ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΟΛΑΝΤ
Αποφασισμένος να συντηρήσει, όσο γίνεται, το ρόλο του ως καλύτερου διαχειριστή του καπιταλισμού και της βαθιάς κρίσης του που σείει την ΕΕ, αλλά ταυτόχρονα χαμηλώνοντας σταδιακά και μεθοδικά τον πήχη των προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει προεκλογικά όσον αφορά στην προοπτική «αλλαγής σελίδας» και «ανατροπών στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο», εμφανίζεται ο νέος Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ και οι στενοί συνεργάτες του στη νέα κυβέρνηση. Τα πρώτα δείγματα σταδιακής εξισορρόπησης των προεκλογικών του εξαγγελιών με τις πραγματικές του προθέσεις έγιναν σαφή κατά τη διάρκεια της ολιγόλεπτης ομιλίας του, αμέσως μετά την ανάληψη των προεδρικών του καθηκόντων.
Ο Ολάντ επανήλθε ως ένα βαθμό στο γνωστό και χιλιοδιατυπωμένο «μείγμα» αυταπατών που καλλιέργησε σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, αποφεύγοντας, όμως, τις μεγαλόστομες διακηρύξεις (περί φορολόγησης των πλουσίων) που συνήθιζε μέχρι χτες και τις οποίες επαναλάμβαναν σαν παπαγαλάκια σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις και στη χώρα μας, όπως το ΠΑΣΟΚ, η «Δημοκρατική Αριστερά» και ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η ΝΔ για να στοιχειοθετήσουν την άποψη ότι «επίκειται αλλαγή πολιτικής» στην ΕΕ. Τόνισε ότι θα καλέσει «τους Ευρωπαίους εταίρους να υποστηρίξουν ένα σύμφωνο που θα συνδυάζει τους στόχους της μείωσης του ελλείμματος με οικονομικά κίνητρα», ξεκαθαρίζοντας με νόημα ότι θεωρεί αναγκαία τόσο τη μείωση του ελλείμματος όσο και την τόνωση της οικονομίας, μια διατύπωση που έχει σημαντική διαφορά από τις προεκλογικές διακηρύξεις περί «αλλαγής του δημοσιονομικού συμφώνου».
Aνάλογου ύφους και περιεχομένου ήταν οι δηλώσεις του Ολάντ και μετά την πρώτη, αναγνωριστική όπως έλεγαν αναλυτές, συνάντησή του με τη Γερμανίδα Καγκελάριο Μέρκελ στο Βερολίνο. Κατά πολλούς, και μόνο το γεγονός ότι ο Ολάντ έσπευσε να δει την Καγκελάριο την ίδια την ημέρα της ορκωμοσίας του αποδεικνύει ότι αντιλαμβάνεται ως «κατεπείγουσα» την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Ευρωζώνη, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι θετικό απαραίτητα για τους λαούς της ή πιο συγκεκριμένα για τον ελληνικό λαό.
Προσπάθεια συμβιβασμού μεταξύ γαλλικού και γερμανικού κεφαλαίου
Είναι γεγονός ότι στην κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν μετά τη συνάντηση, ο Ολάντ επανέλαβε τον όρο «επαναδιαπραγμάτευση» του Δημοσιονομικού Συμφώνου. Προς διάψευση όσων επιμένουν να «βλέπουν» στον Ολάντ τον μεγάλο «ανανεωτή» της ΕΕ που θα «συγκρουστεί με τη γραμμή λιτότητας της Μέρκελ» και να καλλιεργούν φρούδες ελπίδες περί «αλλαγής», γαλλικός και γερμανικός Τύπος εκτιμούν ότι υπάρχουν, ήδη, «κοινά σημεία» μεταξύ των δύο πλευρών καθώς το Βερολίνο δεν αποκλείει σε καμία περίπτωση την υιοθέτηση «μέτρων (καπιταλιστικής) ανάπτυξης» και ότι απλώς οι δύο πλευρές διαφωνούν ως προς τις προτεραιότητες που πρέπει να τεθούν και ως προς τον τρόπο εφαρμογής αυτών των μέτρων.
Ομάδες ειδικών εμπειρογνωμόνων από τις δύο χώρες έπιασαν, ήδη, δουλειά, με στόχο να διατυπώσουν ένα στοιχειωδώς κοινό πλαίσιο το οποίο ο γαλλογερμανικός άξονας θα παρουσιάσει στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ. Ουδείς μπορεί ν' αμφισβητήσει ότι υπάρχουν διαφωνίες ως προς τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης ανάμεσα στον νέο ένοικο του Μεγάρου των Ηλυσίων Πεδίων και στην Καγκελάριο. Εντούτοις, η ουσία είναι ότι προτεραιότητά τους είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των αστικών τάξεων των χωρών τους. «Θα μιλήσουμε», είπε ο Ολάντ, «με τη γλώσσα των κοινών συμφερόντων, της κοινής λογικής, της θέλησης για την εξεύρεση λύσεων για την ανάπτυξη».
Είναι προφανές ότι υπάρχουν τριβές μεταξύ του γερμανικού κεφαλαίου και του, όλο και πιο διευρυμένου όπως φαίνεται, τμήματος του γαλλικού κεφαλαίου που στήριξε τον Ολάντ, δυσφορώντας βαθιά με τη συρρίκνωση που έχει υποστεί λόγω της ολοένα πιο ενισχυμένης θέσης του γερμανικού κεφαλαίου. Αυτές οι τριβές και οι διαγκωνισμοί εντάσσονται στις αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικές τάξεις των χωρών της ΕΕ, που θεριεύουν, όσο εντείνεται η κρίση και εννοείται ότι δεν αμφισβητούν σε τίποτε το ιμπεριαλιστικό πλαίσιο της ΕΕ ούτε την εξουσία των μονοπωλίων ούτε και πρόκειται να ωφελήσουν τους λαούς.
Η «αναδιαπραγμάτευση» του Ολάντ δεν είναι παρά η προσπάθεια της σημαντικής αυτής μερίδας της γαλλικής τάξης να αναδιαπραγματευτεί τη σχέση της με το γερμανικό κεφάλαιο, να θέσει ορισμένους νέους όρους, με πρώτο στόχο να εξευρεθεί ένας νέος συμβιβασμός «τρόμου» μεταξύ των δύο, ο οποίος θα προωθεί τα κοινά συμφέροντα και θα απορροφά τις αντιθέσεις. Αυτήν την «αναδιαπραγμάτευση» του Ολάντ είναι που σοσιαλδημοκράτες και οπορτουνιστές και στη χώρα μας, όπως το ΠΑΣΟΚ, η «Δημοκρατική Αριστερά» και ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ αλλά ακόμη και η Νέα Δημοκρατία, χαρακτηρίζουν «αλλαγή σελίδας» για την Ευρώπη και «θετική εξέλιξη που μπορεί ν' αλλάξει το κλίμα και για την Ελλάδα».
Την κατεύθυνση αυτή επιβεβαίωσε με ξεκάθαρες δηλώσεις και ο νέος υπουργός Οικονομικών και στενός συνεργάτης του Ολάντ, ιθύνων νους πίσω από την προεκλογική του εκστρατεία, ο Πιερ Μοσκοβισί. Υπογράμμισε ότι η Γαλλία δεν πρόκειται να επικυρώσει το Δημοσιονομικό Σύμφωνο ως έχει, επιμένοντας στην υιοθέτηση μιας συμπληρωματικής «πτυχής - καπιταλιστικής - ανάπτυξης» όχι γιατί διαφωνεί η νέα γαλλική ηγεσία με τη «δημοσιονομική υπευθυνότητα», αλλά επειδή θεωρεί ότι αυτή «βαδίζει με την οικονομική ανάπτυξη».
Το παρεμπιπτόντως «ενδιαφέρον» για την Ελλάδα
Στο πλαίσιο της προώθησης της νέας εξισορροπητικής «γραμμής» περί συνδυασμού «δημοσιονομικής υπευθυνότητας με την - καπιταλιστική - ανάπτυξη», τόσο ο Μοσκοβισί όσο και ο νέος Γάλλος πρωθυπουργός Ζαν Μαρκ Ερό, αλλά και ο ίδιος ο Ολάντ στη συνάντηση με τον πρόεδρο Ομπάμα την Παρασκευή στα πλαίσια της συνόδου των G-8, αναφέρθηκε στην Ελλάδα, χωρίς επί της ουσίας να λέει τίποτε συγκεκριμένο απ' όπου να προκύπτει αυτή η «αλλαγή ανέμου» και αυτά τα «αισιόδοξα μηνύματα» τα οποία επικαλούνται οι δυνάμεις που προπαγανδίζουν εντός συνόρων την «αλλαγή κατεύθυνσης της ΕΕ». Ολάντ, Μοσκοβισί και Ερό είπαν, με διαφορετική έκφραση, ότι «χωρίς να εγκαταλειφθεί η προσπάθεια νοικοκυρέματος των δημοσιονομικών στοιχείων της Ελλάδας, θα πρέπει να δοθεί και ένα μήνυμα ελπίδας προς τους Ελληνες μέσα από τη λήψη αναπτυξιακών μέτρων», καταλήγοντας απλώς στη διατύπωση της άποψης ότι «η Ελλάδα πρέπει να μείνει εντός Ευρωζώνης και η Γαλλία επιθυμεί να μείνει η Ελλάδα εντός Ευρωζώνης».
Οσο για τα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν για την Ελλάδα; Μια πρώτη νύξη έκανε ο νέος πρωθυπουργός Ζαν Μαρκ Ερό, επαναλαμβάνοντας εν συντομία τους τέσσερις βασικούς άξονες «ανάπτυξης» που είχε προβάλει ο Ολάντ προεκλογικά: Υιοθέτηση ευρωομολόγου για τα έργα υποδομής, αποδέσμευση κονδυλίων από την Τράπεζα Επενδύσεων, επιβολή φορολογίας στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές και αποδέσμευση κονδυλίων «που δεν έχουν μέχρι σήμερα χρησιμοποιηθεί». Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η δήθεν ρηξικέλευθη πρόταση που διατύπωσε προς το τέλος της προεκλογικής εκστρατείας ο Ολάντ, «να δανείζονται απευθείας τα κράτη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κάτι που αρνείται η ΕΚΤ να πράξει προς το παρόν, ή αντί να δανείζονται οι τράπεζες, να δανείζει η ΕΚΤ τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας»... Πρόκειται πραγματικά για προτάσεις διαχείρισης που μπορεί να εξυπηρετούν τους καπιταλιστές, αλλά θα συμβάλουν για την ισοπέδωση των δικαιωμάτων των λαών.
Κινήσεις εντυπωσιασμού ενόψει βουλευτικών
Ισως, αν ο νέος Πρόεδρος δεν είχε μπροστά του τη μάχη των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία, στις 10 και 17 Ιουνίου, η «εξισορροπητική» αυτή στάση που επιδιώκει να τηρήσει ως προς το Δημοσιονομικό Σύμφωνο Σταθερότητας και τα τεκταινόμενα στην Ευρωζώνη να είχε δώσει τη θέση της σε πολύ πιο αποκαλυπτικές θέσεις. Κάτι τέτοιο, όμως, θα έχει σημαντικό πολιτικό κόστος εντός συνόρων για τον Ολάντ, καθώς η μάχη για τις βουλευτικές ούτε έχει κριθεί ούτε είναι αμελητέα. Αν δεν εξασφαλίσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με τη μικρότερη δυνατή στήριξη από άλλες δυνάμεις - αφού κάτι τέτοιο σημαίνει αμέσως και ανταλλάγματα είτε σε επίπεδο ορισμένων πολιτικών είτε σε επίπεδο υπουργικών θώκων, όπως ζητούν ήδη οι Οικολόγοι Πράσινοι για να συμπράξουν ενόψει βουλευτικών - η προεδρική θητεία του Ολάντ θα σημαδευτεί από αντιπαραθέσεις Προεδρίας και Κοινοβουλίου, συχνά για μικροκομματικούς λόγους και όχι για διαφωνίες ουσίας και από περιορισμένη ελευθερία κινήσεων στη λήψη αποφάσεων.
Ετσι, ήδη, η νέα κυβέρνηση - η οποία αν δεν υπάρξει κοινοβουλευτική πλειοψηφία των «σοσιαλιστών» θα πρέπει να αλλάξει - προχώρησε σε κινήσεις εντυπωσιασμού. Αποφασίστηκε η μείωση κατά 30% του μισθού του προέδρου και των υπουργών, ενώ υπογράφτηκε από όλους ένας «κώδικας δεοντολογίας», σύμφωνα με τον οποίο καλούνται να παραδώσουν σε τρίτο πρόσωπο τη διαχείριση της περιουσίας τους, να αρνούνται δώρα και προσκλήσεις από παράγοντες της αγοράς ή άλλους, να μη συμμετέχουν σε άλλους οργανισμούς ακόμη και αν είναι μη κερδοσκοπικοί, αλλά και να τηρούν ενιαία στάση εφόσον λαμβάνεται μια απόφαση. Οι προαναφερόμενες προβλέψεις θα τεθούν σε εφαρμογή με προεδρικά διατάγματα, αφού ο Πρόεδρος δεν ελέγχει τη βουλή.
Για λίγο πριν τις βουλευτικές κάλπες, το επιτελείο του Ολάντ αφήνει δύο τρεις άλλες κινήσεις εντυπωσιασμού: Τη μείωση στα 60 από τα 62 χρόνια του ηλικιακού συνταξιοδοτικού ορίου για όσους έχουν συμπληρώσει 41 χρόνια ένσημα - πρόκειται για μέτρο που αφορά περισσότερους από 150.000 ανθρώπους - και την αύξηση κατά 25% της παροχής βοήθειας προς τις οικογένειες για την κάλυψη των σχολικών εξόδων. Προφανώς, μέχρι το τέλος των εκλογών ο Ολάντ και οι συνεργάτες του δε θα κουραστούν να επαναλαμβάνουν και τα «περί αναπτυξιακών μέτρων», για να καθησυχάσουν (και να αποκοιμίσουν) τους Γάλλους εργαζόμενους που έχουν ήδη υποστεί σοβαρές περικοπές και λιτότητα χωρίς καν να βρίσκονται σε Μνημόνιο.
Πηγές: Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, Ε., http://kke4ever.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου