Τρίπολη, μονάδα εκπαίδευσης νεοσύλλεκτων.Τέλη Νοέμβρη 1999.
Ήμουν ήδη πατημένα 30, «παππούς» για φαντάρος, έπληττα αφόρητα και το μόνο που μ' απασχολούσε ήταν πως στο διάολο θα περνούσαν 20 ολόκληροι μήνες.
Τελικά η θητεία πέρασε σα νερό, έκανα φίλους, γύρισα πέντ έξη στρατόπεδα, φύλαξα εκατοντάδες άχρηστες ώρες σκοπιά έξω από άδειες αποθήκες, τραγούδησα σε αναρίθμητους χορούς στις Λέσχες Αξιωματικών με αντάλλαγμα «άγραφες» άδειες, γενικά μιλώντας: πλάκα είχε, αν εξαιρέσω το χαμένο χρόνο.
Και μια μέρα.
Είναι η μοναδική μέρα που αποφεύγω να ξαναπαίξω στη μνήμη, γιατί θα με στοιχειώνει για πάντα.
Έκανα ότι περνούσε απ το χέρι μου να την αποφύγω, προσποιήθηκα τον άρρωστο, μέχρι που μου πέρασε απ το μυαλό να πάω να βγω άοπλος, στο τέλος παραιτήθηκα.
«Ότι είναι να γίνει, θα γίνει», είπα μέσα μου, πήρα το Α1Μ1 στον ώμο και πορεύθηκα μαζί με όλη τη Μοίρα μέχρι το πεδίο βολής.
Δεν είχα ξαναπιάσει όπλο στα χέρια μου- κι ούτε θέλω να ξαναπιάσω.
Το σκηνικό έχει ως εξής (το περιγράφω κυρίως για όσους δεν το έχουν βιώσει): Μετά από δεκάλεπτη πεζοπορία μέσα στο δάσος, ζωσμένοι και αρματωμένοι, φτάσαμε σ ένα νταμάρι.
Κρανίου τόπος.
Θα ρίχναμε ανά δεκάδες, στη σειρά.
Δέκα από μας έπεφταν πρηνηδόν, ο ένας δίπλα στον άλλο, και ο καθείς είχε πάνω απ το κεφάλι του έναν εκπαιδευτή.
Εγώ είχα τον «Ράμπο», έναν βραχύσωμο γεροδεμένο πιτσιρικά, το πολύ είκοσι χρονώ, που μονίμως γάβγιζε. Γάβγιζε πιο φάλτσα κι απ τα νεογέννητα πιτ μπουλ που είχε υιοθετήσει για να τα εκπαιδεύσει…
Δεν ήθελα να πυροβολήσω.
Ο στόχος ήταν στα εκατό μέτρα- ίσα που τον διέκρινα, ομόκεντροι ασπρόμαυροι κύκλοι σαν της τοξοβολίας, αλλά εγώ δεν ήθελα. Είχα άρνηση.
Πείτε με δειλό, πείτε με πασιφιστή, η ιδέα του ότι ρίχνω σφαίρα μου δημιουργεί ναυτία. (Κάτι λεβέντες Κρητικόπουλα χασκογελούσαν με το φόβο μου- καλή τους ώρα όπου κι αν ξημερώνονται…)
Η μπροστινή μου δεκάδα είχε πάρει θέση.
Επί σκοπόν! Πυρ!
Όλες οι εκτελέσεις που είχα δει στο σινεμά ζωντάνεψαν με μιας.
Πάνω απ το νταμάρι, είκοσι μέτρα πάνω απ τους στόχους, το δάσος συνεχιζόταν αμέριμνο.
Τα κλαδιά των δέντρων σείστηκαν.
Ουδείς είχε πετύχει- όχι το στόχο ούτε καν τον τοίχο!
Δεν ντρέπομαι που το λέω, μου κόπηκαν τα ήπατα.
Ρίχναμε στο γάμο του Καραγκιόζη με τα τουφέκια του Εμφύλιου και σκοτώναμε κάτι άφταιγα δέντρα.
Δεκάδες οπλισμένοι άσχετοι με δεκάδες στρατόκαβλους στην πλάτη μας.
«Θα είναι θαύμα αν επιστρέψουμε όλοι ζωντανοί», σκέφτηκα παίρνοντας θέση για να εξολοθρέψω το δικό μου κλαδί.
Λίγο πριν πατήσω τη σκανδάλη αναρωτήθηκα αν το γαμημένο το αρχαίο μουσκέτο θα σκάσει στα χέρια μου. Ή αν η ώση με ρίξει πίσω και πετύχω τον Ράμπο και μείνουν ορφανά τα έρμα τα πιτ μπουλ. Ή αν ο διπλανός μου κάνει καμιά στραβοτιμονιά και μείνω για πάντα άτεκνος. Ή αν θα με στείλει αδιάβαστο.
Πυρ γαμώ τη κοινωνία μου! Πυρ!
Καταλαγιάζει ο κουρνιαχτός. Γέλια.
Γλιτώσαμε.
Σαν από θαύμα.
Και δυστυχώς, τα θαύματα δεν είναι για κάθε μέρα.
Κυρ Αβραμόπουλε σας έχω νέα: τα τρία παιδιά που σκοτώθηκαν στο Γλαφυρό-τι ειρωνική ονομασία για πεδίο βολής- δεν έπεσαν στο καθήκον για την πατρίδα. (Εκτός αν έχουμε πόλεμο και δεν μας έχετε ενημερώσει.)
Οι δύο εργαζόμενοι κι ο Φώτης, ο οπλίτης, δεν πήγαν απ την «κακιά την ώρα».
(Όσοι έχουμε πάει φαντάροι ξέρουμε ότι «η κακιά η ώρα» στα πεδία βολής είναι απλά ζήτημα χρόνου).
Έπεσαν από αγνή, καθαρή εγκληματική αμέλεια ενός συστήματος που στέλνει παιδιά στο στόμα του λύκου.
Έπεσαν άδικα, ρε γαμώτο.
Γι αυτό πενθώ διπλά το χαμό τους.
Μίλτος Πασχαλίδης
8 Οκτώβρη 2014
Υ.Γ
Κι όπως λέγαμε στο στράτευμα:
«Τα άλλα θα τα βρει η υπηρεσία».
Ο νοών νοείτω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου