Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

ανοιχτά παράθυρα


Έχω όλα τα παράθυρα ανοιχτά. Περνάει η μέρα με έναν λίβα να μπαίνει από παντού στο σπίτι. Βάζω την Αρλέτα να μου πει, η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι, να ξεγελαστώ. Πως δεν σκάει με βία η ζέστη στα τσιμέντα. Πως θα ζήσω και χωρίς το μισητό air condition.

Και έτσι βραδιάζει.

Τα παράθυρα είναι πάντα ανοιχτά. Και μπαίνει το σκοτάδι κι ο καπνός απ' το τσιγάρο κάποιου. Έχει παρκάρει κάτω απ' το μπαλκόνι και καπνίζει μες στ' αυτοκίνητο, θα διαπιστώσω λίγα λεπτά μετά. Προς το παρόν μια αντρική φωνή θα μπει απ' τα ανοιχτά παράθυρα, θα μπει για να πει «όπως το καθαρμα τον Πακιστανο ρε στην Πάρο. Θάνατο ρε, θάνατο, θάνατο. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Θάνατο, ρε, θάνατο, θάνατο». Μιλάει στο κινητό του. Δε μιλάει: επαναλαμβάνει το θάνατο σα βουρδουλιά.

Έχω πεντέξι ανοιχτά παράθυρα. Στον "περιηγητή". Το ένα παράθυρο είναι στο συναθροιστή μας : "Καθαρές" μέθοδοι βασανιστηρίων. Τα υπόλοιπα στις φυλακές. Ο Στόχος θα ντύσει το αίτημα του περαστικού με όση παραχάραξη της Ιστορίας μπορεί να αντέξει ο κάθε κακομοίρης που ρέπει στο φασισμό, που τον βλέπεις, είναι τσίτα τα νεύρα του, που τρέχει μίσος απ' τους κυνόδοντές του, που φαντασιώνεται βασανιστήρια. Που δε του μάθανε τίποτα οι Χιροσίμες και ο Τσόμσκυ είναι στα τυφλωμένα ματια του ένα σάψαλο με παχυλό μισθό που λέει ασυναρτησίες και του πρήζει το παπάρι χωρίς να του προσφέρει λύσεις. Και η λύση είναι στο αίμα. Και στο σπέρμα. Το λένε τα ανώνυμα σχόλια στο Στόχο, το λέει ο άγνωστος κάτω στο δρόμο.


 Ανοίγει ένα από τα παράθυρα του μυαλού μου. Στη βιβλιοθήκη. Μην πας μακριά

"Έβλεπα τα πρόσωπα των αστυνομικών. Κόκκινα, εξαγριωμένα, παραμορφωμένα, με τα χείλια συσπασμένα, γεμάτα άσπρο αφρό, καθώς ανεβοκατέβαζαν τα μαστίγιά τους πάνω στα κουβαριασμένα σώματα που συσπειρώνονταν κατά γης. Τα μουγκρητά των αστυνομικών καθώς μαστίγωναν, σκέπαζαν τα συγκρατημένα (από περηφάνεια) βογγητά πόνου των φοιτητών. Και κατάλαβα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, αυτό που ισχυρίζεται η επιστήμη: Πως ο βασανιστής, εκσπερματώνει από ηδονή, βασανίζοντας." Λιλή Ζωγράφου, 17 Νοεμβρίου 1973: Πώς φτάσαμε στη νύχτα της μεγάλης σφαγής (εκδ. Λογοθέτης).

Ανοίγει παράθυρο της μνήμης. Είμαι στο αμφιθέατρο κάποιου πανεπιστημίου. Προβολή "Τα κορίτσια της βροχής". Τα έδρανα γεμάτα και στα σκαλιά και στα όρθια. Δίπλα μου η γυναίκα στο πρώτο πλάνο του ντοκιμαντέρ. Οι βασανιστές πάντα θα ψάχνουν ένα τέρας. Μπορεί να πάρει το πρόσωπο μιας γυναίκας πολιτικής κρατούμενης, ή κάποιου μετανάστη, εγκληματία ή μη. Αρκεί να βρεθεί τέρας να εκσπερματίσουν. Κάποια στιγμή παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ νιώθεις κι εσύ εξευτελισμένη, βιασμένη, κακοποιημένη. Αλλά θα είσαι τόσο τυχερή που δίπλα σου θα υπάρχει αυτή η γυναίκα, με σάρκα και οστά, ολοζώντανη στα 70 της, θα καταλάβει και θα σε χαϊδέψει παρηγορητικά το χέρι, θα μυρίζεις το άρωμά της και θα αναρωτιέσαι αν όλα όσα συμβαίνουν είναι αληθινά.



Έρχεται βαρύς χειμώνας, μέσα - έξω. Ακονίζονται μαχαίρια. Στήνονται αγχόνες. Τα παράθυρα θα κλείσουν ένα- ένα.

Και έτσι θα βραδιάσει.


Πηγή:Του κανενός το ρόδο



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου