Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ' αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναυπάρξουμε ποτέ.
Και μείς τί την κάνουμε, ρε αντί να την ζήσουμε;
Τί την κάνουμε;
Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την...
Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;
Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα...
Έτσι, μ'αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;
'Ολο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ'την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες",σαν "ανάγκες",σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό".
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα,να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας...
Όλα, όλα Σαλονικιέ τ'αφήσαμε για αυτό το αύριο που δε θα 'ρθει ποτέ...
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα,
όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς…
Όμως το αφήσαμε για αύριο…
Για να πάμε που,ρε Σαλονικιέ;
Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά στο θάνατο, και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ'τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
Ξέρεις γιατι;
Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια,
μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμμία ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος.
Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές απο την ταράτσα για να μην πεθάνει.
Ήρθανε να την πάρουν και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο. Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει: "Χους ει και εις χουν απελεύσει".
Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε.
Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια ..."
------------------
ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ
------------------
Και μείς τί την κάνουμε, ρε αντί να την ζήσουμε;
Τί την κάνουμε;
Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την...
Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;
Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα...
Έτσι, μ'αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;
'Ολο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ'την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες",σαν "ανάγκες",σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό".
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα,να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας...
Όλα, όλα Σαλονικιέ τ'αφήσαμε για αυτό το αύριο που δε θα 'ρθει ποτέ...
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα,
όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς…
Όμως το αφήσαμε για αύριο…
Για να πάμε που,ρε Σαλονικιέ;
Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά στο θάνατο, και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ'τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
Ξέρεις γιατι;
Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια,
μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμμία ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος.
Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές απο την ταράτσα για να μην πεθάνει.
Ήρθανε να την πάρουν και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο. Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει: "Χους ει και εις χουν απελεύσει".
Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε.
Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια ..."
------------------
ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ
------------------
“Υπάρχουν δυο ειδών επαναστάτες. Αυτοί που πιστεύουν σε έναν άλλο πολιτισμό και θέλουν να ανατρέψουν το σύστημα και αυτοί που είναι εκτός του συστήματος και των απολαβών του και θέλουν απλώς να το καταλάβουν για να μετάσχουν κι αυτοί στο παιχνίδι. Φοβούμαι πως η Αριστερά σήμερα κατάντησε να είναι το δεύτερο είδος”.
------------------
Μέσα σε δυο προτάσεις του ο Μίσιος δίχνει το κατάντημα της “επίσιμης Αριστεράς”. Μιας συμβιβασμένης “αριστεράς” που έχει σπείρει απογοητεύσεις σε αγωνιστές, έχει προδώσει όνειρα και θυσίες έχει στείλει στην ιδιότευση εκατοντάδες δοκιμασμένους στο καμίνι του ταξικού αγώνα επαναστάτες.
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στη Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή τη περίοδο, η οικογένεια του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη, και ο Χ.Μ δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δευτέρα δημοτικού. Στη κατοχή, ο Ερυθρός Σταυρός στέλνει αποστολές παιδιών σε αγροτικές περιοχές για να τα σώσει από τη πείνα.
Ο Χ.Μ βρίσκεται τσομπανόπουλο στα Γιαννιτσά, απ’ όπου, με το κοπάδι του, περνάει στους αντάρτες που τον χρησιμοποιούν ως σύνδεσμο. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, κι από κει και πέρα η ζωή του ακολουθεί τη περιπέτεια της αριστεράς στην Ελλάδα. Οργανώνεται στο Δημοκρατικό στρατό πόλεων, και το 1947, συλλαμβάνεται, βασανίζεται άγρια, και καταδικάζεται σε θάνατο.
Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν, και γλίτωσε το γεγονός χάρη σ’ ένα τυχαίο γεγονός.
Το 1953 αποφυλακίζεται, παρουσιάζεται στο στρατό και στέλνεται στο Μακρονήσι, κι αργότερα στον Αι-Στράτη, οπού μένει ώς το 1962 που διαλύθηκε το στρατόπεδο, με μικρά διαλείμματα ελεύθερου βίου. Από το 1962 που βγαίνει, δουλεύει ως στέλεχος της Ε.Δ.Α. Η δικτατορία του ’67 τον βρίσκει μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη, υπεύθυνο για την οργανωτική δουλειά. Περνάει στη παρανομία από τη πρώτη στιγμή, και μαζί με άλλα στελέχη της Δ.Ν. Λαμπράκη ιδρύουν το Π.Α.Μ.
Το Νοέμβριο του 1967 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται από το στρατοδικείο σε δεκαοχτώ χρόνια φυλακή. Και πάλι Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, ως την αμνηστεία του Παπαδόπουλου, τον Αύγουστο του 1973. Από τότε ζεί ελεύθερος στην Αθήνα.
Τα βιβλία που έχει εκδόσει είναι:
-Τα κεραμίδια στάζουν
-Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;
-Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς
-Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι
-Ντομάτα με γεύση Μπανάνας
------------------
Μέσα σε δυο προτάσεις του ο Μίσιος δίχνει το κατάντημα της “επίσιμης Αριστεράς”. Μιας συμβιβασμένης “αριστεράς” που έχει σπείρει απογοητεύσεις σε αγωνιστές, έχει προδώσει όνειρα και θυσίες έχει στείλει στην ιδιότευση εκατοντάδες δοκιμασμένους στο καμίνι του ταξικού αγώνα επαναστάτες.
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στη Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή τη περίοδο, η οικογένεια του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη, και ο Χ.Μ δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δευτέρα δημοτικού. Στη κατοχή, ο Ερυθρός Σταυρός στέλνει αποστολές παιδιών σε αγροτικές περιοχές για να τα σώσει από τη πείνα.
Ο Χ.Μ βρίσκεται τσομπανόπουλο στα Γιαννιτσά, απ’ όπου, με το κοπάδι του, περνάει στους αντάρτες που τον χρησιμοποιούν ως σύνδεσμο. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, κι από κει και πέρα η ζωή του ακολουθεί τη περιπέτεια της αριστεράς στην Ελλάδα. Οργανώνεται στο Δημοκρατικό στρατό πόλεων, και το 1947, συλλαμβάνεται, βασανίζεται άγρια, και καταδικάζεται σε θάνατο.
Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν, και γλίτωσε το γεγονός χάρη σ’ ένα τυχαίο γεγονός.
Το 1953 αποφυλακίζεται, παρουσιάζεται στο στρατό και στέλνεται στο Μακρονήσι, κι αργότερα στον Αι-Στράτη, οπού μένει ώς το 1962 που διαλύθηκε το στρατόπεδο, με μικρά διαλείμματα ελεύθερου βίου. Από το 1962 που βγαίνει, δουλεύει ως στέλεχος της Ε.Δ.Α. Η δικτατορία του ’67 τον βρίσκει μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη, υπεύθυνο για την οργανωτική δουλειά. Περνάει στη παρανομία από τη πρώτη στιγμή, και μαζί με άλλα στελέχη της Δ.Ν. Λαμπράκη ιδρύουν το Π.Α.Μ.
Το Νοέμβριο του 1967 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται από το στρατοδικείο σε δεκαοχτώ χρόνια φυλακή. Και πάλι Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, ως την αμνηστεία του Παπαδόπουλου, τον Αύγουστο του 1973. Από τότε ζεί ελεύθερος στην Αθήνα.
Τα βιβλία που έχει εκδόσει είναι:
-Τα κεραμίδια στάζουν
-Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;
-Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς
-Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι
-Ντομάτα με γεύση Μπανάνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου