Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Ο Γιάννης Ρίτσος και το "Ημερολόγιο" του Πολυτεχνείου




Ο Γιάννης Ρίτσος και το Πολυτεχνείο



Ο Νοέμβριος του 1973 ήταν γλυκός. Ενα λεπτό, κόκκινο, ζακετάκι πάνω απ’ τη μαθητική ποδιά αρκούσε. Η Ανθούλα σε ξεσήκωσε να πάτε από το Νυχτερινό Γυμνάσιο της Χέυδεν, όπου φοιτούσε (νυν «κατάληψη» και ερείπιο) στο Πολυτεχνείο. Είχε ακούσει πως εκεί λάμβαναν χώρα σπουδαία πράγματα.

Όχι ότι δεν φοβόσασταν. Όλα «τα ‘σκιαζ’ η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» με τη χούντα. Αλλά ήσασταν παιδιά. Μόλις αναπνεύσατε το αεράκι ελευθερίας- το μόνο αληθινό και πριν και μέχρι σήμερα- ο φόβος πέταξε. Ήταν η πρώτη φορά που αισθανόσουν ωραία με τους άλλους. Και σίγουρη.

Ξεκινήσαμε όμως να πούμε για τον Γιάννη Ρίτσο. Δεν τον ήξερες τότε. Μονάχα τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» είχες διαβάσει. Και δάκρυζες με το «Κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου της σχισμάδα/ πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσχο και σαλεύεις;». Άλλοι καιροί, κι αυτοί οι στίχοι, που σήμερα ακούγονται σε κάθε γιορτή Πολυτεχνείου, έλεγαν πολλά. 

Ο Γιάννης Ρίτσος είχε συλληφθεί τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967, όπως χιλιάδες άλλοι Αριστεροί και δημοκράτες σε όλη τη χώρα. Εϊχε μεταφερθεί στον Ιππόδρομο, όμηρος του στρατιωτικού καθεστώτος, και από εκεί στη Γυάρο και στη συνέχεια στη Λέρο.

Αρχές καλοκαιριού του 1968 ο καρκίνος έκανε την εμφάνισή του. Μεταφέρθηκε τον Αύγουστο φρουρούμενος στον Άγιο Σάββα και μετά τον έστειλαν πίσω στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων, στο Παρθένι. Η διεθνής κατακραυγή, ανάγκασε τους δεσμώτες του να τον απελευθερώσουν. Φοβόντουσαν μήπως και πεθάνει στα χέρια τους...

Τέλη Οκτωβρίου του 1968 τον έστειλαν στο Καρλόβασι Σάμου, πατρίδα της γυναίκας του Φαλίτσας. Σε κατ’ οίκον περιορισμό. Που σήμαινε, καμία επαφή με κανέναν. Μόνη του παρέα η Φαλίτσα, η κόρη τους Έρη, κανένας τολμηρός που κατάφερνε να ξεγλιστρήσει και τα γράμματα των φίλων του (για να μην μπερδεύουμε τους νεώτερους επισημαίνουμε πως τότε δεν υπήρχαν, βέβαια, κινητά τηλέφωνα ή μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Πλήρης απομόνωση.

Δύο χρόνια μετά, και με πολλές ενδιάμεσες περιπέτειες, αίρεται η έντολη για κατ’ οίκον περιορισμό και ο Γιάννης Ρίτσος επιστρέφει στην Αθήνα. Με την άρση της προληπτικής λογοκρισίας, το 1972, αρχίζουν και κυκλοφορούν κάποια βιβλία του- κάτι απαγορευμένο ως τότε. Και η χούντα δεν άφηνε, και οι ποιητές- συγγραφείς δεν επέτρεπαν να γίνει ώσπου να αρθεί η λογοκρισία. Και έτσι, πάντως, ο κίνδυνος να συλληφθεί όχι μόνο εκείνος που έγραψε το έργο αλλά και εκείνος που το εξέδωσε, είναι μεγάλος. Αλλά η Νανά Καλλιανέση, των εκδόσεων Κέδρος, δεν φοβάται. Αυτή η γενναία γυναίκα, που έχει ζήσει στην εξορία μετά τον εμφύλιο, έχει συλληφθεί και βασανιστεί και από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου. Δεν λύγισε. Επιμένει. Βρίσκει τρόπο να βοηθήσει ώστε να φύγουν έργα του Ρίτσου στο εξωτερικό, μέσα από τους «δρόμους» των αντιστασιακών. 

Στη Γαλλία η Χρύσα Προκοπάκη έχει λάβει τα ποιήματα από τις συλλογές Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, με την παράκληση του ποιητή να κυκλοφορήσουν σε δίγλωσση έκδοση- πράγμα που γίνεται με πρόλογο του Αραγκόν. Μέσω της ομάδας της Αμαλίας Φλέμινγκ η Μαρία Δεληβορριά δίνει στον Μίκη Θεοδωράκη τα χειρόγραφα από τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα» που εκείνος μελοποιεί και τραγουδά στις συναυλίες του ανά τον κόσμο.

Αυτή είναι η κατάσταση όταν γίνεται το Πολυτεχνείο. Η καρδιά του ποιητή, φυσικά, είναι με τους εξεγερμένους. Στις 14 ή 15 Νοεμβρίου (δεν το έχω εξακριβώσει) γίνεται μια μεγάλη διαδήλωση στους δρόμους της πρωτεύουσας, από οικοδόμους, φοιτητές και άλλους. Ο ποιητής την «οδηγεί». Όταν φτάνουν στην πλατεία Κλαυθμώνος, η αστυνομία τους διαλύει με καδρόνια και γκλομπς. Ο ίδιος δεν χτυπήθηκε. Πιθανολογούσε ότι τον γνώρισαν και το απέφυγαν.

Δεν τον είχα ποτέ ρωτήσει γιατί, στη συνέχεια, δεν πήγε στο Πολυτεχνείο. Θεωρώ εξαιρετικά πιθανό να το απέφυγε ο ίδιος, καθώς ήταν και πολιτικά ενταγμένος (και δεν ήταν από εκείνους που θα επεδίωκαν να «καπελώσουν» οτιδήποτε), αλλά, το κυριότερο, πρώην εξόριστος. Μάλλον θεώρησε καλύτερο να αφήσει τα παιδιά να εκφραστούν, χωρίς να τους κολήσουν «ρετσινιές» εξαιτίας της παρουσίας του. Παρακολουθούσε, πάντως, άγρυπνος τα γεγονότα, ακούγοντας τον παράνομο ραδιοσταθμό.

Για όσους είχαν ζήσει την Αντίσταση κατά των Γερμανών αλλά και για τους νεότερους, που μόλις μπουσουλούσαν στην πολιτική, ο ραδιοσταθμός αυτός ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Ένα θαύμα (θυμίζω και πάλι για τους σύγχρονους νέους ότι δεν υπήρχε ελεύθερη ραδιοφωνία, παρά μόνο τα κρατικά κανάλια, από τα οποία δεν περνούσε ούτε μισή φράση χωρίς έλεγχο). Συνθήματα φρέσκα, λόγια δυνατά, ατμόσφαιρα που μύριζε επανάσταση. Και τραγούδια. Πολλά τραγούδια. 

Εκεί πρωτοακούσαμε πολλοί από εμάς τη «Ρωμιοσύνη», μελοποιημένη από τον Μίκη Θεοδωράκη. Αυτοί οι υπέροχοι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου, μάς συντρόφευαν όλη την ημέρα της 16ης Νοεμβρίου, οπότε και το Πολυτεχνείο κορυφώθηκε. Οι ρωμαλέοι, αδροί στίχοι με τα υπέροχα νοήματα και την σπουδαία ποίηση. Αλήθεια, η φυσική παρουσία του ποιητή ήταν περιττή, όταν τα ποιήματά του συγκλόνιζαν την πρωτεύουσα όπως ποτέ άλλοτε.
Ξενύχτησε το βράδυ στο σπίτι της Νανάς Καλλιανέση, στα Εξάρχεια, ακούγοντας τον πομπό από ένα ραδιοφωνάκι. Το πρωί, στις 17 του μηνός, όλα είχαν τελειώσει. Ο ποιητής έφυγε για τον Κάλαμο έχοντας ήδη ξεκινήσει το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας» για το Πολυτεχνείο. Στην πρώτη γραφή, αυτή που σήμερα παραθέτουμε, το ποίημα είναι ατελές. Προέχει η σύλληψη της στιγμής, η αιχμαλωσία των συναισθημάτων, οι μικρές λεπτομέρειες. Στην επόμενη γραφή, όλα μπορούν να διορθωθούν.


Ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε πως για να είναι σωστό το ποίημα πρέπει η μνήμη να ανακληθεί δια της νοσταλγίας. Να περάσει, δηλαδή, χρόνος. Ο κάθε κανόνας, όμως, έχει τις εξαιρέσεις του. Όπως στον «Επιτάφιο» (έστω και με διαφορετικό αποτέλεσμα) έτσι κι εδώ, η γραφή ήταν αστραπιαία. Και δεν έχασε σε τίποτα.
******



  
Ημερολόγιο μιας βδομάδας


ΑΘΗΝΑ 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια
ωραία παιδιά δικά μας με τη μεγάλη θλίψη των ανδρείων
αψήφιστοι, όρθιοι στα Προπύλαια στον πέτρινο αέρα, έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι
πως μεγαλώνει το μπόι, το βήμα κι η παλάμη του ανθρώπου

 
17 Νοεμβρίου
Βαριά σιωπή διάτρητη απ΄τους πυροβολισμούς, πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι,
ποιός θα πει περιμένω μέσα απ το μέσα μαύρο.
Μικροί σχοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια μ΄έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο,
 κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί και το μοναχικό σκυλί στ΄ αποκλεισμένα προάστια
 ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ΄τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
 πάνω απ΄τα τανκς  μέσα στους σκόρπιους  πυροβολισμούς..
Πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε; πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;

 
ΚΑΛΑΜΟΣ  18 Νοεμβρίου
Ηλιόλουστη μέρα. Κάλαμος.
Η θάλασσα, σπουργίτια στον ελαιώνα
Κάλεσμα. Πρόκληση. Κάλλος. Μακρινή προδομένη μακαριότητα
α εσύ δραπέτη λιποτάκτη κρυμμένε ανάμεσα στ΄ αγάλματα, πίσω απ΄τ΄ αγάλματα
μέσα στ΄αγάλματα, αγάλματα κούφια χωρίς χέρια, χωρίς πέος, χωρίς αμπελόφυλλα
αρνήσου, αρνήσου, όχι να ξεχαστείς και να ξεχάσεις το δένδρο το πουλί το γαλάζιο
αμαρτία, αμαρτία, πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε εσείς, ο ίδιος ο έρωτας
κι ο έρωτας αμαρτία, Ελένη, Μάρω, Ηλέκτρα, Δήμητρα, παιδιά μας, τα παιδιά μας
πόσες γενιές παιδιά μας σε αδιαίρετο χρόνο χωρίς χρόνο
στα στάχυα και στα σύρματα στη γραφομηχανή, στον τηλεβόα
έρωτές μας, παιδιά μας,σκοτωμένα παιδιά μας, έρωτές μας
Για τίποτε άλλο να μην έχουμε μάτια παρά μόνο για σας.  Τιποτ΄άλλο.
Ω! ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο
επάνω από δύο στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω
βράχος, το μέγα κόκκινο, δεύτερη πόρτα, πέμπτη πόρτα κι η δωδέκατη κλεισμένη
χτύπημα της γροθιάς στον τοίχο χτύπημα της πέτρας στην πέτρα
-μ΄ακούς;  άκουσέ με, εγώ σ΄ακούω,
δύο σιωπές κάνουν μια φωνή κι ένα μεγάλο τεντωμένο χέρι.

 
ΑΘΗΝΑ 19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Με τους αγκώνες στηριγμένους στην ποίηση, με τα μάτια κλεισμένα στις παλάμες
ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει. Σκοτωμένοι επί τόπου μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο
κι η φωνή τους ακόμα.. - Αδέρφια, αδέρφια, πάνω απ΄το αίμα τους, με το αίμα τους
πάνω από την  αγρυπνισμένη Αθήνα
Πώς μπορείτε λοιπόν; Πώς μπορείτε;

 
20 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Μάζεψαν τα οδοφράγματα, πλύναν τα αίματα, τα μισά παιδιά πήγαν σχολείο
οι γυναίκες βγήκαν για ψώνια, στη γωνιά ένα καμένο αυτοκίνητο
πλύναν τα ρούχα τ΄απλώσαν στις ταράτσες μυστικά-μυστικά μη φανούνε σαν άλλες σημαίες
κλειστά νοικοκυριά, το κρεμμύδι, η πατάτα, το λάδι
το αλάτι χυμένο στο δρόμο το ίδιο και τ΄αλεύρι,
μες στο ψυγείο το κόκκινο πουλί μ΄όλα του τα φτερά
Απ΄το θάνατο αρχίζουμε - έτσι έλεγε- απ΄το θάνατο αρχίζουμε πάλι
επάνω από τη μεγάλη γκρεμισμένη σκάλα
“τι να κάνουμε -είπε- να ξεχαστούμε; θα ξεχάσουμε πάλι;
Σκεπασμένοι στην τρύπια κουβέρτα ως πάνω στα μάτια
λίγο λίγο θα βγάλεις το ΄να πόδι δοκιμάζοντας τον αέρα τη σιωπή το σκοτάδι
αργότερα τα χέρια, τελευταίο το κεφάλι.
 Απέναντι η καρέκλα, τα τσιγάρα τα σπίρτα και το φως κολλημένο στον τοίχο
 μια τεράστια κίτρινη αφίσα
Ώρα μεγάλη! ώρα σκληρή! ώρα αδειασμένη απ΄την δειλή μακροθυμία των στίχων
εδώ ό,τι πια θα πει θα ΄ναι το αίμα
Ω! κακόφημη ζωή ληστεμένη


22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Αργά που μεγαλώνει το μαχαίρι, αυτός που σιωπεί
δεν είναι που δεν έχει τίποτα να πει
δεν είναι τα δώδεκα καρφιά στον τοίχο,  η ακρίδα στο ποτήρι
είναι που περιμένει να ξεσφίξουν τα σαγόνια του.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


Πηγές:

"Ο Γιάννης Ρίτσος και το Πολυτεχνείο", κείμενο: Εαρινή Συμφωνία
"Ημερολόγιο μιας βδομάδας", ποίημα: Επιμέλεια Μάνος Ορφανουδάκης, ποιείν
Το βίντεο από το κανάλι Μάνος Ορφανουδάκης στο youtube



στηθάγχη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου