Με αφορμή το θάνατο του Νέλσον Μαντέλα - και την υποκρισία ορισμένων Ελλήνων πολιτικών, δημοσιογράφων και σχολιαστών - αντιγράφουμε από τον Παραλληλογράφο το παρακάτω άρθρο του Ιού της Ελευθεροτυπίας (Ιούλιος 2010).
Η ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΝΟΤΙΑ ΑΦΡΙΚΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Η ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΝΟΤΙΑ ΑΦΡΙΚΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Μπάλα είναι και γυρίζει. Οι ίδιοι που σήμερα θριαμβολογούν για την κατάργηση του απαρτχάιντ και θαυμάζουν τον Νέλσον Μαντέλα μέχρι πριν από δυο δεκαετίες αναζητούσαν προφάσεις και δικαιολογίες για να στηρίξουν το ρατσιστικό καθεστώς. Ανάμεσά τους και πολλοί Ελληνες.
Δυστυχώς η ομόθυμη αυτή αποδοκιμασία του απάνθρωπου καθεστώτος είναι κάπως όψιμη. Κατόπιν εορτής. Τότε που είχε σημασία η διεθνής απομόνωση της πολιτικής του απαρτχάιντ, οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις δεν διακινδύνευαν να κακοκαρδίσουν τους τόσο πλούσιους σε ορυκτά και χρυσό «συμμάχους» τους και πίσω από τις διαμαρτυρίες των ανθρωπιστικών οργανώσεων, αλλά ακόμα και του ΟΗΕ, διέκριναν παντού σοβιετικό δάκτυλο.
Το ζήτημα αυτό αφορά ιδιαίτερα και την Ελλάδα που επί μισό σχεδόν αιώνα κρυβόταν πίσω από το δάκτυλό της και, ενώ στα λόγια καταδίκαζε την απάνθρωπη καταπίεση της μαύρης πλειοψηφίας, δίσταζε να προχωρήσει σε οποιοδήποτε μέτρο που όχι μόνο θα στεναχωρούσε τους Ελληνες ομογενείς στο Γιοχάνεσμπουργκ και το Κέιπ Τάουν, αλλά θα δυσκόλευε και τη δράση των δαιμόνιων συμπατριωτών μας (κυρίως εφοπλιστών), οι οποίοι συνηθίζουν να εκμεταλλεύονται με το αζημίωτο παρόμοιες «ευκαιρίες».
Οι ομογενείς και το καθεστώς
Οσα ακολουθούν δεν αναφέρονται στους δηλωμένους υπερασπιστές κάθε είδους ρατσιστικής διακυβέρνησης. Δεν αναφέρονται δηλαδή στα στελέχη της Ακροδεξιάς και ειδικότερα του ΛΑΟΣ που από τα έντυπά τους και το κομματικό τους κανάλι έχουν κατ’ επανάληψη εξάρει τις αρετές του νοτιοαφρικανικού ρατσιστικού καθεστώτος. Δεν αναφερόμαστε λ.χ. στους συνεργάτες του Καρατζαφέρη Βίρλα και Μιχαλόπουλο, οι οποίοι όχι μόνο καταγγέλλουν τον κομμουνιστή Μαντέλα, αλλά μιλούν για «υποτιθέμενο ρατσιστικό καθεστώς», το οποίο ίδρυσε ο «μεγάλος οραματιστής» Φερβούρντ (Τηλεάστυ, 20.6.02). Δεν μιλάμε ούτε για το άλλο μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΛΑΟΣ, που έγραψε ολόκληρο βιβλίο για να μεταφέρει τις απόψεις του πρεσβευτή της Νότιας Αφρικής στην Ελλάδα και να καταγγείλει ως «τρομοκρατική οργάνωση» το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και να δικαιολογήσει τη φυλάκιση του Μαντέλα (Ιωάννης Γιαννάκενας, «Αναζητώντας την αλήθεια για την Δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής», εκδ. Πρωτοβουλία).
Το θέμα μας είναι οι υπόλοιποι, οι ευυπόληπτοι δημοκράτες όλου του πολιτικού φάσματος που άργησαν τόσο πολύ να αντιληφθούν ότι το απαρτχάιντ δεν είναι «άλλη μια μορφή δυτικού πολιτεύματος» αλλά ένα καθεστώς βίας, καταναγκασμού και αίματος ενώ ο φυλακισμένος Μαντέλα δεν είναι «τρομοκράτης» αλλά άξιος ηγέτης ενός ολόκληρου λαού! Συνήθως για να δικαιολογηθεί η ήπια ή αντιφατική στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στο απαρτχάιντ γίνεται επίκληση στα συμφέροντα και τις θέσεις των εκπροσώπων του ελληνισμού στην ίδια τη Νότια Αφρική. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία ο αριθμός των ομογενών στη χώρα έφτασε τους 170.000 την περίοδο 1963-1975, όταν το καθεστώς προωθούσε τη λευκή μετανάστευση για να ανατρέψει τα πληθυσμιακά δεδομένα στη χώρα. Μετά την έκρηξη της αντίστασης του μαύρου πληθυσμού και την αιματηρή καταστολή του 1976 πολλοί Ελληνες μετανάστες επαναπατρίστηκαν ή μετακόμισαν σε άλλη χώρα. Ο αριθμός των ομογενών περιορίστηκε σε 80.000. Ένα δεύτερο κύμα φυγής παρατηρήθηκε κατά τη μεταβατική περίοδο του 1990, όταν πολλοί λευκοί φοβήθηκαν ότι θα υποστούν την εκδίκηση της μαύρης πλειοψηφίας.
Είναι αλήθεια ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ελληνικές κοινότητες της Νότιας Αφρικής ταυτίστηκαν απολύτως με το καθεστώς. Μιλώντας σε γεύμα του Πανελλήνιου Ελληνοαφρικανικού Συνδέσμου τον Ιούλιο του 1966 στην Αθήνα, ο επιτετραμένος της Νότιας Αφρικής εκφράστηκε με θερμά λόγια για το ρόλο του «νομοταγούς ελληνικού πληθυσμού» στη χώρα του και διαβεβαίωσε ότι «κατά τας εκτιμήσεις αμερολήπτων παρατηρητών, το 90% των ελληνικής καταγωγής νοτιοαφρικανών θετικώς υποστηρίζουν την πολιτικήν της κυβερνήσεώς μας».
Ο κ. Χάρβεϊ δεν είχε άδικο. Ένα χρόνο νωρίτερα, όταν η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου διανοήθηκε να διαθέσει μέσω του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών ποσό 1.000 (χιλίων) δολαρίων υπέρ των αγωνιζομένων για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, ξεσηκώθηκε όλη η ομογένεια. Σε συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε στις 20.7.1965 πολλοί ομιλητές της ελληνικής παροικίας του Κέιπ-Τάουν χαρακτήρισαν την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης ως απαράδεκτη. Διαμαρτυρία εξέδωσαν και οι Ελληνες της Πρετόρια, «οι οποίοι σημειωτέον τονίζουν ότι η απόφασις αυτή της ελληνικής κυβερνήσεως ενθαρρύνει τα ανατρεπτικά στοιχεία εις την Νότιον Αφρικήν. Αντίγραφα της εν λόγω διαμαρτυρίας πρόκειται να σταλούν εις τον βασιλέα των Ελλήνων, την ελληνικήν κυβέρνησιν και εις το υπουργείον Εξωτερικών της Νοτίου Αφρικής» (Το Βήμα, 22.7.1965).
Η ταύτιση με το απαρτχάιντ ήταν πρώτα απ’ όλα ταξική. Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι ο φυλετικός διαχωρισμός ήταν πρώτα απ’ όλα μια βαθιά τομή στον καταμερισμό εργασίας και ο λόγος της διατήρησής του ήταν ακριβώς η προστασία των οικονομικών και κοινωνικών προνομίων των λευκών. Το απαρτχάιντ υπήρξε εφαρμογή αποικιοκρατικού καθεστώτος στο εσωτερικό της ίδιας χώρας. Ο συντηρητικός Ελληνας δημοσιογράφος Κώστας Καγκελάρης περιγράφει το 1986: «Τα σπίτια [των ομογενών] είναι άνετες εξοχικές κατοικίες, διαθέτουν μεγάλους κήπους, πισίνες, κτίσματα για το υπηρετικό προσωπικό, που είναι κυρίως μισθωτοί μαύροι και το απαραίτητο γκαράζ για δύο ή τρία αυτοκίνητα, ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας. Ενας μαύρος επίσης κηπουρός φροντίζει για την περιποίηση του κήπου και για τους πιο πολλούς Ελληνες ένας ακόμη για εξωτερικές δουλειές φροντίζει για τα ψώνια και φέρνει στο σπίτι τις εφημερίδες». Οσο για τις σχέσεις των ομογενών με τους μαύρους, τις περιγράφει με αφέλεια ή κυνισμό στο ίδιο βιβλίο ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας του Γιοχάνεσμπουργκ: «Είμαστε συμπαθείς στους μαύρους, γιατί τους έχουμε στην υπηρεσία μας και τους φροντίζουμε σαν να είναι μέλη της οικογένειάς μας».
Ηταν φυσικό, λοιπόν, οι Ελληνες να ταυτιστούν με το καθεστώς, γεγονός που, όπως γράφει ο Γιάννης Μαρκάκης, «αποδεικνύεται από τα σχόλια των ελληνόγλωσσων εφημερίδων, από τις ενέργειες των αξιωματρούχων των κοινοτήτων και διάφορες χειρονομίες ομογενών, όπως τις χρηματικές δωρεές για τις νοτιοφρικανικές ένοπλες δυνάμεις, την απονομή βραβείου στον επικεφαλής των Σωμάτων Ασφαλείας μετά τις συνεχείς σφαγές των μαύρων διαδηλωτών το 1988 και τις έντονες και πικρόχολες διαμαρτυρίες εναντίον των ελληνικών κυβερνήσεων που συμμορφώθηκαν με τα μέτρα που έλαβαν τα Ηνωμένα Εθνη και η Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά εναντίον της Νότιας Αφρικής».
Ας μην ξαφνιαζόμαστε, λοιπόν, που ο πρόεδρος της ομοσπονδίας των ελληνικών κοινοτήτων Πέτρος Παϊζης υπήρξε υποψήφιος βουλευτής του κυβερνητικού κόμματος ANP, ενώ ο τελευταίος θιασώτης του απαρτχάιντ πρωθυπουργός Πίτερ Μπότα ευχαριστούσε «ιδιαιτέρως την ελληνική κοινότητα για την υποστήριξή της» την περίοδο που κορυφωνόταν η προσπάθεια της διεθνούς κοινότητας να επιβάλει νέες κυρώσεις στη Νότια Αφρική (15.8.85).
Η συνεργασία με το απαρτχάιντ
Θα ήταν όμως αδικία να ρίξουμε όλο το φταίξιμο στην ελληνική ομογένεια. Πίσω από τη διφορούμενη επίσημη ελληνική στάση κρύβονται κυρίως άλλες σκοπιμότητες οικονομικής φύσης. Σημείο καμπής για τις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών αποτελούν οι συνομιλίες που είχε με τους νοτιοαφρικανούς αρμόδιους η ειδική εμπορική επιτροπή που στάλθηκε από την Ελλάδα στο Γιοχάνεσμπουργκ και την Πρετόρια το καλοκαίρι του 1965, εν μέσω των «Ιουλιανών» (26.7-5.8.1965). Χάρη στην ιδιότυπη σύνθεση της επιτροπής, όπου εκτός από τους εκπροσώπους του ΕΒΕΑ, της ΔΕΗ, των ΣΕΚ και της ΕΤΒΑ μετείχαν και δυο δημοσιογράφοι, έχουν δημοσιευτεί αναλυτικές περιγραφές του περιεχομένου αυτών των συναντήσεων. Ο ένας από τους δύο δημοσιογράφους της επιτροπής, ο Γιάννης Μαρίνος ήταν ήδη τότε διευθυντής του Οικονομικού Ταχυδρόμου, ενώ ο δεύτερος, ο Ευάγγελος Ανδρουλιδάκης, διευθυντής σύνταξης της Ναυτεμπορικής. Ο μετέπειτα ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Γιάννης Μαρίνος με διαδοχικά πρωτοσέλιδα άρθρα του στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» υποστηρίζει θερμά τη συνεργασία Ελλάδας-Νότιας Αφρικής και προτείνει να εκμεταλλευτεί η χώρα μας την απομόνωση του απαρτχάιντ από τις περισσότερες χώρες. Η πρότασή του είναι να λειτουργήσει η Ελλάδα ως ενδιάμεσος σταθμός για να σπάσει το εμπορικό μποϊκοτάζ του ΟΗΕ: «Η Νότιος Αφρική, συνεπεία της γνωστής πολιτικής του φυλετικού χωρισμού, που εφαρμόζεται υπό της κυβερνήσεώς της, αντιμετωπίζει από τινος χρόνου την οργανωμένην πολεμικήν των πλείστων χωρών και μάλιστα όχι μόνον εις τον πολιτικόν, αλλά και εις τον οικονομικόν τομέα. […] Ανεξαρτήτως της απολύτου ή μη επιτυχίας του εν λόγω μποϊκοτάζ, γεγονός είναι ότι το εξωτερικόν εμπόριον της Νοτίου Αφρικής έχει αρχίσει να δυσχεραίνεται. […] Η χώρα μας εκρίθη ως ιδανική διέξοδος διά τα εξαγωγικά πλεονάσματα της Νοτίου Αφρικής. Όχι φυσικά μόνον διά της απορροφήσεώς των υπό της περιορισμένης ελληνικής αγοράς. Εκείνο που κυρίως έχει σημασία είναι προφανώς ότι η Ελλάς θα δύναται να αποτελέσει ένα ιδανικό σταθμό τράνζιτο για τα αφρικανικά προϊόντα, τα οποία επανεξαγόμενα μετά από μίαν ελαφράν τελικήν επεξεργασίαν ή συσκευαζόμενα καταλλήλως θα ήτο ευχερέστερον να διατεθούν όχι μόνον εις την ευρωπαϊκήν, αλλά και εις τας Μεσανατολικάς ακόμη αγοράς, ως ελληνικά πλέον προϊόντα» (12.8.1965).
Αυτό που προτείνεται είναι δηλαδή το «ξέπλυμα» των νοτιοαφρικανικών προϊόντων με ένα μικρό πέρασμα από την Ελλάδα για να πάρουν την ελληνική σφραγίδα και να μην υπάγονται πλέον στο εμπάργκο του ΟΗΕ. Εκείνη την περίοδο διπλωματικός εκπρόσωπος της χώρας μας στη Νότια Αφρική ήταν ο Πέτρος Μολυβιάτης, ενώ διευθυντής μάρκετινγκ του Νοτιοαφρικανικού Οργανισμού Εξωτερικού Εμπορίου ο ομογενής Μιχαήλ Φασουλάκης. Ο κ. Μαρίνος σε επόμενο άρθρο του επιμένει: «Η κυβέρνησις της Νοτίου Αφρικής πιέζεται από το οικονομικό μποϊκοτάζ των άλλων χωρών. Ακριβώς δι’ αυτό ευρίσκεται η Ελλάς εις ισχυράν διαπραγματευτικήν θέσιν» (19.8.1965).
Είναι φυσικό ότι οι διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν επί κυβερνήσεων αποστατών ευοδώθηκαν κατά την περίοδο της δικτατορίας και κορυφώθηκαν με τη συμφωνία αεροπορικής σύνδεσης των δύο χωρών μέσω της Ολυμπιακής.
Οι αποκλεισμοί και η Ελλάδα
Η θεωρία του κ. Μαρίνου βρήκε πρόθυμους υποστηρικτές μετά από λίγα χρόνια, όταν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ προχώρησε σε αυστηρό εμπάργκο πετρελαίου εναντίον της Νότιας Αφρικής θεωρώντας ότι πρέπει να πιέσει με κάθε τρόπο για την άρση του απαρτχάιντ. Ηδη από το 1963 είχε τεθεί σε συζήτηση στο πλαίσιο του ΟΗΕ το ζήτημα των κυρώσεων κατά της Νότιας Αφρικής και ειδικότερα το εμπάργκο όπλων και πετρελαίου. Η πρώτη σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης πάρθηκε στις 12.12.79, με 123 ψήφους υπέρ, 7 κατά (Δυτική Γερμανία, ΗΠΑ, Βέλγιο, Βρετανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο και Καναδάς) και 13 αποχές (ανάμεσά τους Ελλάδα, Αυστρία, Ιαπωνία, Ιταλία). Πανομοιότυπες αποφάσεις παίρνονταν κάθε χρόνο στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με παρόμοιες τοποθετήσεις των κρατών. Πάντως το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν επικύρωσε ποτέ την απόφαση αυτή όπως ζητούσε επίμονα η Γενική Συνέλευση, ώστε να καταστεί υποχρεωτική για τα κράτη μέλη. Αντιδρούσαν με βέτο οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία.
Δεν ήταν βέβαια μόνο το εμπάργκο πετρελαίου. Σε όλους τους τομείς που επιβλήθηκαν από τα αρμόδια όργανα του ΟΗΕ αποκλεισμοί, διαπιστώνουμε ότι πολλοί γνωστοί Ελληνες επέλεξαν να τους σπάσουν και βρέθηκαν έτσι στις μαύρες λίστες που δημοσίευε κάθε χρόνο ο διεθνής οργανισμός. Σε παρόμοιες λίστες καλλιτεχνών θα συναντήσουμε τη Νάνα Μούσχουρη, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Νίκο Ξανθόπουλο και την Ελσα Βεργή ενώ μεταξύ των αθλητών που επισκέφτηκαν τη Νότια Αφρική θα βρούμε τα ονόματα της Αγγελικής Κανελλοπούλου (τένις), του Β. Καρατζά (γκολφ) και των Δημήτρη Παπανδρέου και Κώστα Λω (μηχανοκίνητος αθλητισμός).
Αλλά το εμπάργκο του πετρελαίου είχε ιδιαίτερο βάρος γιατί αποτελούσε πραγματική πίεση προς το καθεστώς. Και εδώ δυστυχώς είναι που μεγαλούργησαν οι συμπατριώτες μας. Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις του ειδικευμένου ανεξάρτητου γραφείου ερευνών SRB (Shipping Research Bureau) κατά την περίοδο 1979-1990 ελληνικές εταιρείες φέρονται αναμειγμένες σε τουλάχιστον 77 αποστολές μεταφοράς πετρελαίου προς τη Νότια Αφρική. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το SRB διαπιστώνει ότι υπήρχαν αρκετές εταιρίες ελληνικών συμφερόντων που φέρονται ότι ανέλαβαν μια μόνο παρόμοια αποστολή. Από το 1986 αυτές οι μεταφορές συγκεντρώνονται σε ορισμένους εφοπλιστικούς ομίλους και πολλαπλασιάζεται ο αριθμός τους. Ενδεικτικά αναφέρεται ο όμιλος Λιβανού-Καρρά με 4 φορτία το διάστημα 1979-1985 και 12 μετά το 1986, ο όμιλος Λαιμού (2 και 12), Χατζηπατέρα (3 και 7), Κουλουκουντή (κανένα και 6) και Εμπειρίκου (κανένα και 4). Σε άλλη μελέτη ειδικά για την κρίσιμη περίοδο που κατέρρεε το απαρτχάιντ (1989-1991) το SRB διαπιστώνει ραγδαία αύξηση των ελληνικών φορτίων (49 σε σύνολο 122). Εδώ ξεχωρίζει ο όμιλος Εμπειρίκου (22 περιπτώσεις) και ακολουθούν οι Λιβανός-Καρράς (9 φορτία), Κουλουκουντής (7) και Χατζηπατέρας (5).
Στη μακρά λίστα αναφέρονται βέβαια και τα ονόματα άλλων γνωστών εφοπλιστικών ομίλων: Ωνάση, Λάτση, Αλαφούζου, Νομικού. Οσο για τα νούμερα, αυτά αφορούν μόνο τις βεβαιωμένες περιπτώσεις. Είναι σίγουρο ότι ο σχετικός κατάλογος είναι πολύ μεγαλύτερος, διότι οι μεταφορές αυτές γίνονταν κατά κανόνα με μεγάλη μυστικότητα, με μεταφορτώσεις από πλοίο σε πλοίο, με αλλαγές σημαίας και ονομασίας πλοίου, κλπ.
Αποκαλυπτική για τον τρόπο που αναμείχθηκε η χώρα μας στο σπάσιμο του εμπάργκο που είχε κηρύξει ο ΟΗΕ είναι το ναυάγιο του σούπερ τάνκερ Σάλεμ στα ανοιχτά των ακτών της Νότιας Αφρικής. Η υπόθεση θεωρείται μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη ναυταπάτη της ιστορίας. Ναυλωμένο από εταιρεία με έδρα τον Πειραιά και με Ελληνα πλοίαρχο και πρώτο μηχανικό το Σάλεμ ναυάγησε τον Ιανουάριο του 1980 στα ανοιχτά της Δυτικής Αφρικής και έχασε υποτίθεται το φορτίο του. Όπως αποδείχτηκε είχε ξεφορτώσει πρώτο στο λιμάνι του Ντάρμπαν της Νότιας Αφρικής σπάζοντας το εμπάργκο και ναυάγησε για να καλυφτεί η απαγορευμένη πώληση και να αποζημιωθεί από την ασφαλιστική του εταιρεία.
Ειρωνεία της τύχης: το κρίσιμο διάστημα που κορυφωνόταν η προσπάθεια του ΟΗΕ να σκληρύνει τις κυρώσεις κατά του νοτιοαφρικανικού καθεστώτος, διευθυντής του Κέντρου Εναντίον των Φυλετικών Διακρίσεων (απαρτχάιντ) και αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού ήταν ένας Ελληνας, ο Σωτήρης Μουσούρης.
Με τα μάτια του Κοινούση
Ενα από τα μεγάλα σουξέ της μεταπολίτευσης ήταν η ταξιδιωτική μαρτυρία του λαϊκού βάρδου Γιώργου Κοινούση από τη Νότια Αφρική. Με το γνωστό απλοϊκό του στιλ ο Κοινούσης περιγράφει το απαρτχάιντ και δεν διστάζει να συμπεριλάβει τους συμπατριώτες μας στους ευνοημένους από το ρατσιστικό καθεστώς.South Africa, South Africa…
Με ένα Boeing 707,
σε δέκα ώρες, είκοσι λεπτά,
βρέθηκα στην Αφρική,
για να μάθω πώς περνούν
οι άνθρωποι εκεί.Αμπαντούγκα μπούνγκα,
πήγα και στη ζούγκλα,
όσαλαπα όζα,
έπαιρνα και πόζα.Είναι παραμύθια
όσα λέν’ οι άλλοι,
δεν υπάρχουν μάγοι
ούτε ανθρωποφάγοι.
Είναι παραμύθια
Αυτά που λέν’ οι άλλοι,
αλλού είναι οι μάγοι
και οι ανθρωποφάγοι.South Africa, South Africa…Το χρυσάφι τρέχει,
όπως το νερό,
μα το μαζεύουν όσοι
είναι στο χορό,
Γάλλοι, Εγγλέζοι και Ρωμιοί,
κάτι πονηροί Εβραίοι,
καρμίρηδες πολύ,
Γάλλοι, Εγγλέζοι, Ολλανδοί…Αμπαντούγκα μπούνγκα,
πήγα και στη ζούγκλα,
όσαλαπα οένα,
πέρασα στην πένα.South Africa, South Africa…Οι μαύροι με τους άσπρους
δεν κάθονται μαζί
σε λεωφορεία,
σε μπαρ και σε ταξί.
Κι όταν δυο ερωτευτούν
πρέπει να ‘χουν ίδιο χρώμα
για να παντρευτούν.Βρήκα κι ένα φίλο
απ’ το Φάληρο,
που έφτασε στην Αφρική
με ένα τάλιρο.
Και τώρα έχει μετοχές.
Βρε πώς αλλάζουνε τα χρόνια
και οι εποχές.
Οι άλλοι Ελληνες
Σ’ όλο αυτό το διάστημα με το κρυφτούλι της Ελλάδας από τους διεθνείς οργανισμούς και την έμμεση ή άμεση υποστήριξη του νοτιοαφρικανικού καθεστώτος από την ελληνική παροικία υπάρχουν και κάποιοι που έσωσαν το όνομα της χώρας μας, ακόμα και με προσωπικό τίμημα. Στην κορυφή της σχετικής λίστας βρίσκεται αναμφίβολα ο δικηγόρος Γιώργος Μπίζος, ο οποίος υπήρξε στενός συνεργάτης και υπερασπιστής του Μαντέλα κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, ενώ ακόμα και σήμερα παραμένει αγαπημένος φίλος του. Σε πρόσφατες συνεντεύξεις του ο κ. Μπίζος αναφέρεται με πικρία στη μοναχική του πορεία: «Οι περισσότεροι Ελληνες έλεγαν ότι ήρθαν να βγάλουν χρήματα και να φύγουν, ότι δεν ήρθαν να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Πολλοί συνεργάστηκαν με το απαρτχάιντ, για εμπορικούς και προσωπικούς λόγους – οι ίδιοι βεβαίως θεωρούσαν εμένα “προδότη του Ελληνισμού”» (Βήμα, 13.6.2010).
Στον ίδιο κατάλογο των Ελλήνων που αντιστάθηκαν στο απαρτχάιντ ξεχωριστή θέση κατέχει η ιστορικός Λούλη Καλλίνικος με σημαντικό έργο στην ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος, ο γιατρός Κώστας Γαζίδης που μπήκε στη μαύρη λίστα των νοσοκομείων ως κομμουνιστής, καταδικάστηκε το 1962 για συμμετοχή σε παράνομη οργάνωση και κατήγγειλε τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη και ο Αλέξανδρος Μουμπάρης που καταδικάστηκε το 1973 ως τρομοκράτης επειδή ήταν ενεργό μέλος του ANC.
Η πιο τραγική αλλά και σκοτεινή ακόμα μορφή Ελληνα στη Νότια Αφρική είναι χωρίς αμφιβολία ο Δημήτρης Τσαφέντας, ο άνθρωπος που στις 6.9.1966 δολοφόνησε μέσα στη βουλή τον πρωθυπουργό Χέντρικ Φέρβουρντ, τον πατέρα του απαρτχάιντ. Ο Τσαφέντας καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η κυβέρνηση του Φόστερ προτίμησε να τον κλείσει για όλη του τη ζωή ως ψυχασθενή στην απομόνωση με καθημερινά βασανιστήρια. Στη συνείδηση της μαύρης πλειοψηφίας ο Τσαφέντας έμεινε ως ένας ήρωας του αντιρατσιστικού αγώνα, αλλά καμιά οργάνωση δεν τον υποστήριξε. Οι ομογενείς –και η ελληνική κυβέρνηση- βιάστηκαν να τον αποκηρύξουν ακόμα και «φυλετικά», διαψεύδοντας ότι είχε ελληνική καταγωγή και προβάλλοντας τη βολική θεωρία του νοτιοαφρικανικού καθεστώτος ότι δήθεν επιθυμούσε πιο σκληρά ρατσιστικά μέτρα και γι’ αυτό έφτασε στη δολοφονία!
Η ακλόνητη προτομή
Οι αντιφατικές σχέσεις που διατηρούσαν οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στη μεταπολεμική Ελλάδα με το καθεστώς του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική συμπυκνώνονται με κωμικοτραγικό τρόπο στην ιστορία μιας προτομής. Πρόκειται για την προτομή του θεμελιωτή του ρατσιστικού κράτους στρατάρχη Γιάν Σματς, η οποία φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Βάσο Φαληρέα με παραγγελία Ελλήνων ομογενών και τοποθετήθηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο στις αρχές του 1954, με πρωτοβουλία του βασιλέως Παύλου. Η μαρμάρινη στήλη της προτομής φέρει την ακόλουθη επιγραφή: «Γιάν Κρίστιαν Σματς. Τον φιλόσοφον κυβερνήτην και της δικαιοσύνης υπέρμαχον εκ των ιδίων ανήγειραν οι κατά την Νότιον Αφρικήν Ελληνες, 1950».
Η τοποθέτηση του Σματς μέσα στη βουλή και δίπλα σε μορφές της Αρχαίας Ελλάδας ήταν ασφαλώς παράξενη, εφόσον κανένας άλλος ξένος δεν τιμήθηκε ποτέ με παρόμοιο τρόπο από το ελληνικό κοινοβούλιο. Μέσα στο μετεμφυλιακό κλίμα δεν διαμαρτυρήθηκε κανείς. Επικράτησε ως δικαιολογία το γεγονός ότι κατά την περίοδο της κατοχής και της απελευθέρωσης ο Σματς υποστήριξε τις ελληνικές θέσεις στους διάφορους διεθνείς οργανισμούς και στο πλαίσιο της βρετανικής κοινοπολιτείας. Αυτή τη «φιλελληνική» του στάση τραγούδησε ακόμα και η Σοφία Βέμπο: «Απ’ όλους τους Συμμάχους μας / σ’ Ανατολή και Δύση / ο Σματς και η Πατρίδα του / χίλια χρόνια να ζήσει».
Ηταν βέβαια κοινό μυστικό ότι η ξεχωριστή περιποίηση που επιφύλασσε το ελληνικό κράτος στον Σματς οφειλόταν στην ιδιαίτερα στενή σχέση του με τη βασιλική οικογένεια και ειδικότερα με τη Φρειδερίκη. Αλλωστε και η οδός Βουκουρεστίου μετονομάστηκε την ίδια περίοδο σε «οδό Γιάν Σματς». Η μετονομασία δεν κράτησε παρά λίγα χρόνια. Αλλά μικρό το κακό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ρέμα που βρισκόταν εκεί που ανοίχτηκε η Βουκουρεστίου ονομαζόταν Χεζοπόταμος.
Η προτομή ξεχάστηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν το καθεστώς του απαρτχάιντ άρχισε να κλονίζεται από την κινητοποίηση του λαού της Νότιας Αφρικής και τη διεθνή κατακραυγή. Αναρωτηθήκαμε τότε από τις στήλες του περιοδικού «Σχολιαστής» για ποιό λόγο η Ελλάδα τιμάει ακόμα τον Γιάν Σματς (τ. 32, Νοέμβριος 1985, τχ. 35, Φεβρουάριος 1986). Ακολούθησαν διαβήματα των κομμάτων της Αριστεράς και διαδοχικές επιστολές του Μανώλη Γλέζου προς τον πρόεδρο της βουλής Γιάννη Αλευρά με το αίτημα να απομακρυνθεί η προτομή.
Το ζήτημα έφτασε στην ολομέλεια του σώματος στις 11.11.1986. Για να πείσει τους συναδέλφους του, ο Αλευράς έπλεξε το εγκώμιο του Γιάν Σματς αναφερόμενος στην «φιλελληνικότητα» και την «πυριφλεγή ελληνικότητά του». Οσο για τις σχέσεις του Σματς με το ρατσιστικό καθεστώς, ο Αλευράς κατέφυγε στην εγκυκλοπαίδεια Γκραν Λαρούς, όπου αναφέρεται ότι ο Σματς «ανετράπη από τους σκληρούς εθνικιστές και ηγήθηκε της αντιπολιτεύσεως εναντίον των φυλετικών διακρίσεων». Τελικά με τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ αποφασίστηκε να παραμείνει η προτομή στη Βουλή.
Η ιστορική αλήθεια είναι βέβαια ότι ο πράγματι «φιλέλλην» Σματς υπήρξε ταυτόχρονα και ρατσιστής. Υποστήριζε ότι οι μαύροι μπαντού χαρακτηρίζονται ως φυλή από έναν «παιδισμό που έχει βιολογικές καταβολές», κατά συνέπεια δεν μπορούν να αυτοκυβερνηθούν. Οσο για τη σχέση του με τη θέσπιση του απαρτχάιντ, ήταν αυτός που νομοθέτησε τους περιορισμούς των αστικών ζωνών που αποτελούσαν μαζί με το νόμο για την έγγειο ιδιοκτησία το θεμέλιο της πολιτικής των λευκών έναντι των μαύρων. Ο Νέλσον Μαντέλα, αγορεύοντας στην ιστορική δίκη του το 1962 μνημόνευσε τις δυο φρικιαστικές σφαγές που διέταξε ο Σματς με θύματα κυρίως γυναίκες και παιδιά (1921 και 1923).
Όλα αυτά η ελληνική κυβέρνηση τα θυμήθηκε μόνο μετά την πτώση του απαρτχάιντ και την εκλογή του Μαντέλα στη θέση του προέδρου της Νότιας Αφρικής. Ο κ. Πάγκαλος που εκπροσώπησε το Συμβούλιο της Ε.Ε. στις επίσημες τελετές ορκωμοσίας της νέας ηγεσίας το Μάιο του 1994 στην Πρετόρια όταν ρωτήθηκε σχετικά από τον ΣΚΑΪ, δήλωσε ότι εισηγήθηκε στον πρόεδρο της βουλής Απόστολο Κακλαμάνη να μεταφέρει από τη βουλή σε άλλο χώρο την προτομή, χαρακτηρίζοντας τον Σματς και φιλέλληνα και εμπνευστή του απαρτχάιντ. Ήταν καιρός. Γιατί τις ίδιες μέρες μετονομαζόταν η λεωφόρος Γιάν Σματς της Πρετόρια σε λεωφόρο Νέλσον Μαντέλα.
http://astrosynnefos.blogspot.gr/2013/12/blog-post_7.html
ΑπάντησηΔιαγραφή