Μια ανέκδοτη προσωπική μαρτυρία της Ρίτας Μπούμη Παπά
Το Νοέμβρη του 1985 η «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ» (μηνιαία επιθεώρηση τέχνης, τεύχος 25), ένα πολύ καλό περιοδικό της εποχής για θέματα πολιτισμού, έφερε στο φως της δημοσιότητας ένα κείμενο της Ρίτας Μπούμη Παπά για τη σφαγή των 200 κομμουνιστών από τους Γερμανούς καταχτητές στην Καισαριανή, την 1η Μάη 1944. Μια συγκλονιστική μαρτυρία της ποιήτριας που «έζησε» η ίδια τη θυσία των παλληκαριών από το σπίτι της που βρισκόταν λίγα μόλις μέτρα από το Σκοπευτήριο.
Η μεταφορά στο πληκτρολόγιο έγινε χωρίς να γνωρίζουμε πότε ακριβώς γράφτηκε το κείμενο (δεν αναφέρεται ούτε στο περιοδικό). Απ’ όσο όμως είναι γνωστό, δεν εκδόθηκε ποτέ σε βιβλίο με άλλα έργα της.
"Αν στη μεταπολεμική ελληνική κατάσταση δεν επικρατούσαν, χάρη στην υποστήριξη των ξένων, οι δυνάμεις εκείνες που κατά τη διάρκεια της γερμανοϊταλικής στρατιωτικής κατοχής ανέχτηκαν παθητικά τον εχθρό και τα εγκλήματά του ή και συνεργάστηκαν κιόλας μαζί του, αν εύρισκε την οφειλόμενη δικαίωση ο αγώνας της εθνικής αντίστασης των Ελλήνων και ζυγιζόταν σαν την πιο πολύτιμη και ακριβή ύλη το αίμα ηρώων και μαρτύρων που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας σύμφωνα με τις ιστορικές παραδόσεις μας, αν τέλος δεν αντικρίζαμε με τόση παγερή αδιαφορία τα δάκρυα των αμέτρητων απορφανισμένων θυμάτων, η Πρωτομαγιά του 1944, θ΄αντιπροσώπευε μια από τις Μεγάλες Παρασκευές του Έθνους μας, και ο χώρος του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής, τον πιο ιερό Γολγοθά του.
Ο χαρακτηρισμός Γολγοθάς δε δίνεται ούτε αψήφιστα ούτε σαν σχήμα λόγου. Έχουμε ζυγίσει το βάρος του, επί μια ολόκληρη τετραετία, όταν στην καταιγίδα της κατοχής είχαμε απαγγιάσει σ’ ένα υπόγειο, εκατό μέτρα απ’ το Σκοπευτήριο και μας ξυπνούσαν κάθε αυγή, οι κραυγές των μελλοθανάτων, που τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο και αποχαιρετούσαν τον κόσμο, οι ριπές των εκτελεστικών αποσπασμάτων και οι ξηρές χαριστικές βολές. Είναι αυτή η σύμπτωση που μας έκανε να ζήσουμε το μαρτύριο της σφαγής των διακοσίων, μια γελαστή και ηλιόλουστη μέρα γεμάτη λουλούδια και πουλιά. Μαζί μας παρακολούθησαν τη σφαγή και δυο άλλοι φίλοι διανοούμενοι που κατοικούσαν κι αυτοί στην ίδια τούτη συνοικία. Ο Κωστής Μεραναίος και ο Γιώργος Βασιλόπουλος, διευθυντής του θαρραλέου περιοδικού «Καλλιτεχνικά Νέα», που τολμούσε να εκδίδεται στα χρόνια της Κατοχής.
Την προηγούμενη, με είχε ξυπνήσει ένα εφιαλτικό όνειρο: κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί στο Σκοπευτήριο και μέχρι τον περίγυρό του, πλήθος λαμπάδες έκαιγαν στην άσφαλτο σαν φλόγινα στάχυα κι ένας άνεμος σκοτεινός πάλευε να τα σβήσει. Μα οι φλόγες αντί να σβήνουν ενώνονταν για να μετατρέψουν το δρόμο σ’ ένα ποτάμι από φωτιά!
Την άλλη μέρα το όνειρο «βγήκε».
Η Πρωτομαγιά είχε ξημερώσει ολόστιλπνη σα να είχε βγει μόλις απ’ το λουτρό της και μοσχοβολούσε. Βαθυγάλανος ο ουρανός πάνω απ’ τον Υμηττό. Η ανοιξιάτικη φύση, σ’ όλη της την έκρηξη, αύξαινε τη δίψα μας για ειρήνη και για ευτυχία. Κάτω από τις ταπεινές στέγες ξυπνούσαν οι εργατικοί πληθυσμοί, ανύποπτοι για την τραγωδία που σε λίγες ώρες θα παίζονταν στη συνοικία τους.
Ώρα επτά. Τα πρώτα γερμανικά στρατιωτικά αποσπάσματα κυκλώνουν τη συνοικία μας. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Συχνά ο κατακτητής μας περικύκλωνε και μπλοκάριζε τα φτωχόσπιτα, ψάχνοντας να βρει τους αποφασισμένους που τον πολεμούσαν. Μα τώρα ήταν κάπως αλλιώς. Οι Γερμανοί είχαν πιάσει τις γωνιές όλων των δρόμων με όπλα και πρόσωπα στραμμένα απειλητικά προς τα σπίτια μας και απαγόρευαν την έξοδο τν κατοίκων, που παρακολουθούσαν πίσω από τα τζάμια, με αγωνία και μίσος τους στρατιώτες της Βέρμαχτ.
Η είδηση φτάνει σαν αέρας, και περνώντας απ’ τις χαραμάδες διαδίδεται από σπίτι σε σπίτι. «Θα εκτελεστούν 200 κρατούμενοι σε αντίποινα για το φόνο ενός Γερμανού στρατηγού». Είναι δυνατό να διαπραχθεί τέτοια ομαδική σφαγή μέσα σ’ ένα πρωινό γεμάτο αρώματα και πεταλούδες, κάτω από έναν ουρανό κεντημένο με παιδικούς χαρταετούς; Είναι!
Στις 8 αρχίζει η μεταφορά των κρατουμένων με κείνα τα σκοτεινά καμιόνια της Βέρμαχτ, που είχαν το χρώμα του γραφίτη. Οι μελλοθάνατοι ανεβαίνουν το Γολγοθά τους τραγουδώντας, μας προτρέπουν να μη λυγίσουμε, πετούν ενθύμια, δαχτυλίδια, χαρτάκια, τα ρούχα τους, παραγγελίες για τους δικούς των και αποχαιρετούν περήφανοι τους ανθρώπους και τον κόσμο, σίγουροι για κείνο που πίστευαν. Ένας μεγάλος ήλιος από τον Υμηττό τους το επιβεβαίωνε με όλο το φως του.
Οι ταράτσες των γύρω σπιτιών γεμάτες θεατές που ζητούσαν να παρακολουθήσουν και να διαφυλάξουν στη μνήμη τους την πρωτοφανή τραγωδία μέχρι το τέλος. Τότε άρχισαν να πηδούν απ’ τα καμιόνια οι πρωταγωνιστές και να διασχίζουν το διάδρομο, οι περισσότεροι με τα πουκάμισα, ξέστηθοι, να μπερδεύονται οι σιλουέτες τους με τα θάμνα και τα κυπαρίσσια. Δεν ήταν ούτε ένας, ούτε δυο, ούτε δέκα σαν άλλες φορές. Κι αυτό το συγκλονιστικό πέρασμα, με τον πρωινό ήλιο που τους κυνηγά μέσα από τα δέντρα για να τους χαϊδέψει, κρατά απίστευτα πολύ, σα να το παρατείνει σκόπιμα ένας σαδιστής σκηνοθέτης.
Ύστερα από τα προκαταρκτικά, που άργησαν κι αυτά πολύ, και το τυπικό διάβασμα ενός καταλόγου, απ’ τον οποίο ο ήρωας Ναπολέων Σουκατζίδης αρνείται να εξαιρεθεί, όπως του πρότειναν οι δήμιοι, που σαν γερμανομαθή τον χρειάζονταν για διερμηνέα, οι μελλοθάνατοι χωρίζονται σε ομάδες. Έτσι, σ’ ένα διαπασών από πατριωτικά τραγούδια, ζητωκραυγές, ηρωικές προτροπές των αμέσως επόμενων προς εκείνους που ήδη προχωρούσαν στο σφαγείο, οι ομάδες οδηγούνται προς το παμφάγο χαντάκι, που ήταν σκαμμένο στη ρίζα του ψηλού τοίχου.
Ξαφνικά η καμπάνα του μοναστηριού της Ανάληψης αρχίζει να χτυπά πένθιμα όπως τη Μεγάλη Παρασκευή, από έναν Ελασίτη που είχε σκαρφαλώσει στο καμπαναριό. Οι ήχοι ανατριχιάζουν τη συνοικία. Πίσω απ’ τα τζάμια, στις ταράτσες, ανάβουν κεριά, καπνίζουν θυμιατήρια, σταυροκοπιούνται γριούλες. Κάτι μικρές κακοραμμένες γαλανόλευκες σημαίες, έτοιμες να υποδεχτούν το μεγάλο μήνυμα της νίκης που ερχόταν δρομαίο από τις ρώσικες στέπες, υψώνονται στα δωμάτια κι ανεμίζουν με ευλάβεια στα χέρια των παιδιών.
Ένας βοσκός στο λόφο της Ανάληψης, στήνει με τη φλογέρα του ένα λυπητερό κλέφτικο σκοπό, και κείνη τη στιγμή έλεγες πως η ψυχή της Ρωμιοσύνης ροβολούσε από τον Υμηττό προς την αδούλωτη πόλη της Αθήνας. Μέσα σε λίγες στιγμές οι μελλοθάνατοι έχουν καλύψει την απόσταση που μεσολαβεί από το μάρτυρα στον άγιο, από το ιστορικό γεγονός στο θρύλο. Τις πρώτες ομοβροντίες ακολουθούν οι θρήνοι και οι κατάρες των περιοίκων. Τα σπαρακτικά λόγια των γυναικών του λαού που τους απαγορεύεται να τρέξουν, να πλύνουν τα κορμιά των παλικαριών, απ’ τα αίματα, να τα τυλίξουν σε δροσερό σεντόνι, να τα νεκροστολίσουν, να τα κλάψουν, όπως θα ΄κανε – αν μπορούσε – η πιο χαροκαμένη μάνα της γης, η Ελλάδα.
Η εκτέλεση κρατά τέσσερις ολόκληρες ώρες. Όσο βαστά σ’ ένα κανονικό σφαγείο. Μια μια ομάδα, προχωρεί προς την τάφρο τραγουδώντας. Οι σφαίρες των οπλοπολυβόλων γαζώνουν με θυμό, τα σώματα λυγίζουν, πέφτουν στο χώμα που έχει γίνει πηλός απ’ το αίμα, και οι χαριστικές βολές του ναζιστή υπαξιωματικού, δίνουν τέλος στο σφαδασμό των σωμάτων. Ύστερα τα πτώματα σέρνονται από κει ματωμένα και φορτώνονται σε χειροκίνητα καρότσια για να οδηγηθούν έξω, όπου περιμένει η σκοτεινή φάλαγγα των φορτηγών αυτοκινήτων, για να παραλάβει και να μεταφέρει στους τάφους τα σφάγια. Η τάφρος ανασκάφτεται με τσαπιά, γρήγορα και κάθε φορά, για ν’ ανεβεί στην επιφάνεια άλλο χώμα, πιο στεγνό, και η επόμενη ομάδα προχωρεί με τις λέξεις Ελλάδα και ελευθερία στα χείλη.
Οι Αυστριακοί άντρες των πρώτων εκτελεστικών αποσπασμάτων, δεν αντέχουν, λιποθυμούν, για να εξοργίσουν τους επικεφαλής Γερμανούς αξιωματικούς, που δυο φορές τους αντικατάστησαν με άλλους στρατιώτες πιο ψύχραιμους.
Μεσημέρι. Το μακάβριο έργο των σφαγέων τελείωσε. Οι αξιωματικοί της Βέρμαχτ, μπαίνουν, βολεύονται στην κούρσα τους και ξεκινούν. Πίσω τους ακολουθεί η φάλαγγα των καμιονιών με το φορτίο της.
Το αίμα των μαρτύρων της ελευθερίας, ζεστό ακόμα, στάζει από τα οχήματα για να σκορπίσει σε όλο τα μάκρος του δρόμου απίστευτα κόκκινα άνθη και ιδεογράμματα.
Το μπλόκο λύνεται κι οι πόρτες των σπιτιών ανοίγουν. Είναι δώδεκα και μισή. Στις φλέβες της συνοικίας μας, που είχαν παγώσει επί ένα ολόκληρο πρωινό, ξαναρχίζει η κυκλοφορία. Μια κυκλοφορία βαριά κι αγχώδης. Οι γυναίκες, που στη συμφορά σπεύδουνε πρώτες, μοιρολογώντας και σκούζοντας κατευθύνονται στον τόπο του Κρανίου. Και τότε μέσα στη μάντρα του Σκοπευτηρίου αρχίζει ομόφωνος ένας θρήνος οξύς, αβάσταγος, συγκλονιστικός. Όλες μοιρολογούν «τα παιδιά τους». Ξαφνικά οι νεκροί εκείνοι, που είχαν αρπαχτεί για να ταφούν βιαστικά ποιος ξέρει που, έγιναν παιδιά όλων μας, ανήκαν σε όλους. Όλα τα περιβόλια και οι γλάστρες της γειτονιάς μαδήθηκαν για τα μαγιάτικα στεφάνια του θανάτου. Και αγκαλιές τα λουλούδια, μεταφέρονται στο κόκκινο χαντάκι, όπου το αίμα ζυμώνονταν με το χώμα και διεργάζονταν κιόλας νέες συνθέσεις.
Πόσοι όρκοι πίστης δόθηκαν κείνη τη μέρα εδώ μέσα! Πόσες αγνές και φλογερές υποσχέσεις!
Ο λαός κανένα όρκο και καμιά υπόσχεση δεν αθέτησε. Κι αν το μνημείο που όφειλε να στήσει εδώ μέσα η Πατρίδα, δεν στήθηκε, είναι γιατί οι ισχυρές εκείνες δυνάμεις που φοβούνται το ηθικό μάθημα της ιστορικής μνήμης στις συνειδήσεις των λαών, μεσολάβησαν για να εμποδίσουν αυτό το υπέρτατο εθνικό χρέος. Και πια όλοι ξέρουμε με ποια σκληρά και αδίστακτα μέσα οι ισχυρές αυτές δυνάμεις ισοπεδώνουν σαν μπουλντόζες τη θέληση των μικρών πατρίδων…
Όμως, δεν μπορεί, κάποτε θα στηθεί το μνημείο που τους αξίζει. Ένα μνημείο στιλπνό σαν την άνοιξη και βιώσιμο σαν τη φυλή μας. Ένα μνημείο που δίχως να ‘χει τις διαστάσεις της θυσίας χιλιάδων μαρτύρων που έπεσαν εδώ μέσα αιμόφυρτοι από τις σφαίρες των θηρίων, θα είναι – όπως λέγει σε μια ωδή του ο Οράτιος – «διαρκέστερο από το χαλκό και το βασιλικό όγκο των πυραμίδων, που ούτε ο αδηφάγος όμβρος, ούτε η αναρίθμητος των ετών σειρά θα δύναται να καταστρέψει».
Και τότε το κλαμπ που λειτουργεί τώρα στον αιματοποτισμένο τόπο του μαρτυρίου και ο πάταγος των μπουκαλιών και της νυχτερινής κραιπάλης, θα αντικατασταθούν από την ευλάβεια, την περίσκεψη και το σεβασμό."
Ρίτα Μπούμη - Παπά (1906 - 1984). Η Ρίτα Μπούμη γεννήθηκε στη Σύρο. Το 1920 εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου σπούδασε παιδαγωγική και ειδικεύτηκε στη μέθοδο Montessori . Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια σε περιοδικά όπως η Νέα Εστία, το Νέον Κράτος, η Νέοι ρυθμοί και εφημερίδες όπως η Αλλαγή, η Μάχη, η Αυγή (την περίοδο 1957-1960). Υπήρξε αρχισυντάκτις του περιοδικού Ιόνιος Ανθολογία (από το 1929), εκδότρια των περιοδικών Εφημερίδα των ποιητών (1956-1958) και Κυκλάδες (1930-1932) και διευθύντρια του Ιδρύματος Περιθάλψεως Παιδιού (1930-1933). Το 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά, με τον οποίο έζησε στα Τρίκαλα ως το 1940, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με τη δημοσίευση του ποιήματός της Μικρέ μου αλήτη στη Νέα Εστία, ενώ σε παιδική ηλικία είχε δημοσιεύσει ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων (1919). Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση αλλά και με την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, τη μετάφραση (έργα των Λ.Λέβτσεφ, Σολόχωφ, Μπέκετ, Μπέττι, Ουγκώ και άλλων). Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1935), το Α’ Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Διεθνές Βραβείο Συρακουσών (1949), το Βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1965) καθώς και από το Ρουμανικό κράτος και την Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρωσικά, ισπανικά, ουγγρικά, σερβικά, πολωνικά, αλβανικά, πορτογαλικά και άλλες γλώσσες. Η Ρίτα Μπούμη - Παπά τοποθετείται χρονικά στους έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου. Η γραφή της χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από τη φυσιολατρεία της, και παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία του αισθησιασμού, του λυρισμού αλλά και του πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά έργα της. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Ρίτας Μπούμη - Παπά βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Ρίτα Μπούμη - Παπά», Η ελληνική ποίηση · Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου, σ.404-415. Αθήνα, Σοκόλης, 1979, Γιάκος Δημήτρης, «Μπούμη - Παπά Ρίτα», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Ζήρας Αλεξ., «Μπούμη - Παπά Ρίτα», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 7. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987.
(Πηγή βιογραφικών στοιχείων: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Οι 200 της Καισαριανής
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραίο κείμενο. Θα ήταν πολύ πιο ακριβές αν έκανε μια αναφορά ότι οι εκτελεσθέντες δεν ήταν απλώς Έλληνες όμηροι των Γερμανών αλλά Έλληνες Κομμουνιστές. Κομμουνιστές που παραδόθηκαν στους Γερμανούς φασίστες από τους φασίστες της 4ης Αυγούστου γιατί τους θεωρούσε πιο επικίνδυνους για την «πατρίδα» της αστικής τάξης από τους ίδιους τους Γερμανούς.
Η υπενθύμιση έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί οι κομμουνιστές δέχονταν πάντα αήθεις αντικομουνιστικές επιθέσεις σε όλα τα μέτωπα ακόμη και στο ξαναγράψιμο της ιστορίας από την οποία ήθελαν πάντα να τους εξαφανίσουν. Απλά δεν μπόρεσαν ούτε τότε ούτε μετά.
Η ιστορία δεν ξαναγράφεται, οι εκτελεσμένοι ήταν κομμουνιστές και ο Ν. Σουκατζίδης ήταν κομμουνιστής, στέλεχος του ΚΚΕ και ήρωας, Έλληνας πατριώτης.
Φίλε symastev με μια περισσότερο προσεκτική ματιά θα παρατηρήσεις πως αναφέρεται στην τρίτη γραμμή του κειμένου πως πρόκειται για κομμουνιστές. Άλλωστε το κείμενο είναι παρμένο από το φιλικά προσκέιμενο προς το ΚΚΕ ιστολόγιο "Οικοδόμος"
ΔιαγραφήΚαλησπέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ τον Κόκκινο Τύπο για την αναδημοσίευση.
@symastev:
Αγαπητέ σύντροφε, θα ήθελα να επισημάνω καταρχήν πως πρόκειται για ένα λογοτεχνικό κείμενο, γραμμένο από μια μεγάλη Ελληνίδα συγγραφέα-ποιήτρια (και) με συγκεκριμένη πολιτική διαδρομή, που αν ίσως γνώριζες , θα θεωρούσες περιττή την αναφορά σου σε " αήθεις αντικομουνιστικές επιθέσεις σε όλα τα μέτωπα ακόμη και στο ξαναγράψιμο της ιστορίας" (!!)
Στον πρόλογό μου εξάλλου αναφέρω ρητά πως πρόκειται για κομμουνιστές.
Ας μην κάνουμε την τρίχα... τριχιά.
Καλή δύναμη!
Να είσαι καλά Οικοδόμε. Καλή συνέχεια!
ΑπάντησηΔιαγραφή@symastev
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια ακόμη μια φορά σχολιάζεις διαπνεόμενος από εμπάθεια (;) ανάρτησή μας. Δεν θα σχολιάσουμε καν "τις αήθεις αντικομμουνιστικές επιθέσεις και το ξαναγράψιμο της ιστορίας" που ανέφερες. Συ είπας και κρίνεσαι για αυτό...Κατά τα λοιπά, έχουμε καλυφθεί πλήρως από τους 2 προλαλήσαντες.