Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Λένιν: H προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι

Γράφτηκε: τον Οχτώβρη του 1918 από τον Λένιν ενάντια στις ρεφορμιστικές συκοφαντίες του Καρλ Κάουτσκι κατά των Μπολσεβίκων
Πηγή: Εκδόσεις «Προμηθέας» 1966 – «Νέοι Στόχοι» 1973
Επιμέλεια - Σύνταξη: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
HTML Markup: Θ. Θωμαδάκης - Ι. Κουκλάκης για τα Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET, 10 Γενάρη 2010

Μετάφραση: Λ. Μιχαήλ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η μπροσούρα του Κάουτσκι «Η Δικτατορία του Προλεταριάτου», που εκδόθηκε τελευταία στη Βιέννη (Wien, 1918, lgnaz Brand, 64 σελίδες), δίνει το πιο χτυπητό παράδειγμα της ολοκληρωτικής κ’ επαίσχυντης χρεοκοπίας της Δεύτερης Διεθνούς –χρεοκοπίας που από πολύν καιρό μιλούν γι’ αυτήν όλοι οι τίμιοι σοσιαλιστές όλων των χωρών. Το ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης μπαίνει σήμερα πρακτικά στην ημερήσια διάταξη σε μια ολόκληρη σειρά κρατών. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να αναλύσουμε τα σοφίσματα του αποστάτη και την ολοκληρωτική απάρνηση του μαρξισμού από τον Κάουτσκι.

Πρέπει πρώτα - πρώτα να υπογραμμίσουμε ότι αυτός που γράφει τις γραμμές αυτές, από τις αρχές του πολέμου αναγκάστηκε πάρα πολλές φορές να επιστήσει την προσοχή πάνω στη ρήξη του Κάουτσκι με το μαρξισμό. Αφιέρωσα σ’ αυτό το θέμα στα 1914-1918 μια σειρά από άρθρα στο «Σοσιαλδημοκράτη» και στον «Κομμουνιστή», που έβγαινε τότε στο εξωτερικό. Τα άρθρα αυτά συγκεντρώθηκαν στον τόμο των Γ. Ζινόβιεφ και Ν. Λένιν «Ενάντια στο Ρεύμα», Πετρούπολη, 1918 (550 σελίδες), που εκδόθηκε από το Σοβιέτ της Πετρούπολης. Μίλησα ακόμα για τον «καουτσκισμό» σε μια μπροσούρα που γράφτηκε στη Γενεύη στα 1915 και μεταφράστηκε τον ίδιο χρόνο γαλλικά και γερμανικά.

«Ο Κάουτσκι, η υπέρτατη αυθεντία της Δεύτερης Διεθνούς, δείχνει με τον πιο τυπικό και τον πιο έντονο τρόπο πως ο μαρξισμός, που αναγνωρίζεται από μερικούς στα λόγια, μετατρέπεται στην πραγματικότητα σε “στρουβισμό”ή σε “μπρεντανισμό”δηλαδή στη φιλελεύθερη εκείνη αστική διδασκαλία που δέχεται την “ταξική”πάλη του προλεταριάτου, φτάνει, να μην τραβάει ως την επανάσταση και που αντιπροσωπεύεται κυρίως από το Ρώσο συγγραφέα Στρούβε και το Γερμανό οικονομολόγο Μπρεντάνο. Ένα άλλο τέτοιο παράδειγμα βρίσκουμε στον Πλεχάνοφ.

Χάρη σε μια ολόκληρη σειρά από φανερά σοφίσματα, ξεριζώνουν από το μαρξισμό τη ζωντανή επαναστατική του ψυχή, δέχονται το παν στο μαρξισμό έξω απ’ τις μέθοδες της επαναστατικής πάλης, την προπαγάνδα, την προετοιμασία αυτής της πάλης και τη διαπαιδαγώγηση των μαζών προς αυτή την κατεύθυνση.

Περιφρονώντας κάθε αρχή ο Κάουτσκι “συμφιλιώνει”τη θεμελιακή σκέψη του σοσιαλσοβινισμού, δηλαδή την αποδοχή της εθνικής άμυνας στον τωρινό πόλεμο, με μια διπλωματική και απατηλή παραχώρηση στους αριστερούς, όπως είναι η αποχή από την ψήφιση των πολεμικών πιστώσεων ή μια προφορική δήλωση αντιπολίτευσης κτλ. Ο Κάουτσκι που έγραψε στα 1908 ένα ολόκληρο βιβλίο για το πλησίασμα της εποχής των επαναστάσεων και για τους ακατάλυτους δεσμούς ανάμεσα στον πόλεμο και την επανάσταση, ο Κάουτσκι που υπόγραψε το 1912 το «Μανιφέστο της Βασιλείας» για την επαναστατική χρησιμοποίηση του επερχόμενου πολέμου, αναλαβαίνει σήμερα την υποχρέωση να δικαιολογήσει και να εξωραΐσει το σοσιαλσοβινισμό. Σαν τον Πλεχάνοφ κι αυτός, σμίγει με την αστική τάξη για να γελοιοποιήσει κάθε ιδέα επανάστασης, κάθε δράση που αποβλέπει στην άμεση επαναστατική πάλη.

Η εργατική τάξη δε μπορεί να φτάσει στον αντικειμενικό της σκοπό που είναι η παγκόσμια επανάσταση, αν δεν κηρύξει έναν αμείλιχτο πόλεμο σ’ αυτούς τους χωρίς χαρακτήρα αποστάτες, στους υποταχτικούς αυτούς υπηρέτες του οπορτουνισμού, που, εξευτελίζουνε σ’ ανήκουστο βαθμό τη μαρξική θεωρία. Ο καουτσκισμός δεν είναι παιδί της τύχης είναι το κοινωνικό προϊόν των αντιφάσεων της Δεύτερης Διεθνούς που συνδυάζει την τυπική πίστη στο μαρξισμό με μια πραγματική υποταγή στον οπορτουνισμό», (Γ. Ζινόβιεφ και Ν. Λένιν: «Ο Σοσιαλισμός και ο Πόλεμος», Γενεύη 1915, σελίδες 13-14).


Σ’ ένα βιβλίο μου που γράφτηκε στα 1916, «Ο Ιμπεριαλισμός, Τελευταίος Σταθμός του Καπιταλισμού», και που εκδόθηκε στην Πετρούπολη το 1917 έκανα λεπτομερειακή ανάλυση της θεωρητικής αστάθειας όλων των συλλογισμών του Κάουτσκι για τον ιμπεριαλισμό: Παράθετα εκεί τον ορισμό που δίνει ο Κάουτσκι στον ιμπεριαλισμό: «Ο ιμπεριαλισμός είναι προϊόν του βιομηχανικού καπιταλισμού στο ανώτατο σημείο της ανάπτυξής του. Συνίσταται στην τάση κάθε βιομηχανικού καπιταλιστικού έθνους να προσαρτάει να υποτάζει αγροτικές περιοχές (η υπογράμμιση είναι του Κάουτσκι), ολοένα και μεγαλύτερες χωρίς να λογαριάζει τα έθνη που τις κατοικούν». Απόδειξα πως ο συλλογισμός αυτός είταν ολότελα ψεύτικος και «προσαρμοσμένος» με τρόπο να αφήνει στη σκιά τις βαθύτατες εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού, για να μπορέσει να βρει κατόπι έδαφος συμφιλίωσης με τον οπορτουνισμό. Κ’ έδινα το δικό μου ορισμό για τον ιμπεριαλισμό: «Ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός που έχει φτάσει στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξής του, όπου προβάλλει η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, όπου η εξαγωγή κεφαλαίων παίρνει εξαιρετική σπουδαιότητα, όπου αρχίζει το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στα διεθνή τραστ και τελειώνει το μοίρασμα της επιφάνειας της γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες». Απόδειχνα πως η κριτική του ιμπεριαλισμού είναι πιο αδύνατη στον Κάουτσκι παρά στους αστούς συγγραφείς.
Τέλος, τον Αύγουστο και το Σεπτέβρη του 1917, δηλαδή πριν από τη ρωσική προλεταριακή επανάσταση (25 Οχτώβρη - 7 Νοέμβρη 1917), έγραφα το «Κράτος και Επανάσταση», «μαρξική θεωρία για το κράτος και ο ρόλος του προλεταριάτου στην επανάσταση» –μπροσούρα που εκδόθηκε στην Πετρούπολη στις αρχές του 1918. Και στη μπροσούρα αυτή, στο κεφάλαιο VI, για την «Παραμόρφωση του μαρξισμού από τους οπορτουνιστές», έδωσα ιδιαίτερη προσοχή στον Κάουτσκι, αποδείχνοντας πως εξευτέλισε ολότελα τη διδασκαλία του Μαρξ, πως τη μεταμόρφωσε σε οπορτουνισμό και πως «απαρνήθηκε πραγματικά την επανάσταση, αναγνωρίζοντάς την μόνο στα λόγια».

Κατά βάθος, το βασικό θεωρητικό λάθος τον Κάουτσκι, στη μπροσούρα του για τη δικτατορία τον προλεταριάτου, βρίσκεται ακριβώς σε μιαν οπορτουνιστική παραμόρφωση της διδασκαλίας τον Μαρξ για το κράτος, παραμόρφωση που κατάγγειλα λέξη προς λέξη στη μπροσούρα μου «Κράτος και Επανάσταση».

Ήταν αναγκαίο να κάνω τις προκαταρκτικές αυτές παρατηρήσεις, γιατί αποδείχνουν πως κατηγόρησα ανοιχτά τον Κάουτσκι σαν αποστάτη πολύν καιρό πριν πάρουν οι μπολσεβίκοι την εξουσία και προτού τους καταδικάσει ανοιχτά ο Κάουτσκι γι’ αυτό.

Ν. Λ.
Πώς ο Κάουτσκι Μεταμορφώνει το Μαρξ σε Κοινό Φιλελεύθερο

Το θεμελιακό ζήτημα που ο Κάουτσκι πραγματεύεται στη μπροσούρα του είναι το ζήτημα του ουσιαστικού περιεχόμενου της προλεταριακής επανάστασης, δηλαδή η δικτατορία του προλεταριάτου. Είναι από τα σπουδαιότερα ζητήματα για όλες τις χώρες, προπαντός για τις πιο προοδευμένες χώρες, προπαντός για τις εμπόλεμες και προπαντός στην τωρινή στιγμή. Μπορούμε να πούμε χωρίς υπερβολή πως είναι το κυριότερο πρόβλημα όλης της ταξικής προλεταριακής πάλης. Πρέπει λοιπόν να σταθούμε πολύ πάνω σ’ αυτό.

Ο Κάουτσκι θέτει το ζήτημα κατά τον ακόλουθο τρόπο: «Η αντίθεση ανάμεσα στα δυο σοσιαλιστικά ρεύματα» (δηλαδή τους μπολσεβίκους και τους μη μπολσεβίκους) «είναι αντίθεση ανάμεσα σε δυο ριζικά διαφορετικές μέθοδες: τη δημοκρατική μέθοδο και τη δικτατορική μέθοδο», (σελίδα 3).

Ας παρατηρήσουμε παρεκβατικά πως αποκαλώντας ο Κάουτσκι σοσιαλιστές τους μη μπολσεβίκους της Ρωσίας, δηλαδή τους μενσεβίκους και τους Εσέρους (S.R. –από τα αρχικά του κόμματος των Σοσιαλ-Επαναστατών), αφήνεται να οδηγηθεί από το όνομά τους, δηλαδή από μια λέξη, αντί να λογαριάσει την πραγματική θέση που κατέχουν στην πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη. Θαυμάσιος τρόπος κατανόησης και εφαρμογής του μαρξισμού! Αλλά θα ξανάρθουμε σ’ αυτό με περισσότερες λεπτομέρειες.
Για την ώρα πρέπει να σταθούμε στο σπουδαιότερο σημείο: τη μεγάλη ανακάλυψη του Κάουτσκι για τη «ριζική αντίθεση ανάμεσα στη δημοκρατική και τη δικτατορική μέθοδο». Εκεί βρίσκεται ο κόμπος του ζητήματος και η ουσία της μπροσούρας του Κάουτσκι. Και υπάρχει εκεί μια τόσο τερατώδης θεωρητική σύγχυση, μια τόσο ολοκληρωτική απάρνηση του μαρξισμού, που πρέπει να ομολογήσουμε πως ο Κάουτσκι άφησε πολύ πίσω του το Μπερνστάϊν.

Το ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στο προλεταριακό και το αστικό κράτος, ανάμεσα στην προλεταριακή και την αστική δημοκρατία. Αυτό φαίνεται τόσο καθαρά, όσο κ’ η μέρα. Αλλά σα δάσκαλος που έχει καρφωθεί στα εγχειρίδια ιστορίας, γυρίζει πεισματικά ο Κάουτσκι τις πλάτες στον 20όν αιώνα, για να καταπιαστεί μόνο με το 18ο και, μέσα σε μια ατέλειωτη σειρά από παραγράφους, ξανακοσκινίζει για εκατοστή φορά, με απίστευτη ανία, όλες τις παλιές ιστορίες για τις σχέσεις της αστικής δημοκρατίας με τον απολυταρχισμό και τη φεουδαρχία.

Θάλεγε κανείς αλήθεια, πως ξετυλίγει μια κουβαρίστρα χωρίς άκρη. Αυτό είναι να μην καταλαβαίνεις τίποτε από τις σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα! Και δε μπορούμε παρά να χαμογελάσουμε με τις προσπάθειες που καταβάλλει ο Κάουτσκι για ν’ αποδείξει πως υπάρχουν άνθρωποι που κηρύχνουν την «περιφρόνηση προς τη δημοκρατία», (σ. 11) κτλ. Με τέτοιες αερολογίες ο Κάουτσκι πάει να θολώσει και να μπερδέψει τη συζήτηση, βάζοντας το ζήτημα, σα φιλελεύθερος που είναι, πάνω στο επίπεδο της δημοκρατίας γενικά και όχι της αστικής δημοκρατίας. Αποφεύγει ακόμα την ακριβή αυτή έννοια που έχει βγει από την ταξική πάλη και προσπαθεί να μιλήσει για «προσοσιαλιστική» δημοκρατία. Ο λογόμυλός μας γέμισε σχεδόν το τρίτο της μπροσούρας του, 20 σελίδες στις 63, με φλυαρία που δε μπορεί να γίνει πιο ευχάριστη στην αστική τάξη, αφού ισοδυναμεί με φτιασίδωμα της αστικής δημοκρατίας και αφήνει στη σκιά το ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης.

Ο τίτλος της μπροσούρας του Κάουτσκι είναι ωστόσο «Η Δικτατορία του Προλεταριάτου». Όλος ο κόσμος, ξέρει πως εδώ ακριβώς βρίσκεται η βάση της διδασκαλίας του Μαρξ. Κι ο Κάουτσκι, ύστερα απ’ όλη αυτή τη φλυαρία έξω από το θέμα, παράθεσε κι αυτός τα λόγια του Μαρξ για τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Το έκανε αυτό μ’ έναν πολύ κωμικό τρόπο ο Κάουτσκι ο «μαρξιστής». Ακούστε τον: 

«Η άποψη αυτή (δηλαδή κατά τον Κάουτσκι η περιφρόνηση για τη δημοκρατία) στηρίζεται σε μια μονάχα λέξη του Καρλ Μαρξ» –να τί διαβάζουμε κατά γράμμα στη σελίδα 20. Στη σελίδα 60 το ξαναλέει ακόμα μια φορά και καταντάει να πει: «Θυμήθηκαν (οι μπολσεβίκοι) έγκαιρα μια λεξούλα (στο κείμενο: das Wörtchens), «τη δικτατορία του προλεταριάτου, που μεταχειρίστηκε μια φορά ο Μαρξ το 1875 μέσα σ’ ένα γράμμα». 

Να η λεξούλα του Μαρξ: 

«Ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος επαναστατικής μεταβολής της πρώτης στη δεύτερη. Στην περίοδο αυτή αντιστοιχεί μια μεταβατική πολιτική περίοδος, όπου το κράτος δε μπορεί να πάρει άλλη μορφή από τη μορφή της επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου».

Να ονομάζεις πρώτα-πρώτα τον περίφημο αυτό συλλογισμό του Μαρξ, που είναι το καταστάλαγμα όλης της επαναστατικής του διδασκαλίας, «μια μονάχα λέξη» ή ακόμα «λεξούλα» –σημαίνει απλούστατα ότι κοροϊδεύεις το μαρξισμό, ότι τον απαρνιέσαι ολότελα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Κάουτσκι ξέρει το Μαρξ σχεδόν απ’ έξω κι αν κρίνουμε από τα έργα του, πρέπει να διαθέτει στο γραφείο του ή στο κεφάλι του μια σειρά από ράφια όπου πρέπει να τον έχει ταξινομήσει με τον πιο πρακτικό και μεθοδικό τρόπο για να μπορεί να κάνει παραθέσεις απ’ ό,τι έγραψε ο Μαρξ.

Ο Κάουτσκι δε μπορεί να μην ξέρει ότι ο Μαρξ κι ο Έγκελς, στα γράμματά τους και στα συγγράμματά τους, μιλήσανε πολλές φορές για δικτατορία του προλεταριάτου, πριν και μετά την Κομμούνα. Ο Κάουτσκι δε μπορεί να μην ξέρει ότι ο τύπος «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν είναι παρά μια έκφραση, ιστορικά πιο συγκεκριμένη και επιστημονικά πιο ακριβής του φυσικού καθήκοντος του προλεταριάτου, που είναι «να σπάσει» την αστική κυβερνητική μηχανή, καθήκον που ο Μαρξ κι ο Έγκελς μιλήσανε γι’ αυτό από το 1852 ως το 1891, δηλαδή σαράντα ολόκληρα χρόνια, χρησιμοποιώντας την πείρα της επανάστασης του 1848 και προπαντός του 1871.

Πώς να εξηγήσουμε την τερατώδη αυτή παραμόρφωση του μαρξισμού από έναν τόσο τέλειο γνώστη του σαν τον Κάουτσκι; Αν σταθούμε στη φιλοσοφική άποψη, το παν ανάγεται σε μιαν υποκατάσταση της διαλεκτικής απ’ τη σοφιστεία και τον εκλεκτικισμό. Ο Κάουτσκι δείχτηκε μαέστρος σ’ αυτήν την υποκατάσταση. Από πολιτική και πρακτική άποψη το παν ανάγεται σε μια σιχαμερή δουλοπρέπεια απέναντι στους οπορτουνιστές, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση απέναντι στην αστική τάξη. Καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια να προχωρήσει σ’ αυτό το δρόμο από τις αρχές του πολέμου, ο Κάουτσκι έγινε βιρτουόζος στην τέχνη να είναι μαρξιστής στα λόγια και λακές της αστικής τάξης στην πραγματικότητα.

Θα πειστούμε ακόμα περισσότερο γι’ αυτό, όταν εξετάσουμε την αξιοπρόσεχτη «ερμηνεία» που έδοσεο Κάουτσκι στη «λεξούλα» του Μαρξ για τη δικτατορία του προλεταριάτου. 

Ακούστε: 

«Ο Μαρξ παράλειψε δυστυχώς να δείξει με περισσότερες λεπτομέρειες πώς... φαντάζεται αυτή τη δικτατορία». (Να ένα τυπικό ψέμα αποστάτη γιατί ο Μαρξ και ο Έγκελς δώσανε ίσα - ίσα μιαν ολόκληρη σειρά από πολύ πιο λεπτομερειακά στοιχεία, που αφήνει σκόπιμα κατά μέρος ο επαγγελματίας μας μαρξιστής). «...Κατά γράμμα, η λέξη δικτατορία σημαίνει κατάργηση της δημοκρατίας. Αναμφισβήτητα όμως, παρμένη κατά γράμμα η λέξη αυτή, σημαίνει επίσης εξουσία ενός μονάχα ατόμου, που δε δεσμεύεται από κανένα νόμο. Προσωπική εξουσία, που διακρίνεται από το δεσποτισμό, όχι σα μόνιμος κρατικός θεσμός, μα σαν έσχατο μεταβατικό μέτρο.

Η έκφραση “δικτατορία του προλεταριάτου”–δηλαδή δικτατορία όχι ενός μονάχα ατόμου, μα μιας μονάχα τάξης– αποδείχνει κιόλας πως δεν είχε υπ’ όψη του εδώ ο Μαρξ τη δικτατορία με την κυριολεκτική έννοια της λέξης.

Μιλάει εδώ, όχι για μια μορφή κυβέρνησης, αλλά για μια κατάσταση που πρέπει να παρουσιαστεί παντού όπου το προλεταριάτο καταχτάει την πολιτική εξουσία. Πράμα που δείχνει πως ο Μαρξ δεν είχε εδώ υπ’ όψη του μια μορφή κυβέρνησης, είναι η γνώμη του πως στην Αγγλία και στην Αμερική μπορούσε να γίνει ειρηνικά αυτή η μετάβαση –διαμέσου της δημοκρατίας», (σ. 20).

Αναφέρουμε επίτηδες στο ακέραιο όλον αυτό το συλλογισμό, για να μπορέσει να καταλάβει ο αναγνώστης τις μέθοδες που μεταχειρίζεται ο «θεωρητικός» Κάουτσκι.
Ο Κάουτσκι θέλησε να πλησιάσει το ζήτημα μ’ έναν ορισμό της «λέξης» δικτατορία.
Θαυμάσια. Είναι ιερό δικαίωμα του καθενός να πλησιάζει απ’ όπου θέλει το ζήτημα. Μονάχα όμως που πρέπει να ξεχωρίζουμε τους σοβαρούς και τίμιους τρόπους εξέτασης ενός ζητήματος από τους άτιμους. Εκείνος που θάθελε να καταπιαστεί σοβαρά με το ζήτημα πλησιάζοντάς το μ’ αυτόν τον τρόπο, θάπρεπε να δώσει τον ορισμό του στη λέξη που γίνεται λόγος. Τότε το ζήτημα θάμπαινε καθαρά και ξάστερα. Ο Κάουτσκι δεν κάνει τίποτ’ απ’ όλα αυτά.

«Κυριολεκτικά –γράφει– η λέξη δικτατορία σημαίνει κατάργηση της δημοκρατίας».
Πρώτα - πρώτα αυτό δεν είναι ορισμός. Αν ήθελε ν’ αποφύγει ο Κάουτσκι να καθορίσει την έννοια της δικτατορίας, ποιός ο λόγος να διαλέξει αυτόν τον τρόπο να πλησιάσει το ζήτημα; 

Δεύτερο, είναι καθαρά ψεύτικος. Είναι πολύ φυσικό να μιλάει ένας φιλελεύθερος για «δημοκρατία» γενικά. Ο μαρξιστής όμως δε θα ξεχάσει ποτέ να ρωτήσει: «για ποιά τάξη;». Ο καθένας ξέρει λ.χ. –και ο «ιστορικός» Κάουτσκι το ξέρει επίσης– ότι οι εξεγέρσεις ή ακόμα τα μεγάλα κινήματα των σκλάβων της αρχαιότητας δείχνουνε πραγματικά πως βάση του αρχαίου κράτους είτανε η δικτατορία των δουλοκτητών. Μήπως αυτή η δικτατορία καταργούσε τη δημοκρατία ανάμεσα στους δουλοκτήτες, την καταργούσε γι’ αυτούς; Όλος ο κόσμος ξέρει πως όχι.

Ο «μαρξιστής» Κάουτσκι είπε έναν τερατώδη παραλογισμό και μια ψευτιά, γιατί «ξέχασε» την ταξική πάλη.

Για να μεταβάλουμε τη φιλελεύθερη και ψεύτικη αυτή άποψη σε μαρξική και αληθινή άποψη, πρέπει να πούμε: δικτατορία δε σημαίνει αναγκαστικά καταστροφή της δημοκρατίας για την τάξη που πραγματοποιεί τη δικτατορία πάνω στις άλλες τάξεις, μα σημαίνει αναγκαστικά καταστροφή (ή ουσιαστικό περιορισμό, που είναι επίσης μια μορφή καταστροφής) της δημοκρατίας σε βάρος ή εναντία στην τάξη που πάνω της ασκείται η δικτατορία.

Όμως, όσο σωστός κι αν είναι αυτός ο ορισμός, δεν ορίζει τη δικτατορία.

Ας εξετάσουμε την ακόλουθη φράση του Κάουτσκι: 

«...Εννοείται όμως, πως η λέξη αυτή παρμένη κατά γράμμα σημαίνει επίσης εξουσία ενός μονάχα ατόμου που δε δεσμεύεται από κανένα νόμο...».

Σαν τυφλό ζώο που χώνει τη μύτη του στην τύχη εδώ και κει, ο Κάουτσκι έπεσε εδώ πάνω σε μια ιδέα, στην ιδέα πως η δικτατορία είναι εξουσία που δε δεσμεύεται από κανένα νόμο· αλλά δεν πρόλαβε να δώσει τον ορισμό της δικτατορίας και είπε μια ακόμα ολοφάνερη ιστορική ανακρίβεια, υποστηρίζοντας πως δικτατορία είναι η εξουσία ενός μονάχα ατόμου. Αυτό δεν είναι σωστό, ούτε και ετυμολογικά, γιατί μπορεί να έχουμε δικτατορία μιας ομάδας προσώπων, μιας ολιγαρχίας, μιας τάξης κλπ.

Ο Κάουτσκι δείχνει πάρα πέρα τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη δικτατορία και το δεσποτισμό και, παρ’ όλο που είναι ολοφάνερα ψεύτικη η άποψή του, δε θα σταματήσουμε σ’ αυτή, γιατί δεν έχει καμιά σχέση με το ζήτημα που μας ενδιαφέρει. Ξέρουμε την κλίση του Κάουτσκι να ξαναγυρίζει από τον 20ό αιώνα στο 18ο και από το 18ο στην αρχαιότητα κ’ ελπίζουμε πως, μια και φτάσει το γερμανικό προλεταριάτο στη δικτατορία, δε θα ξεχάσει αυτή του την κλίση και θα τον διορίσει λ.χ. καθηγητή της αρχαίας ιστορίας σ’ ένα λύκειο. Πρέπει νάναι κανένας κουτός ή ο πιο αδέξιος κατεργάρης για να προσπαθεί να αποφύγει τον ορισμό της δικτατορίας του προλεταριάτου κάνοντας διάφορους συλλογισμούς για το δεσποτισμό. Σε τελευταία ανάλυση, με το πρόσχημα πως πραγματεύεται τη δικτατορία, ο Κάουτσκι είπε συνειδητά πολλές ψευτιές, χωρίς να δώσει κανέναν ορισμό. Αν, αντί να εμπιστεύεται στις διανοητικές του ικανότητες, συμβουλευότανε τη μνήμη του, θα μπορούσε να τραβήξει απ’ το ράφι του όλες τις περιπτώσεις, όπου ο Μαρξ μιλάει για τη δικτατορία. Θα μπορούσε τότε χωρίς αμφιβολία να πετύχει τον ακόλουθο ορισμό ή κάποιον άλλο ισοδύναμο στο βάθος:

Η δικτατορία είναι εξουσία που στηρίζεται άμεσα στη βία και δε δεσμεύεται από κανένα νόμο.

Η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου είναι μια εξουσία που κατακτήθηκε και διατηρήθηκε με τη βία που χρησιμοποιεί το προλεταριάτο ενάντια στην αστική τάξη –εξουσία που δε δεσμεύεται από κανένα νόμο.

Την απλούστατη αυτή αλήθεια, την καθαρή σαν τη μέρα για κάθε συνειδητό εργάτη (που αντιπροσωπεύει τη μάζα κι όχι για το ανώτερο στρώμα του μικροαστικού σκυλολογιού που πουλήθηκε στους καπιταλιστές, όπως είναι οι σοσιαλ-ιμπεριαλιστές όλων των χωρών), την καθαρή αυτή αλήθεια για κάθε εκπρόσωπο των εκμεταλλευομένων που αγωνίζεται για την απελευθέρωσή τους, την ασυζήτητη αυτή αλήθεια για κάθε μαρξιστή, είμαστε αναγκασμένοι να την αποσπάσουμε με τη βία από το σοφότατο κ. Κάουτσκι. Πώς να το εξηγήσει κανείς αυτό; Με το δουλικό εκείνο πνεύμα πούχει διαποτίσει τους αρχηγούς της Δεύτερης Διεθνούς, που γίνανε αξιοπεριφρόνητοι συκοφάντες στην υπηρεσία της αστικής τάξης.

Πρώτα-πρώτα ο Κάουτσκι έκανε μια μπαγαποντιά, υποστηρίζοντας, πράμα εντελώς παράλογο, πως η κυριολεκτική έννοια της λέξης δικτατορία είναι δικτατορία ενός μονάχα ατόμου· ξεκινώντας κατόπι απ’ αυτήν την πλαστογράφηση διακηρύχνει πως, κατά συνέπεια, η έκφραση δικτατορία του προλεταριάτου δεν έχει στο Μαρξ την κυριολεκτική της έννοια, ότι δικτατορία δε σημαίνει εφαρμογή της επαναστατικής βίας, μα «ειρηνική κατάκτηση της πλειοψηφίας κάτω από την αστική δημοκρατία» (προσέξτε το καλά αυτό).
Πρέπει να κάνουμε διάκριση, βλέπετε, μεταξύ «κατάστασης» και «μορφής κυβέρνησης». Εκπληκτικά βαθιά διάκριση, ακριβώς σα να κάναμε διάκριση μεταξύ της κατάστασης ή του είδους της βλακείας ενός ανθρώπου που δε δουλεύει το μυαλό του και της μορφής της βλακείας του.

Ο Κάουτσκι έχει ανάγκη να παρουσιάσει τη δικτατορία σα μια «κατάσταση κυριαρχίας» (είναι κατά γράμμα η έκφραση που μεταχειρίζεται στη σελίδα 21), γιατί εξαφανίζεται έτσι η επαναστατική βία, γιατί εξαφανίζεται η βίαιη επανάσταση.
Η «κατάσταση κυριαρχίας» είναι μια κατάσταση που μέσα της βρίσκεται κάθε πλειοψηφία κάτω ...από τη δημοκρατία. Χάρη σ’ αυτή τη δόλια ταχυδακτυλουργία, η επανάσταση εξαφανίζεται με τη μεγαλύτερη ευκολία.

Αλλά η πανουργία του είναι πολύ χοντροκομένη και δε θα βοηθήσει καθόλου τον Κάουτσκι. Το ότι η δικτατορία προϋποθέτει και προσδιορίζει αυτήν την κατάσταση επαναστατικής βίας –που δεν αρέσει τόσο στους αποστάτες– μιας τάξης ενάντια σε μιαν άλλη τάξη, αυτό είναι φως φανερό. Η ψευτιά τούτης της διάκρισης μεταξύ «κατάστασης» και «μορφής κυβέρνησης» είναι ολοφάνερη. Πρέπει να είναι κανένας τρεις φορές βλάκας για να μπορεί να μιλάει εδώ για μορφή κυβέρνησης, αφού και ο τελευταίος μαθητάκος ξέρει πως μοναρχία και δημοκρατία είναι δυο μορφές κυβέρνησης πολύ διαφορετικές. Ο κ. Κάουτσκι έχει ανάγκη να αποδείξει πως οι δυο αυτές μορφές κυβέρνησης, όπως κι όλες οι προσωρινές μορφές κυβέρνησης στο καπιταλιστικό σύστημα, δεν είναι παρά παραλλαγές του αστικού κράτους, δηλαδή της δικτατορίας της αστικής τάξης!

Να μιλάς τέλος για μορφή κυβέρνησης είναι τόσο κοινή όσο και χοντροκομένη παραποίηση του Μαρξ, που μιλάει καθαρά εδώ για, τη μορφή ή τον τύπο του κράτους και όχι για τη μορφή της κυβέρνησης.

Η προλεταριακή επανάσταση είναι αδύνατη χωρίς τη βίαιη καταστροφή του αστικού κράτους και την αντικατάσταση του από ένα καινούργιο μηχανισμό, που δεν είναι πια «κράτος με την κύρια έννοια της λέξης», όπως το λέει ο Έγκελς.

Ο Κάουτσκι πρέπει να τα κρύψει όλ’ αυτά και να τα παραμορφώσει, η θέση του σαν αποστάτη το απαιτεί. Κοίταξε σε τί άθλιες υπεκφυγές κατέφυγε :

Πρώτη υπεκφυγή: «Εκείνο που δείχνει πως δεν είχε εδώ υπ’ όψη του ο Μαρξ τη μορφή κυβέρνησης, είναι που θεωρούσε δυνατή στην Αγγλία και στην Αμερική την ειρηνική μετάβαση, δηλαδή με το δημοκρατικό δρόμο...».

Η μορφή κυβέρνησης δεν έχει τίποτα να κάνει εδώ γιατί υπάρχουν μοναρχίες που δεν έχουνε κανένα χαρακτηριστικό του αστικού κράτους, που διακρίνονται λ.χ. από την έλλειψη μιλιταρισμού και υπάρχουνε δημοκρατίες που έχουνε όλα τα χαρακτηριστικά του μιλιταρισμού και της γραφειοκρατίας. Πρόκειται εδώ για ένα παγκόσμια αναγνωρισμένο ιστορικό γεγονός κι ο Κάουτσκι δε θα τα καταφέρει να το παραμορφώσει.

Αν ο Κάουτσκι ήθελε να σκεφτεί σοβαρά και ντόμπρα, θ’ αναρωτιότανε: Υπάρχουν ιστορικοί νόμοι που αφορούν τις επαναστάσεις και που δε γνωρίζουν εξαιρέσεις; Απάντηση: όχι, δεν υπάρχουν τέτοιοι νόμοι. Οι νόμοι αυτοί δεν έχουνε υπ’ όψη τους παρά αυτό που μια μέρα ονόμασε ο Μαρξ «ιδεώδες», με την έννοια του μέσου, κανονικού και τυπικού καπιταλισμού.

Κ’ ύστερα, υπήρχε το 1870 κάτι που εξαιρούσε την Αγγλία και την Αμερική από την άποψη που εξετάζουμε; Για κάθε άνθρωπο που γνωρίζει έστω και λίγο τις απαιτήσεις της επιστήμης στην περιοχή των ιστορικών ζητημάτων, είναι φανερό πως αυτό το ερώτημα έχει τη θέση του. Να μην το θέτεις, σημαίνει ότι παραποιείς την επιστήμη και κάνεις σοφιστείες. Και το ερώτημα αυτό ζητάει επίμονα αυτή την απάντηση: επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου είναι η χρήση της βίας ενάντια στην αστική τάξη· και η χρήση αυτή της βίας επιβάλλεται προπαντός όπως τόχουνε διεξοδικά και πολλές φορές εξηγήσει ο Μαρξ κι ο Έγκελς (ιδιαίτερα στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία και στον πρόλογο αυτού του έργου) από την ύπαρξη του μιλιταρισμού και της γραφειοκρατίας. Και ακριβώς στα 1870-1880, όταν διατύπωνε ο Μαρξ την παρατήρησή του, οι θεσμοί αυτοί δεν υπήρχαν στην Αγγλία και στην Αμερική. Σήμερα υπάρχουνε και στην Αγγλία και στην Αμερική.

Για να σκεπάσει ο Κάουτσκι την προδοσία του, καταντάει να παραποιεί σε κάθε βήμα.
Ας δούμε πως άφησε να το μυριστούμε. Έγραψε: «ειρηνικά» δηλαδή με δημοκρατικό δρόμο!!
Ορίζοντας τη δικτατορία προσπάθησε να κρύψει ο Κάουτσκι από τον αναγνώστη το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της έννοιας, δηλαδή τη χρησιμοποίηση της επαναστατικής βίας. Και τώρα η αλήθεια γίνεται ολοφάνερη –πρόκειται για τη διάκριση μεταξύ ειρηνικής και βίαιης επανάστασης.

Εδώ βρίσκεται το μυστικό. Όλα τα τεχνάσματά του, όλα τα σοφίσματά του, όλες οι παραποιήσεις του δε χρησιμεύουνε στον Κάουτσκι παρά για να ξεφύγει μόνο από τη βίαιη επανάσταση, να κρύψει την προδοσία του και το πέρασμά του με το μέρος της αστικής τάξης.

Αυτό είναι το κλειδί του μυστηρίου.

Ο «ιστορικός» Κάουτσκι παραποιεί την ιστορία με τόση αδιαντροπιά που ξεχνάει το σπουδαιότερο: ο προ-μονοπωλιακός καπιταλισμός –που το απόγειο του βρίσκεται ακριβώς μεταξύ 1870-1880– διακρινότανε από τις ουσιαστικές οικονομικές του ιδιότητες, που η Αγγλία και η Αμερική είτανε το πρότυπό τους με το μάξιμουμ του πατσιφισμού και του φιλελευθερισμού που μπορεί ν’ αναπτυχθεί κάτω απ’ αυτό το σύστημα.

Ο ιμπεριαλισμός, δηλαδή ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, που η ωριμότητά του χρονολογείται από τον 20ό αιώνα, με τις ουσιαστικές οικονομικές του ιδιότητες, διακρίνεται από το μίνιμουμ πατσιφισμού και φιλελευθερισμού και από την ανώτατη ανάπτυξη του μιλιταρισμού σ’ ολόκληρο τον κόσμο. «Να μην το προσέχεις καθόλου αυτό», όταν ζητάς να βρεις ως ποιο σημείο είναι βέβαιη ή πιθανή η ειρηνική ή η βίαιη επανάσταση, είναι σα να πέφτεις στο επίπεδο του κοινού λακέ της αστικής τάξης.

Δεύτερη υπεκφυγή: «Η Κομμούνα του Παρισιού είτανε δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά εκλέχτηκε με την καθολική ψηφοφορία, χωρίς να στερηθεί η μπουρζουαζία από τα εκλογικά της δικαιώματα –δημοκρατικά». Και ο Κάουτσκι θριαμβεύει: «Η δικτατορία του προλεταριάτου είτανε για το Μαρξ (ή κατά το Μαρξ) μια κατάσταση πραγμάτων που απορρέει αναγκαστικά από την καθαρή δημοκρατία, αν το προλεταριάτο αποτελεί την πλειοψηφία (bei überwiegenden Proletariat)», (σ. 21).

Το επιχείρημα αυτό του Κάουτσκι είναι τόσο γελοίο που δοκιμάζουμε μια αληθινά τρομερή δυσκολία να το ανασκευάσουμε.

Πρώτα - πρώτα είναι γνωστό πως το άνθος, το επιτελείο, η αφρόκρεμα της μπουρζουαζίας, καταφύγανε από το Παρίσι στις Βερσαλλίες. Στις Βερσαλλίες βρισκότανε ο σοσιαλιστής Λουί Μπλαν, πράμα που δείχνει εξ άλλου την ψευτιά των όσων βεβαιώνει ο Κάουτσκι, που σύμφωνα μ’ αυτά, στην Κομμούνα συμμετείχανε «όλα τα ρεύματα» του σοσιαλισμού. Δεν είναι γελοίο να παρουσιάζεις σαν «καθαρή δημοκρατία» με «καθολική ψηφοφορία» το χωρισμό των κατοίκων του Παρισιού σε δυο εμπόλεμα στρατόπεδα, που το ένα απ’ αυτά συγκέντρωνε όλη τη μάχιμη και πολιτικά δραστήρια αστική τάξη; 

Ύστερα, η Κομμούνα αγωνιζότανε ενάντια στις Βερσαλλίες, σαν εργατική κυβέρνηση της Γαλλίας ενάντια στην αστική κυβέρνηση. Τί θέση έχουν εδώ η «καθαρή δημοκρατία» και η «καθολική ψηφοφορία», όταν το Παρίσι έκρινε τις τύχες της Γαλλίας; Ο Μαρξ έβρισκε πως η Κομμούνα διέπραξε ένα λάθος που δεν κατέλαβε την Τράπεζα της Γαλλίας που άνηκε σ’ ολόκληρη τη χώρα· μπορεί λοιπόν να ξεκινούσε από τις αρχές και την πρακτική της «καθαρής δημοκρατίας»;

Είναι γνωστό αλήθεια πως ο Κάουτσκι γράφει σε μια χώρα που η αστυνομία δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να γελάνε όλοι μαζί, αλλιώτικα ο Κάουτσκι θα πνιγόταν μέσα στα γέλια.
Θα μου επιτραπεί τέλος να υπενθυμίσω ευσεβάστως στον κύριο Κάουτσκι, που ξέρει απ’ έξω το Μαρξ και τον Έγκελς, την ακόλουθη γνώμη του Έγκελς για την Κομμούνα από την άποψη της «καθαρής δημοκρατίας»: 

«Οι κύριοι αυτοί (οι αντιεξουσιακοί) είδαν ποτέ στη ζωή τους μιαν επανάσταση; Η επανάσταση είναι αναντίρρητα το πιο εξουσιαστικό πράμα που μπορεί να γίνει. Η επανάσταση είναι μια πράξη, όπου ένα μέρος του πληθυσμού επιβάλλει τη θέληση του με ντουφεκιές, με ξιφολόγχες, με κανονιές, δηλαδή με εξουσιαστικά μέσα. Η μερίδα που νίκησε βρίσκεται στην ανάγκη να διατηρήσει την κυριαρχία της με τον τρόμο που εμπνέουν τα όπλα της στους αντιδραστικούς. Αν η Κομμούνα του Παρισιού δε στηριζότανε πάνω στη δύναμη του οπλισμένου λαού ενάντια στη μπουρζουαζία, θα μπορούσε να κρατηθεί παραπάνω από μια μέρα; Το ενάντιο, δε μπορούμε μήπως να κατηγορήσουμε την Κομμούνα ότι χρησιμοποίησε πολύ λίγο αυτή τη δύναμη;».
Νάτη λοιπόν η «καθαρή δημοκρατία»! Με πόσο σαρκασμό δε θα σκέπαζε ο Έγκελς τον ανάλατο φιλισταίο, το «σοσιαλδημοκράτη», με τη γαλλική έννοια του 1840 ή με την ευρωπαϊκή πια έννοια του 1914-1918, που του ήρθε να μιλήσει για «καθαρή δημοκρατία» σε μια κοινωνία χωρισμένη σε τάξεις! 

Όμως αρκετά πάνω σ’ αυτό. Είναι αδύνατο να απαριθμήσουμε όλους τους παραλογισμούς που σκάρωσε ο Κάουτσκι –σε κάθε του φράση είναι αποστάτης ως το μεδούλι.
Ο Μαρξ και ο Έγκελς δώσανε για την Κομμούνα του Παρισιού μια βαθύτατη ανάλυση. Δείξανε πως η αξία της βρισκότανε στην προσπάθεια της να σπάσει, να καταστρέψει «ολόκληρη την κρατική μηχανή». Το σημείο αυτό είχε για το Μαρξ και τον Έγκελς τόσο μεγάλη αξία, που το εισαγάγανε στα 1872 σα διόρθωση στο «παλιωμένο» εδώ και κει πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Ο Μαρξ και ο Έγκελς δείξανε πως η Κομμούνα εκμηδένιζε το στρατό και τη γραφειοκρατία, εκμηδένιζε τον κοινοβουλευτισμό, κατάστρεφε την «παρασιτική αυτή εκβλάστηση που είναι το κράτος» κτλ., κτλ. Ο σοφότατος Κάουτσκι, με το νυχτερινό σκουφί στο κεφάλι, ξαναμασάει αυτά που χίλιες φορές έχουν επαναλάβει οι φιλελεύθεροι καθηγητές, τα ίδια τα παλιά για την «καθαρή δημοκρατία».

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν είταν υπερβολική, όταν έλεγε στις 4 Αυγούστου 1914 τη σοσιαλδημοκρατία σαπισμένο πτώμα.

Τρίτη υπεκφυγή: «Αν μιλάμε για δικτατορία σα μορφή κυβέρνησης, δε μπορούμε να μιλήσουμε για ταξική δικτατορία.

Μια τάξη, πραγματικά, όπως το έχουμε κιόλας παρατηρήσει, δε μπορεί παρά να κυριαρχεί, μα όχι να κυβερνάει...». Είναι οι οργανώσεις και τα κόμματα που κυβερνούν.
Μπερδεύετε, μπερδεύετε, μ’ έναν απαίσιο τρόπο, κύριε «βαρόνε της παρανόησης».
Η δικτατορία δεν είναι «μορφή κυβέρνησης», είναι βλακεία αυτό που λέτε. Ο Μαρξ δε μιλάει για μορφή κυβέρνησης, μα για τη μορφή ή τον τύπο του κράτους. Δεν είναι καθόλου, μα καθόλου το ίδιο πράμα. Όπως είναι, απόλυτα ψεύτικο πως δε μπορεί να κυβερνήσει μια τάξη· τέτοια βλακεία μονάχα ένας «κοινοβουλευτικός ηλίθιος» μπορεί να την πει· που δεν βλέπει τίποτα μπροστά του, έξω απ’ το αστικό κοινοβούλιο και δεν προσέχει τίποτ’ άλλο, έξω από τα «διευθύνοντα κόμματα». Οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης θα προσφέρει στον Κάουτσκι παραδείγματα κυβέρνησης στα χέρια κυρίαρχης τάξης, όπως οι μεγαλογαιοκτήμονες του μεσαίωνα, παρά την ανεπαρκή τους οργάνωση.

Έτσι λοιπόν εξευτέλισε ο Κάουτσκι μ’ έναν απαίσιο τρόπο την ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου, μετατρέποντας το Μαρξ σε κοινό φιλελεύθερο –δηλαδή έπεσε ο ίδιος σ’ έναν φιλελευθερισμό που δε γίνεται χειρότερος, όταν μας πετάει τις κούφιες φράσεις του για την «καθαρή δημοκρατία», όταν σκεπάζει και αφήνει παράμερα το ταξικό περιεχόμενο της αστικής δημοκρατίας και αποκρούει με φρίκη τη χρησιμοποίηση της επαναστατικής βίας από την υπόδουλη τάξη. Ερμηνεύοντας την ιδέα της «επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου», έτσι που να εξαφανιστεί η επαναστατική βία της υπόδουλης τάξης ενάντια στους υποδουλωτές της, ο Κάουτσκι έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ φιλελεύθερης παραμόρφωσης του Μαρξ. Ο αποστάτης Μπερνστάϊν είναι μικρό σκυλάκι μπροστά στον αποστάτη Κάουτσκι.
Δημοκρατία Αστική και
Δημοκρατία Προλεταριακή

Το ζήτημα που μπέρδεψε ο Κάουτσκι με τόσο απαίσιο τρόπο παρουσιάζεται στην πραγματικότητα έτσι: 

Είναι φανερό πως δε μπορούμε να μιλάμε για «καθαρή δημοκρατία» όσο υπάρχουν διαφορετικές τάξεις, εκτός πια αν κοροϊδεύουμε την κοινή λογική και την ιστορία. Μονάχα για ταξική δημοκρατία μπορούμε να μιλάμε. Ας πούμε σε παρένθεση πως «καθαρή δημοκρατία» δεν είναι μόνο μια φράση αμαθούς που δεν καταλαβαίνει τίποτα από ταξική πάλη, ούτε από τη φύση του κράτους, αλλά και μια φράση τρεις φορές κούφια, γιατί στην κομμουνιστική κοινωνία η δημοκρατία, αφού εκφυλιστεί και γίνει συνήθεια, θα σβήσει χωρίς να έχει υπάρξει ποτέ «καθαρή δημοκρατία»).

Η «καθαρή δημοκρατία» δεν είναι παρά υποκριτική φράση φιλελεύθερου, προορισμένη να εξαπατήσει τους εργάτες. Η ιστορία ξέρει μονάχα την αστική δημοκρατία που αντικατέστησε το φεουδαλισμό και την προλεταριακή δημοκρατία που θ’ αντικαταστήσει την αστική.

Όταν ο Κάουτσκι αφιερώνει δεκάδες σελίδες για ν’ «αποδείξει» αυτή την αλήθεια, πως η αστική δημοκρατία αποτελεί πρόοδο σε σχέση με το μεσαίωνα και ότι το προλεταριάτο πρέπει να την εκμεταλλευτεί απολύτως στην πάλη του εναντίον της αστικής τάξης, να κι άλλη ακόμη φιλελεύθερη φλυαρία, προορισμένη να εξαπατήσει τους εργάτες, γιατί είναι ολοφάνερη αλήθεια τόσο στην απολίτιστη Ρωσία όσο και στην πολιτισμένη Γερμανία. Ο Κάουτσκι ρίχνει τη «σοφή» του σκόνη στα μάτια των εργατών, παίρνει ύφος σοβαρό, για να μας μιλήσει για το Βάϊτλιγκ ή για τους Ιησουΐτες της Παραγουάης και πολλά άλλα πράγματα για να περάσει στα μουγκά την αστική φύση της σύγχρονης δημοκρατίας, δηλαδή της καπιταλιστικής δημοκρατίας.

Απ’ το μαρξισμό ο Κάουτσκι παίρνει μονάχα ό,τι είναι παραδεχτό για τους φιλελεύθερους, για την αστική τάξη (κριτική του μεσαίωνα, προοδευτικός ιστορικός ρόλος του καπιταλισμού γενικά και της καπιταλιστικές δημοκρατίας ιδιαίτερα) και πετάει στη μπάντα, περνάει στα μουγκά, θολώνει το κάθε τι στο μαρξισμό που είναι απαράδεχτο για την αστική τάξη (επαναστατική βία του προλεταριάτου εναντίον της αστικής τάξης ως τον πλήρη εκμηδενισμό της). Να γιατί, από τη θέση που κατέχει πραγματικά κι όποιες κι αν είναι οι υποκειμενικές του πεποιθήσεις, ο Κάουτσκι αποδείχνεται αναπόφευκτα λακές της αστικής τάξης.

Η αστική δημοκρατία, μ’ όλο που αποτελεί μια τεράστια ιστορική πρόοδο σε σχέση με το μεσαίωνα, μένει πάντα και δε μπορεί παρά να μένει, κάτω από το καπιταλιστικό καθεστώς, ένα σύστημα στενό, λειψό, ψεύτικο, υποκριτικό, παράδεισος για τους πλούσιους, παγίδα και απάτη για τους φτωχούς και για τους εκμεταλλευόμενους. Να η αλήθεια, που είναι η βάση της μαρξιστικής διδασκαλίας και που δεν την έχει καταλάβει ο «μαρξιστής» Κάουτσκι. Στο θεμελιακό αυτό ζήτημα ο Κάουτσκι προσφέρει χίλια φιλοφρονήματα στα πόδια της μπουρζουαζίας, αντί να αναλύσει επιστημονικά τους όρους που κάνουν κάθε αστική δημοκρατία, δημοκρατία για τους πλούσιους.
Αρχίζουμε με την υπενθύμιση στο σοφολογιότατο κύριο Κάουτσκι των θεωρητικών διακηρύξεων του Μαρξ και του Έγκελς που «ξέχασε», προς αίσχος του και προς πολύ μεγάλο όφελος της αστικής τάξης, ο εμβριθής μας· κατόπι θα φωτίσουμε το ζήτημα με τον πλατύτερο τρόπο.

«Όχι μονάχα το αρχαίο και το φεουδαλικό κράτος μα και το νεότερο αντιπροσωπευτικό κράτος είναι όργανο εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο» (παραθέσεις από το έργο του Έγκελς για το Κράτος). «Ακριβώς επειδή το κράτος είναι ένας πρόσκαιρος θεσμός που πρέπει να χρησιμοποιηθεί στον αγώνα και στην επανάσταση, για να χτυπήσει τους αντίπαλούς της, είναι καθαρή ανοησία να μιλάμε για ελεύθερο λαϊκό κράτος: όσο το προλεταριάτο θάχει ανάγκη από το κράτος, δε θα τόχει ανάγκη για να προστατέψει την ελευθερία, μα για να τσακίσει τους αντιπάλους του· όταν θάρθει η στιγμή να μιλήσουμε για ελευθερία, τότε το κράτος θάχει πάψει να υπάρχει σαν τέτοιο», (ο Έγκελς στο γράμμα του στο Μπέμπελ της 28 Μάρτη 1875).

«Το κράτος δεν είναι παρά μια μηχανή καταπίεσης μιας τάξης από μιαν άλλη τάξη· κι αυτό στη δημοκρατία, όσο και στη μοναρχία», (Έγκελς, από τον Πρόλογο στον Εμφύλιο Πόλεμο του Μαρξ). «Η καθολική ψηφοφορία είναι ένας δείχτης της ωριμότητας της εργατικές τάξης. Δε μπορεί να δώσει και δε θα δώσει ποτέ τίποτα παραπάνω από το νεότερο κράτος», (Έγκελς, στο έργο του για το Κράτος). Ο Κάουτσκι αναμασάει με τον πιο ανιαρό τρόπο το πρώτο μέρος αυτής της θέσης, παραδεχτό για την αστική τάξη. Το δεύτερο όμως μέρος, που το υπογραμμίσαμε και που είναι απαράδεχτο για την αστική τάξη, ο αποστάτης Κάουτσκι το περνάει στα μουγκά. «Η Κομμούνα δεν έπρεπε νάναι κοινοβουλευτική ένωση, μα όργανο εργασίας που να νομοθετεί και να εκτελεί ταυτόχρονα τους δικούς της νόμους. Αντί να ορίζουν μια φορά κάθε τρία ή κάθε τέσσερα χρόνια το μέλος της κυρίαρχης τάξης που καλούντανε να εκπροσωπήσει ή να καταπιέσει το λαό (ver - und zertreten) στο κοινοβούλιο, η καθολική ψηφοφορία έπρεπε να χρησιμοποιηθεί απ’ το λαό, για να στρατολογήσει εργάτες, επόπτες, λογιστές, για την οργανωμένη σε κομμούνες επιχείρησή του, ακριβώς όπως το ατομικό του εκλογικό δικαίωμα χρησιμεύει για τον ίδιο σκοπό, αδιάφορο σε ποιον εργοδότη», (Μαρξ, στο έργο του για την Κομμούνα του Παρισιού, Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία).

Κάθε μια από τις πολύ γνωστές αυτές θέσεις στο σοφότατο κ. Κάουτσκι, τον μαστιγώνει στο πρόσωπο και ξεσκεπάζει την προδοσία του. Σ’ ολόκληρη τη μπροσούρα του δε δείχνει ο Κάουτσκι την παραμικρή προσοχή γι’ αυτές τις αλήθειες και από την αρχή ως το τέλος δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να διασύρει το μαρξισμό.

Πάρτε τους θεμελιακούς νόμους των σύγχρονων κρατών, πάρτε τις κυβερνήσεις τους, πάρτε τις ελευθερίες συγκέντρωσης ή τύπου, πάρτε την «ισότητα των πολιτών απέναντι στο νόμο» και θα δείτε σε κάθε σας βήμα την πολύ γνωστή σε κάθε τίμιο και συνειδητό εργάτη αστική δημοκρατία. Δεν υπάρχει κράτος, ακόμα και το πιο δημοκρατικό, που να μην έχει στο Σύνταγμά του κάποια χαραμάδα ή επιφύλαξη που να παρέχει στην αστική τάξη το μέσο να ρίχνει το στρατό ενάντια στους εργάτες, να κηρύχνει το στρατιωτικό νόμο κτλ., «εις περίπτωσιν διασαλεύσεως της τάξεως», δηλαδή στην παραμικρή απόπειρα της εκμεταλλευόμενης τάξης ν’ αποτινάξει τη σκλαβιά της και να προσπαθήσει να εξασφαλίσει μιαν ανθρώπινη ζωή. Ο Κάουτσκι φτιασιδώνει ξεδιάντροπα την αστική δημοκρατία και δε βγάζει λέξη για τα κατασταλτικά μέτρα που παίρνονται λ.χ. από τους πιο φιλελεύθερους και τους πιο δημοκρατικούς αστούς της Αμερικής και της Ελβετίας εναντίον των απεργών.
Ώ, όχι! Ο συνετός και σοφός Κάουτσκι δε βγάζει λέξη για όλα αυτά. Δεν καταλαβαίνει ο εμβριθής αυτός πολιτικός πως μια τέτοια σιωπή είναι δειλία. Προτιμάει να κοροϊδεύει τους εργάτες, λέγοντας τους λ.χ. πως δημοκρατία πάει να πει «προστασία της μειοψηφίας». Απίστευτο κι όμως έτσι είναι!

Το έτος 1918 μετά τη γέννηση του Ιησού Χριστού, πέμπτη χρονιά του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού σφαγείου και της κατάπνιξης των διεθνιστικών μειοψηφιών σ’ όλες τις «δημοκρατίες» του κόσμου (δε μιλάω βέβαια για τους άτιμους αποστάτες του σοσιαλισμού, σαν τους Ρενοντέλ και τους Λογκέ, τους Σάϊντμαν και Κάουτσκι, τους Χέντερσον και Ουέμπ κτλ.), ο σοφός κύριος Κάουτσκι υμνεί με μελίρρυτη φωνή την «προστασία της μειοψηφίας».

Αν βαστάει η καρδιά σας, μπορείτε να το διαβάσετε αυτό μ’ όλα τα ψηφία στη σελίδα 15 της μπροσούρας του Κάουτσκι. Και στη σελίδα 16 το σοφό αυτό πρόσωπο θα σας μιλήσει για τους Ουΐγους και τους Τόριδες του 18ου αιώνα στην Αγγλία.

Τί εμβρίθεια! Τί εκλεπτυσμένη δουλοπρέπεια απέναντι στην αστική τάξη! Τί πολιτισμένος τρόπος να σέρνεσαι με την κοιλιά μπροστά στους καπιταλιστές και να τους γλύφεις τις μπότες! Αν ήμουνα Κρουπ, Σάϊντμαν, Κλεμανσώ ή Ρενοντέλ, θα πλήρωνα εκατομμύρια στον κ. Κάουτσκι, θα τον αντάμειβα για τα φιλιά του Ιούδα, θα εκφωνούσα τον πανηγυρικό μου μπροστά στους εργάτες, θα κήρυχνα «την ενότητα του σοσιαλιστικού μετώπου» με ανθρώπους τόσο «αξιοσέβαστους» όπως ο Κάουτσκι. Να γράφεις μπροσούρες για τη δικτατορία του προλεταριάτου να διηγείσαι την ιστορία των Ουΐγων και των Τόριδων της Αγγλίας του 18ου αιώνα, να υποστηρίζεις πως δημοκρατία πάει να πει «προστασία της μειοψηφίας» και να σωπαίνεις για τις οργανωμένες σφαγές διεθνιστών στη λαϊκή δημοκρατία των Ενωμένων Πολιτειών, τί άλλο είναι, όλ’ αυτά από υπηρεσίες ενός λακέ προς την αστική τάξη; 

Ο σοφός Κάουτσκι «ξέχασε» το δίχως άλλο από απροσεξία ένα «πραγματάκι», πως δηλαδή στην αστική δημοκρατία το κυρίαρχο κόμμα δεν παρέχει την υπεράσπιση της μειοψηφίας παρά σε ένα άλλο αστικό κόμμα, ενώ το προλεταριάτο, σε κάθε σοβαρό, βαθύ, βασικό ζήτημα, αντί για την «προστασία της μειοψηφίας», δέχεται αντάλλαγμα το στρατιωτικό νόμο και τη σφαγή.

Όσο περισσότερο αναπτυγμένη είναι η δημοκρατία, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει, σε περίπτωση πολιτικής διαφωνίας βαθιάς και επικίνδυνης για την αστική τάξη, να στραφεί προς τη σφαγή και τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτό το «νόμο» της αστικής δημοκρατίας ο σοφός κ. Κάουτσκι θα μπορούσε να τον προσέξει με την ευκαιρία της υπόθεσης Ντρέιφους στη δημοκρατική Γαλλία ή με το λιντσάρισμα των μαύρων και των διεθνιστών στη λαϊκή δημοκρατία της Αμερικής, κατά το υπόδειγμα της Ιρλανδίας και του Όλστερ στη δημοκρατική Αγγλία, τους διωγμούς και τις οργανωμένες σφαγές εναντίον των μπολσεβίκων τον Απρίλη του 1917 στη ρωσική λαϊκή δημοκρατία. Παίρνω επίτηδες παραδείγματα όχι μόνο από την πολεμική, αλλά κι από την ειρηνική εποχή.

Ο γλυκανάλατος κ. Κάουτσκι ευχαριστιέται να κλείνει τα μάτια μπροστά στα γεγονότα αυτά του 20ού αιώνα, αλλά σ’ αντάλλαγμα προσφέρει στους εργάτες πράγματα εκπληκτικά νέα, σπουδαία, ενδιαφέροντα, ασυνήθιστα και διδακτικά, απίστευτα σημαντικά, για τους Ουΐγους και τους Τόριδες του 18ου αιώνα.

Πάρτε το αστικό κοινοβούλιο. Είναι δυνατό να παραδεχτεί κανένας πως ο Κάουτσκι δεν έχει ακούσει καθόλου ότι τα αστικά κοινοβούλια βρίσκονται σε τόσο μεγαλύτερη εξάρτηση από το χρηματιστήριο και τους τραπεζίτες, όσο περισσότερο αναπτυγμένη είναι η δημοκρατία; Απ’ αυτό δε βγαίνει βέβαια πως δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε τον αστικό κοινοβουλευτισμό –και οι μπολσεβίκοι τον χρησιμοποίησαν με επιτυχία όσο κανένα άλλο κόμμα του κόσμου, αφού από τα 1912 ως το 1914 κατακτήσανε ολόκληρη την εργατική αντιπροσωπία στην Τέταρτη Δούμα. Απ’ αυτό όμως βγαίνει πως μόνο ένας φιλελεύθερος είναι ικανός να ξεχάσει τη στενότητα του αστικού κοινοβουλευτισμού, όπως το κάνει ο Κάουτσκι. Ακόμα και στο πιο δημοκρατικό αστικό κράτος οι μάζες προσκρούουν στο κάθε τους βήμα σε μιαν ολοφάνερη αντίφαση ανάμεσα στην τυπική ισότητα που διακηρύχνεται απ’ τη «δημοκρατία» των καπιταλιστών και τους χίλιους δυο περιορισμούς και πραγματικές περιπλοκές που κάνουν τους προλετάριους μισθωτούς σκλάβους. Αυτή η αντίφαση ίσα - ίσα είναι που ανοίγει τα μάτια των μαζών για τη σαπίλα, την ψευτιά και την υποκρισία του καπιταλισμού. Αυτή την αντίφαση ξεσκεπάζουν ακούραστα στις μάζες οι αγκιτάτορες και οι προπαγανδιστές του σοσιαλισμού για να τις προετοιμάσουνε για την επανάσταση. Κι όταν η εποχή της επανάστασης αρχίζει, ο Κάουτσκι της γυρίζει τις πλάτες κι αρχίζει να εξυμνεί τις χάρες της αστικής δημοκρατίας που ψυχορραγεί.

Η προλεταριακή δημοκρατία που το σοβιετικό σύστημα είναι μια απ’ τις μορφές της, έδοσεστη δημοκρατία πρωτοφανή ανάπτυξη και έκταση προς όφελος των εκμεταλλευόμενων και των εργατών, προς όφελος της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού.


Να γράφεις ολόκληρο βιβλίο για τη δημοκρατία και ν’ αφιερώνεις σαν τον Κάουτσκι μονάχα δυο σελίδες στη δικτατορία και δεκαριές σελίδες στην «καθαρή δημοκρατία» και να μην τα προσέχεις όλα αυτά, αυτό σημαίνει πως σαν αληθινός φιλελεύθερος αλλοιώνεις πέρα ως πέρα τα γεγονότα.


Πάρτε την εξωτερική πολιτική. Σε καμιάν αστική χώρα, ακόμα και στην πιο δημοκρατική, δε γίνεται φανερά. Παντού κοροϊδεύουν τις μάζες, και στη δημοκρατική Γαλλία και στην Ελβετία και στην Αμερική και στην Αγγλία, εκατό φορές πιο πλατιά και πιο ραφιναρισμένα απ’ αλλού. Η σοβιετική εξουσία ξέσκισε επαναστατικά τον πέπλο που σκέπαζε το μυστήριο της εξωτερικής πολιτικής. Ο Κάουτσκι δεν το πρόσεξε καθόλου, σωπαίνει πάνω σ’ αυτό, και όμως στην εποχή των ληστρικών πολέμων και των μυστικών συνθηκών για τις «σφαίρες επιρροής», δηλαδή για το μοίρασμα του κόσμου από τους ληστές - καπιταλιστές, το γεγονός αυτό έχει κεφαλαιώδη σημασία, γιατί απ’ αυτό εξαρτιέται η ζωή κι ο θάνατος δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων.

Πάρτε τη συγκρότηση του κράτους. Ο Κάουτσκι καταπιάνεται με «μικρολεπτομέρειες», όπως είναι οι «έμμεσες» εκλογές του σοβιετικού Συντάγματος, αλλά δε βλέπει το βάθος του ζητήματος. Δε διακρίνει ότι ο κυβερνητικός μηχανισμός ή η κυβερνητική μηχανή είναι στην ουσία ταξικά όργανα. Στην αστική δημοκρατία, με χίλια δυο τεχνάσματα, όλο και πιο εφευρετικά και πιο αποτελεσματικά, όσο η «καθαρή δημοκρατία» είναι πιο αναπτυγμένη, απομακρύνουν τις μάζες από τη συμμετοχή τους στη διακυβέρνηση της χώρας, από την ελευθερία της συγκέντρωσης, του τύπου κλπ. Πρώτη στον κόσμο ή μάλλον δεύτερη –γιατί η Κομμούνα του Παρισιού είχε κιόλας κάνει την αρχή– η εξουσία των Σοβιέτ καλεί τις εκμεταλλευόμενες μάζες στην κυβέρνηση. Χιλιάδες φραγμοί εμποδίζουνε τις εργαζόμενες μάζες να πάρουν μέρος στο αστικό κοινοβούλιο (αφήνουμε που στην αστική δημοκρατία δεν είναι ποτέ αυτό που λύνει τα κεφαλαιώδη ζητήματα, μα οι τράπεζες και το χρηματιστήριο). Και οι εργάτες ξέρουν και αισθάνονται θαυμάσια, βλέπουν κι αγγίζουν με το δάχτυλο τούτη την αλήθεια, πως το αστικό κοινοβούλιο δηλαδή είναι ένας ξένος θεσμός, ένα όργανο καταπίεσης των προλετάριων από την αστική τάξη, θεσμός μιας τάξης και μιας μειοψηφίας εκμεταλλευτών.


Τα Σοβιέτ είναι η άμεση οργάνωση των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων μαζών. Τους παρέχει κάθε ευκολία να οργανώσουν το κράτος και να το κυβερνήσουν μ’ όλα τα δυνατά μέσα. Το προλεταριάτο των πόλεων, πρωτοπορία των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων, έχει το πλεονέκτημα να είναι το πιο συγκεντρωμένο, χάρη στις μεγάλες επιχειρήσεις· έχει μεγαλύτερη ευκολία να εκλέγει και να επιβλέπει αυτούς που εκλέγει. Η σοβιετική οργάνωση διευκολύνει αυτόματα την ένωση όλων των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων γύρω από το προλεταριάτο, την πρωτοπορία τους. Ο παλιός αστικός μηχανισμός, η γραφειοκρατία, τα προνόμια της περιουσίας, της αστικής μόρφωσης, των σχέσεων κτλ. (προνόμια τόσο πιο ποικίλα, όσο η αστική δημοκρατία είναι πιο αναπτυγμένη), όλα αυτά καταργήθηκαν από τη σοβιετική οργάνωση. Η ελευθερία του τύπου παύει να είναι υποκρισία, μια και τα τυπογραφεία και το χαρτί πάρθηκαν από την αστική τάξη. Το ίδιο και τα καλύτερα κτίρια, τα παλάτια, τα ιδιωτικά μέγαρα, οι πύργοι κτλ. Η σοβιετική εξουσία αφαίρεσε μονομιάς τα καλύτερα ακίνητα από τους εκμεταλλευτές κ’ έκανε έτσι χίλιες φορές πιο δημοκρατικό το δικαίωμα συγκέντρωσης για τις μάζες, που χωρίς αυτό η δημοκρατία είναι απάτη. Οι έμμεσες εκλογές στα κεντρικά Σοβιέτ διευκολύνουνε τα συνέδρια των Σοβιέτ, κάνουν όλο το μηχανισμό πιο οικονομικό, πιο ευκίνητο, πιο προσιτό στους εργάτες και τους χωρικούς, σε μιαν εποχή που η ζωή κοχλάζει και που πρέπει να μπορείς χωρίς άργητα ν’ ανακαλείς τον τοπικό αντιπρόσωπο ή να τον στέλνεις στο γενικό συνέδριο των Σοβιέτ.


Η προλεταριακή δημοκρατία είναι χίλιες φορές πιο δημοκρατική από οποιαδήποτε αστική δημοκρατία· η σοβιετική εξουσία είναι πιο δημοκρατική από τη δημοκρατικότερη αστική δημοκρατία.

Για να μη βλέπεις αυτή την αλήθεια ή πρέπει να είσαι συνειδητός υπηρέτης της αστικής τάξης ή ένας πολιτικά νεκρός άνθρωπος, ανίκανος πίσω από τα σκονισμένα αστικά βιβλία να δει τη ζωντανή πραγματικότητα, ποτισμένος με αστικοδημοκρατικές προλήψεις και που έχει ξεπέσει ίσα-ίσα γι’ αυτό στο ρόλο του λακέ της αστικής τάξης.

Για να μη βλέπεις αυτή την αλήθεια πρέπει να είσαι ανίκανος να θέσεις το ζήτημα από την άποψη των καταπιεζομένων τάξεων.

Υπάρχει έστω και μια χώρα στον κόσμο, ανάμεσα στις πιο δημοκρατικές, όπου ο απλός μέσος εργάτης ή αγροτικός μισοπρολετάριος, δηλαδή οι εκπρόσωποι της καταπιεζόμενης μάζας, της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού, να έχουν την ελευθερία να κάνουνε τις συγκεντρώσεις τους στα καλύτερα ακίνητα, την ελευθερία να έχουν τα καλύτερα τυπογραφεία και τα μεγαλύτερα στοκ χαρτιού για να εκφράζουν τις ιδέες τους και να υπερασπίζουν τα συμφέροντα τους, την ελευθερία να στέλνουν ανθρώπους της τάξης τους για να κυβερνήσουν και να «εκπολιτίσουν» το κράτος, κι όλα αυτά σ’ ένα βαθμό που να πλησιάζει έστω και λιγάκι τη Σοβιετική Ρωσία;
Είναι γελοίο και να το σκέφτεται κανείς, πως θα μπορούσε να βρει ο Κάουτσκι σ’ οποιαδήποτε χώρα έναν εργάτη ή έναν αγροτικό εργάτη μέσα στους χίλιους, φτάνει να είναι πληροφορημένος, που θα δίσταζε να δώσει απάντηση σε τούτη την ερώτηση. Αν κρίνουμε από τις ομολογίες που ξεφεύγουν από τις αστικές εφημερίδες, οι εργάτες σ’ όλο τον κόσμο συμπαθούν από ένστικτο τη Σοβιετική Δημοκρατία, γιατί βλέπουν σ’ αυτή την προλεταριακή δημοκρατία, τη δημοκρατία των φτωχών, αντίθετα από την αστική δημοκρατία, που, ακόμα κ’ η καλύτερη είναι πραγματικά και πάντα δημοκρατία για τους πλούσιους.


Κυβερνιόμαστε (και το κράτος μας «εκπολιτίζεται») από αστούς γραφειοκράτες, από αστούς κοινοβουλευτικούς, από αστούς δικαστές. Να η καθαρή, η ολοφάνερη και ασυζήτητη αλήθεια που ξέρουν από την ίδια τους την πείρα και που αισθάνονται και δοκιμάζουν κάθε μέρα σε βάρους τους δεκάδες κ’ εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι των καταπιεζομένων τάξεων σ’ όλες τις αστικές χώρες μαζί και τις πιο δημοκρατικές
Ενώ στη Ρωσία κάνανε κομάτια το μηχανισμό της γραφειοκρατίας, δεν αφήσανε πέτρα στην πέτρα απ’ αυτόν, κυνηγήσανε όλους τους παλιούς δικαστικούς άρχοντες, διαλύσανε το αστικό κοινοβούλιο και δώσανε στους εργάτες και τους χωρικούς μιαν ανώτερη, πιο προσιτή αντιπροσώπευση, αφού τα Σοβιέτ τους διατάζουν τους γραφειοκράτες αφού τα Σοβιέτ τους εκλέγουν τους δικαστές. Αυτά είναι αρκετά για να αναγνωρίσουν όλες οι καταπιεζόμενες τάξεις ότι η εξουσία των Σοβιέτ, δηλαδή η σοβιετική μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου, είναι χίλιες φορές πιο δημοκρατική από τη δημοκρατικότερη αστική δημοκρατία. 


Τη νοητή και ολοφάνερη αυτή αλήθεια για κάθε εργάτη, ο Κάουτσκι δεν την καταλαβαίνει, γιατί «ξέχασε» να βάλει ή «ξέμαθε» να βάζει το ερώτημα: δημοκρατία για ποια τάξη; Σκέφτεται από την άποψη της «καθαρής» δημοκρατίας (δηλαδή: χωρίς τάξεις ή πάνω από τάξεις). Στοχάζεται σαν τον Σάϊλοκ: «μια λίτρα κρέας», τίποτα παραπάνω. Ισότητα όλων των πολιτών, αλλιώτικα πάει η δημοκρατία.

Το σοφό Κάουτσκι, το «μαρξιστή», το «σοσιαλιστή» Κάουτσκι, είμαστε αναγκασμένοι να τον ρωτήσουμε:

Μπορεί να υπάρξει ισότητα μεταξύ εκμεταλλευόμενου και εκμεταλλευτή;

Είναι τερατώδες, είναι απίστευτο να φτάνει κανένας στο σημείο να κάνει μια τέτοια ερώτηση, απ’ αφορμή ένα βιβλίο του ιδεολογικού αρχηγού της 2ης Διεθνούς. Μα «το κρασί είναι στο ποτήρι, πρέπει να το πιούμε». Ανάλαβες να γράψεις για τον Κάουτσκι· εξήγησε λοιπόν σ’ αυτόν το σοφό άνθρωπο, γιατί δε μπορεί να υπάρξει ισότητα μεταξύ εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου.
Μπορεί να Υπάρξει Ισότητα Μεταξύ
Εκμεταλλευόμενου και Εκμεταλλευτή;
Ο Κάουτσκι σκέφτεται έτσι:

1. «Οι εκμεταλλευτές αποτελούν ανέκαθεν την ελάχιστη μειοψηφία του πληθυσμού», (σ. 14).

Να μια αδιαφιλονίκητη αλήθεια. Πως λοιπόν πρέπει να σκεφτούμε, ξεκινώντας απ’ αυτή την αλήθεια; Μπορούμε να σκεφτούμε σα μαρξιστές, σα σοσιαλιστές. Τότε πρέπει να πάρουμε σαν αρχή τις σχέσεις ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους και τους εκμεταλλευτές. Μπορούμε να σκεφτούμε σα φιλελεύθεροι, σαν αστοί δημοκράτες. Τότε πρέπει να πάρουμε για βάση τις σχέσεις ανάμεσα στην πλειοψηφία και τη μειοψηφία.

Αν σκεφτούμε σα μαρξιστές, πρέπει να πούμε: οι εκμεταλλευτές μεταβάλλουν αναγκαστικά το κράτος (και πρόκειται για τη δημοκρατία, δηλαδή για μια από τις μορφές του κράτους) σε όργανο κυριαρχίας της τάξης τους, της τάξης των εκμεταλλευτών πάνω στους εκμεταλλευόμενους. Γι’ αυτό και το δημοκρατικό κράτος, όσο θα υπάρχουν εκμεταλλευτές που ασκούν την κυριαρχία τους πάνω στην πλειοψηφία των εκμεταλλευομένων, θα είναι αναπόφευκτα δημοκρατία των εκμεταλλευτών.

Το κράτος των εκμεταλλευομένων πρέπει να διαφέρει ριζικά απ’ αυτό το κράτος· πρέπει να είναι η δημοκρατία των εκμεταλλευομένων και το τσάκισμα των εκμεταλλευτών· και το τσάκισμα μιας τάξης προϋποθέτει την ανισότητα σε βάρος αυτής της τάξης, τον αποκλεισμό της απ’ τη «δημοκρατία».

Αν σκεφτούμε σα φιλελεύθεροι, πρέπει να πούμε: η πλειοψηφία αποφασίζει, η μειοψηφία υπακούει. Οι ανυπάκουοι τιμωρούνται. Δε χρειάζεται να μιλήσουμε για τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους γενικά και της «καθαρής δημοκρατίας» ιδιαίτερα· αυτό δεν έχει καμιά σχέση με το ζήτημα, γιατί η πλειοψηφία είναι πλειοψηφία και η μειοψηφία μένει μειοψηφία. Μια λίτρα κρέας είναι μια λίτρα κρέας· και καληνύχτα σας!
Ακριβώς έτσι σκέφτεται ο Κάουτσκι.

2. «Για ποιους λόγους η δικτατορία του προλεταριάτου πρέπει απαραίτητα να πάρει μια μορφή ασυμβίβαστη με τη δημοκρατία;», (σ. 21).

Εξηγεί κατόπι πολύ διεξοδικά και πολύ λεπτόλογα, με πολλές παραθέσεις από το Μαρξ και από τις εκλογικές στατιστικές της Κομμούνας του Παρισιού, πως το προλεταριάτο έχει μαζί του την πλειοψηφία. Συμπέρασμα: «Ένα σύστημα τόσο γερά ριζωμένο μέσα στις μάζες δεν έχει κανένα λόγο να χτυπάει τη δημοκρατία. Δε θα μπορεί πάντα ν’ αποφεύγει τη βία, αν έρθουν περιστάσεις όπου η βία μπαίνει σε κίνηση για το χτύπημα της δημοκρατίας.
Στη βία δε μπορεί κανένας ν’ απαντήσει παρά με τη βία. Όμως ένα σύστημα που ξέρει πως είναι μαζί του οι μάζες, δε θα μεταχειριστεί τη βία, παρά για να υπερασπίσει τη δημοκρατία και όχι για να την εκμηδενίσει. Θα διέπραττε πραγματική αυτοκτονία, αν ήθελε ν’ απομακρύνει την πιο σίγουρη βάση του, την καθολική ψηφοφορία, πηγή κάθε ηθικής δύναμης», (σ. 22).

Το βλέπετε: οι σχέσεις ανάμεσα στους εκμεταλλευόμενους και τους εκμεταλλευτές εξαφανίστηκαν με την επιχειρηματολογία του Κάουτσκι. Δε μένει παρά η πλειοψηφία, η μειοψηφία, η δημοκρατία γενικά, αυτή η περίφημη «καθαρή δημοκρατία».
Κι όλα αυτά, προσέξτε το καλά, με την ευκαιρία της Κομμούνας του Παρισιού! Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν για περισσότερη σαφήνεια τις κρίσεις του Μαρξ και του Έγκελς πάνω στη δικτατορία με την ευκαιρία της Κομμούνας:
Μαρξ: «Αν οι εργάτες εγκαθιδρύσουν την επαναστατική δικτατορία τους στη θέση της αστικής δικτατορίας ... για να τσακίσουν την αντίδραση της αστικής τάξης..., οι εργάτες δίνουν στο κράτος επαναστατική και μεταβατική μορφή».

Έγκελς: «Η μερίδα που βγήκε νικήτρια (στην Επανάσταση) βρίσκεται στην ανάγκη να διατηρήσει την κυριαρχία της με τον τρόμο που εμπνέουν τα όπλα της στους αντιδραστικούς. Αν η Κομμούνα του Παρισιού δε στηριζότανε στη δύναμη του οπλισμένου λαού ενάντια στην αστική τάξη, θα μπορούσε να σταθεί παραπάνω από μια μέρα; Δεν έχουμε αντίθετα το δικαίωμα να κατηγορήσουμε την Κομμούνα ότι χρησιμοποίησε πολύ λίγο αυτή τη δύναμη;». 


Πάλι ο Έγκελς: «Αφού το κράτος δεν είναι παρά προσωρινός θεσμός που πρέπει να τον χρησιμοποιήσουμε στον αγώνα και στην επανάσταση για να χτυπήσουμε τους αντιπάλους της, είναι καθαρή ανοησία να μιλάμε για ελεύθερο λαϊκό κράτος. Όσο το προλεταριάτο θάχει αυτή την ανάγκη, θα την έχει όχι για το συμφέρον της ελευθερίας μα για το συμφέρον της συντριβής των αντιπάλων του και όταν θα μπορούμε πια να μιλάμε για ελευθερία, το κράτος σαν τέτοιο θα πάψει να υπάρχει...». 


Ανάμεσα στον Κάουτσκι από το ένα μέρος και το Μαρξ και τον Έγκελς από τ’ άλλο, υπάρχει άβυσσος, το ίδιο όπως ανάμεσα σ’ ένα φιλελεύθερο κ’ έναν προλεταριακό επαναστάτη. H καθαρή δημοκρατία και η δημοκρατία γενικά για την οποία μιλάει ο Κάουτσκι, όλα αυτά δεν είναι παρά παράφραση αυτού του «ελεύθερου λαϊκού κράτους», μια καθαρή ανοησία δηλαδή.


Με την εμβρίθεια ενός σοφολογιότατου βλάκα του γραφείου ή με την αφέλεια δεκάχρονης παιδούλας, ρωτάει ο Κάουτσκι: τί χρειάζεται λοιπόν η δικτατορία, τη στιγμή, που έχουμε την πλειοψηφία ;

Αλλά ο Μαρξ και ο Έγκελς μας εξηγούν:

Για να τσακίσουμε την αντίσταση της αστικής τάξης.
Για να τρομοκρατήσουμε τους αντιδραστικούς.
Για να διατηρήσουμε τη δύναμη του οπλισμένου λαού ενάντια στην αστική τάξη.
Για να μπορέσει το προλεταριάτο να καταστείλει με τη βία τους αντιπάλους του.
Ο Κάουτσκι δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’ όλες αυτές τις εξηγήσεις. Συνεπαρμένος από την «καθαρή δημοκρατία» που δε βλέπει τον αστικό της χαρακτήρα, υποστηρίζει με μιαν «ωραία λογική» πως η πλειοψηφία δεν έχει ανάγκη να τσακίσει την αντίσταση της μειοψηφίας, να την χτυπήσει με τη βία, της φτάνει να περιορίσει τις απομονωμένες περιπτώσεις παραβίασης της δημοκρατίας. Καταγοητευμένος με την «καθαρή» δημοκρατία ο Κάουτσκι διαπράττει από απροσεξία το ίδιο λαθάκι που κάνουν πάντα όλοι οι αστοί δημοκράτες: παίρνει για πραγματική ισότητα την τυπική ισότητα, που δεν είναι παρά ψέμα και υποκρισία κάτω από το καπιταλιστικό καθεστώς. Μικροπράματα!
Ο εκμεταλλευτής δε μπορεί να είναι ίσος με τον εκμεταλλευόμενο.
Η αλήθεια αυτή που είναι τόσο δυσάρεστη στον Κάουτσκι, αποτελεί την ίδια την ουσία του σοσιαλισμού.

Άλλη αλήθεια: δε μπορεί να υπάρχει αληθινή, πραγματική ισότητα, αν δεν εκμηδενιστεί κάθε δυνατότητα εκμετάλλευσης μιας τάξης από μιαν άλλη.

Μπορούμε μονομιάς να νικήσουμε τους εκμεταλλευτές, με μια πετυχημένη εξέγερση στο κέντρο ή μιαν ανταρσία των στρατευμάτων. Αλλά, έξω από σπανιότατες και εξαιρετικές περιπτώσεις, δε μπορούμε να εκμηδενίσουμε μονομιάς τους εκμεταλλευτές. Δε μπορούμε μονομιάς να απαλλοτριώσουμε όλους τους γαιοκτήμονες και όλους τους καπιταλιστές μιας μικρής ή μεγάλης χώρας. Έξω απ’ αυτό, μόνη η απαλλοτρίωση σα νομικό - πολιτική πράξη δε λύνει καθόλου το πρόβλημα, γιατί πρέπει πραγματικά να καταργήσουμε τους μεγαλογαιοκτήμονες και τους καπιταλιστές, να τους αντικαταστήσουμε πραγματικά με έναν καινούργιο τρόπο διεύθυνσης, την εργατική διεύθυνση των εργοστασίων και των ιδιοκτησιών. Δε μπορεί να υπάρξει ισότητα ανάμεσα στους εκμεταλλευτές που, από πολλές γενιές, η μόρφωση, ο πλούτος και οι αποκτημένες συνήθειες, τους εξασφαλίσανε μια ξεχωριστή θέση, και τους εκμεταλλευόμενους που η μάζα τους, ακόμα και στις αστικές δημοκρατίες τις πιο προοδευμένες και τις πιο δημοκρατικές, ζει μέσα στην καταπίεση, άξεστη, αμόρφωτη, φοβισμένη και χωρίς συνοχή. Πολύν καιρό μετά την επανάσταση, οι εκμεταλλευτές διατηρούν αναπόφευκτα ένα σωρό, τεράστια πλεονεκτήματα: τους μένει το χρήμα (δε μπορείς να καταργήσεις το χρήμα μονομιάς), μια λίγο - πολύ σημαντική κινητή περιουσία, σχέσεις, οργανωτική και διοικητική πείρα, η γνώση όλων των «μυστηρίων» της διοίκησης (έθιμα, μέθοδες, μέσα, δυνατότητες), τους μένει μια περισσότερο προωθημένη μόρφωση, δεσμοί με το ανώτερο τεχνικό προσωπικό που ζει και σκέφτεται κατά τρόπο αστικό· τους μένει μια άπειρα ανώτερη πείρα της στρατιωτικής τέχνης, που είναι πολύ σπουδαίο πράγμα κτλ., κτλ.


Αν πέσουν οι εκμεταλλευτές σε μια μόνο χώρα, που είναι η συνηθισμένη περίπτωση, γιατί η ταυτόχρονη επανάσταση σε πολλές χώρες μαζί είναι σπάνια εξαίρεση, εξακολουθούν ακόμα και τότε να είναι πιο ισχυροί από τους εκμεταλλευόμενους, χάρη στις δυνατές διεθνείς τους σχέσεις. Εξ άλλου το ότι ένα μέρος από τους εκμεταλλευόμενους ανάμεσα στη μάζα των μεσαίων χωρικών, των τεχνιτών κτλ., των λιγότερο αναπτυγμένων, πηγαίνει ή μπορεί να πάει με τους εκμεταλλευτές, είναι γεγονός αποδειγμένο απ’ όλες τις ως τα σήμερα επαναστάσεις, μαζί και της Κομμούνας, αφού ανάμεσα στους Βερσαγιέζους υπήρχανε και προλετάριοι, που το «ξέχασε» ο σοφότατος Κάουτσκι.


Να φαντάζεσαι λοιπόν πως η λύση του προβλήματος σε μια επανάσταση, όσο λίγο σοβαρή και βαθιά κι αν είναι, εξαρτιέται από τη σχέση μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας, είναι κολοσσιαία ηλιθιότητα και ανόητη πρόληψη κοινού φιλελεύθερου, είναι σα να εξαπατάς τις μάζες αποκρύβοντάς τους συνειδητά μιαν ιστορική αλήθεια. Η ιστορική αυτή αλήθεια είναι τούτη δω: ο κανόνας δείχνει πως σε κάθε βαθιά επανάσταση οι εκμεταλλευτές αντιτάσσουνε μια παρατεταμένη, λυσσασμένη και απελπισμένη αντίσταση και εξακολουθούν να διατηρούν για πολλά χρονιά τεράστια πραγματικά πλεονεκτήματα απέναντι στους εκμεταλλευόμενους. Μόνο στην ανάλατη φαντασία του σαχλοηλίθιου Κάουτσκι οι εκμεταλλευτές υποτάσσονται στην πλειοψηφία, πριν δοκιμάσουν την ανωτερότητά τους σε μιαν ύστατη και απελπισμένη πάλη, σε μια σειρά από μάχες.
Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό είναι μια ολόκληρη ιστορική εποχή. Όσο αυτή δε θάχει φτάσει στο τέρμα της, οι εκμεταλλευτές θα διατηρούν την ελπίδα μιας παλινόρθωσης κ’ η ελπίδα αυτή θα εκφραστεί με παλινορθωτικές απόπειρες. Ύστερα από μια πρώτη σοβαρή ήττα, οι εκμεταλλευτές που ανατράπηκαν και που δεν περιμένανε την ανατροπή τους, δεν την πίστευαν, και δεν την φαντάζονταν καν, διπλασιάζουν την ενεργητικότητά τους, το μανιασμένο πάθος τους, και ρίχνονται στην πάλη για να ξαναποχτήσουν τον χαμένο «παράδεισο» και για να ξαναδώσουνε στις οικογένειές τους, που καταδικάστηκαν τώρα από το «λαϊκό συρφετό» στη φτώχεια και την αθλιότητα (δηλαδή απλούστατα στη... δουλειά), τις παλιές γλύκες της ζωής. Πίσω από τους κεφαλαιοκράτες εκμεταλλευτές βαδίζει μια μακρινή γραμμή από μικροαστούς, που η ιστορική πείρα πολλών δεκάχρονων τους παρουσιάζει σ’ όλες τις χώρες διστακτικούς και αμφίρροπους, σήμερα με το προλεταριάτο, αύριο τρομαγμένους από τις δυσκολίες της επανάστασης να πέφτουνε στον πανικό ύστερα από τις πρώτες ατυχίες ή μισοατυχίες των εργατών, να νευριάζουν, να χάνουν το κεφάλι τους, να κλαψουρίζουνε και να τρέχουν από το ένα στρατόπεδο στο άλλο..., σαν τους μενσεβίκους μας και τους Εσέρους μας.
Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, όταν ο πόλεμος αγριεύει και λυσσομανάει, όταν η ιστορία θέτει στην ημερήσια διάταξη ζήτημα ζωής και θανάτου για τα αιώνια και προαιώνια προνόμια, να μιλάς για πλειοψηφία και μειοψηφία, για καθαρή δημοκρατία, να λες ότι είναι άχρηστη η δικτατορία, να μιλάς για ισότητα ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους! Τί άβυσσος ηλιθιότητας, τί άβυσσος φιλισταϊσμού χρειάζεται γι’ αυτό! 


Η μακριά αυτή περίοδος σχετικά «ειρηνικού» καπιταλισμού που απλώνεται από το 1871 ως το 1914 πρέπει να έχει δημιουργήσει πραγματικά στα σοσιαλιστικά κόμματα που βρομάνε οπορτουνισμό αληθινές κόπρους του Αυγείου φιλισταϊσμού, στενοκεφαλιάς και προδοσίας.


Θα παρατήρησε ασφαλώς ο αναγνώστης ότι, στο χωρίο του έργου του που παρατέθηκε πιο πάνω, ο Κάουτσκι μιλάει για επιβουλή εναντίον της καθολικής ψηφοφορίας, που την ονομάζει, ας πούμε σε παρένθεση, βαθιά πηγή κάθε μεγάλης ηθικής δύναμης, ενώ απ’ αφορμή την Κομμούνα του Παρισιού και για το ίδιο ζήτημα της δικτατορίας ο Έγκελς μιλάει για δύναμη του οπλισμένου λαού ενάντια στη μπουρζουαζία. Παραβάλετε τις ιδέες ενός φιλισταίου κ’ ενός επαναστάτη για τη «δύναμη»...

Πρέπει να παρατηρήσουμε πως η στέρηση του δικαιώματος ψήφου από τους εκμεταλλευτές είναι ένα ζήτημα αποκλειστικά «ρωσικό» και όχι το ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου γενικά. Αν ο Κάουτσκι, χωρίς υποκρισία, είχε τιτλοφορήσει τη μπροσούρα του... «Ενάντια στους μπολσεβίκους», ο τίτλος αυτός θ’ ανταποκρίνονταν στο περιεχόμενο της μπροσούρας κι ο Κάουτσκι θα μπορούσε τότε να μιλήσει για καθολική ψηφοφορία Ο Κάουτσκι όμως θέλησε να φιγουράρει πρώτα απ’ όλα σα «θεωρητικός». Τιτλοφόρησε τη μπροσούρα του... «Η δικτατορία του προλεταριάτου γενικά». Δε μιλάει για τα Σοβιέτ και για τη Ρωσία ειδικά παρά στο δεύτερο μέρος της μπροσούρας του, από την παράγραφο 5 και δω. Στο πρώτο μέρος (απ’ όπου πήρα το απόσπασμα) γίνεται λόγος για δημοκρατία και για δικτατορία γενικά. Εξετάζοντας το δικαίωμα ψήφου, απόδειξε ο Κάουτσκι με την εχθρική πολεμική του ενάντια στους μπολσεβίκους πως δεν έχει κανένα σεβασμό στη θεωρία. Η θεωρία πραγματικά, δηλαδή η μελέτη των ταξικών σχέσεων που πάνω τους στηρίζονται γενικά, και όχι σ’ αυτήν ή την άλλη ειδική περίπτωση ή χώρα, η δημοκρατία και η δικτατορία, οδηγεί όχι σ’ ένα ειδικό ζήτημα, όπως είναι το εκλογικό δικαίωμα, αλλά στο γενικό αυτό ζήτημα: η δημοκρατία μπορεί να διατηρηθεί, για τους πλούσιους και για τους εκμεταλλευτές στην ιστορική περίοδο που σφραγίζεται από την ανατροπή των εκμεταλλευτών και την αντικατάσταση του κράτους τους από το κράτος των εκμεταλλευομένων; 


Έτσι και μόνον έτσι μπορεί να θέσει το ζήτημα ένας θεωρητικός.


Γνωρίζουμε το παράδειγμα της Κομμούνας, γνωρίζουμε όλες τις σκέψεις των θεμελιωτών του μαρξισμού γι’ αυτή και πάνω στο θέμα της. Με τη βοήθεια αυτού του υλικού ανέλυσα για παράδειγμα το ζήτημα της δημοκρατίας και της δικτατορίας στη μπροσούρα μου Κράτος και Επανάσταση, που γράφτηκε πριν από την Επανάσταση του Οχτώβρη. Δεν είπα λέξη για τους περιορισμούς του εκλογικού δικαιώματος. Τώρα, πρέπει να πω πως το ζήτημα του περιορισμού της καθολικής ψηφοφορίας είναι ένα ειδικό και εθνικό ζήτημα και όχι γενικό ζήτημα της δικτατορίας. Πρέπει να πλησιάσουμε το πρόβλημα των περιορισμών στην καθολική ψηφοφορία, εξετάζοντας τους ειδικούς όρους της ρωσικής επανάστασης, την ειδική της πορεία ανάπτυξης. Αυτό θα το κάνουμε στη συνέχεια της έκθεσής μας. Θα είταν όμως σφάλμα να βεβαιώσουμε από τα πριν ότι οι αυριανές προλεταριακές επαναστάσεις στην Ευρώπη, όλες ή οι περισσότερές τους, θα βάλουν αναγκαστικά περιορισμούς στα εκλογικά δικαιώματα της αστικής τάξης. Είναι πολύ πιθανό. Ύστερα από τον πόλεμο και την πείρα της ρωσικής επανάστασης φαίνεται πως θα γίνει έτσι, αυτό δεν είναι όμως απαραίτητο για τη δικτατορία, δεν είναι μια απαραίτητη ένδειξη της λογικής έννοιας της δικτατορίας, ούτε απαραίτητος όρος της ιστορικής και ταξικής της έννοιας. Το απαραίτητο σημάδι, ο αναγκαίος όρος για τη δικτατορία, είναι η συντριβή των εκμεταλλευτών σαν τάξης και η παραβίαση κατά συνέπεια της «καθαρής δημοκρατίας», δηλαδή της ισότητας και της ελευθερίας απέναντι σ’ αυτή την τάξη.

Έτσι και μόνον έτσι μπορεί να τεθεί από θεωρητική άποψη το ζήτημα. Και ο Κάουτσκι θέτοντάς το διαφορετικά απόδειξε ότι χτυπώντας τους μπολσεβίκους, δεν ενεργούσε σα θεωρητικός τους αντίπαλος, μα σα συκοφάντης στην υπηρεσία των οπορτουνιστών και της αστικής τάξης.

Σε ποια χώρα, κάτω από ποιους ιδιαίτερους εθνικούς όρους ή όρους καπιταλιστικής ανάπτυξης, σε ποιο μέτρο τέλος θα εφαρμοστεί αυτός ή εκείνος ο περιορισμός, αυτή ή εκείνη η παραβίαση της δημοκρατίας σε βάρος των εκμεταλλευτών, αυτό εξαρτιέται από τις εθνικές ιδιομορφίες αυτού ή εκείνου του καπιταλισμού, αυτής ή εκείνης της επανάστασης. Θεωρητικά, το ζήτημα είναι εντελώς διαφορετικό και μπαίνει έτσι: η δικτατορία του προλεταριάτου είναι δυνατή χωρίς παραβίαση της δημοκρατίας σε βάρος της τάξης των εκμεταλλευτών; 


Την ερώτηση αυτή, τη μόνη σημαντική και ουσιαστική θεωρητικά, ο Κάουτσκι την απόφυγε. Παραθέτει κάθε λογής τσιτάτα από το Μαρξ και τον Έγκελς, έξω από κείνα όπου εξετάζεται το ζήτημα και που αναφέραμε πιο πάνω. Ο Κάουτσκι σας μιλάει για ό,τι θέλετε, για ο,τιδήποτε κολακεύει τους φιλελευθέρους και τους αστούς δημοκράτες χωρίς να βγει από τον κύκλο των ιδεών τους, έξω από το κυριότερο, ότι δηλαδή το προλεταριάτο δε μπορεί να θριαμβέψει παρά μονάχα όταν συντρίψει την αντίσταση της αστικής τάξης και τσακίσει με τη βία τους αντιπάλους του και πως εκεί που υπάρχει «βίαιη καταστολή» δεν υπάρχει ελευθερία και γι’ αυτό ούτε και δημοκρατία.


Αυτό δεν το κατάλαβε ο Κάουτσκι.


Ας περάσουμε τώρα στην πείρα της ρωσικής επανάστασης και τη σύγκρουση ανάμεσα στα Σοβιέτ και τη Συντακτική Συνέλευση, που οδήγησε στη διάλυση της Συντακτικής και στέρησε τη μπουρζουαζία από τα εκλογικά της δικαιώματα.


Απαγορεύεται στα Σοβιέτ
να Μεταβληθούν σε Κρατική Οργάνωση

Τα Σοβιέτ είναι η ρωσική μορφή της προλεταριακής δικτατορίας. Αν ένας θεωρητικός του μαρξισμού, σε ένα έργο για τη δικτατορία του προλεταριάτου, είχε μελετήσει κατά βάθος αυτό το φαινόμενο, αντί να επαναλαμβάνει όπως ο Κάουτσκι, τις μικροαστικές θρηνωδίες και τους μενσεβίκικους ψαλμούς, ο θεωρητικός αυτός θα άρχιζε με τον ορισμό της δικτατορίας, θα εξέταζε κατόπι την ειδική της εθνική μορφή, τα Σοβιέτ, και θα την ανέλυε σα μιαν από τις μορφές της δικτατορίας του προλεταριάτου.


Αντιλαμβάνεται κανένας πως δεν έχουμε τίποτα σοβαρό να περιμένουμε από τον Κάουτσκι, ύστερα από τη μεγαλύτερη «αναθεώρηση» της διδασκαλίας του Μαρξ για τη δικτατορία. Είναι όμως εξαιρετικά σημαντικό να δούμε πώς καταπιάνεται με το ζήτημα των Σοβιέτ και πως το ξεφορτώνεται.


Τα Σοβιέτ, γράψει, επικαλούμενος την εμφάνισή τους, στα 1905, δημιουργήσανε μια «μορφή προλεταριακής οργάνωσης, την πιο καθολική (umfaneudzte) απ’ όλες, γιατί η οργάνωση αγκάλιασε όλους τους μισθωτούς εργάτες», (σ. 31). Το 1905 τα Σοβιέτ δεν είτανε παρά τοπικές ενώσεις, το 1917 γίνανε οργάνωση σε εθνική κλίμακα.


«Από τώρα κιόλας, εξακολουθεί ο Κάουτσκι, η σοβιετική οργάνωση έχει ένα μεγάλο και δοξασμένο παρελθόν. Ένα πιο λαμπρό ακόμα μέλλον την περιμένει κι όχι μονάχα στη Ρωσία. Ενάντια στις κολοσσιαίες δυνάμεις, που διαθέτει το χρηματιστικό κεφάλαιο στην οικονομική και πολιτική περιοχή, οι παλιές μέθοδες οικονομικής και πολιτικής πάλης του προλεταριάτου αποδείχνονται παντού ανεπαρκείς (“versagen”· η γερμανική λέξη σημαίνει κάτι παραπάνω από “ανεπαρκείς” και κάτι λιγότερο από “αδύνατες”). Δε μπορούμε να τις απαρνηθούμε· εξακολουθούν να είναι αναγκαίες σε ομαλή περίοδο, αλλά βρίσκονται, κάποτε μπροστά σε προβλήματα που δε μπορούν να λύσουν, προβλήματα που μονάχα η ένωση όλων των πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων της εργατικής τάξης μπορεί να φέρει σε πέρας», (σ. 32).


Ακολουθούν κατόπι σκέψεις πάνω στη γενική απεργία και τη “συνδικαλιστική γραφειοκρατία”που μ’ όλο που είναι τόσο απαραίτητη, όσο και τα ίδια τα συνδικάτα, «είναι ανίκανη ωστόσο να διευθύνει τις γιγάντιες κοινωνικές μάχες που γίνονται ολοένα και περισσότερο σημάδι των καιρών...».


«...Έτσι λοιπόν –συμπεραίνει ο Κάουτσκι– η σοβιετική οργάνωση είναι από τα πιο σπουδαία φαινόμενα της εποχής μας. Υπόσχεται να αποκτήσει πρωταρχική, σπουδαιότητα στις μεγάλες αποφασιστικές μάχες που μας περιμένουν ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.
Έχουμε όμως το δικαίωμα να ζητήσουμε ακόμη περισσότερα από τα Σοβιέτ; Οι μπολσεβίκοι που μετά την επανάσταση του Οχτώβρη 1917 κατακτήσανε, μαζί με τους σοσιαλ-επαναστάτες της αριστεράς, την πλειοψηφία στα Σοβιέτ των εργατικών αντιπροσώπων, βάλθηκαν μετά τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης να μεταβάλουνε τα Σοβιέτ από ταξική οργάνωση μάχης, που είτανε ως τότε, σε κρατική οργάνωση.
Εκμηδενίσανε τη δημοκρατία που είχε κατακτήσει ο ρωσικός λαός με την επανάσταση του Φλεβάρη. Από τότε οι μπολσεβίκοι πάψανε να λέγονται σοσιαλδημοκράτες, για να αυτοτιτλοφορηθούν κομμουνιστές». (σ. 33, υπογραμμισμένο απ’ τον Κάουτσκι).
Φτάνει να γνωρίζει κανείς τη μενσεβίκικη ρωσική φιλολογία για να καταλάβει αμέσως με πόση δουλικότητα ο Κάουτσκι αντιγράφει τους Μάρτοφ, Άξελροντ, Στάϊν και Σία. «Με δουλικότητα» είναι η λέξη που χρειάζεται, γιατί ο Κάουτσκι παραμορφώνει με χοντροκομένο τρόπο τα γεγονότα, για να κολακέψει τις μενσεβίκικες προκαταλήψεις. Ο Κάουτσκι δε φρόντισε καθόλου να μάθει λ.χ. από τους πληροφορητές του, όπως οι Στάϊν του Βερολίνου η οι Άξελροντ της Στοκχόλμης, σε ποια στιγμή ανακινήθηκε το ζήτημα της αλλαγής του ονόματος από μπολσεβίκοι σε κομμουνιστές και για το ρόλο των Σοβιέτ σαν κρατική οργάνωση. Αν είχε πάρει την απλή αυτή πληροφορία, ο Κάουτσκι δε θάγραφε αυτές τις γραμμές που τον κάνουν γελοίο γιατί τα δυο αυτά ζητήματα ανακινήθηκαν από τους μπολσεβίκους τον Απρίλη του 1917, ιδιαίτερα με τις «Θέσεις» μου της 4 Απρίλη 1917, δηλαδή πολύ πριν από την επανάσταση του Οκτώβρη 1917 (και πολύ πριν από τη διάλυση της Συντακτικής στις 5 Γενάρη 1918). 


Ο συλλογισμός του Κάουτσκι που αναδημοσίεψα στο ακέραιο, αποτελεί τον κόμπο σ’ ολόκληρο το πρόβλημα των Σοβιέτ. Το πρόβλημα είναι πραγματικά αυτό: ή τα Σοβιέτ πρέπει να προσπαθήσουν να γίνουν κρατικές οργανώσεις (από τον Απρίλη τoυ 1917, οι μπολσεβίκοι είχανε ρίξει το σύνθημα: «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» και στη συνδιάσκεψη του κόμματος, πάντα τον Απρίλη του 1917, διακήρυξαν πως μια αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν μπορούσε να τους ικανοποιήσει και πως ζητούσαν μια δημοκρατία των εργατών και των χωρικών πάνω στον τύπο της Κομμούνας ή των Σοβιέτ), ή δεν πρέπει το Σοβιέτ να ζητήσουν να πάρουν την εξουσία, δεν πρέπει να προσπαθήσουν να γίνουν κρατικές οργανώσεις αλλά πρέπει να μείνουν «οι ταξικές οργανώσεις μάχης», όπως εκφραζότανε ο Μάρτοφ, σκεπάζοντας κάτω από την απατηλή επιφάνεια της αθώας αυτής επιθυμίας το γεγονός πως τα Σοβιέτ, κάτω από τη μενσεβίκικη διεύθυνση, δεν είταν παρά ένα όργανο υποταγής των εργατών στην αστική τάξη.


Ο Κάουτσκι επανέλαβε δουλικά τα λόγια του Μάρτοφ, παίρνοντας αποσπάσματα από τη θεωρητική διαμάχη ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τους μενσεβίκους και μεταφέροντάς τα άκριτα και δίχως ανάλυση στο γενικό φιλοσοφικό πεδίο. Και βγήκε απ’ αυτό ένας κυκεώνας, που θα προκαλούσε σε κάθε συνειδητό Ρώσο εργάτη, φτάνει να γνώριζε τους συλλογισμούς αυτούς του Κάουτσκι, ομηρικά γέλια.
Οι εργάτες της Ευρώπης (έξω από μια χούφτα αρτηριοσκληρωμένους σοσιαλ-ιμπεριαλιστές) θα υποδεχτούνε τον Κάουτσκι με τα ίδια χάχανα, όταν τους εξηγήσουμε για τί πρόκειται.


Επαναλαμβάνοντας το λάθος του Μάρτοφ και σπρώχνοντάς το ως τον καθαρότερο παραλογισμό, ο Κάουτσκι πρόσφερε στο Μάρτοφ την υπηρεσία της αρκούδας του μύθου. Δείτε καλύτερα πως γίνεται σ’ αυτόν.


Τα Σοβιέτ αγκαλιάζουν όλους τους μισθωτούς εργάτες.


Ενάντια ατό χρηματιστικό κεφάλαιο, οι παλιές μέθοδες οικονομικής και πολιτικής πάλης του προλεταριάτου είναι ανεπαρκείς. Τα Σοβιέτ καλούνται να παίξουν τεράστιο ρόλο κι όχι μονάχα στη Ρωσία. Στις μεγάλες αποφασιστικές μάχες που θα δοθούν στην Ευρώπη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία θα παίξουν κεφαλαιώδη ρόλο. Ο Κάουτσκι μιλάει.
Πολύ καλά. «Οι αποφασιστικές μάχες ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία» δε θα λύσουν το ζήτημα ποια τάξη θα καταλάβει την εξουσία; 

 
Κάθε άλλο. Θεός φυλάξοι! 


Στις «αποφασιστικές» μάχες, αυτές οι ενώσεις που αγκαλιάζουν όλους τους μισθωτούς εργάτες δεν πρέπει να γίνουνε κρατικές οργανώσεις!


Και τί είναι κράτος; 


Κράτος δεν είναι άλλο από μια μηχανή για να τσακίζει η μια τάξη την άλλη.
Έτσι η καταπιεζόμενη τάξη, η πρωτοπορία όλων των εργατών κι όλων των εκμεταλλευομένων στη σημερινή κοινωνία, πρέπει να αποβλέπει στις «αποφασιστικές μάχες ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία», αλλά δεν πρέπει ν’ αγγίξει τη μηχανή, το όργανο που μεταχειρίζεται το κεφάλαιο για να καταπιέζει την εργασία! Δεν πρέπει να βάλει σε κίνηση την οργάνωση που αγκαλιάζει όλα τα μέλη της, για να τσακίσει τους εκμεταλλευτές!

 
Τέλεια, θαυμάσια, κύριε Κάουτσκι! Αναγνωρίζουμε «και μεις» την πάλη των τάξεων, όπως την αναγνωρίζουν όλοι οι φιλελεύθεροι, δηλαδή χωρίς ανατροπή της αστικής τάξης!...
Εδώ πια γίνεται ολοφάνερη η ολοκληρωτική ρήξη του Κάουτσκι με το μαρξισμό και το σοσιαλισμό. Δε μπορείς καλύτερα να πάρεις το μέρος της αστικής τάξης, που όλα είναι έτοιμη να τα δεχτεί, έξω από τη μεταβολή των οργανώσεων της καταπιεζόμενης τάξης από την ίδια την τάξη σε οργανώσεις κρατικές. Ο Κάουτσκι είναι πια χαμένος, αδύνατο στο έξης να συμβιβάζει τα πράγματα και να λύνει με φράσεις όλες τις βαθιές αντιφάσεις.
Ή λοιπόν ο Κάουτσκι αντιτίθεται στο να περάσει η κρατική εξουσία στα χέρια της εργατικής τάξης η δέχεται να πάρει η εργατική τάξη την παλιά αστική κρατική μηχανή, αλλά χωρίς να μπορεί με κανέναν τρόπο να την συντρίψει, να την καταστρέψει και να την αντικατάστησε με μια καινούργια μηχανή, την προλεταριακή.


Ας «εξηγήσει» κανείς και ας «ερμηνέψει» το συλλογισμό του Κάουτσκι όπως θέλει, όμως και στις δυο περιπτώσεις η ρήξη του με το μαρξισμό και το πέρασμα του στο στρατόπεδο της αστικής τάξης είναι φανερή.


Ο Μαρξ έγραφε κιόλας στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», δείχνοντας τί κράτος χρειάζεται στη νικηφόρα εργατική τάξη: «Το κράτος, δηλαδή το προλεταριάτο οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη». Και να ένας άνθρωπος που θέλει να παραμένει μαρξιστής και που διακηρύχνει πως το προλεταριάτο οργανωμένο στο σύνολό του και διεξάγοντας την «αποφασιστική πάλη» ενάντια στο κεφάλαιο, δεν πρέπει να κάνει την ταξική οργάνωσή του οργάνωση κρατική. «Δεισιδαιμονική πίστη στο κράτος», που ο Έγκελς έγραφε γι’ αυτή στα 1891 ότι «είχε κατακτήσει στη Γερμανία τη συνείδηση της αστικής τάξης κ’ ενός μεγάλου αριθμού εργατών», νά τι μας παρουσιάζει εδώ ο Κάουτσκι. Χτυπάτε εργάτες, ο φιλισταίος μάς το «επιτρέπει» (ο αστός το «επιτρέπει» κι’ αυτός από τη στιγμή που, θέλοντας και μη, οι εργάτες ρίχτηκαν στην πάλη και δεν του μένει άλλο παρά πώς να βρει τον τρόπο να στομώσει την κόψη της ρομφαίας τους), χτυπάτε, αλλά σας είναι απαγορευμένο να νικήσετε: Μην καταστρέφετε την κρατική μηχανή της αστικής τάξης, μην ορθώσετε στη θέση της αστικής «κρατικής οργάνωσης» την προλεταριακή «κρατική οργάνωση».


Όποιος συμμερίζεται στα σοβαρά την ιδέα του Μαρξ πως το κράτος δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια μηχανή για να καταπιέζει η μια τάξη την άλλη, όποιος και λιγάκι έχει εμβαθύνει σ' αυτή την αλήθεια, δε θα φτάσει ποτέ στον παραλογισμό να πει, ότι οι προλεταριακές οργανώσεις, ικανές να νικήσουν το χρηματιστικό κεφάλαιο, δεν πρέπει να μεταβληθούν σε κρατικές οργανώσεις. Εδώ ίσα - ίσα φαίνεται ο μικροαστός, που γι’ αυτόν το κράτος μένει «ακόμα και τότε» μια ουσία έξω ή πάνω απ’ τις τάξεις. Πραγματικά πως θα επιτρεπότανε στο προλεταριάτο, σε «μια μόνη τάξη», να διεξάγει μιαν αποφασιστική πάλη με το κεφάλαιο, που ασκεί την κυριαρχία του όχι μονάχα πάνω στο προλεταριάτο, αλλά και πάνω σ’ ολόκληρο το λαό, σ’ ολόκληρη τη μικροαστική τάξη και σ’ ολόκληρη την αγροτική τάξη, και δε θα επιτρεπότανε σ’ αυτή την «τάξη» να μεταβάλει την οργάνωσή της σε κρατική οργάνωση, αν δε φοβότανε ο μικροαστός τον ταξικό πόλεμο κι αν δε φοβότανε να τον φέρει ως το τέρμα, ως την άκρη; 


Ο Κάουτσκι πιάστηκε στα πράσα, πρόδωσε την αληθινή του φυσιογνωμία. Κοιτάξτε, ο ίδιος τ’ ομολογεί πως η Ευρώπη τραβάει για αποφασιστικές μάχες ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία και πως είναι ατελεσφόρητες και ανεπαρκείς οι παλιές μέθοδες οικονομικής και πολιτικής πάλης του προλεταριάτου. Μα οι μέθοδες αυτές βρισκόντανε ίσα - ίσα στη χρησιμοποίηση της αστικής δημοκρατίας. Κατά συνέπεια; ...
Ο Κάουτσκι δεν τόλμησε να προχωρήσει στη λογική αυτή συνέπεια.
...Κατά συνέπεια πρέπει νάσαι αντιδραστικός, εχθρός της εργατικής τάξης, μισθοφόρος της αστικής τάξης, για να εξυμνείς τώρα τα κάλλη της αστικής δημοκρατίας και να φλυαρείς για την καθαρή δημοκρατία, ατενίζοντας ένα παρελθόν που πέρασε για πάντα. Η αστική δημοκρατία στάθηκε μια πρόοδο σε σχέση με το μεσαίωνα κ’ έπρεπε να επωφεληθεί κανείς απ’ αυτή. Μα σήμερα αυτή είναι ανεπαρκής για την εργατική τάξη.

 Δεν πρέπει να κοιτάμε πίσω, αλλά μπροστά για να αντικαταστήσουμε την αστική δημοκρατία με την προλεταριακή δημοκρατία. Κι αν η προπαρασκευαστική εργασία για την προλεταριακή επανάσταση, η εκπαίδευση και ο σχηματισμός του προλεταριακού στρατού, στάθηκαν δυνατά (και αναγκαία) μέσα στα πλαίσια του αστικοδημοκρατικού κράτους, να κλείσουμε το προλεταριάτο μέσα σ’ αυτά το πλαίσια τη στιγμή που φτάσαμε στις «αποφασιστικές μάχες», είναι σα να προδίνουμε την προλεταριακή υπόθεση, είναι σα να καταντάμε αποστάτες.


Ο Κάουτσκι κατάντησε αρχιγελοίος επαναλαμβάνοντας το επιχείρημα του Μάρτοφ, χωρίς να παρατηρήσει ότι το επιχείρημα αυτό του Μάρτοφ στηρίζεται σ’ ένα άλλο επιχείρημα, που δεν υπάρχει στον Κάουτσκι: Ο Μάρτοφ λέει και ο Κάουτσκι επαναλαμβάνει το κατόπι του, πως η Ρωσία δεν είναι ακόμα ώριμη για το σοσιαλισμό, απ’ όπου βγαίνει λογικά πως είναι ακόμα πάρα πολύ νωρίς να μετατρέψουμε τα Σοβιέτ από όργανα μάχης σε κρατικές οργανώσεις (διαβάστε: είναι ευκαιρία να μετατρέψουμε τα Σοβιέτ, με τη βοήθεια των μενσεβίκων αρχηγών, σε όργανα υποταγής των εργατών στην ιμπεριαλιστική αστική τάξη). Αλλά ο Κάουτσκι δε μπορεί να πει καθαρά πως η Ευρώπη δεν είναι ώριμη για το σοσιαλισμό. Στα 1909, προτού γίνει αποστάτης, ο Κάουτσκι έγραφε πως δεν πρέπει να φοβόμαστε από μια πρόωρη επανάσταση, πως θάτανε προδοσία να αρνηθούμε την επανάσταση από το φόβο της ήττας. Ο Κάουτσκι δεν τολμάει να ανασκευάσει ανοιχτά τον εαυτό του. Κι απ’ αυτό βγαίνει μια ασυναρτησία που ξεσκεπάζει όλη τη μωρία και τη δειλία του μικροαστού. Έτσι από το ένα μέρος, η Ευρώπη είναι ώριμη για το σοσιαλισμό και οδεύει προς τις αποφασιστικές μάχες της εργασίας εναντίον του κεφαλαίου· από το άλλο μέρος απαγορεύεται να μετατραπεί το όργανο μάχης (δηλαδή που σχηματίζεται, αναπτύσσεται και δυναμώνει μέσα στην πάλη), η οργάνωση του προλεταριάτου, η πρωτοπορία, ο οργανωτής και ο αρχηγός των καταπιεζομένων, σε κρατική οργάνωση! 


* * *
 
 
Η ιδέα πως τα Σοβιέτ είναι αναγκαία σαν οργάνωση μάχης, μα δεν πρέπει να μετατραπούν σε κρατική οργάνωση, από πολιτική και πρακτική άποψη είναι ακόμα πιο παράλογη, παρά από θεωρητική άποψη. Ακόμα και σε ειρηνική περίοδο, όταν η κατάσταση δεν είναι επαναστατική, η μαζική πάλη των εργατών ενάντια στους καπιταλιστές, λ.χ. η γενική απεργία, προκαλεί κι απ’ τα δυο μέρη μια άγρια λύσσα, ένα ασυγκράτητο πολεμικό μένος, η μπουρζουαζία δεν παύει να λέει και να ξαναλέει πως μένει και εννοεί να μείνει νοικοκυρά στο σπίτι της κτλ. Ακόμα πιο πολύ μέσα στην επανάσταση, όταν η πολιτική ζωή φτάνει στο κορύφωμά της, μια οργάνωση σαν τα Σοβιέτ, που αγκαλιάζει όλους τους εργάτες, όλους τους βιομηχανικούς κλάδους κ’ ύστερα όλους τους στρατιώτες και όλο το φτωχό και εργαζόμενο πληθυσμό της υπαίθρου, οδηγείται από μόνη της, από την ίδια την πορεία της πάλης, από την «απλή λογική» της δράσης και της αντίδρασης, να θέσει το ζήτημα θαρραλέα. Να προσπαθήσεις να κρατήσεις ουδέτερη στάση, να «συμφιλιώσεις» το προλεταριάτο με την αστική τάξη, αυτό είναι μωρία καταδικασμένη από τα πριν σε αξιοθρήνητη αποτυχία. Αυτή την τύχη είχαν στη Ρωσία τα κηρύγματα: του Μάρτοφ και των άλλων μενσεβίκων: και το ίδιο θα γίνει αναγκαστικά και στη Γερμανία και στις άλλες χώρες, όσο λίγο κι αν αναπτύσσονται, ενοποιούνται και ενισχύονται τα Σοβιέτ. Να πούμε στα Σοβιέτ: «Παλέψτε, αλλά να μην πάρετε στα χέρια σας όλη την κρατική εξουσία, να μη γίνετε κρατικές οργανώσεις», αυτό είναι σα να κηρύχνουμε τη συνεργασία των τάξεων και την «κοινωνική ειρήνη» ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη. Είναι γελοίο ακόμα και να σκέφτεται κανένας, πως μια τέτοια θέση μέσα σε μια λυσσασμένη πάλη μπορεί να καταλήξει άλλου, έξω από μιαν επαίσχυντη χρεοκοπία. Είναι η αιώνια μοίρα του Κάουτσκι, να είναι πάντα καθισμένος ανάμεσα σε δυο καρέκλες. Φαίνεται σα να μην έχει τίποτα κοινό με τους οπορτουνιστές στη θεωρία, ενώ στην πραγματικότητα, σ’ όλα τα ουσιαστικά ζητήματα, δηλαδή στο κάθε τι που σχετίζεται με την επανάσταση, είναι σύμφωνος μαζί τους στην πράξη.



Η Συντακτική Συνέλευση
και η Σοβιετική Δημοκρατία

Το ζήτημα της Συντακτικής Συνέλευσης και της διάλυσής της από τους μπολσεβίκους, νά το κλειδί ολόκληρης της μπροσούρας του Κάουτσκι. Ξαναγυρίζει διαρκώς σ’ αυτό. Ολόκληρο το έργο του ιδεολογικού αρχηγού της Δεύτερης Διεθνούς είναι γεμάτο από υπαινιγμούς για το πώς οι μπολσεβίκοι «εκμηδενίσανε τη δημοκρατία» (κοίτα το πιο πάνω απόσπασμα του Κάουτσκι). Το ζήτημα είναι πραγματικά ενδιαφέρον και σημαντικό, γιατί το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στην αστική και την προλεταριακή δημοκρατία μπαίνει εδώ πραχτικά μπροστά στην επανάσταση. Ας δούμε λοιπόν πώς καταπιάνεται μ’ αυτό το ζήτημα ο «θεωρητικός μας μαρξιστής»


Παραθέτει τις «Θέσεις» μου «Για τη Συντακτική Συνέλευση», που δημοσιεύτηκαν στην «Πράβντα» της 26-12-1917. Θάταν αδύνατο να περιμένει κανένας μια καλύτερη απόδειξη της σοβαρότητας με την οποία πλησιάζει ο Κάουτσκι το θέμα του, με ντοκουμέντα στο χέρι. Ας δούμε όμως για λίγο πώς κάνει ο Κάουτσκι τις παραθέσεις του. Δε λέει πως οι θέσεις αυτές είτανε 19 τον αριθμό, δε λέει πως εξετάζονταν εκεί τόσο το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στη συνηθισμένη αστική δημοκρατία, τη Συντακτική Συνέλευση και τη δημοκρατία των Σοβιέτ, όσο και το ιστορικό της διάστασης που εκδηλώθηκε στην επανάστασή μας ανάμεσα στη Συντακτική και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Ο Κάουτσκι τ’ αφήνει όλα αυτά στη μπάντα και περιορίζεται να πει στον αναγνώστη πως ανάμεσα σ’ αυτές τις θέσεις «δυο έχουν ιδιαίτερη σημασία»: η μια πως οι Εσέροι διασπάστηκαν μετά τις εκλογές της Συντακτικής Συνέλευσης, αλλά πριν από τη σύγκλησή της (ο Κάουτσκι δε λέει ότι αυτή η θέση είναι η πέμπτη)· η άλλη πως η δημοκρατία των Σοβιέτ είναι γενικά ανώτερη μορφή δημοκρατίας από τη Συντακτική Συνέλευση (ο Κάουτσκι δε λέει ότι αυτή η θέση είναι η τρίτη).

Κι από την τρίτη αυτή θέση, ο Κάουτσκι παραθέτει ολόκληρο μονάχα ένα μέρος, δηλαδή πως:

«Η δημοκρατία των Σοβιέτ δεν είναι μόνο ένας ανώτερος τύπος δημοκρατικού θεσμού (σε σύγκριση με τη συνηθισμένη αστική δημοκρατία, που κορωνίδα της είναι η Συντακτική Συνέλευση), μα και η μόνη μορφή που μπορεί να εξασφαλίσει με τους λιγότερους τρανταγμούς[1] το πέρασμα στο σοσιαλισμό».


(Ο Κάουτσκι παρέλειψε τη λέξη «συνηθισμένη» και τις προεισαγωγικές λέξεις της θέσης: «για το πέρασμα από το αστικό στο σοσιαλιστικό καθεστώς, για τη δικτατορία του προλεταριάτου»).


Ύστερα απ’ αυτή την παράθεση φωνάζει ο Κάουτσκι με αλαζονική ειρωνεία:


«Τί κρίμα να φτάσει κανείς σ’ αυτό το συμπέρασμα, αφού είτανε πρώτα μειοψηφία στη Συνταχτική. Κανείς πριν δε ζητούσε πιο επιτακτικά από το Λένιν Συντακτική Συνέλευση».
Να τί λέγεται κατά γράμμα στη σελίδα 31 του βιβλίου του Κάουτσκι. Είναι αληθινό μαργαριτάρι. Μόνο ένας συκοφάντης από το αστικό στρατόπεδο θα μπορούσε να παρουσιάσει τόσο ψεύτικα τα γεγονότα, για να δώσει στον αναγνώστη την εντύπωση, ότι οι λόγοι των μπολσεβίκων για τον τύπο του τελειότερου κράτους είναι μια ελεεινή πρόφαση, που καταφύγανε σ’ αυτή μόνο αφού είδαν ότι είτανε μειοψηφία μέσα στη Συντακτική Συνέλευση! Ένα τόσο πρόστυχο ψέμα μονάχα ένας χαμένος άνθρωπος θα μπορούσε να το πει, ένας πουλημένος στην αστική τάξη ή, που είναι ακριβώς το ίδιο, ένας που παίρνει τις πληροφορίες του από τον Π. Άξελροντ και που κρύβει τους πληροφορητές του.


Όλος ο κόσμος ξέρει πραγματικά πως από την πρώτη μέρα της άφιξής μου στη Ρωσία, στις 4 Απρίλη 1917, διάβασα ανοιχτά θέσεις όπου διακήρυχνα την ανωτερότητα ενός κράτους του τύπου της Κομμούνας απέναντι στην αστικο-κοινοβουλευτική δημοκρατία. Επανέλαβα έπειτα γραφτά πολλές φορές το ίδιο πράμα λ.χ. σε μια μπροσούρα για τα πολιτικά κόμματα που μεταφράστηκε στα αγγλικά και που δημοσιεύτηκε στην Αμερική το Γενάρη του 1918 στο «Ίβνιν Ποστ» της Νέας Υόρκης. Επί πλέον, η συνδιάσκεψη του μπολσεβίκικου κόμματος στα τέλη του Απρίλη 1917 υιοθέτησε μιαν απόφαση, που μιλούσε για την ανωτερότητα της προλεταριακής και αγροτικής δημοκρατίας απέναντι στην αστικο-κοινοβουλευτική δημοκρατία, πως η τελευταία αυτή δε μπορούσε να ικανοποιήσει το κόμμα μας και πως το πρόγραμμα του κόμματος έπρεπε κατά συνέπεια να τροποποιηθεί.
Πώς να χαρακτηρίσουμε ύστερ’ απ’ όλα αυτά τη χειρονομία του Κάουτσκι, που τολμάει να βεβαιώσει τους γερμανούς αναγνώστες πως ζητούσα υποχρεωτικά τη σύγκληση της Συντακτικής και πως μονάχα αφού μείνανε οι μπολσεβίκοι μειοψηφία πρόσβαλα την τιμή και την αξιοπρέπεια της Συντακτικής; Πώς να συχωρέσουμε μια τέτοια απάτη;[2] Δεν είτανε ο Κάουτσκι ενήμερος των γεγονότων; Δεν έπρεπε τότε ν’ ανακατευτεί και να γράψει! Ή έπρεπε τουλάχιστο να ομολογήσει τίμια: «Έγραψα εγώ ο Κάουτσκι σύμφωνα με τις πληροφορίες των μενσεβίκων Στάϊν, Άξελροντ και Σία». Αλλά όχι. Θέλοντας να παραστήσει ο Κάουτσκι τον αντικειμενικό, δε ζητάει παρά να κρύψει το ρόλο τού υπηρέτη των ταπεινωμένων από την ήττα τους μενσεβίκων.

Αλλά αυτά είναι μόνο μπουμπούκια –τα άνθη έρχονται υστέρα.

Ας παραδεχτούμε πως δε θέλησε ή δε μπόρεσε (;;) ο Κάουτσκι να προμηθευτεί από τους πληροφορητές του τη μετάφραση των αποφάσεων των μπολσεβίκων και τις διακηρύξεις τους, που λένε πως δεν τους ικανοποιεί καθόλου η αστικο-κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Ας παραδεχτούμε ακόμα και το πιο απίθανο. Αλλά οι θέσεις μου της 26 του Δεκέμβρη 1917 μνημονεύονται απ’ ευθείας απ’ τον Κάουτσκι στη σελίδα 30 του βιβλίου του. 


Τις θέσεις αυτές τις ξέρει στο ακέραιο ο Κάουτσκι ή μήπως ξέρει μονάχα ό,τι του μεταφράσανε οι Στάϊν, Άξελροντ και Σία; Ο Κάουτσκι παραθέτει την τρίτη θέση για το βασικό ζήτημα, δηλαδή πως οι μπολσεβίκοι είχανε συνείδηση πριν από τις εκλογές του τί είναι Συντακτική και είπανε στο λαό πως η δημοκρατία των Σοβιέτ είτανε τελειότερη από την αστική δημοκρατία. Όμως για τη δεύτερη θέση ο Κάουτσκι δε βγάζει μιλιά.


Και η δεύτερη αυτή θέση αναφέρει: 


«Μ’ όλο που ζητούσε τη σύγκληση της Συντακτικής, η επαναστατική σοσιαλ-δημοκρατία από τις αρχές κιόλας της επανάστασης του 1917 τόνισε επανειλημμένα πως η δημοκρατία των Σοβιέτ είναι ανώτερη μορφή δημοκρατισμού από τη συνηθισμένη αστική δημοκρατία με Συντακτική Συνέλευση», (η υπογράμμιση είναι δική μου).

Για να παρουσιάσει καλύτερα τους μπολσεβίκους σαν ανθρώπους χωρίς αρχές, σαν «επαναστάτες οπορτουνιστές» (η έκφραση αυτή βρίσκεται κάπου, δεν ξέρω πού, στο βιβλίο του Κάουτσκι), ο κ. Κάουτσκι απέκρυψε από τους γερμανούς αναγνώστες ότι οι θέσεις μου αναφέρονται σε δηλώσεις που επαναλήφτηκαν «πολλές φορές».

Νά σε τί άθλιες και αξιοπεριφρόνητες υπεκφυγές κατέφυγε ο Κάουτσκι, για να ξεφύγει το θεωρητικό ζήτημα.

Είναι αλήθεια, ναι ή όχι, πως η αστικο-κοινοβουλευτική λαϊκή δημοκρατία είναι κατώτερη από μια δημοκρατία του τύπου της Κομμούνας ή των Σοβιέτ; Εδώ είναι ο κόμπος του ζητήματος, αλλά ο Κάουτσκι το άφησε κατά μέρος. Ό,τι έδοσεο Μαρξ στην ανάλυση του για την Κομμούνα του Παρισιού, ο Κάουτσκι το «ξέχασε». «Ξέχασε» ακόμα και το γράμμα του Έγκελς στο Μπέμπελ της 28 του Μάρτη 1875, που εκφράζει με μοναδική καθαρότητα αυτή τη σκέψη του Μαρξ: «Η Κομμούνα έπαψε να είναι κράτος με την κύρια έννοια της λέξης».

Νά λοιπόν ο πιο μεγάλος θεωρητικός της 2ης Διεθνούς που σε μια μπροσούρα αφιερωμένη ειδικά στη δικτατορία του προλεταριάτου και όπου καταπιάνεται ο Κάουτσκι ειδικά με τη Ρωσία, όπου μπήκε επανειλημμένα και χωρίς περιστροφές το ζήτημα μιας ανώτερης μορφής κράτους από την αστικολαϊκή δημοκρατία, περνάει αυτό το ζήτημα στα μουγκά.
Αυτό δε σημαίνει καθόλου ότι περνάει στην πραγματικότητα με το μέρος της αστικής τάξης; Ας παρατηρήσουμε μέσα σε παρένθεση πως και εδώ ο Κάουτσκι ρυμουλκείται από τους Ρώσους μενσεβίκους. Ανάμεσα σ’ αυτούς δε λείπουν εκείνοι που ξέρουν «όλα τα κείμενα» του Μαρξ και του Έγκελς, όμως ούτ’ ένας μενσεβίκος από τον Απρίλη ως τον Οκτώβρη του 1917 κι από τον Οκτώβρη του 1917 ως τον Οκτώβρη του 1918, δεν προσπάθησε ούτε μια φορά να εξετάσει το ζήτημα ενός κράτους του τύπου της Κομμούνας.


Ο Πλεχάνοφ όμοια απόφυγε αυτό το ζήτημα. Φυσικά είταν αναγκασμένοι να σωπάσουνε. Να συζητάς βέβαια για τη διάλυση της Συντακτικής με ανθρώπους που αυτοτιτλοφορούνται σοσιαλιστές και μαρξιστές, μα που στην πραγματικότητα, πάνω στο ουσιαστικό ζήτημα, το ζήτημα ενός κράτους του τύπου της Κομμούνας, περνάνε με το μέρος της αστικής τάξης, θάτανε σα νάριχνες μαργαριτάρια στα γουρούνια. Φτάνει να δώσω σε παράρτημα σ’ αυτή τη μπροσούρα τις θέσεις μου για τη Συντακτική Συνέλευση στο ακέραιο. Θα δει τότε ο αναγνώστης πως το ζήτημα ανακινήθηκε στις 26 του Δεκέμβρη 1917 από θεωρητική, ιστορική, πολιτική και πρακτική άποψη.


Αν σα θεωρητικός ο Κάουτσκι απαρνήθηκε ολότελα το μαρξισμό, θα μπορούσε τουλάχιστο σαν ιστορικός να μελετήσει το ζήτημα της διαμάχης ανάμεσα στα Σοβιέτ και τη Συντακτική. Από πολλές του εργασίες ξέρουμε πως μπορούσε ο Κάουτσκι να είναι μαρξιστής ιστορικός και οι εργασίες αυτές θα παραμείνουνε η πολύτιμη κληρονομιά του προλεταριάτου, παρά την τελική αποστασία του συγγραφέα τους. Αλλά πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, ακόμα και σαν ιστορικός, ο Κάουτσκι διαστρέφει την αλήθεια, περιφρονεί πράγματα γνωστά απ’ όλο τον κόσμο και φέρνεται άτιμα. Θέλει να παρουσιάσει τους μπολσεβίκους σαν ανθρώπους χωρίς αρχές και διηγιέται το πώς προσπαθήσανε να απαλύνουν τη διαμάχη τους με τη Συντακτική, προτού τη διαλύσουν. Δεν υπάρχει εδώ τίποτα κακό, δεν έχουμε τίποτα ν’ αρνηθούμε. Δημοσιεύω τις θέσεις μου στο ακέραιο, όπου λέγεται πιο καθαρά κι από τη μέρα: Κύριοι διστακτικοί μικροαστοί, που έχετε ταμπουρωθεί πίσω από τη Συντακτική ή θα υποταχθείτε στη δικτατορία του προλεταριάτου ή θα θριαμβέψουμε πάνω σας «με επαναστατικά μέσα» (Θέσεις 18 και 19)! 


Έτσι φέρθηκε το αληθινά επαναστατικό προλεταριάτο κ’ έτσι θα φέρνεται πάντα απέναντι στη διστακτική μικροαστική τάξη.


Πάνω στο ζήτημα της Συντακτικής ο Κάουτσκι στέκεται σε μια τυπική άποψη. Είπα και ξανάπα πολύ καθαρά στις θέσεις μου, πως τα συμφέροντα της επανάστασης είναι πάνω από τα τυπικά δικαιώματα της Συντακτικής (κοίτα τις Θέσεις 16 και 17). Η καθαρά τυπική δημοκρατική άποψη, είναι η άποψη του αστού δημοκράτη, που δεν παραδέχεται πως τα συμφέροντα του προλεταριάτου και της προλεταριακής ταξικής πάλης είναι πάνω απ’ όλα. Σαν ιστορικός, ο Κάουτσκι δε θα μπορούσε να μην αναγνωρίσει πως τα αστικά κοινοβούλια είναι όργανα αυτής ή εκείνης της τάξης. Αλλά, μέσα στην επαίσχυντη απάρνηση της επανάστασης, ο Κάουτσκι είχε ανάγκη να ξεχάσει το μαρξισμό και γι’ αυτό δε θέτει το ζήτημα ποιάς τάξης όργανο είταν η Συντακτική στη Ρωσία. Δεν αναλύει τη συγκεκριμένη κατάσταση, δε θέλει να αντικρίσει τα γεγονότα, δε λέει ούτε μια λέξη που θα μπορούσε να δώσει στους γερμανούς αναγνώστες του να καταλάβουν ότι οι θέσεις μου περικλείνουν, όχι μόνο μια θεωρητική μελέτη για την ανεπάρκεια της αστικής δημοκρατίας (θέσεις 1-3), όχι μόνο την εξέταση των συγκεκριμένων όρων που έκαναν ώστε οι κατάλογοι των κομμάτων, που σχηματίστηκαν στα μέσα του Οκτώβρη 1917, να μην ανταποκρίνονται πια στην πραγματική κατάσταση του Δεκέμβρη 1917 (Θέσεις 4-5), αλλά ακόμα και την ιστορία της ταξικής πάλης και του εμφυλίου πολέμου του Οκτώβρη-Δεκέμβρη 1917 (Θέσεις 7-15). Από τη συγκεκριμένη αυτή ιστορία βγάλαμε το συμπέρασμα (θέση 14), πως το σύνθημα «Όλη η εξουσία στη Συντακτική!» είχε γίνει στην πραγματικότητα το έμβλημα των Καντέ, των καλεντινιστών και των συνενόχων τους.


Ο ιστορικός Κάουτσκι δεν το βλέπει αυτό. Ο ιστορικός Κάουτσκι δεν άκουσε ποτέ να λένε πως η καθολική ψηφοφορία δίνει κοινοβούλια πότε - πότε αντιδραστικά και αντεπαναστατικά. Ο μαρξιστής ιστορικός Κάουτσκι δεν άκουσε ποτέ να λένε πως άλλο πράμα είναι η εκλογική, η δημοκρατική μορφή κι άλλο πράμα το ταξικό περιεχόμενο του θεσμού. Το ζήτημα αυτό του ταξικού περιεχόμενου της Συντακτικής τέθηκε καθαρά και λύθηκε στις θέσεις μου. Μπορεί η λύση μου να μην είναι σωστή. Τίποτα δε θάτανε για μας πιο επιθυμητό από μια μαρξιστική κριτική της ανάλυσης μας. Αντί να γράφει αληθινά ανόητες φράσεις (και υπάρχουν πολλές τέτοιες φράσεις στον Κάουτσκι), όπως όταν ισχυρίζεται πως δεν αντέχουν τάχα οι μπολσεβίκοι στην κριτική, θάκανε καλύτερα ο Κάουτσκι να επιχειρήσει αυτή την κριτική. Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει τίποτα κριτικό σ’ αυτόν. Δε θέτει καν το ζήτημα της ανάλυσης των Σοβιέτ από το ένα μέρος και της Συντακτικής από το άλλο, από ταξική άποψη. Έτσι, δεν υπάρχει τρόπος να κάνουμε πολεμική, να συζητήσουμε με τον Κάουτσκι. Γι’ αυτό και δε μας μένει άλλο, παρά να δείξουμε στον αναγνώστη γιατί δε μπορούμε να μεταχειριστούμε αλλιώς τον Κάουτσκι παρά σαν αποστάτη.


Η διάσταση ανάμεσα στα Σοβιέτ και τη Συντακτική έχει την ιστορία της, που δε θα μπορούσε ν’ αφήσει κατά μέρος ούτε ακόμα κ’ ένας ιστορικός που δεν αναγνωρίζει την πάλη των τάξεων. Αυτή την ιστορία ούτε να τη φυλλομετρήσει καν καταδέχτηκε ο Κάουτσκι. Έκρυψε από τους γερμανούς αναγνώστες το γνωστό σ’ όλους γεγονός, που μονάχα οι αρτηριοσκληρωμένοι μενσεβίκοι εξακολουθούν να κρύβουν σήμερα, πως, ακόμα και κάτω από τη μενσεβίκικη κυριαρχία, δηλαδή από το τέλος του Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη 1917, τα Σοβιέτ βρισκόντανε σε σύγκρουση με τους θεσμούς του κράτους (δηλαδή της αστικής τάξης). Στο βάθος ο Κάουτσκι είναι υπέρ της συμφιλίωσης, της συνεννόησης και της συνεργασίας του προλεταριάτου με την αστική τάξη. Όσο κι αν το αρνιέται αυτό, είναι μια αντίληψη δική του που βγαίνει από ολόκληρη τη μπροσούρα του. Δεν έπρεπε να διαλύσουμε τη Συντακτική, πάει να πει: δεν έπρεπε να τραβήξουμε την πάλη ενάντια στην αστική τάξη ως το τέλος, δεν έπρεπε να την ανατρέψουμε, έπρεπε το προλεταριάτο να συνεννοηθεί με την αστική τάξη.

Γιατί λοιπόν απέκρυψε ο Κάουτσκι, ότι απ’ το Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη 1917 οι μενσεβίκοι καταπιάστηκαν με την πολύ λίγο έντιμη αυτή εργασία και δεν καταλήξανε σε τίποτα; Αν υπήρχε δυνατότητα να συμφιλιωθεί η αστική τάξη με το προλεταριάτο, γιατί λοιπόν δεν πραγματοποιήθηκε η συμφιλίωση αυτή με τους μενσεβίκους, γιατί κρατήθηκε η αστική τάξη μακριά από τα Σοβιέτ, γιατί ονομάστηκαν τα Σοβιέτ (από τους μενσεβίκους) «επαναστατική δημοκρατία» και οι αστοί «φόρου υποτελείς»;
Ο Κάουτσκι απόφυγε να πει στους γερμανούς αναγνώστες πως ίσα - ίσα είταν οι μενσεβίκοι που κατά την «εποχή» της κυριαρχίας τους (Φλεβάρης-Οκτώβρης 1917) χαρακτήριζαν τα Σοβιέτ επαναστατική δημοκρατία, αναγνωρίζοντας μ’ αυτό την ανωτερότητά τους πάνω σ’ όλους τους άλλους θεσμούς. Χάρη στη θεληματική αυτή παράλειψη ο ιστορικός Κάουτσκι δίνει την εντύπωση πως η σύγκρουση των Σοβιέτ με την αστική τάξη δεν έχει ιστορία, ότι έγινε ξαφνικά, απρόοπτα, δίχως λόγο, και λόγω της κακής διαγωγής των μπολσεβίκων. Στην πραγματικότητα, μονάχα υστέρα από μισό τόσο χρόνο πείρα (σημαντική προθεσμία για μια επανάσταση) μενσεβίκικης συμφιλιωτικής δράσης, από μάταιες απόπειρες συμφιλίωσης του προλεταριάτου με την αστική τάξη, πείστηκε ο λαός πως είταν άχρηστες όλες αυτές οι απόπειρες και σιχάθηκε τους μενσεβίκους.


Τα Σοβιέτ είναι η οργάνωση μάχης του προλεταριάτου, μεγαλειώδης οργάνωση, που έχει μπροστά της ένα μεγάλο μέλλον, αναγνωρίζει ο Κάουτσκι. Ύστερ’ απ’ αυτό ολόκληρη η θέση του καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα ή σαν το όνειρο του μικροαστού που θάθελε πάρα πολύ να τα κανονίσουν η αστική τάξη και το προλεταριάτο χωρίς νάρθουνε στα χέρια. Γιατί η επανάσταση απ’ την αρχή ως το τέλος είναι μια αδιάκοπη και μανιασμένη πάλη, όπου το προλεταριάτο είναι η πρωτοπορία ό λ ω ν των καταπιεζομένων, η εστία και το κέντρο όλων των πόθων των κάθε λογής καταπιεζομένων για την απολύτρωση τους.


Τα Σοβιέτ –όργανα πάλης των καταπιεζομένων μαζών– καθρεφτίσανε και εκφράσανε την πνευματική κατάσταση και τις μεταβολές στη γνώμη των μαζών ασύγκριτα πιο γοργά, ολοκληρωμένα και πιο πιστά από οποιοδήποτε άλλο θεσμό. Αυτός άλλωστε είναι ένας από τους λόγους που η σοβιετική δημοκρατία είναι ανώτερος τύπος δημοκρατίας.
Από τις 28 του Φλεβάρη ως τις 25 του Οκτώβρη 1917, τα Σοβιέτ κατόρθωσαν να συγκαλέσουν δυο Πανρωσικά συνέδρια από την τεράστια πλειοψηφία του ρωσικού πληθυσμού, απ’ όλους τους εργάτες και στρατιώτες, από τα εφτά ή οχτώ δέκατα της αγροτικής τάξης, χωρίς να λογαριάσουμε το πλήθος τα τοπικά συνέδρια, επαρχιών, πόλεων, κυβερνείων και περιοχών. Την ίδια αυτή περίοδο η αστική τάξη δεν κατόρθωσε να συγκαλέσει ένα σώμα που ν’ αντιπροσωπεύει κάποια πλειοψηφία (έξω από την πλαστογραφημένη «δημοκρατική συνδιάσκεψη» που είταν πραγματική πρόκληση και έκανε να ξεχειλίσει η αγανάκτηση του προλεταριάτου). Η Συντακτική καθρέφτιζε την ίδια πνευματική κατάσταση των μαζών, τις ίδιες πολιτικές καταστάσεις, που καθρέφτιζε το πρώτο Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ τον Ιούνη. Με τη σύγκληση της Συντακτικής (Γενάρης 1918) συνήλθε το δεύτερο συνέδριο των Σοβιέτ (Οκτώβρης 1917) και το τρίτο (Γενάρης 1918), που και τα δυο τους δείξανε με τον πιο καθαρό τρόπο ότι οι μάζες είχαν εξελιχτεί προς τ’ αριστερά, είχαν επαναστατικοποιηθεί, αποτραβηχτεί από τους μενσεβίκους και τους Εσέρους για να περάσουνε με το μέρος των μπολσεβίκων, είχαν γυρίσει τις πλάτες στη μικροαστική διεύθυνση, είχαν εγκαταλείψει την αυταπάτη μιας συνεννόησης με την αστική τάξη και είχαν πάει με το μέρος της επαναστατικής πάλης του προλεταριάτου για την ανατροπή της αστικής τάξης.


Και μόνο λοιπόν το απλό ιστορικό των Σοβιέτ, αποδείχνει πως η Συντακτική είταν αντιδραστική και γι’ αυτό είταν απαραίτητη η διάλυσή της. Κι όμως ο Κάουτσκι δεν παρατάει το «έμβλημα» του: ας χαθεί η επανάσταση, ας θριαμβέψει η αστική τάξη πάνω στο προλεταριάτο, φτάνει ν’ ανθίσει η «καθαρή δημοκρατία»! Fiat justicia, pereat mundus! (Ας γίνει δικαιοσύνη κι ας χαθεί ο κόσμος).


Νά τώρα ένας σύντομος πίνακας των Πανρωσικών συνεδρίων στη διάρκεια της ρωσικής επανάστασης: 


ΠανρωσικάΣυνέδρια /Σύνολο /Αριθμός /%
/τωνΣοβιέτ /αντιπροσώπων /τωνμπολσεβίκων /μπολσεβίκων


Πρώτο (3-6-1917 ) 790 103 13 %
Δεύτερο (25-10-1917) 675 343 51 %
Τρίτο (10-1-1918) 710 434 61 %
Τέταρτο (14-3-1918) 1232 795 64 %
Πέμπτο (4-7-1918) 1164 773 66 % 


Φτάνει να ρίξουμε μια ματιά σ’ αυτούς εδώ τους αριθμούς, για να καταλάβουμε γιατί τα υπέρ της Συντακτικής επιχειρήματα ή οι λόγοι εκείνων που σαν τον Κάουτσκι ισχυρίζονται πως οι μπολσεβίκοι δεν αντιπροσωπεύουνε την πλειοψηφία του έθνους μονάχα γέλια μας φέρνουν.


Το Σοβιετικό Σύνταγμα

Όπως είπα κιόλας, η στέρηση της αστικής τάξης από τα εκλογικά της δικαιώματα δεν είναι απαραίτητο και αναγκαστικό γνώρισμα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ακόμα και στη Ρωσία, οι μπολσεβίκοι που πολύ πριν από τον Οκτώβρη είχανε διακηρύξει το σύνθημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, δεν είχανε καθόλου μιλήσει από πριν για την αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου από τους εκμεταλλευτές. Το συστατικό αυτό στοιχείο της δικτατορίας μας δε βγήκε από το «σχέδιο» ενός κόμματος, ξεπήδησε μόνο του στην πορεία της πάλης. Φυσικά, ο ιστορικός Κάουτσκι δεν το πρόσεξε. Δεν κατάλαβε πως ακόμα και κάτω από την κυριαρχία των μενσεβίκων στα Σοβιέτ (που είναι υπέρ της συνεργασίας με την αστική τάξη) η αστική τάξη χωρίστηκε μόνη της από τα Σοβιέτ, τα μποϋκοτάρισε, κηρύχτηκε αντίπαλός τους και άρχισε τις μηχανορραφίες της εναντίον τους. Τα Σοβιέτ ξεπήδησαν χωρίς κανένα Σύνταγμα και πάνω από ένα χρόνο, από την άνοιξη του 1917 ως το καλοκαίρι του 1918, εξακολουθούσαν να υπάρχουν έξω από κάθε Σύνταγμα. Η αγανάκτηση της αστικής τάξης ενάντια στην ανεξάρτητη και παντοδύναμη οργάνωση (αφού τους αγκάλιαζε όλους) των καταπιεζομένων, η πιο αισχρή και η πιο ιδιοτελής καμπάνια, η βρομερή καμπάνια της αστικής τάξης ενάντια στα Σοβιέτ, η ολοφάνερη τέλος συνενοχή της αστικής τάξης στο πραξικόπημα του Κορνίλοφ, από τους Καντέ ως τους Εσέρους της δεξιάς και από το Μιλιούκοφ ως τον Κερένσκι, όλ’ αυτά προετοιμάσανε τον τυπικό αποκλεισμό της αστικής τάξης από τα Σοβιέτ.


Ο Κάουτσκι άκουσε να μιλάνε για το πραξικόπημα του Κορνίλοφ, αλλά δείχνει μεγαλειώδη περιφρόνηση στα ιστορικά γεγονότα, στην πορεία και στις μορφές της πάλης που καθορίζουν τις μορφές της δικτατορίας. Τί να την κάνεις πραγματικά την ιστορία, όταν πρόκειται για «καθαρή δημοκρατία»; Να γιατί η «κριτική» του Κάουτσκι, που στρέφεται ενάντια στην κατάργηση του εκλογικού δικαιώματος της αστικής τάξης, διακρίνεται από... μιαν αγαθιάρικη αφέλεια, που θάτανε συγκινητική σ’ ένα παιδί, αλλά προκαλεί αηδία σ’ έναν άντρα που δεν έχει ακόμα επίσημα αναγνωριστεί ότι ξαναγύρισε στην παιδική ηλικία.
«...Αν οι καπιταλιστές, κάτω από το καθεστώς της καθολικής ψηφοφορίας, βλέπανε πως είτανε ελάχιστη μειοψηφία, θα υποτάσσονταν πιο γρήγορα στη μοίρα τους...», (σ. 33). Χαριτωμένο, δεν είναι αλήθεια; Ο άνθρωπος του πνεύματος Κάουτσκι είδε πολλές φορές στην ιστορία και ξέρει από την πείρα της ζωής πολλούς γαιοκτήμονες και καπιταλιστές, που λογαριάζουνε τη θέληση της πλειοψηφίας των καταπιεζομένων. Ο ευφυής Κάουτσκι επίμενε στην «αντιπολιτευτική» του άποψη, δηλαδή στην άποψη της εσωκοινοβουλευτικής πάλης. Έτσι, γράφει κατά γράμμα: «η αντιπολίτευση», (σ. 34 και αλλού).


Ώ σοφέ ιστορικέ και πολιτικέ άντρα! Θάπρεπε ωστόσο να ξέρετε πως «αντιπολίτευση» σημαίνει ειρηνική και αποκλειστικά κοινοβουλευτική πάλη, δηλαδή μια ιδέα που ανταποκρίνεται σε μια κατάσταση όχι επαναστατική, μια ιδέα που αντιστοιχεί στην απουσία επανάστασης. Στην επαναστατική περίοδο πρόκειται για έναν αμείλικτο εχθρό και για τον εμφύλιο πόλεμο και καμιά αντιδραστική ιερεμιάδα μικροαστού που τρομάζει σαν τον Κάουτσκι μπροστά σ’ αυτό τον πόλεμο δε θ’ αλλάξει τίποτ’ απ’ αυτό το γεγονός. Να εξετάζεις έτσι το ζήτημα ενός αμείλικτου εμφύλιου πολέμου, όπου η αστική τάξη είναι ικανή για όλα τα εγκλήματα (το παράδειγμα των Βερσαγιέζων και τα παζαρέματά τους με το Μπίσμαρκ λένε αρκετά για κάθε άνθρωπο που δεν αντικρίζει την ιστορία σαν τον Πετρούσκα του Γκόγκολ), όπου η αστική τάξη καλεί σε βοήθειά της τις ξένες κυβερνήσεις και μηχανορραφεί μαζί τους ενάντια στην επανάσταση –αυτό είναι κωμωδία. Κατά το παράδειγμα του «βαρόνου της παρανόησης» Κάουτσκι, το επαναστατικό προλεταριάτο δεν έχει παρά να βάλει το νυχτερινό του σκουφί και να θεωρήσει την αστική τάξη, αυτή που οργανώνει τις αντεπαναστατικές στάσεις των Ντούτοφ, των Κράσνοφ και των Τσέχων, που ξοδεύει εκατομμύρια για τους σαμποταριστές, σα νόμιμη «αντιπολίτευση». Τί βάθος πνεύματος! 


Ο Κάουτσκι ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την τυπική και νομική πλευρά του ζητήματος, έτσι που διαβάζοντας τις σκέψεις του πάνω στο σοβιετικό Σύνταγμα, θυμάσαι άθελα τα λόγια του Μπέμπελ: «Οι νομικοί είναι αρχιαντιδραστικοί». «Στην πραγματικότητα», γράφει ο Κάουτσκι, «δε μπορούμε να στερήσουμε μόνο τους καπιταλιστές απ’ όλα τους τα δικαιώματα. Τί είναι ο καπιταλιστής από νομική άποψη; Ένας άνθρωπος που κατέχει. Ακόμα και σε μια χώρα τόσο προχωρημένη στο δρόμο της οικονομικής προόδου όπως η Γερμανία, όπου το προλεταριάτο είναι τόσο πολυάριθμο, η εγκαθίδρυση της σοβιετικής δημοκρατίας θα μπορούσε πραγματικά να στερήσει σημαντικές μάζες πολιτών από τα πολιτικά τους δικαιώματα. Στα 1907, στη γερμανική αυτοκρατορία, ο αριθμός των ανθρώπων που απασχολούνταν στη βιομηχανική εργασία μαζί με τις οικογένειες τους έφτανε, στους τρεις μεγάλους κλάδους, γεωργία, βιομηχανία και εμπόριο, στα 35 σχεδόν εκατομμύρια υπαλλήλους και μισθωτούς εργάτες και 17 εκατομμύρια ανεξάρτητους εργάτες. Κατά συνέπεια, ένα κόμμα μπορεί εύκολα νάχει την πλειοψηφία ανάμεσα στους μισθωτούς εργάτες και να είναι μειοψηφία ανάμεσα στον πληθυσμό», (σ. 33).


Νά ένα δείγμα των συλλογισμών του Κάουτσκι. Δεν είναι αντεπαναστατικό κλαψούρισμα μπουρζουά; 


Γιατί λοιπόν, κ. Κάουτσκι, βάζετε όλους τους «ανεξάρτητους εργάτες» στην κατηγορία των προσώπων που δεν έχουν δικαιώματα, αφού ξέρετε πολύ καλά ότι η τεράστια πλειοψηφία των ρώσων χωρικών δε χρησιμοποιούν μισθωτούς εργάτες και κατά συνέπεια δεν είναι στερημένοι από δικαιώματα; Μήπως κι αυτό δεν είναι παραποίηση; 


Γιατί, σοφέ οικονομολόγε, δεν αναδημοσιέψατε τα πολύ γνωστά σε σας δεδομένα, που παρέχει αυτή η ίδια η γερμανική στατιστική του 1907, για τη μισθωτή εργασία στις διάφορες κατηγορίες αγροτικών εκμεταλλεύσεων; Γιατί δε δώσατε στους γερμανούς αναγνώστες της μπροσούρας σας αυτά τα δεδομένα, για να δουν πόσοι εκμεταλλευτές, πόσοι λίγοι εκμεταλλευτές υπάρχουν ανάμεσα στους «αγροτικούς ιδιοκτήτες» σύμφωνα με τη γερμανική στατιστική; Αυτό σημαίνει πως η αποστασία σας σάς έκανε έναν απλό συνένοχο της αστικής τάξης.


Ο καπιταλιστής, βλέπετε, είναι μια πολύ αόριστη νομική έννοια και ο Κάουτσκι κεραυνοβολεί σε πολλές σελίδες την «αυθαιρεσία» του σοβιετικού Συντάγματος. Αυτός ο «ευσυνείδητος εμβριθής» επιτρέπει στην αγγλική αστική τάξη να επεξεργάζεται και να μελετάει ολόκληρους αιώνες ένα καινούργιο (καινούργιο για τον μεσαίωνα) αστικό Σύνταγμα, αλλά σε μας, τους εργάτες και χωρικούς της Ρωσίας, δεν αφήνει κανένα χρονικό περιθώριο, αυτός ο εκπρόσωπος της δουλικής επιστήμης. Ζητάει από μας ένα επεξεργασμένο ως τη μικρότερη λεπτομέρειά του Σύνταγμα μέσα σε μερικούς μήνες...


«...Αυθαιρεσία!» Κρίνετε λοιπόν τί άβυσσο ταπεινής δουλοπρέπειας απέναντι στην αστική τάξη, τί ηλίθια σχολαστικότητα αποκαλύπτει αυτή η μομφή. Όταν στις καπιταλιστικές χώρες οι νομικοί, αστοί μέχρι τα νύχια, και οι περισσότεροι τους αντιδραστικοί, χρειάζονται αιώνες ή δεκαετίες για να επεξεργαστούνε τους πιο λεπτόλογους κανόνες, για να γράψουν δεκάδες και εκατοντάδες τόμους με νόμους και σχόλια, που καταπιέζουν τον εργάτη, δένουν χειροπόδαρα το φτωχό, ορθώνουν χιλιάδες εμπόδια στον εργαζόμενο, τον άνθρωπο του λαού, ώ! τότε οι αστοί φιλελεύθεροι κι ο κ. Κάουτσκι μαζί τους δε βλέπουν σ’ αυτό καμιάν «αυθαιρεσία»! Εκεί βασιλεύει η «τάξη» και η «νομιμότητα». Εκεί όλα μελετιούνται και κωδικοποιούνται έτσι που να ξεζουμίζεται καλύτερα ο φτωχός. Εκεί χιλιάδες δικηγόροι και αστοί γραφειοκράτες (ο Κάουτσκι αποφεύγει να μιλήσει γι’ αυτούς, ίσως γιατί ο Μαρξ απόδινε τεράστια σημασία στην καταστροφή της γραφειοκρατικής μηχανής) ξέρουν να ερμηνεύουν τους νόμους έτσι που ο εργάτης και ο μεσαίος χωρικός να μη μπορούν ποτέ να σπάσουνε το σιδερένιο πλέγμα που ορθώνουν αυτοί οι νόμοι. Δεν είναι η «αυθαιρεσία» της αστικής τάξης, δεν είναι η δικτατορία των εκμεταλλευτών, των άπληστων και βρωμερών που ρουφάνε το αίμα του λαού. Κάθε άλλο. Είναι η «καθαρή δημοκρατία», που γίνεται όλο και πιο καθαρή από μέρα σε μέρα.


Όταν όμως οι εργαζόμενες και εκμεταλλευόμενες τάξεις, που ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος τις χώρισε από τ’ αδέρφια τους στις άλλες χώρες, δημιουργήσανε για πρώτη φορά στην ιστορία τα Σοβιέτ τους, καλέσανε στην πολιτική ζωή τις μάζες που η αστική τάξη καταπίεζε, καταβασάνιζε και αποκτήνωνε, και επιχειρήσανε να φτιάξουν μόνες τους ένα καινούργιο κράτος, το προλεταριακό κράτος· όταν μέσα στη μάνητα της πάλης, μεσ’ στη φωτιά του εμφυλίου πολέμου αρχίσανε να ρίχνουνε τις βάσεις ενός κράτους χωρίς εκμεταλλευτές, τότε όλα τα καθάρματα της αστικής τάξης, όλες οι βδέλλες, με θυμιατή τους τον Κάουτσκι, βάλθηκαν να ουρλιάζουνε για «αυθαιρεσία»! Πώς θα μπορούσαν πραγματικά αυτοί οι αμόρφωτοι εργάτες και χωρικοί, πώς θα μπορούσε αυτός ο «όχλος» να ερμηνέψει τους δικούς του νόμους; Πού θέλετε να βρουν οι ταπεινοί αυτοί εργάτες το αίσθημα της δικαιοσύνης χωρίς τις συμβουλές των φωτισμένων δικηγόρων, των αστών συγγραφέων, των Κάουτσκι και των όλων σοφία παλιών υπαλλήλων;
Από το λόγο μου της 29 Απρίλη 1918, ο κ. Κάουτσκι αναφέρει αυτή τη φράση: «Οι μάζες καθαρίζουνε οι ίδιες τη διαδικασία και την ημερομηνία των εκλογών».


Και συμπεραίνει απ’ αυτό σαν «καθαρός δημοκράτης»: 


«...Φαίνεται λοιπόν πως κάθε ομάδα εκλογέων ερμηνεύει τη διαδικασία των εκλογών όπως της αρέσει. Η αυθαιρεσία και η δυνατότητα ν’ απαλλαγούν από τα ενοχλητικά στοιχεία της αντιπολίτευσης, ακόμα και μέσα στους κόλπους του προλεταριάτου, θα πολλαπλασιάζονταν έτσι στο μάξιμουμ», (σ. 37).


Τί άλλο λοιπόν από λόγια ενός δουλικού κονδυλοφόρου που πουλήθηκε στους καπιταλιστές και που ουρλιάζει για καταπίεση, όταν σε μια απεργία η μάζα ασκεί βία πάνω στους φιλόπονους εργάτες που «θέλουν να εργασθούν»; Γιατί ο τρόπος εκλογής, που εφαρμόζεται από τους αστούς γραφειοκράτες στην «καθαρή» αστική δημοκρατία, δεν είναι αυθαιρεσία; Γιατί η έννοια της δικαιοσύνης στις εξεγερμένες μάζες τις εκπαιδευμένες για την πάλη ενάντια στους αιώνιους εκμεταλλευτές τους, στις μάζες τις διαπαιδαγωγημένες και σκληραγωγημένες απ’ αυτή την απεγνωσμένη πάλη πρέπει να είναι κατώτερη απ’ ό,τι σε μια φούχτα γραφειοκράτες, διανοούμενους και δικηγόρους που έχουν τραφεί μέσα στις αστικές προλήψεις; 


Ο Κάουτσκι είναι ένας γνήσιος σοσιαλιστής· μην πάτε ν’ αμφισβητήσετε την ειλικρίνεια του αξιοσέβαστου αυτού οικογενειάρχη, του τίμιου αυτού πολίτη. Είναι κηρυγμένος και θερμός οπαδός της νίκης των εργατών, της προλεταριακής επανάστασης. Θα ήθελε μόνο πρώτα, πριν απ’ το κίνημα των μαζών, πριν από την αμείλικτη πάλη τους ενάντια στους εκμεταλλευτές να μπορούν οι μικροαστοί διανοούμενοι και οι φιλισταίοι με το νυκτερινό σκουφί, με την ησυχία τους και χωρίς εμφύλιο πόλεμο, να συντάσσουνε τους σοφούς νόμους και εγχειρίδια για την ανάπτυξη της επανάστασης...


Με βαθιά ηθική αγανάκτηση ο σοφός μας Ιουδάκος Γκολόβλιεφ[3] διηγείται στους γερμανούς εργάτες, ότι στις 14 Ιούνη 1918 η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ της Ρωσίας αποφάσισε να αποκλείσει από τα Σοβιέτ τους αντιπροσώπους των κομμάτων των Εσέρων της δεξιάς και των μενσεβίκων. «Το μέτρο αυτό», γράφει ο Ιουδάκος Κάουτσκι ανάβοντας από ευγενή αγανάκτηση, «δε στρέφεται εναντίον ορισμένων προσώπων που κάνανε ορισμένες αξιόποινες πράξεις...Το Σύνταγμα της Σοβιετικής Δημοκρατίας δε λέει λέξη για την ασυλία των αντιπροσώπων, μελών των Σοβιέτ. Δεν είναι ορισμένα πρόσωπα αλλά μάλλον ορισμένα κόμματα που στην περίπτωση αυτή αποκλείστηκαν από τα Σοβιέτ», (σ. 37).


Ναι, είναι πραγματικά τρομερό, είναι μια ανυπόφορη προσβολή στην καθαρή δημοκρατία, που σύμφωνα με τους κανονισμούς της θα έκανε την επανάσταση ο επαναστάτης μας Ιουδάκος Κάουτσκι. Οι ρώσοι μπολσεβίκοι θάπρεπε ν’ αρχίσουν με την εξασφάλιση ασυλίας στους Σαβίνκοφ και Σία, στους Λίμπερ-Νταν και τους Ποτρέσσοφ (τους «χωριστικούς») και Σία, να συντάξουνε κατόπι ένα ποινικό κώδικα που θα χαρακτήριζε «πράξιν κολάσιμον» τη συμμετοχή στην αντεπαναστατική εκστρατεία των Τσεχοσλοβάκων ή τη συμμαχία στην Ουκρανία και στη Γεωργία με τους γερμανούς ιμπεριαλιστές ενάντια στους εργάτες της χώρας τους και μονάχα τότε, χάρη στον ποινικό αυτό κώδικα, θα είχαμε το δικαίωμα, σύμφωνα με το πνεύμα της «καθαρής δημοκρατίας», ν’ αποκλείσουμε «ορισμένα πρόσωπα» από τα Σοβιέτ.


Είταν αυτονόητο πως οι Τσεχοσλοβάκοι, που έπαιρναν τις χρηματικές τους ενισχύσεις από τους Αγγλογάλλους καπιταλιστές διαμέσου των Σαβίνκοφ, των Ποτρέσσοφ και των Λίμπερ-Νταν ή χάρη στην προπαγάνδα τους, το ίδιο όπως οι Κράσνοφ, που εφοδιάζονταν με γερμανικά βλήματα με τις φροντίδες των μενσεβίκων της Ουκρανίας και της Τιφλίδας, θα περίμεναν φρόνιμα, ώσπου να συντάξουμε μ’ όλους τους κανόνες της τέχνης τον ποινικό μας κώδικα και θα περιορίζονταν σαν καθαροί δημοκράτες, σ’ ένα ρόλο «αντιπολίτευσης»...


Ο Κάουτσκι δεν αγαναχτεί λιγότερο γιατί το Σοβιετικό Σύνταγμα αφαιρεί τα εκλογικά δικαιώματα απ’ αυτούς που «χρησιμοποιούνε μισθωτούς εργάτες με σκοπό το κέρδος».
«Ένας εργάτης που δουλεύει στο σπίτι ή ένα μικροαφεντικό που απασχολεί ένα μεροκαματιάρη, μπορούν να ζουν και να αισθάνονται σαν αληθινοί προλετάριοι, δεν έχουν όμως δικαίωμα ψήφου», (σ. 36).


Τί παρανομία για την «καθαρή δημοκρατία»! Τί αδικία! Ως τώρα, όλοι οι μαρξιστές υποθέτανε, πράγμα που επιβεβαιώθηκε από χιλιάδες γεγονότα, πως τα μικροαφεντικά είναι οι πιο άτιμοι κ’ οι πιο απαίσιοι εκμεταλλευτές των μισθωτών εργατών· αλλά ο Ιουδάκος Κάουτσκι δε μιλάει φυσικά για την τάξη των μικροαφεντικών (ποιος λοιπόν επενόησε την ολέθρια θεωρία της πάλης των τάξεων;), μα για άτομα, για εκμεταλλευτές που «ζουν και αισθάνονται σαν αληθινοί προλετάριοι». Η περίφημη, «Αγνή η οικονόμα», που θεωρούντανε πεθαμένη από καιρό, αναστήθηκε από την πέννα του Κάουτσκι. Η περίφημη λοιπόν αυτή Αγνή η οικονόμα δημιουργήθηκε και τέθηκε εδώ και δεκάδες χρόνια σε κυκλοφορία στη γερμανική φιλολογία από τον «καθαρό» δημοκράτη, τον αστό Ευγένιο Ρίχτερ. Κι αυτός ο Ευγένιος Ρίχτερ προφήτεψε τις τρομερές δυστυχίες που θάφερνε η δικτατορία του προλεταριάτου και η δήμευση του κεφαλαίου των εκμεταλλευτών. Ρωτούσε με ύφος αθώο: τί είτανε ένας καπιταλιστής από νομική άποψη και επικαλούνταν το παράδειγμα μιας φτωχιάς και οικονόμας ράφτρας (την Αγνή την οικονόμα), που οι κακοί «δικτάτορες του προλεταριάτου» της πήρανε και την τελευταία της πεντάρα. Είταν μια εποχή που ολόκληρη η γερμανική σοσιαλδημοκρατία διασκέδαζε μ’ αυτή «την οικονόμα Αγνή» του καθαρού δημοκράτη Ευγένιου Ρίχτερ. Αλλά έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, ο Μπέμπελ ζούσε ακόμα και έλεγε καθαρά και ξάστερα την αλήθεια, δηλαδή ότι στο κόμμα μας υπάρχουν πολλοί εθνικοφιλελεύθεροι. Αυτά γινόντανε τον μακρινό κείνον καιρό όπου ο Κάουτσκι δεν είταν ακόμα αποστάτης.


Και νά η «Αγνή η οικονόμα» αναστημένη στο πρόσωπο του «μικροαφεντικού μ’ ένα μονάχα μεροκαματιάρη, που ζει και αισθάνεται σαν αληθινός προλετάριος». Οι κακοί μπολσεβίκοι είναι άδικοι απέναντι του· του αφαιρέσανε το δικαίωμα ψήφου. Είναι αλήθεια πως «κάθε εκλογική ομάδα», όπως λέει ο ίδιος ο Κάουτσκι, μπορεί στη Σοβιετική Δημοκρατία να δεχτεί ένα φτωχό τεχνίτη, που είναι προσκολλημένος λ.χ. σ’ ένα εργοστάσιο, αν βέβαια κατ’ εξαίρεση δεν είναι εκμεταλλευτής, αν πραγματικά «ζει και αισθάνεται σαν αληθινός προλετάριος». Αλλά είναι δυνατό να εμπιστευτεί κανένας στη γνώση της ζωής και στο αίσθημα δικαιοσύνης μιας εργοστασιακής επιτροπής από απλούς εργάτες κακά οργανωμένης και που λειτουργεί (τί φρίκη!) χωρίς νόμους; Δεν είναι φανερό πως είναι προτιμότερο να εξασφαλίσουμε το δικαίωμα ψήφου σ’ όλους τους εργοδότες, παρά να υπάρχει κίνδυνος μήπως οι εργάτες βλάψουν την «Αγνή την οικονόμα» και το «μικροτεχνίτη που ζει και αισθάνεται σαν αληθινός προλετάριος»;


Ας αφήσουμε τους αξιοπεριφρόνητους αποστάτες να εξευτελίζουνε, με τα χειροκροτήματα της αστικής τάξης και των σοσιαλσοβινιστών[4], το σοβιετικό μας Σύνταγμα, με το πρόσχημα ότι στερεί τους εκμεταλλευτές από το δικαίωμα ψήφου. Τόσο το καλύτερο, γιατί έτσι θα είναι ταχύτερη και βαθύτερη η ρήξη ανάμεσα στους επαναστάτες εργάτες της Ευρώπης και τους Σάϊντμαν και τους Κάουτσκι, τους Ρενοντέλ και τους Λογκέ, τους Χέντερσον και τους Μακντόναλ, τους παλιούς αυτούς αρχηγούς και παλιούς προδότες του σοσιαλισμού.


Οι καταπιεζόμενες μάζες, οι τίμιοι και συνειδητοί αρχηγοί των προλεταρίων επαναστατών θα είναι μαζί μας.


Φτάνει μονάχα να γνωρίσουμε στους προλετάριους και στις μάζες το σοβιετικό μας Σύνταγμα και θα πουν αμέσως: «Νά αληθινά πού είναι οι άνθρωποί μας, νά το αληθινό εργατικό κόμμα, η αληθινή κυβέρνηση των εργατών. Αυτή δεν εξαπατάει τους εργάτες με φλυαρίες για μεταρρυθμίσεις, όπως μας εξαπατούσαν όλοι όσοι ονομάστηκαν ήδη αρχηγοί. Αυτή αγωνίζεται πραγματικά ενάντια στους εκμεταλλευτές, κάνει στ’ αλήθεια την επανάσταση, παλεύει πραγματικά για την ολοκληρωτική απελευθέρωση των εργατών».


Αν τα Σοβιέτ, ύστερ’ από ένα χρόνο «πείρα», στερήσανε τους εκμεταλλευτές από το δικαίωμα ψήφου, αυτό σημαίνει ότι τα Σοβιέτ αυτά είναι πραγματικά η οργάνωση των καταπιεζομένων μαζών κι όχι των πουλημένων στην αστική τάξη σοσιαλιμπεριαλιστών και σοσιαλειρηνιστών. Αν τα Σοβιέτ αφαιρέσανε το δικαίωμα ψήφου από τους εκμεταλλευτές, αυτό σημαίνει ότι τα Σοβιέτ δεν είναι όργανα μικροαστικής συμφιλίωσης με τους καπιταλιστές, ούτε όργανα κοινοβουλευτικής φλυαρίας των Κάουτσκι, Λογκέ και Μακντόναλ, μα τα όργανα του αληθινά επαναστατικού προλεταριάτου, που δίνει έναν αγώνα μέχρι θανάτου με τους εκμεταλλευτές.


«Είναι σχεδόν άγνωστο εδώ το βιβλίο του Κάουτσκι», μούγραφε τελευταία (είμαστε στις 30 του Οκτώβρη) από το Βερολίνο ένας καλά πληροφορημένος σύντροφος. Θα συμβούλευα τους πρεσβευτές μας στη Γερμανία και στην Ελβετία να μη λυπηθούν λεφτά, ν’ αγοράσουνε ολόκληρη την έκδοση αυτού του βιβλίου και να το μοιράσουνε δωρεάν στους συνειδητούς εργάτες, για να βουτήξουνε στη λάσπη της αυτήν την «ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία» (διαβάστε: ιμπεριαλιστική και ρεφορμιστική) που από καιρό δεν είναι παρά ένα «σάπιο πτώμα».


* * *
 
 
Στο τέλος του βιβλίου του, στις σελίδες 61 και 63, λυπάται πικρά ο κ. Κάουτσκι που «η καινούργια θεωρία» (έτσι αποκαλεί το μπολσεβικισμό, μη τολμώντας ούτε να πλησιάσει καν την ανάλυση της Κομμούνας του Παρισιού από το Μαρξ και τον Έγκελς) «βρίσκει οπαδούς ακόμα και στις παλιές δημοκρατίες, όπως η Ελβετία». Είναι «ακατανόητο» για τον Κάουτσκι, ότι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες δέχονται αυτή τη θεωρία.
Αυτό είναι αντίθετα απόλυτα κατανοητό, γιατί ύστερ’ απ’ τα σοβαρά μαθήματα του πολέμου, οι επαναστατικές μάζες αρχίζουν να νοιώθουν αποστροφή και για τους Σάϊντμαν και για τους Κάουτσκι.


«Εμείς» είμασταν πάντοτε υπέρ της δημοκρατίας, γράφει ο Κάουτσκι, και θα την απαρνιόμασταν ξαφνικά; 


«Εμείς», οπορτουνιστές της σοσιαλ-δημοκρατίας, είμαστε πάντοτε εναντίον της δικτατορίας του προλεταριάτου –οι Κολμπ και Σία το διακήρυξαν ανοιχτά από καιρό. Ο Κάουτσκι το ξέρει καλά και γελιέται αν φαντάζεται πως μπορεί να κρύψει από τους αναγνώστες του ένα τόσο ολοφάνερο γεγονός, όπως είναι η «επιστροφή του εις τας αγκάλας» των Μπερνστάϊν και των Κολμπ. 


«Εμείς», επαναστάτες μαρξιστές, δεν κάναμε ποτέ μας είδωλο την «καθαρή» (αστική) δημοκρατία. Πριν από τη λυπηρή μεταστροφή, που τον έκανε ρώσο Σάϊντμαν, ο Πλεχάνοφ είτανε στα 1903, όπως ξέρουμε, επαναστάτης μαρξιστής.


Στο συνέδριο όπου εγκρίθηκε το πρόγραμμα του κόμματος ο Πλεχάνοφ έλεγε ότι τη στιγμή της επανάστασης το προλεταριάτο δε θα δίσταζε να αφαιρέσει το δικαίωμα ψήφου από τους καπιταλιστές, να διαλύσει κάθε κοινοβούλιο που θα αποδεικνύονταν αντεπαναστατικό. Αυτή άλλωστε είναι η μόνη άποψη που ανταποκρίνεται στο μαρξισμό, όπως το είδαμε από τις διακηρύξεις του Μαρξ και του Έγκελς που παραθέσαμε πιο πάνω. Είναι το καθαρό πόρισμα όλων των μαρξιστικών άρχων.


«Εμείς», επαναστάτες μαρξιστές, δε βγάλαμε ποτέ στο λαό λόγους, όπως αρέσκονταν να εκφωνούν οι καουτσκιστές όλων των εθνών, έρποντας μπροστά στην αστική τάξη, ζητώντας να μιμηθούνε τα αστικά κοινοβούλια, αποκρύβοντας τον αστικό χαρακτήρα της σημερινής δημοκρατίας και αρκούμενοι να ζητούν την διεύρυνσή της και την ολοκλήρωσή της.


«Εμείς» λέγαμε στην αστική τάξη: Εκμεταλλευτές και υποκριτές που είσαστε, μιλάτε για δημοκρατία και σε κάθε σας βήμα ορθώνετε χιλιάδες φραγμούς, για να εμποδίσετε τις καταπιεζόμενες μάζες να πάρουνε μέρος στην πολιτική ζωή. Παίρνουμε τα λόγια σας και απαιτούμε υπέρ των μαζών τη διεύρυνση της αστικής σας δημοκρατίας, για να προετοιμάσουμε τις μάζες για την επανάσταση που θα σας ανατρέψει, εσάς τους εκμεταλλευτές. Κι αν εσείς οι εκμεταλλευτές κάνετε πως αντιστεκόσαστε στην προλεταριακή μας επανάσταση, θα σας τσακίσουμε αλύπητα, θα σας στερήσουμε από τα πολιτικά σας δικαιώματα και κάτι άλλο ακόμα: θα σας αρνηθούμε το ψωμί, γιατί στην προλεταριακή μας δημοκρατία οι εκμεταλλευτές δε θάχουν δικαιώματα, θα στερηθούν κι από νερό κι από φωτιά, γιατί είμαστε αληθινοί σοσιαλιστές: εμείς και όχι σοσιαλιστές οπερέττας σαν τους Σάϊντμαν και τους Κάουτσκι. 


Αυτή είναι η γλώσσα που μιλήσαμε και που θα μιλάμε «εμείς» οι επαναστάτες μαρξιστές και να γιατί οι καταπιεζόμενες μάζες θα είναι μαζί μας, ενώ οι Σάϊντμαν και οι Κάουτσκι θα ριχτούνε μέσα στο σκουπιδοτενεκέ των αποστατών.


Τί Είναι Διεθνισμός

Ο Κάουτσκι θεωρεί και ανακηρύχνει τον εαυτό του διεθνιστή παίρνοντας το πιο πειστικό ύφος. Χαρακτηρίζει τους Σάϊντμαν για «κυβερνητικούς σοσιαλιστές». Υπερασπίζοντας τους μενσεβίκους (ο Κάουτσκι δεν ομολογεί ανοιχτά την αλληλεγγύη του με τους μενσεβίκους, εφαρμόζει όμως όλες τις ιδέες τους), έδειξε με μια ωραία σαφήνεια την ποιότητα του «διεθνισμού» του. Κ’ επειδή ο Κάουτσκι δεν είναι μονάδα, αλλά ο εκπρόσωπος ενός ρεύματος που έμελλε αναγκαστικά ν’ αναπτυχθεί μέσα στην ατμόσφαιρα της 2ης Διεθνούς, όπως ο Λογκέ στη Γαλλία, ο Τουράτι στην Ιταλία, οι Νομπς και Γκριμ, Γκράμπερ και Νεν στην Ελβετία, ο Ράμσεϊ Μακντόναλ στην Αγγλία κτλ., θάταν διδακτικό να σταματήσουμε στο «διεθνισμό» του Κάουτσκι.


Κάνοντας την παρατήρηση πως και οι μενσεβίκοι είτανε στο Τσίμμερβαλντ (είναι ένα δίπλωμα βέβαια, όμως... ένα δίπλωμα κάπως μουχλιασμένο) ο Κάουτσκι εκθέτει έτσι τις ιδέες τους, που τις συμμερίζεται άλλωστε.


«...Οι μενσεβίκοι θέλανε την παγκόσμια ειρήνη. Ήθελαν όλοι οι εμπόλεμοι να υιοθετήσουνε το σύνθημα: δίχως προσαρτήσεις, ούτε αποζημιώσεις. Ώσπου να γίνει αυτό, ο ρωσικός στρατός, κατά τη γνώμη τους, έπρεπε να είναι έτοιμος με το όπλο παρά πόδας. Οι μπολσεβίκοι από το άλλο μέρος ζητούσαν άμεση ειρήνη με κάθε θυσία και είτανε διατεθειμένοι, σε περίπτωση ανάγκης, να κλείσουνε χωριστή ειρήνη και προσπαθούσαν να την κάνουν αναπόφευκτη αυξάνοντας την αποσύνθεση του στρατού που είταν κιόλας μεγάλη», (σ. 27). Οι μπολσεβίκοι κατά τον Κάουτσκι δεν έπρεπε να καταλάβουν την εξουσία, αλλά να αρκεστούνε στη Συντακτική Συνέλευση.


Νά λοιπόν σε τί συνίσταται ο διεθνισμός του Κάουτσκι και των μενσεβίκων: να ζητήσουν μεταρρυθμίσεις από την αστική ιμπεριαλιστική κυβέρνηση, μα να εξακολουθούν να την υποστηρίζουνε, να εξακολουθούν να υποστηρίζουν τον πόλεμο που κάνει η κυβέρνησή τους, ώσπου όλοι οι εμπόλεμοι να υιοθετήσουνε το σύνθημα: χωρίς προσαρτήσεις, ούτε αποζημιώσεις. Αυτήν εδώ την ιδέα την εκφράσανε πολλές φορές και ο Τουράτι και οι καουτσκιστές (Χάαζε και Σία) και ο Λογκέ και οι φίλοι του, υποστηρίζοντας όλοι τους «την άμυνα της πατρίδας».


Από θεωρητική άποψη είναι σα να είσαι ολότελα ανίκανος να ξεχωρίσεις από τους σοσιαλσοβινιστές και να δείχνεις ολοκληρωτική σύγχυση πάνω στο ζήτημα της άμυνας της πατρίδας. Από πολιτική άποψη, είναι σα να υποκαθιστάς τον εθνικισμό στο διεθνισμό, και να περνάς με το μέρος του ρεφορμισμού, είναι σα ν’ απαρνιέσαι την επανάσταση.
Το ν’ αναγνωρίζεις την «άμυνα της πατρίδας» είναι, από την άποψη του προλεταριάτου, σα να δικαιολογείς τον πόλεμο, σα ν’ αναγνωρίζεις τη νομιμότητα του. Και καθώς ο πόλεμος, τόσο κάτω από τη δημοκρατία όσο και κάτω από τη μοναρχία, είτε εχθρικά στρατεύματα βρίσκονται στο έδαφος μας ή σε ξένο έδαφος, παραμένει ιμπεριαλιστικός, το ν’ αναγνωρίζεις την άμυνα της πατρίδας είναι σα να υποστηρίζεις την ιμπεριαλιστική και ληστρική αστική τάξη, είναι σα να προδίνεις ολότελα το σοσιαλισμό.


Στη Ρωσία, ακόμα και κάτω από την αστικολαϊκή δημοκρατία με τον Κερένσκι, ο πόλεμος εξακολουθούσε να είναι ιμπεριαλιστικός, αφού τον έκανε η αστική τάξη σαν τάξη κυρίαρχη, και ο πόλεμος δεν είναι παρά η «επέκταση της πολιτικής». Ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του πολέμου αποδείχτηκε με τον πιο χτυπητό τρόπο από τις μυστικές συνθήκες, αναφορικά με το μοίρασμα του κόσμου και τη λεηλασία των ξένων χωρών, που έκλεισε ο τσάρος με τους καπιταλιστές της Αγγλίας και Γαλλίας.


Οι μενσεβίκοι εξαπατούσαν επαίσχυντα το λαό παρουσιάζοντας τούτο τον πόλεμο σαν αμυντικό ή επαναστατικό, και ο Κάουτσκι, επιδοκιμάζοντας την πολιτική των μενσεβίκων, επιδοκιμάζει τον εμπαιγμό του λαού, επιδοκιμάζει την τακτική των μικροαστών που υπηρετούσαν το κεφάλαιο εξαπατώντας τους εργάτες και δένοντάς τους στο άρμα των ιμπεριαλιστών. Ο Κάουτσκι ακολουθεί μια πολιτική τυπικά μικροαστική και φιλισταϊκή φανταζόμενος (και υποβάλλοντας στις μάζες την παράλογη αυτή ιδέα) πως το «σύνθημα» αλλάζει την ουσία του ζητήματος. Όλη η ιστορία της αστικής δημοκρατίας έρχεται να καταστρέψει εδώ το ονειροπόλημά του: Για να εξαπατήσουν το λαό οι αστοί δημοκράτες σκορπάνε ανέκαθεν ό,τι «συνθήματα» θέλεις. Πρόκειται να εξακριβώσουμε μονάχα την ειλικρίνειά τους, να αντιπαραβάλουμε τις πράξεις με τα λόγια, να μην ικανοποιούμαστε με ιδεαλιστικές ή τσαρλατάνικες φράσεις μα να ψάχνουμε να βρούμε το πραγματικό ταξικό περιεχόμενο. Ο πόλεμος δεν παύει να είναι ιμπεριαλιστικός επειδή οι τσαρλατάνοι, οι φρασεολόγοι και οι μικροαστοί φιλισταίοι ρίχνουν ένα ζαχαρωμένο «σύνθημα». Ο πόλεμος δε θα πάψει να είναι ιμπεριαλιστικός, παρά μονάχα όταν η τάξη που διεξάγει τον ιμπεριαλιστικό αυτόν πόλεμο και που είναι δεμένη μ’ αυτόν με χίλια δυο οικονομικά νήματα (αν όχι με σκοινιά) θα ανατραπεί πραγματικά και θα αντικατασταθεί στην εξουσία από την αληθινά επαναστατική τάξη, από το προλεταριάτο. Δεν υπάρχει άλλο μέσο να γλιτώσουμε από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, καθώς και από τη ληστρική ιμπεριαλιστή ειρήνη.


Επιδοκιμάζοντας την εξωτερική πολιτική των μενσεβίκων, που την ανακηρύχνει διεθνιστική και τσιμμερβαλντιανή, ο Κάουτσκι αποδείχνει πρώτα-πρώτα μ’ αυτό όλη τη διαφθορά της οπορτουνιστικής τσιμμερβαλντιανής πλειοψηφίας (δεν είναι χωρίς λόγο που εμείς, η αριστερά του Τσίμμερβαλντ, ξεκόψαμε αμέσως με μια τέτοια πλειοψηφία)· περνάει ύστερα ο Κάουτσκι, κι αυτό είναι το κυριότερο, από τη θέση του προλεταριάτου στη θέση της μικροαστικής τάξης, από την επαναστατική αρχή στη ρεφορμιστική.


Το προλεταριάτο αγωνίζεται για την επαναστατική ανατροπή της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, η μικροαστική τάξη για τη ρεφορμιστική «τελειοποίηση» του ιμπεριαλισμοί), για να προσαρμοστεί μ’ αυτόν υποτασσόμενη σ’ αυτόν. Όταν ο Κάουτσκι είταν ακόμα μαρξιστής, στα 1909 λ.χ., όταν έγραφε το «Δρόμο προς την εξουσία», υποστήριζε ίσα - ίσα την ιδέα πως ο πόλεμος έκανε αναπόφευκτη την επανάσταση κ’ έλεγε πως είχε φτάσει η εποχή των επαναστάσεων.


Το «Μανιφέστο της Βασιλείας» στα 1912 μιλάει πολύ καθαρά για την προλεταριακή επανάσταση σαν αναγκαία συνέπεια του ίδιου αυτού ιμπεριαλιστικού πολέμου που ξέσπασε στα 1914 ανάμεσα στα συγκροτήματα της Αγγλίας και της Γερμανίας. Έ, λοιπόν, όταν στα 1918 άρχισαν οι επαναστάσεις, σα συνέπεια του πολέμου, αντί να εξηγήσει το μοιραίο χαρακτήρα τους, αντί να εξετάσει και να μελετήσει σ’ όλο της το βάθος την επαναστατική τακτική, τις μέθοδες και τα μέσα για την προπαρασκευή της επανάστασης, ο Κάουτσκι χαρακτηρίζει διεθνισμό τη ρεφορμιστική τακτική των μενσεβίκων. Τί είναι λοιπόν αυτό αν όχι αποστασία; 


Ο Κάουτσκι εγκωμιάζει τους μενσεβίκους γιατί υποστήριζαν πως έπρεπε να κρατήσει ο στρατός άθικτη τη μαχητική του ικανότητα. Μέμφεται τους μπολσεβίκους, γιατί διεύρυναν την «εξάρθρωση» του στρατού που είταν κιόλας μεγάλη και χωρίς αυτό. Αυτό είναι σα να εγκωμιάζει το ρεφορμισμό και την υποταγή στην ιμπεριαλιστική αστική τάξη, σα να ψέγει την επανάσταση, να την απαρνιέται. Γιατί διατήρηση της μαχητικής δύναμης του στρατού σήμαινε διατήρηση του στρατού με αστική διοίκηση, όσο δημοκρατική κι αν είταν. Αυτό δεν είναι για κανένα μυστικό και η πορεία των γεγονότων το έδειξε καθαρά: ο δημοκρατικός εκείνος στρατός είχε διατηρήσει το πνεύμα του Κορνίλοφ, χάρη στα στελέχη του που είταν διαποτισμένα απ’ αυτό το πνεύμα.


Η κάστα των αστών αξιωματικών δε μπορούσε να μην είναι κορνιλοφική, δε μπορούσε να μην κλίνει προς τον ιμπεριαλισμό, προς τη βίαιη καταστολή του προλεταριάτου. Ν’ αφήσουν άθικτες όλες τις παλιές βάσεις του ιμπεριαλιστικού πολέμου, όλες τις βάσεις της αστικής δικτατορίας, να ρετουσάρουν λεπτομέρειες, να διορθώσουν μικροπράματα («μεταρρυθμίσεις») νά σε τι περιορίζονταν πραγματικά η τακτική των μενσεβίκων.


Αντίθετα, καμιά μεγάλη επανάσταση δεν έγινε, και δε μπορεί να γίνει χωρίς την «εξάρθρωση» του στρατού. Γιατί ο στρατός είναι το πιο σίγουρο στήριγμα του παλιού καθεστώτος, η πιο γερή ασπίδα της αστικής πειθαρχίας, το βάθρο της καπιταλιστικής κυριαρχίας, όργανο και σχολείο υποδούλωσης και υποταγής των εργατών στο κεφάλαιο. Η αντεπανάσταση δεν ανέχτηκε ποτέ κ’ ούτε μπορούσε ν’ ανεχτεί τους οπλισμένους εργάτες πλάϊ στον τακτικό στρατό. «Στη Γαλλία», γράφει ο Έγκελς στην «Εισαγωγή» στον «Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία» του Μαρξ, «ύστερ’ από κάθε επανάσταση, οι εργάτες είταν οπλισμένοι· γι’ αυτό η πρώτη δουλειά των αστών, που κρατούσανε την εξουσία, είτανε να αφοπλίσουν τους εργάτες». Οι οπλισμένοι εργάτες είτανε το έμβρυο του νέου στρατού, το οργανικό κύτταρο της νέας κοινωνικής τάξης. Να συντρίψει αυτό το κύτταρο, να εμποδίσει την ανάπτυξή του, τέτοια είτανε η πρώτη έγνοια της αστικής τάξης. Η πρώτη έγνοια κάθε νικηφόρας επανάστασης, όπως τόχουνε πολλές φορές υπογραμμίσει ο Μαρξ κι ο Έγκελς, είτανε να καταστρέψει τον παλιό στρατό, να τον διαλύσει και να τον αντικαταστήσει μ’ έναν καινούργιο στρατό. Η νέα κοινωνική τάξη που φτάνει στην εξουσία, δε μπόρεσε ποτέ κι ούτε μπορεί και σήμερα να κερδίσει και να εξασφαλίσει την κυριαρχία της χωρίς την ολοκληρωτική αποσύνθεση του παλιού στρατού –αφήνοντας τους αντιδραστικούς μικροαστούς ή απλούστατα άναντρους να φωνάζουνε για «εξάρθρωση»– χωρίς να περάσει μια περίοδος σπαρμένη με δυσκολίες και δοκιμασίες, που στη διάρκειά της η χώρα μένει χωρίς στρατό (η μεγάλη γαλλική επανάσταση γνώρισε την τρομερή αύτη περίοδο), και χωρίς να σφυρηλατήσει λίγο - λίγο, μέσα στα μαρτύρια του εμφυλίου πολέμου έναν καινούργιο στρατό, μια καινούργια πειθαρχία, τη νέα στρατιωτική οργάνωση της νέας τάξης. Αυτό ο ιστορικός Κάουτσκι το καταλάβαινε κάποτε. Ο αποστάτης Κάουτσκι το ξέχασε.


Με ποιο δικαίωμα ο Κάουτσκι αποκαλεί τους Σάϊντμαν «κυβερνητικούς σοσιαλιστές» αφού επιδοκιμάζει την τακτική των μενσεβίκων στη ρωσική επανάσταση; Υποστηρίζοντας τον Κερένσκι και παίρνοντας μέρος στην κυβέρνησή του οι μενσεβίκοι είτανε κι αυτοί λίγο - πολύ κυβερνητικοί σοσιαλιστές. Ο Κάουτσκι δε θα μπορούσε ν’ αποφύγει αυτό το συμπέρασμα, φτάνει να δοκίμαζε να θέσει το πρόβλημα της κυρίαρχης τάξης που διεξάγει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αποφεύγει όμως ν’ ανακινήσει αυτό το ζήτημα, που μπαίνει ωστόσο μπροστά σε κάθε μαρξιστή, γιατί και θέτοντάς το μόνο θα αποκάλυπτε την αποστασία του.


Οι καουτσκιστές στη Γερμανία, οι λογκετιστές στη Γαλλία, οι Τουράτι και Σία στην Ιταλία, σκέφτονται έτσι: ο σοσιαλισμός περιλαβαίνει την ισότητα και την ελευθερία των εθνών, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης τους· κατά συνέπεια, όταν τα εχθρικά στρατεύματα επιτίθενται στη χώρα μας ή εισβάλλουν στο έδαφος μας, οι σοσιαλιστές έχουν το δικαίωμα και το καθήκον να υπερασπίσουν την πατρίδα τους. Αυτός όμως ό συλλογισμός, από θεωρητική άποψη, είναι μια ολοφάνερη προσβολή στο σοσιαλισμό ή ένα αδιάντροπο σόφισμα. Από πρακτική και πολιτική άποψη, θυμίζει το συλλογισμό ενός αγράμματου μουζίκου, που είναι ανίκανος και να φανταστεί καν τον κοινωνικό και ταξικό χαρακτήρα του πολέμου, ούτε τα καθήκοντα του επαναστατικού κόμματος μέσα σ’ έναν αντιδραστικό πόλεμο.


Ο σοσιαλισμός είναι εναντίον της βίας απέναντι στα έθνη. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Αλλά ό σοσιαλισμός είναι γενικά κατά της βίας απέναντι στους ανθρώπους. Ωστόσο, έξω από τους αναρχοχριστιανούς και τους τολστοϊστές, κανένας ακόμα δεν έβγαλε απ’ αυτό το συμπέρασμα ότι ο σοσιαλισμός αντιτίθεται στην επαναστατική βία. Κατά συνέπεια, να μιλάς για «βία», χωρίς να βλέπεις καθαρά τους όρους που κάνουν να διαφέρει η αντιδραστική βία από την επαναστατική βία είναι σα να φέρνεσαι σαν φιλισταίος πού έχει απαρνηθεί την επανάσταση ή απλούστατα σα να εξαπατάς τον εαυτό σου και τους άλλους με σοφίσματα.


Το ίδιο γίνεται και με τη βία απέναντι στα έθνη. Κάθε πόλεμος είναι άσκηση βίας απέναντι στα έθνη, αυτό όμως δεν εμποδίζει τους σοσιαλιστές να είναι υπέρ του επαναστατικού πολέμου. Ο ταξικός χαρακτήρας του πολέμου –να το θεμελιακό ζήτημα πού μπαίνει μπροστά σε κάθε σοσιαλιστή, αν δεν είναι βέβαια αποστάτης. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος του 1914-1918 είναι ένας πόλεμος ανάμεσα σε δυο ομάδες της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης για το μοίρασμα του κόσμου, για το μοίρασμα της λείας, για το ξεγύμνωμα και το στραγγαλισμό των μικρών και αδύνατων εθνών. Έτσι έβλεπε τον πόλεμο το «Μανιφέστο της Βασιλείας» στα 1912 κι αυτό επιβεβαίωσαν τα γεγονότα. Όποιος εγκαταλείπει την άποψη αυτή για τον πόλεμο δεν είναι σοσιαλιστής.


Όταν ο γερμανός του Γουλιέλμου ή ο γάλλος του Κλεμανσό λέει: «Έχω το δικαίωμα και το καθήκον σα σοσιαλιστής να υπερασπίσω την πατρίδα, όταν ο εχθρός εισβάλλει στη χώρα μου», σκέφτεται όχι σα σοσιαλιστής, όχι σα διεθνιστής, όχι σαν επαναστάτης προλετάριος, μα σα μικροαστός εθνικιστής. Γιατί με το συλλογισμό αυτό εξαφανίζεται η ταξική επαναστατική πάλη του εργάτη ενάντια στο κεφάλαιο, εξαφανίζεται η σωστή εκτίμηση του πολέμου στο σύνολό του, από την άποψη της παγκόσμιας αστικής τάξης και του παγκόσμιου προλεταριάτου, εξαφανίζεται δηλαδή ο διεθνισμός και δε μένει παρά ένας καχεκτικός εθνικισμός που κινεί τον οίκτο. Τα βάζουν με τη χώρα μου, για τα αλλά δε με νοιάζει –νά που καταλήγει ο συλλογισμός αυτός κι ως πού φτάνει η μικροαστική και εθνικιστική στενότητά του. Είναι σαν, μπροστά στην ατομική βία που ασκείται πάνω σ’ ένα πρόσωπο, να κάνεις τον ακόλουθο συλλογισμό: Ο σοσιαλισμός είναι κατά της βίας, κατά συνέπεια προτιμάω να κάνω μια προδοσία παρά να πάω στη φυλακή.


Ο γάλλος, ο γερμανός ή ο ιταλός που λέει: Ο σοσιαλισμός είναι εναντίον της βίας απέναντι στα έθνη, νά γιατί αμύνομαι όταν ο εχθρός εισβάλλει στη χώρα μου –προδίνει το σοσιαλισμό και το διεθνισμό. Ο άνθρωπος αυτός δε βλέπει τίποτα έξω από τη «χώρα του». Βάζει την αστική τάξη... «του» πάνω απ’ όλα, χωρίς να σκεφτεί τους διεθνείς δεσμούς που κάνουν τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και την αστική τάξη του έναν κρίκο στην αλυσίδα της ιμπεριαλιστικής ληστείας.


Όλοι οι μικροαστοί, όλοι οι αμόρφωτοι και κοντόμυαλοι χωρικοί, σκέφτονται ακριβώς σαν τους αποστάτες καουτσκιστές, λογκετιστές, Τουράτι και Σία, δηλαδή: Ο εχθρός βρίσκεται στη χώρα μου, όλα τ’ άλλα λίγο με ενδιαφέρουν.[5]


Ο σοσιαλιστής, ο επαναστάτης προλετάριος, ο διεθνιστής, σκέφτεται αλλιώς: Ο αντιδραστικός ή επαναστατικός χαρακτήρας του πολέμου εξαρτιέται όχι από το ποιός επιτέθηκε ούτε σε ποια χώρα βρίσκεται ο «εχθρός», μα από τούτο: ποια τάξη κάνει τον πόλεμο και ποιάς πολιτικής είναι προέκταση. Αν ο πόλεμος είναι αντιδραστικός ιμπεριαλιστικός, δηλαδή πόλεμος ανάμεσα σε δυο παγκόσμιες ομάδες της αντιδραστικής, ληστρικής, καταπιεστικής, ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, τότε ολόκληρη η αστική τάξη (ακόμα και μιας μικρής χώρας) συμμετέχει σ’ αυτή τη ληστεία, και το καθήκον μου, το χρέος μου σαν εκπρόσωπου του επαναστατικού προλεταριάτου είναι να προετοιμάσω την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση, μόνη σανίδα σωτηρίας από τις φρικαλεότητες του παγκόσμιου πολέμου. Δεν πρέπει να σκεφτώ από την άποψη της χώρας «μου» (πρέπει να τ’ αφήσω αυτό στον αποβλακωμένο μικροαστό εθνικιστή, που δεν καταλαβαίνει πως είναι ένα παιχνιδάκι στα χέρια της ιμπεριαλιστικής μεγαλοαστικής τάξης), μα από την άποψη της συμμετοχής μου στην προετοιμασία, στην προπαγάνδα για την επιτάχυνση της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης.


Νά τί είναι διεθνισμός, νά ποιο είναι το καθήκον του διεθνιστή, του επαναστάτη εργάτη, του αληθινού σοσιαλιστή. Ο αποστάτης Κάουτσκι «ξέχασε» το άλφα-βήτα. Αλλά η αποστασία του φαίνεται ακόμα πιο ανάγλυφα, όταν από την τακτική των μικροαστών εθνικιστών (μενσεβίκων στη Ρωσία, λογκετιστών στη Γαλλία, Τουράτι στην Ιταλία, Χάαζε και Σία στη Γερμανία) που επιδοκιμάζει, περνάει στην κριτική της μπολσεβίκικης τακτικής:
«Η μπολσεβίκικη επανάσταση έγινε με την προϋπόθεση πως θα είτανε η αφετηρία της γενικής ευρωπαϊκής επανάστασης και πως η τολμηρή πρωτοβουλία της Ρωσίας θάκανε όλους τους προλετάριους της Ευρώπης να ξεσηκωθούν.


Σ’ αυτή τη συγκυρία, πολύ λίγο ενδιέφερε φυσικά ποια μορφή θάπαιρνε η χωριστή ρωσική ειρήνη, τί θυσίες και τί απώλειες, εδαφών (κατά γράμμα: ακρωτηριασμοί Verstümmelungen) θα επέφερε για το ρωσικό λαό, ποια λύση θάδινε στο δικαίωμα για αυτοδιάθεση των λαών. Το ίδιο ελάχιστα ενδιέφερε αν η Ρωσία είτανε τότε ικανή να αμυνθεί ή όχι. Σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη η ευρωπαϊκή επανάσταση θάτανε η καλύτερη υπεράσπιση της ρωσικής επανάστασης, θα εξασφάλιζε σ’ όλους τους λαούς τους διασπαρμένους στο παλιό ρωσικό έδαφος την αληθινή και ακέρια ελευθερία να αποφασίζουν για την τύχη τους.


Μια επανάσταση στην Ευρώπη που θάφερνε και θα στερέωνε το σοσιαλισμό, θα χρησίμευε επίσης στο παραμέρισμα των εμποδίων που έβαζε για την πραγματοποίηση στη Ρωσία ενός σοσιαλιστικού συστήματος παραγωγής, η οικονομική καθυστέρηση της χώρας.
Όλα αυτά είτανε πολύ λογικά και πολύ βάσιμα, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η ρωσική επανάσταση θάβαζε σε κίνηση την ευρωπαϊκή επανάσταση. Αν όμως δε γινότανε αυτό; ...
Ως τα σήμερα η υπόθεση αυτή δε δικαιώθηκε. Και κατηγορούνε τώρα τους προλετάριους της Ευρώπης, ότι εγκαταλείψανε και προδώσανε τη ρωσική επανάσταση. Πρόκειται για μήνυση κατ’ αγνώστων, γιατί ποιόν να θεωρήσουμε υπεύθυνο για τη διαγωγή του ευρωπαϊκού προλεταριάτου;», (σ. 28). Πάνω σ’ αυτό, ο Κάουτσκι προσθέτει ότι ο Μαρξ, ο Έγκελς και ο Μπέμπελ, πολλές φορές γελάστηκαν στις επαναστατικές τους προβλέψεις, μα ότι ποτέ τους δε στηρίξανε την τακτική τους στην αναμονή της επανάστασης «μέσα σε ορισμένη ημερομηνία», (σ. 29), ενώ οι μπολσεβίκοι «τάβαλαν όλα πάνω στο χαρτί της γενικής επανάστασης στην Ευρώπη».


Δώσαμε επίτηδες τη μακριά αυτή περικοπή για να δείξουμε στον αναγνώστη με πόση «επιδεξιότητα» διαστρέφει ο Κάουτσκι το μαρξισμό, ανακατεύοντας τον με χυδαίες μικροαστικές και αντιδραστικές ιδέες.


Να αποδίνεις, πρώτα - πρώτα, στον αντίπαλό σου μιαν ολοφάνερη ανοησία, για να την ανασκευάσεις ύστερα, αυτό είναι μέθοδος όχι και πολύ έξυπνων ανθρώπων. Θάτανε αναμφισβήτητα μωρία από μέρους των μπολσεβίκων να στηρίξουνε την τακτική τους στην αναμονή της επανάστασης στις άλλες χώρες «μέσα σε ορισμένη ημερομηνία». Αλλά το κόμμα των μπολσεβίκων δε διέπραξε μια τέτοια μωρία. Στο γράμμα μου στους αμερικανούς εργάτες (20-8-1918), εφιστώ την προσοχή πάνω σ’ αυτή την πλάνη, λέγοντάς τους ότι υπολογίζουμε στην αμερικανική επανάσταση, όχι όμως σε ορισμένη ημερομηνία. Στην πολεμική μου ενάντια στους Εσέρους της αριστεράς και τους «αριστερούς κομμουνιστές» (Γενάρης-Μάρτης 1918), επανειλημμένα ανέπτυξα την ίδια αυτή ιδέα. Ο Κάουτσκι έκανε μια μικρή, μια τόση δα ταχυδακτυλουργία, πάνω στην οποία στήριξε ολόκληρη την κριτική του εναντίον του μπολσεβικισμού. Ανακάτεψε την τακτική που υπολογίζει στην ευρωπαϊκή επανάσταση σε ημερομηνία λιγότερο ή περισσότερο κοντινή –οπωσδήποτε όμως όχι σε ορισμένη ημερομηνία– μαζί με την τακτική που υπολογίζει στην ευρωπαϊκή επανάσταση μέσα σε ορισμένη ημερομηνία. Ασήμαντη απάτη, ολότελα ασήμαντη!

Η δεύτερη τακτική είναι πραγματική μωρία. Η πρώτη είναι υποχρεωτική για κάθε μαρξιστή, για κάθε επαναστάτη προλετάριο, για κάθε διεθνιστή· υποχρεωτική, γιατί μονάχα αυτή, πιστή στις μαρξιστικές αρχές, υπολογίζει ακριβώς στην αντικειμενική κατάσταση που δημιουργεί ο πόλεμος σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, γιατί μονάχα αυτή ανταποκρίνεται στα διεθνικά καθήκοντα του προλεταριάτου.
Υποκαθιστώντας άτιμα το μεγάλο ζήτημα των αρχών της επαναστατικής τακτικής γενικά με το μικροζήτημα της πλάνης που θα μπορούσαν να πέσουν οι επαναστάτες μπολσεβίκοι, αλλά δεν πέσανε, ο Κάουτσκι απαρνιέται ούτε λίγο ούτε πολύ την επαναστατική τακτική γενικά.


Αποστάτης στην πολιτική δεν ξέρει ούτε στη θεωρία να θέσει το ζήτημα των αντικειμενικών όρων της επαναστατικής τακτικής.


Κ’ ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο σημείο. Είναι υποχρεωτικό για κάθε μαρξιστή να υπολογίζει στην ευρωπαϊκή επανάσταση, από τη στιγμή που βρίσκεται μπροστά σε μιαν επαναστατική κατάσταση. Είναι το άλφα-βήτα του μαρξισμού πως η τακτική του σοσιαλιστικού προλεταριάτου δε μπορεί να είναι ίδια, όταν η κατάσταση είναι επαναστατική κι όταν δεν είναι.


Αν ο Κάουτσκι απλώς είχε θέσει το υποχρεωτικό αυτό για κάθε μαρξιστή ζήτημα, θάβλεπε τότε πως η απάντηση θα στρέφονταν αναγκαστικά εναντίον του. Πολύ πριν απ’ τον πόλεμο, όλοι οι μαρξιστές, όλοι οι σοσιαλιστές, είτανε σύμφωνοι πως ο ευρωπαϊκός πόλεμος θα δημιουργούσε μιαν επαναστατική κατάσταση. Ο ίδιος ο Κάουτσκι το αναγνώρισε καθαρά κι αδίσταχτα, προτού γίνει αποστάτης, στα 1902 («Η Κοινωνική Επανάσταση») και στα 1909 («Ο Δρόμος προς την Εξουσία»). Το «Μανιφέστο της Βασιλείας» το αναγνώριζε στο όνομα ολόκληρης της 2ης Διεθνούς· και δεν είναι χωρίς λόγο ότι οι σοσιαλσοβινιστές και οι καουτσκιστές (οι «κεντριστές», δηλαδή οι άνθρωποι που αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στους επαναστάτες και τους οπορτουνιστές) φοβούνται σαν τη φωτιά τις διακηρύξεις του «Μανιφέστου της Βασιλείας» πάνω στο ζήτημα αυτό.
Κατά συνέπεια, η αναμονή μιας επαναστατικής κατάστασης στην Ευρώπη δεν είτανε φαντασία των μπολσεβίκων, μα η κοινή γνώμη όλων των μαρξιστών. Όταν λοιπόν ο Κάουτσκι απαλλάσσεται από την ασυζήτητη αυτήν αλήθεια με φράσεις σαν κι αυτή: οι μπολσεβίκοι «πίστευαν πάντα στην παντοδυναμία της βίας και της θέλησης», μεταχειρίζεται μια κούφια φράση για να καλύψει τη φυγή του, την επαίσχυντη φυγή του μπροστά στην επαναστατική κατάσταση.


Κ’ υστέρα, βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν επαναστατική κατάσταση ή όχι; Ούτε κι αυτό το ερώτημα μπόρεσε να θέσει ο Κάουτσκι. Την απάντηση πάνω σ’ αυτό τη δίνουν τα οικονομικά γεγονότα: η γενική πείνα και καταστροφή που γεννήθηκαν από τον πόλεμο παρουσιάζουν μιαν επαναστατική κατάσταση. Μιαν άλλη απάντηση μας δίνουνε τα πολιτικά γεγονότα: από το 1915 εκδηλώνεται καθαρά σ’ όλες τις χώρες η πορεία της διάλυσης των παλιών σοσιαλιστικών κομμάτων, πούχουν πάθει γάγγραινα, η πορεία της αριστεροποίησης των προλεταριακών μαζών, που παρατάνε τους σοσιαλπατριώτες αρχηγούς τους για να πάνε με τις επαναστατικές ιδέες –με τους επαναστάτες αρχηγούς.

Όταν έγραφε ο Κάουτσκι τη μπροσούρα του στις 5 Αυγούστου 1918, μη βλέποντας τίποτ’ απ’ όλα αυτά, φοβότανε την επανάσταση και την πρόδινε κιόλας. Και να τώρα, τέλη Οκτώβρη 1918, που η επανάσταση φουντώνει γοργά σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης ο «επαναστάτης» Κάουτσκι, που θάθελε να εξακολουθεί να περνάει όπως και πριν για μαρξιστής, αποδείχνεται κοντόφθαλμος φιλισταίος· το ίδιο όπως οι φιλισταίοι του 1847 που χλευάστηκαν από το Μαρξ, δεν είδε την επανάσταση να πλησιάζει!
 
Περνάμε στο τρίτο σημείο.

Ποιές είναι, τρίτο, οι ιδιομορφίες της επαναστατικής τακτικής, μια και παραδεχτούμε την ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης στην Ευρώπη; Ο Κάουτσκι, σαν καλός αποστάτης που είναι, φοβήθηκε να θέσει την υποχρεωτική αυτή για κάθε μαρξιστή ερώτηση. Σκέφτεται σαν τυπικός μικροαστός φιλισταίος ή σαν τον αγράμματο χωριάτη: Η «γενική ευρωπαϊκή επανάσταση» ξέσπασε ή όχι; Αν ξέσπασε, είναι κι αυτός έτοιμος να γίνει επαναστάτης!

Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση –ας το προσέξουμε– κάθε κατεργάρης, σαν κι αυτούς τους αχρείους που κολλάνε σήμερα στους νικητές μπολσεβίκους, δεν έχει παρά να ανακηρύξει τον εαυτό του επαναστάτη!

Αν όχι, ο Κάουτσκι γυρίζει τις πλάτες στην επανάσταση! Δεν καταλαβαίνει απολύτως τίποτα απ’ αυτήν την αλήθεια, πως εκείνο που ξεχωρίζει το μαρξιστή επαναστάτη από τον κοινό άνθρωπο και το μικροαστό, είναι ότι ξέρει να κηρύχνει στις άμαθες μάζες την αναγκαιότητα της επανάστασης που ωριμάζει, να αποδείχνει πως είναι αναπόφευκτη, να εξηγεί τη χρησιμότητά της για το λαό, να προετοιμάζει γι’ αυτή το προλεταριάτο και όλες τις εργαζόμενες και εκμεταλλευόμενες μάζες.


Ο Κάουτσκι αποδίνει στους μπολσεβίκους την ανοησία, ότι τα βάλανε όλα πάνω σ’ ένα χαρτί, υπολογίζοντας ότι η ευρωπαϊκή επανάσταση θα ξέσπαγε σε ορισμένη ημερομηνία. Η ανοησία αυτή στρέφεται ενάντια στον Κάουτσκι: σύμφωνα με το συλλογισμό του, η τακτική των μπολσεβίκων θάταν σωστή αν η ευρωπαϊκή επανάσταση έφτανε στις 5 Αύγουστου 1918! Είναι η ημερομηνία που έγραψε τη μπροσούρα του. Και όταν μερικές βδομάδες υστέρα από τις 5 Αυγούστου, έγινε πια φανερό ότι η επανάσταση άρχιζε σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, τότε όλη η αποστασία του Κάουτσκι, όλη η παραποίηση που έκανε στο μαρξισμό, όλη του η ανικανότητα να σκεφτεί σαν επαναστάτης κι ακόμα να θέσει τα ζητήματα σαν επαναστάτης, παρουσιάστηκαν σ’ όλη τους τη μεγαλοπρέπεια!
Να κατηγορείς τους προλετάριους της Ευρώπης για προδοσία, γράφει ο Κάουτσκι, είναι σα να κάνεις μήνυση κατ’ αγνώστων.


Γελιέστε, κύριε Κάουτσκι! Κοιτάξτε στον καθρέφτη και θα δείτε εκεί τους «άγνωστους» εναντίον των οποίων στρέφεται αυτή η κατηγορία. Ο Κάουτσκι κάνει τον αφελή· καμώνεται πως δεν καταλαβαίνει από που έρχεται αυτή η κατηγορία και ποιο το νόημα της. Στην πραγματικότητα, ξέρει πολύ καλά ο Κάουτσκι ότι η κατηγορία αυτή ήρθε και έρχεται από τους γερμανούς «αριστερούς», από τους σπαρτακιστές, από το Λίμπκνεχτ και τους φίλους του. Η κατηγορία αυτή εκφράζει τη σαφή επίγνωση του γεγονότος ότι το γερμανικό προλεταριάτο πρόδινε τη ρωσική και τη διεθνή επανάσταση, όταν στραγγάλιζε τη Φιλλανδία, την Ουκρανία, τη Λετονία και την Εσθονία. Η κατηγορία αυτή απευθύνεται πρώτα - πρώτα και κυρίως όχι ενάντια στην καταπονημένη μάζα, μα ενάντια στους αρχηγούς, που σαν τους Σάϊντμαν και τους Κάουτσκι δεν εκπληρώσανε το καθήκον τους –να κάνουν επαναστατική προπαγάνδα και ζύμωση, επαναστατική δουλειά μέσα στις μάζες για να χτυπήσουν την αδράνεια τους– και βάδισαν στην πραγματικότητα ενάντια στα επαναστατικά ένστικτα και πόθους που φωλιάζουν πάντοτε μέσα στους κόλπους της μάζας της καταπιεζόμενης τάξης. Άμεσα, χοντροκομένα, κυνικά και, τις περισσότερες φορές, από ιδιοτελή ελατήρια, οι Σάϊντμαν προδώσανε το προλεταριάτο και περάσανε με το μέρος της αστικής τάξης. Διστακτικά, με ταλαντεύσεις, οι καουτσκιστές και οι λογκετιστές κάνανε το ίδιο ρίχνοντας φοβισμένες ματιές στους ισχυρούς της ημέρας. Ο Κάουτσκι, με όλα όσα έγραψε από την εποχή του πολέμου, προσπάθησε να καταπνίξει το επαναστατικό πνεύμα, αντί να το διατηρήσει και να το αναπτύξει.


Ότι ο Κάουτσκι δεν καταλαβαίνει καν την τεράστια θεωρητική σημασία κι ακόμα περισσότερο τη σημασία που έχει για την προπαγάνδα και τη ζύμωση αυτή η «κατηγορία» για προδοσία απέναντι στη ρωσική επανάσταση, που απευθύνεται ενάντια στους προλετάριους της Ευρώπης, αυτό θα μείνει πραγματικό ιστορικό μνημείο μικροαστικής αποβλάκωσης του «μέσου» αρχηγού της επίσημης γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Ο Κάουτσκι δεν καταλαβαίνει ότι η «κατηγορία» αυτή, κάτω από το καθεστώς της «αυτοκρατορικής» γερμανικής λογοκρισίας, είναι λίγο - πολύ το μόνο μέσο για τους γερμανούς σοσιαλιστές που μείνανε πιστοί στο σοσιαλισμό, τον Λίμπκνεχτ και τους φίλους του, να κάνουν την έκκληση τους στους γερμανούς εργάτες να ξεφορτωθούν τους Σάϊντμαν και τους Κάουτσκι, να διώξουν τέτοιους «αρχηγούς», να απαλλαγούν από το αποκτηνωτικό και εξευτελιστικό τους κήρυγμα και να υψωθούνε ενάντια σ’ αυτούς, χωρίς αυτούς, πάνω απ’ αυτούς, ως την επανάσταση! 


Ο Κάουτσκι δεν το καταλαβαίνει αυτό. Πως θέλετε να καταλάβει την τακτική των μπολσεβίκων; Μπορεί κανείς να περιμένει, από έναν άνθρωπο που απαρνήθηκε την επανάσταση, να ζυγίσει και να εκτιμήσει τους όρους ανάπτυξης της επανάστασης σε μιαν από τις πιο «δύσκολες» περιπτώσεις; 


Η τακτική των μπολσεβίκων είτανε σωστή, είταν η μόνη διεθνιστική τακτική, γιατί βασιζόταν όχι πάνω στον άναντρο φόβο της παγκόσμιας επανάστασης, πάνω στον μικροαστικό σκεπτικισμό απέναντι της, ούτε πάνω στη στενά εθνικιστική επιθυμία να υπερασπίσουν την πατρίδα «τους» (την πατρίδα της αστικής τάξης) φτύνοντας πάνω σ’ όλα τ’ άλλά, μα βασιζότανε στη σωστή εκτίμηση (την αναγνωρισμένη απ’ όλο τον κόσμο πριν από τον πόλεμο, πριν απ’ την αποστασία των σοσιαλσοβινιστών και σοσιαλπατσιφιστών) της επαναστατικής κατάστασης στην Ευρώπη. Η τακτική αυτή είταν η μόνη διεθνιστική τακτική γιατί έκανε το μάξιμουμ απ’ ό,τι μπορεί να γίνει σε μια χώρα, για ν’ αναπτύξει, να υποστηρίξει, να ξεσηκώσει την επανάσταση σ’ όλες τις χώρες. Η τακτική αυτή επαληθεύτηκε από μια τεράστια επιτυχία, γιατί ο μπολσεβικισμός (όχι χάρη στην αξία των ρώσων μπολσεβίκων, μα χάρη στη βαθιά και γενική συμπάθεια των μαζών για την αληθινά επαναστατική τακτική τους) έγινε ο παγκόσμιος μπολσεβικισμός, έδοσεμιαν ιδέα, μια θεωρία, ένα πρόγραμμα, μια τακτική, όλα συγκεκριμένα και πρακτικά, που ξεχωρίζουν από το σοσιαλσοβινισμό και τον σοσιαλπατσιφισμό.


Ο μπολσεβικισμός έδοσετη χαριστική βολή στην παλιά σάπια Διεθνή των Σάϊντμαν και των Κάουτσκι, των Ρενοντέλ και των Λογκέ, των Χέντερσον και των Μακντόναλ, που πάνε τώρα να πέσουν ο ένας στα πόδια του άλλου ονειροπολώντας «ενότητα» και προσπαθούν ν’ αναστήσουν ένα πτώμα. Ο μπολσεβικισμός δημιούργησε τις ιδεολογικές και τακτικές βάσεις μιας αληθινά προλεταριακής και κομμουνιστικής 3ης Διεθνούς που λαβαίνει υπ’ όψη της τις κατακτήσεις της ειρηνικής εποχής μαζί και την πείρα της εποχής των επαναστάσεων που έχει ήδη αρχίσει.


Ο μπολσεβικισμός εκλαΐκευσε σ’ ολόκληρο τον κόσμο την ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου, μετέφρασε πρώτα - πρώτα αυτές τις λέξεις από τα λατινικά στα ρωσικά, κατόπι σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου, έδειξε με το παράδειγμα της εξουσίας των Σοβιέτ πως οι εργάτες και οι φτωχοί χωρικοί, ακόμα και σε μια καθυστερημένη χώρα, ακόμα και οι λιγότερο έμπειροι, οι λιγότερο μορφωμένοι, οι λιγότερο συνηθισμένοι στην οργάνωση, μπόρεσαν, μέσα σ’ ένα χρόνο, ανάμεσα σε απερίγραπτες δυσκολίες, αναγκασμένοι να μάχονται ενάντια στους εκμεταλλευτές που υποστηρίζονταν από την αστική τάξη όλου του κόσμου, να διατηρήσουνε την εξουσία των εργατών, να δημιουργήσουνε μια άπειρα ανώτερη και πιο πλατιά δημοκρατία απ’ όλες τις προγενέστερες δημοκρατίες, ν’ αρχίσουνε τη δημιουργική δουλειά δεκάδων εκατομμυρίων εργατών και χωρικών για την πρακτική εφαρμογή του σοσιαλισμού.


Πραγματικά ο μπολσεβικισμός βοήθησε την ανάπτυξη της προλεταριακής επανάστασης στην Ευρώπη και στην Αμερική τόσο, όσο κανένα κόμμα σε καμιά χώρα δε μπόρεσε ακόμα να κάνει. Ενώ οι εργάτες σ’ όλο τον κόσμο αντιλαμβάνονται κάθε μέρα και πιο καθαρά, ότι η τακτική των Σάϊντμαν και των Κάουτσκι δεν τους γλίτωσε από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ούτε από τη μισθωτή σκλαβιά προς όφελος της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης και πως η τακτική αυτή δε θα μπορούσε να χρησιμέψει σαν υπόδειγμα στον κόσμο –οι προλεταριακές μάζες όλων των χωρών αντιλαμβάνονται κάθε μέρα και πιο καθαρά, ότι ο μπολσεβικισμός έδειξε το σωστό δρόμο για ν’ απαλλαγούμε από τις φρικαλεότητες του πολέμου και του ιμπεριαλισμού, ότι ο μπολσεβικισμός μπορεί να χρησιμέψει σαν πρότυπο τακτικής για όλους


Η προλεταριακή επανάσταση ωριμάζει αισθητά, όχι μονάχα στην Ευρώπη, μα και σ’ ολόκληρο τον κόσμο και είναι η νίκη του προλεταριάτου στη Ρωσία που την ευνόησε, την επιτάχυνε και την υποστήριξε. Είμαστε βέβαια ακόμα μακριά από την ολοκληρωτική νίκη του σοσιαλισμού. Μια μόνη χώρα δε μπορεί να κάνει περισσότερα. Αλλά η μόνη αυτή χώρα, χάρη στην εξουσία των Σοβιέτ, έκανε τόσα για το σοσιαλισμό που, ακόμα κι αν συντριβόταν αύριο η εξουσία των Σοβιέτ στη Ρωσία από τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό, λ. χ. από ένα συνασπισμό του γερμανικού και του αγγλογαλλικού ιμπεριαλισμού, δηλαδή ακόμα και στη χειρότερη περίπτωση, θα πρόσφερνε μια χωρίς προηγούμενο υπηρεσία στο σοσιαλισμό και θα εξασφάλιζε την ανάπτυξη της ακαταμάχητης παγκόσμιας επανάστασης.


Δουλοφροσύνη Απέναντι στην Αστική Τάξη
με το Πρόσχημα της «Οικονομικής Ανάλυσης»

Όπως είπαμε κιόλας, αν ο τίτλος ανταποκρινότανε στο περιεχόμενο, τότε το βιβλίο του Κάουτσκι θάπρεπε να ονομαστεί όχι «Δικτατορία του Προλεταριάτου», αλλά «Επανέκδοση των Επιθέσεων της Αστικής Τάξης Ενάντια στους Μπολσεβίκους».


Τις παλιές «θεωρίες» των μενσεβίκων για τον αστικό χαρακτήρα της ρωσικής επανάστασης, δηλαδή την παλιά παραμόρφωση του μαρξισμού από τους μενσεβίκους (που ανασκευάστηκε από τον Κάουτσκι στο 1905!) μας τις ξανασερβίρει τώρα ο θεωρητικός μας. Όσο ανιαρό κι αν είναι το ζήτημα αυτό για τους ρώσους μαρξιστές, πρέπει να σταματήσουμε σ’ αυτό.


Η ρωσική επανάσταση είναι μια αστική επανάσταση, λέγανε όλοι οι μαρξιστές της Ρωσίας πριν από το 1905. Αντικαθιστώντας οι μενσεβίκοι το μαρξισμό με το φιλελευθερισμό, συμπεραίνανε απ’ αυτό: το προλεταριάτο λοιπόν δεν πρέπει να πάει πιο πέρα απ’ όσο επιτρέπει η αστική τάξη, πρέπει ν’ ακολουθήσει μια πολιτική συνεννόησης με την αστική τάξη. Oι μπολσεβίκοι λέγανε πως αυτό είτανε μιαν αστικοφιλελεύθερη θεωρία. Η αστική τάξη προσπαθεί να αναδιοργανώσει το κράτος κατά τον αστικό τρόπο, δηλαδή με τρόπο μεταρρυθμιστικό και όχι επαναστατικό, διατηρώντας όσο είναι δυνατό και τη μοναρχία και τη μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία και όλα τ’ αλλά. Το προλεταριάτο πρέπει να φέρει την αστικοδημοκρατική επανάσταση ως το τέλος χωρίς ν’ αφήσει να «δεθεί» από το μεταρρυθμισμό της αστικής τάξης.


Οι μπολσεβίκοι διατύπωναν έτσι το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων στην αστική επανάσταση: το προλεταριάτο, σέρνοντας από πίσω του τους χωρικούς, εξουδετερώνει τη φιλελεύθερη αστική τάξη και καταστρέφει ολότελα τη μοναρχία, τη φεουδαρχία και τη μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία.


Σ’ αυτή τη συμμαχία του προλεταριάτου με την αγροτιά γενικά, δείχνεται ο αστικός χαρακτήρας της επανάστασης, γιατί η αγροτιά αποτελείται από μικροπαραγωγούς τοποθετημένους στο έδαφος της εμπορευματικής παραγωγής. Έπειτα, προσθέτανε τότε οι μπολσεβίκοι, το προλεταριάτο ενώνει μαζί του όλο το μισοπρολεταριάτο (όλους τους εργάτες και εκμεταλλευόμενους), εξουδετερώνει τη μεσαία αγροτική τάξη και ρίχνει κάτω την αστική τάξη· νά σε τί συνίσταται η σοσιαλιστική επανάσταση, σ’ αντίθεση με την αστικοδημοκρατική (κοίτα τη μπροσούρα μου του 1905: «Δυο τακτικές» που ανατυπώθηκε στη συλλογή : «Δώδεκα Χρόνια», Πετρούπολη, 1907). 


Ο Κάουτσκι πήρε έμμεσα μέρος σ’ αυτή τη συζήτηση το 1905, αφού ρωτήθηκε απ’ τον Πλεχάνοφ που είτανε τότε μενσεβίκος και εκφράστηκε στο βάθος εναντίον του, πράγμα που προκάλεσε την εποχή εκείνη τους σαρκασμούς του μπολσεβίκικου τύπου. Ο Κάουτσκι δε βγάζει πια μιλιά για τις τοτινές συζητήσεις (φοβάται μήπως αποστομωθεί από τις ίδιες του τις διακηρύξεις!), αφαιρώντας έτσι από το γερμανό αναγνώστη κάθε δυνατότητα να κατανοήσει το βάθος του ζητήματος. Ο Κάουτσκι δεν είταν δυνατό να εκθέσει στους γερμανούς εργάτες στα 1918, ότι στα 1905 είταν υπέρ της συμμαχίας των εργατών με τους χωρικούς και όχι με τη φιλελεύθερη αστική τάξη, ούτε με ποιους όρους σύσταινε τη συμμαχία αυτή, ούτε ποιο πρόγραμμα είχε υπ’ όψη του για τη συμμαχία αυτή.


Βαδίζοντας έτσι ο Κάουτσκι προς τα πίσω με το πρόσχημα της «οικονομικής ανάλυσης» και με αλαζονικές φράσεις για τον «ιστορικό υλισμό», συνηγορεί σήμερα υπέρ της υποταγής των εργατών στην αστική τάξη, αναμασάει, παίρνοντας τσιτάτα από το μενσεβίκο Μάσλοφ, τις παλιές φιλελεύθερες αντιλήψεις των μενσεβίκων με τις παραθέσεις αυτές πάει να παρουσιάσει σαν κάτι νέο την οπισθοδρομικότητα της Ρωσίας και από την καινούργια αυτή ιδέα βγάζει το παλιό αυτό συμπέρασμα, πως σε μιαν αστική επανάσταση δε μπορούμε να τραβήξουμε μακρύτερα από την αστική τάξη! Κι αυτό, παρ’ όλα όσα είπανε ο Μαρξ και ο Έγκελς, συγκρίνοντας την αστική επανάσταση του 1789-1793 στη Γαλλία με την αστική επανάσταση του 1848 στη Γερμανία! 


Προτού περάσουμε στο κύριο «επιχείρημα» και στο ουσιαστικό περιεχόμενο της «οικονομικής ανάλυσης» του Κάουτσκι, ας δούμε την περίεργη σύγχυση ιδεών και την έλλειψη σκέψης του συγγραφέα που φαίνεται κιόλας από τις πρώτες φράσεις: 


«Η οικονομική βάση της Ρωσίας» προφητεύει ο “θεωρητικός”μας, «είναι και σήμερα ακόμα η γεωργία και ιδιαίτερα η μικρή αγροτική παραγωγή. Απ’ αυτή ζουν τα τέσσερα πέμπτα, για να μην πούμε τα πέντε έκτα του πληθυσμού», (σ. 45). Πρώτα - πρώτα, αγαπητέ θεωρητικέ, σκεφτήκατε καθόλου τον αριθμό των εκμεταλλευτών που βρίσκονται ανάμεσα σ’ αυτή τη μάζα των μικροπαραγωγών; Ούτε το ένα δέκατο βέβαια κι ακόμα λιγότερο στις πόλεις, όπου είναι περισσότερο αναπτυγμένη η μεγάλη παραγωγή. Πάρτε ακόμα και τον πιο απίθανο αριθμό και υποθέστε ότι οι εκμεταλλευτές που χάνουνε το δικαίωμα ψήφου είναι το ένα πέμπτο των μικροπαραγωγών. Ακόμα και τότε θα δείτε πως τα 66 % μπολσεβίκοι στο πέμπτο συνέδριο των Σοβιέτ αντιπροσωπεύανε την πλειοψηφία του πληθυσμού. Πρέπει ακόμα να προσθέσουμε σ’ αυτό, ότι ένα σημαντικό ποσοστό Εσέροι της αριστεράς είτανε πάντοτε υπέρ της εξουσίας των Σοβιέτ. (Κατ’ αρχή, όλοι οι Εσέροι της αριστεράς είτανε υπέρ της εξουσίας των Σοβιέτ). Κι όταν ένα μέρος απ’ αυτούς ρίχτηκε στην περιπέτεια εκείνη με τις ταραχές του Ιούλη του 1918, δυο καινούργια κόμματα αποσπάστηκαν από το παλιό κόμμα: το κόμμα των «λαϊκών κομμουνιστών» και το κόμμα των «επαναστατών κομμουνιστών» (ανάμεσα στους Εσέρους της αριστεράς που αναδειχτήκανε από το παλιό κόμμα στις πιο σπουδαίες κρατικές θέσεις μπορούμε να αναφέρουμε το Σαξ από την πρώτη ομάδα και τον Κολεγκάγιεφ από τη δεύτερη). Συμπέρασμα: ο ίδιος ο Κάουτσκι ανασκεύασε, ώ! εντελώς άθελα του, το γελοίο αυτό θρύλο, πως οι μπολσεβίκοι έχουν μαζί τους μονάχα τη μειοψηφία του πληθυσμού.


Σκεφτήκατε έπειτα, αγαπητέ μου θεωρητικέ, ότι ο μικροπαραγωγός χωριάτης αμφιταλαντεύεται αναγκαστικά ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη; Αυτή τη μαρξιστική αλήθεια την επικυρωμένη απ’ όλη τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία ο Κάουτσκι την «ξέχασε» πάρα πολύ έγκαιρα, γιατί κονιορτοποιεί όλη την ανανεωμένη απ’ αυτόν μενσεβίκικη «θεωρία».


Αν ο Κάουτσκι δεν το είχε ξεχάσει αυτό, πώς θα μπορούσε ν’ αρνηθεί την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου σε μια χώρα όπου επικρατούν οι μικροπαραγωγοί;
Ας εξετάσουμε τώρα το ουσιαστικό περιεχόμενο της «οικονομικής ανάλυσης» του θεωρητικού μας.


Ότι η σοβιετική εξουσία είναι δικτατορία, αυτό είναι αδιαφιλονίκητο, λέει ο Κάουτσκι. «Είναι όμως η δικτατορία του προλεταριάτου;», (σ. 34). «Σύμφωνα με το σοβιετικό Σύνταγμα, οι χωρικοί που αποτελούνε την πλειοψηφία του πληθυσμού, έχουνε δικαίωμα συμμετοχής στη νομοθεσία και στη διοίκηση. Ό,τι μας δίνουν λοιπόν για δικτατορία του προλεταριάτου, αν αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί με συνέπεια κι αν γενικά μια τάξη μπορούσε να ασκήσει άμεσα τη δικτατορία, πράγμα που είναι δυνατό μονάχα σ’ ένα κόμμα, δε θάτανε τίποτ’ άλλο από δικτατορία της αγροτιάς», (σ. 35).


Και, καταγοητευμένος ο αγαθός Κάουτσκι από έναν τόσο βαθύ και τόσο πνευματώδη συλλογισμό, το ρίχνει στην ειρωνεία: «Απ’ αυτό βγαίνει, πως το ασφαλέστερο μέσο να φτάσουμε χωρίς κλονισμούς στην πραγματοποίηση του σοσιαλισμού, θα είτανε να τον εμπιστευθούμε στα χέρια των χωρικών», (σ. 35).


Με πλήθος από λεπτομέρειες και εξαιρετικά σοφές, περικοπές από το μισοφιλελεύθερο Μάσλοφ, παρουσιάζει ο θεωρητικός μας την καινούργια αυτή ιδέα, πως οι χωρικοί δηλαδή ενδιαφέρονται να είναι πάνω η τιμή του σταριού και να διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα ο μισθός των εργατών κτλ. κτλ. Η έκθεση τόσο πρωτότυπων ιδεών προκαλεί τόσο μεγαλύτερη πλήξη, όσο ο συγγραφέας δίνει, μικρότερη προσοχή στα πραγματικά νέα φαινόμενα που βγαίνουν απ’ τον πόλεμο, δηλαδή λ. χ. ότι οι χωρικοί ζητάνε σ’ αντάλλαγμα του σταριού τους όχι λεφτά, μα εμπορεύματα, ότι οι χωρικοί στερούνται από εργαλεία που είναι αδύνατο να τα βρουν σ’ οποιαδήποτε τιμή. Θα ξαναγυρίσουμε πάνω σ’ αυτό.


Έτσι λοιπόν κατηγορεί ο Κάουτσκι το κόμμα του προλεταριάτου, τους μπολσεβίκους, ότι αναθέσανε τη δικτατορία, ότι αναθέσανε το καθήκον της πραγματοποίησης του σοσιαλισμού στα χέρια της μικροαστικής αγροτιάς. Θαυμάσια, κύριε Κάουτσκι! Αλλά, σύμφωνα με τη φωτισμένη γνώμη σας, ποιά θάπρεπε λοιπόν να είταν η στάση ενός προλεταριακού κόμματος απέναντι στη μικροαστική αγροτιά; 


Εδώ ο θεωρητικός προτίμησε να σωπάσει, γιατί θυμήθηκε φαίνεται την παροιμία: «Τα λόγια είναι ασήμι, αλλά η σιωπή χρυσάφι». Όμως προδόθηκε από την παρακάτω σκέψη:
«Στα πρώτα βήματα της Σοβιετικής Δημοκρατίας, τα αγροτικά Σοβιέτ είτανε οργανώσεις της αγροτικής τάξης, παρμένης στο σύνολο της. Τώρα η δημοκρατία αυτή διακηρύχνει ότι τα Σοβιέτ είναι οργάνωση των προλεταρίων και των φτωχών χωρικών. Οι εύποροι χωρικοί χάνουν το δικαίωμα εκλογής στα Σοβιέτ. Ο φτωχός χωρικός θεωρείται εδώ σαν ένα μόνιμο και μαζικό προϊόν της αγροτικής σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης κάτω από τη “δικτατορία του προλεταριάτου”», (σ. 43).


Τί δηκτική ειρωνεία! Θα την ακούσετε στη Ρωσία από το στόμα του πρώτου τυχόντα αστού. Οι αστοί χαίρονται να βλέπουν τη Σοβιετική Δημοκρατία ν’ αναγνωρίζει ανοιχτά την ύπαρξη φτωχών χωρικών. Περιγελάνε το σοσιαλισμό. Δικαίωμά τους. Αλλά ο «σοσιαλιστής» που βρίσκει θέμα να γελάσει επειδή, ύστερα από ένα τετράχρονο πόλεμο από τους πιο καταστρεπτικούς, υπάρχουν σε μας –και θα υπάρχουν για καιρό– φτωχοί χωρικοί, ένας τέτοιος «σοσιαλιστής» μονάχα σ’ ένα περιβάλλον από αποστάτες μπορούσε να γεννηθεί. 


Ακούστε τη συνέχεια: 


«...Η Σοβιετική Δημοκρατία επεμβαίνει το δίχως άλλο στις σχέσεις ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς χωρικούς, όχι όμως χωρίς να προχωρήσει σε μια νέα διανομή της γής. Για να αντιμετωπίσουν τις επισιτιστικές ανάγκες των κατοίκων των πόλεων στέλνουν στα χωριά αποσπάσματα από οπλισμένους εργάτες και παίρνουν με τη βία από τους πλούσιους χωρικούς το περίσσευμα τους σε στάρι. Ένα μέρος απ’ αυτό το στάρι πηγαίνει στους κατοίκους της πόλης, το άλλο στους φτωχούς χωρικούς», (σ. 48). 


Φυσικά, ο σοσιαλιστής και μαρξιστής Κάουτσκι είναι βαθιά αγανακτισμένος με την ιδέα ότι ένα παρόμοιο μέτρο μπορεί να επεκταθεί πέρα απ’ τα περίχωρα των μεγαλουπόλεων (και σ’ εμάς απλώνεται σ’ ολόκληρη τη χώρα). Ο σοσιαλιστής και μαρξιστής Κάουτσκι παρατηρεί αποφθεγματικά και με το αμίμητο, απαράμιλλο και υπέροχο φλέγμα (ή βλακεία) του φιλισταίου: «...Αυτές οι απαλλοτριώσεις των ευπόρων χωρικών φέρνουνε ένα καινούργιο στοιχείο αναταραχής και εμφύλιου πολέμου στη λειτουργία της παραγωγής (...εμφύλιος πόλεμος στη «λειτουργία της παραγωγής» δεν είναι κιόλας κάτι το υπερφυσικό;...) που για να εξυγιανθεί έχει επείγουσα ανάγκη από ησυχία και ασφάλεια», (σ. 49).


Ναι, μάλιστα, η ησυχία και η ασφάλεια των εκμεταλλευτών και των κερδοσκόπων του σταριού, που κρύβουν το περίσσευμά τους, παραβιάζουν το νόμο για το μονοπώλιο των σιτηρών και καταδικάζουνε στην πείνα τον πληθυσμό των πόλεων, ναι, για όλ’ αυτά έχει δίκιο ν’ αναστενάζει ο μαρξιστής και σοσιαλιστής Κάουτσκι και να χύνει πικρά δάκρυα. «Είμαστε όλοι μας σοσιαλιστές και μαρξιστές και διεθνιστές» φωνάζουν εν χορώ οι κύριοι Κάουτσκι, Χάινριχ Βέμπερ (Βιέννη), Λογκέ (Παρίσι), Μακντόναλ (Λονδίνο) κτλ. Είμαστε όλοι μας υπέρ της επανάστασης της εργατικής τάξης, μονάχα ...μονάχα με τον όρο ότι δε θα διαταράξει την ησυχία και την ασφάλεια των κερδοσκόπων του σταριού! Και την απύθμενη αυτή δουλοφροσύνη απέναντι στους καπιταλιστές τηνέ σκεπάζουμε με τη «μαρξιστική» θεωρία για τη «λειτουργία της παραγωγής»... Αν όλ’ αυτά είναι μαρξισμός, πως να ονομάσουμε τότε τη δουλοπρέπεια απέναντι στην αστική τάξη; 


Δείτε πάνω - κάτω πού καταλήγει ο θεωρητικός μας. Κατηγορεί τους μπολσεβίκους πως θέλουν να παρουσιάσουν τη δικτατορία των χωρικών για δικτατορία του προλεταριάτου. Ταυτόχρονα μας κατηγορεί ότι φέρνουμε τον εμφύλιο πόλεμο στα χωριά (το θεωρούμε αυτό τιμή μας), ότι στέλνουμε στα χωριά αποσπάσματα από οπλισμένους εργάτες, που διακηρύχνουν ανοιχτά ότι εφαρμόζουν τη «δικτατορία του προλεταριάτου και των φτωχών χωρικών» και βοηθάνε τους φτωχούς αυτούς χωρικούς να πάρουν από τους κερδοσκόπους και τους πλούσιους χωρικούς το περίσσευμα του σταριού που κρύβουν, παραβιάζοντας το νόμο για το μονοπώλιο των σιτηρών.


Από το ένα μέρος ο μαρξιστής μας θεωρητικός είναι υπέρ της καθαρής δημοκρατίας, υπέρ της υποταγής της επαναστατικής τάξης –οδηγητή των εργατών και των εκμεταλλευομένων– στην πλειοψηφία τού πληθυσμού (κατά συνέπεια και στους εκμεταλλευτές). Από το άλλο μέρος, πάει να μας αποδείξει τον αναπόφευκτο αστικό χαρακτήρα της επανάστασης, κι αυτό γιατί η αγροτική τάξη στο σύνολό της τοποθετείται στο επίπεδο των αστικών κοινωνικών σχέσεων. Ταυτόχρονα ισχυρίζεται ότι υπερασπίζει την ταξική προλεταριακή άποψη, τη μαρξιστική άποψη! 


Αυτό δεν είναι «οικονομική ανάλυση», μα χάος και σύγχυση που δε μπορεί να γίνει χειρότερη. Αντί για μαρξισμό, μας δίνει ψίχουλα από φιλελεύθερες θεωρίες και άφθονη δουλικότητα απέναντι στην αστική τάξη και τους κουλάκους.


Το ζήτημα που μπέρδεψε έτσι ο Κάουτσκι το είχαν κατά βάθος ξεκαθαρίσει οι μπολσεβίκοι από το 1905. Ναι, η επανάσταση μας είναι αστική, όσο βαδίζουμε μαζί με την αγροτιά στο σύνολο της. Αυτό το ξέραμε πολύ καλά και τόχουμε επαναλάβει εκατοντάδες και χιλιάδες φορές από το 1905. Ποτέ δεν προσπαθήσαμε, ούτε να πηδήξουμε τον αναγκαίο αυτό σταθμό της ιστορικής εξέλιξης, ούτε να τον καταργήσουμε με διατάγματα. Καταβάλλοντος κάθε προσπάθεια να μας «συγχύσει» στο σημείο αυτό, ο Κάουτσκι φανερώνει μόνο τη σύγχυση των ιδεών του και το φόβο του να θυμηθεί αυτά που είχε γράψει στα 1905, τότε που δεν είταν ακόμα αποστάτης.


Από το μήνα Απρίλη του 1917, πολύ πριν από την επανάσταση του Οκτώβρη και την κατάληψη της εξουσίας από μας, λέγαμε ανοιχτά και εξηγούσαμε στο λαό: Τώρα η επανάσταση δε θα μπορέσει να σταματήσει εκεί γιατί η χώρα άνοιξε δρόμο, ο καπιταλισμός πήγε μπροστά, η καταστροφή πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις, που θα απαιτήσει είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε μια μεγαλύτερη πρόοδο, ως το σοσιαλισμό. Γιατί δεν υπάρχει άλλο μέσο να πάει μπροστά, να σωθεί, η εξαντλημένη από τον πόλεμο χώρα και να ανακουφιστούν τα βάσανα των εργαζομένων και των εκμεταλλευομένων –δεν υπάρχει άλλο μέσο.


Όλα γίνανε ακριβώς όπως τα είχαμε προβλέψει. Η πορεία της επανάστασης επικύρωσε την ορθότητα των σκέψεών μας. Στην αρχή, μαζί με «ολόκληρη» την αγροτιά ενάντια στη μοναρχία, ενάντια στους μεγαλογαιοκτήμονες, ενάντια στη φεουδαρχία (και σ’ αυτό η επανάσταση μένει αστική, αστικοδημοκρατική). Ύστερα, με τη φτωχή αγροτιά, με το μισοπρολεταριάτο, μαζί με όλους τους εκμεταλλευόμενους ενάντια στον καπιταλισμό, μαζί και τους πλούσιους χωρικούς, τους μαυραγορίτες, τους κερδοσκόπους· και η επανάσταση γίνεται σοσιαλιστική. Να προσπαθήσεις να ορθώσεις τεχνητά ένα σινικό τείχος ανάμεσα στη μια και την άλλη, να τις χωρίσεις τη μια από την άλλη διαφορετικά και όχι από το βαθμό προετοιμασίας του προλεταριάτου και το βαθμό της ένωσής του με τους φτωχούς του χωριού, είναι σα να παραμορφώνεις στο έπακρο το μαρξισμό, σα να τον εκφυλίζεις και να τον αντικατασταίνείς με το φιλελευθερισμό. Αυτό καταντάει σα να θέλεις, με ψευτοεπιστημονικές επικλήσεις στον προοδευτικό χαρακτήρα της αστικής τάξης σε σχέση με τη φεουδαρχία, να εξυπηρετήσεις την αντίδραση, υπερασπίζοντας την αστική τάξη απέναντι, στο σοσιαλιστικό προλεταριάτο.


Εξ άλλου, αν τα Σοβιέτ παρουσιάζουν μια μορφή και έναν τύπο ασύγκριτα ανώτερο από το δημοκρατισμό, είναι γιατί, οργανώνοντας και τραβώντας στην πολιτική τη μάζα των εργατών και των χωρικών, είναι ο πιο κοντινός στο «λαό» θεσμός, με την έννοια που μιλούσε ο Μαρξ στα 1871 για την αληθινά λαϊκή επανάσταση, και παρέχουν το πιο ευαίσθητο βαρόμετρο της ανάπτυξης των μαζών, της αύξησης της πολιτικής τους ωριμότητας, της ταξικής τους ωριμότητας. Το Σοβιετικό Σύνταγμα δε γράφτηκε σύμφωνα μ’ ένα «σχέδιο», δε συντάχτηκε πάνω σ’ ένα γραφείο και δεν επιβλήθηκε στους εργάτες από τους αστούς νομικούς. Όχι, το Σύνταγμά μας βγήκε από την ίδια την εξέλιξη της πάλης των τάξεων στο μέτρο που ωρίμαζαν οι ταξικοί ανταγωνισμοί. Την απόδειξη γι’ αυτό μας τη δίνουν ίσα - ίσα τα ίδια τα γεγονότα, που είναι αναγκασμένος να αναγνωρίσει ο Κάουτσκι.


Στην αρχή, τα Σοβιέτ συγκεντρώνανε στις γραμμές τους την αγροτική τάξη στο σύνολό της. Η έλλειψη κουλτούρας, η καθυστέρηση και η αμάθεια των φτωχών χωρικών, άφηναν τη διεύθυνση στα χέρια των κουλάκων, των πλουσίων, των καπιταλιστών, της μικροαστικής τάξης, των μικροαστών διανοουμένων. Είταν η εποχή της κυριαρχίας της μικροαστικής τάξης, των μενσεβίκων και των σοσιαλεπαναστατών (για να τους παίρνει κανείς για σοσιαλιστές πρέπει να είναι βλάκας ή αποστάτης σαν τον Κάουτσκι). 

Αναγκαστικά κι αναπόφευκτα η μικροαστική τάξη ταλαντευότανε ανάμεσα στη δικτατορία της αστικής τάξης (Κερένσκι, Κορνίλοφ, Σαβίνκοφ) και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Γιατί, η μικροαστική τάξη, από τους βασικούς χαρακτήρες της οικονομικής της κατάστασης, είναι ανίκανη για κάθε ανεξάρτητη δράση. Ας ειπωθεί παρεκβατικά, πως ο Κάουτσκι απαρνιέται ολότελα το μαρξισμό όταν, στην ανάλυση του για τη ρωσική επανάσταση, επιμένει στη νομική και τυπική έννοια «δημοκρατία», που επιτρέπει βέβαια στην αστική τάξη να μασκάρει την κυριαρχία της και να εξαπατά τις μάζες, ξεχνώντας πως δημοκρατία σημαίνει πραγματικά πότε δικτατορία της αστικές τάξης, πότε ανίσχυρο μεταρρυθμισμό της μικροαστικής τάξης που υποτάσσεται σ’ αυτή τη δικτατορία κτλ. Απ’ αυτό θα μπορούσε να βγει το συμπέρασμα, κατά τον Κάουτσκι, πως σε μια καπιταλιστική χώρα υπάρχουν αστικά κόμματα, ένα προλεταριακό κόμμα (οι μπολσεβίκοι) που σέρνει πίσω του την πλειοψηφία, τη μάζα του προλεταριάτου, μα πως δεν υπάρχουν μικροαστικά κόμματα! Οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες δεν είχαν τάχα ταξικές ρίζες, ρίζες μέσα στη μικροαστική τάξη!

Οι δισταγμοί της μικροαστικής τάξης, των μενσεβίκων και των σοσιαλεπαναστατών, διαφωτίσανε τις μάζες και απομακρύνανε την τεράστια πλειοψηφία τους, ολόκληρη τη «βάση» τους, όλους τους προλετάριους και μισοπρολετάριους, από τέτοιους «αρχηγούς». Στα Σοβιέτ επικράτησαν οι μπολσεβίκοι (στην Πετρούπολη και στη Μόσχα γύρω στον Οκτώβρη του 1917), ενώ το σχίσμα ανάμεσα στους σοσιαλεπαναστάτες και τους μενσεβίκους μεγάλωνε.

O θρίαμβος της μπολσεβίκικης επανάστασης σημείωνε το τέλος των δισταγμών, εξασφάλιζε την ολοκληρωτική καταστροφή της μοναρχίας και της μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας, που πριν από την επανάσταση του Οκτώβρη δεν είχε ακόμα καταστραφεί. Φέραμε την αστική επανάσταση στο τέλος της. Ολόκληρη η αγροτική μάζα βάδισε πίσω μας. Η αντίθεσή της με το σοσιαλιστικό προλεταριάτο δεν είτανε δυνατό να εκδηλωθεί αμέσως. Τα Σοβιέτ συγκεντρώνανε τότε την αγροτική τάξη γενικά. Η ταξική διαφοροποίηση στους κόλπους της αγροτικής τάξης δεν είχε ακόμα ωριμάσει, δεν είχε ακόμα εξωτερικευτεί.


Η πορεία αυτή αναπτύχθηκε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1918. Η αντεπαναστατική εξέγερση των Τσεχοσλοβάκων αφύπνισε τους κουλάκους. Απ’ όλη τη Ρωσία πέρασε ένα κύμα από εξεγέρσεις των κουλάκων. Ούτε απ’ τα βιβλία, ούτε από τις εφημερίδες, μα από τη ζωή μαθαίνουν οι φτωχοί χωρικοί πως τα συμφέροντα τους δε συμβιβάζονται με τα συμφέροντα των κουλάκων, των πλουσίων, της αγροτικής μπουρζουαζίας. Οι «σοσιαλεπαναστάτες της αριστεράς», σα μικροαστικό κόμμα που είτανε, καθρεφτίζανε τους δισταγμούς των μαζών και ακριβώς το καλοκαίρι του 1918 διασπάστηκαν: ένα μέρος απ’ αυτούς πήγε με τους Τσεχοσλοβάκους (στάση της Μόσχας, κατά την οποία ο Προχιάν που έγινε για μια ώρα κύριος του τηλεγραφείου πληροφόρησε τη Ρωσία για την ανατροπή των μπολσεβίκων· έπειτα, προδοσία του Μουράβιεφ, διοικητή της στρατιάς που πολεμούσε τους Τσεχοσλοβάκους, κτλ.)· ένα άλλο μέρος έμεινε πιστό στους μπολσεβίκους. Η ολοένα και οξύτερη κρίση του επισιτισμού στις πόλεις έκανε να μπαίνει ολοένα και πιο επιτακτικά το πρόβλημα του μονοπωλίου των σιτηρών, που ξέχασε ολότελα ο θεωρητικός μας στην οικονομική του ανάλυση, επαναλαμβάνοντας τους παλιούς αφορισμούς που βρήκε εδώ και δέκα χρόνια στο Μάσλοφ.


Το παλιό αστικοτσιφλικάδικο κράτος, καθώς επίσης και το λαϊκοδημοκρατικό κράτος, έστελνε στα χωριά ένοπλα αποσπάσματα που βρισκόντανε πραγματικά στη διάθεση της αστικής τάξης. Αυτό ο κ. Κάουτσκι το αγνοεί! Δε βλέπει καθόλου σ’ αυτό «δικτατορία της αστικής τάξης» –πού τέτοιο πράγμα! Πρόκειται για «καθαρή δημοκρατία», προ παντός αφού επικυρώνεται κι από ένα αστικό κοινοβούλιο! Ότι ο Αφξέντιεφ και ο Σ. Μάσλοφ, σε συμφωνία με τους Κερένσκι, Τσερετέλλι και άλλά στοιχεία του σοσιαλεπαναστατικού και μενσεβίκικου ωραιόκοσμου, συλλάβανε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1917 τα μέλη των αγροτικών επιτροπών, γι’ αυτό ο Κάουτσκι δεν «άκουσε καθόλου να γίνεται λόγος»· για όλα αυτά δε βγάζει λέξη! 


Αυτό συμβαίνει γιατί το αστικό κράτος, που εφαρμόζει τη δικτατορία της αστικής τάξης διαμέσου της λαϊκής δημοκρατίας, δε μπορεί να ομολογήσει μπροστά στο λαό ότι υπηρετεί την αστική τάξη, δε μπορεί να πει την αλήθεια, είναι υποχρεωμένο να υποκρίνεται.


Αντίθετα, το κράτος του τύπου της Κομμούνας, το σοβιετικό κράτος, λέει καθαρά και ξάστερα στο λαό την αλήθεια, διακηρύχνοντας πως είναι δικτατορία του προλεταριάτου και των φτωχών χωρικών και ίσα - ίσα η ειλικρινής αυτή ομολογία φέρνει κοντά του δεκάδες εκατομμύρια καινούργιους πολίτες, που καταπιέζονται αδιάφορο κάτω από ποια λαϊκή δημοκρατία και που με τα Σοβιέτ παίρνουνε μέρος στην πολιτική, στη δημοκρατία, στη διοίκηση του κράτους. Η σοβιετική δημοκρατία στέλνει στα χωριά αποσπάσματα από οπλισμένους εργάτες, διαλεγμένους πρώτα - πρώτα ανάμεσα στους πιο προχωρημένους από τις πρωτεύουσες.


Οι εργάτες αυτοί φέρνουν το σοσιαλισμό στο χωριό, τραβάνε κοντά τους τη φτωχή αγροτιά, την οργανώνουν, τη μορφώνουν και τη βοηθάνε να σπάσει την αντίσταση της αστικής τάξης.


Όλοι όσοι παρακολουθούν το ζήτημα κ’ έχουν περάσει από την επαρχία, λένε πως μονάχα τώρα, καλοκαίρι και φθινόπωρο του 1918, κάνουν τα χωριά μας την «επανάσταση του Οκτώβρη», δηλαδή την προλεταριακή. Τα πράγματα αρχίζουν ν’ αλλάζουν. Το κύμα από εξεγέρσεις των κουλάκων παραχωρεί τη θέση του στην εξόρμηση των φτωχών χωρικών, στην αύξηση των «επιτροπών φτωχών χωρικών». Βλέπουμε ν’ αυξάνει στο στρατό ο αριθμός των κομμισάριων αξιωματικών, διοικητών μεραρχιών και στρατιών που βγήκαν μεσ’ από τους εργάτες. Ενώ ο Κάουτσκι, τρομαγμένος από την κρίση του Ιούλη (1918) και τις φωνές της αστικής τάξης, τρέχει πηδώντας πίσω της και γράφει ολόκληρη μπροσούρα διαποτισμένη απ’ την ιδέα πως οι μπολσεβίκοι βρίσκονται στις παραμονές τις ανατροπής τους από τους χωρικούς, ενώ βλέπει στην αποσκίρτηση των σοσιαλεπαναστατών της αριστεράς ένα «στένεμα» (σ. 39) του κύκλου εκείνων που υποστηρίζουνε τους μπολσεβίκους, την ίδια στιγμή πλαταίνει ατέλειωτα ο πραγματικός κύκλος των οπαδών του μπολσεβικισμού, αφού δεκάδες και δεκάδες εκατομμύρια φτωχοί χωρικοί απαλλαγμένοι πια απ’ την κηδεμονία και την επιρροή των κουλάκων και της αγροτικής μπουρζουαζίας, τραβιούνται στην ανεξάρτητη πολιτική ζωή.


Χάσαμε εκατοντάδες σοσιαλεπαναστάτες της αριστεράς, διανοούμενους χωρίς χαρακτήρα, κερδοσκόπους του χωριού, καταχτήσαμε όμως εκατομμύρια αντιπροσώπους της φτωχής αγροτιάς.[6]


Ένα χρόνο μετά την προλεταριακή επανάσταση στις πρωτεύουσες, ξέσπασε κάτω από την επίδρασή της και με τη συνδρομή της, η προλεταριακή επανάσταση στα πιο απομακρυσμένα χωριά. Η σοβιετική εξουσία και ο μπολσεβικισμός βγήκαν απ’ αυτήν οριστικά στερεωμένοι και αποδείχτηκε οριστικά ότι δεν υπάρχει πια μέσα σ’ ολόκληρη τη χώρα δύναμη ικανή να μας κλονίσει.


Αφού τέλειωσε την αστικοδημοκρατική επανάσταση μαζί με την αγροτική τάξη γενικά, το προλεταριάτο της Ρωσίας πέρασε οριστικά στη σοσιαλιστική επανάσταση, καταφέρνοντας να διαφοροποιήσει το χωριό, να τραβήξει με το μέρος του τους αγροτικούς προλετάριους και μισο-προλετάριους και να τους συνασπίσει ενάντια στους κουλάκους και την αστική τάξη, μαζί και την αγροτική αστική τάξη.


Αν το μπολσεβίκικο προλεταριάτο στις πρωτεύουσες και στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα δεν είχε κατορθώσει να συνασπίσει γύρω του τους φτωχούς του χωριού και να τους ξεσηκώσει ενάντια στους πλούσιους χωρικούς, τότε θα είχαμε την απόδειξη πως η Ρωσία δεν είταν «ώριμη» για τη σοσιαλιστική επανάσταση, τότε η αγροτική τάξη θάμενε «μια», δηλαδή θάμενε κάτω από την οικονομική, πολιτική και ηθική κυριαρχία των κουλάκων, των πλουσίων, της αστικής τάξης, τότε δε θάβγαινε απ’ τα όρια της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Αλλά, ας ειπωθεί μέσα σε παρένθεση, αυτό και πάλι δε θα απόδειχνε πως το προλεταριάτο δεν έπρεπε να καταλάβει την εξουσία, γιατί μόνο το προλεταριάτο έφερε πραγματικά την αστικοδημοκρατική επανάσταση ως το τέρμα της εξέλιξής της, μόνο το προλεταριάτο έκανε μια σοβαρή προσπάθεια να επισπεύσει την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση, μόνο το προλεταριάτο δημιούργησε το σοβιετικό κράτος, δεύτερο σταθμό μετά την Κομμούνα, στο δρόμο για το σοσιαλιστικό κράτος.


Από το άλλο μέρος, αν το μπολσεβίκικο προλεταριάτο δεν ήξερε να περιμένει τη διαφοροποίηση των τάξεων στο χωριό, αν δεν ήξερε να την προετοιμάσει, ούτε να την πραγματοποιήσει, και αν προσπαθούσε, πριν από τον Οκτώβρη-Νοέμβρη 1917, να «διατάξει» τον εμφύλιο πόλεμο ή την «εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού» στις αγροτικές περιφέρειες, αν δοκίμαζε να απαλλαγεί απ’ την προσωρινή συμμαχία με την αγροτική τάξη γενικά, χωρίς να κάνει ορισμένες παραχωρήσεις στο μεσαίο χωρικό, κτλ., αυτό τότε θάτανε ένας μπλανκιστικός τρόπος παραμόρφωσης του μαρξισμού, θάταν μια απόπειρα της μειοψηφίας να επιβάλει τη θέληση της στην πλειοψηφία, θάτανε θεωρητικός παραλογισμός και θάταν σα να μη καταλαβαίνουμε ότι η αγροτική επανάσταση είναι κι αυτή ακόμα μια αστική επανάσταση και πως χωρίς μια σειρά από μεταβατικές βαθμίδες είναι αδύνατο να την μετατρέψουμε σε σοσιαλιστική επανάσταση σε μια καθυστερημένη χώρα.


Σ’ αυτό το εξαιρετικά σοβαρό θεωρητικό και πολιτικό ζήτημα ο Κάουτσκι μπέρδεψε τα πάντα, ενώ στην πράξη αποδείχτηκε απλός λακές της αστικής τάξης, που για να την ευχαριστήσει ουρλιάζει εναντίον της δικτατορίας του προλεταριάτου.


* * *
 
 
Ο Κάουτσκι μπέρδεψε ίσως ακόμα περισσότερο κ’ ένα άλλο ζήτημα από τα πιο ενδιαφέροντα και σοβαρά, δηλαδή αν τέθηκε καλά κατ’ αρχήν κι αν εφαρμόστηκε όπως έπρεπε έπειτα το νομοθετικό έργο της Σοβιετικής Δημοκρατίας σχετικά με το αγροτικό ζήτημα, στο δυσκολότερο και ταυτόχρονα σπουδαιότερο αυτό μέρος της σοσιαλιστικής μεταβολής. Θα είμασταν άπειρα ευγνώμονες σε κάθε μαρξιστή της Δύσης που, αφού λάβαινε γνώση, τουλάχιστο των κυριότερων ντοκουμέντων, θάκανε την κριτική της πολιτικής μας, γιατί θα πρόσφερε έτσι σε μας μια τεράστια υπηρεσία και θα βοηθούσε από το άλλο μέρος την επανάσταση που ωριμάζει σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Μα αντί για κριτική, ο Κάουτσκι μάς προσφέρει ένα απίθανο θεωρητικό κομφούζιο, που μεταμορφώνει το μαρξισμό σε φιλελευθερισμό, ενώ στα πρακτικά ζητήματα καταφεύγει σε στείρες, χολιασμένες και φιλισταϊκές επιθέσεις ενάντια στους μπολσεβίκους. Ας κρίνει μόνος του ο αναγνώστης: 


«Η μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία δεν είτανε δυνατό να διατηρηθεί. Από την πρώτη μέρα κιόλας έγινε φανερό πως είτανε καταδικασμένη από την επανάσταση. Είταν ανάγκη να δοθεί στον αγροτικό πληθυσμό...». Αυτό δεν είναι σωστό, κ. Κάουτσκι: αντικατασταίνετε ό,τι είναι φανερό για σας με κείνο που οι διάφορες τάξεις σκέφτονται γι’ αυτό το ζήτημα. Η ιστορία της επανάστασης απόδειξε πως η κυβέρνηση συνασπισμού αστών, μικροαστών, μενσεβίκων και Εσέρων είχε σαν πολιτική της τη διατήρηση της μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας. Η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι ο νόμος του Σ. Μάσλοφ και η σύλληψη των μελών των αγροτικών επιτροπών. Χωρίς τη δικτατορία του προλεταριάτου, δε θα μπορούσε ποτέ να νικήσει ο «αγροτικός πληθυσμός» τον ενωμένο με τον καπιταλιστή γαιοκτήμονα.


«...Αλλά με ποια μορφή θα γινόταν, δεν υπήρχε καμιά ομοφωνία πάνω σ’ αυτό. Διάφορες λύσεις προτάθηκαν...» (Ο Κάουτσκι ενδιαφέρεται προπαντός για την «ομοφωνία» των σοσιαλιστών, όποιοι κι αν είναι αυτοί που διεκδικούν αυτό τον τίτλο. Ότι όμως οι βασικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας πρέπει αναγκαστικά να ζητήσουν διαφορετικές λύσεις, αυτό το ξεχνάει,...).


«...Από σοσιαλιστική άποψη, η λογικότερη λύση θάτανε να μετατραπούν οι μεγάλες επιχειρήσεις σε κρατική ιδιοκτησία και να ανατεθεί στους χωρικούς, που ως τότε απασχολούνταν εκεί σα μισθωτοί εργάτες, η καλλιέργεια των μεγάλων ιδιοκτησιών με μορφή συνεταιρισμών. Αλλά η λύση αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη αγροτικών εργατών και τέτοιοι εργάτες δεν υπάρχουν στη Ρωσία. Μια άλλη λύση θάτανε η μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία να μετατραπεί σε κρατική ιδιοκτησία και να μοιραστεί σε μικρούς κλήρους που θα μπορούσαν να νοικιάσουν οι ακτήμονες χωρικοί· θάχαμε ακόμα κ’ έτσι κάποιο βαθμό σοσιαλισμού...».


Ο Κάουτσκι ξενοιάζει όπως πάντα με το περίφημο: Πρέπει κανείς ν’ αναγνωρίσει χωρίς ν’ αναγνωρίσει αναγνωρίζοντας. Παίρνει διάφορες λύσεις και τις βάζει τη μια πάνω στην άλλη, χωρίς να ρωτήσει –που είναι το μόνο σωστό και το μόνο μαρξιστικό –ποιοι πρέπει να είναι οι σταθμοί απ’ όπου θα περάσουμε για να φτάσουμε από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, κάτω απ’ αυτούς ή εκείνους τους ιδιαίτερους όρους. Στη Ρωσία υπάρχουν αγροτικοί εργάτες, λίγοι βέβαια, κι ο Κάουτσκι δεν έθιξε το ζήτημα που τέθηκε από την εξουσία των Σοβιέτ, πως θα περάσουμε δηλαδή στην κοινή και συνεταιριστική καλλιέργεια. Το πιο περίεργο όμως είναι που ο Κάουτσκι θέλει να βλέπει «ορισμένο βαθμό σοσιαλισμού» στην εκμίσθωση μικρών κλήρων γης. Πρόκειται στο βάθος για ένα μικροαστικό σύνθημα, που δεν έχει καμιά σχέση με το σοσιαλισμό. Αν το «κράτος» που εκμισθώνει τη γη δεν είναι κράτος του τύπου της Κομμούνας, μα μια αστικοκοινοβουλευτική δημοκρατία (όπως το υποθέτει πάντοτε ο Κάουτσκι), τότε η εκμίσθωση της γης με μικρούς κλήρους δε μπορεί να είναι άλλο από μια τυπική φιλελεύθερη μεταρρύθμιση.


Ότι η σοβιετική εξουσία κατάργησε κάθε ιδιοκτησία της γης, ο Κάουτσκι δε βγάζει λέξη γι’ αυτό. Ακόμα χειρότερα. Αναφέροντας τα διατάγματα της σοβιετικής εξουσίας, επιδίδεται σε μιαν απίστευτη λαθροχειρία έτσι που να παραλείπει το ουσιαστικό.
Αφού αποφάνθηκε ότι η «μικρή παραγωγή δημιουργεί το απόλυτο δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής», ότι η Συντακτική είναι η «μόνη εξουσία» που θα μπορούσε να εμποδίσει το μοίρασμα (άποψη που θα προκαλέσει τα γέλια στη Ρωσία, γιατί όλος ο κόστος ξέρει πως οι εργάτες και οι χωρικοί δεν αναγνωρίζουν παρά μόνο την εξουσία των Σοβιέτ, ενώ η Συντακτική έχει γίνει το σύνθημα των Τσεχοσλοβάκων και των μεγαλογαιοκτημόνων), ο Κάουτσκι εξακολουθεί: 


«Ένα από τα πρώτα διατάγματα της σοβιετικής κυβέρνησης διακηρύχνει:
1) Η μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία καταργήθηκε αμέσως χωρίς καμιάν αποζημίωση.
2) Τα κτήματα των μεγαλογαιοκτημόνων και τα κληροδοτήματα, τα μοναστηριακά και εκκλησιαστικά κτήματα μαζί μ’ όλο τους το υλικό, έμψυχο και άψυχο, τα κτίριά τους και τα υποστατικά τους περνούν στις τοπικές αγροτικές επιτροπές των Σοβιέτ των αγροτικών αντιπροσώπων της περιφέρειας, ώσπου το αγροτικό ζήτημα να ρυθμιστεί από τη Συντακτική Συνέλευση».


Ο Κάουτσκι αναφέρει μονάχα τις δυο αυτές παραγράφους και συμπεραίνει:
«Η παραπομπή στη Συντακτική έμεινε νεκρό γράμμα. Στην πραγματικότητα, οι αγρότες των διαφόρων περιοχών μπορούσαν να την κάνουνε τη γη ό,τι θέλανε», (σ. 47).
Ορίστε δείγματα της «κριτικής» του Κάουτσκι! 


Νά μια «επιστημονική» εργασία, που μοιάζει παράξενα με ψέμα. Υποβάλλουν στο Γερμανό αναγνώστη την ιδέα ότι οι μπολσεβίκοι συνθηκολόγησαν με τους χωρικούς πάνω στο ζήτημα της ατομικής ιδιοκτησίας της γης, ότι οι μπολσεβίκοι αφήσανε τους χωρικούς να κάνουν ως και στις παραμικρότερες λεπτομέρειες (στις διάφορες περιοχές) ό,τι θέλουνε!
Στην πραγματικότητα, το διάταγμα που εκδόθηκε στις 26 Οκτώβρη 1917, περιλαβαίνει όχι δυο μα πέντε άρθρα, χώρια από τις οκτώ παραγράφους του «υπομνήματος», που λέγεται εκεί πως «πρέπει να χρησιμέψει σαν οδηγός».


Στο άρθρο 3 του διατάγματος λέγεται, ότι όλα τα κτήματα περνάνε στο «λαό» και πως πρέπει να γίνει «προσεκτική απογραφή όλων των δημευθέντων αγαθών» και να εξασφαλιστεί «αυστηρή επαναστατική φρούρηση».


Το «υπόμνημα» λέει, ότι «καταργείται για πάντα το δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη», ότι «εδάφη που περιλαβαίνουν αγροτικές εκμεταλλεύσεις πολύ αναπτυγμένες απαλλάσσονται απ’ το μοίρασμα», ότι «όλο το υλικό των γαιών που δημεύτηκαν, άψυχο και έμψυχο, περνάει δίχως αποζημίωση στην αποκλειστική κυριότητα του κράτους ή της κοινότητας ανάλογα με την έκταση ή την αξία των χωραφιών αυτών» και, τέλος, ότι «η γη στο σύνολο της αποτελεί μέρος της αγροτικής περιουσίας του λαού».


Έπειτα, τον ίδιον καιρό που αποφασίζονταν η διάλυση της Συντακτικής (5-1-1918), το 3ο Συνέδριο των Σοβιέτ υιοθέτησε μια «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού», που αποτελεί τώρα μέρος του βασικού νόμου της Σοβιετικής Δημοκρατίας.

Το άρθρο II, παράγραφος Ι αυτής της Διακήρυξης αναφέρει ότι: «η ατομική ιδιοκτησία της γης καταργήθηκε» και ότι «τα πρότυπα αγροκτήματα και επιχειρήσεις γίνονται εθνική ιδιοκτησία».

Κατά συνέπεια, η παραπομπή στη Συντακτική δεν έμεινε νεκρό γράμμα, γιατί ένα άλλο εθνικό αντιπροσωπευτικό σώμα, με άπειρα μεγαλύτερο εθνικό κύρος για τους χωρικούς, επιφορτίστηκε να ρυθμίσει το αγροτικό ζήτημα.

Έπειτα στις 6 (19) Φλεβάρη 1918, δημοσιεύτηκε ο νόμος για την κοινωνικοποίηση της γης που, για μια ακόμα φορά, επικυρώνει την κατάργηση κάθε ιδιοκτησίας πάνω στη γη, και αναθέτει τη διαχείριση των γαιών και όλου του υλικού των ιδιωτικών κτημάτων στις σοβιετικές αρχές, κάτω από τον έλεγχο της ομοσπονδιακής σοβιετικής εξουσίας και θέτει σαν αντικείμενο της διαχείρισης των γαιών: «την ανάπτυξη της κολεκτιβιστικής καλλιέργειας πιο συφερτικής από την άποψη της οικονομίας της εργασίας και των προϊόντων, σε βάρος της ατομικής καλλιέργειας, για να εξασφαλίσουμε το πέρασμα στη σοσιαλιστική οικονομία», (άρθ. 11 § ε).

Θεσπίζοντας την ισότητα στην επικαρπία του εδάφους, ο νόμος απαντάει έτσι στην ερώτηση: «ποιός έχει το δικαίωμα να κατέχει γη;», (άρθ. 20): «Στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Σοβιετικής Δημοκρατίας της Ρωσίας μπορούν να κατέχουν κλήρους γης για την εξασφάλιση δημόσιων και προσωπικών αναγκών: α) Για έργα εκπαίδευσης και μόρφωσης: 1. Το κράτος στο πρόσωπο των οργάνων της σοβιετικής εξουσίας (ομοσπονδιακής, περιφερειακής, επαρχιακής, διαμερίσματος, δήμου και κοινότητας): 2. Οι δημόσιοι οργανισμοί (κάτω από τον έλεγχο και με την εξουσιοδότηση της τοπικής σοβιετικής εξουσίας): β) Για σκοπούς αγροτικής εκμετάλλευσης: 3. Οι αγροτικές κομμούνες. 4. Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί. 5. Οι αγροτικές κοινότητες. 6. Οι οικογένειες ή άτομα...»

Ο αναγνώστης βλέπει, ότι ο Κάουτσκι διαστρέβλωσε ολότελα τα πράγματα και παρουσίασε στο γερμανό αναγνώστη ολωσδιόλου ψεύτικα την αγροτική πολιτική και νομοθεσία του προλεταριακού κράτους στη Ρωσία.

Όσο για τα σοβαρά και θεμελιώδη θεωρητικά προβλήματα, ο Κάουτσκι δεν ξέρει ούτε καν να τα θέσει.
Τα ζητήματα αυτά είναι:

1. Ισότητα στην επικαρπία του εδάφους και
2. Εθνικοποίηση της γης –και το ένα και το άλλο ανταποκρίνονται στο σοσιαλισμό γενικά και στο πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό ιδιαίτερα.
3. Κοινή καλλιέργεια της γης, σαν πέρασμα από τη μικρή κομματιαστή εκμετάλλευση στη μεγάλη κολεκτιβιστική εκμετάλλευση. Ο τρόπος που τέθηκε αυτό το ζήτημα στη σοβιετική νομοθεσία ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του σοσιαλισμού;
Στο πρώτο ζήτημα, είναι αναγκαίο να αποκαταστήσουμε προπαντός τα δυο ακόλουθα βασικά γεγονότα: α) Λαβαίνοντας υπ’ όψη την πείρα του 1905 (παραπέμπω για παράδειγμα στο έργο μου που καταπιάνεται με το αγροτικό ζήτημα στην πρώτη ρωσική επανάσταση), υπογράμμιζαν οι μπολσεβίκοι τη σπουδαιότητα, από την άποψη της προόδου και της δημοκρατικής επανάστασης, του συνθήματος της ισότητας και, στα 1917, πριν από την επανάσταση του Οκτώβρη, εξακολουθούν να την επαναλαβαίνουν· β) δημοσιεύοντας το νόμο για την κοινωνικοποίηση της γης που «ψυχή» του είναι το σύνθημα της ισότητας στην επικαρπία της γης οι μπολσεβίκοι διακηρύξανε με απόλυτη ακρίβεια και καθαρότητα: η ιδέα αυτή δεν είναι δική μας, δεν είμαστε σύμφωνοι μ’ αυτό το σύνθημα, όμως θεωρούμε χρέος μας να το εφαρμόσουμε, γιατί είναι απαίτηση της τεράστιας πλειοψηφίας των χωρικών και οι ιδέες και απαιτήσεις της πλειοψηφίας των εργαζομένων πρέπει να δοκιμάζονται και να ξεπερνιούνται απ’ αυτούς τους ίδιους. Αυτά δε μπορείς ούτε να τα καταργήσεις, ούτε να πηδήξεις από πάνω τους. Εμείς οι μπολσεβίκοι θα βοηθήσουμε τους χωρικούς να εγκαταλείψουν τα μικροαστικά συνθήματα για να περάσουν όσο το δυνατό ταχύτερα και ευκολότερα στα σοσιαλιστικά συνθήματα.
Ένας θεωρητικός του μαρξισμού, που θα ήθελε με την επιστημονική του ανάλυση να βοηθήσει την εργατική επανάσταση, θάπρεπε να πει πρώτα-πρώτα αν είναι αλήθεια πως η ιδέα της ισότητας στην επικαρπία της γης έχει επαναστατική δημοκρατική αξία από την άποψη της ολοκλήρωσης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Έπειτα, οι μπολσεβίκοι είχαν δίκιο να υποστηρίζουν με την ψήφο τους (και να τηρούνε με τη μεγαλύτερη νομιμοφροσύνη) το μικροαστικό νόμο για την ισότητα;

Ο Κάουτσκι δε μπόρεσε καν να δει που βρίσκεται θεωρητικά ο κόμπος του ζητήματος.
Δε θα μπορέσει ποτέ ν’ αρνηθεί ο Κάουτσκι, ότι η ιδέα της ισότητας δεν έχει προοδευτική και επαναστατική αξία στην αστικοδημοκρατική επανάσταση. Η επανάσταση αυτή δε μπορεί να πάει πιο πέρα. Φτάνοντας ως το τέρμα, αποδείχνει μπροστά στις μάζες όλο και πιο καθαρά, πιο γρήγορα και πιο εύκολα, την ανεπάρκεια των αστικοδημοκρατικών λύσεων, την ανάγκη να βγούμε από το πλαίσιό τους και να περάσουμε στο σοσιαλισμό.

Η αγροτιά που ανέτρεψε τον τσαρισμό και τους μεγαλογαιοκτήμονες, δεν ονειρεύεται άλλο από την ισότητα, και καμιά δύναμη στον κόσμο δε θα μπορούσε να αντιταχτεί στους χωρικούς τους απαλλαγμένους από τους γαιοκτήμονες και από το αστικοκοινοβουλευτικό δημοκρατικό κράτος.

Οι προλετάριοι λένε στους χωρικούς: θα σας βοηθήσουμε να φτάσετε ως τον «ιδεώδη» καπιταλισμό, γιατί ισότητα στην επικαρπία του εδάφους είναι καπιταλισμός φτασμένος στο ιδανικό του σημείο, από την άποψη του μικροπαραγωγού. Ταυτόχρονα θα σας κάνουμε να δείτε την ανεπάρκεια αυτού του συστήματος και την ανάγκη του περάσματος στην κολεκτιβιστική καλλιέργεια της γης.

Θάταν ενδιαφέρον να δούμε τί θάκανε ο Κάουτσκι για να ανασκευάσει την ορθότητα μιας τέτοιας κατεύθυνσης στην πάλη των χωρικών από μέρους του προλεταριάτου. Αλλά ο Κάουτσκι προτίμησε ν’ αποφύγει το ζήτημα...

Έπειτα, ο Κάουτσκι εξαπάτησε αναίσχυντα τους γερμανούς αναγνώστες αποκρύβοντας τους ότι στο νόμο για τη γη η σοβιετική εξουσία έδοσε ξεκάθαρα την προτίμηση της στις κομμούνες και στους συνεταιρισμούς, που τους βάζει στην πρώτη γραμμή.
Με την αγροτιά ως το τέλος της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, με τα φτωχά προλεταριακά και μισοπρολεταριακά στοιχεία της αγροτιάς προς τη σοσιαλιστική επανάσταση! Αύτη ήτανε η πολιτική των μπολσεβίκων κι αυτή είναι η μόνη μαρξιστική πολιτική.

Απ’ όλα αυτά βγαίνει ένας κυκεώνας χωρίς τέλος. Σημειώστε πως ο Κάουτσκι στα 1918 επιμένει πάνω στον αστικό χαρακτήρα της ρωσικής επανάστασης. Ο Κάουτσκι στα 1918 φωνάζει: «Όχι πιο πέρα!». Και ο ίδιος αυτός Κάουτσκι βλέπει «κάποιο βαθμό σοσιαλισμού» (για την αστική επανάσταση) στη μικροαστική μεταρρύθμιση, στην εκμίσθωση μικρών κλήρων γης στους φτωχούς χωρικούς (δηλαδή σ’ ένα μέτρο που πλησιάζει στην ισότητα!!).

Ας καταλάβει όποιος μπορεί!

Πέρα απ’ αυτό, ο Κάουτσκι, δείχνει φιλισταϊκή ανικανότητα να εκτιμήσει την πραγματική πολιτική ενός δοσμένου κόμματος.

Παραθέτει τις φράσεις του μενσεβίκου Μάσλοφ, παραβλέποντας σκόπιμα την πραγματική πολιτική του μενσεβίκικου κόμματος στα 1917 όταν σε «συνασπισμό» με τους γαιοκτήμονες και τους Καντέ, εκθείαζε πραγματικά την αγροτική μεταρρύθμιση των φιλελευθέρων και τη συνεννόηση με τους μεγαλογαιοκτήμονες (απόδειξη οι συλλήψεις μελών των αγροτικών επιτροπών και το νομοσχέδιο του Σ. Μάσλοφ). Ο Κάουτσκι δεν πρόσεξε, ότι η φράση του Π. Μάσλοφ για τον αντιδραστικό και ουτοπιστικό χαρακτήρα της μικροαστικής ισότητας, στην πραγματικότητα καμουφλάρει τη μενσεβίκικη πολιτική συνεννόησης ανάμεσα στους χωρικούς και τους μεγαλογαιοκτήμονες (δηλαδή εξαπάτηση των χωρικών από τους μεγαλογαιοκτήμονες) αντί για την επαναστατική ανατροπή των μεγαλογαιοκτημόνων από τους χωρικούς.

Ωραίος «μαρξιστής» αυτός ο Κάουτσκι!

Οι μπολσεβίκοι ίσα - ίσα κάνανε αυστηρή διάκριση ανάμεσα στην αστικοδημοκρατική και τη σοσιαλιστική επανάσταση –φέρνοντας ως το τέλος την πρώτη, άνοιξαν την πόρτα στη δεύτερη. Μόνη επαναστατική πολιτική, μόνη μαρξιστική πολιτική.

Ο Κάουτσκι χάνει τον καιρό του, επαναλαμβάνοντας τα σαλιαρίσματα των φιλελευθέρων. «Πουθενά ακόμα και ποτέ, δεν περάσανε οι μικροκαλλιεργητές στην κολεκτιβιστική παραγωγή κάτω από την επίδραση θεωρητικής προπαγάνδας», (σ. 50).

Πολύ έξυπνο!

Πουθενά και ποτέ οι μικροκαλλιεργητές μιας μεγάλης χώρας δε βρέθηκαν κάτω από την επίδραση ενός προλεταριακού κράτους.

Πουθενά και ποτέ οι μικροκαλλιεργητές δεν κήρυξαν το φανερό ταξικό αγώνα των φτωχών χωρικών· ενάντια στους πλούσιους, δηλαδή τον εμφύλιο πόλεμο μέσα στους κόλπους της αγροτικής τάξης, με την υποστήριξη που έδοσε στους φτωχούς χωρικούς, με την προπαγάνδα, την ιδεολογική, πολιτική, οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, η προλεταριακή εξουσία.

Πουθενά και ποτέ δεν είχανε τόσο θησαυρίσει με τον πόλεμο οι κερδοσκόποι και οι πλούσιοι και ποτέ η εξαθλίωση της αγροτικής τάξης δεν είταν τόσο μεγάλη.
Ο Κάουτσκι επαναλαμβάνει τα ίδια τα τριμένα τα παλιά, αναμασάει την παλιά βοσκή, τρομάζοντας ακόμα και να σκεφτεί τα καινούργια καθήκοντα της προλεταριακής δικτατορίας.

Κι αν για τον κ. Κάουτσκι οι χωρικοί δεν έχουν αρκετά εργαλεία για τη μικρή παραγωγή και το προλεταριακό κράτος τους βοηθάει να προμηθευτούνε μηχανές για την κολεκτιβιστική καλλιέργεια της γης, αυτό είναι «θεωρητική προπαγάνδα»;

Ας περάσουμε στο πρόβλημα της εθνικοποίησης της γης. Οι λαϊκοί μας, μαζί και όλοι οι σοσιαλεπαναστάτες της αριστεράς, αρνιούνται ότι αυτό που έγινε σε μας, είναι εθνικοποίηση του εδάφους, πέφτοντας έτσι σε μια θεωρητική πλάνη. Στο μέτρο που παραμένουμε στο πλαίσιο της εμπορευματικής παραγωγής και του καπιταλισμού, κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας της γης σημαίνει εθνικοποίησή της. Η λέξη «κοινωνικοποίηση» δεν εκφράζει παρά μια τάση, μιαν επιθυμία, την προετοιμασία για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.

Τότε, ποια πρέπει να είναι η στάση των μαρξιστών απέναντι στην εθνικοποίηση της γης;
Κ’ εδώ ο Κάουτσκι δεν ξέρει καν να θέσει το θεωρητικό ζήτημα, ή –που είναι ακόμα χειρότερο– αποφεύγει σκόπιμα το ζήτημα, αν και γνωρίζει, όπως είναι γνωστό από τις ρωσικές δημοσιεύσεις, τις παλιές συζητήσεις των ρώσων μαρξιστών πάνω στην εθνικοποίηση του εδάφους τη δημοτικοποίηση (ανάθεση των μεγάλων κτημάτων στην τοπική αυτοδιοίκηση), πάνω στο μοίρασμα της γης.

Είναι μια πραγματική προσβολή εναντίον του μαρξισμού ο ισχυρισμός του Κάουτσκι ότι η ανάθεση των μεγάλων κτημάτων στο Κράτος και η εκμίσθωσή τους κατά μικρούς κλήρους στους χωρικούς που δεν έχουν αρκετή γη, θάτανε «κάποιος βαθμός σοσιαλισμού». Δείξαμε ήδη πως δεν υπάρχει εδώ τίποτα το σοσιαλιστικό. Ακόμα περισσότερο, δεν υπάρχει εδώ ούτε αστικοδημοκρατική επανάσταση φτασμένη στο τέρμα της.

Η μεγάλη δυστυχία του Κάουτσκι είναι ότι έχει εμπιστοσύνη στους μενσεβίκους. Απ’ αυτό βγήκε ένα περίεργο πράγμα. Έτσι ο Κάουτσκι που εκθειάζει τον αστικό χαρακτήρα της επανάστασής μας και κατηγορεί τους μπολσεβίκους ότι τους κατέβηκε να βαδίσουν προς το σοσιαλισμό, παρουσιάζει ο ίδιος σα σοσιαλισμό μια φιλελεύθερη μεταρρύθμιση, και μάλιστα χωρίς να φτάσει η μεταρρύθμιση αυτή ως την ολοκληρωτική εξάλειψη των μεσαιωνικών επιβιώσεων στις σχέσεις της έγγειας ιδιοκτησίας! Όπως οι μενσεβίκοι σύμβουλοί του, ο Κάουτσκι παρουσιάζεται σαν υπερασπιστής της φιλελεύθερης αστικής τάξης που φοβάται την επανάσταση, αντί να υπερασπίσει τη συνεπή αστικοδημοκρατική επανάσταση.

Πραγματικά, γιατί να μετατρέψουμε σε εθνική ιδιοκτησία μόνο τα μεγάλα κτήματα, και όχι ολόκληρη τη γη; Η φιλελεύθερη αστική τάξη κατορθώνει να διατηρήσει μ’ αυτό το μάξιμουμ από την παλιά κατάσταση πραγμάτων (δηλαδή το μίνιμουμ συνέπειας στην επανάσταση) και τη μεγαλύτερη δυνατότητα επιστροφής στην παλιά αυτή κατάσταση πραγμάτων. Η ριζοσπαστική αστική τάξη, δηλαδή εκείνη που εννοεί να φέρει την αστική επανάσταση ως το τέρμα, διατυπώνει το σύνθημα της εθνικοποίησης του εδάφους.

Σε μια εποχή πολύ, παραπολύ μακρινή –εδώ και είκοσι χρόνια πάνω-κάτω– ο Κάουτσκι είχε γράψει ένα ωραίο μαρξιστικό έργο πάνω στο αγροτικό ζήτημα. Δε μπορεί λοιπόν ν’ αγνοεί τις υποδείξεις του Μαρξ πάνω σ’ αυτό το σημείο, δηλαδή ότι η εθνικοποίηση της γης είναι ίσα - ίσα ένα ολοκληρωμένο σύνθημα της αστικής τάξης. Ο Κάουτσκι δε μπορεί ν’ αγνοεί την πολεμική του Μαρξ εναντίον του Rodbertus και τις αξιόλογες διευκρινίσεις του στις «Θεωρίες για την Υπεραξία» όπου παρουσιάζει ανάγλυφα την επαναστατική σπουδαιότητα, από αστικοδημοκρατική άποψη, της εθνικοποίησης του εδάφους.
Ο μενσεβίκος Π. Μάσλοφ, που ο Κάουτσκι είχε την ατυχία να τον διαλέξει για σύμβουλό του, αρνιότανε ότι οι ρώσοι χωρικοί μπορούσαν να δεχτούν την εθνικοποίηση όλης της γης. Η αντίληψη αύτη του Μάσλοφ μπορούσε, ως κάποιο σημείο, να συνδεθεί με την «πρωτότυπη» θεωρία (που αντιγράφει τους αστούς κριτικούς του Μαρξ), δηλαδή με την άρνησή του της απόλυτης προσόδου και την αναγνώριση του «νόμου» (ή του «γεγονότος» κατά το Μάσλοφ) της «μειούμενης γονιμότητας του εδάφους».

Στην πραγματικότητα, ήδη κατά την επανάσταση του 1905, είχε αποδειχτεί ότι η τεράστια πλειονότητα των χωρικών της Ρωσίας –κοινοτικών και ατομικών– είταν υπέρ της εθνικοποίησης όλων των γαιών. Η επανάσταση του 1917 επικύρωσε το πράγμα και υστέρα από την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο τόφερε ως το τέρμα του. Οι μπολσεβίκοι έμειναν πιστοί στο μαρξισμό. Δε ζητούσαν καθόλου (στο πείσμα του Κάουτσκι που τους κατηγορεί γι’ αυτό χωρίς να φέρνει ούτε σκιά απόδειξης) να «πηδήξουν» πάνω από την αστικοδημοκρατική επανάσταση. Κατά πρώτο λόγο οι μπολσεβίκοι βοήθησαν τους ιδεολόγους αστούς δημοκράτες της αγροτιάς, τους πιο ριζοσπαστικούς, τους πιο επαναστατικούς, τους πιο κοντινούς στο προλεταριάτο, δηλαδή τους σοσιαλεπαναστάτες της αριστεράς, να καταλάβουν τι είτανε πραγματικά η εθνικοποίηση της γης. Η ατομική ιδιοκτησία του εδάφους καταργήθηκε στη Ρωσία από τις 26 Οκτώβρη 1917, δηλαδή από την πρώτη κιόλας μέρα της προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης.
Έτσι δημιουργήθηκε η πιο τέλεια βάση από την άποψη της εξέλιξης του καπιταλισμού (πράγμα που ο Κάουτσκι δε θα μπορούσε ν’ αρνηθεί χωρίς νάρθει σε ρήξη με το Μαρξ), μαζί με την εγκαθίδρυση του ευλύγιστου αγροτικού καθεστώτος για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Από αστικοδημοκρατική άποψη η επαναστατική ρωσική αγροτιά δε μπορεί να τραβήξει μακρύτερα· γιατί, από την άποψη αυτή, δε θα μπορούσε να υπάρξει τίποτα το πιο «ιδεώδες» ούτε τίποτα το πιο «ριζοσπαστικό» από την εθνικοποίηση και την ισότητα στην επικαρπία του εδάφους. Είναι οι μπολσεβίκοι και μόνον οι μπολσεβίκοι που με την ίδια τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης βοηθήσανε την αγροτιά να ολοκληρώσει πραγματικά την αστικοδημοκρατική επανάσταση. Και μόνον έτσι κάνανε το μάξιμουμ για να ευκολύνουν και να επισπεύσουν το πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση.
Μπορεί να κρίνει κανείς απ’ αυτό τί απίθανο κομφούζιο προσφέρει στους αναγνώστες του ο Κάουτσκι κατηγορώντας τους μπολσεβίκους ότι δεν καταλαβαίνουν τάχα τον αστικό χαρακτήρα της επανάστασης και απομακρύνεται ο ίδιος από το μαρξισμό ως το σημείο να περνάει στα μουγκά την εθνικοποίηση της γης και να παρουσιάζει τη φιλελεύθερη αγροτική μεταρρύθμιση τη λιγότερο επαναστατική (από αστική άποψη) σαν «κάποιο βαθμό σοσιαλισμού»!
Ερχόμαστε τώρα στο τρίτο από τα ζητήματα που ανακινήσαμε πιο πάνω. Πρόκειται για το ζήτημα ως ποιο μέτρο η προλεταριακή δικτατορία στη Ρωσία κατανόησε την ανάγκη για το πέρασμα στην κολεκτιβιστική καλλιέργεια της γης. Κ’ εδώ πάλι ο Κάουτσκι κάνει κάτι που μοιάζει παράξενα με ψέμα παραθέτοντας μόνο τις «θέσεις» ενός μπολσεβίκου που εκθειάζει το πέρασμα στην κοινή εργασία της γης. Αφού παραθέτει μια απ’ αυτές τις θέσεις ο «θεωρητικός» μας αναφωνεί με ύφος θριαμβευτικό: «Δυστυχώς το να διακηρύχνεις ένα καθήκον δε σημαίνει ότι τόχεις εκπληρώσει κιόλας. Η κολεκτιβιστική καλλιέργεια στη Ρωσία είναι ακόμα καταδικασμένη, για την ώρα, να μείνει στο χαρτί. Πουθενά και ποτέ ακόμα οι μικροκαλλιεργητές δεν πέρασαν στην κολεκτιβιστική παραγωγή κάτω από την επίδραση μιας θεωρητικής προπαγάνδας», (σ. 50).
Πουθενά και ποτέ ακόμα δεν έγινε φιλολογική άπατη σαν κι αυτήν που κάνει ο Κάουτσκι. Παραθέτει «θέσεις», δε λέει όμως τίποτα για το νόμο της σοβιετικής εξουσίας. Μιλάει για «θεωρητική προπαγάνδα», μα δε λέει τίποτα για την προλεταριακή κρατική εξουσία που κρατάει στα χέρια της εργοστάσια και εμπορεύματα! Ό,τι ο μαρξιστής Κάουτσκι έγραψε στα 1899 στο «Αγροτικό Ζήτημα» πάνω στα μέσα που διαθέτει το προλεταριακό κράτος για να οδηγήσει βαθμιαία τους μικροκαλλιεργητές στο σοσιαλισμό, ο αποστάτης Κάουτσκι το ξέχασε το 1918.
Βέβαια, μερικές εκατοντάδες αγροτικές κομμούνες και σοβιετικές εκμεταλλεύσεις (δηλαδή μεγάλες ιδιοκτησίες που καλλιεργούνται από εργατικούς συνεταιρισμούς για λογαριασμό του κράτους) που υποστηρίζονται από το κράτος –δεν είναι πολλά. Μπορεί όμως να ονομάσει κανείς «κριτική» τη βουβαμάρα του Κάουτσκι πάνω σ' αυτό; 


Η εθνικοποίηση της γης που γίνεται στη Ρωσία από τη δικτατορία του προλεταριάτου εξασφάλισε καλύτερα την αποπεράτωση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, ακόμα και για την περίπτωση όπου η νίκη της αντεπανάστασης θα μας ξανάφερνε από την εθνικοποίηση στο μοίρασμα (ανέλυσα ειδικά το ενδεχόμενο αυτό σε μια μελέτη μου για το αγροτικό πρόγραμμα των μαρξιστών στην επανάσταση του 1905). Πέρα απ’ αυτό, η εθνικοποίηση της γης έδοσε στο προλεταριακό κράτος τις περισσότερες δυνατότητες για να περάσει στο σοσιαλισμό τη γεωργία.

Συγκεφαλαιώνουμε: Ο Κάουτσκι μας προσφέρει στη θεωρία ένα απίθανο ανακάτωμα με ολοκληρωτική εγκατάλειψη του μαρξισμού· στην πράξη, δείχνει τη δουλοπρέπειά του απέναντι στην αστική τάξη και τους αστούς μεταρρυθμιστές. Ωραία κριτική στ’ αλήθεια!
Ο Κάουτσκι αρχίζει την «οικονομική ανάλυσή» του για τη βιομηχανία με τούτο το μεγαλειώδη συλλογισμό:

Υπάρχει στη Ρωσία μεγάλη καπιταλιστική βιομηχανία. Δε θάταν δυνατό να οικοδομηθεί πάνω σ’ αυτή τη βάση η σοσιαλιστική παραγωγή; «Θα μπορούσε να το σκεφτεί κανείς αυτό, αν ο σοσιαλισμός βρισκότανε στο γεγονός ότι οι εργάτες που δουλεύουν σ’ αυτά ή σε κείνα τα ορυχεία και εργοστάσια τα ιδιοποιούνταν για να τα εκμεταλλευτούν το καθένα χωριστά», (σ. 52). «Τη στιγμή που γράφω τις γραμμές αυτές, 5 Αυγούστου», προσθέτει ο Κάουτσκι, «μεταδίδεται απ’ τη Μόσχα ότι ο Λένιν έβγαλε ένα λόγο στις 2 Αυγούστου όπου λέει: “Οι εργάτες κρατούν γερά τις φάμπρικες στα χέρια τους και οι χωρικοί δε θα παραδόσουνε τη γη στους γαιοκτήμονες. Το σύνθημα “τα εργοστάσια στους εργάτες, η γη στους χωρικούς”είταν ως τα τώρα “αναρχοσυνδικαλιστική διεκδίκηση και όχι σοσιαλδημοκρατική”», (σ. 52-53).

Αναδημοσιεύσαμε στο ακέραιο το χωρίο αυτό για να μπορέσουν οι ρώσοι εργάτες που σέβονταν πρώτα τον Κάουτσκι –δικαιολογημένα– να αντιληφθούν οι ίδιοι τις μέθοδες αυτού του αυτόμολου που έχει περάσει στο στρατόπεδο της αστικές τάξης.


Συλλογιστείτε λιγάκι: Στις 5 Αυγούστου, τότε που υπήρχαν κιόλας ένα σωρό διατάγματα πάνω στην εθνικοποίηση των εργοστασίων στη Ρωσία, και οι εργάτες δεν είχαν «ιδιοποιηθεί» κανένα απ’ αυτά τα εργοστάσια μα είχαν γίνει όλα ιδιοκτησία της Δημοκρατίας, στις 5 Αυγούστου, ο Κάουτσκι ξεκινώντας από μιαν ολοφάνερα άτιμη ερμηνεία μιας φράσης του λόγου μου, υποβάλλει στους γερμανούς αναγνώστες του την ιδέα ότι στη Ρωσία τα εργοστάσια μεταβιβάστηκαν ατομικά στους εργάτες! 


Ύστερα απ’ αυτό, μέσα σε δεκάδες γραμμές, ο Κάουτσκι λέει και ξαναλέει πως δεν πρέπει να παραδώσουμε χωριστά τα εργοστάσια στους εργάτες! Αυτό δεν είναι «κριτική» μα μια μέθοδος λακέ της αστικής τάξης, στρατολογημένου από τους καπιταλιστές για να συκοφαντεί την εργατική επανάσταση.


Πρέπει να μεταβιβάσουμε τα εργοστάσια στο κράτος, ή στις κομμούνες, ή στους καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, γράφει κι όλο γράφει ο Κάουτσκι. Και τελικά προσθέτει: «Αυτό το δρόμο γυρεύουν τώρα ν’ ακολουθήσουν στη Ρωσία...». Τώρα!! Πότε δηλαδή; Τον Αύγουστο; Ο Κάουτσκι δε θα μπορούσε να ζητήσει από τους Στάϊν, Άξελροντ και άλλους φίλους της ρωσικής αστικής τάξης να του μεταφράσουν τουλάχιστο το διάταγμα για τα εργοστάσια; 


«... “Ώς που έχουν προχωρήσει, δε φαίνεται ακόμα. Η πλευρά αυτή της Σοβιετικής Δημοκρατίας έχει σε κάθε περίπτωση ύψιστο ενδιαφέρον για μας, όμως δυστυχώς πλέει ακόμα ολότελα μέσα στα σκοτάδια. Φυσικά, δε λείπουν τα διατάγματα... (Γι’ αυτό ο Κάουτσκι αγνοεί το περιεχόμενό τους ή το κρύβει από τους αναγνώστες του!), όμως δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το αποτέλεσμα αυτών των διαταγμάτων. Η σοσιαλιστική παραγωγή είναι αδύνατη χωρίς μια στατιστική πλατιά, λεπτομερειακή, σίγουρη και γοργή. Είναι εκείνο που η Σοβιετική Δημοκρατία δε μπόρεσε ακόμα να δημιουργήσει ώς τα τώρα. Ό,τι μαθαίνουμε για την οικονομική δραστηριότητά της, είναι εξαιρετικά αντιφατικό και ανεξακρίβωτο. Είναι κι αυτό ένα από τα αποτελέσματα της δικτατορίας και της συντριβής της δημοκρατίας. Δεν υπάρχει ούτε ελευθερία τύπου, ούτε ελευθερία λόγου”», (σ. 53).


Νά πως γράφεται η ιστορία! Από τον ελεύθερο τύπο των καπιταλιστών και των ανθρώπων του Ντούτοφ, ο Κάουτσκι θα μπορούσε να αντλήσει πληροφορίες για τα εργοστάσια που έχουν περάσει στους εργάτες... Κι αλήθεια αυτός ο «σοβαρός επιστήμονας», ο τοποθετημένος πάνω από τις τάξεις, είναι αμίμητος! Ο Κάουτσκι δε θέλει να ξέρει τίποτα για τα αναρίθμητα γεγονότα που μαρτυρούν ότι τα εργοστάσια έχουν μεταβιβαστεί αποκλειστικά και μόνο στη Δημοκρατία, ότι διευθύνονται από έναν οργανισμό της εξουσίας των Σοβιέτ, το Ανώτατο Συμβούλιο της Εθνικής Οικονομίας, που απαρτίζεται κυρίως από αντιπροσώπους των εργατικών συνδικάτων. Πεισματικά, με την επιμονή του «άνθρωπου του κλεισμένου μέσα σε γυάλα», επαναλαμβάνει ολοένα: Δόστε μου μιαν ειρηνική δημοκρατία, δίχως εμφύλιο πόλεμο, δίχως δικτατορία, με μια καλή στατιστική. (Η Σοβιετική Δημοκρατία δημιούργησε μια Διεύθυνση Στατιστικής που αποτελέστηκε από τους καλύτερους στατιστικολόγους της Ρωσίας, μα είναι αυτονόητο πως είναι αδύνατο να επιτύχει κανείς γρήγορα μιαν ιδεώδη στατιστική). Με μια λέξη, μια επανάσταση χωρίς επανάσταση, χωρίς μανιασμένη πάλη, χωρίς βιαιότητες, να τί ζητάει ο Κάουτσκι. Είναι το ίδιο σα να ζητάει κανείς μιαν απεργία χωρίς την εξαπόλυση των παθών ανάμεσα σε εργάτες κ’ εργοδότες. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεχωρίσουμε έναν τέτοιο «σοσιαλιστή» από έναν οποιονδήποτε φιλελεύθερο γραφειοκράτη! 


Και ξεκινώντας απ’ αυτό το «συγκεκριμένο υλικό», δηλαδή παραλείποντας σκόπιμα και με τη μεγαλύτερη περιφρόνηση τα αμέτρητα γεγονότα, ο Κάουτσκι «συμπεραίνει»: «Είναι αμφίβολο ότι χάρη σε αληθινά πρακτικά επιτεύγματα και όχι με διατάγματα το ρωσικό προλεταριάτο πέτυχε στη Δημοκρατία των Σοβιέτ περισσότερα απ’ ό,τι θάπαιρνε απ’ τη Συντακτική όπου όπως και στα Σοβιέτ κυριαρχούσαν σοσιαλιστές αν και διαφορετικής απόχρωσης», (σ. 58).


Μαργαριτάρι, δεν είν’ αλήθεια; Συμβουλεύουμε τους θαυμαστές του Κάουτσκι να διαδόσουν αυτό το απόφθεγμα όσο γίνεται πλατυτέρα ανάμεσα στους ρώσους εργάτες. Αληθινά δε θα μπορούσε ο Κάουτσκι να προσφέρει καλύτερη επιχειρηματολογία για να μας βοηθήσει να εκτιμήσουμε το βάθος του πολιτικού του ξεπεσμού. Κι ο Κερένσκι είτανε «σοσιαλιστής», σύντροφοι εργάτες, μόνο που είτανε «διαφορετικής απόχρωσης»! Ο ιστορικός Κάουτσκι περιορίζεται στο επίθετο, στον τίτλο, που «ιδιοποιήθηκαν» οι σοσιαλεπαναστάτες της δεξιάς και οι μενσεβίκοι. Όσο για τα γεγονότα που μαρτυράνε ότι επί Κερένσκι οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες της δεξιάς υποστήριζαν την ιμπεριαλιστική πολιτική και τα πλιατσικολογήματα της αστικής τάξης, γι’ αυτά ο ιστορικός Κάουτσκι δε θέλει να γίνεται λόγος. Ότι η Συντακτική έδοσε την πλειοψηφία ακριβώς στους ήρωες αυτούς του ιμπεριαλιστικού πολέμου και της αστικής δικτατορίας, αυτό το περνάει με διάκριση στα μουγκά. Και θέλει να κάνει «οικονομική ανάλυση».

Για να τελειώνουμε, νά ακόμα ένα δείγμα αυτής της «οικονομικής ανάλυσης»: «...Ύστερα από εννιάμηνη ύπαρξη η Σοβιετική Δημοκρατία, αντί να επεκτείνει τη γενική ευζωία, βρίσκεται στην ανάγκη να εξηγήσει από πού προέρχεται η γενική αθλιότητα», (σ. 41).
Οι Καντέ μάς έχουν συνηθίσει σ’ αυτού του είδους τους συλλογισμούς. Έτσι σκέφτονται όλοι οι θεράποντες της αστικής τάξης στη Ρωσία. Δόστε μας λοιπόν, λένε, τη γενική καλοπέραση ύστερα από εννιά μήνες, ύστερα από τέσσερα χρόνια καταστροφικό πόλεμο, ενώ το ξένο κεφάλαιο βοηθάει γερά το σαμποτάζ και τις εξεγέρσεις της αστικής τάξης στη Ρωσία. Πραγματικά δεν υπάρχει πια καμιά διαφορά, σκια διαφοράς, ανάμεσα στον Κάουτσκι και τον αντεπαναστάτη αστό. Τα γλυκόλογα γύρω από το «σοσιαλισμό» επαναλαμβάνουν αυτό που λένε ωμά και δίχως περιστροφές, δίχως φτιασίδι, οι οπαδοί του Κορνίλοφ, του Ντούτοφ και του Κράσνοφ στη Ρωσία.

* * *
 
 
Οι γραμμές αυτές γράφτηκαν στις 9 Νοέμβρη 1918. Τη νύχτα της 9 προς τη 10 έφτανε από τη Γερμανία η είδηση για το αρχίνισμα της νικηφόρας επανάστασης, πρώτα στο Κίελο και στις άλλες παραλιακές πόλεις της βόρειας Γερμανίας όπου η εξουσία πέρασε στα χέρια των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών, ύστερα στο Βερολίνο όπου το Σοβιέτ πήρε όμοια στα χέρια του την εξουσία.


Το συμπέρασμα που έμενε να γράψω για τη μπροσούρα μου σχετικά με τον Κάουτσκι και την προλεταριακή επανάσταση γίνεται περιττό.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
—————— 

[1] Ο Κάουτσκι παραθέτει κατ’ επανάληψη αυτή την έκφραση «με τους λιγότερους τρανταγμούς» με ειρωνική διάθεση. Αλλά, καθώς δεν τα καταφέρνει, κάνει μερικές σελίδες παρακάτω μια ταχυδακτυλουργία και παραποιεί την παράθεση: «χωρίς τρανταγμούς». Με τέτοια μέσα είναι εύκολο να βάλεις στο στόμα του αντιπάλου σου μια ανοησία. Αυτό σου επιτρέπει εξ άλλου ν’ αφήσεις κατά μέρος την ουσία του επιχειρήματος. Το πέρασμα στο σοσιαλισμό με τους λιγότερους τρανταγμούς δεν είναι δυνατό, παρά μόνο με τη γενική οργάνωση: των φτωχών (τα Σοβιέτ) και τη βοήθεια που θα δόσει σ’ αυτή την οργάνωση το κέντρο της κρατικής εξουσίας (το προλεταριάτο).
[2] Εξ άλλου η μπροσούρα του Κάουτσκι είναι γεμάτη από μενσεβίκικη απάτη αυτού του είδους. Είναι ο λίβελλος ενός χολιασμένου μενσεβίκου.
[3] Προσωποποίηση της προδοσίας.
[4] Μόλις διάβασα το άρθρο της «Εφημερίδας της Φραγκφούρτης» της 22 Οκτώβρη 1918, αρ. 293, που δίνει μ’ ενθουσιασμό παράφραση της μπροσούρας του Κάουτσκι. Το όργανο των χρηματιστών είναι καταγοητευμένο. Το πιστεύω! Ένας σύντροφος μου γράφει από το Βερολίνο, ότι το «Φορβερτς» του Σάϊντμαν δήλωσε, σ’ ένα ειδικό άρθρο, ότι υπογράφει σχεδόν κάθε γραμμή του Κάουτσκι. Τα σέβη μας!


[5] Οι σοσιαλσοβινιστές (Σάϊντμαν, Ρενοντέλ, Χέντερσον, Γκόμπερς και Σία) δε θέλουν ούτε ν’ ακούνε για «Διεθνή» κατά τη διάρκεια του πολέμου. Θεωρούν «προδότες» του σοσιαλισμού τους εχθρούς της αστικής τάξης «τους». Υπερασπίζουν την κατακτητική πολιτική της αστικής τάξης «τους». Οι σοσιαλπατσιφιστές, σοσιαλιστές στα λόγια και μικροαστοί πατσιφιστές στην πραγματικότητα, εκφράζουν κάθε λογής «διεθνιστικά» αισθήματα, εξεγείρονται εναντίον των προσαρτήσεων κτλ., αλλά εξακολουθούν στην πραγματικότητα να υποστηρίζουν την ιμπεριαλιστική τους αστική τάξη. Η διαφορά ανάμεσα στους δυο αυτούς τύπους είναι ασήμαντη, σαν τη διαφορά που υπάρχει λ.χ. ανάμεσα σ’ έναν καπιταλιστή που μιλάει άγρια και σ’ έναν άλλον που μιλάει μαλακά.


[6] Στο 6ο Συνέδριο των Σοβιέτ (7-9/11/1918) πήρανε μέρος με θετική ψήφο 967 αντιπρόσωποι, απ’ τους οποίους οι 950 είτανε μπολσεβίκοι. Με συμβουλευτική ψήφο 351, απ’ τους οποίους οι 335 μπολσεβίκοι. Συνολικά 97 % μπολσεβίκοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου