Από την ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ PRAXIS
Η διεθνής πλευρά των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στην εποχή της σημερινής κρίσης εμφανίζεται σήμερα πιο περίπλοκη από κάθε άλλη εποχή. Tα όρια μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων γίνονται ασαφή, η σχέση εθνικού και διεθνικού αλλάζει, οι σφαίρες επιρροής ξαναμοιράζονται, οι συσχετισμοί δύναμης τροποποιούνται, ασύλληπτα ποσά διακινούνται (και χάνονται) ταχύτατα στις διεθνείς χρηματαγορές. Καθώς η κρίση εντείνει την ανισόμετρη ανάπτυξη μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, επαναφέρει (σαν αντίβαρο στις κυρίαρχες αστικές στρατηγικές) τα σχήματα του «δοσιλογισμού», της «υποτέλειας», της «εξάρτησης» και της «κατοχής» σαν ερμηνευτικά εργαλεία για την εξήγηση της κοινωνικής πραγματικότητας στην Ελλάδα και αντίστοιχα σαν βάση για την πολιτική του εργατικού κινήματος.
Μιλώντας, βέβαια, για το σύγχρονο διεθνές ιμπεριαλιστικό-κεφαλαιοκρατικό πλέγμα, δε θα μπορούσαμε να διαγράψουμε τις σημαντικές διαβαθμίσεις και ιδιομορφίες στο εσωτερικό του. Στη βάση αυτών των διαβαθμίσεων βρίσκεται η ποιότητα ανάπτυξης και κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων, το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της παραγωγικότητας της εργασίας, της αποδοτικότητας του κεφαλαίου, το επίπεδο διάρθρωσης των διαφόρων μορφών οργάνωσης του κεφαλαίου και του διεθνούς ρόλου του, η γεωστρατηγική και πολιτικοστρατιωτική θέση, ρόλος και μέγεθος κάθε χώρας. Αυτές οι διαβαθμίσεις αγγίζουν και την εξέλιξη των τριών ιμπεριαλιστικών κέντρων (ΗΠΑ-Ε.Ε-Ιαπωνία).Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, η συμμετοχή στο διεθνές ιμπεριαλιστικό-κεφαλαιοκρατικό πλέγμα έχει ως βασικό ποιοτικό κριτήριο το επίπεδο κυριαρχίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και εμφάνισης-ηγεμονίας των δυναμικών μονοπωλιακών τμημάτων του στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Συνεπώς, η αστικές τάξεις όλων των χωρών που συμπεριλαμβάνονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο διεθνές ιμπεριαλιστικό-καπιταλιστικό πλέγμα είναι η τάξη που κατά κανόνα έχει λύσει τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων και του «εθνικού ζητήματος».
Στη βάση όλων αυτών, διακρίνουμε τρία (προφανώς αλληλοδιαπλεκόμενα) επίπεδα ένταξης στο διεθνές ιμπεριαλιστικό-κεφαλαιοκρατικό πλέγμα:
Στο πρώτο, το ανώτερο, ανήκουν, με όλες τις μεγάλες διαφορές τους, οι καπιταλιστικές χώρες με το πιο ψηλό επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας και απόδοσης του κεφαλαίου, με το πιο ψηλό επίπεδο τεχνολογικής σύνθεσης και συγκέντρωσης του κεφαλαίου.
Στη μεσαία κλίμακα ανήκουν εκείνες οι χώρες, εκείνοι οι κρίκοι (ανεξάρτητα από τη γεωστρατηγική, περιφερειακή τους θέση και τις διαβαθμίσεις τους) με ιστορικό, υψηλό επίπεδο κυριαρχίας και ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων, με ηγεμονική θέση των νέων μορφών συγκέντρωσης του κεφαλαίου, αλλά με περισσότερο ή λιγότερο μεσαίο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της παραγωγικότητας της εργασίας και της απόδοσης του κεφαλαίου (Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Τουρκία, lνδία, Μεξικό,).
Στην κατώτερη κλίμακα βρίσκονται εκείνες οι χώρες όπου είναι ιστορικά πρόσφατη η πλήρης κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στους βασικούς τομείς, όπου υπάρχει σχετική εμφάνιση και ηγεμονία των νέων μορφών οργάνωσης του κεφαλαίου αλλά διατηρείται η χαμηλή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας και απόδοση του κεφαλαίου. Τέτοιες είναι ορισμένες χώρες της Μέσης Ανατολής (Ιράν, Αίγυπτος), της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής, ορισμένες πρώην ανατολικές χώρες κ.λπ.
Στα πλαίσια των σχέσεων ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα και κρίκους του κεφαλαιοκρατικού πλέγματος λειτουργούν μια σειρά οικονομικές και πολιτικές τάσεις, διαφορετικού χαρακτήρα απ' αυτούς που λειτουργούν στο εσωτερικό του καπιταλισμού. Οι οικονομικές και πολιτικές ανταλλαγές των χωρών, η αλληλεξάρτηση και ο ανταγωνισμός των κεφαλαίων τους ασφαλώς ποτέ δε διέπονται από όρους ισοτιμίας. Ωστόσο όμως, αυτές οι ανταλλαγές και αλληλεξαρτήσεις, είναι ανταλλαγές που τελικά αφομοιώνονται και δρουν προς όφελος του «συλλογικού καπιταλιστή», στο εσωτερικό του κάθε έθνους-κράτους, προς όφελος της εσωτερικής ανάπτυξης της καπιταλιστικής κυριαρχίας και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτό ενισχύει και την τάση για ανατροπή των εξωτερικών συσχετισμών και βελτίωση της θέσης του στο ιμπεριαλιστικό-κεφαλαιοκρατικό πλέγμα.
Απ' αυτή την άποψη, η αστική τάξη όλων των κατηγοριών του ιμπεριαλιστικoύ πλέγματος είναι «ταυτισμένη» ταξικά (και ενδοταξικά ανταγωνιστική) με τους «ξένους», με τον ιμπεριαλισμό γενικά (και όχι με κάθε ξεχωριστό μπλοκ ή κάθε ιμπεριαλιστική χώρα), όχι λόγω της εξάρτησής της, της υποταγής ή της ηγεμόνευσής της αλλά λόγω τελικά της «ανεξαρτησίας» της, δnλαδή της εσωτερικής κυριαρχίας της. Η αλληλεξάρτηση των κεφαλαίων στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού πλέγματος λειτουργεί τελικά προς όφελος της ανάπτυξης του καπιταλισμoύ σε κάθε εθνικό σχηματισμό της, σε βάρος των εργαζομένων και είναι το μοναδικό αναγκαστικά πεδίο πάνω στο οποίο μπορεί το κάθε «εθνικό κεφάλαιο» να διεκδικεί βελτίωση της θέσης του και στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό.
Οι ανταγωνισμοί των «μεγάλων» και των «ξένων» πηγάζουν από τους ανταγωνισμούς του κεφαλαίου συνολικά, από τους νόμους σύγκρουσης σε όλες τις κλίμακες και από την τάση για «εξαγωγή» και όξυνση των ανταγωνισμών στις διεθνές σχέσεις. Φαίνεται η χρεοκοπία της αντίληψης που ουσιαστικά υποκαθιστούσε την ταξική αντίθεση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό των αστικών τάξεων και την εργατική επανάσταση, με την αντίθεση ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τους εργαζόμενους και τους λαούς, ιδιαίτερα των πιο αδύνατων καπιταλιστικών χωρών. Ιδιαίτερα φαίνεται n χρεοκοπία της αντίληψης που θεωρούσε τον ιμπεριαλισμό ως εξωτερικό σύστημα επιβολής των 6-7 μεγάλων κρατών απέναντι στους εργαζόμενους, τους λαούς και τα έθνη όλου του κόσμου κι όχι ως τη σύγχρονη ανώτερη μορφή ανάπτυξης του συνόλου των καπιταλιστικών σχέσεων (και των αστικών τάξεων) στο εσωτερικό του κυρίαρχου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στο διεθνές σύστημα του καπιταλισμού.
Επίσης φαίνεται πόσο λαθεμένη είναι η αντίληψη ότι ο ιμπεριαλισμός είναι μια από τις πολιτικές που προκρίνει το κεφάλαιο και όχι ότι είναι ένα στάδιο ανάπτυξης του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος όπως αναφέραμε παραπάνω. Χαρακτηριστικές από αυτή την άποψη είναι οι επισημάνσεις του Λένιν στο βιβλίο του «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» όταν αντίκρουε την άποψη του Κάουτσκι που δήλωνε ότι με την έννοια ιμπεριαλισμός δεν πρέπει να εννοούμε μια «φάση» η βαθμίδα της καπιταλιστικής οικονομίας αλλά μια πολιτική και μάλιστα τη συγκεκριμένη πολιτική που «προτιμάει» το χρηματιστικό κεφάλαιο και ότι ο ιμπεριαλισμός δεν είναι ο σύγχρονος καπιταλισμός, μα μονάχα μια από τις μορφές της πολιτικής του σημερινού καπιταλισμού : « Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο ότι ο Κάουτσκι αποσπάει την πολιτική του ιμπεριαλισμού από την οικονομία του, λέγοντας ότι οι προσαρτήσεις είναι η πολιτική «την οποία προτιμάει» το χρηματιστικό κεφαλαίο και αντιπαραθέτοντας σ’ αυτή μια άλλη πιθανή δήθεν αστική πολιτική πάνω στην ίδια βάση του χρηματιστικού κεφαλαίου. Βγαίνει έτσι ότι τα μονοπώλια στην οικονομία μπορούν να συνυπάρχουν με ένα όχι μονοπωλιακό ,όχι βίαιο, όχι αρπαχτικό τρόπο δράσης στην πολιτική». «Σαν αποτέλεσμα έχουμε συγκάλυψη και άμβλυνση των πιο θεμελιακών αντιθέσεων της νεότατης βαθμίδας του καπιταλισμού, αντί ξεσκέπασμα του βάθους αυτών των αντιθέσεων». «Γιατί η πάλη ενάντια στην πολιτική των τραστ και των τραπεζών που δεν θίγει τις βάσεις της οικονομίας των τραστ και τραπεζών καταλήγει στον αστικό ρεφορμισμό και στον πασιφισμό, σε ευσεβείς και αθώους πόθους».
Μ' αυτή την έννοια οι εργαζόμενοι έχουν να τα βάλουν μ' ένα πολύπλοκο εσωτερικό και διεθνές σύστημα καπιταλιστικών σχέσεων και κοινωνικών συμμαχιών του κεφαλαίου, που συγκροτούν την άνιση (ανταγωνιστική) αλληλεξάρτηση των πολλαπλών επιπέδων του ιμπεριαλιστικού-κεφαλαιοκρατικού πλέγματος και όχι μόνο με μια χούφτα μονοπωλίων των πιο μεγάλων και αντιδραστικών κρατών, που καταπιέζουν και λεηλατούν όλους τους λαούς και τα έθνη της γης. Εν κατακλείδι πρέπει να υπογραμμίσουμε την τεράστια σημασία που έχει ο εργατικός αγώνας στην χώρα μας αλλά και σε κάθε χώρα ξεχωριστά που οδηγεί στο κόψιμο κάθε είδους «πλοκαμιών» ( οικονομικών, πολιτικών, στρατιωτικών, πολιτισμικών, θεσμικών κ.λ.π.) της διαπλοκής με το διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου και στην αποτίναξη συνολικά απ’ αυτό το πλέγμα ως μια κρίσιμη προϋπόθεση για να αυξάνονται οι δυνατότητες επαναστατικής ανατροπής σε μια χώρα.
Η κρίση, όπως και οι προηγούμενες μεγάλες κρίσεις του καπιταλισμού διαμορφώνει εκ νέου τη μορφή των διεθνών σχέσεων. Αυτή η διαδικασία αφορά πρώτα από όλα την ίδια την Ε.Ε που καθώς δεν είναι βιώσιμη με την σημερινή μορφή (δηλαδή της αντιφατικής συνύπαρξης μιας νομισματικής ένωσης με ένα μη ενιαίο δημοσιονομικό μοντέλο) μπαίνει σε ένα μεταβατικό στάδιο. Σήμερα πολλοί αντιμετωπίζουν τις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις ως όχημα εκμετάλλευσης από τους ξένους (και τους Γερμανούς ιδιαίτερα) η από την άλλη ως αντικειμενικά προοδευτική διαδικασία και ουδέτερο πεδίο μέσα στο οποίο υποτίθεται ότι διεξάγεται η ταξική πάλη. Στην πραγματικότητα όμως η κάθε καπιταλιστική ολοκλήρωση δεν είναι παρά μια συγκεκριμένη έκφραση της πολύ ευρύτερης τάσης της καπιταλιστικής διεθνοποίησης-παγκοσμιοποίησης. Και αυτή η τάση αποτελεί δομικό στοιχείο του καπιταλισμού σε όλη την ιστορία του. Έτσι, οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, με τις σημερινές ή άλλες μορφές, και μέσα από διαδικασίες συνεχών συγκρούσεων και αναδιατάξεων, αποτελούν μορφές που λειτουργούν διαρκώς ως τάση/αναγκαιότητα του κεφαλαίου ακόμα και αν κάποια συγκεκριμένη ολοκλήρωση διαλυθεί (για να φτιαχτεί αμέσως μετά κάποια άλλη) ή αν παρουσιαστούν σημαντικοί τριγμοί στην πορεία της.
Ο διεθνισμός του κεφαλαίου είναι μια τάση που έκανε την εμφάνισή της ταυτόχρονα με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τον συνοδεύει σε όλη του τη διαδρομή μέχρι σήμερα. Ήταν αυτή - σε συνδυασμό με τις ανάγκες που είχε η βαθμίδα συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, με τα όρια που έθετε ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός, με το υπόβαθρο που εξασφάλιζε η όποια η κοινή πολιτισμική, γλωσσική, θρησκευτική κληρονομιά και με τελικό «κριτή» την κίνηση της ταξικής πάλης - που ώθησε την αστική τάξη, ήδη από τα πρώτα βήματα της κυριαρχίας της, να υπερβεί τις πόλεις-κράτη και τον κατακερματισμό των επαρχιών και να συγκροτήσει τα έθνη-κράτη. Ήταν αυτή που από τότε μέχρι σήμερα -πάντοτε σε συνδυασμό με τους άλλους παράγοντες- έτεινε να ξαναχαράζει τα σύνορα, να «ξαναμοιράζει την τράπουλα» του διεθνούς σκηνικού, να δημιουργεί και να καταστρέφει στρατηγικές συμμαχίες και σφαίρες επιρροής. Είναι αυτή που σήμερα, εν μέσω κρίσης, κάνει αναγκαία για την ανάπτυξη της αστικής τάξης την εγκαθίδρυση ευρύτερων, υπερεθνικών οικονομικό-πολιτικών συνόλων, με βαθύτερη αλληλεπίδραση των παραγωγικών, οικονομικών, κοινωνικών πολιτισμικών κ.λπ. λειτουργιών τους. Για αυτό και ο Παπανδρέου στη χθεσινή του ομιλία στη ΔΕΘ έθεσε ως υπέρτατο στόχο την παραμονή στο Ευρώ.
Οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις είναι «συνεταιρισμοί»- «συμμαχίες» των αστικών τάξεων και των καπιταλιστικών κρατών, είναι διακρατικοί οργανισμοί με στόχο τη βαθύτερη και από κοινού εκμετάλλευση των εργαζομένων μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής (τόσο αυτής που οριοθετείται από τα σύνορα των χωρών που συναπαρτίζουν την ολοκλήρωση, όσο και αρκετών ζωνών εκτός της). Η συμμετοχή στο «συνεταιρισμό» προφανώς και στη «λεία» από τη διευρυμένη βάση της εκμετάλλευσης- δεν είναι βέβαια ισότιμη, ούτε στατική: αποτυπώνει το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες, τη διαρκή τάση απ' όλους να τον ανατρέπουν προς όφελός τους, την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Κάτι αντίστοιχο, άλλωστε, ισχύει και για τις κατώτερες βαθμίδες της τάσης για καπιταλιστική ολοκλήρωση, τα εθνικά κράτη. Η μορφή, το βάθος και τα όρια της ολοκλήρωσης καθορίζεται από τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό, τη βαθμίδα συγκέντρωσης/ συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, το υπόβαθρο που εξασφαλίζει η όποια κοινή πολιτισμική κληρονομιά.
Συνεπώς, οι διαδικασίες της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, αν και αποτελούν σταθερή τάση, δεν έχουν σταθερή μορφή, έκταση και διάρκεια, χαρακτηρίζονται από συνεχείς εναλλαγές στην εσωτερική ισορροπία δυνάμεων, από συγκρούσεις και ανατροπές, σε αστική εννοείται βάση: Μπορεί, για παράδειγμα, η ΕΕ η το Ευρώ με τη σημερινή μορφή να μην υπάρχουν -ωστόσο, αυτό που δε θα πάψει ποτέ να υπάρχει είναι η τάση για καπιταλιστική ολοκλήρωση στην Ευρώπη, και αυτό είναι το σπουδαιότερο για το εργατικό κίνημα. Και κυρίως η όποια αλλαγή γίνει θα έχει σαν κριτήριο την «αντίδραση σε όλη τη γραμμή» την ακόμα μεγαλύτερη εθνική και διεθνική εκμετάλλευση των εργατικών τάξεων, ανεξάρτητα ποιες χώρες θα ηγεμονεύουν. Αυτή η βάση δεν αναιρεί την άλλη βασική λειτουργία του κεφαλαίου -άρα και των ολοκληρώσεών του-, τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό, ούτε στο εσωτερικό της ολοκλήρωσης ούτε στις σχέσεις της με άλλες αντίστοιχες διαδικασίες, με άλλα κεφάλαια. Άλλωστε, και η συγκρότηση του έθνους-κράτους δεν κατάργησε τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό του και βεβαίως ούτε στο εξωτερικό του.
Στο επίπεδο των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, οι ανταγωνισμοί αυτοί ή θα βάζουν ανυπέρβλητους φραγμούς στις διαδικασίες της συγκεκριμένης ολοκλήρωσης ή θα την αναπτύξουν για μια περίοδο κάτω από την κυριαρχία και την ηγεμονία των πιο ισχυρών αστικών κρατών και μερίδων (όπως θα γίνει αν υλοποιηθεί το σχέδιο του «Ευρωπαϊκού Υπουργείου Οικονομικών»). Αυτοί, εξάλλου, οι ανταγωνισμοί -και το ανέφικτο της εξαφάνισής τους στον καπιταλισμό- είναι και ο βασικός παράγοντας που δεν επιτρέπει (στα πλαίσια του καπιταλισμού) στην τάση πολιτικής συμπύκνωσης των συμφερόντων των διαφόρων τμημάτων του κεφαλαίου γύρω από ένα σύστημα περιφερειακών και πλανητικών ρυθμίσεων και θεσμών να ολοκληρωθεί πλήρως, να φτάσει μέχρι το τέλος, την αδιατάρακτη βασιλεία των «υπερεθνικών ή οικουμενικών κρατών».
Συνεπώς, η καπιταλιστική ολοκλήρωση εδράζεται στην ενιαία πορεία-συνύπαρξη δυο αντιφατικών τάσεων: της τάσης για ανταγωνισμό, για σύγκρουση, για διάσπαση και αυτής για συμμαχία, ενότητα, ρύθμιση. Ή, με άλλα λόγια, στην κίνηση-εξέλιξη της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης εκδηλώνεται, από τη μια, ο νόμος των κοινών συμφερόντων του κεφαλαίου σε βάρος της εργατικής τάξης, η προσπάθεια ρύθμισης των διεθνών κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και αντιθέσεων για την καλύτερη εξυπηρέτηση αυτής της κατεύθυνσης, και από την άλλη, ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού, η όξυνση του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού για τη διεκδίκηση καλύτερης θέσης (στα πλαίσια της ολοκλήρωσης και ευρύτερα του διεθνούς καπιταλιστικού πλέγματος) στην εκμετάλλευση των εργαζομένων. Και οι δύο αυτές τάσεις πηγάζουν από την εσωτερική ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Ε.Ε: Η Ευρωπαϊκή συμμαχία των αστικών τάξεων.
Η δημιουργία της ΕΟΚ με τη συνθήκη της Ρώμης του 1957 ως θεσμοθέτηση της δυτικοευρωπαϊκής περιφερειακής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης σηματοδοτεί μια νέα περίοδο στις μεταπολεμικές εξελίξεις και όχι μόνο της Ευρώπης. Η ίδρυση της ΕΟΚ ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξης του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, που έγινε κυρίαρχη μορφή του καπιταλιστικού συστήματος μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποτέλεσε την ανώτερη μέχρι εκείνη την εποχή προσπάθεια διεθνούς περιφερειακής ρύθμισης των αντιφάσεων του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού που έκαναν αισθητή την εμφάνιση τους στη φάση της «ωρίμανσης» του. Έκφρασε το μέχρι τότε επίπεδο διεθνούς συνεργασίας και ρύθμισης των ανταγωνισμών στη μεταπολεμική Ευρώπη, την ανάπτυξη νέων μορφών σταθεροποίησης και αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα αποτέλεσε το μοντέλο της νέας μορφής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης και διεθνοποίησης στη βάση της ανάπτυξης των πολυεθνικών μονοπωλίων και συνδέεται με το νέο ρόλο τους ως σύγχρονης μορφής του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Η ΕΟΚ είχε στρατηγική σημασία για την αντιμετώπιση του εργατικού κινήματος και των αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων, για τον ανταγωνισμό με τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», για την υπονόμευση κάθε θετικής εσωτερικής τους εξέλιξης στις ευρωπαϊκές και διεθνείς σχέσεις. Στηρίχτηκε στην πρωταγωνιστική παρουσία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στη μεταπολεμική ευρωπαϊκή πραγματικότητα αλλά ταυτόχρονα αποτέλεσε σταθμό για τη συγκρότηση του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου με τη σημερινή του μορφή και τη σχετική «χειραφέτηση» του από τους μεταπολεμικούς συσχετισμούς. Οι νέες εξελίξεις επέβαλαν την υπερεθνική, υπερκρατική ρύθμιση που συνδέθηκε και με την εναλλακτική ολοκλήρωση των «σοσιαλιστικών χωρών» (ΚΟΜΕΚΟΝ).
Κάθε φάση εξέλιξης του τρόπου παραγωγής συνοδεύεται από κρίσεις του συστήματος κυριαρχίας, από αλλαγές στη σχέση εθνικού και διεθνικού και από αντίστοιχες κρίσεις στο ίδιο το κίνημα της επαναστατικής τάξης. Μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε τους σταθμούς και τις φάσεις της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και το ρόλο της από την ίδρυση της μέχρι σήμερα αλλά και στο μέλλον.
Η ισχυροποίηση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού μετά τον πόλεμο οδηγεί στη θεσμοθέτηση της ΕΟΚικής ολοκλήρωσης (1957). Η μαζικοποίηση της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών και η εμφάνιση των νέων τμημάτων της εργατικής τάξης στα τέλη της δεκαετίας του 60 (1965-1970) ενισχύουν ποιοτικά την ανάγκη για διεθνή κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση. Το αποτέλεσμα είναι η όξυνση των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στο εσωτερικό της ΕΟΚ (εποχή της «άδειας καρέκλας» του Ντε Γκολ) και η συγκρότηση ΕΟΚικών οργάνων και μηχανισμών κυριαρχίας, στις διαδοχικές διευρύνσεις της ΕΟΚ με νέα μέλη. Η δομική κρίση υπερσυσσώρευσης στις αρχές της δεκαετίας του 70 (1973-1974) οδηγεί στην αναδιοργάνωση όλων των σχέσεων στην ΕΟΚ. Η ανάγκη να ενταθεί η επίθεση απέναντι στους εργαζόμενους, οι ανταγωνισμοί και η «θεσμική κρίση» της ΕΟΚ οδηγούν τις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1985 και στις τριακόσιες οδηγίες της Ενιαίας Εσωτερικής Αγοράς του 1992. Αυτή η τομή, στηριζόμενη και στην από το 1979 δημιουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών και έχοντας στον πυρήνα της τις «4 ελευθερίες κίνησης» (κεφαλαίων, προσώπων, υπηρεσιών, εμπορευμάτων), ενοποιούσε οικονομικά τον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο και καταργούσε, ως ένα βαθμό, αρκετά από τα εμπόδια (τελωνειακά, δασμοί, συναλλαγματικά, νομίσματα κ.λ.π) που έθεταν τα σύνορα και η ύπαρξη των ξεχωριστών εθνικών κρατών. Ήταν μια τομή που αντιστοιχούσε σε μια περίοδο του καπιταλισμού όπου το κυρίαρχο στις διαδικασίες της καπιταλιστικής διεθνοποίησης ήταν η διεθνοποίηση των εμπορευμάτων και του χρηματιστικού κεφαλαίου και όπου γίνονταν τα πρώτα βήματα στην αξιοποίηση της διεθνούς διαπλοκής του κεφαλαίου για την υπέρβαση της κρίσης του 1973-75.
Στα τέλη της δεκαετίας του 80-αρχές του 90 η κατάρρευση των καθεστώτων στην ανατολική Ευρώπη που σηματοδότησε την ολοκλήρωση της ήττας του εργατικού κινήματος, η γενίκευση των περιφερειακών καπιταλιστικών ολοκληρώσεων (ΕΟΚ, ΗΠΑ-Καναδάς-Μεξικό, Ιαπωνική ολοκλήρωση) και ταυτόχρονα η ανάδειξη της Γερμανίας ως ηγετικής δύναμης. –«καπέλο» στην ΕΟΚ και σε όλη την Ευρώπη οδηγεί στην ποιοτική τομή του Μάαστριχ, στις διαδοχικές διευρύνσεις, στην συγκρότηση του Ευρωστρατού κ.α. Η συνθήκη του Μάαστριχ, με τα κριτήρια σύγκλισης που έθετε και τις διαδικασίες μακροοικονομικής ομογενοποίησης που δημιουργούσε σε αρκετούς τομείς (ΟΝΕ, αγορά εργασίας, οικονομικός ρόλος κράτος, νομισματική και δημοσιονομική πολιτική κ.λ.π) διαμόρφωνε το έδαφος για μια βαθύτερη οικονομική ενοποίηση στον ευρωπαϊκό χώρο, η οποία θα υπερέβαινε κατά πολύ την απλή άρση των τελωνειακών φραγμών και την κατοχύρωση των «4 ελευθεριών» καταλήγοντας στην ΟΝΕ και το Ευρώ. Η εποχή της ΟΝΕ και του Ευρώ, που προηγήθηκε της κρίσης, ήταν η περίοδος της λαίλαπας των νεοφιλελεύθερων μέτρων σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες, που σε διεθνές επίπεδο ενισχύθηκε από τις διάφορες συνθήκες (Λισαβόνα, Μπολόνια κ.α), τα Ευρωσυντάγματα, τους Ευρωτρομονόμους κ.α.
Η ανάπτυξη της Ε.Ε και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της χώρας μας αποτελεί στρατηγικής σημασίας ζήτημα για το εργατικό κίνημα. Το γεγονός ότι η τάση των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων (και ειδικότερα της Ε.Ε) έχει ως βάση την ανάπτυξη του καπιταλισμού, τη δράση του πολυεθνικού κεφαλαίου, δεν της προσδίδει «αντικειμενοποιημένο» χαρακτήρα ούτε- πολύ περισσότερο- προοδευτικό περιεχόμενο. Η συγκεκριμένη μορφή καπιταλιστικής ολοκλήρωσης που λεγόταν ΕΟΚ και σήμερα Ε.Ε συνδέεται με τον πυρήνα της αστικής κυριαρχίας στη χώρα μας. Η συμμετοχή στις διαδικασίες της αποτελεί κεντρική επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου, ιδιαίτερα των πιο δυναμικών και με πολυεθνική διαπλοκή μερίδων του. Και οι κατευθύνσεις της Ε.Ε δεν εκφράζουν κάτι «εξωγενές» προς τις ανάγκες του, αλλά τις συμπυκνωμένες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιλογές του δυτικοευρωπαϊκού πολυεθνικού πολυκλαδικού κεφαλαίου, μαζί και του ελληνικού. Το ελληνικό κεφάλαιο πραγματοποιεί, με βάση και τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές πλέγμα, τη συμμετοχή στη λεία του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού σε βάρος πρώτα από όλα της δικής του εργατικής τάξης. Η ελληνική ολιγαρχία με την συμμετοχή στην Ε.Ε δυναμώνει απέναντι στον «εσωτερικό» της εχθρό, την εργαζόμενη πλειονότητα.
Η αστική κυριαρχία και εκμετάλλευση της εργατικής τάξης σε χώρες όπως η δική μας, που ανήκουν στη 2η ταχύτητα της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, συντελείται με διπλό τρόπο: εθνικό και διεθνικό. Για αυτό και η πάλη που γίνεται ενάντια στην εγχώρια αστική τάξη δεν μπορεί παρά να αφορά και την πάλη ενάντια στις ολοκληρώσεις του κεφαλαίου και αντίστροφα. Η Ε.Ε δεν συνεπάγεται μόνο το δραστικό περιορισμό της οικονομικής ευημερίας των εργαζομένων, αλλά και τη γεωγραφική και γραφειοκρατική απομάκρυνση της λήψης αποφάσεων και, συνεπώς, την απώλεια κοινωνικού ελέγχου. Ταυτόχρονα, η όλο και πιο αντιδραστική δομή και λειτουργία της Ε.Ε περιορίζει αποφασιστικά την προοπτική κοινωνικής αλλαγής σε μια κομμουνιστική-απελευθερωτική κατεύθυνση. Δεν μπορεί, συνεπώς, να υπάρχουν αυταπάτες για τη δυνατότητα να υπάρξουν στα πλαίσια του καπιταλισμού «προοδευτικές λύσεις» η διέξοδοι, τόσο στα πλαίσια μιας χώρας όσο και στα πλαίσια των ολοκληρώσεων.
Ένα σημαντικό κομμάτι της αριστεράς υποστηρίζει, ακόμα και σήμερα, την ένταξη και τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε, πιστεύοντας εντελώς ουτοπικά ότι έτσι διασφαλίζεται μια προοπτική δημοκρατικών αλλαγών και κοινωνικής ευημερίας. Από την άλλη η αριστερή σοσιαλδημοκρατία των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ είτε προβάλλει την «έξοδο από το Ευρώ» σαν……. ενδιάμεσο στάδιο για την αποχώρηση από την Ε.Ε με προτάσεις «αριστερής» κυβερνητικής διαχείρισης, είτε την έξοδο από την Ε.Ε από μια αστική κυβέρνηση που υποτίθεται ότι θα «πιέζεται» από το εργατικό κίνημα.
Αλλά και το κομμάτι της αριστεράς που εκφράζεται από το ΚΚΕ, περιορίζεται σε στόχους που σχετίζονται με την ανεξάρτητη ανάπτυξη της «εθνικής οικονομίας» σε μια προοπτική «λαϊκής οικονομίας και εξουσίας». Το ζήτημα της αποδέσμευσης, ακόμα και όταν εκφράζεται ρητά, δεν συνδέεται σαφώς με μια επαναστατική προοπτική. Το ΚΚΕ φαίνεται να πιστεύει ότι διευρύνοντας την βάση υποστήριξης της αποδέσμευσης συμπληρώνοντας στα εργατικά συμφέροντα τα συμφέροντα των μεσοστρωμάτων ή του μικρού «αντιμονοπωλιακού» κεφαλαίου, μπορεί να επιτευχθεί σε πιο σύντομο ορίζοντα ο στόχος της αποδέσμευσης. Δεν παίρνει όμως ξεκάθαρη θέση για το τι προκρίνει στα πλαίσια της πάλης για αποδέσμευση-διάλυση της Ε.Ε : την εργατική ηγεμονία με ορίζοντα την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων, ή μια ουτοπική καπιταλιστική ανάπτυξη εκτός των διαδικασιών ένταξης στο διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου.
Η κρίση και οι σημερινές εξελίξεις στην Ε.Ε δείχνουν ότι δεν υπάρχει χώρος για αυταπάτες. Οι οικονομικοί, θεσμικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί της Ε.Ε, αλλά και των επιμέρους κρατών μελών, έχουν διαμορφωθεί και φέρουν τη σφραγίδα των εξουσιαστικών σχέσεων του κεφαλαίου και στοχεύουν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του. Ως τέτοιοι είναι εντελώς ακατάλληλοι και επιζήμιοι για την επαναστατική αναδιοργάνωση της κοινωνίας και για μια προοπτική στα πλαίσια της οποίας οι «ελεύθερα συνεταιρισμένοι (και αυτοκυβερνώμενοι) παραγωγοί» θα αποκρυσταλλώνουν σταδιακά τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας. Και δεν θα μπορούσαν, βέβαια, να μετασχηματιστούν ριζικά οι σχέσεις παραγωγής χωρίς την ταυτόχρονη αλλαγή των σχέσεων εξουσίας και κράτους (σε εθνικό, περιφερειακό, και παγκόσμιο επίπεδο). Θα πρέπει, επομένως, να καταργηθούν (διαλυθούν) οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί της Ε.Ε και να αναπτυχθούν νέοι θεσμοί και κοινωνικοί μηχανισμοί σχεδόν από μηδενική βάση.
Σε αυτά τα πλαίσια, βασική θέση κάθε στρατηγικής επιδίωξης με κομμουνιστικό περιεχόμενο δεν μπορεί να είναι άλλη από την πάλη για την ανατροπή των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, την κατάργηση της συμμετοχής της χώρας σε αυτές, την κατοχύρωση του δικαιώματος του αποχωρισμού και της ελεύθερης συνένωσης σε εργατικού τύπου διεθνοποιήσεις. Ο στόχος για αποχωρισμό και αποδέσμευση από την Ε.Ε συγχωνεύεται με την ανάγκη και δυνατότητα της εργατικής εξουσίας που μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μια σειρά χώρες η σε μία από αυτές. Ωστόσο η εδραίωση της, η αμετάκλητη νίκη της χωρίς κίνδυνο παλινόρθωσης απαιτεί μια πλέον ανεπτυγμένη διεθνή βάση και μάλιστα τέτοια που να διεκδικεί οικονομική, κοινωνική και πολιτικοιδεολογική ηγεμονία απέναντι στο διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου. Η πάλη για την αποδέσμευση είναι η βασική συμβολή του εργατικού κινήματος στη χώρα μας για τη διάλυση της Ε.Ε. Στη βάση αυτής της λογικής, ο στόχος της ανατροπής της συγκεκριμένης μορφής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, που σήμερα είναι η Ε.Ε, κρίνεται σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο και κυρίως στο πρώτο, γιατί δεν μπορεί να προσμένει κανείς κάποια συνολική επανάσταση όλων των ευρωπαϊκών χωρών ταυτόχρονα.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Busch K: Η Ευρώπη μετά το 1992-εκδόσεις Κριτική
Διάφοροι συγγραφείς: Μύθοι και πραγματικότητα την εποχή της παγκοσμιοποίησης-εκδόσεις Πατάκη
Λένιν Β: Ο Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού-εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
Λένιν Β: Δύο Τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας-εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
Λιοδάκης Γ: Οι ταξικές συνέπειες της ένταξης της Ελλάδας στη Ε.Ε-ΠΡΙΝ (3-8-2003)
Λούξεμπουργκ Ρ: Τι είναι η πολιτική οικονομία-εκδόσεις Κοροντζή.
Μαντέλ Ε: Ο ύστερος καπιταλισμός-εκδόσεις Gutenberg
Μαριόλης Θ- Σταμάτης Γ: ΟΝΕ και νεοφιλελεύθερη πολιτική-εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα .
Μαρξ Κ: Το Κεφάλαιο-εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
Μέσαρος Ι: Σοσιαλισμός η Βαρβαρότητα-εκδόσεις Προσκήνιο.
Μηλιός Γ/Σωτηρόπουλος Δ: Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση-εκδόσεις νήσος.
Μπουχάριν Ν: Ο Ιμπεριαλισμός και η Παγκόσμια Οικονομία-εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.
Παλαιός Α: Ζητήματα θεωρίας του Ιμπεριαλισμού-εκδόσεις Οδυσσέας.
Φωτόπουλος Τάκης: Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ-εκδόσεις Γόρδιος.
Χίλφερτινγκ Ρ: Το Χρηματιστικό Κεφάλαιο-εκδόσεις Γκοβόστη.
Χομπσμπάουμ Ε: Η εποχή των άκρων-εκδόσεις Θεμέλιο.
Ψυρούκης Ν: Ιστορία της αποικιοκρατίας-εκδόσεις Επικαιρότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου