Συμμετοχή στα συνδικάτα και δομικοί προσδιοριστικοί παράγοντες την περίοδο της κρίσης: μια εμπειρική διερεύνηση
(3ο Συνέδριο Επιστημονικής Εταιρείας Πολιτικής Οικονομίας - Η Ελληνική Οικονομία και η Πολιτική των Μνημονίων: Κατάσταση και Προοπτικές)
Περίληψη
Η συμμετοχή των μισθωτών στα συνδικάτα (που καθορίζει τη λεγόμενη «συνδικαλιστική πυκνότητα») αποτελεί ένα σημαντικό δείκτη της δύναμης του εργατικού/συνδικαλιστικού κινήματος. Η συμμετοχή των μισθωτών στα ελληνικά συνδικάτα ακολουθεί τις τελευταίες δεκαετίες την πτωτική τάση που παρατηρείται παγκοσμίως. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει δομικούς - προσδιοριστικούς παράγοντες της συνδικαλιστικής συμμετοχής που χρωματίζουν την πτωτική της τάση στην Ελλάδα, και καθιστούν τα συνδικάτα αδύναμα και αναποτελεσματικά ως όργανα πάλης των μισθωτών τάξεων εν μέσω οικονομικής κρίσης και απέναντι στις μνημονιακές πολιτικές μισθολογικής εξαθλίωσης, απολύσεων και αποδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων. Στην κατεύθυνση αυτή διερευνώνται ως δομικοί-προσδιοριστικοί παράγοντες της συνδικαλιστικής συμμετοχής και πυκνότητας η παραγωγική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και η διάρθρωση της απασχόλησης. Ειδικότερα εξετάζονται: η διαφοροποίηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας ανάμεσα στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, η επίδραση στη συνδικαλιστική συμμετοχή του μεγέθους της επιχείρησης, του τομέα παραγωγής αλλά και του επιπέδου εκπαίδευσης των μισθωτών.
Λέξεις κλειδιά: συμμετοχή στα συνδικάτα, συνδικαλιστική πυκνότητα, Ελλάδα, οικονομική κρίση
Εισαγωγή
Ένας από τους πρώτους ορισμούς που συναντούμε στη βιβλιογραφία των Εργασιακών Σχέσεων από τους Sidney και Beatrice Webb (1920: 1) ορίζει τα συνδικάτα ως «[…] την ένωση των μισθωτών με σκοπό τη διατήρηση και βελτίωση των συνθηκών του εργασιακού βίου τους».
Οι διάφοροι ορισμοί σε σχέση με τα συνδικάτα συγκλίνουν στο ότι αυτά μπορούν να οριστούν ως προς τους συμμετέχοντες και τους σκοπούς τους (Leat, 2007: 258). Έτσι, μπορούν να οριστούν ως οι ενώσεις εργατών ή/και υπαλλήλων που έχουν ως στόχο την προάσπιση των συμφερόντων τους στο πεδίο του εργασιακού χώρου και της κοινωνίας, καθώς επίσης και μέσω της συμμετοχής τους στις συλλογικές διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες/managers (Salamon, 2000: 93, βλ. επίσης Leat, 2007: 258).
Στη μαρξιστική ανάγνωση των εργασιακών σχέσεων τα συνδικάτα μπορούν να οριστούν ως οι συλλογικότητες εργαζομένων που στοχεύουν στον επηρεασμό του καθορισμού της τιμής πώλησης της εργατικής δύναμης αλλά και της άσκησης ελέγχου επί του εργασιακού περιβάλλοντος και της
εργασιακής διαδικασίας αλλά και στον μετασχηματισμό της κοινωνίας[5] (Leat, 2007: 261, βλ. επίσης Hyman, 1989: 20-53). Η συλλογική δράση των εργαζομένων αποτελεί το αντίβαρο στην οικονομική εξουσία του κεφαλαίου. Έτσι, τα συνδικάτα αποτελούν τον πλέον προφανή θεσμό (foundation) που εκφράζει την συλλογική δράση των εργαζομένων έναντι της κυριαρχίας του κεφαλαίου / εργοδοτών στη σχέση απασχόλησης (Hyman, 1975:32), δίνοντας μορφή και γενικεύοντας τις διαδικασίες αντίστασης και διαπραγμάτευσης των εργαζομένων (Hyman, 1989: 36).
εργασιακής διαδικασίας αλλά και στον μετασχηματισμό της κοινωνίας[5] (Leat, 2007: 261, βλ. επίσης Hyman, 1989: 20-53). Η συλλογική δράση των εργαζομένων αποτελεί το αντίβαρο στην οικονομική εξουσία του κεφαλαίου. Έτσι, τα συνδικάτα αποτελούν τον πλέον προφανή θεσμό (foundation) που εκφράζει την συλλογική δράση των εργαζομένων έναντι της κυριαρχίας του κεφαλαίου / εργοδοτών στη σχέση απασχόλησης (Hyman, 1975:32), δίνοντας μορφή και γενικεύοντας τις διαδικασίες αντίστασης και διαπραγμάτευσης των εργαζομένων (Hyman, 1989: 36).
Το μέγεθός των συνδικάτων και η δυνατότητά τους να προσελκύουν και να διατηρούν μέλη εντός της δομής τους αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την θέση τους στο συσχετισμό δυνάμεων, για την επίτευξη των στόχων τους, την έκβαση των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε οποιοδήποτε επίπεδο αυτές διεξάγονται, για την επίδραση που ασκούν στην πολιτική των κυβερνήσεων (ως όλον εργατικό κίνημα).
Ο δείκτης που χρησιμοποιείται συχνότερα για την απεικόνιση της δύναμης τους εργατικού κινήματος, του συσχετισμού δύναμης μεταξύ εργοδοτών-εργαζομένων και για τις διεθνείς συγκρίσεις αναφορικά με τη συμμετοχή στα συνδικάτα είναι η συνδικαλιστική πυκνότητα (Ebbinghaus & Visser, 1999: 135, Visser, 1992: 18). Στην Δυτική Ευρώπη, την μεταπολεμική περίοδο αύξησης της συμμετοχής τα συνδικάτα (1950 -1975) διαδέχθηκε η περίοδος που ακολούθησε την κρίση του 1973 και είναι περίοδος μείωσης της συμμετοχής (βλ. Ebbinghaus & Visser, 1999). Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, πολλές έρευνες (π.χ. Western, 1995˙ Scruggs, 2002˙Visser, 2006) έχουν δείξει την πτώση της συμμετοχής στα συνδικάτα – επομένως και της συνδικαλιστικής πυκνότητας – τόσο στην Ευρώπη[6] όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο (βλ. Διάγραμμα 1).
Η Ελλάδα – με τις ιδιαιτερότητές της – ακολουθεί αυτήν την γενική τάση μείωσης της συνδικαλιστικής πυκνότητας. Στην περίοδο της τρέχουσας κρίσης, παράγοντες που σχετίζονται αρνητικά με την συμμετοχή στα συνδικάτα παροξύνονται σαν αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας και της αναμόρφωσης των εργασιακών σχέσεων που επιβάλλονται από ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ. Μεταξύ άλλων, τέτοιες είναι η εκρηκτική αύξηση της ανεργίας, η διάδοση μορφών ευέλικτης απασχόλησης όπως είναι η μερική απασχόληση, η αναμόρφωση του πλαισίου για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στην κατεύθυνση της αποκέντρωσής τους (βλ. Zisimopoulos et al, 2011).
Η παρούσα εργασία επιχειρεί να συμβάλλει τόσο στην παροχή και παρουσίαση πρόσφατων εμπειρικών δεδομένων[7] σχετικά με την συμμετοχή στα ελληνικά συνδικάτα αλλά και μιας συνεκτικής ανάλυσης των παραγόντων που σχετίζονται με αυτή. Σε αυτή την κατεύθυνση η παρούσα εργασία δομείται ως εξής: Στην πρώτη ενότητα παραθέτουμε το εννοιολογικό πλαίσιο σχετικά με τη μέτρηση της συμμετοχής στα συνδικάτα και ειδικότερα αυτό της συνδικαλιστικής πυκνότητας. Στην δεύτερη ενότητα γίνεται η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τους παράγοντες που σχετίζονται με την συμμετοχή στα συνδικάτα. Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζουμε την μεθοδολογία της έρευνας και στην τέταρτη ενότητα τα ευρήματα που προέκυψαν από αυτή. Τέλος, η παρούσα εργασία ολοκληρώνεται με τις συμπερασματικές παρατηρήσεις.
Συμμετοχή και μέτρηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας
Η συνδικαλιστική πυκνότητα αποτελεί ένα σημαντικό μέτρο της δύναμης των συνδικάτων. Στο βαθμό που ο τρόπος ορισμού και μέτρησης επιτρέπει συγκρίσεις, περιγράφει πώς μεταβάλλεται η θέση των συνδικάτων μέσα στο χρόνο, πώς διαφοροποιείται η συμμετοχή μεταξύ των διαφόρων χωρών, των τομέων της οικονομίας και των κοινωνικών ομάδων. Μεγάλες διακυμάνσεις στη συνδικαλιστική πυκνότητα αντανακλούν σημαντικές αλλαγές στο νομικό, κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον των συνδικάτων. Ως εκ τούτου αποτελεί έναν σημαντικό δείκτη συγκρίσεων στην έρευνα των εργασιακών σχέσεων (Visser, 2006: 38).
Τα δεδομένα για τη μέτρηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας μπορούν να αντληθούν: α) από έρευνες που βασίζονται στα αρχεία των συνδικάτων (administrativesurveys) σχετικά με τη συμμετοχή, β) από έρευνες εργατικού δυναμικού ή γενικά έρευνες με ερωτηματολόγιο που γίνονται απευθείας στους εργαζόμενους (labourforce surveys/household surveys), γ) από έρευνες σε επιχειρήσεις όπου οι διοικήσεις των επιχειρήσεων δίνουν στοιχεία αναφορικά με τον αριθμό των μισθωτών που είναι μέλη του συνδικάτου (establishment surveys) (Hayter and Stoevska, 2011: 4˙ Visser, 1991: 98). Ωστόσο, περισσότερο διαδεδομένη είναι η χρήση των δύο πρώτων τύπων ερευνών (Visser, 2006: 39˙ 1991: 98˙ Chang and Sorrentino, 1991: 46). Ιδιαίτερα ο δεύτερος τύπος ερευνών δίνει τη δυνατότητα να εξεταστούν επιπλέον παράγοντες που σχετίζονται με τη συμμετοχή στα συνδικάτα όπως είναι τα προσωπικά χαρακτηριστικά και οι συμπεριφορές/στάσεις των μισθωτών (Visser, 1991: 98).
Η συνδικαλιστική πυκνότητα ορίζεται ως το πηλίκο της πραγματικής συμμετοχής (actual union membership) στα συνδικάτα προς τη δυνητική συμμετοχή (potential union membership) (βλ. Visser, 2006: 43˙ Παλαιολόγος, 2006: 147˙ Kelly andBailey, 1989: 55).
Ωστόσο, ανακύπτει το ζήτημα σχετικά με το τι θεωρείται κάθε φορά μέλος και ποιες είναι οι επιλέξιμες κοινωνικές ομάδες της δυνητικής συμμετοχής. Οι διαφοροποιήσεις στον ορισμό της ιδιότητας του μέλους και της δυνητικής συμμετοχής καθιστούν δύσκολη τόσο τη σύγκριση μεταξύ διαφορετικών ετών όσο και τη σύγκριση μεταξύ των διαφόρων χωρών.
Πραγματική και δυνητική συμμετοχή
Στην περίπτωση των ερευνών με ερωτηματολόγιο και των ερευνών εργατικού δυναμικού, ως μέλος θεωρείται αυτός που δηλώνει ότι ανήκει σε ένα συνδικάτο (Visser, 2006: 40) και συνήθως οι άνεργοι, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι συνταξιούχοι ή όσοι για οποιονδήποτε λόγο είναι εκτός εργατικού δυναμικού δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτές τις στατιστικές (Chang and Sorrentino, 1991: 47). Στην περίπτωση των δεδομένων που προέρχονται από τα συνδικάτα ως μέλος θεωρείται αυτός που πληρώνει τη συνδρομή του ή αυτός που αναγνωρίζεται από το συνδικάτο ως μέλος (Visser, 2006: 40).
Τα δεδομένα που δίνονται από τα συνδικάτα τείνουν να υπερεκτιμούν τη συμμετοχή σε σχέση με τα δεδομένα των ιδιωτικών ερευνών (Chang and Sorrentino, 1991: 47) καθώς στη δύναμή τους εντάσσονται διάφορες κατηγορίες μη μισθωτών (π.χ. συνταξιούχοι, φοιτητές, αυτοαπασχολούμενοι, άνεργοι) (Visser, 2006: 42˙ Changand Sorrentino, 1991: 49). Επιπλέον, οι στατιστικές που βασίζονται σε στοιχεία που παρέχουν τα ίδια τα συνδικάτα ποικίλουν από συνδικάτο σε συνδικάτο. Κάποια συνδικάτα εντάσσουν μόνο τους εργαζόμενους που είναι πλήρη μέλη ενώ άλλα εντάσσουν και μέλη τα οποία εξαιρούνται από την πληρωμή πλήρους συνδρομής όπως είναι οι άνεργοι, τα άτομα με αναπηρία, όσοι είναι σπουδαστές ή βρίσκονται σε διαδικασία κατάρτισης. Ενώ πολλά συνδικάτα θεωρούν ως μέλη μόνο εκείνους που είναι «ταμειακώς εντάξει» άλλα θεωρούν ως μέλη τους ψηφίσαντες (Chang andSorrentino, 1991: 47).
Επιπλέον προβλήματα ανακύπτουν στα στοιχεία που δίνονται από τα συνδικάτα καθώς πολλές φορές είτε υπερεκτιμούν είτε υποεκτιμούν το μέγεθος των μελών. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις τα στοιχεία δεν είναι επικαιροποιημένα (π.χ. κάποια μέλη αποχωρούν ή αποβιώνουν), υπάρχουν εργαζόμενοι που είναι μέλη σε περισσότερα από δύο συνδικάτα. Τα συνδικάτα, επίσης, μπορεί να διογκώνουν το αριθμό των μελών σκοπίμως για λόγους κύρους, εντυπωσιασμού των εργοδοτών και των μελών τους ή για προβολή της δύναμης τους σε ανταγωνιστικά σωματεία. Μπορεί, επίσης, να μειώνουν τον αριθμό των μελών τους τεχνητά για να μειώνουν τις κατά κεφαλή εισφορές τους προς τις ομοσπονδίες. Ωστόσο, τα παραπάνω προβλήματα δεν υπάρχουν στις έρευνες με ερωτηματολόγιο και τις έρευνες εργατικού δυναμικού (Chang and Sorrentino, 1991: 49).
Η δυνητική συμμετοχή εξαρτάται από τα κριτήρια επιλογής, τα οποία συνήθως εξάγονται από το καταστατικό των σωματείων (union rulebook) ή από το σύνταγμα. Υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών καθώς σε μερικές χώρες μια σειρά από κατηγορίες εξαιρούνται (π.χ. εργαζόμενοι στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας στην Ιταλία, στην Πολωνία, στην Ισπανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο) (Visser, 2006: 43).
Ορισμοί συνδικαλιστικής πυκνότητας και συγκρισιμότητα
Ο στενός ορισμός της συνδικαλιστικής πυκνότητας (Narrow density Rate) αποτελεί έναν δείκτη με αριθμητή τα μέλη των συνδικάτων στη μισθωτή απασχόληση (αποκλείοντας τους άνεργους, τους αυτοαπασχολούμενους και τους συνταξιούχους) και παρονομαστή τη συνολική μισθωτή απασχόληση (totalemployees).
Στην περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να αποκλειστούν οι μη μισθωτές κατηγορίες μελών από την καταγραφή της συμμετοχής στα συνδικάτα τότε ως αριθμητής ορίζεται το σύνολο των μελών (Hayter and Stoevska, 2011: 5-6).
Ο ευρύτερος δείκτης συνδικαλιστικής πυκνότητας (comprehensive densityrate) έχει ως αριθμητή το σύνολο των μελών και ως παρονομαστή τη συνολική απασχόληση. Χρησιμοποιείται κυρίως στην περίπτωση αναπτυσσόμενων χωρών για τις οποίες υπάρχουν ελλιπή δεδομένα (Hayter and Stoevska, 2011: 5-6).
Άλλοι διακριτοί δείκτες είναι η μεικτή και η καθαρή συνδικαλιστική πυκνότητα. H μεικτή συνδικαλιστική πυκνότητα (Gross Density) έχει ως παρονομαστή τους μισθωτούς απασχολούμενους και ως αριθμητή όλα τα μέλη των συνδικάτων συμπεριλαμβανομένων των ανέργων και των συνταξιούχων. Η καθαρή συνδικαλιστική πυκνότητα (Net Density) έχει ως αριθμητή μόνο τα μέλη που είναι μισθωτοί απασχολούμενοι (Lawrence and Ishikawa, 2005: 4).
Δεδομένων των προβλημάτων που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ενότητα, τα δεδομένα που δημοσιεύονται από κάθε χώρα είναι χρήσιμα ως δείκτες ευρύτερων τάσεων αλλά δεν είναι κατάλληλα για συγκρίσεις μεταξύ των χωρών. Τα μη προσαρμοσμένα δεδομένα παρουσιάζουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα των συγκριτικών τάσεων (Chang and Sorrentino, 1991: 46).
Η πολιτική μισθωτή απασχόληση είναι ένα μέτρο της δυνητικής απασχόλησης που επιτρέπει συγκρίσεις καθώς εστιάζει στα μέλη που επηρεάζονται περισσότερο από τις δραστηριότητες των σωματείων όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις (Chang and Sorrentino, 1991: 49). Προκειμένου να είναι συγκρίσιμα τα μεγέθη της συνδικαλιστικής πυκνότητας μεταξύ των διαφόρων χωρών χρησιμοποιείται το μέγεθος της πολιτικής μισθωτής απασχόλησης ως μέτρο της δυνητικής συμμετοχής. Αποκλείονται, δηλαδή, οι άνεργοι, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι στρατιωτικοί (Visser, 2006: 43). Σύμφωνα με τον OECD(2011: 360) το πολιτικό εργατικό δυναμικό περιλαμβάνει το σύνολο του εργατικού δυναμικού, εξαιρουμένων των στρατιωτικών απασχολούμενων στις ένοπλες δυνάμεις.[8] Έτσι η πολιτική μισθωτή απασχόληση αποκλείει τους αυτοαπασχολούμενους, τους συνταξιούχους, τους άνεργους, τους φοιτητές και τους στρατιωτικούς.
Έτσι, ο δείκτης που μπορεί να εξασφαλίσει τη συγκρισιμότητα μεταξύ των διαφόρων χωρών είναι:
Προσδιοριστικοί παράγοντες συμμετοχής στα συνδικάτα
Στη βιβλιογραφία αναφέρονται μια σειρά από παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν τη συμμετοχή στα συνδικάτα. Για τους σκοπούς της παρούσας εργασίας ταξινομούμε τους προσδιοριστικούς παράγοντες συμμετοχής στα συνδικάτα α) σε παράγοντες που σχετίζονται με τα προσωπικά χαρακτηριστικά, β) σε δομικούς παράγοντες, γ) σε θεσμικούς παράγοντες, δ) σε συμπεριφορικούς παράγοντες. Παρόμοιες κατηγορίες περιλαμβάνονται και στις ταξινομήσεις που υιοθετούνται από τους Ebbinghaus και Visser[9] (1999) και από τους Van den Berg και Groot[10] (1992˙ 1994).
α) Προσωπικά χαρακτηριστικά
Το επίπεδο εκπαίδευσης αποτελεί προσδιοριστικό παράγοντα συμμετοχής στα εργατικά σωματεία. Οι εργαζόμενοι χαμηλής ειδίκευσης και εκπαίδευσης (χαμηλότερης από δευτεροβάθμιας) και υψηλότερης εκπαίδευσης (τριτοβάθμιας) τείνουν να είναι λιγότερο συνδικαλισμένοι σε σχέση με τους εργαζόμενους μεσαίου επιπέδου εκπαίδευσης (δευτεροβάθμιας) (Ebbinghaus et al., 2011:111˙ Schnabel & Wagner, 2007: 22). Η διαφορά αυτή ερμηνεύεται από το γεγονός ότι οι υψηλότερης μόρφωσης μισθωτοί έχουν καλύτερη ατομική διαπραγματευτική δύναμη (συνεπώς έχουν λιγότερο ανάγκη την συλλογική εκπροσώπηση) και συνήθως ταυτίζονται με τη διοίκηση παρά με το εργατικό κίνημα. Οι χαμηλότερης μόρφωσης και ειδίκευσης εργαζόμενοι αν και είναι πιο φιλικοί προς τα συνδικάτα, εξαιτίας της υψηλής εργασιακής τους αστάθειας έχουν μικρότερη πιθανότητα να είναι μέλη συνδικάτων (Schnabel & Wagner, 2007: 22).
β) Δομικοί παράγοντες
Στους δομικούς παράγοντες συμπεριλαμβάνουμε παράγοντες που σχετίζονται με τη δομή της απασχόλησης όπως είναι η κατανομή της απασχόλησης μεταξύ των τριών τομέων παραγωγής, το μέγεθος της επιχείρησης, η κατανομή μεταξύ απασχόλησης στο δημόσιο και των ιδιωτικό τομέα, η διάδοση της μερικής απασχόλησης και των ατυπικών μορφών απασχόλησης.
Οι εργαζόμενοι σε κλάδους εξόρυξης πρώτων υλών και εν γένει στον δευτερογενή τομέα (μεταποίηση, κατασκευές) τείνουν να είναι περισσότεροι συνδικαλισμένοι σε σχέση με τους εργαζόμενους στο μη-βιομηχανικό τριτογενή τομέα παραγωγής (χρηματοπιστωτικός τομέας, εμπόριο, υπηρεσίες) με σημαντική εξαίρεση τον τομέα των μεταφορών. Η διαφοροποίηση αυτή σχετίζεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τομέα και ιδιαίτερα με το μέγεθος των επιχειρήσεων σε κάθε έναν από αυτούς. Μεταξύ των διαφόρων κλάδων του δευτερογενούς τομέα, μεγαλύτερη συμμετοχή στα συνδικάτα παρατηρείται σε εκείνους τους κλάδους οι οποίοι κυριαρχούνται από λίγες επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους και με μεγάλη αναλογία κεφαλαίου ανά εργαζόμενο (Freeman and Medoff, 1984: 32-33).
Το μέγεθος του δημόσιου τομέα και η συμμετοχή στα συνδικάτα συνδέονται θετικά (Ebbinghaus & Visser, 1999: 142). Εντός του δημόσιου τομέα, οι μεγάλης κλίμακας μονάδες απασχόλησης και ο μεγάλος βαθμός γραφειοκρατικοποίησης που τις χαρακτηρίζει, αυξάνουν το γενικό ενδιαφέρον των μισθωτών για τα συλλογικά τους συμφέροντα και την συλλογική τους εκπροσώπηση. Έτσι οι μισθωτοί στο δημόσιο τομέα είναι περισσότερο πρόθυμοι να αναγνωρίσουν τα συνδικάτα (Bean & Holden, 1992: 56). Τα υψηλά ποσοστά συμμετοχής στα συνδικάτα των μισθωτών του δημόσιου τομέα συνδέονται επίσης με την λανθάνουσα πολιτική επιρροή που ασκούν οι δημόσιοι υπάλληλοι καθιστώντας έτσι ευκολότερη την αναγνώρισή τους από τις κυβερνήσεις αλλά και με τον υψηλό βαθμό εργασιακής ασφάλειας (Bean, 1994: 42; Hyman, 2008: 265˙ βλ. Ζησιμόπουλος και Οικονομάκης, 2012: 16). Έτσι, ο συνδικαλισμός είναι κυρίαρχος στο δημόσιο τομέα και η αναγνώριση των συνδικάτων συνήθης. Αντίθετα τα συνδικάτα συναντούν δυσκολίες στο να προσεγγίσουν εργαζόμενους σε μικρής κλίμακας επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα (Ebbinghaus et al., 2011:112).
Το μέγεθος της επιχείρησης/οργανισμού συνδέεται επίσης θετικά με την συμμετοχή στα εργατικά σωματεία, καθώς όσο μεγαλύτερη είναι μια επιχείρηση ή ένας οργανισμός τόσο πιθανότερο είναι να υπάρχει σε αυτή σωματείο ή συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι (Ebbinghaus et al., 2011: 112-113, 119˙ βλ. Freeman andMedoff, 1984: 32-33) γεγονός που επιδρά θετικά στην στρατολόγηση μελών και στην οργάνωση των συνδικάτων (Schnabel & Wagner, 2007:25).
Σημειώσεις για τη μέτρηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας στην Ελλάδα
Η συμμετοχή στα ελληνικά συνδικάτα παρουσιάζει μια συνεχή πτωτική τάση τα τελευταία 20 χρόνια (βλ. Διάγραμμα 2). Ο Visser (2013) αναφέρει πως το 2011 υπήρξε μικρή αύξηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας η οποία ανήλθε σε 25,4% (για τα έτη 2009-2010 δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία). Αυτή η αύξηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας συγκριτικά με το 2008 (24%) είναι αποτέλεσμα της ταχύτερης συρρίκνωσης της μισθωτής εργασίας (η ανεργία το τέταρτο τρίμηνο του 2012 ανήλθε σε 26% από 7,9% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2008[11]) συγκριτικά με την συρρίκνωση της συμμετοχής στα συνδικάτα.
Τα δεδομένα για τη μέτρηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας στην Ελλάδα βασίζονται στα στοιχεία (administrative data) που δίνονται από τις τριτοβάθμιες συνομοσπονδίες του δημόσιου (ΑΔΕΔΥ) και του ιδιωτικού τομέα (ΓΣΕΕ) (βλ. Visseret al., 2012: 3˙ Eurofound, 2009: 34). Ως μέλη θεωρούνται οι εργαζόμενοι που ψήφισαν στις εκλογές των συνδικάτων. Τα καταστατικά των συνδικάτων ορίζουν πως το μέλος που έχει δικαίωμα να ψηφίσει πρέπει να είναι ταυτόχρονα και «οικονομικώς τακτοποιημένος» (paid-up member), ωστόσο, όπως αναφέρει ο Κουζής (2009: 317) τα συνδικάτα δεν διαγράφουν τα μέλη που δεν πληρώνουν την συνδρομή τους.
Ωστόσο, στην ελληνική αρθρογραφία/βιβλιογραφία (βλ. Βερναρδάκης κ.ά., 2005: 8˙ Κάππος, 2005: 116-117) αναφέρεται πως συνήθως τα μεγέθη της συνδικαλιστικής πυκνότητας είναι υπερεκτιμημένα εξαιτίας της διόγκωσης του πραγματικού αριθμού των μελών από τα συνδικάτα για λόγους όμοιους με αυτούς που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ενότητα.
Όψεις της απασχόλησης και της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα
Η μισθωτή εργασία στην Ελλάδα ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης παραμένει και σήμερα[12] σε χαμηλά επίπεδα συγκριτικά με τις χώρες της Ε.Ε. Το 2012 αποτελούσε το 65,37% της συνολικής απασχόλησης, ενώ για την Ε.Ε των 27 χωρών και τη Γερμανία τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 84,26% και 89,03%[13]. Πρόκειται για χαρακτηριστικό που τονίζει την «αργή ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην Ελλάδα» (Κουζής, 2007: 48).
Σημαντικό επίσης χαρακτηριστικό είναι η μεγάλη διασπορά της απασχόλησης στις μικρού μεγέθους επιχειρήσεις. Όπως φαίνεται και στον Πίνακα 1. το 85,2% της απασχόλησης αντιστοιχεί σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Δηλαδή, στη μέση ελληνική επιχείρηση απασχολούνται 3,2 άτομα και με αναγωγή στη μισθωτή απασχόληση περίπου 2 εργαζόμενοι ανά επιχείρηση[14].
Το χαρακτηριστικό αυτό είναι καθοριστικής σημασίας καθώς στις μικρού μεγέθους επιχειρήσεις είναι περισσότερο πιθανόν να αναπτυχθεί η εργοδοτική τρομοκρατία επηρεάζοντας αρνητικά τη δράση των συνδικάτων και τη συμμετοχή σε αυτά. Από την άλλη πλευρά, οι διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των εργαζομένων που απασχολούνται σε μικρές επιχειρήσεις και των εργοδοτών, οι οποίοι συχνά απασχολούνται ως άμεσοι εργαζόμενοι στην παραγωγική διαδικασία, είναι ένας άλλος παράγοντας που αποθαρρύνει τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις (βλ. Κατσορίδας, 2002: 123-128).
Η συνολική απασχόληση στο δημόσιο τομέα στην Ελλάδα ακολουθεί τα τελευταία χρόνια το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (Ζησιμόπουλος και Οικονομάκης, 2012: 21). Η απασχόληση στη γενική κυβέρνηση (στενός δημόσιος τομέας) είναι κατά πολύ μικρότερη αυτής των χωρών του ΟΟΣΑ (βλ. Διάγραμμα 3).
Από το σύνολο της μισθωτής απασχόλησης κατά την περίοδο διεξαγωγής της παρούσας έρευνας, το 63,13% εργαζόταν στον ιδιωτικό τομέα και το 36,87% στο δημόσιο τομέα (ευρύτερο και στενό δημόσιο τομέα) (Διάγραμμα 4).
Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατανομή των μισθωτών ανά επίπεδο εκπαίδευσης. Όπως προκύπτει από το Διάγραμμα 5 οι μισθωτοί που είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προσεγγίζουν το 50% του συνόλου των μισθωτών. Η αύξηση του ποσοστού της συγκεκριμένης κατηγορίας κατά την δεκαετία 2002-2012 ήταν της τάξης του 15%. Προκύπτει, δηλαδή, κατά τις τελευταίες δεκαετίες μια όλο και υψηλότερη εκπαιδευτική στάθμη της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα.
Σχετικά με την κατανομή των μισθωτών ανά τομέα παραγωγής, από το Διάγραμμα 6 προκύπτει ότι η συντριπτική πλειοψηφία της μισθωτής εργασίας συγκεντρώνεται στον τριτογενή τομέα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ των 27.[15] Ωστόσο, το ποσοστό της μισθωτής εργασίας στον τριτογενή τομέα στην Ελλάδα είναι κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του μέσου όρου των 27 χωρών της Ε.Ε. Το αντίστροφο συμβαίνει με το ποσοστό των απασχολούμενων στο δευτερογενή τομέα.
Μεθοδολογία
Η παρούσα μελέτη αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης περιγραφικής έρευνας η οποία έλαβε χώρα το τέταρτο τρίμηνο του 2012. Η έρευνα αυτή πραγματοποιήθηκε σε πανελλαδική κλίμακα και συλλέχθηκαν 4012 πλήρως απαντημένα και έγκυρα ερωτηματολόγια που αποτελούν και το δείγμα της συνολικής έρευνας.
Σύμφωνα με τη θεωρητική προσέγγιση της παρούσας μελέτης, το ποσοστό συνδικαλιστικής πυκνότητας έχει υπολογισθεί ως προς την πολιτική μισθωτή απασχόληση και έχουν αποκλειστεί κατά τον υπολογισμό του το στρατιωτικό προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων καθώς επίσης και οι μη ενεργές ομάδες. Συνεπώς απομονώσαμε από το αρχικό δείγμα (4012), κατάλληλο δείγμα 896 απαντήσεων απασχολούμενων μισθωτών, σταθμισμένο ως προς τον κλάδοπαραγωγής, το φύλλο και την ηλικία.
Στο γράφημα που ακολουθεί παρουσιάζονται οι μεταβλητές που χρησιμοποιήθηκαν. Η μεταβλητή απόκρισης, της οποίας τις μεταβολές επιθυμούμε να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε, και οι ερμηνευτικές μεταβλητές των οποίων οι μεταβολές ελέγχουμε αν προκαλούν στατιστικά σημαντική μεταβολή και στη μεταβλητή απόκρισης.
Συνδικαλιστική Πυκνότητα Επίπεδο εκπαίδευσης * Τομέας παραγωγής * Δημόσιος/Ιδιωτικός τομέας * Μέγεθος επιχείρησης/οργανισμού
Με τη χρήση πολυπαραγοντικής ανάλυση διακύμανσης εξετάσαμε την επίδραση κάθε παράγοντα στη μεταβλητή απόκρισης. Ελέγχθηκαν επίσης και οι αλληλεπιδράσεις όλων των πιθανών συνδυασμών μεταξύ των τεσσάρων παραγόντων, κάθε μία ως ξεχωριστός παράγοντας. Για κάθε παράγοντα, η αλληλεπίδραση που βρέθηκε να επιδρά στατιστικά σημαντικά στην μεταβλητή απόκρισης ελέγχθηκε σε δεύτερο επίπεδο προκειμένου να προσδιοριστεί το πρόσημο της επίδρασης.
Αποτελέσματα
Από την επεξεργασία των στοιχείων προέκυψε πως η συμμετοχή των μισθωτών στα συνδικάτα (συνδικαλιστική πυκνότητα) ανέρχεται σε 21,54% της συνολικής (πολιτικής) μισθωτής απασχόλησης.[16] Σε συνθήκες συρρίκνωσης της μισθωτής απασχόλησης, το ποσοστό αυτό υποδεικνύει την αποστοίχιση των μισθωτών από τα συνδικάτα σε σχετικά και απόλυτα μεγέθη.
Πολυπαραγοντική ανάλυση
Στον Πίνακα 2 που ακολουθεί παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της πολυπαραγοντικής ανάλυσης διακύμανσης (ANOVA). Εστιάζουμε στις στατιστικά σημαντικές κύριες επιδράσεις αλλά και αλληλεπιδράσεις. Οι παράγοντες χωρίς κάποια ένδειξη στη στήλη sign δεν μπορούν να θεωρηθούν ως στατιστικά σημαντικοί για οποιοδήποτε επίπεδο σημαντικότητας.
Κύριες επιδράσεις
Από την μονοπαραγοντική ανάλυση προέκυψε πως μόνο οι τρεις από τις τέσσερις υπό εξέταση μεταβλητές επηρεάζουν στατιστικά σημαντικά τις απαντήσεις των ερωτώμενων σχετικά με το αν συμμετέχουν ή όχι σε σωματείο/συνδικάτο. Από τον Πίνακα 3 προκύπτει ότι την εντονότερη θετική επίδραση στη διαμόρφωση του μεγέθους της συνδικαλιστικής πυκνότητας ασκεί το μέγεθος της επιχείρησης και συγκεκριμένα από 50 έως 250 μισθωτούς. Την εντονότερη αρνητική επίδραση ασκεί η κατανομή της απασχόλησης σε δημόσιο/ιδιωτικό τομέα και συγκεκριμένα η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα.
Από τον Πίνακα 3 και από το Διάγραμμα 7 προκύπτει ότι οι μισθωτοί που έχουν αποφοιτήσει από την τριτοβάθμια εκπαίδευση - και εντονότερα όσοι είναι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων - τείνουν να συμμετέχουν σε μεγαλύτερο βαθμό στα συνδικάτα έναντι των μισθωτών χαμηλότερης εκπαιδευτικής στάθμης. Το εύρημα αυτό δεν επιβεβαιώνει την υπόθεση που εξάγεται από τη θεωρητική επισκόπηση, σύμφωνα με την οποία η χαμηλότερης και η υψηλότερης εκπαιδευτικής στάθμης μισθωτοί τείνουν να συμμετέχουν σε μικρότερο βαθμό στα συνδικάτα συγκριτικά με τους μισθωτούς μεσαίων βαθμίδων εκπαίδευσης. Λαμβάνοντας υπόψη τον πίνακα 3 και την θετική αλληλεπίδραση της εκπαίδευσης με το δημόσιο τομέα, μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτή την διαφοροποίηση από το γεγονός ότι οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας και κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων αποτελούν αθροιστικά μεγαλύτερο ποσοστό της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα (Πίνακας 4) όπου υπάρχει μεγαλύτερη εργασιακή ασφάλεια και ευνοείται η συμμετοχή στα συνδικάτα. Ωστόσο, το εύρημα αυτό απαιτεί περεταίρω συγκριτική έρευνα αναφορικά με τη σύνθεση των μισθωτών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα ανά επίπεδο εκπαίδευσης με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αναφορικά με το μέγεθος τις επιχείρησης, από τον Πίνακα 3 και το Διάγραμμα 8 προκύπτει πως το μέγεθος της επιχείρησης επιδρά θετικά στη διαμόρφωση του ύψους της συνδικαλιστικής πυκνότητας καθώς αυξάνεται το μέγεθος, με εντονότερη στις επιχειρήσεις που απασχολούν από 50 έως 250 εργαζόμενους. Ωστόσο, αυτή η επίδραση μετριάζεται στις επιχειρήσεις με περισσότερους από 250 εργαζόμενους. Μια πιθανή ερμηνεία αυτής της διαφοροποίησης είναι η αύξηση των ορίων (μαζικών) απολύσεων για τις μεγάλες επιχειρήσεις που επιβλήθηκε με τους νόμους που ακολούθησαν την εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου,[17] εντείνοντας των φόβο έναντι των απολύσεων και αποθαρρύνοντας τη συμμετοχή στα συνδικάτα.
Από την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει επίσης πως οι μισθωτοί του δημόσιου τομέα τείνουν να συμμετέχουν στα συνδικάτα σε υψηλότερα ποσοστά έναντι των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (βλ. Διάγραμμα 9). Το αποτέλεσμα αυτό είναι συνεπές με προϋπάρχουσες έρευνες.
Ωστόσο, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 10 διαφοροποιούνται τα επίπεδα συνδικαλιστικής πυκνότητας όταν γίνεται διαχωρισμός των μισθωτών ανάμεσα σε εκείνους που καλύπτονται από την ΑΔΕΔΥ (μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι) και σε εκείνους που καλύπτονται από την ΓΣΕΕ (μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα και μισθωτοί του δημοσίου υπό καθεστώς συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου).
Αλληλεπιδράσεις δύο παραγόντων
Από τον Πίνακα 5 προκύπτει πως οι μισθωτοί του δημόσιου τομέα τείνουν να συμμετέχουν στα συνδικάτα περισσότερο συγκριτικά με τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και από αυτούς εντονότερα διαφοροποιούνται οι μισθωτοί που έχουν πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές.
Αναφορικά με την αλληλεπίδραση του επιπέδου εκπαίδευσης και του μεγέθους της επιχείρησης, από τον Πίνακα 6 προκύπτει πως επιτείνεται η τάση χαμηλότερης συμμετοχής σε μικρότερες επιχειρήσεις (από 1 έως 9 εργαζόμενους) για του μισθωτούς με βασικές/μεταλυκειακές σπουδές και τους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το γεγονός ότι δεν εμφανίζεται συσχέτιση ανάμεσα σε μέγεθος επιχείρησης από 1-9 και Μεταπτυχιακό επίπεδο σπουδών ερμηνεύεται από το γεγονός ότι είναι πολύ μικρό το ποσοστό τους σε αυτές τις επιχειρήσεις.[18] Ο συνδυασμός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και μεγέθους επιχείρησης/οργανισμού από 50 έως 250 εργαζόμενους κάνει εντονότερη την τάση συμμετοχής, επιβεβαιώνοντας και επιτείνοντας τις τάσεις σχετικά με το συγκεκριμένο επίπεδο εκπαίδευσης και το συγκεκριμένο μέγεθος επιχείρησης που αναδείχθηκαν στον Πίνακα 3.
Από τον Πίνακα 7 προκύπτει η εντονότερη τάση συμμετοχής των εργαζόμενων στους μικρούς οργανισμούς του δημόσιου τομέα - εύρημα που έρχεται σε αντίθεση με τη βιβλιογραφία - πιθανόν να μπορεί να μπορεί να ερμηνευθεί από το γεγονός ότι ο μεγάλος βαθμός γραφειοκρατικής δομής των οργανισμών του δημοσίου αποθαρρύνει παρά ενισχύει τη συλλογική δράση. Αντίθετα, η αρνητική τάση συμμετοχής των μισθωτών του ιδιωτικού σε επιχειρήσεις από 1-19 ερμηνεύεται από παράγοντες που έχουν αναφερθεί στη βιβλιογραφία όπως η διευκόλυνση της ανάπτυξης εργοδοτικής τρομοκρατίας. Επιπλέον, με βάση το υπάρχον νομικό πλαίσιο συνδικάτα μπορούν να ιδρυθούν με ελάχιστη προϋπόθεση τη συμμετοχή 20 μισθωτών (βλ. άρθρο 78 Αστικού Κώδικα και νόμο 1264/1982), παράγοντας που δεν ευνοεί την συλλογική δράση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις με λιγότερους από 20 εργαζόμενους.
Τέλος, από τον Πίνακα 7 προκύπτει η εντονότερη τάση συμμετοχής των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα σε επιχειρήσεις με 50 έως 250 εργαζόμενους. Η ανάλυση αυτού του ευρήματος ενισχύει το επιχείρημα ότι υπάρχει μια τάση συγκράτησης της συνδικαλιστικής συμμετοχής στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, όπως εντοπίστηκε στον πίνακα 2. Το εύρημα της θετικής επίδρασης του μικρού μεγέθους επιχειρήσεων/οργανισμών του δημόσιου τομέα ερμηνεύει πιθανόν το γιατί συγκρατείται η συμμετοχή στις μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις/οργανισμούς.
Συμπεράσματα
Στην παρούσα εργασία επιχειρήσαμε να διερευνήσουμε το μέγεθος της συνδικαλιστικής πυκνότητας στην Ελλάδα την περίοδο της τρέχουσας κρίσης αλλά και τέσσερις προσδιοριστικούς παράγοντες της συμμετοχής στα συνδικάτα. Από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει η συρρίκνωση της συμμετοχής των μισθωτών στα συνδικάτα σε σχετικά αλλά και απόλυτα μεγέθη. Από τους παράγοντες που διερευνήσαμε προέκυψε πως ο τομέας παραγωγής δεν ασκεί στατιστικά σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση του μεγέθους της συνδικαλιστικής πυκνότητας.
Σε σχέση με το επίπεδο εκπαίδευσης προέκυψε πως οι μισθωτοί που είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων, τείνουν να συμμετέχουν σε μεγαλύτερο βαθμό στα συνδικάτα έναντι των υπόλοιπων μισθωτών. Το μέγεθος της επιχείρησης ασκεί θετική επίδραση στη διαμόρφωση του ύψους της συνδικαλιστικής πυκνότητας. Εντονότερη είναι η τάση των μισθωτών που εργάζονται σε επιχειρήσεις/ οργανισμούς με 50 έως 250 εργαζόμενους. Επιπλέον, οι μισθωτοί του δημόσιου τομέα τείνουν να συμμετέχουν στα συνδικάτα σε υψηλότερα ποσοστά συγκριτικά με τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.
Από την ανάλυση των αλληλεπιδράσεων προέκυψε η εντονότερη τάση συμμετοχής στα συνδικάτα των μισθωτών του δημόσιου τομέα που είναι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών. Επιπροσθέτως, μισθωτοί σε μικρές επιχειρήσεις που είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και όσοι έχουν πραγματοποιήσει βασικές/μεταλυκειακές σπουδές τείνουν να συμμετέχουν σε μικρότερο βαθμό στα συνδικάτα. Τέλος, προέκυψε πως στις μικρού μεγέθους επιχειρήσεις/οργανισμούς – από 1 έως 19 εργαζόμενους - του δημόσιου τομέα είναι θετική η τάση συμμετοχής στα συνδικάτα ενώ αντίθετα στις αντίστοιχου μεγέθους επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα είναι αρνητική η τάση συμμετοχής. Η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα σε επιχειρήσεις από 50 έως 250 εργαζόμενους επηρεάζει έντονα θετικά την συμμετοχή στα συνδικάτα.
Αναφορές
Bean, R and Holden, K. (1992). Cross-national differences in trade union membership in OECD countries. Industrial Relations Journal, 23(1): 52–59.
Bean, R. (1994). Comparative Industrial Relations: an introduction to cross-national perspectives. London: Routledge.
Chang, C. and Sorrentino, C. (1991). Union Membership Statistics in 12 Countries.Monthly Labor Review, 114: 46–53.
Ebbinghaus, B. and Visser, J. (1999). When Institutions Matter: Union Growth and Decline in Western Europe, 1950-1995. European Sociological Review, 15(2): 135-158.
Ebbinghaus, B., Göbel, C. and Koos, S. (2011). Social capital, ‘Ghent’ and workplace contexts matter: Comparing union membership in Europe. European Journal of Industrial Relations, 17(2): 107-124.
Eurofound (2009). Trade union membership 2003–2008. Available online at:http://www.eurofound.europa.eu/docs/eiro/tn0904019s/tn0904019s.pdf.
European Commission (2003). COMMISSION RECOMMENDATION of 6 May 2003 concerning the definition of micro, small and medium-sized enterprises, 2003/361/EC.
European Commission (2005). The new SME definition: User guide and model declaration. Luxembourg: Office for Official Publications of the European Communities. Official Journal of the European Union.
European Commission (2012). Enterprise and Industry – SBA Fact Sheet 2012 Greece.Διαθέσιμο σε: http://ec.europa.eu/enterprise/policies/sme/facts-figures-analysis/performance-review/files/countries-sheets/2012/greece_en.pdf.
Eurostat. Online database,http://epp.eurostat.ec.europa.eu/portal/page/portal/statistics/search_database .
Freeman, R. and Medoff, J. (1984). What do unions do? New York: Basic Books.
Hayter, S. and Stoevska, V. (2011). Social Dialogue Indicators: International Statistical Inquiry 2008-09. Geneva: International Labour Office.
Hyman, R. (1975). Industrial Relations: A Marxist introduction. London: Macmillan.
Hyman, R. (1989). The Political Economy of Industrial Relations: Theory and Practice in a Cold Climate. London: Macmillan.
Hyman, R. (2008). The State in Industrial Relations. In Blyton, P., Bacon, N., Fiorito, J. and Heery, E. (eds) The SAGE Handbook of Industrial Relations. London: SAGE Publications.
Kelly, J. and Bailey, R. (1989). British trade union membership, density and decline in the 1980s: a research note. Industrial Relations Journal, 20: 54–61.
Lawrence, S. and Ishikawa, J. (2005). Trade union membership and collective bargaining coverage: Statistical concepts, methods and findings. Geneva: International Labour Office.
Leat, M. (2007). Exploring Employee Relations. Oxford: Butterworth-Heinemann.
Meng, R. (1990). The relationship between unions and job satisfaction. Applied Economics, 22: 1635-1648.
OECD (2011). Labour Force Statistics 2010. OECD Publishing.
OECD Employment database.http://www.oecd.org/employment/emp/onlineoecdemploymentdatabase.htm .
OECD (2013). Government at a Glance 2013. OECD Publishing.
Salamon, M. (2000). Industrial Relations: Theory and Practice. Edinburgh: Prentice Hall.
Schnabel, C. and Wagner, J. (2007). Union density and determinants of union membership in 18 EU countries: evidence from micro data, 2002/03. Industrial Relations Journal, 38(1): 5-32.
Scruggs, L. (2002). The Ghent System and Union Membership in Europe, 1970-1996Political Research Quarterly, 55(2): 275-297.
Van den Berg, A. and Groot, W. (1992). Union membership in the Netherlands: A cross-sectional analysis. Empirical Economics, 17: 537-564.
Van den Berg, A. and Groot, W. (1994). Why union density has declined. European Journal of Political Economy, 10: 749-763.
Visser, J (1991). Trends in Trade Union Membership. In OECD Employment Outlook1991, pp. 97–134. Paris: OECD.
Visser, J. (1992). The Strength of Labour Movements in Advanced Capital Democracies: Social and Organizational Variations. In: Regini, M. (ed.) The Future of Labour Movements. London: Sage.
Visser, J. (2006). Union Membership Statistics in 24 Countries, Monthly Labor Review, January, 38–49.
Visser, J. (2013). ICTWSS: Database on Institutional Characteristics of Trade Unions, Wage Setting, State Intervention and Social Pacts in 34 countries between1960 and 2012 (Version 4.0). Available online at: http://www.uva-aias.net/207.
Visser, J. Martin, S. and Tergeist, P. (2012). Trade union members and union density in OECD countries: sources and definitions. Available online at:http://www.oecd.org/employment/emp/Trade%20union%20density_Sources%20and%20methodology.pdf.
Webb, S and Webb, B. (1920). The history of trade unionism. London: Chiswick.
Western, B. (1995). A Comparative Study of Working-Class Disorganization: Union Decline in Eighteen Advanced Capitalist Countries. American Sociological Review, 60(2): 179-201.
Βερναρδάκης, Χ., Μαυρέας, Κ. και Πατρώνης, Β. (2005). «Συνδικάτα και σχέσεις εκπροσώπησης στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1990-2004». Ανακοίνωση στο 10ο Συνέδριο του Ιδρύματος Καράγιωργα με θέμα: Εργασία και Πολιτική - Συνδικαλισμός και Οργάνωση Συμφερόντων στην Ελλάδα (1974-2004), 18-21 Μαΐου 2005, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΕΛΣΤΑΤ (2013). Έρευνα Εργατικού Δυναμικού: Β’ τρίμηνο 2013. Διαθέσιμο σε:http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/PAGE-themes?p_param=A0101&r_param=SJO01&y_param=2013_02&mytabs=0 .
ΕΛΣΤΑΤ (2013). Έρευνα Εργατικού Δυναμικού: Β’ τρίμηνο 2013. Διαθέσιμο σε:http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/BUCKET/A0101/Other/A0101_SJO01_TB_QQ_04_2002_13_F_BI_0.pdf
Ζησιμόπουλος, Γ. και Οικονομάκης, Γ. (2012). Εργασιακές Σχέσεις στην Ελλάδα: ο αντίκτυπος της αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα. Θέσεις, 122: 13 – 36.
Κάππος, Κ. (2005). Η κατάσταση της εργατικής τάξης. Αθήνα: Αλήθεια.
Κατσορίδας, Δ. (2002). Το ζήτημα της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης: προβλήματα μορφής και συγκρότησης των συνδικάτων στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού. Θέσεις, 78: 103 – 136.
Κουζής, Γ. (2007). Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος: αποκλίσεις και συγκλίσεις με τον ευρωπαϊκό χώρο. Αθήνα: Gutenberg.
Λένιν, Β.Ι. (1975). Τι να κάνουμε; Τα φλέγοντα ζητήματα του κινήματός μας. Αθήνα: Θεμέλιο.
Λένιν, Β.Ι. (1977). Για τα συνδικάτα. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν, Β.Ι. (1982). Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω: η κρίση μέσα στο κόμμα.Αθήνα: Θεμέλιο.
Μαρξ, Κ. (2003). Μιθός, τιμή και κέρδος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ, Κ. (2007). Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μπατίκας, Κ. (1994). Συνδικάτα και πολιτική. Αθήνα: Εργοεκδοτική.
[1] Υποψήφιος Διδάκτορας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, Πανεπιστήμιο Πατρών. Email:jozisimo@upatras.gr
[2] Υποψήφιος Διδάκτορας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, Πανεπιστήμιο Πατρών. Email:karolidis@upatras.gr
[3] Επίκουρος Καθηγητής Ποσοτικών Μεθόδων, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, Πανεπιστήμιο Πατρών. Email: gandroul@upatras.gr
[4] Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, Πανεπιστήμιο Πατρών. Email: economak@upatras.gr
[5] Ο Έγκελς αναφέρει πως τα «συνδικάτα αποτελούν την καθαυτό ταξική οργάνωση του προλεταριάτου, με την οποία διεξάγει τους καθημερινούς αγώνες με το κεφάλαιο, όπου εκπαιδεύεται […]» για την κατάργηση του καπιταλισμού (σε Μαρξ, 2007: 46).
Για τον Λένιν (1982: 84; 1977: 45-47; 1975: 140) οι συνδικαλιστικές οργανώσεις συνενώνουν τους εργάτες που συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα της ένωσής τους για την πάλη ενάντια στους εργοδότες και την κυβέρνηση. Αποτελούν τις πλατιές οργανώσεις των εργατών για την διεξαγωγή της οικονομικής πάλης. Ο Λένιν προσδίδει στην έννοια της οικονομικής πάλης την έννοια της αντίστασης και της συλλογικής πάλης των εργατών ενάντια στους εργοδότες για ευνοϊκούς όρους πώλησης της εργατικής δύναμης, για τη βελτίωση των όρων εργασίας και της ζωής των εργατών (Λένιν, 1975: 69, 77).
Ο καθημερινός ταξικός αγώνας και ο συσχετισμός δύναμης είναι αυτός που καθορίζει το ύψος των μισθών, ανάμεσα στο φυσικό ελάχιστο όριο – πέρα από το οποίο θα έμπαινε σε κίνδυνο η ίδια η ικανότητα του εργάτη για εργασία – και στο μέγιστο όριο πέρα από το οποίο θα εξαντλούνταν τα κέρδη του καπιταλιστή (Μπατίκας, 1994: 305˙ Ένγκελς σε Μαρξ, 2007: 44-45). Ωστόσο, για τον Μαρξ (2003: 76) «[ο] ρόλος των συνδικάτων είναι να αποτελούν κέντρα αντίστασης ενάντια στους σφετερισμούς του κεφαλαίου αλλά αποτυχαίνουν ολοκληρωτικά στο σκοπό τους όταν περιορίζονται στα αποτελέσματα του σημερινού συστήματος αντί να προσπαθούν να το αλλάξουν χρησιμοποιώντας τις οργανωμένες δυνάμεις τους ως μοχλό για την οριστική κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας».
[6] Μια αναλυτική παρουσίαση της διαχρονικής εξέλιξης της συμμετοχής στα συνδικάτα παρουσιάζεται στην βάση δεδομένων του Visser.
[7] Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία προέρχονται από την βάση δεδομένων του Visser και αφορούν στο 2011.
[8] Οι ένοπλες δυνάμεις αναφέρονται στο προσωπικό που προέρχεται από το συνολικό εργατικό δυναμικό και κατά την υπό εξέταση περίοδο υπηρετούσε στις ένοπλες δυνάμεις. Εξαιρούνται α) το προσωπικό που προέρχεται από διαφορετική σε σχέση με την υπό εξέταση χώρα, β) το προσωπικό των σωμάτων ασφαλείας (με εξαίρεση τα ένοπλα τμήματα της χωροφυλακής και των συνοριοφυλάκων που λαμβάνουν τακτική στρατιωτική εκπαίδευση, είναι οπλισμένα κατά τα στρατιωτικά πρότυπα και είναι δυνατόν ανά πάσα στιγμή να τεθούν υπό στρατιωτική διοίκηση), γ) οι έφεδροι που καλούνται για επανεκπαίδευση διάρκειας μικρότερης του ενός μήνα.
[9] Η ταξινόμηση που ακολουθούν οι Ebbinghaus και Visser (1999) περιλαμβάνει τους κυκλικούς παράγοντες (ανεργία, πληθωρισμός, πολιτικοί κύκλοι και υιοθέτηση κεϋνσιανών ή νεοφιλελεύθερων πολιτικών), τους δομικούς παράγοντες (μεταβολές στην κοινωνική δομή και στις κοινωνικές αξίες) και τους θεσμικούς/διαμορφωτικούς παράγοντες (προνοιακές λειτουργίες των συνδικάτων, ρόλος των συνδικάτων στο χώρο εργασίας, δομή των συλλογικών διαπραγματεύσεων κλπ).
[10] Η ταξινόμηση των Van den Berg και Groot (1992˙ 1993) περιλαμβάνει τα προσωπικά χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με το επάγγελμα και τον τομέα παραγωγής, τους παράγοντες που σχετίζονται με τους μισθούς και τα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες (αστικοποίηση, διαφοροποιήσεις μεταξύ περιοχών κλπ).
[11] Βλ. ΕΛΣΤΑΤ (2009˙ 2013)
[12] Το 1960 η μισθωτή απασχόληση αποτελούσε το 32,87% της συνολικής απασχόλησης ενώ ξεπέρασε το 50% το 1975. Οι υπολογισμοί βασίζονται σε επεξεργασία στοιχείων από την AMECOdatabase.
[13] Οι υπολογισμοί βασίζονται σε επεξεργασία στοιχείων από την AMECO database.
[14] Η μισθωτή απασχόληση το 2011 (χρονιά στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία του πίνακα 1) ήταν 63,54% του συνόλου της απασχόλησης.
[15] Η επεξεργασία των στοιχείων για τη μισθωτή απασχόληση ανά τομέα παραγωγής έγινε σύμφωνα με την Στατιστική Ταξινόμηση Οικονομικών Δραστηριοτήτων – ΣΤΑΚΟΔ 08.
[16] Διάστημα εμπιστοσύνης σε επίπεδο σημαντικότητας 95% [18.92%, 24.41% ].
[17] Αύξηση των ορίων των ομαδικών απολύσεων σε 6 εργαζόμενους για επιχειρήσεις που απασχολούν 20 – 150 εργαζόμενους και 5% του προσωπικού (μέχρι και 30 άτομα) για επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 150 εργαζόμενους (Νόμος 3863/2010, Άρθρο 74, Παράγραφος 1).
[18] Οι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων (μεταπτυχιακού και διδακτορικού) αποτελούν το 6,9% σε επιχειρήσεις/οργανισμούς από 1έως 9 εργαζόμενους, το 22,6% σε επιχειρήσεις/οργανισμούς από 10 έως 19 εργαζόμενους, το 20,8% σε επιχειρήσεις/οργανισμούς από 20 έως 50 εργαζόμενους, το 17,9% σε επιχειρήσεις/οργανισμούς από 50 έως 250 εργαζόμενους και το 20,3% σε επιχειρήσεις/οργανισμούς με περισσότερους από 250 εργαζόμενους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου