Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Συρρίκνωση της συμμετοχής στα συνδικάτα: η διαχρονική εξέλιξη και ο αντίκτυπος της κρίσης

του Γιάννη Ζησιμόπουλου

Το ποσοστό συμμετοχής των εργαζομένων στα συνδικάτα αποτελεί έναν δείκτη της διαχρονικής εξέλιξης της δύναμης τους και της κατάστασής τους σε κάθε φάση της ταξικής πάλης. Το ζήτημα του περιεχομένου πάλης των δυνάμεων της επαναστατικής αριστεράς ασφαλώς και έχει πρωταρχικό χαρακτήρα στη συζήτηση για την ανασυγκρότηση του υπάρχοντος εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος που οδεύει από ήττα σε ήττα. Ωστόσο, η συζήτηση για το περιεχόμενο της πάλης δε θα μπορούσε παρά να τροφοδοτηθεί από την ανάλυση της υπάρχουσας κατάστασης των συνδικάτων στην Ελλάδα, φωτίζοντας πτυχές της αδυναμίας τους.

Στο παρόν - σύντομο - άρθρο[1] παρουσιάζουμε στοιχεία σχετικά με τη δύναμη των συνδικάτων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούμε το δείκτη της συνδικαλιστικής πυκνότητας, ο οποίος εκφράζει το ποσοστό των μελών των συνδικάτων στο σύνολο της μισθωτής απασχόλησης[2].  Όπως φαίνεται από το Διάγραμμα 1, από τα μέσα τις δεκαετίας του 1970 παρατηρείται μια διεθνής τάση συρρίκνωσης της συμμετοχής των εργαζομένων στα συνδικάτα[3].


Την διεθνή τάση αποδυνάμωσης των συνδικάτων ακολουθεί – αν και με μια χρονική υστέρηση – και το ελληνικό συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα. Από το 1993 και μέχρι το 2008[4], παρουσιάζεται μια
διαρκής πτωτική τάση της συμμετοχής (βλ. Διάγραμμα 2).


Σύμφωνα με τo Visser (2013) το 2011 παρουσιάστηκε μια αύξηση (συγκριτικά με το 2008) της συμμετοχής στα συνδικάτα καθώς το ποσοστό συνδικαλιστικής πυκνότητας ανήλθε σε 25,4%.  Ωστόσο, αυτή η (πλαστή) αύξηση είναι το αποτέλεσμα της μεγαλύτερης ποσοστιαίας μείωσης της μισθωτής απασχόλησης[5] (11,06%) συγκριτικά με την ποσοστιαία μείωση του αριθμού των μελών των συνδικάτων (5,62%). Η επίδραση της καπιταλιστικής κρίσης σε συνδυασμό με την αδυναμία των συνδικάτων να προσελκύσουν και να διατηρήσουν μέλη τα οποία πετιούνται εκτός της ενεργούς μισθωτής εργασίας, οδηγεί προφανώς στη συρρίκνωση τους (σε απόλυτους αριθμούς).   

Είναι αναγκαίο να αναφερθούμε και στην έντονη διαφοροποίηση που παρατηρείται – σχετικά με τη συμμετοχή στα συνδικάτα – ανάμεσα στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα. Η συνδικαλιστική πυκνότητα στον ιδιωτικό τομέα (συμπεριλαμβανομένων σε αυτόν των ΔΕΚΟ) ήταν το 2011 14,3% (περίπου 295.000 εργαζόμενοι) ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στο δημόσιο τομέα ήταν 64,7% (περίπου 376.000 εργαζόμενοι). Οι συνδικαλισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι αποτελούν το 56% του συνόλου των συνδικαλισμένων.

Δύο κρίσιμες παρατηρήσεις πρέπει να γίνουν:

α) Η συμμετοχή στα συνδικάτα δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι στην πραγματικότητα χαμηλότερη, καθώς τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται από τις διεθνείς στατιστικές έρευνες βασίζονται σε μεγέθη που δηλώνουν οι ίδιες οι τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις (ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ). Υπάρχει η τάση διόγκωσης των αριθμητικών δεδομένων από τη μεριά τους για διάφορους λόγους (δημιουργία πλαστών συσχετισμών, επιχορήγηση από τον Οργανισμό Εργατικής Εστίας παλαιότερα κλπ.)[6].

β) Ο ισχυρός πυλώνας του συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος είναι τα σωματεία του δημόσιου τομέα. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι στη συνδικαλιστική πυκνότητα του ιδιωτικού τομέα περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι των ΔΕΚΟ, τότε, προκύπτει η εικόνα ενός εξαιρετικά αδύναμου οργανωμένου εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στον ιδιωτικό τομέα (συγκριτικά και με τον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα).    

Αναφορές
Βερναρδάκης Χ., Κ. Μαυρέας και Β. Πατρώνης (2005), «Συνδικάτα και σχέσεις εκπροσώπησης στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1990-2004», Ίδρυμα Σ. Καράγιωργα, Εργασία και πολιτική: συνδικαλισμός και οργάνωση συμφερόντων στην Ελλάδα (1974-2004), 10ο Επιστημονικό Συνέδριο, Αθήνα 18-21 Μαΐου 2005.

Παλαιολόγος, Ν. (2006), Εργασία και συνδικάτα στον 21ο αιώνα. Αθήνα: ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.

Visser, J. (2013), ICTWSS: Database on Institutional Characteristics of Trade Unions, Wage Setting, State Intervention and Social Pacts in 34 countries between1960 and 2012 (Version 4.0).

OECD Employment database.

Σημείωση: Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στις 4 Ιούνη 2013 στο 19ο Φύλλο της εφημερίδας «Διεθνιστής» στη σελίδα 12.




[1] Στοιχεία του παρόντος άρθρου έχουν συμπεριληφθεί στην υπό δημοσίευση εργασία με τίτλο “Union membership in times of crisis: evidence from Greece” για το συνέδριο Industrial Relations in Europe ConferenceIREC2013, με συνυπογράφοντες τους Γιώργο Καρολίδη, Γιώργο Ανδρουλάκη και Γιώργο Οικονομάκη.
[2] Ο τρόπος μέτρησης της συμμετοχής στα συνδικάτα παρουσιάζει διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών καθώς μέλη συνδικάτων είναι συχνά διάφορες κατηγορίες που δεν εντάσσονται στην μισθωτή εργασία ή στο ενεργό εργατικό δυναμικό (άνεργοι, αυτοαπασχολούμενοι, συνταξιούχοι, φοιτητές). Συνήθως, χρησιμοποιείται για διεθνείς συγκρίσεις η συνδικαλιστική πυκνότητα οριζόμενη ως το ποσοστό των μισθωτών μελών στο σύνολο της μισθωτής απασχόλησης, αποκλείοντας - είτε από τον αριθμητή είτε από τον παρονομαστή - τους ανέργους, τους αυτοαπασχολούμενους τους συνταξιούχους,  τους φοιτητές καθώς και τους στρατιωτικούς. Για τους διάφορους τύπους μέτρησης βλ. ενδεικτικά σε Παλαιολόγος (2006: 147-148).     
[3] Για τις αιτίες και τους παράγοντες που οδηγούν στη συρρίκνωση της συμμετοχής στα συνδικάτα θα αναφερθούμε αναλυτικά σε επόμενο άρθρο. 
[4] Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τα έτη 2009 και 2010.
[5] Από το 1977 μέχρι το 2008 η μισθωτή απασχόληση στην Ελλάδα αυξάνεται διαρκώς σε απόλυτους αριθμούς.
[6] βλ. Βερναρδάκης κ.α (2005).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου