει την πολιτική σημασία του αντάρτικου και να την κάνει δική του.


Γι΄ αυτό ο Τσέ, χωρίς καθόλου να αμελεί την καθαυτό στρατιωτική βαρύτητα, επέμενε στη σπουδαιότητα της πολιτικής δουλειάς που πρέπει να εκτελέσει η πρωτοπορεία και χαρακτήριζε τον επαναστατικό πόλεμο σαν "μεγάλη πολιτικο-στρατιωτική ενέργεια της οποίας τμήμα μόνο είναι το αντάρτικο". Η πρωτοπορεία οφείλει παράλληλα με την ένοπλη δράση να προωθεί μια εντατική μαζική εργασία, εξηγώντας τα αίτια και τους σκοπούς της επανάστασης, τις νίκες του αντάρτικου, τους λόγους για κάθε ενέργεια, και καλώντας σε μαζικούς αποτελεσματικούς αγώνες τους εργάτες και τους χωρικούς: "Οι άκριτες δολοφονίες και τρομοκρατίες δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται. Είναι προτιμότερο να γίνεται μαζική εργασία, να μεταδίδεται το επαναστατικό ιδανικό, να γίνεται προσπάθεια να ωριμάζει, έτσι, που στην πρέπουσα στιγμή οι μάζες αυτές υποστηριζόμενες από τον επαναστατικό στρατό, να μπορούν να κινητοποιηθούν και να κάνουν να γείρει ο ζυγός στην πλευρά της Επανάστασης. Για το σκοπό αυτό, δεν πρέπει να αμελούμε τις λαϊκές εργατικές και αγροτικές οργανώσεις, που διαδίδουν στις γραμμές τους το επαναστατικό ιδανικό, δίνοντας να διαβάζουν και εξηγώντας τα δημοσιεύματα της επανάστασης". (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος. Σελ. 222, 223-42, Εκδ. Καρανάση 1972. Είναι εξάλλου γνωστό, ότι κατά την εισβολή του σώματός του στην επαρχία Καμαγκουέη, το καλοκαίρι του 1958, ο Τσέ έφερε σε επαφή τα συνδικάτα εργατών και αγροτών της περιοχής, και μάλιστα ίδρυσε και τοπικούς συνεταιρισμούς εργατών γής. Επιστολή του Τσέ στον Φιντέλ, 13 Σεπτεμβρίου 1958, στο Αντάρτικο, αριθ. 1, Μιλάνο, 1969, σελ. 53).


Βλέπει λοιπόν κανένας πόσο ψεύτικη είναι η εικόνα του Επινάλ, ενός Τσέ ρωμαντικού τυχοδιώκτη, είδους κόκκινου Αρτανιάν, που θα εννοούσε το αντάρτικο σαν κονταρομαχία σωματοφυλάκων εναντίον της βασιλικής φρουράς... Αν και αποδίδει αυστηρή και σχολαστική σημασία, στα καθαρώς στρατιωτικά και στρατηγικά ζητήματα της πάλης, ο Τσέ Γκεβάρα είχε σαφώς συλλάβει το συνολικό χαρακτήρα, πολιτικο-στρατιωτικό του λαϊκού πολέμου, και την κεφαλαιώδη σπουδαιότητα της κινητοποίησης, της προπαγάνδας και της οργάνωσης των μαζών για τον επαναστατικό αγώνα.


Εξάλλου, η πολιτική δραστηριότητα του αντάρτικου, δεν περιορίζεται καθόλου στην "κλασσική" προπαγάνδα: διεξάγει την "προπαγάνδα διά των γεγονότων", από το ένα μέρος με τις ίδιες τις ένοπλες δραστηριότητες, που δείχνουν το τρωτό του στρατού της καταπίεσης, από το άλλο μέρος, με την εφαρμογή, στις περιοχές υπό τον έλεγχό του, μέτρων επαναστατικού χαρακτήρα: απαλλοτρίωση, κατοχή και διανομή των γαιών στους χωρικούς, οργάνωση συνεταιρισμών, εγκαθίδρυση δικαστηρίου και διοίκησης, έκδοση επαναστατικών νόμων, κλπ. Το αντάρτικο παρουσιάζεται έτσι βαθμηδόν σαν εξουσία κατ΄ εναλλαγή αντίθετη στην εγκατεστημένη εξουσία, σαν νέα νομιμότης που αντικαθιστά το νόμο του κράτους: εξουσία και νομοθεσία επαναστατικές που εξυπηρετούν τα συμφέροντα και τις κοινωνικές βλέψεις των λαϊκών μαζών και που εξουδετερώνουν το όργανο καταπίεσης των κυριαρχουσών τάξεων.


Υστερα από αυτά η σχέση μεταξύ αγροτιάς και αντάρτικου δεν είναι καθόλου σχέση μονόπλευρη, μηχανιστική, με μιά και μόνη κατεύθυνση "εκ των άνω προς τα κάτω". Με την επαφή με τη ζωή, με τα προβλήματα, τους αγώνες των αγροτών, "μια επανάσταση διενεργείται μέσα στα μυαλά μας", παρατηρεί ο Τσέ, υπογραμμίζοντας το ρόλο της εμπειρίας αυτής για τη διαμόρφωση της ιδεολογίας του αντάρτικου. Στην πορεία του ανταρτοπόλεμου μπαίνει σε ενέργεια ένα προτσές διαλεκτικής αμοιβαιότητος μεταξύ της πρωτοπορείας και των μαζών: "δημιουργείται τότε {...} μια αληθινή ενδοενέργεια μεταξύ αυτών των αρχηγών που διδάσκουν στο λαό, με τα γεγονότα, τη θεμελιακή σπουδαιότητα της ένοπλης πάλης και τον ίδιο το λαό, που μεγαλώνει μέσα στην πάλη και δείχνει με τη σειρά του στους αρχηγούς τις πρακτικές ανάγκες. Από αυτή την ενδοενέργεια μεταξύ του αντάρτη και του λαού του ξεπηδάει έτσι ένας προοδευτικός ριζοσπαστισμός που επιτείνει βαθμιαία τα επαναστατικά χαρακτηριστικά του κινήματος και του δίνει εθνική διάσταση". (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος. "Ο Γκουεριλλέρο κοινωνικός αναμορφωτής", σελ. 76-77, Εκδ. Καρανάση 1972). Πράγματι η στενή συνοχή μεταξύ ανταρτών και χωρικών δεν γίνεται μονομιάς δημιουργείται προοδευτικά στην πολιτικο-στρατιωτική πράξη στο διάστημα της οποίας το αντάρτικο γίνεται λαϊκό και ο λαός επαναστατικός, τα δυό να συγχωνεύουνται βαθμιαία, σε ένα "σώμα" σχετικά ομογενές. Απ΄ αυτή τη στιγμή κι έπειτα το αντάρτικο γίνεται ακατανίκητο στην πράξη και μπορεί προοδευτικά να χτυπήσει γερά, να αποθαρρύνει και να νικήσει το στρατό του αστικού κράτους.


Αν είναι αληθινό ότι ο πυρήνας του αντάρτικου δεν μπορεί ευθύς από την αρχή να είναι "μαζικό κίνημα", δεν θα χρειάζεται ωστόσο κάποια πολιτική δουλειά στους κόλπους των λαϊκών μαζών των πόλεων και της υπαίθρου για να ετοιμάσει το ξέσπασμα της ένοπλης πάλης; Το φτιάξιμο ενός πολιτικο-στρατιωτικού δικτύου στήριξης, καταφυγίου και εφοδιασμού (στις πόλεις και μεταξύ των χωρικών) δεν είναι η προϋπόθεση για την ίδια την επιβίωση του πυρήνα; Το αντάρτικο δεν πρέπει ευθύς από την αρχή να βρίσκεται σε σύνδεση με τους ήδη υπάρχοντες ταξικούς αγώνες σε μερικές περιοχές της υπαίθρου; Η απάντηση σ΄ αυτά τα ερωτήματα - που ετέθησαν με δριμύτητα ύστερα από τη βολιβιανή τραγωδία του 1967 - και σε πολλές άλλες δεν θα βρεθεί μόνο στα κείμενα του Τσέ, θα δοθεί με τη συγκεκριμένη εμπειρία νέων επαναστατικών πρωτοποριών που διεξάγουν τον αγώνα στη Λατινική Αμερική (και αλλού) σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου