Σταύρος
Μαυρουδέας και Γιώργος Οικονομάκης
Είναι γνωστή η εξελισσόμενη εκστρατεία
γνωστών εγχώριων και αλλοδαπών κέντρων του συστήματος για να πειθαναγκάσουν το
λαό μας ότι ο αυτοχειριασμός του μέσω του Μνημονίου είναι για την σωτηρία του.
Η εκστρατεία αυτή διεξάγεται από εξωνημένους ημεδαπούς και αλλοδαπούς
πολιτικούς υπηρέτες του συστήματος αλλά και από τα διαπλεκόμενα δημοσιογραφικά
χαλκεία. Μερικές φορές η εκστρατεία αυτή επιστρατεύει και σοβαροφανείς
επιστημονικές αναλύσεις προς επίρρωση των επιχειρημάτων της. Οι διευθύνσεις
μελετών των ελληνικών τραπεζών πρωτοστατούν σε αυτό για λόγους ευνόητους: οι
ουσιαστικά χρεωκοπημένες ιδιωτικές τράπεζες – αφού εκμεταλλεύθηκαν σκαιά το λαό
μας (με τοκογλυφικές πρακτικές, την απάτη του χρηματιστηρίου κ.λπ.) και ενώ
επιβιώνουν με δημόσια χρήματα – είναι από τους βασικούς ωφελημένους της
Μνημονιακής στρατηγικής. Γι’ αυτό και προσφέρουν αφειδώς την στήριξη τους στην
στρατηγική αυτή είτε με κυριολεκτικά «πολιτικούς δεκάρικους» (η Alpha Bank
ειδικεύεται σ’ αυτό) είτε με πιο σοβαροφανείς μελέτες.
Η τελευταία μελέτη της Εθνικής Τράπεζας
(ΕΤΕ) με τίτλο «Περιγράφοντας τις συνιστώσες του κρίσιμου διλήμματος» – δια
χειρός Π. Μυλωνά, έγκριτου παλιού στελέχους του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ – ξεχωρίζει
όχι μόνο για την δημοσιότητα που έλαβε (καθόλα αναμενόμενη όπως και το timing της) αλλά και γιατί δοκιμάζει να κάνει μία πιο συνεκτική επιστημονικά
ανάλυση σε σχέση με τις τετριμμένες πομφόλυγες και τους φθηνούς δεκάρικους με
τους οποίους μας έχουν συνηθίσει οι υπόλοιποι. Βέβαια τόσο ο στόχος της
ανάλυσης όσο και τα εργαλεία της είναι ευκόλως προβλεπόμενα: πρέπει πάση θυσία
να δειχθεί ότι η Μνημονιακή στρατηγική είναι ορθή και κοινωφελής και να
καταρριφθεί κάθε σκέψη εναλλακτικής στρατηγικής.
Ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να στηθεί
ένα τέτοιο «επιστημονικό» εγχείρημα είναι γνωστός στους παροικούντες την
Ιερουσαλήμ. Πρώτον, κατασκευάζεται ένα βολικό επιστημονικό υπόδειγμα το οποίο
παρουσιάζεται ως υπεράνω πάσης υποψίας και επιστημονικής αμφισβήτησης.
Δεύτερον, δημιουργούνται κάποια βολικά σενάρια, με την προβολή των καλύτερων
πλευρών του υποστηριζόμενου σεναρίου και την δημιουργία καρικατούρων των
ανταγωνιστικών σεναρίων. Τρίτον, με τη χρήση πρόσφορων ποσοτικών μεγεθών και
σταθμίσεων (και την παραγνώριση άλλων) έτσι ώστε να βγουν εν τέλει βολικά
«νούμερα» για το υποστηριζόμενο σενάριο. Η εν λόγω έκθεση επιδίδεται σε όλες
αυτές τις λαθροχειρίες. Όπως θα έλεγε και η λαϊκή σοφία ο καλός μύλος όλα τα
αλέθει αλλά, εν προκειμένω, μήπως κάποιος μυλωνάς το παράκανε;
Κατ’ αρχήν,
στήνει ένα υπόδειγμα γύρω από δύο βασικές εξισώσεις (για το δημοσιονομικό
έλλειμμα και το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών) που πάσχει από γνωστές αδυναμίες
των ορθόδοξων Οικονομικών. Χαρακτηριστική είναι η
περίπτωση της νεοκλασικά τροποποιημένης κεϋνσιανής εκδοχής της συνάρτησης κατανάλωσης, όπου υποτίθεται ότι η
μεταβολή της κατανάλωσης εξαρτάται από τις μεταβολές στο διαθέσιμο εισόδημα και
στο εγχώριο επιτόκιο. Η συνάρτηση αυτή δεν βλέπει ταξικές παραμέτρους και
διαστρωματώσεις και φυσικά δεν μπορεί να δει ότι πλέον για την μεγάλη
εργαζόμενη πλειοψηφία της χώρας – του Μνημονίου βοηθούντος – το επιτόκιο δεν
παίζει κάποιο σημαντικό ρόλο στις καταναλωτικές επιλογές τους. Με απλά λόγια, αν
είσαι ένας απλός μισθωτός και όχι ένα χρυσοπληρωμένο τραπεζικό στέλεχος, ότι
παίρνεις πλέον το ξοδεύεις για να ζήσεις και δεν έχεις την πολυτέλεια της
αποταμίευσης. Επιπρόσθετα, το σενάριο που
στήνει η έκθεση της ΕΤΕ δεν μπορεί να συλλάβει τις επιπτώσεις στην κατανάλωση
από μία ριζοσπαστική εναλλακτική πολιτική τόνωσης των λαϊκών εισοδημάτων (σε
αντίθεση με την καταβαράθρωση τους μέσω της «εσωτερικής υποτίμησης» που
αναφανδόν υποστηρίζει). Το ίδιο, για παράδειγμα, ισχύει για τη συνάρτηση
επενδύσεων, που εμφανίζεται ως συνάρτηση
του επιτοκίου και όχι της κερδοφορίας. Έτσι λησμονείται ακόμη και η κεϋνσιανή
Robinson, που έγραφε ότι «η σημασία του επιτοκίου ήταν πολύ διογκωμένη στην
παραδοσιακή θεωρία, και ότι ο Μαρξ δεν έκανε τελικά τόσο λάθος που το αγνόησε
εντελώς». Ακόμη, το υπόδειγμα υιοθετεί μία τυπική εκδοχή της εξαιρετικά
αμφιλεγόμενης ποσοτικής θεωρίας του χρήματος η οποία αγνοεί ότι η συσσώρευση
και η διαδικασία διευρυμένης οικονομικής αναπαραγωγής καθορίζει – και δεν
καθορίζεται από – την έκταση της προσφοράς χρήματος. Έτσι, η αποτίμηση των
πληθωριστικών επιπτώσεων βασίζεται σε μια αυθαίρετα εκτιμώμενη τάση μεταβολής
του ΑΕΠ που δεν λαμβάνει υπόψη της την παραγωγική δυναμική που θα μπορούσε να
επιφέρει η έξοδος από ΕΕ-ΟΝΕ στη βάση ενός προγράμματος ριζοσπαστικών
μεταρρυθμίσεων για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Όλη η έκθεση βασίζεται
στην διάτρητη επίσημη διάγνωση ότι το ελληνικό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας οφείλεται
στις ακαμψίες της αγοράς εργασίας και στο υψηλό μοναδιαίο κόστος εργασίας (μ.κ.ε.)
και επιχαίρει για τα Μνημονιακά μέτρα απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και
καταβαράθρωσης των μισθών. Ωστόσο, το πραγματικό μ.κ.ε. (αν ληφθεί υπόψη και η
αυτοαπασχόληση) βρίσκεται κατά βάση, στην
περίοδο 1995-2010, κάτω από το επίπεδο της ΕΕ-15, παρά τους γνωστούς
ισχυρισμούς που ακολουθεί και η μελέτη της Εθνικής Τράπεζας περί συσσωρευμένων
αποκλίσεων με το μέσο όρο της ευρωζώνης. Αλλά πέραν αυτού, ακόμη και τα αστικά,
αλλά μη ορθόδοξα οικονομικά, αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει συστηματική σχέση
μεταξύ της αύξησης του μ.κ.ε. και της αύξησης του προϊόντος και της
ανταγωνιστικότητας. Αντιθέτως, στη μεταπολεμική περίοδο οι χώρες με τη
μεγαλύτερη μείωση ανταγωνιστικότητας (δηλαδή υψηλότερη αύξηση του μ.κ.ε.)
παρουσίασαν επίσης τη μεγαλύτερη αύξηση στα μερίδια αγοράς («παράδοξο Kaldor»). Όμως ακόμη και η
έκθεση αυτή αναγκάζεται έμμεσα να αναγνωρίσει ότι το κόστος της εργασίας δεν
αποτελεί τον πυρήνα του ανταγωνιστικού ελλείμματος όταν αναφέρεται στη μεγάλη
εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από εισαγωγές ενδιάμεσων και κεφαλαιουχικών
αγαθών. Έτσι αναγνωρίζει σιωπηρά τη δομική- διαρθρωτική αναπτυξιακή υστέρηση
του ελληνικού καπιταλισμού (υποκρύπτοντας τις συνέπειες της ένταξης στην ΕΕ και
της ΟΝΕ σε αυτό) αλλά μόνο για να κινδυνολογήσει κατά ενός νέου υποτιμημένου
εθνικού νομίσματος επισείοντας τον κίνδυνο ενός ανεξέλεγκτου πληθωρισμού. Είναι
μάλιστα χαρακτηριστικό της ιδεολογικής προκατάληψης του συντάκτη της μελέτης
ότι ενώ αποδίδει στην (λόγω του πληθωρισμού) πραγματική ανατίμηση του νομίσματος
(δραχμή) τα προβλήματα στο εμπορικό ισοζύγιο την περίοδο 1974-1995 σιωπά επιδεικτικά για τις επιπτώσεις του ενιαίου νομίσματος
(ευρώ) επί του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών για
την μετά το 2001 περίοδο: περίοδο δραματικής επιδείνωσης για την Ελλάδα και την
ευρω-περιφέρεια αλλά και πλεονασματικής εκτόξευσης της Γερμανίας.
Πέραν αυτών, η έκθεση παρουσιάζει σαν
επιτυχημένο το Μνημονιακό πρόγραμμα όταν ακόμη και οι συντάκτες του πλέον
αναγνωρίζουν την αποτυχία του. Και φυσικά, για να το δικαιώσει «στήνει» μία καρικατούρα των εναλλακτικών
προγραμμάτων. Η βολική αυτή καρικατούρα είναι η υπόθεση της εξόδου από την ΟΝΕ
και δύο παραλλαγών στάσης πληρωμών. Πρόκειται για εύκολο στόχο που μπορεί
κανείς να τον χειρισθεί αριθμητικά κατά το δοκούν. Η μόνη ρεαλιστική
εναλλακτική στρατηγική είναι η συνολική
αποδέσμευση από την ΕΕ. Οι βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι άξονες της
είναι (α) στάση πληρωμών, (β) έλεγχος εξωτερικής
κίνησης κεφαλαίων, (γ) ελεγχόμενη διολίσθηση της ισοτιμίας του νέου νομίσματος
σε συνδυασμό με έλεγχο των τιμών, (δ) σύστημα προοδευτικής φορολογίας, (ε)
κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Μακροπρόθεσμοι άξονές της είναι η παραγωγική οικονομική
ανασυγκρότηση με δημόσιο κεντρικό σχεδιασμό, ιδιοκτησία των στρατηγικών τομέων
και συστηματική υποκατάσταση εισαγωγών. Γι’ αυτά απαιτείται ανάλογη διακριτική
βιομηχανική και εμπορική πολιτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου