...
το γεγονός ότι το κοινοβούλιο είναι
ένας αστικός κρατικός θεσμός κάθε άλλο
παρά αποτελεί επιχείρημα εναντίον της
συμμετοχής στην κοινοβουλευτική πάλη.
Το κομμουνιστικό κόμμα μπαίνει στη
Βουλή, όχι για να λειτουργήσει μέσα σε
αυτήν σαν πλήρες τμήμα του κοινοβουλευτικού
συστήματος, αλλά για να αναλάβει δράση
μέσα στο κοινοβούλιο και να συντελέσει
στη συντριβή της αστικής κρατικής
μηχανής και του ίδιου του κοινοβουλίου.
Η κοινοβουλευτική δράση - που συνίσταται
κυρίως στη διασπορά των επαναστατικών
ιδεών, στην αποκάλυψη των ταξικών εχθρών
από το βήμα της βουλής και στην προώθηση
της ιδεολογικής συνοχής των μαζών -
πρέπει να υποτάσσεται πλήρως στους
σκοπούς και τα καθήκοντα της μαζικής
πάλης που γίνεται έξω από το κοινοβούλιο.
Η συμμετοχή στις προεκλογικές εκστρατείες
και η χρησιμοποίηση της Βουλής σαν βήμα
για τις επαναστατικές ιδέες έχουν
ιδιαίτερη σημασία για να κερδηθούν
πολιτικά εκείνα τα στρώματα της εργατικής
τάξης, όπως είναι οι εργατικές μάζες
της υπαίθρου, που έχουν μείνει μέχρι
τώρα αμέτοχες από την πολιτική ζωή και
το επαναστατικό κίνημα[...]. Οι κομμουνιστές
βουλευτές μέσα στη Βουλή πρέπει να
μιλάνε σε γλώσσα που να την καταλαβαίνει
κάθε απλός εργάτης και αγρότης, κάθε
πλύστρα και κάθε βοσκός ...
Αν ο ρεφορμισμός
συνοψίζεται στην έκπτωση της επανάστασης
σε ένα είδος αλλαγής σωφέρ στο τιμόνι
του αστικού κράτους, αυτό δεν είναι
εντούτοις παρά η κατάληξή του, από λογική
και πολιτική σκοπιά. Η άκρη του
ρεφορμιστικού νήματος μπορεί να είναι
το οσοδήποτε μικρό και «αθώο» ζητηματάκι.
Μπορεί για παράδειγμα, να είναι η
«φυσιολογική» και «ουδέτερη» προφάνεια
ότι μια διαδικασία του αστικού κράτους,
όπως η εκλογή κοινοβουλίου, θα μπορούσε
να μετρήσει την κατάσταση της συνείδησης
της εργατικής τάξης. Έτσι, ο καλός μας
ρεφορμιστής προσπαθεί να μας πείσει
ότι το εκλογικό αποτέλεσμα ως ποσοστά
συμμετοχής υπέρ του ενός ή τους άλλου
κόμματος ή ακόμα και αποχής, θα μπορούσε
να μετρήσει το βαθμό συνείδησης και οργάνωσης της
εργατικής τάξης, τα πολιτικά προϊόντα
αυτής της οργάνωσης, τη σχετική ισχύ
της τάξης στην κοινωνική παλαίστρα . .
. Και όχι λιγότερο φαιδρώς απ' όσο
παραδόξως, οι καλοί μας ρεφορμιστές
είναι συχνά οι ίδιοι που μας διαβεβαιώνουν
ότι οι εκλογές είναι απλώς ένα μέρος
της καπιταλιστικής αγοράς.
Όμως, από το πρώτο αυτό
βήμα βλέπουμε τα πράγματα να εξελίσσονται
ραγδαία: Το κουβάρι του ρεφορμισμού
ξετυλίγεται γρήγορα αρκεί μόνο να
πιάσεις μια άκρη του. Το κοινοβουλευτικό
αστικό τσίρκο δεν είναι κάτι που το
εγγράφεις στο «επαναστατικό» σου
συγκείμενο κατ' αποκοπήν. Πάει πακέτο
μαζί με όλα όσα, ο όποιος αριστερός λόγος
θα βδελυσσόταν!
Πάει πακέτο με το φαλλοκρατικό ύφος και λεξιλόγιο (που εμφανίζεται στις συζητήσεις φυσικές και ηλεκτρονικές σε blog και λίστες) που ξέρει να κλίνει το «μαλάκας» σε όλα τα πιθανά και απίθανα γραμματικά ενσταντανέ, όπως απαιτεί το ιδιαίτερο εκείνο είδος πολιτικού λόγου που όλοι, όσοι θέλουν να μαζέψουν ικανό αριθμό από ψηφαλάκια, γνωρίζουν ότι πρέπει να εκφέρουν, πάει περαιτέρω πακέτο με τον συνεπαγόμενο αποκλεισμό από την κουβέντα του άλλου μισού του ουρανού, αναπαράγοντας, οι κήρυκες της χειραφέτησης, την πιο μισητή ίσως διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους : αυτή του φύλου.
Πάει πακέτο με την «πατριωτική» εκλογική φρασεολογία του ρεφορμιστή γιατί στο κάτω – κάτω σε εθνικές εκλογές συμμετέχεις κι αν θέλεις περισσότερα ψηφαλάκια πρέπει να πλειοδοτήσεις εθνικώς.
Πάει πακέτο με την αγωνία του ατυχούς ρεφορμιστή για εκλογικές συμπαρατάξεις κορυφής πάνω σε μίνιμουμ προγραμματικά προσχήματα του ποδαριού γιατί αντί η κοινοβουλευτική του δράση να «υποτάσσεται πλήρως στους σκοπούς και τα καθήκοντα της μαζικής πάλης που γίνεται έξω από το κοινοβούλιο» συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο.
Και μόνη η αποδοχή
αυτού του «αθώου κανόνα μέτρησης» της
συνείδησης της εργατικής τάξης σε
υποχρεώνει – τοις πράγμασι κι όχι μπλα,
μπλα, μπλα ελευθερία – να ξεχάσεις μια
και καλή το γιατί θέλεις την επανάσταση
που ευαγγελίζεσαι. Να ξεχάσεις ότι μαζί
με την αστική οικονομική και πολιτική
κυριαρχία, μαζί με το κράτος της, αν δεν
πετάξεις και όλο το αστικό αξιακό
σύστημα, όλη την αστική φιλοσοφία, όλη
την αστική ηθική, όλη την αστική ψυχολογία,
δεν πέτυχες τίποτα. Κι αν ο κομμουνιστής
δεν είναι ή δεν προσπαθεί να είναι, απτό
δείγμα αυτού που είναι να χτιστεί, τότε
χαλκός εστί και κύμβαλον αλαλάζον.
Αλλά τότε τί; Για όσους αντιλαμβάνονται το κόμμα της εργατικής τάξης, όχι ως μεταφυσικό ον, αλλά ως το απαύγασμα της συνείδησης της εργατικής τάξης, ως το εργαλείο για την επανάσταση που μόνο ενέργημα της ίδιας μπορεί να είναι (κι όχι κάποιου πεφωτισμένου επιτελείου «ειδικών») η σημερινή κατάσταση αυτής της συνείδησης εξηγεί και την ανυπαρξία του κόμματος της εργατικής τάξης, καθώς και τη θλιβερή ανεπάρκεια των εργατικών και «εργατικών» κομμάτων. Εξηγεί επίσης και το αντικειμενικό υπόβαθρο της πολιτικής αμηχανίας στις τάξεις των κομμουνιστών που δρουν μέσα σε αυτά τα εργατικά κόμματα, πέρα από ηθικολογίες και προσωποποιήσεις, πέρα από πολιτικές ιδιοφυΐες και ταξικά κοθώνια. Εξηγεί τέλος και την διείσδυση του ρεφορμισμού σε χώρους όπου θα φαινόταν αταίριαστος: στην εξωκοινοβουλευτική - επαναστατική αριστερά, ή στους χώρους της αναρχίας και της αυτονομίας.
Αλλά τότε τί; Για όσους αντιλαμβάνονται το κόμμα της εργατικής τάξης, όχι ως μεταφυσικό ον, αλλά ως το απαύγασμα της συνείδησης της εργατικής τάξης, ως το εργαλείο για την επανάσταση που μόνο ενέργημα της ίδιας μπορεί να είναι (κι όχι κάποιου πεφωτισμένου επιτελείου «ειδικών») η σημερινή κατάσταση αυτής της συνείδησης εξηγεί και την ανυπαρξία του κόμματος της εργατικής τάξης, καθώς και τη θλιβερή ανεπάρκεια των εργατικών και «εργατικών» κομμάτων. Εξηγεί επίσης και το αντικειμενικό υπόβαθρο της πολιτικής αμηχανίας στις τάξεις των κομμουνιστών που δρουν μέσα σε αυτά τα εργατικά κόμματα, πέρα από ηθικολογίες και προσωποποιήσεις, πέρα από πολιτικές ιδιοφυΐες και ταξικά κοθώνια. Εξηγεί τέλος και την διείσδυση του ρεφορμισμού σε χώρους όπου θα φαινόταν αταίριαστος: στην εξωκοινοβουλευτική - επαναστατική αριστερά, ή στους χώρους της αναρχίας και της αυτονομίας.
Για όσους αντιλαμβάνονται διαλεκτικά τη σχέση τάξης και πρωτοπορίας είναι η ώρα να εντείνουν την προπαγάνδα τους στις γραμμές της εργατικής τάξης προτείνοντας οργάνωση της τάξης σε εργατικά συμβούλια, πολιτικούς αγώνες για τα άμεσα ζητήματα επιβίωσης της εργατικής τάξης και των συμμαχικών στρωμάτων και συνειδητό ρητό και εκπεφρασμένο προσανατολισμό προς την επανάσταση. Κάθε αγώνας της εργατικής τάξης, κάθε προχώρημα της ταξικής συνείδησης, πρέπει να αποτιμάται σε αναφορά με τις προϋποθέσεις και τις ανάγκες της επανάστασης. Πρέπει να γονιμοποιεί τη δράση και το λόγο των επαναστατών. Κάθε κουβέντα που επιστρέφεται προς την εργατική τάξη θα πρέπει να έχει ζωντανή τη σύνδεσή της με συγκεκριμένη πολιτική προϋπόθεση της επανάστασης. Και αυτή η σύνδεση θα πρέπει να υποδεικνύεται, να αποτελεί το τελικό επιχείρημα των κομμουνιστών. «Προετοιμάζουμε την επανάσταση, για μια δημοκρατική πολιτεία στο πρότυπο της Κομμούνας ή για μια πολιτεία των σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργατών και των στρατιωτών, για την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου» Αυτό πρέπει να είναι το σύνθημα και προς τις εργατικές μάζες πρέπει να απευθύνεται καθαρά και τίμια.
Έτσι λοιπόν το τι θα
γίνει στις προσεχείς κοινοβουλευτικές
εκλογές αφορά την εργατική υπόθεση μόνο
κατά το μέτρο που το αποτέλεσμα θα
ευνοούσε την κυβερνητική αστάθεια, ως
απαραίτητου όρου επαναστατικής
κατάστασης, ως απαραίτητο όρο για να
κερδηθεί χρόνος υπέρ του εργατικού
στρατοπέδου, υπέρ της οργάνωσης της
εργατικής τάξης. Είναι χρήσιμο λοιπόν
να πάρουν μικρό ποσοστό οι δυνάμεις του
μνημονίου και τα δύο μεγάλα ρεφορμιστικά
κόμματα – δεκανίκια ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ.
Στον αντίποδα θα ήταν πολύ χρήσιμο να αποκτήσουν βήμα προπαγάνδας κόμματα και σχηματισμοί που είτε επιδεικνύουν σχετική ανοσία στον ρεφορμισμό, είτε δεν έχουν οριστικά κερδηθεί από αυτόν.
Πηγή:Παραναγνώστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου