Από την ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ PRAXIS
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προχωρήσει
κανείς σε μια συζήτηση για την ίδια την Ε.Ε χωρίς μια σαφή τοποθέτηση
για την ίδια την έννοια και τον χαρακτήρα της. Τις περισσότερες φορές
αυτό δεν δηλώνεται ρητά αλλά προκύπτει μέσα από τις απαντήσεις που
δίνονται στο θέμα του ευρώ, του ρόλου των κυρίαρχων καπιταλιστικών χωρών
στην Ε.Ε (και της Γερμανίας ιδιαίτερα), της ΕΚΤ και μιας σειράς άλλων
θεσμών και πολιτικών. Στα ελεγχόμενα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης της
καπιταλιστικής κοινωνίας το ερώτημα-για προφανής λόγους- δεν τίθεται
έτσι και αλλιώς, ενώ σε πολλούς χώρους της αριστεράς τίθεται κυρίως από
την πλευρά των όποιων συνεπειών έχουν οι πολιτικές που απορρέουν από την
Ε.Ε.
Το ζήτημα δεν είναι θέμα ακαδημαϊκού σχολαστικισμού. Για παράδειγμα, αν κάποιος αντιμετωπίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν την «ένωση των ευρωπαϊκών λαών» είναι αναμενόμενο οι όποιες λύσεις που προτείνει να αναζητούνται κυρίως προς μια σειρά-κατά αυτές τις προσεγγίσεις- παράγοντες που αλλοιώνουν το κοινωνικό περιεχόμενο που θα μπορούσε αυτή η «Ευρώπη» να αποκτήσει. Και εδώ ξεκινάει ένα μεγάλος κατάλογος ανάλογα με το κάθε πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα και τις εσωτερικές του αποχρώσεις: Οι Χριστιανοδημοκράτες (ιδιαίτερα η Μέρκελ), οι κεντροαριστεροί, οι «μεγάλοι» της Ευρώπης, οι τράπεζες, το ευρώ και η νομισματική ένωση κ.α. Η έννοια δηλαδή που δίνεται (η υπονοείται μέσα από τις θέσεις και προτάσεις που κατατίθενται) στην Ε.Ε προσδιορίζει και το πλαίσιο μέσα στο οποίο δίνονται οι όποιες απαντήσεις.
Για τα αστικά ιδεολογικά ρεύματα η Ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση είναι γενικά η «Ευρώπη». Οι διατυπώσεις αυτές ανάγονται προφανώς στην ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης, την αστική ιδεολογία, που παρουσιάζει τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα και επιδιώξεις σαν συμφέροντα όλης της κοινωνίας και ιδιαίτερα σαν συμφέροντα και των εκμεταλλευομένων τάξεων. Αυτή η ιδεολογική κυριαρχία βέβαια συνδέεται με την ίδια την ταξική κυριαρχία των καπιταλιστών που διαθέτοντας την πολιτική εξουσία και τα μέσα παραγωγής έχουν την δυνατότητα να αναπαράγουν διαρκώς, μέσα από τους οικονομικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς τις δικές τους ταξικές επιδιώξεις ως «εθνικές» στρατηγικές. Έτσι η περιγραφή της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης ως η «Ευρώπη» και άρα των πολιτικών και οικονομικών πολιτικών που απορρέουν από αυτήν σκόπιμα καταργεί και αποκρύπτει τις κοινωνικές-ταξικές αντιθέσεις. Ενσωματώνει δηλαδή στην κατηγορία της «Ευρώπης» κοινωνικές τάξεις που έχουν αντίθετα συμφέροντα και τελείως διαφορετικούς όρους επιβίωσης και πρόσβασής σε αγαθά και υπηρεσίες.
Η «Ευρώπη» στην οποία αναφέρονται όλες αυτές οι απόψεις είναι η Ευρώπη των 23 εκατομμυρίων ανέργων(1) και των 80 εκατομμυρίων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας (από τους οποίους τα 20-σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία- είναι παιδιά) (2) και ταυτόχρονα είναι η Ευρώπη των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, 150 από τους οποίους βρίσκονται στην λίστα των 500 πιο κερδοφόρων επιχειρήσεων του πλανήτη με αμύθητα ποσά σε κέρδη για το 2011 (και εδώ δεν συμπεριλαμβάνονται μόνο χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αλλά πετρελαϊκοί κολοσσοί, αυτοκινητοβιομηχανίες, εταιρείες στην τηλεπικοινωνία κα) (3). Αυτοί οι δύο διαφορετικοί κόσμοι, των μεγάλων ανισοτήτων στο εσωτερικό των Ευρωπαϊκών χωρών (και εδώ θα μπορούσε κανείς να προσθέσει την καθήλωση των μισθών, την συρρίκνωση του «κοινωνικού μισθού», το μεταναστευτικό, τον ρατσισμό, την καταστολή κα) αλλά και ανάμεσα στις χώρες αυτές, παρουσιάζονται λοιπόν σαν ενιαίο σώμα κάτω από τις σημαίες της κεφαλαιοκρατικής «Ευρώπης» η οποία μάλιστα δέχεται συχνά και «αριστερή» κριτική γιατί δεν ……….παίρνει πρωτοβουλίες υπέρ των εργαζομένων .
Για τα κυρίαρχα νεοκλασικά δόγματα (τα οποία ήταν η θεωρητική βάση του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης) (4), η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής καπιταλιστικής αγοράς θα αποτελούσε όχημα για να αμβλυνθούν οι κοινωνικές αντιθέσεις. Η «απελευθέρωση» των κεφαλαίων θα οδηγούσε σε ένα μαγικό κόσμο όπου το διεθνές οικονομικό σύστημα απαλλαγμένο από στρεβλώσεις (κοινωνικός μισθός, εργατικό κίνημα, έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων και πολλά άλλα που κατά τις θεωρίες αυτές «νοθεύουν» τον ανταγωνισμό) θα ακολουθούσε ξέγνοιαστα τον δρόμο της διαρκής ισορροπίας και της μεγέθυνσης των βασικών μεταβλητών (συνολικό προϊόν, επενδύσεις, κατανάλωση, απόθεμα κεφαλαίου, αποταμιεύσεις) που θα έφερνε την ευημερία σε όλους (5).
Αυτή η θεώρηση της καπιταλιστικής οικονομίας ως συστήματος ισορροπίας στηρίζεται σε εξωπραγματικές υποθέσεις τόσο για τον ίδιο τον ρόλο των «συντελεστών παραγωγής» όσο και για την ίδια την ίδια προοπτική της διεθνούς οικονομίας. Όπως εδώ και χρόνια έχει δειχθεί τόσο από Μαρξιστές οικονομολόγους αλλά και από αντιπολιτευόμενα στην νεοκλασική θεωρία ιδεολογικά ρεύματα, τα «μοντέλα» αυτής της θεώρησης και οι μαθηματικές εξισώσεις που τα συνοδεύουν καταλήγουν –στην καλύτερη περίπτωση- σε μια απολογητική προσέγγιση του ταξικού εκμεταλλευτικού χαρακτήρα του καπιταλισμού(6).
Συμφωνά με αυτές τις θεωρίες-με τα αξιώματα των οποίων βομβαρδίζονται καθημερινά οι εργαζόμενοι, ακόμα και σήμερα που τα αποτελέσματα τους είναι προφανή-, από πολιτικούς, δημοσιογράφους πανεπιστημιακούς και άλλους «ειδήμονες της κοινής της γνώμης», είναι ότι οι εθνικές-ευρωπαϊκές οικονομίες (και ιδιαίτερα η Ελλάδα και ο Ευρωπαϊκός Νότος) πάσχουν από «διαρθρωτικά» προβλήματα που κάνουν «άκαμπτο» τον μηχανισμό της αγοράς και οδηγούν όχι στην σύγκλιση αλλά στην απόκλιση τόσο μεταξύ των χωρών αλλά και στο εσωτερικό τους.
Η πραγματικότητα όμως δείχνει (ιδιαίτερα σήμερα εν μέσω κρίσης με τα παραπάνω δόγματα να συγκροτούν το θεωρητικό πλαίσιο των κυρίαρχων στρατηγικών του κεφαλαίου) ότι κάθε βήμα προς την «απελευθέρωση» και τα «διαρθρωτικά» μέτρα οδήγησε όχι στη σύγκλιση αλλά στην διόγκωση των ανισοτήτων, στην εξαθλίωση των εργατικών τάξεων και των λαϊκών στρωμάτων στον Ευρωπαϊκό Νότο και στην καθήλωση των μισθών και στις περικοπές πρόνοιας στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και αυτό γιατί το συνεχιζόμενο «άνοιγμα» των αγορών με τα νεοφιλελεύθερα μέτρα επιβεβαίωσε την Θέση του Λένιν για τον «νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης» (7) (τον οποίο σήμερα πολλοί «Μαρξιστές» αρνούνται προτείνοντας, εντός του καπιταλισμού……την σύγκλιση των ευρωπαϊκών χωρών, κάτι που προτείνουν εξάλλου-με άλλο τρόπο προφανώς- και οι νεοφιλελεύθεροι), δηλαδή την αντικειμενική-εντός του καπιταλιστικού συστήματος-άνιση ανάπτυξη των εθνικών καπιταλισμών που είναι προϋπόθεση για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων σε εθνική και διεθνική κλίμακα.
Εντός των αστικών ιδεολογικών ρευμάτων αναπτύσσονται ρεύματα που αντιμετωπίζουν τα παραπάνω φαινόμενα ως αποτέλεσμα κυρίως των νεοφιλελεύθερων πολιτικών επιλογών και διεκδικούν μια διαφορετική «ρύθμιση» της διεθνούς οικονομίας προτάσσοντας μια σειρά μέτρα κρατικού παρεμβατισμού (ένα νέο Bretton Woods, ελέγχους στις κινήσεις κεφαλαίων, κα). Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται μια σειρά κευνσιανές και μετά-κευνσιανές απόψεις, οι οποίες συχνά εμφανίζονται (και για λόγους πολιτικού marketing) με «μαρξιστικό» μανδύα.
Στον πυρήνα αυτών των θεωριών υπάρχει μια η αντίληψη για το κράτος σαν μηχανισμό «εξωτερικό» προς την καπιταλιστική οικονομία που υποτίθεται ότι έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει ανάλογα με τον «διαχειριστή» του και όχι σαν συλλογικό καπιταλιστή, ταξικά ενεργό παράγοντα όχι μόνο του «εποικοδομήματος» αλλά και της «βάσης» που οι δυνατότητες του να ασκήσει «κευνσιανή» πολιτική σε περιβάλλον κρίσης όπως το σημερινό είναι ανύπαρκτες (8).
Η συνέπεια είναι να αντιμετωπίζεται ο νεοφιλελευθερισμός ως αποκλειστικά πολιτικό εγχείρημα, η παγκοσμιοποίηση ως «χίμαιρα»(9), η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης ως παραλογισμός (10) και η σημερινή πολιτική κρίση της Ε.Ε ως εμμονή των χριστιανοδημοκρατών η ως αποτέλεσμα της «κατάληψης» της Ε.Ε από νεοφιλελεύθερους(11)!. Αντίθετα όμως με ότι υποστηρίζουν αυτές οι απόψεις ο νεοφιλελευθερισμός ήταν αποτέλεσμα δομικών αλλαγών στο καπιταλιστικό σύστημα, όταν η αναπαραγωγή της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας έγινε ασύμβατη με τον-μέχρι τότε-βαθμό κρατικής παρέμβασης. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική δεν ήταν απλά δημιούργημα της Θάτσερ και του Ρήγκαν αλλά το επιστέγασμα και η θεσμοποιήση αλλαγών που μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70 –και την εγκατάλειψη των μετριοπαθών κευνσιανών μέτρων-είχαν γίνει ήδη μονόδρομος για την καπιταλιστική ανάπτυξη. (12) Η διεθνοποίηση και το «άνοιγμα» των αγορών ‘ήταν όρος για να αντιμετωπίσει το καπιταλιστικό σύστημα την κρίση και τα προβλήματα που αυτή δημιουργούσε στην ανάπτυξη του. Μονόδρομος που επιβλήθηκε μέσω μεγάλων ταξικών αναμετρήσεων στις οποίες ηττήθηκε το εργατικό κίνημα (υποστηρίζοντας τότε σε μεγάλο βαθμό παρόμοια πράγματα με αυτά που υποστηρίζει σήμερα η κευνσιανόμαρξιστική αριστερά).
Συνεπώς η ανάλυση και ερμηνεία του πραγματικού κόσμου προϋποθέτει την εγκατάλειψη των αστικών και μικροαστικών ιδεολογικών ρευμάτων και οικονομικών θεωριών και την ανάπτυξη της θεωρίας της οικονομίας και της κοινωνίας ως συστήματος αντιθέσεων, το οποίο συγκροτείται από κοινωνικές τάξεις και χαρακτηρίζεται από την παραγωγή μέσων παραγωγής, κατανάλωσης και κέρδους μέσω της ανθρώπινης εργασίας (13) και την αναπαραγωγή των εκμεταλλευτικών, ταξικών σχέσεων κάτω από την κυριαρχία και ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Και εδώ βρίσκεται η επικαιρότητα της Μαρξιστικής κριτικής.
Σύμφωνα με την Μαρξιστική τοποθέτηση η τάση του κεφαλαίου να ξεπερνά τα εθνικά σύνορα και να αναζητά νέες μορφές και περιοχές εκμετάλλευσης είναι εγγενές στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που εκφράζεται σε κάθε ιστορική περίοδο και συγκυρία και με συγκεκριμένες μορφές (14). Η τάση λοιπόν προς την διεθνή ολοκλήρωση συνοδεύει το κεφάλαιο από την γέννηση του και μάλιστα αποκτούσε μεγαλύτερη δυναμική όσο ο καπιταλισμός αναπτυσσόταν εθνικά και διεθνικά: Ο ιμπεριαλισμός και οι μεγάλες αυτοκρατορίες των αρχών του προηγούμενου αιώνα (που αποτελούσαν και αυτές μια μορφή ολοκλήρωσης με κοινό νόμισμα και διοικητικούς κανόνες), οι πρώτες απόπειρες δημιουργίας διεθνών οργανισμών μετά τον Α Παγκόσμιο πόλεμο (κοινωνία των εθνών), οι οικονομικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί θεσμοί (ΔΝΤ,ΝΑΤΟ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΗΕ κα) που ιδρύθηκαν από τα καπιταλιστικά κράτη μετά τον β παγκόσμιο πόλεμο και τελικά η νεοφιλελεύθερη επέλαση της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και της πλήρους ανάπτυξης και δράσης των διεθνών καπιταλιστικών οργανισμών.
Σε κάθε ιστορική περίοδο μέσα από τους εθνικούς και διεθνείς ταξικούς και ενδοαστικούς ανταγωνισμούς αποκρυσταλλωνόταν και η συγκεκριμένη μορφή αυτής της μόνιμης τάσης του κεφαλαίου για διεθνισμό. Οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις (οικονομικές/στρατιωτικές) αλλά και οι διάφοροι διεθνείς οργανισμοί του κεφαλαίου είναι τέτοιες μορφές. Όλες οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις είναι «συνεταιρισμοί», συμμαχίες των αστικών κρατών κάτω από την ηγεμονία των πιο ισχυρών αστικών τάξεων με στόχο την ισχυροποίηση –σε εθνική και διεθνική βάση-των συμφερόντων του κεφαλαίου, της καπιταλιστικής κερδοφορίας, της ισχυροποίησης των αστών απέναντι στο εργατικό κίνημα στις χώρες τους αλλά και διεθνώς. Ολοκληρώσεις που ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα χωρίς όμως να τα καταργούν.
Η σημασία των κυριότερων σημείων της Μαρξιστικής θέσης για τις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις βρίσκεται στα εξής:
Α) Το μόνιμο χαρακτηριστικό του «διεθνισμού» του κεφαλαίου δείχνει τόσο ότι καμία συγκεκριμένη μορφή ολοκλήρωσης δεν είναι «αιώνια» όσο και ότι στο ενδεχόμενο που θα διαλυθεί, θα αναζητηθούν αργά η γρήγορα νέες μόρφες μιας άλλης ολοκλήρωσης στο δεδομένο και ιστορικά πρωτότυπο εθνικό και διεθνές πλαίσιο της ταξικής πάλης και των ενδοαστικών ανταγωνισμών. Αν πχ διαλυόταν αύριο το ΝΑΤΟ αργά η γρήγορα θα ξεκινούσαν προσπάθειες για έναν άλλο διεθνή καπιταλιστικό στρατιωτικό και αστυνομικό μηχανισμό. Αν διαλυόταν το ΔΝΤ, θα είχαμε αργά η γρήγορα σχέδια για ένα άλλο ΔΝΤ κλπ. Άρα όλοι αυτοί οι μηχανισμοί μπορεί να καταργηθούν η να διαλυθούν αλλά όσο υπάρχει καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα ξαναγεννιούνται.
Β) Μια σύντομη ματιά στο «βιογραφικό» όλων αυτών των μηχανισμών και στον ρόλο που έπαιξαν απέναντι στο εργατικό κίνημα και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα θα μπορούσε εύκολα, κατά τη γνώμη μας, να αναδείξει τι αποτελέσματα έχει ο «διεθνισμός» του κεφαλαίου, την σχέση του με τα εργατικά συμφέροντα και τα περιθώρια που υπάρχουν για να χρησιμεύσουν αυτοί οι μηχανισμοί για την υπεράσπιση τους. Όλες ανεξαιρέτως οι διεθνείς ολοκληρώσεις του κεφαλαίου συνδέθηκαν και συνδέονται με την καρδιά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, με την εκμετάλλευση, την καταπίεση και καταστολή από όσο το δυνατόν λιγότερους εκμεταλλευτές πάνω σε όσο το δυνατόν περισσότερους εκμεταλλευόμενους τόσο σε εθνική όσο και σε διεθνική βάση. Αυτή η βασική αντίθεση είναι πρωταρχική σε σχέση με τη δευτερεύουσα πλευρά που είναι ο ανταγωνισμός στο εσωτερικό των εκμεταλλευτριών τάξεων. Και ο αιματοβαμμένος κατάλογος των επεμβάσεων, της στήριξης δικτατοριών, των αντεργατικών μέτρων, της λεηλασίας του τρίτου κόσμου είναι ατελείωτος………
Γ) Το τρίτο σημαντικό γνώρισμα των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων που αναδεικνύει η Μαρξιστική θεωρία είναι, όπως περιγράψαμε και πριν, η ανισόμετρη ανάπτυξη ανάμεσα στα διαφορετικά έθνη-κράτη η οποία αναπτύσσεται στη βάση των ανταγωνισμών ανάμεσα στις εθνικές αστικές τάξεις αλλά και στην ταξική πάλη σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις δεν αποτελούν, όπως υποστηρίζει η νεοφιλελεύθερη θεωρία, μέσα άρσης αυτών των εθνικών και διεθνικών ανισοτήτων αλλά αναπαραγωγής και ανάπτυξης τους με βάση τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων. Και αυτό το συμπέρασμα θα πρέπει να το κρίνουμε αναφορικά με τις πραγματικές προοπτικές της «σύγκλισης», της «παγκόσμιας κοινότητας», της «πολιτικής ένωσης» και τόσων άλλων «αφηγήσεων» που καθημερινά προβάλλονται από αστούς και άλλους «προοδευτικούς» διανοούμενους.
Αυτός είναι και ο λόγος που, σε αντίθεση με το εθνικό πεδίο (όπου υπάρχουν ενδοαστικού ανταγωνισμοί αλλά και η πολιτική ενότητα γύρω από τον συλλογικό καπιταλιστή, το αστικό κράτος) στο διεθνές επίπεδο είναι αδύνατη η δημιουργία ενός παγκόσμιου υπέρ-κράτους, μιας «αυτοκρατορίας» η ενός «υπέρ-ιμπεριαλισμού». Αντίθετα όλες οι μορφές διεθνών «ενώσεων» που προκύπτουν εκφράζουν και τον συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στα αστικά κράτη. Δύσκολα θα επιχειρηματολογούσε κάποιος π.χ για τα μέλη του ΝΑΤΟ ως «ισότιμα» σε σχέση με τις ΗΠΑ, η αντίστοιχα για τα μέλη της Ε.Ε σε σχέση με την Γερμανία και τη Γαλλία. Και εδώ είναι ενδιαφέρον να ξαναδούμε την προ της κρίσης συζήτηση περί «παγκοσμιοποίησης» στο φώς των εξελίξεων των τελευταίων τριών χρόνων.
Το ζήτημα δεν είναι θέμα ακαδημαϊκού σχολαστικισμού. Για παράδειγμα, αν κάποιος αντιμετωπίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν την «ένωση των ευρωπαϊκών λαών» είναι αναμενόμενο οι όποιες λύσεις που προτείνει να αναζητούνται κυρίως προς μια σειρά-κατά αυτές τις προσεγγίσεις- παράγοντες που αλλοιώνουν το κοινωνικό περιεχόμενο που θα μπορούσε αυτή η «Ευρώπη» να αποκτήσει. Και εδώ ξεκινάει ένα μεγάλος κατάλογος ανάλογα με το κάθε πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα και τις εσωτερικές του αποχρώσεις: Οι Χριστιανοδημοκράτες (ιδιαίτερα η Μέρκελ), οι κεντροαριστεροί, οι «μεγάλοι» της Ευρώπης, οι τράπεζες, το ευρώ και η νομισματική ένωση κ.α. Η έννοια δηλαδή που δίνεται (η υπονοείται μέσα από τις θέσεις και προτάσεις που κατατίθενται) στην Ε.Ε προσδιορίζει και το πλαίσιο μέσα στο οποίο δίνονται οι όποιες απαντήσεις.
Για τα αστικά ιδεολογικά ρεύματα η Ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση είναι γενικά η «Ευρώπη». Οι διατυπώσεις αυτές ανάγονται προφανώς στην ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης, την αστική ιδεολογία, που παρουσιάζει τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα και επιδιώξεις σαν συμφέροντα όλης της κοινωνίας και ιδιαίτερα σαν συμφέροντα και των εκμεταλλευομένων τάξεων. Αυτή η ιδεολογική κυριαρχία βέβαια συνδέεται με την ίδια την ταξική κυριαρχία των καπιταλιστών που διαθέτοντας την πολιτική εξουσία και τα μέσα παραγωγής έχουν την δυνατότητα να αναπαράγουν διαρκώς, μέσα από τους οικονομικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς τις δικές τους ταξικές επιδιώξεις ως «εθνικές» στρατηγικές. Έτσι η περιγραφή της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης ως η «Ευρώπη» και άρα των πολιτικών και οικονομικών πολιτικών που απορρέουν από αυτήν σκόπιμα καταργεί και αποκρύπτει τις κοινωνικές-ταξικές αντιθέσεις. Ενσωματώνει δηλαδή στην κατηγορία της «Ευρώπης» κοινωνικές τάξεις που έχουν αντίθετα συμφέροντα και τελείως διαφορετικούς όρους επιβίωσης και πρόσβασής σε αγαθά και υπηρεσίες.
Η «Ευρώπη» στην οποία αναφέρονται όλες αυτές οι απόψεις είναι η Ευρώπη των 23 εκατομμυρίων ανέργων(1) και των 80 εκατομμυρίων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας (από τους οποίους τα 20-σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία- είναι παιδιά) (2) και ταυτόχρονα είναι η Ευρώπη των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, 150 από τους οποίους βρίσκονται στην λίστα των 500 πιο κερδοφόρων επιχειρήσεων του πλανήτη με αμύθητα ποσά σε κέρδη για το 2011 (και εδώ δεν συμπεριλαμβάνονται μόνο χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αλλά πετρελαϊκοί κολοσσοί, αυτοκινητοβιομηχανίες, εταιρείες στην τηλεπικοινωνία κα) (3). Αυτοί οι δύο διαφορετικοί κόσμοι, των μεγάλων ανισοτήτων στο εσωτερικό των Ευρωπαϊκών χωρών (και εδώ θα μπορούσε κανείς να προσθέσει την καθήλωση των μισθών, την συρρίκνωση του «κοινωνικού μισθού», το μεταναστευτικό, τον ρατσισμό, την καταστολή κα) αλλά και ανάμεσα στις χώρες αυτές, παρουσιάζονται λοιπόν σαν ενιαίο σώμα κάτω από τις σημαίες της κεφαλαιοκρατικής «Ευρώπης» η οποία μάλιστα δέχεται συχνά και «αριστερή» κριτική γιατί δεν ……….παίρνει πρωτοβουλίες υπέρ των εργαζομένων .
Για τα κυρίαρχα νεοκλασικά δόγματα (τα οποία ήταν η θεωρητική βάση του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης) (4), η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής καπιταλιστικής αγοράς θα αποτελούσε όχημα για να αμβλυνθούν οι κοινωνικές αντιθέσεις. Η «απελευθέρωση» των κεφαλαίων θα οδηγούσε σε ένα μαγικό κόσμο όπου το διεθνές οικονομικό σύστημα απαλλαγμένο από στρεβλώσεις (κοινωνικός μισθός, εργατικό κίνημα, έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων και πολλά άλλα που κατά τις θεωρίες αυτές «νοθεύουν» τον ανταγωνισμό) θα ακολουθούσε ξέγνοιαστα τον δρόμο της διαρκής ισορροπίας και της μεγέθυνσης των βασικών μεταβλητών (συνολικό προϊόν, επενδύσεις, κατανάλωση, απόθεμα κεφαλαίου, αποταμιεύσεις) που θα έφερνε την ευημερία σε όλους (5).
Αυτή η θεώρηση της καπιταλιστικής οικονομίας ως συστήματος ισορροπίας στηρίζεται σε εξωπραγματικές υποθέσεις τόσο για τον ίδιο τον ρόλο των «συντελεστών παραγωγής» όσο και για την ίδια την ίδια προοπτική της διεθνούς οικονομίας. Όπως εδώ και χρόνια έχει δειχθεί τόσο από Μαρξιστές οικονομολόγους αλλά και από αντιπολιτευόμενα στην νεοκλασική θεωρία ιδεολογικά ρεύματα, τα «μοντέλα» αυτής της θεώρησης και οι μαθηματικές εξισώσεις που τα συνοδεύουν καταλήγουν –στην καλύτερη περίπτωση- σε μια απολογητική προσέγγιση του ταξικού εκμεταλλευτικού χαρακτήρα του καπιταλισμού(6).
Συμφωνά με αυτές τις θεωρίες-με τα αξιώματα των οποίων βομβαρδίζονται καθημερινά οι εργαζόμενοι, ακόμα και σήμερα που τα αποτελέσματα τους είναι προφανή-, από πολιτικούς, δημοσιογράφους πανεπιστημιακούς και άλλους «ειδήμονες της κοινής της γνώμης», είναι ότι οι εθνικές-ευρωπαϊκές οικονομίες (και ιδιαίτερα η Ελλάδα και ο Ευρωπαϊκός Νότος) πάσχουν από «διαρθρωτικά» προβλήματα που κάνουν «άκαμπτο» τον μηχανισμό της αγοράς και οδηγούν όχι στην σύγκλιση αλλά στην απόκλιση τόσο μεταξύ των χωρών αλλά και στο εσωτερικό τους.
Η πραγματικότητα όμως δείχνει (ιδιαίτερα σήμερα εν μέσω κρίσης με τα παραπάνω δόγματα να συγκροτούν το θεωρητικό πλαίσιο των κυρίαρχων στρατηγικών του κεφαλαίου) ότι κάθε βήμα προς την «απελευθέρωση» και τα «διαρθρωτικά» μέτρα οδήγησε όχι στη σύγκλιση αλλά στην διόγκωση των ανισοτήτων, στην εξαθλίωση των εργατικών τάξεων και των λαϊκών στρωμάτων στον Ευρωπαϊκό Νότο και στην καθήλωση των μισθών και στις περικοπές πρόνοιας στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και αυτό γιατί το συνεχιζόμενο «άνοιγμα» των αγορών με τα νεοφιλελεύθερα μέτρα επιβεβαίωσε την Θέση του Λένιν για τον «νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης» (7) (τον οποίο σήμερα πολλοί «Μαρξιστές» αρνούνται προτείνοντας, εντός του καπιταλισμού……την σύγκλιση των ευρωπαϊκών χωρών, κάτι που προτείνουν εξάλλου-με άλλο τρόπο προφανώς- και οι νεοφιλελεύθεροι), δηλαδή την αντικειμενική-εντός του καπιταλιστικού συστήματος-άνιση ανάπτυξη των εθνικών καπιταλισμών που είναι προϋπόθεση για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων σε εθνική και διεθνική κλίμακα.
Εντός των αστικών ιδεολογικών ρευμάτων αναπτύσσονται ρεύματα που αντιμετωπίζουν τα παραπάνω φαινόμενα ως αποτέλεσμα κυρίως των νεοφιλελεύθερων πολιτικών επιλογών και διεκδικούν μια διαφορετική «ρύθμιση» της διεθνούς οικονομίας προτάσσοντας μια σειρά μέτρα κρατικού παρεμβατισμού (ένα νέο Bretton Woods, ελέγχους στις κινήσεις κεφαλαίων, κα). Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται μια σειρά κευνσιανές και μετά-κευνσιανές απόψεις, οι οποίες συχνά εμφανίζονται (και για λόγους πολιτικού marketing) με «μαρξιστικό» μανδύα.
Στον πυρήνα αυτών των θεωριών υπάρχει μια η αντίληψη για το κράτος σαν μηχανισμό «εξωτερικό» προς την καπιταλιστική οικονομία που υποτίθεται ότι έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει ανάλογα με τον «διαχειριστή» του και όχι σαν συλλογικό καπιταλιστή, ταξικά ενεργό παράγοντα όχι μόνο του «εποικοδομήματος» αλλά και της «βάσης» που οι δυνατότητες του να ασκήσει «κευνσιανή» πολιτική σε περιβάλλον κρίσης όπως το σημερινό είναι ανύπαρκτες (8).
Η συνέπεια είναι να αντιμετωπίζεται ο νεοφιλελευθερισμός ως αποκλειστικά πολιτικό εγχείρημα, η παγκοσμιοποίηση ως «χίμαιρα»(9), η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης ως παραλογισμός (10) και η σημερινή πολιτική κρίση της Ε.Ε ως εμμονή των χριστιανοδημοκρατών η ως αποτέλεσμα της «κατάληψης» της Ε.Ε από νεοφιλελεύθερους(11)!. Αντίθετα όμως με ότι υποστηρίζουν αυτές οι απόψεις ο νεοφιλελευθερισμός ήταν αποτέλεσμα δομικών αλλαγών στο καπιταλιστικό σύστημα, όταν η αναπαραγωγή της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας έγινε ασύμβατη με τον-μέχρι τότε-βαθμό κρατικής παρέμβασης. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική δεν ήταν απλά δημιούργημα της Θάτσερ και του Ρήγκαν αλλά το επιστέγασμα και η θεσμοποιήση αλλαγών που μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70 –και την εγκατάλειψη των μετριοπαθών κευνσιανών μέτρων-είχαν γίνει ήδη μονόδρομος για την καπιταλιστική ανάπτυξη. (12) Η διεθνοποίηση και το «άνοιγμα» των αγορών ‘ήταν όρος για να αντιμετωπίσει το καπιταλιστικό σύστημα την κρίση και τα προβλήματα που αυτή δημιουργούσε στην ανάπτυξη του. Μονόδρομος που επιβλήθηκε μέσω μεγάλων ταξικών αναμετρήσεων στις οποίες ηττήθηκε το εργατικό κίνημα (υποστηρίζοντας τότε σε μεγάλο βαθμό παρόμοια πράγματα με αυτά που υποστηρίζει σήμερα η κευνσιανόμαρξιστική αριστερά).
Συνεπώς η ανάλυση και ερμηνεία του πραγματικού κόσμου προϋποθέτει την εγκατάλειψη των αστικών και μικροαστικών ιδεολογικών ρευμάτων και οικονομικών θεωριών και την ανάπτυξη της θεωρίας της οικονομίας και της κοινωνίας ως συστήματος αντιθέσεων, το οποίο συγκροτείται από κοινωνικές τάξεις και χαρακτηρίζεται από την παραγωγή μέσων παραγωγής, κατανάλωσης και κέρδους μέσω της ανθρώπινης εργασίας (13) και την αναπαραγωγή των εκμεταλλευτικών, ταξικών σχέσεων κάτω από την κυριαρχία και ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Και εδώ βρίσκεται η επικαιρότητα της Μαρξιστικής κριτικής.
Σύμφωνα με την Μαρξιστική τοποθέτηση η τάση του κεφαλαίου να ξεπερνά τα εθνικά σύνορα και να αναζητά νέες μορφές και περιοχές εκμετάλλευσης είναι εγγενές στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που εκφράζεται σε κάθε ιστορική περίοδο και συγκυρία και με συγκεκριμένες μορφές (14). Η τάση λοιπόν προς την διεθνή ολοκλήρωση συνοδεύει το κεφάλαιο από την γέννηση του και μάλιστα αποκτούσε μεγαλύτερη δυναμική όσο ο καπιταλισμός αναπτυσσόταν εθνικά και διεθνικά: Ο ιμπεριαλισμός και οι μεγάλες αυτοκρατορίες των αρχών του προηγούμενου αιώνα (που αποτελούσαν και αυτές μια μορφή ολοκλήρωσης με κοινό νόμισμα και διοικητικούς κανόνες), οι πρώτες απόπειρες δημιουργίας διεθνών οργανισμών μετά τον Α Παγκόσμιο πόλεμο (κοινωνία των εθνών), οι οικονομικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί θεσμοί (ΔΝΤ,ΝΑΤΟ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΗΕ κα) που ιδρύθηκαν από τα καπιταλιστικά κράτη μετά τον β παγκόσμιο πόλεμο και τελικά η νεοφιλελεύθερη επέλαση της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και της πλήρους ανάπτυξης και δράσης των διεθνών καπιταλιστικών οργανισμών.
Σε κάθε ιστορική περίοδο μέσα από τους εθνικούς και διεθνείς ταξικούς και ενδοαστικούς ανταγωνισμούς αποκρυσταλλωνόταν και η συγκεκριμένη μορφή αυτής της μόνιμης τάσης του κεφαλαίου για διεθνισμό. Οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις (οικονομικές/στρατιωτικές) αλλά και οι διάφοροι διεθνείς οργανισμοί του κεφαλαίου είναι τέτοιες μορφές. Όλες οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις είναι «συνεταιρισμοί», συμμαχίες των αστικών κρατών κάτω από την ηγεμονία των πιο ισχυρών αστικών τάξεων με στόχο την ισχυροποίηση –σε εθνική και διεθνική βάση-των συμφερόντων του κεφαλαίου, της καπιταλιστικής κερδοφορίας, της ισχυροποίησης των αστών απέναντι στο εργατικό κίνημα στις χώρες τους αλλά και διεθνώς. Ολοκληρώσεις που ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα χωρίς όμως να τα καταργούν.
Η σημασία των κυριότερων σημείων της Μαρξιστικής θέσης για τις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις βρίσκεται στα εξής:
Α) Το μόνιμο χαρακτηριστικό του «διεθνισμού» του κεφαλαίου δείχνει τόσο ότι καμία συγκεκριμένη μορφή ολοκλήρωσης δεν είναι «αιώνια» όσο και ότι στο ενδεχόμενο που θα διαλυθεί, θα αναζητηθούν αργά η γρήγορα νέες μόρφες μιας άλλης ολοκλήρωσης στο δεδομένο και ιστορικά πρωτότυπο εθνικό και διεθνές πλαίσιο της ταξικής πάλης και των ενδοαστικών ανταγωνισμών. Αν πχ διαλυόταν αύριο το ΝΑΤΟ αργά η γρήγορα θα ξεκινούσαν προσπάθειες για έναν άλλο διεθνή καπιταλιστικό στρατιωτικό και αστυνομικό μηχανισμό. Αν διαλυόταν το ΔΝΤ, θα είχαμε αργά η γρήγορα σχέδια για ένα άλλο ΔΝΤ κλπ. Άρα όλοι αυτοί οι μηχανισμοί μπορεί να καταργηθούν η να διαλυθούν αλλά όσο υπάρχει καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα ξαναγεννιούνται.
Β) Μια σύντομη ματιά στο «βιογραφικό» όλων αυτών των μηχανισμών και στον ρόλο που έπαιξαν απέναντι στο εργατικό κίνημα και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα θα μπορούσε εύκολα, κατά τη γνώμη μας, να αναδείξει τι αποτελέσματα έχει ο «διεθνισμός» του κεφαλαίου, την σχέση του με τα εργατικά συμφέροντα και τα περιθώρια που υπάρχουν για να χρησιμεύσουν αυτοί οι μηχανισμοί για την υπεράσπιση τους. Όλες ανεξαιρέτως οι διεθνείς ολοκληρώσεις του κεφαλαίου συνδέθηκαν και συνδέονται με την καρδιά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, με την εκμετάλλευση, την καταπίεση και καταστολή από όσο το δυνατόν λιγότερους εκμεταλλευτές πάνω σε όσο το δυνατόν περισσότερους εκμεταλλευόμενους τόσο σε εθνική όσο και σε διεθνική βάση. Αυτή η βασική αντίθεση είναι πρωταρχική σε σχέση με τη δευτερεύουσα πλευρά που είναι ο ανταγωνισμός στο εσωτερικό των εκμεταλλευτριών τάξεων. Και ο αιματοβαμμένος κατάλογος των επεμβάσεων, της στήριξης δικτατοριών, των αντεργατικών μέτρων, της λεηλασίας του τρίτου κόσμου είναι ατελείωτος………
Γ) Το τρίτο σημαντικό γνώρισμα των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων που αναδεικνύει η Μαρξιστική θεωρία είναι, όπως περιγράψαμε και πριν, η ανισόμετρη ανάπτυξη ανάμεσα στα διαφορετικά έθνη-κράτη η οποία αναπτύσσεται στη βάση των ανταγωνισμών ανάμεσα στις εθνικές αστικές τάξεις αλλά και στην ταξική πάλη σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις δεν αποτελούν, όπως υποστηρίζει η νεοφιλελεύθερη θεωρία, μέσα άρσης αυτών των εθνικών και διεθνικών ανισοτήτων αλλά αναπαραγωγής και ανάπτυξης τους με βάση τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων. Και αυτό το συμπέρασμα θα πρέπει να το κρίνουμε αναφορικά με τις πραγματικές προοπτικές της «σύγκλισης», της «παγκόσμιας κοινότητας», της «πολιτικής ένωσης» και τόσων άλλων «αφηγήσεων» που καθημερινά προβάλλονται από αστούς και άλλους «προοδευτικούς» διανοούμενους.
Αυτός είναι και ο λόγος που, σε αντίθεση με το εθνικό πεδίο (όπου υπάρχουν ενδοαστικού ανταγωνισμοί αλλά και η πολιτική ενότητα γύρω από τον συλλογικό καπιταλιστή, το αστικό κράτος) στο διεθνές επίπεδο είναι αδύνατη η δημιουργία ενός παγκόσμιου υπέρ-κράτους, μιας «αυτοκρατορίας» η ενός «υπέρ-ιμπεριαλισμού». Αντίθετα όλες οι μορφές διεθνών «ενώσεων» που προκύπτουν εκφράζουν και τον συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στα αστικά κράτη. Δύσκολα θα επιχειρηματολογούσε κάποιος π.χ για τα μέλη του ΝΑΤΟ ως «ισότιμα» σε σχέση με τις ΗΠΑ, η αντίστοιχα για τα μέλη της Ε.Ε σε σχέση με την Γερμανία και τη Γαλλία. Και εδώ είναι ενδιαφέρον να ξαναδούμε την προ της κρίσης συζήτηση περί «παγκοσμιοποίησης» στο φώς των εξελίξεων των τελευταίων τριών χρόνων.
Η απάτη της "παλαιάς Ευρώπης"
Η ευρωπαϊκή καπιταλιστική
ολοκλήρωση, από τα πρώτα της βήματα συνδέθηκε ξεκάθαρα με τους στόχους
και της προσδοκίες του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου. Καμία σχέση δεν είχε
(και δεν απέκτησε ποτέ) με τα εργατικά συμφέροντα. Το αντίθετο ακριβώς
συνέβη: σε κάθε βήμα διεύρυνσης και ενοποίησης γινόταν ακόμα πιο
αντιδραστική και αντεργατική και αξιοποιούνταν σε μεγαλύτερο βαθμό από
τις αστικές τάξεις τις Ευρώπης απέναντι στο εργατικό κίνημα. Αυτό μπορεί
εύκολα να αποδειχθεί με μια στοιχειώδη αναφορά στην ιστορική της
διαδρομή και τη διαδικασία συγκρότησης και ανάπτυξης της.
Στην μεταπολεμική δυτική Ευρώπη, οι αστικές τάξεις μπροστά στην ανάγκη της καπιταλιστικής ανάπτυξης μετά τον πόλεμο και της αναχαίτισης του υπαρκτού σοσιαλισμού προχώρησαν, από την αρχή, σε προσπάθειες ενοποίησης που να υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα. Σε ένα πλαίσιο όπου κυριαρχούσαν οι μεταπολεμικές συμφωνίες και οι τότε διεθνείς θεσμοί του κεφαλαίου που συγκροτήθηκαν (όπως η συμφωνία του Bretton Woods) ο στόχος ήταν να υπάρξει μια ευρύτερη αγορά για τα καπιταλιστικά προϊόντα που να προσφέρει μεγαλύτερες ευκαιρίες για τα κέρδη του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα βέβαια ήταν και η απαρχή της προσπάθειας οι δυτικοευρωπαϊκές αστικές τάξεις να αποκτήσουν και μια σχετική αυτοτέλεια έναντι της ηγεμονίας του αμερικανικού παράγοντα (15).
Δεν είναι τυχαίο ότι η το πρώτο σημαντικό βήμα έγινε με την ΕΚΑΧ (Ευρωπαϊκή κοινότητα άνθρακα και χάλυβα) το 1951. Η ΕΚΑΧ ήταν μια οικονομική συμφωνία μεταξύ της τότε Ο.Δ της Γερμανίας και της Γαλλιάς. Εφτά χρόνια αργότερα, το 1958 ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή κοινότητα, η ΕΟΚ που ουσιαστικά ήταν η αφετηρία της «Κοινής Αγοράς». Από την ιδρυτική της συνθήκη η ΕΟΚ δεν άφηνε καμία αμφιβολία για τα ταξικά συμφέροντα που θα εξυπηρετούσε: Κατάργηση, μεταξύ των κρατών μελών, δασμών και ποσοτικών περιορισμών σε εισαγωγές-εξαγωγές, κοινή εμπορική πολιτική, «απελευθέρωση» στην κυκλοφορία των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, κοινή αγροτική πολιτική και πολιτική μεταφορών, θέσπιση κανόνων ανταγωνισμού κ.α. . Δηλαδή όλοι οι βασικοί στόχοι του δυτικό-ευρωπαϊκού κεφαλαίου (που έπρεπε να περιμένουν αρκετά χρόνια για να προχωρήσουν σε συγκρότηση) προσδιόριζαν από την αρχή το εγχείρημα και καθόριζαν το περιεχόμενο του. Η ιδρυτική συνθήκη της ΕΟΚ έθετε μάλιστα δωδεκαετές πλάνο για την υλοποίηση των παραπάνω στόχων.
Στα τέλη της δεκαετίας του 60 οι περισσότεροι από τους παραπάνω στόχους των δυτικό-ευρωπαίων καπιταλιστών είχαν προχωρήσει σημαντικά (κατάργηση δασμών στην κυκλοφορία εμπορευμάτων, κοινή εμπορική πολιτική, εγκαθίδρυση κοινής αγροτικής αγοράς). Αντίθετα η «απελευθέρωση» των κεφαλαίων και υπηρεσιών από κάθε έλεγχο δεν είχε ανάλογη ανάπτυξη (λόγω και των περιορισμών που τότε ίσχυαν στο διεθνές σύστημα). Τα αποτελέσματα, σε συνδυασμό με τους μεταπολεμικούς ρυθμούς ανάπτυξης ήταν εντυπωσιακά: Ενώ π.χ το μερίδιο των ΗΠΑ στις παγκόσμιες εξαγωγές μειώθηκε μεταξύ 1958 και 1972 από 16,3% σε 11, 7%, το μερίδιο της Ε.Κ των έξι αυξήθηκε από 21,9% σε 29,8%. Αντίστοιχα μειώθηκε και η ψαλίδα με τις ΗΠΑ όσον αναφορά την παραγωγικότητα (16).
Η Ε.Κ λοιπόν στη δεκαετία του 60, δημιουργήθηκε και εργάστηκε (και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε) για έναν βασικό στόχο: την υπεράσπιση των δυτικό ευρωπαίων καπιταλιστών απέναντι στις ΗΠΑ με τη διεύρυνση της «εξωτερικής αγοράς» και την παράλληλη ισχυροποίηση στο εσωτερικό (ταξικός συμβιβασμός του καπιταλιστικού κράτους-πρόνοιας). Φυσικά στις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες αυτό το εγχείρημα παρουσιάστηκε σαν «εθνική» προσπάθεια που υποτίθεται ότι θα ωφελούσε τους εργάτες. Στην πραγματικότητα βέβαια αντιστοιχούσε στην τότε περίοδο του καπιταλιστικού οικονομικού κύκλου (που μετά την χωρίς προηγούμενο καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων στον Β Παγκόσμιο πόλεμο μπορούσε να οδηγηθεί σε υψηλά επίπεδα συσσώρευσης) αλλά και των ταξικών συσχετισμών, τόσο εθνικών ( τα κομμουνιστικά κόμματα –που ήταν τα μόνα που είχαν παίξει ενεργό ρόλο στην αντίσταση κατά των ναζί και είχαν μαζική και ισχυρή βάση στο εργατικό κίνημα μετά τον πόλεμο) αλλά και διεθνικών (με τον φόβο του «αντίπαλου δέους» του υπαρκτού σοσιαλισμού).
Οι αντιθέσεις των δυτικοευρωπαίων καπιταλιστών αλλά και η πραγματικότητα της Ε.Κ έφεραν στο προσκήνιο την διαπάλη για το επόμενο βήμα «ενοποίησης» (που θα έπαιζε και αποφασιστικό ρόλο στην ασυδοσία του κεφαλαίου-βλέπε «απελευθέρωση»-σε όλη τη δυτική Ευρώπη): την οικονομική και νομισματική ένωση. Μετά από διαμάχες και συμβιβασμούς το συμβούλιο υπουργών της Ε.Κ, κατέληξε, την άνοιξη του 1971, στην απόφαση για την σταδιακή εγκαθίδρυση της ΟΝΕ στην κοινότητα. Το σχέδιο δήλωνε και αυτό εξαρχής την ανάγκη δημιουργίας ζώνης «ελεύθερης» κυκλοφορίας προσώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων και μάλιστα χωρίς «στρεβλώσεις του ανταγωνισμού» και σε αυτό το πλαίσιο την πλήρη και οριστική μετατρεψιμότητα των εθνικών νομισμάτων αλλά και την δημιουργία νέων υπερεθνικών οργάνων που θα συντόνιζαν την όλη «μπίζνα». Το σχέδιο προέβλεπε, μέσω τριών σταδίων, υλοποίηση του στόχου της ΟΝΕ σε δέκα χρόνια, το 1980 .
Το πρώτο σχέδιο της ΟΝΕ δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Ο λόγος φυσικά δεν ήταν άλλος από την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε στη δεκαετία του 70, με συνέπεια οι καπιταλιστές σε κάθε χώρα να αντιδράσουν με διαφορετικό μοντέλο δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής με βάση τα δικά τους συμφέροντα. Για παράδειγμα, τα ποσοστά πληθωρισμού των κρατών της Ε.Κ διέφεραν σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν μπορούσε να επιτευχθεί καθεστώς πάγιων ισοτιμιών. Έτσι οι πρώτες χώρες που απομακρύνθηκαν τότε από το σύστημα σύνδεσης ισοτιμιών ήταν οι χώρες της κοινότητας με υψηλό ποσοστό πληθωρισμού όπως η Ιταλία και η Μ.Βρετανία. Ταυτόχρονα η κατάργηση του μηχανισμού ισοτιμιών, που θα σήμαινε ότι στις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες, το βάρος προσαρμογής θα έπεφτε στα μεροκάματα (αφού θα χανόταν η δυνατότητα νομισματικών υποτιμήσεων), στο πλαίσιο του τότε εσωτερικού αλλά και διεθνή συσχετισμού, έκανε δύσκολη την εύρεση πρόθυμων συμμάχων για ένα τέτοιο εγχείρημα σε όλο το εύρος της Ε.Κ. Έτσι τη δεκαετία του 70 το εγχείρημα της κοινής αγοράς «μπλοκαρίστηκε» .
Παρόλα αυτά οι δυτικό-ευρωπαϊκές αστικές τάξεις επανήλθαν στα τέλη του 70 με νέο σχέδιο. Σε ένα περιβάλλον όπου ήδη φαινόταν η αναποτελεσματικότητα των κευνσιανών πολιτικών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Δεκέμβρη του 1978, κατέθεσε το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Νομισματικού συστήματος (ΕΝΣ) το οποίο, σε σχέση με το προηγούμενο σχέδιο της ΟΝΕ, ήταν πολύ πιο «μετριοπαθές»: ουσιαστικά ήταν μια μικρογραφία του Bretton Woods, δηλ ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών με υποχρέωση παρέμβασης των κεντρικών τραπεζών και μηχανισμό στήριξης. Ωστόσο αυτή η απόφαση δεν μπορούσε να συγκαλύψει το γεγονός ότι η κρίση είχε οδηγήσει σε μια βαθιά «κρίση ενοποίησης». Τα καπιταλιστικά κράτη, στην προσπάθεια να σώσουν τις δικές τους αστικές τάξεις από την κρίση, στρέφονταν ολοένα και περισσότερο σε εθνικά μέτρα προστατευτισμού που υπονόμευαν την κοινή αγορά που είχε διαμορφωθεί στη δεκαετία του 60.
Στην μεταπολεμική δυτική Ευρώπη, οι αστικές τάξεις μπροστά στην ανάγκη της καπιταλιστικής ανάπτυξης μετά τον πόλεμο και της αναχαίτισης του υπαρκτού σοσιαλισμού προχώρησαν, από την αρχή, σε προσπάθειες ενοποίησης που να υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα. Σε ένα πλαίσιο όπου κυριαρχούσαν οι μεταπολεμικές συμφωνίες και οι τότε διεθνείς θεσμοί του κεφαλαίου που συγκροτήθηκαν (όπως η συμφωνία του Bretton Woods) ο στόχος ήταν να υπάρξει μια ευρύτερη αγορά για τα καπιταλιστικά προϊόντα που να προσφέρει μεγαλύτερες ευκαιρίες για τα κέρδη του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα βέβαια ήταν και η απαρχή της προσπάθειας οι δυτικοευρωπαϊκές αστικές τάξεις να αποκτήσουν και μια σχετική αυτοτέλεια έναντι της ηγεμονίας του αμερικανικού παράγοντα (15).
Δεν είναι τυχαίο ότι η το πρώτο σημαντικό βήμα έγινε με την ΕΚΑΧ (Ευρωπαϊκή κοινότητα άνθρακα και χάλυβα) το 1951. Η ΕΚΑΧ ήταν μια οικονομική συμφωνία μεταξύ της τότε Ο.Δ της Γερμανίας και της Γαλλιάς. Εφτά χρόνια αργότερα, το 1958 ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή κοινότητα, η ΕΟΚ που ουσιαστικά ήταν η αφετηρία της «Κοινής Αγοράς». Από την ιδρυτική της συνθήκη η ΕΟΚ δεν άφηνε καμία αμφιβολία για τα ταξικά συμφέροντα που θα εξυπηρετούσε: Κατάργηση, μεταξύ των κρατών μελών, δασμών και ποσοτικών περιορισμών σε εισαγωγές-εξαγωγές, κοινή εμπορική πολιτική, «απελευθέρωση» στην κυκλοφορία των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, κοινή αγροτική πολιτική και πολιτική μεταφορών, θέσπιση κανόνων ανταγωνισμού κ.α. . Δηλαδή όλοι οι βασικοί στόχοι του δυτικό-ευρωπαϊκού κεφαλαίου (που έπρεπε να περιμένουν αρκετά χρόνια για να προχωρήσουν σε συγκρότηση) προσδιόριζαν από την αρχή το εγχείρημα και καθόριζαν το περιεχόμενο του. Η ιδρυτική συνθήκη της ΕΟΚ έθετε μάλιστα δωδεκαετές πλάνο για την υλοποίηση των παραπάνω στόχων.
Στα τέλη της δεκαετίας του 60 οι περισσότεροι από τους παραπάνω στόχους των δυτικό-ευρωπαίων καπιταλιστών είχαν προχωρήσει σημαντικά (κατάργηση δασμών στην κυκλοφορία εμπορευμάτων, κοινή εμπορική πολιτική, εγκαθίδρυση κοινής αγροτικής αγοράς). Αντίθετα η «απελευθέρωση» των κεφαλαίων και υπηρεσιών από κάθε έλεγχο δεν είχε ανάλογη ανάπτυξη (λόγω και των περιορισμών που τότε ίσχυαν στο διεθνές σύστημα). Τα αποτελέσματα, σε συνδυασμό με τους μεταπολεμικούς ρυθμούς ανάπτυξης ήταν εντυπωσιακά: Ενώ π.χ το μερίδιο των ΗΠΑ στις παγκόσμιες εξαγωγές μειώθηκε μεταξύ 1958 και 1972 από 16,3% σε 11, 7%, το μερίδιο της Ε.Κ των έξι αυξήθηκε από 21,9% σε 29,8%. Αντίστοιχα μειώθηκε και η ψαλίδα με τις ΗΠΑ όσον αναφορά την παραγωγικότητα (16).
Η Ε.Κ λοιπόν στη δεκαετία του 60, δημιουργήθηκε και εργάστηκε (και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε) για έναν βασικό στόχο: την υπεράσπιση των δυτικό ευρωπαίων καπιταλιστών απέναντι στις ΗΠΑ με τη διεύρυνση της «εξωτερικής αγοράς» και την παράλληλη ισχυροποίηση στο εσωτερικό (ταξικός συμβιβασμός του καπιταλιστικού κράτους-πρόνοιας). Φυσικά στις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες αυτό το εγχείρημα παρουσιάστηκε σαν «εθνική» προσπάθεια που υποτίθεται ότι θα ωφελούσε τους εργάτες. Στην πραγματικότητα βέβαια αντιστοιχούσε στην τότε περίοδο του καπιταλιστικού οικονομικού κύκλου (που μετά την χωρίς προηγούμενο καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων στον Β Παγκόσμιο πόλεμο μπορούσε να οδηγηθεί σε υψηλά επίπεδα συσσώρευσης) αλλά και των ταξικών συσχετισμών, τόσο εθνικών ( τα κομμουνιστικά κόμματα –που ήταν τα μόνα που είχαν παίξει ενεργό ρόλο στην αντίσταση κατά των ναζί και είχαν μαζική και ισχυρή βάση στο εργατικό κίνημα μετά τον πόλεμο) αλλά και διεθνικών (με τον φόβο του «αντίπαλου δέους» του υπαρκτού σοσιαλισμού).
Οι αντιθέσεις των δυτικοευρωπαίων καπιταλιστών αλλά και η πραγματικότητα της Ε.Κ έφεραν στο προσκήνιο την διαπάλη για το επόμενο βήμα «ενοποίησης» (που θα έπαιζε και αποφασιστικό ρόλο στην ασυδοσία του κεφαλαίου-βλέπε «απελευθέρωση»-σε όλη τη δυτική Ευρώπη): την οικονομική και νομισματική ένωση. Μετά από διαμάχες και συμβιβασμούς το συμβούλιο υπουργών της Ε.Κ, κατέληξε, την άνοιξη του 1971, στην απόφαση για την σταδιακή εγκαθίδρυση της ΟΝΕ στην κοινότητα. Το σχέδιο δήλωνε και αυτό εξαρχής την ανάγκη δημιουργίας ζώνης «ελεύθερης» κυκλοφορίας προσώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων και μάλιστα χωρίς «στρεβλώσεις του ανταγωνισμού» και σε αυτό το πλαίσιο την πλήρη και οριστική μετατρεψιμότητα των εθνικών νομισμάτων αλλά και την δημιουργία νέων υπερεθνικών οργάνων που θα συντόνιζαν την όλη «μπίζνα». Το σχέδιο προέβλεπε, μέσω τριών σταδίων, υλοποίηση του στόχου της ΟΝΕ σε δέκα χρόνια, το 1980 .
Το πρώτο σχέδιο της ΟΝΕ δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Ο λόγος φυσικά δεν ήταν άλλος από την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε στη δεκαετία του 70, με συνέπεια οι καπιταλιστές σε κάθε χώρα να αντιδράσουν με διαφορετικό μοντέλο δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής με βάση τα δικά τους συμφέροντα. Για παράδειγμα, τα ποσοστά πληθωρισμού των κρατών της Ε.Κ διέφεραν σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν μπορούσε να επιτευχθεί καθεστώς πάγιων ισοτιμιών. Έτσι οι πρώτες χώρες που απομακρύνθηκαν τότε από το σύστημα σύνδεσης ισοτιμιών ήταν οι χώρες της κοινότητας με υψηλό ποσοστό πληθωρισμού όπως η Ιταλία και η Μ.Βρετανία. Ταυτόχρονα η κατάργηση του μηχανισμού ισοτιμιών, που θα σήμαινε ότι στις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες, το βάρος προσαρμογής θα έπεφτε στα μεροκάματα (αφού θα χανόταν η δυνατότητα νομισματικών υποτιμήσεων), στο πλαίσιο του τότε εσωτερικού αλλά και διεθνή συσχετισμού, έκανε δύσκολη την εύρεση πρόθυμων συμμάχων για ένα τέτοιο εγχείρημα σε όλο το εύρος της Ε.Κ. Έτσι τη δεκαετία του 70 το εγχείρημα της κοινής αγοράς «μπλοκαρίστηκε» .
Παρόλα αυτά οι δυτικό-ευρωπαϊκές αστικές τάξεις επανήλθαν στα τέλη του 70 με νέο σχέδιο. Σε ένα περιβάλλον όπου ήδη φαινόταν η αναποτελεσματικότητα των κευνσιανών πολιτικών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Δεκέμβρη του 1978, κατέθεσε το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Νομισματικού συστήματος (ΕΝΣ) το οποίο, σε σχέση με το προηγούμενο σχέδιο της ΟΝΕ, ήταν πολύ πιο «μετριοπαθές»: ουσιαστικά ήταν μια μικρογραφία του Bretton Woods, δηλ ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών με υποχρέωση παρέμβασης των κεντρικών τραπεζών και μηχανισμό στήριξης. Ωστόσο αυτή η απόφαση δεν μπορούσε να συγκαλύψει το γεγονός ότι η κρίση είχε οδηγήσει σε μια βαθιά «κρίση ενοποίησης». Τα καπιταλιστικά κράτη, στην προσπάθεια να σώσουν τις δικές τους αστικές τάξεις από την κρίση, στρέφονταν ολοένα και περισσότερο σε εθνικά μέτρα προστατευτισμού που υπονόμευαν την κοινή αγορά που είχε διαμορφωθεί στη δεκαετία του 60.
Σε αυτό το περιβάλλον η ίδια η
ένωση μπήκε σε κρίση και έγινε εστία διαρκών συγκρούσεων των
δυτικοευρωπαϊκών αστικών κρατών όχι προφανώς μόνο για στενά οικονομικά
ζητήματα (ο προϋπολογισμός της Ε.Κ δεν είχε καμία σχέση σε μεγέθη με τον
αντίστοιχο σημερινό της Ε.Ε) αλλά και ευρύτερα γεωπολιτικά (ιδίως στην
περίπτωση της Μ.Βρετανίας που έτσι και αλλιώς τηρούσε από τότε
διφορούμενη στάση απέναντι στο όλο εγχείρημα). Οι αστικές τάξεις που
συμμετείχαν στην Ε.Κ βρέθηκαν μπροστά στο δίλλημα: διάλυση η συγκρότηση.
Η τελική απόφαση για την συγκρότηση πάρθηκε με κριτήριο την δημιουργία μιας μεγάλης ηπειρωτικής αγοράς για τους Ευρωπαίους καπιταλιστές σαν διέξοδος απέναντι στον εντεινόμενο ανταγωνισμό από τις «αναδυόμενες οικονομίες» της Ν.Α Ασίας αλλά και τις ΗΠΑ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 80 κλιμακώθηκαν οι πρωτοβουλίες για την παραπέρα ενοποίηση που κατέληξαν στην Πράξη Ενιαίας Αγοράς (Ιούλης 1987) .
Η Πράξη Ενιαίας Αγοράς αποτύπωνε, με πολύ πιο καθαρό και επιθετικό τρόπο την ανάγκη του κεφαλαίου για «αίμα». Σε ένα περιβάλλον όπου τα καπιταλιστικά κέρδη ωφελούνταν απο τη μείωση του πραγματικού κόστους μισθών ανά μονάδα προϊόντος-η μαζική ανεργία στην Ευρώπη ήδη συρρίκνωνε την διαπραγματευτική θέση των συνδικάτων- και την αύξηση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου) το εναρκτήριο λάκτισμα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν πολύ πιο σαφές από το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το 1978. Οι 300 εντολές της Πράξης άνοιξαν τον δρόμο για τον πολυπόθητο στόχο: την «απελευθέρωση», δηλαδή την ασυδοσία του κεφαλαίου μέσα από τις «4 ελευθερίες» (αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου και εργασίας). Η πράξη αυτή οδήγησε στην μετάλλαξη της ΕΟΚ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία με βάση τη συνθήκη του Maastricht έγινε γεγονός την 1η Γενάρη 1993. Εκείνη την περίοδο (1986) υιοθετήθηκε και η «Ευρωπαϊκή» σημαία και ξεκίνησε η προπαγάνδα της υποτιθέμενης «συλλογικής Ευρωπαϊκής ταυτότητας».
Η συνθήκη του Maastricht ήταν μια κήρυξη πολέμου των καπιταλιστών ενάντια στον κόσμο της εργασίας. Ουσιαστικά καθόρισε και θεσμικά τον κοινωνικό μεσαίωνα που ζούμε σήμερα. Η συνθήκη αυτή όριζε την «ένωση’ ως ένωση σύγκλισης του………πληθωρισμού και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, των τιμών και του ισοζυγίου πληρωμών (με ότι αυτό συνεπάγεται για τις ανισότητες στο εσωτερικό της Ε.Ε). Διακήρυξε την κατάργηση όλων των «Θεσμικών εμποδίων» για τους Ευρωπαίους καπιταλιστές ενώ η ανεργία και η πρόνοια δεν αναφέρονταν ούτε καν σαν όροι της συνθήκης (17). Η κατάργηση του «κοινωνικού μισθού» και η ασυδοσία των ευρωπαίων καπιταλιστών παρουσιάστηκαν, για άλλη μια φορά, με τα κλασικά νεοφιλελεύθερα επιχειρήματα: ο «σπάταλος» και «αντιπαραγωγικός» δημόσιος τομέας που η κατάργηση του θα ανοίξει δρόμο στον «υγιή» ιδιωτικό τομέα που θα κάνει επενδύσεις και άρα θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα –και αυτόματα η ευημερία- σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Όμως οι καπιταλιστές επενδύουν μόνον όταν η αναμενόμενη μελλοντική ζήτηση και κέρδη είναι υψηλά και όχι απλά επειδή υπάρχουν φορολογικές ελαφρύνσεις η μειώθηκαν οι μισθοί. Εξάλλου, σε περιόδους στασιμότητας η κρίσης οι επενδύσεις που γίνονται δεν είναι συνήθως επενδύσεις επέκτασης του δυναμικού παραγωγής αλλά επενδύσεις «ορθολογιστικής» αναδιάρθρωσης και συρρίκνωσης του δυναμικού παραγωγής. Και αυτές όχι μόνο δεν αυξάνουν αλλά μειώνουν την απασχόληση. Αυτή η αλήθεια βέβαια σήμερα έχει εξαφανιστεί από τον κυρίαρχο λόγο(18).
Η μετάλλαξη της ΕΟΚ σε Ε.Ε στην πραγματικότητα έθεσε σε λειτουργία σχέδια και κινήσεις που –με διαφορετική μορφή σε κάθε ιστορική φάση-ενυπήρχαν από τα πρώτα βήματα που έγιναν για την δημιουργία της Ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Με την συνθήκη του Maastricht και την ίδρυση της Ε.Ε , σε μια εξαιρετικά ευνοϊκή συγκυρία για τον διεθνή καπιταλισμό και το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο (κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού) δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τα επόμενα βήματα προς την πολυπόθητη ΟΝΕ. Το αγγλοσαξονικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο (το οποίο, πέρα από την οικονομική του διάσταση, είχε εξάλλου δοκιμαστεί σε ΗΠΑ και Αγγλία ενάντια στο εργατικό κίνημα) ουσιαστικά θεσπίστηκε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Τα παραπάνω έχουν σημασία για τα σημερινά κροκοδείλια δάκρυα που χύνονται για την «κατάντια της Ευρώπης», το «έλλειμμα δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση» και γράφονται και λέγονται καθημερινά στα ΜΜΕ. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει: οι ευρωπαίοι καπιταλιστές έχουν βρει στην κρίση την ευκαιρία να ολοκληρώσουν το καταστροφικό έργο που ήδη είχαν θέσει (επίσημα γιατί όπως είδαμε αυτές οι επιδιώξεις είχαν τεθεί από τη δεκαετία του 60) από την συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, μια συνθήκη που ψηφίστηκε και στηρίχτηκε τότε από όλα τα κόμματα της ελληνικής βουλής -πλην ΚΚΕ- σε μια συνεδρίαση εξπρές που θύμιζε έντονα την σημερινή «μνημονιακή» δημοκρατία.
Βέβαια οι ρυθμοί και οι δρόμοι εφαρμογής του Maastricht δεν θα ήταν πάντα κοινοί στο εσωτερικό της Ε.Ε. Όμως οι όποιες αντιθέσεις αναπτύχθηκαν σε σχέση με την συνθήκη είχαν να κάνουν με την χαλαρή η όχι εφαρμογή των κριτηρίων της (προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε εθνικής αστικής τάξης) και καθόλου με τα ίδια τα κριτήρια . Και είναι τουλάχιστον αστείο να περιφέρουν σήμερα (στην Ελλάδα του κοινωνικού μεσαίωνα που έφτιαξε η Ελληνική αστική τάξη μαζί με την Ε.Ε) διάφορα αριστερά μέσα δηλώσεις των «γηραιών ηγετών» της Ευρώπης που «ανησυχούν» για το Ευρωπαϊκό εγχείρημα νομίζοντας ότι έτσι ενισχύουν την «αντιμνημονιακή» επιχειρηματολογία (19).
Ο Ντελόρ π.χ. όχι μόνο δεν είχε διαφωνήσει με τα κριτήρια του Μάαστριχτ αλλά έπαιξε ενεργό ρόλο στην προώθηση τους. Η μόνη διαφοροποίηση, η οποία δεν έπαιξε κανέναν ρόλο και στις τελικές αποφάσεις, ήταν η άποψη που είχε εκφράσει να προστεθεί και ένα «σύμφωνο ανάπτυξης» στο «σύμφωνο σταθερότητας». Πρόταση που είχε βέβαια αξία για την εσωτερική κατανάλωση και την εκλογική του πελατεία αλλά δεν είχε καμία σχέση και πιθανότητα εφαρμογής στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση όπως την περιγράψαμε.
Συμπερασματικά, η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση πολύ πριν γίνει "Ευρωπαική Ένωση", πολύ πριν αποκτήσει το ευρώ (το οποίο σήμερα αναδεικνύεται από πολλούς αριστερούς οικονομολόγους σαν το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το εργατικό κίνημα και η έξοδος από το ευρώ-χωρίς η πριν την έξοδο από την Ε.Ε- σαν βήμα για μια κευνσιανή πολιτική εντός του σημερινού διεθνούς καπιταλιστικού πλαισίου) (20) είχε χαραγμένους με ανεξίτηλα γράμματα τους ιερούς στόχους του κεφαλαίου: την εκμετάλλευση και εξαθλίωση των εργαζομένων μέσω της δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής καπιταλιστικής αγοράς. Η «παλιά Ευρώπη» των «μεγάλων ηγετών» και της «Ευρωπαϊκής ιδέας» που σήμερα νοσταλγούν οι «ευρωλιγούρηδες» διανοούμενοι της δεξιάς και της αριστεράς δεν ήταν (και δεν θα μπορούσε να είναι) ποτέ πραγματικά η «Ευρώπη των λαών». Αντίθετα ήταν η Ευρώπη μιας μειοψηφίας καπιταλιστών και του πολιτικού τους προσωπικού το οποίο αναζητούσε τρόπους να φέρει νέα κέρδη μέσα από τις καταστροφές που οι ίδιοι προκάλεσαν με τις οικονομικές κρίσεις και τα αντεργατικά μέτρα.
Η τελική απόφαση για την συγκρότηση πάρθηκε με κριτήριο την δημιουργία μιας μεγάλης ηπειρωτικής αγοράς για τους Ευρωπαίους καπιταλιστές σαν διέξοδος απέναντι στον εντεινόμενο ανταγωνισμό από τις «αναδυόμενες οικονομίες» της Ν.Α Ασίας αλλά και τις ΗΠΑ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 80 κλιμακώθηκαν οι πρωτοβουλίες για την παραπέρα ενοποίηση που κατέληξαν στην Πράξη Ενιαίας Αγοράς (Ιούλης 1987) .
Η Πράξη Ενιαίας Αγοράς αποτύπωνε, με πολύ πιο καθαρό και επιθετικό τρόπο την ανάγκη του κεφαλαίου για «αίμα». Σε ένα περιβάλλον όπου τα καπιταλιστικά κέρδη ωφελούνταν απο τη μείωση του πραγματικού κόστους μισθών ανά μονάδα προϊόντος-η μαζική ανεργία στην Ευρώπη ήδη συρρίκνωνε την διαπραγματευτική θέση των συνδικάτων- και την αύξηση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου) το εναρκτήριο λάκτισμα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν πολύ πιο σαφές από το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το 1978. Οι 300 εντολές της Πράξης άνοιξαν τον δρόμο για τον πολυπόθητο στόχο: την «απελευθέρωση», δηλαδή την ασυδοσία του κεφαλαίου μέσα από τις «4 ελευθερίες» (αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου και εργασίας). Η πράξη αυτή οδήγησε στην μετάλλαξη της ΕΟΚ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία με βάση τη συνθήκη του Maastricht έγινε γεγονός την 1η Γενάρη 1993. Εκείνη την περίοδο (1986) υιοθετήθηκε και η «Ευρωπαϊκή» σημαία και ξεκίνησε η προπαγάνδα της υποτιθέμενης «συλλογικής Ευρωπαϊκής ταυτότητας».
Η συνθήκη του Maastricht ήταν μια κήρυξη πολέμου των καπιταλιστών ενάντια στον κόσμο της εργασίας. Ουσιαστικά καθόρισε και θεσμικά τον κοινωνικό μεσαίωνα που ζούμε σήμερα. Η συνθήκη αυτή όριζε την «ένωση’ ως ένωση σύγκλισης του………πληθωρισμού και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, των τιμών και του ισοζυγίου πληρωμών (με ότι αυτό συνεπάγεται για τις ανισότητες στο εσωτερικό της Ε.Ε). Διακήρυξε την κατάργηση όλων των «Θεσμικών εμποδίων» για τους Ευρωπαίους καπιταλιστές ενώ η ανεργία και η πρόνοια δεν αναφέρονταν ούτε καν σαν όροι της συνθήκης (17). Η κατάργηση του «κοινωνικού μισθού» και η ασυδοσία των ευρωπαίων καπιταλιστών παρουσιάστηκαν, για άλλη μια φορά, με τα κλασικά νεοφιλελεύθερα επιχειρήματα: ο «σπάταλος» και «αντιπαραγωγικός» δημόσιος τομέας που η κατάργηση του θα ανοίξει δρόμο στον «υγιή» ιδιωτικό τομέα που θα κάνει επενδύσεις και άρα θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα –και αυτόματα η ευημερία- σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Όμως οι καπιταλιστές επενδύουν μόνον όταν η αναμενόμενη μελλοντική ζήτηση και κέρδη είναι υψηλά και όχι απλά επειδή υπάρχουν φορολογικές ελαφρύνσεις η μειώθηκαν οι μισθοί. Εξάλλου, σε περιόδους στασιμότητας η κρίσης οι επενδύσεις που γίνονται δεν είναι συνήθως επενδύσεις επέκτασης του δυναμικού παραγωγής αλλά επενδύσεις «ορθολογιστικής» αναδιάρθρωσης και συρρίκνωσης του δυναμικού παραγωγής. Και αυτές όχι μόνο δεν αυξάνουν αλλά μειώνουν την απασχόληση. Αυτή η αλήθεια βέβαια σήμερα έχει εξαφανιστεί από τον κυρίαρχο λόγο(18).
Η μετάλλαξη της ΕΟΚ σε Ε.Ε στην πραγματικότητα έθεσε σε λειτουργία σχέδια και κινήσεις που –με διαφορετική μορφή σε κάθε ιστορική φάση-ενυπήρχαν από τα πρώτα βήματα που έγιναν για την δημιουργία της Ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Με την συνθήκη του Maastricht και την ίδρυση της Ε.Ε , σε μια εξαιρετικά ευνοϊκή συγκυρία για τον διεθνή καπιταλισμό και το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο (κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού) δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τα επόμενα βήματα προς την πολυπόθητη ΟΝΕ. Το αγγλοσαξονικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο (το οποίο, πέρα από την οικονομική του διάσταση, είχε εξάλλου δοκιμαστεί σε ΗΠΑ και Αγγλία ενάντια στο εργατικό κίνημα) ουσιαστικά θεσπίστηκε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Τα παραπάνω έχουν σημασία για τα σημερινά κροκοδείλια δάκρυα που χύνονται για την «κατάντια της Ευρώπης», το «έλλειμμα δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση» και γράφονται και λέγονται καθημερινά στα ΜΜΕ. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει: οι ευρωπαίοι καπιταλιστές έχουν βρει στην κρίση την ευκαιρία να ολοκληρώσουν το καταστροφικό έργο που ήδη είχαν θέσει (επίσημα γιατί όπως είδαμε αυτές οι επιδιώξεις είχαν τεθεί από τη δεκαετία του 60) από την συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, μια συνθήκη που ψηφίστηκε και στηρίχτηκε τότε από όλα τα κόμματα της ελληνικής βουλής -πλην ΚΚΕ- σε μια συνεδρίαση εξπρές που θύμιζε έντονα την σημερινή «μνημονιακή» δημοκρατία.
Βέβαια οι ρυθμοί και οι δρόμοι εφαρμογής του Maastricht δεν θα ήταν πάντα κοινοί στο εσωτερικό της Ε.Ε. Όμως οι όποιες αντιθέσεις αναπτύχθηκαν σε σχέση με την συνθήκη είχαν να κάνουν με την χαλαρή η όχι εφαρμογή των κριτηρίων της (προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε εθνικής αστικής τάξης) και καθόλου με τα ίδια τα κριτήρια . Και είναι τουλάχιστον αστείο να περιφέρουν σήμερα (στην Ελλάδα του κοινωνικού μεσαίωνα που έφτιαξε η Ελληνική αστική τάξη μαζί με την Ε.Ε) διάφορα αριστερά μέσα δηλώσεις των «γηραιών ηγετών» της Ευρώπης που «ανησυχούν» για το Ευρωπαϊκό εγχείρημα νομίζοντας ότι έτσι ενισχύουν την «αντιμνημονιακή» επιχειρηματολογία (19).
Ο Ντελόρ π.χ. όχι μόνο δεν είχε διαφωνήσει με τα κριτήρια του Μάαστριχτ αλλά έπαιξε ενεργό ρόλο στην προώθηση τους. Η μόνη διαφοροποίηση, η οποία δεν έπαιξε κανέναν ρόλο και στις τελικές αποφάσεις, ήταν η άποψη που είχε εκφράσει να προστεθεί και ένα «σύμφωνο ανάπτυξης» στο «σύμφωνο σταθερότητας». Πρόταση που είχε βέβαια αξία για την εσωτερική κατανάλωση και την εκλογική του πελατεία αλλά δεν είχε καμία σχέση και πιθανότητα εφαρμογής στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση όπως την περιγράψαμε.
Συμπερασματικά, η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση πολύ πριν γίνει "Ευρωπαική Ένωση", πολύ πριν αποκτήσει το ευρώ (το οποίο σήμερα αναδεικνύεται από πολλούς αριστερούς οικονομολόγους σαν το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το εργατικό κίνημα και η έξοδος από το ευρώ-χωρίς η πριν την έξοδο από την Ε.Ε- σαν βήμα για μια κευνσιανή πολιτική εντός του σημερινού διεθνούς καπιταλιστικού πλαισίου) (20) είχε χαραγμένους με ανεξίτηλα γράμματα τους ιερούς στόχους του κεφαλαίου: την εκμετάλλευση και εξαθλίωση των εργαζομένων μέσω της δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής καπιταλιστικής αγοράς. Η «παλιά Ευρώπη» των «μεγάλων ηγετών» και της «Ευρωπαϊκής ιδέας» που σήμερα νοσταλγούν οι «ευρωλιγούρηδες» διανοούμενοι της δεξιάς και της αριστεράς δεν ήταν (και δεν θα μπορούσε να είναι) ποτέ πραγματικά η «Ευρώπη των λαών». Αντίθετα ήταν η Ευρώπη μιας μειοψηφίας καπιταλιστών και του πολιτικού τους προσωπικού το οποίο αναζητούσε τρόπους να φέρει νέα κέρδη μέσα από τις καταστροφές που οι ίδιοι προκάλεσαν με τις οικονομικές κρίσεις και τα αντεργατικά μέτρα.
Εξάλλου, όσοι υποστηρίζουν την
δυνατότητα μιας άλλης "κοινωνικής Ε.Ε" (με ευρωζώνη η χωρίς, με Μέρκελ η
χωρίς κλπ), πέρα απο όλα τα παραπάνω, ίσως θα πρέπει να θυμηθούν
και ότι στα 200 και παραπάνω χρόνια που εμφανίστηκε ο καπιταλιστικός
τρόπος παραγωγής δεν υπήρξε, όχι μόνο η Ε.Ε, αλλά ούτε μια ολοκλήρωση η
διεθνής καπιταλιστικός οργανισμός που να λειτούργησε πρός όφελος των
λαικών τάξεων η να μην συνδέθηκε με κοινωνικές καταστροφές, πολέμους και
βαρβαρότητα. Η άλλη "κοινωνική" Ε.Ε δεν υπήρξε ποτέ, ούτε πριν την
Ευρωζώνη, ούτε όταν ήταν ΕΟΚ και ΕΚΑΧ. Και δεν πρόκειται να υπάρξει. Οι
εργαζόμενοι έχουν λοιπόν κάθε συμφέρον να αγωνιστούν για έξοδο της χώρας
απο την Ε.Ε, με ταυτόχρονα βήματα για την απεμπλοκή απο την κανιβαλική
καπιταλιστική οικονομία και "ανάπτυξη".
Σημειώσεις:
1) Ευρωπαικό Κοινοβούλιο-ερωτήσεις / 17/2/2011
Σημειώσεις:
1) Ευρωπαικό Κοινοβούλιο-ερωτήσεις / 17/2/2011
2) Ευρωπαική επιτροπή/Βρυξέλλες, 16.12.2010
4) ΟΝΕ και νεοκλασική θεωρία- Θ.Μαριόλης/Γ.Σταμάτης σελ 107-110. Βρίσκεται στο Η εντός ΟΝΕ εποχή-εκδόσεις Στάχυ 2000.
5) Ο.π
6) Ο.π σελ 114. Επίσης στο Η oικονομία του τρελοκομείου-Chris Harman εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.
7) Ο Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού Άπαντα,
τόμος 27, σελ 424. Ο Λένιν αναφέρει συγκεκριμένα: "Στίς συνθήκες του
καπιταλισμού δεν είναι νοητή άλλη βάση για το μοίρασμα των σφαιρών
επιρροής, συμφερόντων αποικιών κ.α, εκτός απο τη βάση που υπολογίζει τη
δύναμη των χωρών που συμμετέχουν στο μοίρασμα, τη γενική οικονομική, τη
χρηματιστική, τη στρατιωτική κτλ δύναμη. Η δύναμη όμως δεν αλλάζει
ομοιόμορφα στίς χώρες που συμμετέχουν στό μοίρασμα, γιατί στις συνθήκες
του καπιταλισμού δεν υπάρχει ισόμετρη ανάπτυξη των χωριστών
επιχειρήσεων, τράστ, κλάδων της βιομηχανίας και χωρών".
8) Η κευνσιανή θεωρία: Μιά
θεωρία με παρωπίδες-Θ.Μαριόλης/Γ.Σταμάτης βρίσκεται στο ΟΝΕ και
νεοφιλελεύθερη πολιτική, σελ 18-21. Επίσης και στο κείμενο που
έχουμε αναρτήσει με τίτλο η οικονομική κρίση και οι αυταπάτες για το ξεπέρασμα της-Γ.Σταμάτης περιοδικό Θέσεις (1986)
9) Παγκοσμιοποιήση, η μεγάλη χίμαιρα-Κ.Βεργόπουλος/εκδόσεις Λιβάνη 1999
10) Η Θεωρία του "παραλογισμού"
είναι χαρακτηριστικό μοτίβο των απόψεων που πρόσκεινται στην κευνσιανή
θεωρία της κρατικής παρέμβασης εν μέσω κρίση πρός όφελος των λαικών
τάξεων. Καθώς αυτές οι θεωρίες αδυνατούν να εξηγήσουν (αφού δεν
υιοθετούν την ταξική οπτική αλλά ούτε γενικότερα την Μαρξιστική κριτική
και ανάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής) γιατί το αξίωμα που
θέτουν δεν εφαρμόζεται, καταλήγουν μοιραία σε.....ψυχολογικές
ερμηνείες. Και είναι λογικό. Γιατί καθώς παίρνουν σαν δεδομένο τον ρόλο
του αστικού Κράτους, όχι σαν "συλλογικό καπιταλιστή" αλλά ουδέτερο
ρυθμιστή της οικονομίας πέφτουν πάνω στην εξής αντίφαση: πώς γίνεται το
κράτος να μπορεί (όπως υποστηρίζουν) να "ρυθμίσει" τις αγορές και να
ακολουθήσει "αναπτυξιακή" πολιτική τόνωσης της ζήτησης εξασφαλίζοντας
ταυτόχρονα και την ανταγωνιστικότητα και να μην το κάνει;.
Η μόνη απάντηση που μπορεί εδώ
να δοθεί είναι ψυχολογικού τύπου. Ο πιο διάσημος Κευνσιανός της εποχής
μας, ο Paul Krugman, (του οποίου τα κείμενα συχνά επικαλούνται διάφοροι
"Μαρξιστές") στο βιβλίο που πήρε το νόμπελ οικονμίας το 2008 αφιερώνει
ένα κεφάλαιο στο κραχ της Ασίας. Το κεφάλαιο τελειώνει με το βαθύτερο,
όπως το αποκαλεί,ερώτημα: " Γιατί οι κυβερνήσεις δεν στάθηκαν ικανές να
αντιμετωπίσουν την κρίση;". Η απάντηση δίνεται στο αμέσως επόμενο
κεφάλαιο το οποίο έχει τον τίτλο "Πολιτικός παραλογισμός". Ακόμα και
πριν απο λίγες εβδομάδες (27/11/11) στο άρθρο του η Ευρωκατάρα θα
υποστηρίξει ότι το ευρώ απειλείται με καταστροφή επειδή η ΕΚΤ πάσχει
απο......τρέλα. Αντίστοιχες εκδοχές και ερμηνείες αναπαράγονται
καθημερινά απο την αρχή της κρίσης (οι εμμονές της Μέρκελ κλπ)
11) Σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο Όλη η αλήθεια για το χρέος και τα ελλείματα και πώς θα σωθούμε-Μ.Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
η συγγραφέας θέτει ανοιχτά το ερώτημα: γιατί ο νεοφιλελευθερισμός δεν
εγκαταλείφθηκε αφού αποδείχτηκε η αποτυχία του όταν ξέσπασε η κρίση;
αφού αρχικά ερμηνεύει αυτήν την εξέλιξη ως "παράδοξη" καταλήγει στο
συμπέρασμα πως φταίει η ..απαξίωση των κευνσιανών, η πονηριά των
νεοφιλελέυθερων που έχουν πιάσει όλα τα κρίσιμα πόστα στους οικονομικούς
οργανισμούς έχοντας διαφθείρει όλους τους θεσμούς, το γεγονός ότι δεν
τιμωρήθηκαν απο τη δικαιοσύνη κ.α (σελ 26-30)
12) Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ-Τάκης Φωτόπουλος/εκδόσεις Γόρδιος σελ 128-133
13) ΟΝΕ και νεοκλασική θεωρία, σελ 114
14) Το στοιχείο αυτό το είχε εντοπίσει ο Μάρξ απο το 1848 στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο πολύ πριν τις θεωρίες του Ιμπεριαλισμού:
"Η ανάγκη να μεγαλώνει ολοένα
την πώληση των προϊόντων της κυνηγά την αστική τάξη πάνω σ' όλη τη γήινη
σφαίρα. Είναι υποχρεωμένη να φωλιάζει παντού, να εγκαθίσταται παντού,
να δημιουργεί παντού σχέσεις. Με την εκμετάλλευση της παγκόσμιας αγοράς,
η αστική τάξη διαμόρφωσε κοσμοπολίτικα την παραγωγή και την κατανάλωση
όλων των χωρών. Προς μεγάλη λύπη των αντιδραστικών, αφαίρεσε το εθνικό
έδαφος κάτω από τα πόδια της βιομηχανίας. Εκμηδενίστηκαν κι εξακολουθούν
ακόμα καθημερινά να εκμηδενίζονται οι παμπάλαιες εθνικές βιομηχανίες.
Εκτοπίζονται από νέες βιομηχανίες που η εισαγωγή τους γίνεται ζωτικό
ζήτημα για όλα τα πολιτισμένα έθνη, από βιομηχανίες που δεν
επεξεργάζονται πια ντόπιες πρώτες ύλες, αλλά πρώτες ύλες που βρίσκονται
στις πιο απομακρυσμένες ζώνες και που τα προϊόντα τους δεν
καταναλώνονται μονάχα στην ίδια τη χώρα, αλλά ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη
τον κόσμου. Στη θέση των παλιών αναγκών, που ικανοποιούνταν από τα
εθνικά προϊόντα, μπαίνουν καινούργιες ανάγκες που για να ικανοποιηθούν
απαιτούν προϊόντα των πιο απομακρυσμένων χωρών και κλιμάτων. Στη θέση
της παλιάς τοπικής και εθνικής αυτάρκειας και αποκλειστικότητας, μπαίνει
μια ολόπλευρη συναλλαγή, μια ολόπλευρη αλληλεξάρτηση των εθνών. Κι αυτό
που γίνεται στην υλική παραγωγή γίνεται και στην πνευματική παραγωγή.
Τα πνευματικά προϊόντα των μεμονωμένων εθνών γίνονται κοινό χτήμα. Η
εθνική μονομέρεια και ο εθνικός περιορισμός γίνονται όλο και πιο αδύνατα
και από τις πολλές εθνικές και τoπικές φιλολογίες διαμορφώνεται μια
παγκόσμια φιλολογία.
Πολλά χρόνια αργότερα θα
επαναλάβει αυτές τις θέσεις: "η επέκταση του εξωτερικού εμπορίου, παρ
όλο που στην παιδική ηλικία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής
αποτελούσε τη βάση του, έγινε στην παραπέρα πορεία του δικό του προιόν,
χάρη στην εσωτερική αναγκαιότητα αυτού του τρόπου παραγωγής, χάρη στην
ανάγκη του να διαθέτει μια διαρκώς επεκτεινόμενη αγορά" Κεφάλαιο, τόμος 3
σε 299-300.
15) Η Ευρώπη μετά το 1992-K.Busch/εκδόσεις Κριτική 1992 σελ 39
16) Ο.π σελ 38
17) Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ-σελ 118
19) Ζακ Ντελόρ: Προτάσεις διεξόδου με ανάπτυξη/ Η Αυγή 3/3/2011
20) Η Ευρωζώνη ανάμεσα στη λιτότητα και την αθέτηση πληρωμών- Κ.Λαπαβίτσας/εκδόσεις Λιβάνη 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου