Εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα:
ο αντίκτυπος της αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα[1]
Γιάννης Ζησιμόπουλος και Γιώργος Οικονομάκης
1. Εισαγωγή
Η
διερεύνηση των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο τομέα αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον
στη συγκυρία της κρίσης χρέους καθώς το μέγεθος του δημόσιου τομέα και η
δημόσια απασχόληση αμφισβητούνται έντονα από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Σε
αυτή την κατεύθυνση, ο στόχος τόσο του κράτους όσο και των προγραμμάτων
δημοσιονομικής προσαρμογής που επιβάλλονται μέσω των Μνημονίων, είναι ο
περιορισμός των εξόδων της γενικής κυβέρνησης, μεταξύ άλλων μέσα από άμεσες
περικοπές των αμοιβών των εργαζομένων, μέτρα συρρίκνωσης της απασχόλησης και
γενικότερα μεταβολή των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο τομέα σε βάρος των
εργαζομένων. Η εν λόγω πολιτική επομένως επηρεάζει άμεσα τόσο τη θέση των
εργαζομένων στο δημόσιο τομέα όσο και τη δύναμη του εργατικού κινήματος ως
σύνολο.
Στη βάση των παραπάνω εξετάζονται κριτικά οι βασικές
αλλαγές του νομικού πλαισίου που οδηγούν στην αναμόρφωση των εργασιακών σχέσεων
στο δημόσιο τομέα και τίθεται υπό αμφισβήτηση το κυρίαρχο επιχείρημα της
νεοφιλελεύθερης επίθεσης που επικεντρώνεται στον περιορισμό των δαπανών της
γενικής κυβέρνησης όταν το πραγματικό πρόβλημα του δημοσίου ελλείμματος και
χρέους δεν είναι οι δαπάνες αλλά τα χαμηλά δημόσια έσοδα.
2.
Εννοιολογικός προσδιορισμός του δημόσιου τομέα
Ο όρος «δημόσιος τομέας» συχνά χρησιμοποιείται (λανθασμένα)
ως συνώνυμο της κυβέρνησης
(Pathirane and Blades, 1982: 261). Ο εννοιολογικός προσδιορισμός του δημόσιου τομέα είναι δύσκολος όχι μόνο εξαιτίας των διαφοροποιήσεων που παρατηρούνται μεταξύ των διαφόρων χωρών σε σχέση με τα συστατικά του μέρη, αλλά και εξαιτίας των αναδιαρθρωτικών μέτρων – όπως είναι οι εφαρμογή νέων διοικητικών πρακτικών, οι μερικές ιδιωτικοποιήσεις/μετοχοποιήσεις – που «θολώνουν τα όρια» ανάμεσα στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα (Olsen, 1996: 11).
(Pathirane and Blades, 1982: 261). Ο εννοιολογικός προσδιορισμός του δημόσιου τομέα είναι δύσκολος όχι μόνο εξαιτίας των διαφοροποιήσεων που παρατηρούνται μεταξύ των διαφόρων χωρών σε σχέση με τα συστατικά του μέρη, αλλά και εξαιτίας των αναδιαρθρωτικών μέτρων – όπως είναι οι εφαρμογή νέων διοικητικών πρακτικών, οι μερικές ιδιωτικοποιήσεις/μετοχοποιήσεις – που «θολώνουν τα όρια» ανάμεσα στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα (Olsen, 1996: 11).
Δεδομένων των
διαφοροποιήσεων του δημόσιου τομέα μεταξύ των χωρών, είναι δυνατόν αυτός να
οριστεί μέσω των υποτομέων που τον αποτελούν. Ο κοινός ορισμός της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του Οργανισμού για την Οικονομική
Συνεργασία και Ανάπτυξη, των Ηνωμένων Εθνών και της Παγκόσμιας Τράπεζας (Commission of the European Communities et al, 2009: 435), αναφέρεται στο δημόσιο τομέα ως τον τομέα
εκείνο που αποτελείται από την γενική κυβέρνηση και τις δημόσιες επιχειρήσεις. Εναλλακτικά
(Commission of the European Communities et al, 1993: 537), ορίζεται ως ο τομέας που αποτελείται από
τους υποτομείς της γενικής κυβέρνησης και τους υποτομείς των δημόσιων
χρηματοπιστωτικών και μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τους Andersen et al (1997: 38) ο
δημόσιος τομέας στις χώρες της Ευρώπης (ή η αγορά εργασίας του δημόσιου τομέα) εμπεριέχει
πέντε υπο-τομείς με βάση την κοινωνικοοικονομική τους δραστηριότητα: α) την
κεντρική διοίκηση που συμπεριλαμβάνει την κρατική διοίκηση, το δικαστικό σύστημα,
την αστυνομία, το στρατό, το διπλωματικό σώμα κ.ά., β) την περιφερειακή και
τοπική αυτοδιοίκηση, γ) τις δημόσιες υπηρεσίες όπως εκπαίδευση, σύστημα υγείας,
σύστημα κοινωνικής ασφάλισης κ.ά., δ) τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας
όπως τις δημόσιες συγκοινωνίες, τις υπηρεσίες ταχυδρομείου, τις
τηλεπικοινωνίες, τις υπηρεσίες ύδρευσης κ.ά., και ε) τις βιομηχανικές και
χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις όπως είναι βιομηχανίες, τράπεζες κ.ά.
3.
Εργασιακές σχέσεις στο δημόσιο τομέα: συμμετέχοντες,
διαδικασίες και αποτελέσματα
Ως βασικοί συμμετέχοντες στις εργασιακές σχέσεις
αναφέρονται συχνά στη βιβλιογραφία οι εργαζόμενοι (και τα συνδικάτα τους), οι
εργοδότες (και οι ενώσεις τους) και το κράτος. Ωστόσο, αυτό το σχήμα ενώ είναι
κατάλληλο για την ανάλυση των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα, στην
περίπτωση του δημόσιου τομέα τα μέρη «εργοδότες» και «κράτος» συγχωνεύονται.
Έτσι, όπως επισημαίνει ο Hyman (2008: 264-265) «η απλοϊκή έννοια των ‘τριών
συμμετεχόντων’ στις εργασιακές/βιομηχανικές σχέσεις δεν είναι κατάλληλη καθώς
το κράτος καταλαμβάνει δύο από τις τρεις θέσεις στο τραπέζι των
διαπραγματεύσεων». Στην περίπτωση αυτή, το κράτος διαδραματίζει (άμεσα ή
έμμεσα) το ρόλο του εργοδότη και το ρόλο του διαμεσολαβητή της σχέσης
απασχόλησης.
Ο ρόλος του κράτους
στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων έχει τρεις διαστάσεις: (βλ. Leat, 2007: 181; Traxler,
1999: 56; Minemura, 1965: 219):
α) Επιτελεί τη
λειτουργία της δημιουργίας κανόνων και της λήψης αποφάσεων. Ιστορικά ο ρόλος
του κράτους στις εργασιακές σχέσεις είναι να παρέχει το νομικό πλαίσιο (μέσω
του εργατικού δικαίου) που ρυθμίζει τη συγκρουσιακή σχέση μεταξύ εργασίας και
διοίκησης σε όλα τα επίπεδα, σύμφωνα με τα ελάχιστα διεθνή πρότυπα συνθηκών
εργασίας (Keller, 1990: 255). Επιπλέον, το κράτος συμβάλλει στη
διαμόρφωση της αγοράς εργασίας μέσω της μακροοικονομικής διαχείρισης /
πολιτικής (Hyman, 2008: 267-268).
β) Εγγυάται την
εφαρμογή των διαδικασιών των εργασιακών σχέσεων. Ένας έμμεσος διαμεσολαβητικός
ρόλος του κράτους αποτελεί η δημιουργία τριμερών θεσμών μεσολάβησης για την
επίλυση των εργατικών διαφορών. Σε αυτή την κατεύθυνση, ένας επιπρόσθετος ρόλος
του είναι και ο περιορισμός της δράσης των συνδικάτων και της έκτασης των
απεργιών (Leat, 2007: 181; Bordogna and Cella, 1999: 18; Keller, 1990: 256).
γ) Συμμετέχει στις
εργασιακές σχέσεις ως εργοδότης. Στη βιβλιογραφία το κράτος αναφέρεται είτε ως
«πρότυπο εργοδότη» / «καινοτόμος» που ορίζει καλές πρακτικές εργασιακών σχέσεων
ως παράδειγμα για τον ιδιωτικό τομέα, είτε ως «μιμητής» που ακολουθεί τις πρακτικές
των εργασιακών σχέσεων του ιδιωτικού τομέα (Hyman, 2008: 265; Leat, 2007: 210; Bach and Winchester, 2003: 287).
Σύμφωνα με τους Masters et al (2008: 306), η
δημόσια απασχόληση επηρεάζεται από τις αποφάσεις της κυβέρνησης «σχετικά: 1) με
τις λειτουργίες και το μέγεθος (του υποτομέα) της κυβέρνησης καθώς και από την
κατανομή των αρμοδιοτήτων στα διάφορα επίπεδα του δημόσιου τομέα, 2) με το πώς
το κράτος οργανώνει τις δραστηριότητες ώστε να είναι είτε άμεσος είτε έμμεσος
παραγωγός των παρεχόμενων υπηρεσιών, 3) με τις πολιτικές και πρακτικές
(δημόσιας) διοίκησης που επιλέγει να υιοθετήσει». Το μέγεθος και η φύση του
δημόσιου τομέα εξαρτάται από τον ιδεολογικό προσανατολισμό της εκάστοτε
κυβέρνησης. Στις χώρες στις οποίες οι κυβερνήσεις υιοθετούν τη φιλελεύθερη
ιδεολογία ο δημόσιος τομέας τείνει να είναι μικρότερος σε σχέση με τις χώρες
που υιοθετούν ιδεολογικές προσεγγίσεις ρύθμισης μέσω της δημιουργίας θεσμών (corporatist approach) (Leat, 2007: 211).
Ωστόσο, ανεξάρτητα
από τον ιδεολογικό προσανατολισμό των κυβερνήσεων, το κράτος παραμένει «στις
περισσότερες χώρες ο μεγαλύτερος εργοδότης» καθώς απασχολεί αποκλειστικά τους
εργαζόμενους στα σώματα ασφαλείας, τις ένοπλες δυνάμεις, το δικαστικό σώμα, τη
δημόσια διοίκηση και ένα μέρος των εργαζομένων στην εκπαίδευση και στο σύστημα
υγείας (Hyman 2008: 264). Οι όροι απασχόλησης καθορίζονται είτε μέσω
συλλογικών διαπραγματεύσεων είτε μονομερώς από το κράτος όπως συμβαίνει στην
περίπτωση των εργαζομένων στις δημόσιες υπηρεσίες, στις υπηρεσίες κοινωνικής
πρόνοιας, κ.λπ. (Leat, 2007: 212).
Το κράτος
ενθαρρύνει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και οι εργαζόμενοι στο δημόσια τομέα
συμμετέχουν στο συνδικαλιστικό κίνημα περισσότερο σε σχέση με τους εργαζόμενους
του ιδιωτικού τομέα (με την εξαίρεση των εργαζομένων στην αστυνομία και στις
ένοπλες δυνάμεις καθώς σε πολλές χώρες ο συνδικαλισμός σε αυτές τις υπηρεσίες
είναι απαγορευμένος). Αυτό είναι αποτέλεσμα του ρόλου του κράτους ως «πρότυπου
εργοδότη» και «σε ένα βαθμό της λανθάνουσας πολιτικής επιρροής των δημοσίων υπαλλήλων»
(Hyman, 2008: 265; Leat, 2007: 211). Επιπροσθέτως,
πρέπει να αναφέρουμε πως σε πολλές χώρες οι εργασιακές σχέσεις στο δημόσιο
τομέα είναι «ειρηνικές» σαν αποτέλεσμα του υψηλού βαθμού εργασιακής ασφάλειας
των εργαζομένων (Hyman, 2008: 265) συγκριτικά με τους εργαζόμενους στον
ιδιωτικό τομέα.
4.
Μέτρηση του μεγέθους του δημόσιου τομέα
Η εξέταση των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο τομέα αλλά
και οι συγκρίσεις μεταξύ των διαφόρων χωρών απαιτεί καταρχήν να τεθεί μια κοινή
βάση αναφορικά με τον τρόπο μέτρησης του μεγέθους του δημόσιου τομέα.
Στη βιβλιογραφία
έχουν προταθεί μια σειρά από μέτρα για τον προσδιορισμό του μεγέθους του
δημόσιου τομέα, όπως: η προστιθέμενη αξία, οι αμοιβές των εργαζομένων, η
δημόσια απασχόληση ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης, ο σχηματισμός
κεφαλαίου, τα στοιχεία αποταμίευσης και καθαρού δανεισμού. Ωστόσο, ελάχιστες
μελέτες έχουν χρησιμοποιήσει κάποιο από τα παραπάνω μέτρα προκειμένου να κάνουν
διεθνείς συγκρίσεις[2] σχετικά με το μέγεθος του δημόσιου τομέα (Pathirane and Blades, 1982: 264; Beaumont, 1992: 8).
Ο δείκτης που
χρησιμοποιείται συχνότερα για την μέτρηση του μεγέθους του δημόσιου τομέα είναι
οι κυβερνητικές δαπάνες ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Αυτό
το μέτρο εκφράζει ικανοποιητικά τις τάσεις ανάπτυξης και το μέγεθος του
δημόσιου τομέα (Beeton, 1987: 297-298; Mahler, 1992: 311; Masters et al, 2008: 309).
Σύμφωνα με την Commission of the European Communities et al (2009: 190-191) οι δαπάνες γενικής κυβέρνησης μπορούν να
διαιρεθούν σε δυο κατηγορίες οι οποίες αποτελούνται από δέκα υπο-κατηγορίες[3]: α) δαπάνες για συλλογικές υπηρεσίες οι οποίες
περιλαμβάνουν δαπάνες για τις υπηρεσίες γενικής κυβέρνησης, άμυνας, δημόσιας
τάξης, οικονομικών υποθέσεων, περιβαλλοντικής προστασίας, για παροχή κατοικίας
και παροχή κοινωφελών υπηρεσιών και β) δαπάνες για ατομικές υπηρεσίες οι οποίες
περιλαμβάνουν τις δαπάνες για την παροχή υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης,
ψυχαγωγίας, πολιτισμού, παιδείας και θρησκευμάτων, κοινωνικής προστασίας.
Στον ορισμό των
δαπανών γενικής κυβέρνησης ο OECD (2011a: 60) επισημαίνει πως «παραγωγικές μονάδες/επιχειρήσεις που ανήκουν στο
κράτος και παράγουν (μερικώς ή εξολοκλήρου) εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες δεν
εντάσσονται στον τομέα της γενικής κυβέρνησης αλλά θα πρέπει να καταχωρούνται
στις δημόσιες επιχειρήσεις» (π.χ. ΔΕΚΟ). Η Eurostat (2012a: 11) στον ορισμό της για τον τομέα της γενικής κυβέρνησης δεν εντάσσει «τους
δημόσιους παραγωγούς/παρόχους που οργανώνονται ως δημόσιες επιχειρήσεις ή τελούν
υπό ειδικό νομικό καθεστώς και αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα ή ως
οιονεί-επιχειρήσεις, είτε ανήκουν στο χρηματοπιστωτικό είτε στο μη
χρηματοπιστωτικό τομέα».
Υπάρχουν δύο ήδη προβλημάτων αναφορικά με τη μέτρηση και
τη διενέργεια διεθνών συγκρίσεων των δαπανών γενικής κυβέρνησης. Το πρώτο αφορά
στις διαφοροποιήσεις της έκτασης της γενικής κυβέρνησης (των υποτομέων δηλαδή
που περιλαμβάνει) καθώς σε πολλές χώρες, για παράδειγμα, τα νοσοκομεία
καταγράφονται στον τομέα της γενικής κυβέρνησης ενώ σε άλλες καταγράφονται ως
δημόσιες επιχειρήσεις (OECD, 2011b: 66). Το δεύτερο πρόβλημα σχετίζεται με την καταγραφή ή
μη των δημοσίων επιχειρήσεων στις δαπάνες γενικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με τον
επίσημο ορισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών – ESA 95 (European System of Accounts) οι
δημόσιες επιχειρήσεις δεν καταγράφονται στη γενική κυβέρνηση καθώς είναι
παραγωγοί εμπορεύσιμων αγαθών (βλ. ESA95, παράγραφος 2.69). Μόνο «κατά
συνθήκη εντάσσονται στον τομέα της γενικής κυβέρνησης οι δημόσιες επιχειρήσεις
που δεν μπορούν να καλύψουν από τις πωλήσεις το 50% του κόστους τους οπότε
θεωρούνται ως παραγωγοί μη εμπορεύσιμων προϊόντων» (Eurostat,
2009: 42).
5.
Η αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα τις προηγούμενες
δεκαετίες
Τα πρότυπα της δημόσιας απασχόλησης έχουν αμφισβητηθεί
όχι μόνο στην τρέχουσα κρίση αλλά και κατά τη διάρκεια των τριών προηγούμενων
δεκαετιών. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να παρουσιάσουμε συνοπτικά τις τάσεις
που αναπτύχθηκαν την προηγούμενη περίοδο και επιταχύνονται στη περίοδο της
τρέχουσας κρίσης.
Η αμφισβήτηση της δημόσιας
απασχόλησης πραγματοποιήθηκε στο έδαφος της ευρύτερης αμφισβήτησης της υποτιθέμενης
μη «ορθολογικής» λειτουργίας του κράτους πρόνοιας και του υποτιθέμενου εξορθολογισμού
της μέσω του αποκαλούμενου Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ (ΝΔΜ). Τα νέα μοντέλα δημόσιας
διοίκησης[4]
που αναπτύχθηκαν θέτουν ως βάση την υιοθέτηση επιχειρηματικών/αγοραίων
κριτηρίων λειτουργίας του κράτους αποτελώντας τη θεωρητική τεκμηρίωση της
απορρύθμισης του κράτους πρόνοιας (Μαρκαντωνάτου, 2011: 54-56). Υπό την έννοια
αυτή, μέσω του ΝΔΜ το κράτος εμφανίζεται καταρχήν ως «μιμητής» των πρακτικών
των εργασιακών σχέσεων του ιδιωτικού τομέα.
Το επιχείρημα το
οποίο συχνά χρησιμοποιείται από τις κυβερνήσεις προκειμένου να αμφισβητήσουν τα
υφιστάμενα πρότυπα της δημόσιας απασχόλησης είναι πως «οι αυξήσεις των δημοσίων
δαπανών δεν είναι βιώσιμες και το μέγεθος και η έκταση του δημόσιου τομέα
χρειάζονται επαναπροσδιορισμό» (Bach, 1999: 3). Σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες τη δεκαετία
του 1980 οι περικοπές των δημοσίων δαπανών, αλλά και συνολικά η προσπάθεια
νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης της δημόσια διοίκησης και του κράτους πρόνοιας, επιβλήθηκαν
από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που επιβλήθηκαν από το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ)[5] με τη στήριξη των
εθνικών κυβερνήσεων (Beaumont, 1992: 23×
Μαρκαντωνάτου, 2011: 60-61). Οι προϋποθέσεις που έθετε το ΔΝΤ για την χορήγηση
των δανείων ήταν «η δημοσιονομική σταθερότητα με μέτρα όπως η αύξηση των
φοροαπαλλαγών για επιχειρήσεις, η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, οι
ιδιωτικοποιήσεις, το άνοιγμα του εμπορίου και η αποτελεσματικότητα της δημόσιας
διοίκησης στην κατεύθυνση της φιλελεύθερης αναδιάρθρωσης» (Μαρκαντωνάτου, 2011:
60). Στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1990, οι πιέσεις για την περικοπή των δημοσίων
δαπανών ενισχύθηκαν από τις απαιτήσεις της συνθήκης του Μάαστριχτ και τα
κριτήρια για την ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση – ΟΝΕ (Andersen et al, 1997: 39× Hyman, 2008: 265).
Η αναδιάρθρωση του δημόσιου
τομέα τη δεκαετία του 1990 στόχευε στη μείωση των δημοσίων δαπανών σε συμφωνία
με την υιοθέτηση των λεγόμενων Νέων Αρχών Δημόσιας Διοίκησης (New Public Management),
σύμφωνα με τις οποίες «[η] αξίωση για μια ‘περιορισμένη διακυβέρνηση’ (limited governance)
θεωρητικοποιήθηκε ως επιτακτική και ταυτόχρονα ως ανιδεολογική, εν όψει μιας υποτιθέμενα
αναντίρρητης πραγματικότητας υπερδιόγκωσης των κρατικών αρμοδιοτήτων και
δημόσιων δαπανών» (Μαρκαντωνάτου,
2011: 56). Οι αναδιαρθρώσεις είχαν δύο βασικές κατευθύνσεις οι οποίες
επηρέαζαν ευθέως τις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου τομέα: α) ο προσανατολισμός
στην αγορά και β) η υιοθέτηση νέων μορφών διοίκησης. Η πρώτη περιελάμβανε την
εισαγωγή των μηχανισμών της αγοράς στις μέχρι πρότινος δραστηριότητες του
δημόσιου τομέα μέσω ιδιωτικοποιήσεων, της ανάθεσης σε τρίτους παραγωγικών
δραστηριοτήτων και την εισαγωγή των εσωτερικών αγορών[6] στο δημόσιο τομέα.
Η δεύτερη περιελάμβανε 1) οργανωσιακές αλλαγές, και ιδιαίτερα αποκέντρωση
αρμοδιοτήτων στις δημόσιες υπηρεσίες σε συνδυασμό με την χρήση ευέλικτων μορφών
απασχόλησης, 2) τη διαχείριση των οικονομικών και χρηματοδοτικών πόρων και 3)
τη δημιουργία διαφόρων μορφών προσανατολισμού των δημοσίων οργανισμών στις
ανάγκες του πολίτη/πελάτη[7]
(Andersen et al, 1997:42-43; Morgan et al, 2000: 79; Μαρκαντωνάτου, 2011: 54-60).
Σύμφωνα με τους Andersen et al (1997:
49-54), ο κοινός αντίκτυπος των αναδιαρθρωτικών μέτρων στις σχέσεις απασχόλησης
ήταν:
·
Η ανακοπή της
αυξητικής τάσης της δημόσιας απασχόλησης.
·
Η μείωση του ρυθμού
αύξησης των μισθολογικών δαπανών του δημόσιου τομέα.
·
Η υιοθέτηση των
συστημάτων αμοιβής με βάση την απόδοση.
· Η διάδοση των
πρακτικών ευέλικτης απασχόλησης μέσω της υιοθέτησης της μερικής απασχόλησης και
των συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
·
Η «αναδιανομή» του
εισοδήματος, των συνθηκών εργασίας και της απασχόλησης ανάμεσα στο δημόσιο και τον
ιδιωτικό τομέα.
·
Η «συγκεντροποιημένη αποκέντρωση» (centralized decentralization), που σημαίνει πως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις
τείνουν να είναι αποκεντρωμένες σαν αποτέλεσμα της αποκέντρωσης του κράτους. Το
πλαίσιο για τον καθορισμό των μισθών διαμορφώνεται σε κεντρικό επίπεδο ενώ οι
λεπτομέρειες (των συμβάσεων) συμπληρώνονται σε αποκεντρωμένο επίπεδο οδηγώντας
στον κατακερματισμό των σχέσεων απασχόλησης.
[1] Μια εκδοχή του κειμένου παρουσιάστηκε στο
Industrial Relations in Europe Conference – IREC2012.
[2] Σύμφωνα με
τον Beaumont (1992: 8) «αυτές οι σχετικά λίγες μελέτες που έχουν
χρησιμοποιήσει αυτή την ποικιλία των μέτρων έχουν δείξει ότι τα συμπεράσματα
σχετικά με το μέγεθος του δημόσιου τομέα σε μια χώρα επηρεάζονται από τον
ορισμό του δημόσιου τομέα και τη μέθοδο
μέτρησης του μεγέθους του που χρησιμοποιείται. Για παράδειγμα, έχει
υποστηριχθεί ότι οι ΗΠΑ έχουν ένα μεσαίου μεγέθους δημόσιο τομέα όταν αυτός
αποτιμάται με βάση τις καταναλωτικές δαπάνες της κυβέρνησης ή την απασχόληση
στην κυβέρνηση, ενώ εμφανίζει ένα μικρότερο μέγεθος όταν το μέτρο που
χρησιμοποιείται είναι η συνολική τελική ζήτηση του δημόσιου τομέα ή η
απασχόληση στο σύνολο του δημόσιου τομέα».
[3] Για
περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με κάθε υπο-κατηγορία βλέπε στις
επεξηγηματικές σημειώσεις των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Statistics Divisions, http://unstats.un.org/unsd/cr/registry/regcst.asp?Cl=4&Lg=1. )
[4] Βλ.
αναλυτικά σε Μαρκαντωνάτου (2011).
[5] Σύμφωνα με
τον Beaumont (1992: 23) «μια έρευνα σχετικά με τα προγράμματα
προσαρμογής που επιβλήθηκαν από το ΔΝΤ σε 78 αναπτυσσόμενες χώρες την περίοδο
1980-1983, έδειξε πως σχεδόν στο 90% των περιπτώσεων τα προγράμματα πρότειναν
τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών και στα 2/3 των περιπτώσεων πρότειναν
συγκράτηση των μισθών στο δημόσιο τομέα».
[6] Πρόκειται
ουσιαστικά για την παροχή υπηρεσιών με ανταποδοτικά κριτήρια από το δημόσιο
τομέα. Σύμφωνα με τον Lacey (1997:142) μια εσωτερική αγορά μπορεί να περιγραφεί από
τα χαρακτηριστικά της:
·
Είναι «εσωτερική», πράγμα που σημαίνει ότι οι
δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στην αγορά παραμένουν στο δημόσιο τομέα.
·
Οι πόροι για την εν λόγω δραστηριότητα δεν διατίθενται
πλέον σε παρόχους με γραφειοκρατική απόφαση, αλλά καθορίζονται από την επιλογή
του χρήστη για την υπηρεσία την οποία αποκτά καταβάλλοντας αντίτιμο (π.χ.
εκπαίδευση, υγεία).
·
Η παροχή υπηρεσιών χωρίζεται από τη χρηματοδότησή τους.
·
Οι πόροι διατίθενται σύμφωνα με τη δραστηριότητα και την
αγορά και είναι εσωτερικοί του συστήματος (για παράδειγμα, κουπόνια εκπαίδευσης
δεν μπορούν να εξαργυρωθούν και ως εκ τούτου δεν έχουν καμία αξία έξω από το
σχολικό σύστημα).
·
Οι τιμές στην εσωτερική αγορά δεν καθορίζονται συνήθως
από την προσφορά και τη ζήτηση, αλλά από γραφειοκρατικές αποφάσεις ή με
διαπραγμάτευση μεταξύ αγοραστή και προμηθευτή μέσα σε ένα πλαίσιο έντονα
ρυθμιζόμενο.
[7] Αυτό
επιτυγχάνεται μέσω της διευκόλυνσης της προσβασιμότητας των πολιτών στις
παρεχόμενες υπηρεσίες, της ενημέρωσης σχετικά με τα ένδικα μέσα που έχουν στη
διάθεσή τους, της διατύπωσης προτύπων ποιότητας – αντίστοιχων με αυτά που
τίθενται στον ιδιωτικό τομέα – τα οποία μπορούν να επιτευχθούν, μεταξύ άλλων,
και μέσω της αξιολόγησης της απόδοσης των εργαζομένων. Βλ. OECD (1995: 47).
Βλ. και Μαρκαντωνάτου (2011: 3-4).
Δείτε το Β' Μέρος εδώ
Δείτε το Β' Μέρος εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου