Τα τελευταία κομμάτια από το παζλ που ονόμασαν κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα διαλύονται. Στην Ελλάδα, βέβαια, πραγματικό κοινωνικό κράτος δεν υπήρξε ποτέ. Υπήρξε μόνο πελατειακό κράτος. Για εδραίωσή του και ύστερα από αιματηρούς εργατικούς αγώνες, αναγκάστηκε ο ελληνικός καπιταλισμός να παραχωρήσει δικαιώματα, παίρνοντας σε αντάλλαγμα τη σιωπή του συνδικαλιστικού κινήματος. Ομερτά, λοιπόν. Και η ομερτά στον τραπεζικό χώρο είναι πιο εκκωφαντική από οπουδήποτε αλλού. Γιατί αν οι χαλυβουργοί ονομάζουν τις πύλες του εργοστασίου της Χαλυβουργίας τους (το “τους” ...γιατί θα έπρεπε να 'ναι δικιά τους) «πύλες της φωτιάς», τότε κι εμείς πρέπει να ονομάσουμε τις τράπεζες «πύλες του χρήματος». Από αυτές τις πύλες έχει περάσει από το 2008 και μετά (από το ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα) ένας απίστευτος πακτωλός χρημάτων. Είναι ο κόπος και ο ιδρώτας των εργαζομένων. Είναι οι κομμένοι μας μισθοί, τα κομμένα επιδόματα, τα κομμένα δώρα, οι μειωμένες εργοδοτικές εισφορές. Είναι όλα αυτά που γίνανε για “μας” χωρίς εμάς. Απλά με νομοθετικές ρυθμίσεις, αντιασφαλιστικούς και αντεργατικούς νόμους, με ευτελισμό της κάθε μορφής σύμβασης.
Πρέπει να αντικρίσουν κάποια στιγμή και οι τραπεζικοί υπάλληλοι την πραγματικότητα. Γιατί οδηγηθήκαμε εδώ; Στην καταγγελία επιχειρησιακών συμβάσεων (Εμπορική και Γενική), στο κόψιμο μισθών (Πειραιώς, Αγροτική), στην εκ περιτροπής εργασία (Πειραιώς), στο κλείσιμο καταστημάτων και στις απολύσεις (Citibank, Eurobank, Millenium, BNP Paribas, American Express), στις αναιδείς απαιτήσεις των απανταχού τραπεζιτών για συμφωνία τώρα στο κόψιμο 15-25% του μισθού μας;
Όλα αυτά συνέβησαν όχι μόνο γιατί η εκάστοτε συνδικαλιστική γραφειοκρατεία έπαιζε το ρόλο της μαφίας του εργατικού κινήματος, εξασφάλιζε, δηλαδή, την ομερτά έναντι πινακίου φακής. Συνέβησαν επειδή και οι τραπεζοϋπάλληλοι δεν έκαναν τίποτα για να αποτινάξουν αυτή τη λέρα από πάνω τους. Και η λύση βρίσκεται στο να αποδυναμωθούν πλήρως αυτά τα εργοδοτικά Δ.Σ. των οποίων η πρώτη προτεραιότητα είναι η Ανάπτυξη της Τράπεζας, που περνάει πάνω από τα δικά μας δικαιώματα, μισθούς και συντάξεις. Μην το σκεφτόμαστε, λοιπόν, πολύ· ο δρόμος για τη δικιά μας εργατική απελευθέρωση δεν περνάει από τις γελοίες συνεδριάσεις τέτοιων Δ.Σ.
Ο αγώνας των χαλυβουργών, όπως και οι άλλοι αγώνες που ξεπηδάν από τις φλόγες, δεν είναι υπόθεση απλά ενός Δ.Σ., ενός γραφειοκρατικού μορφώματος. Είναι υπόθεση όλων των εργαζομένων που συνειδητοποιούν τη ζοφερή κατάσταση. Είναι όλοι αυτοί που «δεν τη βγάζουν» ούτε για να ψωνίσουν τα απαραίτητα, είναι όλοι αυτοί που δυσκολεύονται να πληρώσουν το ενοίκιο ή τη δόση του σπιτιού τους, είναι αυτοί που εκβιαστικά τους προστάζουν να πληρώνουν κάθε μέρα τα χαράτσια και αυτοί που βλέπουν τα παιδιά τους άνεργα, χωρίς μόρφωση, χωρίς υγεία και ασφάλεια, χωρίς μέλλον.
Το σύστημα μάς απαντάει, λοιπόν, με τις μειώσεις μισθών και τις απολύσεις του. Μας λέει ότι είμαστε περιττοί. Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί από τους εργαζόμενους στις τράπεζες είναι αν μπορούν να παλέψουν με γνώμονα το κοινωνικό όφελος πλέον, και όχι να κάνουν έναν αγώνα συντεχνιακό, για «τα μάτια του κόσμου», καταδικασμένο να πεθάνει. Άλλωστε, ένας καθολικός και ανυποχώρητος αγώνας στις τράπεζες δεν μπορεί παρά να γίνει αγώνας-σύμβολο ενάντια στο χρήμα, ενάντια στις αγορές που δυναστεύουν την κάθε κοινωνία. Αυτό, όμως, το γεγονός, που θα μπορούσε να σημάνει τις καμπάνες του πολέμου, μπορεί να γίνει μόνο ύστερα από επίπονες διαδικασίες συνελεύσεων στους χώρους δουλειάς, τέτοιων συνελεύσεων που θα δηλώνουν την πλήρη αντίθεσή τους στα σχέδια τραπεζιτών, κυβέρνησης και ΕΕ, αλλά και στα σχέδια των συνδικαλιστών-υποτακτικών, και παράλληλα θα οργανώνουν τις μορφές πάλης μπλοκαρίσματος της λειτουργίας των τραπεζών.
Στα σκοτάδια της κρίσης, αναδεικνύονται τώρα οι λίγες φωνές που παλεύουν για κοινωνική δικαιοσύνη. Οι φωνές που μαζεύονται και συζητάνε ουσιαστικά στο χώρο δουλειάς τους, ακόμη κι αν πάντα βρίσκεται κάποιος νταβάς να πει «στις δουλειές σας γρήγορα». Είναι αυτές οι φωνές που κάνουν την αλληλεγγύη πραγματικότητα. Είναι αυτές οι φωνές που χαράζουν το σημερινό συντακτικό της ανυπακοής, σε αντίθεση με το συνολικό προσκύνημα. Ο καθένας μας, λοιπόν, ας γίνει μια τέτοια φωνή. Πριν μας ρωτήσουν τα παιδιά μας «τι έκανες εσύ στον πόλεμο;» κι εμείς απαντήσουμε μόνο με σκυμμένα κεφάλια.
Δήμητρα Κωσταγιώργου
εργαζόμενη σε τράπεζα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου