Τί συμβαίνει όταν ένας υπουργός μιλάει για απέλαση ιερόδουλων φορέων του AIDS;
Τί συμβαίνει όταν επιτέλους συγκυβερνά το περίφημο συνταγματικό τόξο;
Τί μπορεί να σημαίνει το ότι η γλώσσα του ΛΑ.Ο.Σ. συνοδεύεται από υπουργικά αξιώματα;Τί συμβαίνει όταν επιτέλους συγκυβερνά το περίφημο συνταγματικό τόξο;
Οι μισθοί, τα επιδόματα, το κοινωνικό
κράτος δεν είναι τα μόνα που τίθενται σε αμφισβήτηση στην Ελλάδα της
κρίσης και του μνημονίου. Πριν τα κάθε είδους μέτρα και νομοσχέδια, αυτό
που πρώτα έχει γλιστρήσει σε μια ακραία σκληρότητα και έναν νέο
συντηρητισμό, είναι ο δημόσιος λόγος. Απ’ τα στόματα των πιο επίσημων
προσώπων βγαίνουν οι πλέον κυνικές φράσεις και επαναφέρονται στο δημόσιο
διάλογο έννοιες, που συνδέαμε κάποτε με ένα αντιδραστικό παρελθόν.
Πριν απ’ όλα οι ξένοι
Η ελληνική οικογένεια και η προστασία της
μπαίνει στο τραπέζι με τον τρόπο του Ανδρέα Λοβέρδου. Τα μέλη της, που
τριγυρνούν νύχτες στα πέριξ της Αθηνάς, κινδυνεύουν από τις αρρώστιες
αδήλωτων αλλοδαπών ιερόδουλων. Στη συνέχεια οι ξενικής προέλευσης
αρρώστιες εισβάλλουν σαν λυσσασμένος εχθρός στο σαλόνι της ελληνικής
οικογένειας. Οι πελάτες του trafficking κινδυνεύουν επειδή δεν
αποφασίζουμε επιτέλους να απελάσουμε τα άρρωστα θύματα του trafficking.
Η απέλαση όμως είναι μόνο μια ιδέα ή μόνο
μια αρχή. Ο αρχηγός του ΛΑ.Ο.Σ. λέει μπροστά σε κοινό ότι «εμείς από
την πρώτη χρονιά θα διώξουμε 1.700.000 αλλοδαπούς, θα διώξουμε τους
λαθρομετανάστες (..) μου λένε το πώς, όπως ήρθαν θα φύγουν (..) Όταν
έρθουμε στα πράγματα, την πρώτη μέρα στη Bουλή, θα ξεκαθαρίσουμε, όταν
πλοίο διέρχεται ελληνικά χωρικά ύδατα, θα βυθίζεται». Αυτή είναι μια
παρουσίαση της πολιτικής θέσης του κόμματός του. Όταν όμως το ίδιο αυτό
κόμμα συμμετέχει στην κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» τα πράγματα
περιπλέκονται. Όταν το κόμμα αυτό δέχεται συγχαρητήρια για τη στάση
ευθύνης που έχει επιδείξει από κορυφαία στελέχη του κυβερνώντος
«σοσιαλιστικού» κόμματος (ή όταν χαρακτηρίζεται υπεύθυνη η στάση του
ΛΑ.Ο.Σ. σε καίρια ζητήματα από τον Α. Παπαχελά), τότε μπορούμε πια να
μιλάμε για την αποδοχή και την εμπέδωση ενός τέτοιου λόγου. Ενός λόγου
που κάνει προγραμματικές δηλώσεις υποσχόμενος ναυάγια στα βάθη του
Αιγαίου. Όταν ο ΛΑ.Ο.Σ. συμμετέχει στην κυβέρνηση, η Ελληνική Ένωση για
τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εκδίδει ανακοίνωση με τίτλο «ο ρατσισμός στο
σαλόνι, ο ΛΑ.Ο.Σ. στην εξουσία». Ο λόγος του κόμματος όμως, έχει ήδη
αγκαλιαστεί από μεγάλο μέρος του δημοσιογραφικού κόσμου. Ο Γ.
Πρετεντέρης με αφορμή τη σοκαριστική είδηση της δολοφονίας ενός άντρα
στη γωνία 3ης Σεπτεµβρίου και Ηπείρου, τον Μάιο του
2011, χρησιμοποιεί φράσεις όπως «μας πήραν την Αθήνα» και «το κέντρο
έχει καταληφθεί από απροσδιόριστες φυλές».
Οι μετανάστες ποτέ δεν είχαν καλή
αντιμετώπιση σε μια χώρα που στέλνει τους δικούς της συστηματικά σε
άλλους τόπους. Όμως, η ποιοτική διαφορά είναι έντονη τα τελευταία
χρόνια, αφού μια επιφανειακή και κατά βάση φοβική προσέγγιση του
μεταναστευτικού, βρίσκει τη θέση της στην επίσημη πολιτική σκηνή και στα
τηλεορασόπληκτα σαλόνια μας. Το «μας πήραν την Αθήνα» είναι η
προϋπόθεση του «όπως ήρθαν θα φύγουν».
Πατρίδα
Την ώρα που ο Υπουργός Υγείας επικαλείται
με τέτοιο τρόπο τη μία πλευρά του τρίπτυχου «πατρίς θρησκεία
οικογένεια», ο Ε. Βενιζέλος, υπουργός οικονομικών και συνοδοιπόρος του
Α. Λοβέρδου, απ’ τη στιγμή που αρχές καλοκαιριού ανέλαβε τη δύσκολη αυτή
θέση, μιλάει συνεχώς για τη «σωτηρία του έθνους». Η επίκληση στην
έννοια του έθνους όμως, ιδιαίτερα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή,
προκαλεί σκέψεις. Ο Β. Ραφαηλίδης έγραφε ότι το «έθνος είναι μια έννοια
καθαρά πολιτισμική» και τονίζει ότι υπάρχουν συγκεκριμένες σκοπιμότητες
κάθε φορά που χρησιμοποιείται η ασαφής έννοια «έθνος».
Εμφύλιοι και διχασμοί
Τί θεωρείται ακραίο στον δημόσιο λόγο; Ποιά γλώσσα εξάπτει τα μίση; Ιδίως απ’ το Δεκέμβρη του 2008 και μετά, η κατηγορία αυτή φαίνεται να αφορά την αποκαλούμενη και «παλαβή» Αριστερά. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Θ. Πάγκαλος, σχολιάζει τους συμμετέχοντες στις διαμαρτυρίες των «αγανακτισμένων», λέγοντας ότι είναι «κομμουνιστές, φασίστες ή μαλάκες». Το σημαντικό στο σημείο αυτό, δεν είναι η χρήση της πλέον συνηθισμένης βρισιάς. Αντιθέτως αυτό που επιχειρείται με την παραπάνω κατηγοριοποίηση, είναι μια οριστική και ξεκάθαρη χάραξη των ορίων της πολιτικής. Υπάρχουν κομμουνιστές και φασίστες. Υπάρχουν δύο απαράδεκτα άκρα. Δύο παρόμοιοι ιδεολογικοί χώροι. Δύο αποκλίσεις απ’ το δημοκρατικό ιδεώδες. Αν η πλατεία Συντάγματος είναι γεμάτη, είναι γιατί κομμουνιστές και φασίστες διαμαρτύρονται στην πλατεία. Ο πρόεδρος του συγκυβερνώντος ΛΑ.Ο.Σ. το κάνει ακόμη πιο ξεκάθαρο. «Είναι δύο κόσμοι πλέον. Οι ευρωπαϊστές και οι κομμουνιστές».
Το περίφημο τέλος της ιστορίας, το τέλος όλων των αναζητήσεων είναι εδώ. Οποιοσδήποτε έχει ενστάσεις για το σημερινό τρόπο οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης είναι ακραίος, περιθωριακός και ανήκει σε ένα άλλο κόσμο. Την ιδέα αυτή πραγματεύτηκαν με όλους τους πιθανούς τρόπους, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, τον τελευταίο καιρό. Το ονομαζόμενο «συνταγματικό τόξο» ή η αρθρογραφία που υπογραμμίζει πόσο καλό ήταν που δεν κέρδισε η αριστερά τον εμφύλιο είναι μερικές εκφράσεις αυτής της ιδέας. Ακόμη είδαμε δημοσιογράφους να αρθρογραφούν, υποστηρίζοντας ότι «έχουν καταληφθεί ολόκληρα χωριά» και ότι η χώρα «βρίσκεται στο έλεος μαχητικών ακτιβιστών» (Τάκης Μίχας, Απρίλιος 2011, Wall Street Journal).
Όλα συγκλίνουν σε μία κοινή γλώσσα, σε έναν λόγο που αντιπαθεί τις διαφορετικές οπτικές ως παλαβομάρες και λαϊκισμούς, έναν λόγο που αποκαλεί ακραία κάθε αριστερή ή αναρχική αφήγηση και μετατοπίζει το ανεκτό και λογικό λίγο δεξιότερα κάθε φορά. Όταν, για παράδειγμα, γνωστός και έγκριτος δημοσιογράφος σε σχόλιο κάτω από άρθρο του σε ιστοσελίδα, προτείνει να βγουν «εκτός» ορισμένα άρθρα του Συντάγματος και να περιοριστεί το δικαίωμα στην απεργία, το πλήγμα είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο φανταζόμαστε. Λίγους μήνες πριν, στους «Πρωταγωνιστές» του Στ. Θεοδωράκη, με αφορμή την περίφημη φωτογραφία με το τσεκούρι, ο Μ. Βορίδης αποκαλείται «ακτιβιστής της δεξιάς». Στην ίδια εκπομπή, εκπρόσωπος της «Αριστεράς», ο Γρ. Ψαριανός, δήλωνε ότι είναι θετικός απέναντι στην τότε υποψηφιότητα Παπαδήμου. Με αυτόν τον τρόπο έβαζε τη μόνη κόκκινη γραμμή των τελευταίων δύο χρόνων. Οι δυνάμεις ευθύνης είναι συγκεκριμένες, ο μονόδρομος είναι αδιαπραγμάτευτος, οι ιδεολογίες ξεπερασμένες και η συναίνεση προς τη μία και μόνη πιθανή κατεύθυνση αναπόφευκτη.
Τελικά, το «αυτονόητο», ως βασίλειο του κυνισμού
Απ’ το νόμιμο και ηθικό του Γ. Βουλγαράκη, μέχρι την «κυβέρνηση των αρίστων» της Α. Διαμαντοπούλου, απ’ τους «ντιντήδες» του Φ. Κρανιδιώτη, μέχρι την άνοδο της Ακροδεξιάς, η απόσταση είναι μικρή και έχει ήδη διανυθεί. Ο επίσημος λόγος διακηρύττει την ανάγκη για νόμο και τάξη, απεχθάνεται αυτό που η ίδια αποκαλεί ανομία, επεξεργάζεται σχέδια περιορισμού των διαμαρτυριών στο κέντρο της πόλης και αποφασίζει σχετικά με το νόημα του αυτονόητου. Το οποίο αυτονόητο συνοψίζεται στο ότι πρώην υπουργοί μπορούν να ζητούν την επέμβαση του στρατού για την επαναφορά της τάξης και αυτό να θεωρείται λογικό, αν όχι ριζοσπαστικό. Το οποίο αυτονόητο αποδεικνύεται μια αργή ολίσθηση, σε μια ερμηνεία της πραγματικότητας ολόενα συντηρητικότερη, αυταρχικότερη και κυρίως απίθανα κυνική.
Κάπως έτσι, όταν ο Τόνι Μπλερ δήλωνε το 1997 ότι «ναι, είναι δίκαιο να μη δείχνει κανείς ανοχή στους άστεγους του δρόμου», στην πραγματικότητα μας προετοίμαζε για το «διάλογο» ΜΑΤ και άστεγων στο κέντρο της Αθήνας την προπερασμένη εβδομάδα. Με άλλα λόγια, αν ο δημόσιος λόγος αυτή την περίοδο δείχνει κάτι, είναι ότι αυτά που θεωρούσαμε δημοκρατική κατάκτηση (έστω κι αν μοιάζει πολλές φορές δύστροπη και προβληματική αυτή η κατάκτηση), αμφισβητούνται ευθέως από τα πλέον επίσημα χείλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου