5. Η Γενική Απεργία
Το αντάρτικο δεν μπορεί να αναπτυχθεί, να γίνει η μαχόμενη πρωτοπορεία των λαϊκών μαζών, και τελικά να καταστρέψει το κρατικό όργανο καταπίεσης δίχως την υποστήριξη της εργατικής τάξης, χωρίς να υποστηρίζεται από μια μάχη μέσα στις πόλεις, χωρίς να κινητοποιήσει για την πάλη τις προλεταριακές μάζες. Αυτό είναι η γενική πείρα του επαναστατικού πολέμου. Αναλύοντας την ιστορία του βιετναμέζικου αντάρτικου, στον πρόλογό του στο βιβλίο του Γκιάπ, ο Τσέ υπογραμμίζει ότι "η μαζική πάλη χρησιμοποιήθηκε την κάθε στιγμή στις πόλεις σαν απαραίτητο όπλο, για την ανάπτυξη του αγώνα", αυτό το μαζικό κίνημα των πόλεων με το δυναμικό του και τον δίχως συμβιβασμούς χαρακτήρα του, αποτελεί κατά την κρίση του πολύτιμο παράδειγμα θεμελιώδους σπουδαιότητος για τον απελευθερωτικό αγώνα στη Λατινική Αμερική. (σσ Τσέ, "Πρόλογος στον Γκιάπ", Pensamiento Crtico αριθ. 33, σελ. 250).
Ο ρόλος, η σημασία και η βαρύτητα της εργατικής πάλης αυξάνουν στο βαθμό που αναπτύσσεται ο επαναστατικός πόλεμος και που σφυρηλατείται η εργατο-αγροτική συμμαχία. Κατά την πρώτη περίοδο, όταν αρχίζει το αντάρτικο, το μαζικό κίνημα των πόλεων (απεργίες, διαδηλώσεις κλπ) παίζει κυρίως ρόλο αντιπερισπασμού, αναγκάζοντας τις δυνάμεις της καταπίεσης να σκορπιστούν, εμποδίζοντας τη συγκέντρωσή τους στην ύπαιθρο. Οταν το αντάρτικο κατεβαίνει σε περιοχές πιο κατοικημένες και αστικοποιημένες, ενώνεται πιό στενά με το εργατικό κίνημα από το οποίο εξαρτάται για να μπορέσει να δράσει σ΄ αυτό το χώρο το δυσμενή γεωγραφικά. Αυτό έγινε στην Κούβα τη στιγμή που το σώμα του Τσέ εκυρίευσε την επαρχία του Λάς Βίλλας και κατέκτησε την πόλη Σάντα Κλάρα, στηριζόμενο στα εργατικά συνδικάτα, στο λαϊκό σοσιαλιστικό κόμμα, στα στελέχη των πόλεων του Κινήματος της 26ης Ιουλίου και γενικά στις εργατικές τάξεις. Τελικά, με το γερό χτύπημα του στρατού από τους αντάρτες, ξέσπασε και η γενική επαναστατική απεργία, "πρωταρχικός παράγων του εμφυλίου πολέμου" (σσ "Η στρατηγική του ανταρτοπόλεμου", σελ. 50, εκ. Καρανάση 1972) που αποτελεί το επιστέγασμα του επαναστατικού κινήματος, το τελικό χτύπημα κατά του ολιγαρχικού κράτους, το σμπαράλιασμα των τελευταίων πολιτικών μηχανευμάτων και των στρατιωτικών παλινδρομήσεων και τη στιγμή της πολιτικο-στρατιωτικής συγχώνευσης μεταξύ της πρωτοπορείας και των μαζών.
Είναι γνωστό ότι η κουβανέζικη επανάσταση εγνώρισε τρείς απόπειρες γενικής απεργίας: την ακαθοδήγητη απεργία του Αυγούστου του 1957 που άρχισε στο Σαντιάγκο ύστερα από τη δολοφονία του Φράνκ Πάϊς, την αποτυχούσα απεργία της 9ης Απριλίου 1958, και τη γενική νικηφόρα απεργία της 1ης Ιανουαρίου 1959, που έδωσε τη χαριστική βολή στο καθεστώς. Τα κείμενα του Γκουεβάρα ασχολούνται πρό παντός με τις δύο πρώτες. Η δολοφονία του Φράνκ Πάϊς (του κυριώτερου αρχηγού του Κινήματος της 26ης Ιουλίου μέσα στην πόλη) την 3οή Ιουλίου του 1958 στο ΣΑντιάγκο, έκαμε να ξεσπάσει μέσα σ΄ αυτή την πόλη μια αυθόρμητη απεργία που απλώθηκε γρήγορα στις άλλες πόλεις της επαρχίας Οριάντε (Γκουαντανάμο, Μανζανίλλο, Μπαϊάμο, κλπ.) που τις παράλυσε ολοκληρωτικά, και είχε αντίκτυπο ως τις επαρχίες Καμαγκουέϋ και Λ¨ας Βίλλας. Η δικτατορία κατέβαλε αυτό το κίνημα που είχε ξεπηδήσει χωρίς προετοιμασία και επαναστατική καθοδήγηση, αλλά οι αρχηγοί του αντάρτικου και ο Τσέ ιδιαίτερα αντελήφθησαν πώς νέες δυνάμεις είχαν ξεσηκωθεί κατά του καθεστώτος και πώς είτανε απόλυτα επιβεβλημένο να μπάσουνε τους εργαζόμενους στην απελευθερωτική πάλη (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος. "Ο κοινωνικός ρόλος του αντάρτικου στρατού", σελ. 191, εκδ. Καρανάση 1972). Η πείρα της ακαθοδήγητης απεργίας του 1957 δεν οδήγησε εντούτοις σε καμιά "λατρεία του αυθόρμητου", αλλά, αντίθετα στην ανάπτυξη παράνομων δραστηριοτήτων και οργανώσεων στα κέντρα δουλειάς "με την προοπτική μιας γενικής απεργίας που θα βοηθούσε το στρατό του αντάρτικου στο να καταλάβει την εξουσία". (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος. Σελ. 191, Εκδ. Καρανάση 1972. Σύμφωνα με τον Τσέ, οι αναγκαίοι παράγοντες για μια γενική απεργία "δεν βρίσκονται αυτομάτως παρά σε πολύ λίγες περιπτώσεις: πρέπει να τους δημιουργήσεις εξηγώντας τα αίτια της επανάστασης και αποδεικνύοντας την πραγματική δύναμη του λαού και τις δυνατότητές του").
Εξ αντιθέτου η αποτυχούσα απεργία της 9ης Απριλίου 1958 ξέσπασε "αιφνιδιαστικά" - οι οργανωταί της ήθελαν για λόγους στρατηγικο-στρατιωτικούς, να αιφνιδιάσουν την κυβέρνηση και τις δυνάμεις της καταπίεσης - με μια έκκληση από το ραδιοσταθμό - καταληφθέντα από τους επαναστάτες στις 11 το πρωϊ. Οι εργάτες που είσαν στη δουλειά, δεν άκουσαν το ράδιο, φήμες συγκεχυμένες και αντικρουόμενες κυκλοφορούσαν και τελικά, η απεργία δεν έγινε. Μερικοί οπλισμένοι κομμάντος που είχαν ξεσηκωθεί εξοντώθηκαν και τρομακτικά καταπιεστικά μέτρα πάρθηκαν κατά των επαναστατών. Η ευθύνη αυτής της αποτυχίας επιρρίπτεται κατά τον Τσέ, στους αστούς αρχηγούς του Κινήματος της 26ης Ιουλίου (που το ονόμαζαν "Η Πεδιάδα" κατ΄ αντίθεση προς το "Σιέρρα") των οποίων η στρατηγική άποψη ήταν από δυό πλευρές λαθεμένη: - θέλοντας να συγκεντροποιήσουν τον αγώνα μέσα στις πόλεις υποτιμούσαν το ρόλο του αντάρτικου, που το θεωρούσαν απλώς σαν ένα "κέντρισμα" της εργατικής εξέγερσης.
Κρίνοντας την επαναστατική γενική απεργία κατά τρόπο στενό, σεχταριστικό (σε σχέση με τα άλλα εργατικά ρεύματα, και ιδιαίτερα με το Λ.Σ.Κ. - Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το "παλιό" Κ.Κ. της Κούβας) και πραξικοπηματικά, αγνοούσαν τη σημασία και την τακτική του μαζικού αγώνα. Εκάλεσαν κατά συνέπεια στην απεργία της 9ης Απριλίου 1958 "χωρίς την ελαχίστη πολιτική προετοιμασία, χωρίς ίχνος μαζικής δραστηριότητος", με ένα παράνομο σκούντημα, χωρίς πραγματικούς δεσμούς με την εργατική βάση, επιχειρώντας να κατευθύνουν το κίνημα απ΄ την κορυφή, θέλησαν να κηρύξουν την απεργία αιφνιδιαστικά, με πυροβολισμό, χωρίς να λάβουν υπόψη την εργατική ενότητα, και προπαντός "δεν επεζήτησαν ώστε οι εργάτες μέσα στην επαναστατική τους διεργασία να εκλέξουν την κατάλληλη στιγμή". (σσ Ο Ανταρτοπόλεμος. Σελ. 191-192 Πολιτικά Κείμενα: Τομ. Α΄, σελ. 65, Pensamiento Critico, αριθ. 31, σελ. 58, 61).
Οι παρατηρήσεις αυτές του Τσέ δείχνουν περίλαμπρα και το ενδιαφέρον που είχε για το πρόβλημα της γενικής απεργίας και μαζί τη βαθειά του συναίσθηση για το χαρακτήρα μαζικού κινήματος που αυτή πρέπει να παίρνει (αξίζει να γίνει παραβολή με τα κείμενα του Λένιν και της Ρόζας Λούξενμπουργκ πάνω στις ρωσσικές απεργίες του 1905). Τόσο εις ότι αφορά το αντάρτικο της υπαίθρου όσο και σχετικά με την επαναστατική απεργία, η θέση του Τσέ δεν έχει τίποτε το κοινό με τον δήθεν "μπλανκισμό - μπακουνισμό - τυχοδιωκτισμό" που του απέδωσαν μερικοί με τις τάχα "ορθόδοξες" κριτικές τους. Ο Τσέ Γκεβάρα αντιμετώπισε ποτέ την δυνατότητα μιας επανάστασης κατ΄ ουσίαν εργατοαγροτικής στις πιό βιομηχανοποιημένες χώρες της Λατινικής Αμερικής: Αναγνώριζε ανοιχτά πώς ήτανε πιό δύσκολο να σχηματισθούν αντάρτικες ομάδες της αγροτιάς στις χώρες με ισχυρή αστική συγκέντρωση και δεν απέκλεισε καθόλου εκ των προτέρων τη δυνατότητα μιάς νίκης "από λαϊκή επανάσταση με βάση αντάρτικου στην πόλη". (σσ Τσέ Γκεβάρ΅: "εξαιρετική περίπτωση η πρωτοπορεία της πάλης κατά του ιμπεριαλισμού", Πολιτικά Κείμενα: Τομ. Α΄, σελ. 89, Εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1970. Υστερα από αυτό, ο Τσέ φρονούσε ότι θα ήταν καλύτερα να κρατηθεί η πολιτική καθοδήγηση στην ύπαιθρο ακόμη και στις αστικοποιημένες χώρες για λόγους ασφάλειας).
Ιδιαιτέρως τονίζει ότι στην Αργεντινή - τη χώρα την πιό αστικοποιημένη της ηπείρου - ο ριζοσπαστισμός του κινήματος των μαζών μπορεί να οδηγήσει στην κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη. (σσ Γκουεβάρα: "Μήνυμα στους Αργεντινούς", Χριστιανισμός και Επανάσταση, σελ. 22). Και ο Ντεμπραί επίσης αναγνωρίζει ότι στην Αργεντινή, "όπου το Μπουένος Αϊρες, το Ραζάριο και η Κόρντομπα συγκεντρώνουν ήδη πάνω από το ήμισυ του ολικού πληθυσμού (20 εκατομμύρια), η σημασία του αγροτικού προλεταριάτου λόγω της πραγματικής στρατιωτικής του δύναμης, του διασκορπισμού του, της αξίας του στην οικονομική ζωή της χώρας, είναι μηδαμινή, μια αντάρτικη εστία στην ύπαιθρο δεν μπορεί λοιπόν να έχει παρά δεύτερο ρόλο σχετικά με την πόλη, στο Μπουένος Αϊρες, όπου το βιομηχανικό προλεταριάτο είναι η πρωταρχική δύναμη" (σσ Ρεζί Ντεμπραί: "Ο καστρισμός, η μακριά πορεία της Λατινικής Αμερικής", στα Δοκίμια πάνω στη Λατινική Αμερική, Μασπερό, Παρίσι, 1967, σελ. 73-74). Αλλά, ακόμα και όταν η επανάσταση δεν έχει κύριο στρατηγικό της άξονα την προλεταριακή πάλη μέσα στις πόλεις ακόμα και αν η κοινωνική σύνθεση του επαναστατικού στρατού είναι κατά πλειοψηφία αγροτική, ο επαναστατικός πόλεμος οφείλει να καθοδηγείται από την ιδεολογία της εργατικής τάξης. (σσ Πολιτικά Κείμενα: "Κούβα: μοναδική περίπτωση η πρωτοπόρος στον αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού", Τόμ. Α΄, σελ. 103, Εκδ. Καρανάση, Αθήνα 1970). Αυτό δεν ήταν η περίπτωση της Κούβας (ως το 1959), αλλά, αντιθέτως στο Βιετνάμ, ένας πόλεμος αγροτικού τύπου, λόγω του βασικού δεσμού δραστηριότητος και της σύνθεσης του στρατού καθοδηγείτο από την ιδεολογία του προλεταριάτου. (σσ Τσέ, "Πρόλογος στον Γκιάπ", Pensamiento Critico, αρθ. 33, σελ. 250). Φαίνεται λοιπόν ότι ο Τσέ θεωρεί την άποψη αυτή της κουβανέζικης επανάστασης μάλλον σαν εξαίρεση που δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας να επαναληφθεί αλλού.
Στο Βιετνάμ, την ιδεολογία αυτή εκπροσωπούσε ένα μαρξιστικό πρωτοπορειακό κόμμα, που διηύθυνε την πάλη του λαού για την εθνική και κοινωνική (σσ Τσέ, "Πρόλογος στον Γκιάπ", PensamientoCritico, αριθ. 33, σελ. 250) του απελευθέρωση. Αυτά είναι τα γενικά χαρακτηριστικά των επαναστατικών πολέμων; Κατά το 1953, φαίνεται πώς ο Τσέ πάει να απαντήσει καταφατικά σ΄ αυτή την ερώτηση. Στην εισαγωγή του τόμου που τιτλοφορείται Το μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα, γράφει ρητά πώς ένα κόμμα τέτοιου τύπου, "πρωτοπορεία της εργατικής τάξης", πρέπει να είναι ο αρχηγός της επαναστατικής πάλης - αν και υπογραμμίζει σε άλλο κείμενο της ίδιας εποχής. (Ο ανταρτοπόλεμος, μια μέθοδος) ότι το να είναι το κόμμα της πρωτοπορείας, αυτό δεν είναι "επίσημο δίπλωμα δοσμένο από το Πανεπιστήμιο" αλλά σημαίνει "να είναι μπροστά επί κεφαλής της εργατικής τάξης στην πάλη για την κατάληψη της εξουσίας". (σσ Πολιτικά Κείμενα: Τομ. Α΄, σελ. 200 και Στρατιωτικά Κείμενα: "Η ιστορία δεν παραδέχεται λάθη", σελ. 209, Εκδ. Καρανάση 1972). Εν πάσει περιπτώσει αυτά τα κατοπινά κείμενα δεν καθορίζουν την προβληματική αυτή και δεν δίνουν απάντηση στο αντικρουόμενο ερώτημα της σχέσης μεταξύ κόμματος και αντάρτικου. Φαίνεται ότι σήμερα πολλές λατινοαμερικάνικες επαναστατικές ομάδες κλίνουν προς μια στρατηγική βασισμένη συγχρόνως στη γκουεβαρική αντίληψη για το αντάρτικο και στα δεδομένα της λενινιστικής θεωρίας για το Κόμμα. Η βολιβιανή τραγωδία του 1967 κατέδειξε αφ΄ ενός το αδύνατον του να έχεις εμπιστοσύνη στα μεταρρυθμιστικά ΚΚ και την ανάγκη να συγκροτηθεί μια οργάνωση πρωτοπορειακή εγκατεστημένη στις πόλεις και στην ύπαιθρο, που να μπορεί να κατευθύνει την επαναστατική μάχη σε όλα τα μέτωπα.
Ο επαναστατικός πόλεμος που διεξάγεται με την πολιτική και με την ένοπλη πάλη, με το αντάρτικο και τη μαζική απεργία, οφείλει όχι μόνο να συντρίψει την αντίσταση του "άμεσου εχθρού" το αστικο-ολιγαρχικό κράτος, αλλά επίσης να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει την ένοπλη επέμβαση του "κύριου εχθρού", του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, εκμεταλλευτή και καταπιεστή των λαών όλου του κόσμου: η επανάσταση πρέπει να λογαριάζεται, σε τελευταία ανάλυση, σαν παρατεταμένος πόλεμος σε παγκόσμια κλίμακα.
Πηγή: Πολιτικό Καφενείο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου