Είναι
εύκολο ίσως να αναγνωρίσουμε στην κοινωνία που ζούμε ένα οικονομικό
σύστημα σε επιθετικό παροξυσμό. Οι κυρίαρχοι μοιάζει να θεωρούν ότι
εκπλήρωσαν και εκπληρώνουν επιτέλους την απόλυτη καπιταλιστική ουτοπία:
το χρήμα να γεννά χρήμα χωρίς την ενίοτε απείθαρχη μεσολάβηση των
πραγματικών ανθρώπων και την ενίοτε απρόβλεπτη μεσολάβηση των
διαδικασιών παραγωγής. Η αλαζονεία και η δύναμη των τραπεζιτών και των
χρηματιστών είναι σημάδι των καιρών.
Όμως
καθόλου τούτη η εποχή δεν εκτόπισε στα αζήτητα το πρόβλημα της
διακυβέρνησης. Τη μηχανή αυτής της ουτοπίας που κόλλησε και κολλά στην
λάσπη των πρόσφατων οικονομικο-κοινωνικών κρίσεων, πρέπει
να την τροφοδοτούν οι απο κάτω, όχι μόνο με την εργασία τους αλλά και με
την εξάρτηση τους από τις τράπεζες για να εκπληρώσουν ως και τις πιο
βασικές τους ανάγκες. Το πρόβλημα της διακυβέρνησης σ’ αυτές τις
συνθήκες είναι πάνω απ’ όλα το πρόβλημα της μαζικής εξάρτησης των
υπηκόων από τους θεσμούς που τους συγκροτούν ως οικονομικά υποκείμενα, με
την καταστροφή ταυτόχρονα κάθε δυνατότητας να αρθρώνονται συλλογικές
αναφορές με τη μορφή των κοινωνικών χώρων. Η εξατομίκευση δεν συνίσταται
μόνο στην εξατομίκευση του μόνιμα ακόρεστου καταναλωτή αλλά και στην
εμπεδωμένη καχυποψία απέναντι στις επιδιώξεις των διπλανών. Τούτη η
καχυποψία στον καιρό της κρίσης καθίσταται λόγος επιθετικότητας ή
απόσυρσης: «εγώ θα τα καταφέρω» και για να τα καταφέρω πρέπει εσείς να
μην τα καταφέρετε.
Η μνήμη της χαμένης κοινότητας, βέβαια, και της ασφάλειας που ψευδαισθητικά ή πραγματικά παρείχε δεν είναι και τόσο μακρινή. Σ’ όλο τον κόσμο οι αντιδράσεις, οι αντιστάσεις και οι κοινωνικές εκρήξεις ανατρέχουν σε θεσμούς που ενεργοποιούν κάποιο υπόστρωμα κοινωνικών αναμνήσεων αλλά και επιβιώσεων: από τις ιθαγενικές κοινότητες της Λατινικής Αμερικής ως τις οικογένειες-κοινότητες του εξεγερμένου αραβικού κόσμου τέτοιοι θεσμοί επανανεργοποιούνται και επανανοηματοδοτούνται.
Ίσως γι’ αυτό στη Δύση, και όχι μόνο, αντίδοτο στην εξοντωτική «εξατομίκευση των πεπρωμένων» (μια φράση του Ωζέ) αποτέλεσε η επανακάλυψη της συλλογικής αναφοράς μέσα από τα λεγόμενα κοινωνικά δίκτυα (facebook, twitter κ.λπ.). Οι απομονωμένες ατομικότητες δοκιμάζουν, συχνά με υλικό τις καθοδηγούμενες στοιχίσεις σε ρεύματα προτίμησης, να επικοινωνήσουν και να εγκαταστήσουν δεσμούς αλληοαναφοράς. Πλάνη; Οι εξεγέρσεις της Τυνησίας και της Αιγύπτου έδειξαν ότι έστω και με υλικά δανεισμένα από την κυρίαρχη ιδεολογία μπορεί να γεννηθούν μορφές συσχέτισης τέτοιας πολλαπλασιαστικής διάδοσης που να κινητοποιήσουν τεράστιες ποσότητες ανθρώπων.
Η μνήμη της χαμένης κοινότητας, βέβαια, και της ασφάλειας που ψευδαισθητικά ή πραγματικά παρείχε δεν είναι και τόσο μακρινή. Σ’ όλο τον κόσμο οι αντιδράσεις, οι αντιστάσεις και οι κοινωνικές εκρήξεις ανατρέχουν σε θεσμούς που ενεργοποιούν κάποιο υπόστρωμα κοινωνικών αναμνήσεων αλλά και επιβιώσεων: από τις ιθαγενικές κοινότητες της Λατινικής Αμερικής ως τις οικογένειες-κοινότητες του εξεγερμένου αραβικού κόσμου τέτοιοι θεσμοί επανανεργοποιούνται και επανανοηματοδοτούνται.
Ίσως γι’ αυτό στη Δύση, και όχι μόνο, αντίδοτο στην εξοντωτική «εξατομίκευση των πεπρωμένων» (μια φράση του Ωζέ) αποτέλεσε η επανακάλυψη της συλλογικής αναφοράς μέσα από τα λεγόμενα κοινωνικά δίκτυα (facebook, twitter κ.λπ.). Οι απομονωμένες ατομικότητες δοκιμάζουν, συχνά με υλικό τις καθοδηγούμενες στοιχίσεις σε ρεύματα προτίμησης, να επικοινωνήσουν και να εγκαταστήσουν δεσμούς αλληοαναφοράς. Πλάνη; Οι εξεγέρσεις της Τυνησίας και της Αιγύπτου έδειξαν ότι έστω και με υλικά δανεισμένα από την κυρίαρχη ιδεολογία μπορεί να γεννηθούν μορφές συσχέτισης τέτοιας πολλαπλασιαστικής διάδοσης που να κινητοποιήσουν τεράστιες ποσότητες ανθρώπων.
Όμως
οι άυλες «περίπου συλλογικότητες» των διαδικτυακών επικοινωνιών δεν
είναι παρά ο τρόπος για να ανακαλυφθούν ξανά οι συλλογικότητες που
εκδιπλώνονται μέσα από πρακτικές συνεύρεσης. Όλα τα ηλεκτρονικά και
τηλεπικοινωνιακά μέσα που, διασταυρούμενα και χωρίς κέντρο κινητοποιούν και φέρνουν σ’ επαφή μοναχικές ατομικότητες, είναι
μέσα που ορίζουν τόπους συνάντησης. Αυτή τους τη δύναμη φοβήθηκαν οι
εξουσίες στον αραβικό κόσμο, αυτή φοβούνται και οι ισχυροί στην Ελλάδα
και παντού. Οι αναμνήσεις της κοινότητας και οι πρακτικές της
διαδικτυακής επικοινωνίας κάνουν την επιθυμία της συνάντησης
πραγματικότητα. Και τι λοιπόν συνέχει αυτά τα πλήθη εξατομικευμένων και
διαφορετικών ανθρώπων που γεμίζουν απρόβλεπτα τις πλατείες; Τι τους
κάνει να επαναφευρίσκουν κοινούς τόπους, τόπους του κοινού; Σίγουρα όχι
απλά τα κοινά συμφέροντα. Δεν συγκροτείται πια εύκολα ο τόπος του κοινού
συμφέροντος. Και δεν αρκεί κάποιοι να τον εφεύρουν προσπαθώντας να
πείσουν κάποιους άλλους.
Δεν είναι το συμφέρον προς το παρόν η κολλητική ουσία που συνέχει αυτές τις προσωρινές κοινότητες, που
σημαδεύει τους κοινούς τόπους. Ίσως είναι μια αίσθηση κοινή που μπορεί
και μετατρέπεται σε εκρηκτική κραυγή. Το «κλέφτες» της πλατείας
Συντάγματος τα λέει όλα: είναι μια έκρηξη καταγγελίας που αφαιρεί την
πολιτική νομιμοποίηση από την κυβέρνηση. Και ίσως αυτό διαπερνά ως
χαρακτηριστικό όλες τις πλατείες. Τις πλατείες της Ευρώπης, τις πλατείες
του αραβικού κόσμου, τις πλατείες της Λατινικής Αμερικής. Το συνεκτικό
στοιχείο είναι η κρίση εμπιστοσύνης προς τις αρχές. Ο καθένας και η
καθεμιά έχει να προσκομίσει την προσωπική του ζωή και τις απογοητεύσεις
της για να στηρίξει με το δικό του τρόπο τούτη την κρίση εμπιστοσύνης.
Όλοι όμως δεν πιστεύουν τους αποπάνω. Και τούτη η συμβολική αποκαθήλωση
των αποπάνω συμβαίνει με τρόπο σχεδόν καρναβαλικό, επινοητικό, μαγικό
(με τις δέσμες των ατομικών λέϊζερ να σημαδεύουν τη Βουλή σε μια
σύγχρονη εκδοχή βουντού).
Τέτοια συμβολική αποκαθήλωση της
εξουσίας εξέφρασαν οι μυριάδες ασυντόνιστες, επινοητικές και
απρόβλεπτες δράσεις του Δεκέμβρη. Οι νέοι τότε, αλλά και όσοι αναγνώρισαν στο Δεκέμβρη μια έκρηξη που χωρούσε τη δική τους δυσαρέσκεια, δεν
ζητούσαν μόνο δικαιοσύνη: ονομάτιζαν την αδικία ως βασικό γνώρισμα της
κοινωνίας που τους καταστρέφει τη ζωή και τα όνειρα. Τούτη η βαθιά
αίσθηση αδικίας συνέχει και τον κόσμο της πλατείας. Αλλιώς διατυπωμένη,
αλλιώς συνδεδεμένη με τις εμπειρίες και όνειρα του καθένα και της
καθεμιάς αλλά σίγουρα σημαδεμένη από μια βαθιά αίσθηση καταστροφής του
μέλλοντος. Και τι να κάνει η αριστερά και γενικότερα οι δυνάμεις που
ορίζονται ως «απέναντι» στο κυρίαρχο καθεστώς σήμερα; Πώς η συγκολλητική
ουσία των σύγχρονων μορφών συνάντησης και συλλογικής αγανάκτησης μπορεί
να μετατραπεί σε πολιτικό πρόγραμμα; Πρέπει; Μέρος του προβλήματος και
όχι αυταπόδεικτα μέρος της λύσης του είναι όσοι ως τώρα αντιλαμβάνονται
τις αντιδράσεις της κοινωνίας στην βιαιότητα του νεοφιλελεύθερου
καπιταλισμού ως απολύτως ανεπαρκείς, τυφλές ή και άμεσα ενσωματώσιμες.
Κάποιοι παρόλα αυτά αμέσως
βρήκαν το ρόλο τους: Το πλήθος χρειάζεται να μάθει, να καταλάβει και να
ακολουθήσει. Ο σωτηριολογικός λόγος του ΚΚΕ και ο κατηχητικός λόγος
κάποιων ομάδων του αριστερίστικου και του αναρχικού χώρου αντιμετωπίζει
τον κόσμο ως άμορφη μάζα που πρέπει να της δώσει χαρακτηριστικά. Μια
πρώτη ύλη που πρέπει εκείνοι που ξέρουν να την πλάσουν. Από την άλλη,
εκείνοι που υπερασπίζονται με κάθε τρόπο τους θεσμούς και τρομάζουν
μπροστά στη βλάσφημη διάθεση του κόσμου, πασχίζουν να ανασυστήσουν την
εμπιστοσύνη σε μια «δημοκρατία» που, υποτίθεται, δεν γνωρίζει αδιέξοδα.
Υπάρχουν όμως και πολλοί και πολλές που αναγνωρίζουν στον κόσμο των
πλατειών ένα δίκτυο ατόμων και πρωτοβουλιών που τους δίνει τόπο.
Η προέλευση κάποιων απ αυτούς
από κινηματικές πρωτοβουλίες και πρακτικές δεν αποτέλεσε τεκμήριο
υπεροχής ή διεκπεραιωτικών δεξιοτήτων, απλά έδινε το δικό τους στίγμα σε
συναντήσεις που συνεχίζουν να γονιμοποιούν οσμώσεις. Οσμώσεις αξιών,
εμπειριών, ονείρων. Να υπερβούμε τους διαχωρισμούς, καλώντας τους
υπόλοιπους σε ένα όραμα ενότητας; Πόσες φορές η αριστερά δεν έδωσε στον
εαυτό της τον ηγεμονικό ρόλο που συνθέτει και ιεραρχεί τις μυριάδες
πρακτικές αντίστασης, αμφισβήτησης, ανυπακοής ή δυσαρέσκειας; Ίσως
χρειάζεται περισσότερο από ποτέ η αριστερά και γενικά το
αντικαπιταλιστικό κίνημα να ακούσει. Και να ομολογήσει πως η κοινωνία
δεν αντιδρά όπως την φαντάζεται. Ζει όμως η κοινωνία και ΚΙΝΕΙΤΑΙ.
Σήμερα εκείνο που αναδεικνύεται
σε τούτες τις πρακτικές είναι η ανασύσταση των κοινωνικών χώρων. Η
ανασύσταση του δημόσιου χώρου ως χώρου συναντήσεων και οσμώσεων. Η
ανασύσταση του κοινού χώρου από τα κάτω με όλες τις αντιφάσεις και τις
ιδιαιτερότητες που σήμερα διαπερνούν το κοινό. Αν στις συνελεύσεις του
Συντάγματος αλλά και στις διαδικασίες που κινητοποίησαν τις μεγάλες
διαμαρτυρίες στις άλλες πλατείες του κόσμου και της χώρας κάτι γεννιέται
είναι τούτος ο χώρος του κοινού που αθροίζει τις μικρές και μεγάλες
σκέψεις, τα μικρά και μεγάλα όνειρα ανθρώπων που αντιδρούν έμπρακτα στην
εξοντωτική «εξατομίκευση των πεπρωμένων» τους. Αυτούς του νέους χώρους
του κοινού πρέπει να προστατέψουμε, τα εξισωτικά χαρακτηριστικά τους
όπου βλασταίνουν να υπερασπίσουμε, τα δίκτυα των διεσπαρμένων μικρο-κοινοτήτων που συναντήθηκαν στις πλατείες να ενισχύσουμε.
Έτσι ίσως μόνο βρεθούν οι τρόποι
οι διαφορετικοί κοινωνικοί χώροι να αποκτήσουν τη δύναμη και τη
συλλογική αυτοπεποίθηση για να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους. Όσο για
τα αιτήματα, πέρα από το γενικευμένο «να φύγουν» τα υπόλοιπα ας είναι
μέρος μιας πολύβουης απαίτησης για δικαιοσύνη και ζωή. Ο δρόμος προς τη
συλλογική χειραφέτηση φτιάχνεται καθώς τον βαδίζουμε όλοι μαζί. Και οι
μικρές πολύτιμες στροφές ενός τέτοιου δρόμου σημαδεύονται από σκηνές σαν
και τούτη: μια μακριά αλυσίδα ανθρώπων κάθε είδους μεταφέρει χέρι-χέρι μπουκαλάκια νερό για να ξεπλυθεί η πλατεία από τα δακρυγόνα που έριξαν οι βάρβαροι… Οι πλατείες είναι τέτοιες αλυσίδες ανθρώπων.
Στάυρος Σταυρίδης
16 Ιουνίου 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου