Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Ό,τι “περισσεύει” πρέπει να εξοντωθεί

Τι κοινό μπορεί να έχει η εκκένωση των τριών καταλήψεων στην Πάτρα ξημερώματα 5ης Αυγούστου με τις χιλιάδες απολύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη αυτές τις μέρες στο δημόσιο, το κλείσιμο δεκάδων νοσοκομείων και εκατοντάδων σχολείων μαζί και τομέων της τεχνικής εκπαίδευσης και όλα αυτά με την εξέγερση (Αμυγδαλέζα 10-11/8) στα στρατόπεδα εγκλεισμού χιλιάδων μεταναστών και με τις επιχειρήσεις καταστροφής καταυλισμών τσιγγάνων σε περιοχές της Πελοποννήσου;


Ό,τι “περισσεύει” πρέπει να εξοντωθεί


Μια προφανής απάντηση θα ήταν ότι το κράτος έκτακτης ανάγκης εμπεδώνει την παρουσία του σπάζοντας κάθε τόσο το προηγούμενο ρεκόρ καταστολής και αυταρχισμού, την ίδια στιγμή που η κατεδάφιση του κοινωνικού δημόσιου τομέα συνοδεύεται από την απόλυτη κυριαρχία του κατασταλτικού του τομέα. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Οι συντονισμένες αυτές πράξεις αποτελούν μέρος μιας συνολικότερης στρατηγικής επίλυσης της κρίσης. Η καταστροφή του πλεονάζοντος κεφαλαίου (και τέτοιο είναι εκείνο που δεν παράγει τα προσδοκώμενα ποσοστά κέρδους τέτοια που να μπορούν να το αναπαράγουν) συνοδεύεται από μια εκτεταμένη καταστροφή της εργασίας και συνάμα των θεσμών (κράτος πρόνοιας ή κοινωνικό κράτος) αναπαραγωγής τους. Στην εποχή της κρίσης και μιας παρατεταμένης ύφεσης ότι “περισσεύει” πρέπει να εξοντωθεί. Ότι περισσεύει βεβαίως για τις ανάγκες του κεφαλαίου προκειμένου μέσω της απορρύθμισης της προηγούμενης ισορροπίας (μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο) το σύστημα να καταστεί εκ νέου λειτουργικό και το κεφάλαιο κερδοφόρο. Αυτό που ζούμε είναι μια εκτεταμένη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και των θεσμών (εκπαίδευση, πρόνοια κλπ) της μεταπολεμικής δυτικής δημοκρατίας που συνόδευσαν μια ορισμένη ταξική ισορροπία. Ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί σε αυτό το επίπεδο με έναν ανεξέλεγκτο πόλεμο, το κεφάλαιο επιχειρεί να πετύχει μέσα από μια ελεγχόμενη καταστροφή. Ότι ακριβώς συμβαίνει με τη διαχείριση των κρατικών χρεών και της χρεοκοπίας των τραπεζών. Οριζόντια κουρέματα ούτως ώστε να θιχτούν όλοι από λίγο ή και περισσότερο, αποφεύγοντας έτσι ένα ανεξέλεγκτο ντόμινο που να οδηγήσει στην απώλεια του ελέγχου της εξουσίας. Η αστική τάξη μέσα από το κράτος της πρέπει να αποδείξει και στην εποχή της κρίσης ότι μπορεί να εγγυηθεί το status quo και την διατήρηση της υπάρχουσας κοινωνικής πυραμίδας. Ο μικροαστός που στήριξε στα χρόνια της ευμάρειας τα μεγάλα αφεντικά του, τώρα οφείλει να πολεμήσει στο πλευρό τους, χάνοντας ακόμα και την περιουσία του, με όφελος στην “επανεκκίνηση της οικονομίας” να βρεθεί όχι στον πάτο της κοινωνίας, αλλά τουλάχιστον εκεί που ήταν πριν το 2009. Βεβαίως κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί με σιγουριά την επιτυχία αυτής της στρατηγικής και την αποκατάσταση της ισορροπίας του συστήματος, ούτε για τις ενδεχόμενες παρενέργειές της (φασιστική εναλλακτική) από νέες κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες που επιδιώκει η άρχουσα τάξη προκειμένου να ανασυνθέσει το μπλοκ εξουσίας της με δυνάμεις που ενώ δρουν συμπληρωματικά στην επιβολή του νόμου και της τάξης ταυτόχρονα όμως μπορούν να πάρουν και τις δικές τους πρωτοβουλίες.



Τέλος του κοινωνικού συμβολαίου…

Η καταστολή των καταλήψεων που λαμβάνει χώρα από τον Δεκέμβρη με την εκκένωση της Βίλας και της Σκαραμαγκά, της Δέλτα στη Θεσσαλονίκη, της Αγοράς στην κυψέλη, οι απανωτές αστυνομικές επιχειρήσεις εντός του πάλαι ποτέ πανεπιστημιακού ασύλου κατά κυρίως αυτοδιαχειριζόμενων στεκιών και τώρα η τριπλή επιχείρηση στην Πάτρα, εκτός από το να είναι η πρακτική επιβολή του νόμου και της τάξης που υποσχέθηκε ο Σαμαράς για να εφαρμόσει ο Δένδιας, εκτός από το να είναι ένα σκληρό χτύπημα στον αντιεξουσιαστικό χώρο, αλλά και μια σαφή προειδοποίηση στο ΣΥΡΙΖΑ (Αγορά κυψέλης) να μην διανοηθεί να εμπλακεί εκ νέου με παρόμοια εγχειρήματα, υποδηλώνουν ταυτόχρονα και το τέλος του κοινωνικού συμβολαίου, με τον ίδιο τρόπο που το υποδηλώνει η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, ως το τελευταίο κάστρο των σταθερών εργασιακών σχέσεων και μιας ρυθμισμένης αγοράς εργασίας. Όλα αυτά τα απομεινάρια της προηγούμενης ισορροπίας, το κράτος έκτακτης ανάγκης οφείλει να τα εξαφανίσει ακόμα και από την μνήμη των υπηκόων του.

Οι καταλήψεις κυρίως για τον α/α χώρο εντάσσονταν σε μια στρατηγική απελευθέρωσης κοινωνικών περιοχών. Για το εναλλακτικό κομμάτι του χώρου αυτού (με το ίδιο εύρος διαφορετικών αντιλήψεων όσο και ο αριστερός) η στρατηγική αυτή ήταν και η μοναδική για την οικοδόμηση ενός ανταγωνιστικού κινήματος στον καπιταλισμό που θα οικοδομεί από τώρα στις περιοχές αυτές μια διαφορετική κοινωνία. “Απελευθερωμένοι χώροι και μερικά πάρκα σήμερα, απελευθερωμένες γειτονιές αύριο, απελευθερωμένες πόλεις μεθαύριο”, αυτή είναι μια στρατηγική που δεν θα έμπαινε στον πειρασμό μιας αναμέτρησης με το κράτος και επομένως με την πιθανότητα μιας ακόμα συντριβής του κινήματος, την ίδια στιγμή που θα αποδομούσε τις κυρίαρχες ανταγωνιστικές καπιταλιστικές σχέσεις από τα κάτω. Την τελευταία διετία μια προσπάθεια ανταλλακτικής ή “συνεργατικής” οικονομίας μαζί και ένα δύο παραδείγματα αυτοδιαχειριζόμενων εργοστασίων (ΒΙΟΜΕ) μαζί και η επιτυχής έκβασης έως τώρα δυο τοπικών αναμετρήσεων (Κερατέα, Σκουριές Χαλκιδικής) έδωσε επιπλέον πόντους σε αυτή τη στρατηγική.


…και της ανοχής σε εναλλακτικούς πειραματισμούς

Όμως από τις αρχές του 2013 το σκηνικό έχει αλλάξει. Η γενική πτώση του κινήματος μετά τις 12 Φλεβάρη του 2012 και η αποκατάσταση της αστικής εκπροσώπησης μετά τις εκλογές του Ιούνη, δεν άφησαν αλώβητο το κίνημα των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων, ούτε φυσικά το πολλά υποσχόμενο σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ υπό τον τίτλο “κανείς μόνος του στην κρίση”. Η στροφή του κινήματος από την μετωπική σύγκρουση με το κράτος, γύρω από την πλατεία Συντάγματος, στην ενασχόληση με τα θύματα της κρίσης, με τους αναδιοργανωμένους χώρους, και με τις συνεργατικές προσπάθειες έχει χρεοκοπήσει, ακριβώς γιατί όλα αυτά μπορούσαν να υπάρχουν μόνο στο βαθμό που τους έδινε χώρο η κεντρική σύγκρουση με το κεφάλαιο και το κράτος. Μόνο δηλαδή στο βαθμό που μπορούσε να αμφισβητηθεί η πολιτική σταθερότητα. Για παράδειγμα η δυνατότητα των μεταναστών να πουλάνε την πραμάτεια τους, ως μια εναλλακτική εμπορίου έξω από τη θεσμική του κανονικότητα, περιορίστηκε ασφυκτικά από την επιχείρηση “πάταξη της ανομίας”. Μια επιχείρηση που έχει τύχη, όχι γιατί ξαφνικά έγινε η πρώτη επιλογή από την κυβέρνηση Σαμαρά, αλλά γιατί τώρα ακριβώς μπορεί να εφαρμοστεί. Άλλωστε ο Χρυσοχοίδης, ο Λοβέρδος και πριν ο Καραμανλής υποσχέθηκαν νόμο και τάξη αλλά με πενιχρά αποτελέσματα. Τώρα μέσα σε λίγους μήνες το φοιτητικό άσυλο έχει σπάσει τόσες φορές όσες δεν έσπασε από τις απαρχές του ελληνικού κράτους. 

Οι καταλήψεις λοιπόν ήταν κι αυτές μέρος μιας προηγούμενης ταξικής ισορροπίας που το κράτος ανεχόταν, αλλά ταυτόχρονα βολευόταν προκειμένου να συνεχίζει την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του συστήματος. Ένα σύστημα που επένδυε σε θεσμούς αναπαραγωγής (μαζική εκπαίδευση, ρυθμισμένες εργασιακές σχέσεις, συμμετοχικοί θεσμοί ταξικής συνεννόησης=συνδικάτα, συνδιοίκηση, με ανάλογες παραχωρήσεις προς αυτά) της εργατικής δύναμης, αφήνοντας χώρο ακόμα και σε θεσμούς που δεν ήταν άμεσα υπό τον έλεγχό του (συνδικάτα) ακόμα και με παράπλευρες απώλειες (καταλήψεις σε χώρους δουλειάς, πανεπιστήμια ή μόνιμες καταλήψεις κυρίως αντιεξουσιαστών), πιστεύοντας ότι έτσι θα εκτονώνεται μια ορισμένη κοινωνική δυναμική που αναπτύσσεται από τις αντιθέσεις που παράγει ακόμα και ένα ρυθμισμένο σύστημα. Άσχετα λοιπόν από την αφήγηση που μπορεί να έχει ο α/α χώρος για τις καταλήψεις τουν ως εγχειρήματα κοινωνικής απελευθέρωσης ή ως θύλακες της επίθεσης του ανταγωνιστικού κινήματος, στην πραγματικότητα μπορούσαν να επιβιώνουν μόνο στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κοινωνικού συσχετισμού και μιας ορισμένης ανοχής του κράτους, αντίστοιχη σε αυτή που έδειχνε απέναντι στις 2ωρες καταλήψεις του Πάμε σε υπουργεία, ή των καταλήψεων σε χώρους δουλειάς ή σε δημόσια κτίρια από θεσμικά αναγνωρισμένα συνδικάτα, ή σε χτισίματα πορτών από τα ΕΑΑΚ ή και την ΠΚΣ κατά τη διάρκεια συνεδριάσεων τμημάτων ΑΕΙ “καταργώντας στην πράξη” τον τάδε ή δείνα νόμο.

Τώρα όλα αυτά τα προϊόντα, είτε ως πρακτικές είτε ως μόνιμα εγχειρήματα, του προηγούμενου κοινωνικού συμβολαίου, δεν έχουν χώρο στην νέα κατάσταση που διαμορφώνει το κράτος έκτακτης ανάγκης. Με τον ίδιο τρόπο που το νέο κοινωνικό συμβόλαιο δεν έχει ανάγκη τη μονιμότητα των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων. Εννοείται ότι αυτό δεν πρόκειται επ’ ουδενί να συμβεί με τον κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους που διαρκώς θα ενισχύεται ποικιλοτρόπως. Η ένταξη των 3000 άοπλων δημοτόμπατσων στην ένοπλη ΕΛΑΣ είναι σαφώς μέρος αυτής της ενίσχυσης, παρά τα όσα κυκλοφορούν για τους κακόμοιρους δημοτικούς αστυφύλακες.


Πάει περίπατο και ο εκδημοκρατισμός του κράτους…

Η διακυβέρνηση τέλος με προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις είναι επίσης ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ της αυταρχικοποίησης του κράτους και της δημόσιας ζωής. Το ρεφορμιστικό ένστικτό του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να πέσει έξω τουλάχιστον σε αυτό το σημείο και δικαίως εξεγείρεται για την απαξίωση της νομοθετικής εξουσίας στην οποία νόμιζε ότι μπορεί με κάποιο μαγικό τρόπο να συνδιαμορφώνει, με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που συνεχίζει να πιστεύει ο Φ. Κουβέλης. Αυτή η αριστερά βεβαίως όταν στις αρχές του 2000 ψηφίζονταν σωρηδόν οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι για να εφαρμοστούν αρχικά κατά των ένοπλων οργανώσεων και στην συνέχεια εναντίον όσων αντιστέκονται, και όταν ο ρατσισμός κατά των μεταναστών έπαιρνε χαρακτηριστικά επιδημίας δεν κούναγε ούτε το μικρό της δακτυλάκι για να τα σταματήσει, νομίζοντας είτε ότι δεν την αφορά, είτε ότι το μένος του κράτους και της αντίδρασης θα εκτονωθεί στα κεφάλια άλλων από τα δικά της. Τώρα που ήρθε η ώρα όχι μόνο για την ίδια αλλά και για τα κοινωνικά στρώματα πάνω στα οποία στηρίζεται, δείχνει πόσο ανέτοιμη είναι να υπερασπιστεί τις κόκκινες γραμμές της.


…και η αυταπάτη της βαθμιαίας κατάλυσης των καπιταλιστικών σχέσεων


Η καταστολή των καταλήψεων και η καταστροφή των προηγούμενων εργασιακών σχέσεων σηματοδοτεί και το τέλος των αυταπατών για μια βαθμιαία κατάλυση των καπιταλιστικών σχέσεων, μέσω της σταδιακής απελευθέρωσης γεωγραφικών ή εργασιακών περιοχών που δήθεν θα αποτελέσουν την ατμομηχανή για την απελευθέρωση του συνόλου της κοινωνίας. Μπορεί ο ρεφορμισμός να το επιχειρούσε μέσα από μια συνεννόηση με την άρχουσα τάξη, θεσμίζοντας τις όποιες κατακτήσεις (“ενός αιώνα”) που τώρα γκρεμίζονται σε δύο χρόνια, και ο α/α χώρος κερδίζοντας τις δικές του περιοχές αυτοδιαχείρισης χωρίς να έρχεται σε συνδιαλλαγή με το καθεστώς, όμως και οι δύο στρατηγικές, όφειλαν την επιτυχία τους στην ύπαρξη μιας ευρύτερης ταξικής ισορροπίας που εν πάση περιπτώσει εξυπηρετούσε τις ανάγκες αναπαραγωγής του συστήματος. Το αντίτιμο για αυτές τις παραχωρήσεις από τη μεριά της άρχουσας τάξης, δεν ήταν “να δώσουμε τη μάχη από καλύτερες θέσεις” αλλά να ξεχαστεί ο αγώνας για την καθολική κοινωνική απελευθέρωση. Ο αγώνας αυτός είχε ξεχαστεί σε όλες τις πτέρυγες του ταξικού μας στρατοπέδου, οι οποίες είχαν προσαρμοστεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο του κοινωνικού συμβολαίου, αφήνοντας την έφοδο στο ουρανό μόνο ως αξιακή διακήρυξη.


Η άρχουσα τάξη ξαναμοιράζει την τράπουλα

Τώρα οι όροι αναπαραγωγής του συστήματος δεν αφήνουν περιθώρια για εναλλακτικούς κοινωνικούς πειραματισμούς, τώρα η αστική τάξη αρνείται την διαπραγμάτευση ακόμα και με τον καθεστωτικό ρεφορμισμό και τους συνδικαλιστικούς του βραχίονες, τώρα οι νέες κοινωνικές συμμαχίες χτίζονται με τα μεταλλαγμένα κοινωνικά αποκαΐδια των 90′s και του μιλένιουμ, του χρηματιστηρίου, των στριπτιζάδικων, των επιδοτήσεων για όλο το βαμβάκι, των ολοκληρωμένων μεσογειακών, των πακέτων Ντελόρ και των ΕΣΠΑ, των δανειόπληκτων κάθε είδους που έχτισαν βίλες και εξοχικά και κυκλοφόρησαν με κομπρέσορ, με ελληνόπληκτους που μες την ντόπα παρίσταναν την υπερδύναμη στο πανευρωπαϊκό και του ολυμπιακούς τους 2004, στους μικροαστούς κάγκουρες που απέκτησαν υπηρέτριες από τη Μολδαβία, κηπουρούς από το Πακιστάν και εργάτες από την Αλβανία για να παριστάνουν τα αφεντικά, και στους κάθε είδους πορτιέρηδες, προαγωγούς και παρατρεχάμενους της άγριας νυχτερινής ζωής σε παραλιακές και παραλίες ανά την χώρα μαζί με την πελατεία τους που αποβλακωμένη έτρεχε στα γυμναστήρια και μορφωνόταν με life style για να μπορεί να σταθεί στις ουρές έξω από τα σκυλάδικα για να χορέψουν στους ρυθμούς της Βίσση και του Ρέμου. Όλο αυτό το σκυλολόι, “αγανακτισμένο” από την μνημονιακή κατάσταση που βρέθηκε η χώρα και με άποψη ότι “αν είχαμε κάνει από νωρίς τις μεταρρυθμίσεις που έπρεπε δεν θα φτάναμε μέχρι εδώ”, έχει πειστεί ότι υπεύθυνοι για την κατάντια του έθνους είναι όλοι αυτοί που υποδεικνύουν οι μέντορές τους, της τηλεοπτικής βεβαίως ενημέρωσης. Γιατί ο συγκεκριμένος πληθυσμός εθισμένος σε συγκεκριμένους κώδικες μπορεί να επικοινωνήσει μόνο σε αυτές τις συχνότητες που άλλωστε τον βολεύουν, δεδομένου ότι εκεί δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του ως υπαίτιο τις κρίσης, αλλά όλους τους άλλους: Μετανάστες, συνδικαλιστές, κουλτουριάρηδες, αριστερούς, αναρχικούς, περιθωριακούς, Πακιστανούς (αυτή είναι άλλη κατηγορία από τους μετανάστες), απεργούς, και τώρα δημόσιους υπάλληλους, συνταξιούχους, ο δημόσιος τομέας γενικά που δεν παράγει τίποτα και τον νέμονται όλοι οι τσιγγάνοι, οι ξένοι, και οι κοπανατζήδες δημόσιοι που πληρώνονται χωρίς να δουλεύουν. Και γενικά όσοι υποστηρίζουν όλες αυτές τις ομάδες που από την μεταπολίτευση (“στην χούντα αυτά δεν γινόντουσαν”) υποδούλωσαν την Ελλάδα στους ξένους και για να παίρνουν τους μισθούς τους και τα επιδόματά τους, ανάγκαζαν το κακόμοιρο κράτος να δανείζεται από το εξωτερικό.


Από την διαπραγμάτευση στην καθολική αναμέτρηση

Η αποιδεολογικοποίηση του κινήματος, η άρνηση της αριστεράς και του α/α χώρου να σκεφτεί πάνω στην στρατηγική της επανάστασης, η απώθηση κάθε τελικής αναμέτρησης ως γιακωβίνικης στρατηγικής που δεν αντιστοιχεί στην ουσία του προλεταριακού αγώνα, είναι η βασική αιτία καθήλωσης του κινήματος μπροστά στο σοκ που επιβάλει η αστική αντεπανάσταση. Είναι προφανές ότι τα εργαλεία και οι πρακτικές της προηγούμενης συνθήκης δεν δουλεύουν πια. Όμως συμβαίνει και κάτι βαθύτερο. Η αδυναμία πράξης συνοδεύεται και από μια αδυναμία κατανόησης της νέας πραγματικότητας. Και αυτό είναι πολύ κρίσιμο για να υπάρχει απάντηση από τους από κάτω.
Η πραγματικότητα δεν είναι αυτή μιας μερικής ταξικής διαπραγμάτευσης αλλά μιας καθολικής αναμέτρησης. Η άρχουσα τάξη επιδιώκει μια νέα ταξική ισορροπία από την οποία θα προκύψει και ένας αντίστοιχος καπιταλισμός. Προκειμένου να φτάσει εκεί κατεδαφίζει ότι διαμόρφωνε την προηγούμενη συνθήκη, χωρίς να ενδιαφέρεται για παράπλευρες απώλειες. Σε αυτό υπάρχει στόχος και μια σειρά μέτρα που τον υπηρετούν. Από την άλλη το κίνημα προσπαθεί να υπερασπιστεί “κεκτημένα ενός αιώνα” χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει κανένα πλέον έδαφος να τα στηρίξει. Ακόμα κι αν θέλει κανείς να γυρίσει το ρολόι στο 2009 ή στο 1989 θα πρέπει να μπει σε μια καθολική αναμέτρηση με το κεφάλαιο και το κράτος. Ακόμα και να θέλει να έρθει σε συνεννόηση μαζί τους θα πρέπει πρώτα να τους… συντρίψει. Μέχρι στιγμής όμως η μάχη δίνεται με όρους προ 2009. Σαν να υπάρχει ακόμα μια ελπίδα ότι ο αντίπαλος θα έρθει ξανά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι κλάψες να σωθεί η χώρα από την καταστροφή, ότι τα μέτρα που παίρνουν βαθαίνουν την ύφεση, ότι αν απολυθούν οι δημόσιοι θα νεκρώσει κι άλλο η αγορά, προκαλούν στο αστικό στρατόπεδο μόνο τη χλεύη όχι μόνο για έναν αντίπαλο που αρνείται να μπει στη μάχη, αλλά που δεν καταλαβαίνει καν τι του συμβαίνει. Λοιπόν ας το καταλάβουν επιτέλους όλοι μια και καλή. Δεν τους ενδιαφέρει αν θα βαθύνει η ύφεση, αν θα κλείσουν κι άλλα μαγαζιά, αν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες δεν έχουν να φάνε ή δεν έχουν να πάρουν φάρμακα, ούτε αν θα μπορούν να μορφωθούν η νέοι, ούτε αν θα φύγουν μετανάστες. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να σωθεί το σύστημα. Πάνω σε αυτή τη βάση καλούν χωρίς διαμεσολαβήσεις τους ελληναράδες κάθε είδους και όλα συναφή κοινωνικά στρώματα που ήδη έχουμε προαναφέρει να συστρατευθούν σε αυτό το στόχο.

Ο αντίπαλος είναι εντοπισμένος και στοχοποιημένος και το σχέδιο ήδη εκτελείται. Όσοι στρατεύονται θα έχουν μια καλύτερη τύχη στο αποτέλεσμα που θα προκύψει. Αυτό είναι το αντίτιμο ακόμα και για όσους πλήττονται από το μνημόνιο, ακόμα και για τους ανέργους που αντί να πάνε στις απεργιακές συγκεντρώσεις προτιμούν να πηγαίνουν στα προπατζίδιακια ή στα συσσίτια της ΧΑ.


Από την κατάρρευση στη συγκρότηση του ταξικού υποκειμένου

Σε μια συνολική ταξική αναμέτρηση τα στρατόπεδα σχηματίζονται όχι στη βάση μια προϋπάρχουσας ταξικής θέσης, αλλά στη βάση μιας εναλλακτικής έναντι αυτού που καταρρέει. Οι ταξικές ταυτότητες λειτουργούν όταν υπάρχει η αίσθηση ότι παραμένουν ισχυρές ή έστω αναγκαίες στην διαμόρφωση ή στην διατήρηση ευρύτερων ταξικών ισορροπιών. Το εργατικό κίνημα είχε για δεκαετίες προσαρμοστεί σε μια διαπραγμάτευση για την καλυτέρευση των συνθηκών ύπαρξης και αναπαραγωγής της εργατικής τάξης χωρίς όμως να αμφισβητεί την κυρίαρχη σχέση με το κεφάλαιο. Το αντίτιμο για αυτό ήταν η προσαρμογή στην αστική κυριαρχία, ως δομικό στοιχείο διατήρησης των “κεκτημένων”. Αυτό το εργατικό κίνημα έξω από τα νερά του αμοιβαίου αλληλοσεβασμού δεν μπορεί να λειτουργήσει, όχι για να ανατρέψει την αστική τάξη που έσπασε το κοινωνικό συμβόλαιο, αλλά ούτε καν να υπερασπιστεί τα κεκτημένα του. Αφού είχε μάθει να τα υπερασπίζεται μόνο σε συμφωνία με τα αφεντικά και το κράτος. Η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά πχ δημοσίων υπαλλήλων να είναι υπέρ της απόλυσης συναδέλφων τους που “δεν έχουν τα προσόντα”, ή “που μπήκαν από το παράθυρο και όχι με ΑΣΕΠ” εξηγείται μόνο υπ’ αυτό το πρίσμα. Μια ταξική συνείδηση ραμμένη πάνω σε μια κυρίαρχη εθνική συνείδηση στη βάση μιας ταξικής συνεργασίας με την άρχουσα τάξη. Αυτή η κεκτημένη “ταξική” συνείδηση για την ώρα είναι απολύτως άχρηστη και όσοι επενδύουν σε αυτό το δεδομένο για να δώσουν την μάχη σήμερα απλώς χάνουν τον καιρό τους.

Με ποιο τρόπο όμως μπορεί να χτιστεί μια νέα προλεταριακή συνείδηση στην σημερινή εποχή; Και ποια θα είναι τα υποκείμενά της; Πρώτα από όλα με την συγκρότηση ενός ανταγωνιστικού κοινωνικού υποκειμένου. Το κοινωνικό υποκείμενο δεν προϋπάρχει από τη δυσμενή θέση που καταλαμβάνει στην κοινωνική σχέση με το κεφάλαιο, αλλά αναπτύσσεται μόνο ανταγωνιστικά. Μια εργατική τάξη που δεν αναγνωρίζει στον εαυτό της κοινότητα συμφερόντων δεν είναι ανταγωνιστικό υποκείμενο στην αστική αντεπανάσταση. Κάθε προσπάθεια σήμερα να ανασυγκροτηθεί το εργατικό κίνημα είναι μάταιη στο βαθμό που το επιχειρεί με τα καύσιμα του παρελθόντος. Η συνείδηση ότι πρέπει να υπερασπιστούμε τα δημόσια αγαθά, το κοινωνικό κράτος δεν είναι πλέον κυρίαρχη όπως ήταν στη δεκαετία του 80. Αυτή η συνείδηση κάποτε αρκούσε για να εκδηλωθεί ένα πλατύ κύμα συμπαράστασης στους αγώνες ενάντια σε απολύσεις, κλεισίματα επιχειρήσεων και πολύ περισσότερο σχολείων, νοσοκομείων κοκ. Σήμερα κλείνουν δημόσιοι οργανισμοί και η μέση κοινή γνώμη αν δεν χαίρεται, αδιαφορεί και σίγουρα δεν τρέχει προς συμπαράσταση. Οι αγώνες κάποτε κέρδιζαν, όχι τόσο λόγο της δυναμικής τους, όσο γιατί η ευρύτερη λαϊκή συμπαράσταση λειτουργούσε ως μοχλός πίεσης σε μια κυβέρνηση που ενδιαφερόταν για το πολιτικό κόστος και που ήταν εγκλωβισμένη στους κανόνες του κοινωνικού συμβολαίου. Αυτό είχε δημιουργήσει και μια αντίστοιχη συνείδηση στην εργατική τάξη για το πως κερδίζονται οι αγώνες. Τώρα όμως αυτό σκεπτικό δεν έχει αποτελέσματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν προτείνει η ΟΛΜΕ απεργία στις πανελλαδικές εξετάσεις τον Μάιο, πολλοί καθηγητές πίστευαν ότι με την αναγγελία μιας τέτοιας απεργίας η κυβέρνηση θα υποχωρούσε, αφού μόνο μέσα στις εξετάσεις “μας υπολογίζουν”. Η ανάμνηση κάποιων προηγούμενων απεργιών μέσα στις πανελλαδικές τις δεκαετίες του 80 ή του 90 επιβιώνει ακόμα και τώρα. Όμως όταν προτάθηκε η απεργία και η κυβέρνηση απάντησε με μια αδυσώπητη επιχείρηση λάσπης και τρομοκρατίας όλοι αυτοί οι εξυπνάκηδες της εκπαιδευτικής βάσης που ότι θυμούνται χαίρονται, κρύφτηκαν κάτω από το τραπέζι. Ξαφνικά συνειδητοποιούν “ότι η κοινωνία μας βρίζει”, ότι “οι γονείς και οι μαθητές ουδόλως συγκινούνται” και ότι “δεν μπορεί να γίνει τίποτα”. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες άλλο που δεν ήθελαν μια τέτοια εξέλιξη και να κρυφτούν πίσω από τις τελευταίες ταχύτητες. Με το άλλοθι ότι ο κόσμος δεν έρχεται σε συμπαράσταση και η ΓΣΕΕ με την ΑΔΕΔΥ δεν κηρύσσουν απεργία τα μαζεύουν άρον-άρον και η απεργία αναστέλλεται γιατί “δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις υλοποίησής της”.


Η παρωδία του αντιμνημονιακού υποκειμένου

Τι συμβαίνει λοιπόν; Η εποχή της αντιπαράθεσης με το μνημόνιο από ένα “αντιμνημονιακό” υποκείμενο έχει λάβει τέλος. Το αντιμνημονικό υποκείμενο ήταν η τελευταία προσπάθεια να εμφανιστεί η προηγούμενη ταξική συνείδηση με έναν ενιαίο λόγο. Το σημείο ενότητας ήταν η αντίθεση στο μνημόνιο και η καθολική απαίτηση να γυρίσει το ρόλοι προ του 2009. Στο κίνημα των αγανακτισμένων φάνηκε ότι στη βάση αυτής της συνείδησης χωράνε τα πάντα. Από τους εναλλακτικούς της άμεσης δημοκρατίας της κάτω πλατείας μέχρι τους φασίστες και το πατριδομάνι της πάνω. Η αριστερά που βρέθηκε στην πλατεία έβλεπε το λαό ενωμένο να παρατάει τους καναπέδες και να βγαίνει στο δρόμο και αυτό την καθησύχαζε για τις μελλοντικές εξελίξεις. “Ο λαός παίρνει την υπόθεση στα χέρια του”, σκέφτηκε.

Το κίνημα αυτό ηττήθηκε, όχι τόσο λόγω της καταστολής που δέχτηκε, όσο γιατί συγκροτήθηκε στης αυταπάτες της προηγούμενης ισορροπίας. Ηττήθηκε επίσης γιατί είχε τόσο μεγάλη εντύπωση για τις μαζικές του δυνατότητες, που είχε πιστέψει ότι μπορεί να μαζέψει 3 εκατομμύρια στο Σύνταγμα (όλο το λαό) και να διώξει τον “Τζέφρι” και τους προδότες (του κοινωνικού συμβολαίου;) με το ελικόπτερο. Απλά πραγματάκια, χωρίς κόστος με όπλο τα λέιζερ στη βουλή και άπειρο κόσμο. Η επιβολή της άμεσης δημοκρατίας. Τα 3 εκατομμύρια βεβαίως δεν εμφανίστηκαν ποτέ, ούτε καν το μισό και όλο το κίνημα της αγανάκτησης πήγε σπιτάκι του. Ακόμα και σε μια τόσο μίνιμουμ ιδεολογική βάση (αντιμνημόνιο και με ένα κάρο ιδεολογικές παραχωρήσεις σε εθνικοπατριωτικές μπούρδες) το κίνημα δεν πήρε τη διάσταση που ήλπιζε. Από κει και πέρα η εμφάνιση μιας φασιστικής αντιμνημονιακής ρητορικής που ψαρεύει τονίζοντας τα εθνικά χαρακτηριστικά αυτού του κινήματος, επέτεινε ακόμα περισσότερο τη σύγχυση της ταυτότητά του, βάζοντας έτσι σε δοκιμασία την ύπαρξή του ως υποκείμενο. Μετά ήρθαν και οι εκλογές που επιβεβαίωσαν την αστική και μνημονιακή κυριαρχία και η απογοήτευση αποτελείωσε κάθε πιθανότητα επαναφοράς.


Πρώτα σκληροί αγώνες βάθους

Όποιος ενδιαφέρεται πραγματικά για ένα νέο γύρο σύγκρουσης με την αστική αντεπανάσταση θα πρέπει να έρθει σε ρήξη με την κληρονομία και του προηγούμενου εργατικού κινήματος και αυτό των αγανακτισμένων. Κάθε αγώνας από δω και στο εξής για να έχει οποιαδήποτε τύχη θα πρέπει να βασιστεί στις δικές του δυνάμεις. Και να οργανωθεί με αυτό το δεδομένο και όχι με την αυταπάτη ότι θα έρθουν κάποια δήθεν εκατομμύρια προς συμπαράσταση. Έτσι θα λύνονται εξ αρχής παρεξηγήσεις που αφορούν “προϋποθέσεις υλοποίησης και άλλους συσχετισμούς που είναι αναγκαίοι”. Η αριστερά της μαζικής απεύθυνσης που παριστάνει τον παντογνώστη των κοινωνικών διεργασιών νομίζει ότι για να γίνει ένας αγώνας πρέπει να πάρει και την έγκριση των “εκ της φύσεώς τους” ενδιαφερομένων. Πχ οι καθηγητές για να απεργήσουν (να απεργήσουν στα σοβαρά δηλαδή να τα κλείσουν τα σχολεία) θα πρέπει να χτίσουν τις απαραίτητες συμμαχίες με τους άμεσα ενδιαφερόμενους, τους γονείς και τους μαθητές. Η αριστερά αυτής της λογικής με την πνευματική φτώχεια που τη διακρίνει βάζει διαρκώς τρικλοποδιές στον εαυτό της. Αφού έχει πιστέψει στα σοβαρά ότι υπάρχουν πάντα κάποιοι “άμεσα ενδιαφερόμενοι” ή ότι υπάρχουν έτοιμα κοινωνικά υποκείμενα (εκ του γενετικού τους κώδικα προφανώς) έτοιμα να εκδηλωθούν όταν τα καλέσει η ιστορική νομοτέλεια, τότε αν δεν εκδηλώνονται τότε οι συνθήκες είναι ανώριμες. Η ηλιθιότητα με κοινωνιολογικό περιτύλιγμα σε όλο της το μεγαλείο. Λοιπόν τα πράγματα γίνονται με άλλη σειρά. Αν κάποιοι έχουν άμεσο συμφέρον να κινητοποιηθούν είναι οι καθηγητές που σήμερα είναι στο στόχαστρο των απολύσεων. Αυτό βεβαίως αν ξεπεράσουν το σοκ από το άδειασμα της απεργίας που δεν έγινε το Μάη. Από κει και πέρα τα άμεσα ενδιαφερόμενα στρώματα και οι λοιποί ταξικοί συγγενείς, αν πράγματι το DNA τους το επιτάσσει ας πάρουν τις πρωτοβουλίες που τους αναλογούν. Οι καθηγητές που σήμερα καίγονται -και χθες έκαναν τους Κινέζους όταν στο στόχαστρο βρέθηκαν άλλοι κλάδοι του ενιαίου κατά τα άλλα εργατικού κινήματος, για αν τα λέμε όλα- είναι αυτοί που εξαιτίας του άμεσου χτυπήματος που δέχονται μπορούν να πάρουν την πρωτοβουλία. Αν την πάρουν ίσως ακολουθήσουν και οι γειτονικές κοινωνικές δυνάμεις (Δάσκαλοι, μαθητές, γονείς, άλλοι κλάδοι που χτυπιούνται). Το ίδιο ισχύει και για άλλους κλάδους του δημοσίου που μπαίνουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας και απόλυσης. Αυτοί οι χώροι μπορούν να κινητοποιηθούν και πρέπει κάθε πολιτική συλλογικότητα που επιδιώκει την ανατροπή της κατάστασης, να ωθήσει αυτήν την κινητοποίηση χωρίς παραμύθια περί των εκατομμυρίων που δήθεν πρέπει να συμπαρασταθούν και επειδή δεν συμπαραστέκονται εξαιτίας της τηλεοπτικής πλύσης εγκεφάλου, τότε οι άμεσα πραγματικά ενδιαφερόμενοι να βγάλουν το σκασμό και να φροντίσουν λες και είναι κανένα κόμμα πως θα πείσουν τους υπόλοιπους. Τα κοινωνικά υποκείμενα, παντογνώστες του ινστιτούτου Πουλαντζά, δεν έχουν καθήκον να διαμορφώνουν συνθήκες και συσχετισμούς. Συνθήκες και συσχετισμούς ας διαμορφώσουν αυτοί που υποτίθεται θέλουν να ενοποιήσουν όλη την τάξη, ή όλα τα κινήματα ή όλο το λαό σε ένα μεγάλο μέτωπο ή σε ένα καθολικό στόχο. Αν θέλετε να στηρίξετε τους αυτόνομους αγώνες που θα ξεσπούν από δω και πέρα στις συγκεκριμένες περιοχές που κάθε φορές εντείνεται η ταξική επίθεση, συγκεντρώστε δυνάμεις εκεί για μια μάχη χωρίς έλεος. Μια μάχη τύπου Στάλινγκραντ. Μόνο έτσι θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Αν οι Σαμαράδες ηττηθούν συντριπτικά σε ένα σημείο. Αυτό ίσως κρίνει και τον πόλεμο, όπως τον έκρινε το χειμώνα του 42 προς 43 στο Στάλινγκραντ.

Η ένταση μέχρι τέλους σε κάθε αυτόνομο ταξικό αγώνα, θα βάλει σε δοκιμασία όλες τις εθνικές αφηγήσεις του μνημονίου, που σκεπάζουν την ταξική διάσταση της αστικής αντεπανάστασης. Οι διάφοροι καταναλωτές, αυτοκινητιστές, έμποροι, και όλοι όσοι θέλουν να πάνε στη δουλειά τους ή να παρκάρουν ως γονείς τα παιδιά τους θα εμφανιστούν εναντίον όσων απεργούν και τους χαλάνε την κανονικότητα. Είναι μια ευκαιρία για να καταλάβουν ορισμένοι ότι το να είσαι Έλληνας δεν σε σώζει από το μένος και το μίσος άλλων Ελλήνων. Μια ευκαιρία να σκεφτούν ότι πίσω από αυτή την ταυτότητα η αστική τάξη θάβει όλους τους πραγματικούς ταξικούς διαχωρισμούς. Μια ευκαιρία να αντιληφθεί ο κάθε απεργός ότι είναι εύκολο να βρίζεις τη Μέρκελ μαζί με το αφεντικό σου και τον κρετίνο γείτονά σου στο Σύνταγμα ντυμένος τσολιάς, αλλά δύσκολο να τους έχεις απέναντί σου όταν απεργείς και μετατρέπεσαι από τσολιάς σε εχθρό του έθνους. Η κυρίαρχη εθνική ταυτότητα πρέπει να σμπαραλιαστεί και αυτό δεν μπορεί να γίνει όσο δεν αναδεικνύονται σε κέντρα πάλης οι περιοχές στις οποίες χτίζεται καθημερινά η εθνική ενότητα. Κάθε αγώνας που “βάζει σε δοκιμασία τις αντοχές της κοινωνίας” (σύμφωνα με τα φερέφωνα του κράτους έκτακτης ανάγκης) πρέπει να ενισχυθεί μέχρι τέλους. Να αναδείξει ότι η κοινωνία δεν είναι ενωμένη. Ότι πίσω από τις μαλακίες του Τράγκα για κατοχή, Σόιμπλε, Μέρκελ και μνημόνια βρίσκεται η μπότα της ελληνικής άρχουσας τάξης και όλο το κοινωνικό σκυλολόι που την στηρίζει περιμένοντας να γλύψει κανένα κόκαλο. Η ένταση του αγώνα θα συγκροτήσει εκ νέου το ταξικό μας στρατόπεδο. Με μοχλό την αποφασιστική κίνηση των κομματιών που δεν έχουν άλλη επιλογή πέρα από τη σύγκρουση. Κάθε τέτοια σύγκρουση θα φέρνει στην επιφάνεια την ιδεολογική μάχη με το αστικό στρατόπεδο. Μια μάχη που πρέπει να δοθεί χωρίς καμία υποχωρητικότητα στην κοινή γνώμη. Η κοινή γνώμη μπορεί να έχει λόγο στα τηλεφωνικά γκάλοπ, αλλά είναι εντελώς άχρηστη σε μια πραγματική ταξική αναμέτρηση. Όποιος ενδιαφέρεται για τα τσιρίγματα της κοινής γνώμης, έχει παραδοθεί ήδη στην αστική τάξη. Καμία ταξική σύγκρουση δεν πρόκειται να αναπτυχθεί όσο οι αποφασισμένοι, λαμβάνουν υπόψιν τους τους αναποφάσιστους που δεν αντέχουν να βρεθούν στην μειοψηφία. Κάθε αγώνας σήμερα θα ξεκινάει με όρους μειοψηφικούς και με την κοινή γνώμη εναντίον του. Αυτός είναι ο φαινομενικός συσχετισμός σήμερα. Όχι όμως ο πραγματικός. Ο πραγματικός θα αναδειχθεί μόνο κατά τη διάρκεια της αναμέτρησης. Εκεί θα έρθουν οι σύμμαχοι και εκεί θα φανεί ότι η κοινή γνώμη είναι μόνο ανθρώπινη σκόνη.


Φόλα στην ανωτερότητα της ελληνικής φυλής

Το ξεκαθάρισμα του ταξικού μετώπου και της ανασυγκρότησης του υποκειμένου, δεν αφορά μόνο τον τρόπο που πρέπει να αγωνιστούν τμήματα της παλιάς εργατικής τάξης που σήμερα διασύρονται και χτυπιούνται ανελέητα, ενώ μέχρι χθες ήταν κομμάτι της συστημικής ισορροπίας. Ούτε μόνο με το ξεπέρασμα των αυταπατών που συνόδευαν αυτή την ισορροπία. Αφορά εξίσου και όλα τα μέτωπα που ο αντίπαλος χτίζει τη νέα τάξη πραγμάτων. Το αστικό μπλοκ ανασυγκροτείται κύριος πάνω στους κάθε είδους διαχωρισμούς που προωθεί το σύστημα. Και κυρίαρχος διαχωρισμός είναι ο φυλετικός. Η ελληνική ταυτότητα αποτελεί την ατμομηχανή αυτού του σχεδίου. Η εθνικοποίηση της καπιταλιστικής κρίσης και η εθνική της αφήγηση, ως μιας υπόθεσης που αφορά την πατρίδα που πρέπει να ορθοποδήσει. Ο ρατσιστικός παροξυσμός αποτελεί τη συγκολλητική ουσία του εθνικού μπλοκ, μιας νέας ταξικής συνεργασίας που θα χτιστεί πάνω στα πτώματα των εχθρών του έθνους. Οι μετανάστες είναι ο καλύτερος αντίπαλος. Αφού ξεζουμίστηκαν για 2 δεκαετίες αποκομίζοντας μια τεράστια υπεραξία, τώρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σάκος του μποξ. Το ξεπάστρεμα των μεταναστών δεν έχει μόνο ιδεολογικούς σκοπούς. Αφορά ταυτόχρονα και την εξόντωση ενός πλεονάσματος εργασίας, το οποίο πρέπει να μπει στη θέση του. Ποια είναι αυτή; Είτε στον πάτο του αιγαίου, είτε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης εκτελώντας τσάμπα εργασία, ως κοινοί σκλάβοι, είτε στην καλύτερη απέλαση στις χώρες τους. Το που θα ισορροπήσει η μπίλια κανείς δεν ξέρει. Η σύγκρουση με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ο αγώνας για άδειες παραμονής σε όλους τους μετανάστες είναι αγώνας που έρχεται σε ρήξη με μια κεκτημένη κοινή γνώμη, κυρίαρχη στην πλειοψηφία και της παλιάς εργατικής τάξης που εξεγείρεται με τα μνημόνια, δεν θέλει ταυτόχρονα να έρθει σε ρήξη με τα αφεντικά, ψάχνει τον αντίπαλο στη Γερμανία και τέλος κλείνει το μάτι στο κυνήγι των μεταναστών, βρίσκοντας εκεί ένα λόγο να ταχθεί ανοιχτά με το κράτος έκτακτης ανάγκης και με το καθεστώς εξαίρεσης και γιατί όχι με τον φασιστικό υπόκοσμο της ΧΑ. Όποιος δεν αντιδρά σε αυτό το αίσχος για να μην βάλει σε δοκιμασία τη συνοχή του “αντιμνημονιακού” ή του “λαϊκού” υποκειμένου, στην πραγματικότητα λειτουργεί σεχταριστικά στην συγκρότηση του ταξικού υποκειμένου σήμερα. Ένα κοινωνικό υποκείμενο αν υποθέσουμε ότι δεν προϋπάρχει, αλλά συγκροτείται στην αντιπαράθεση με τον αντίπαλό του και τις κυρίαρχες επιλογές, τότε η φυγομαχία της αριστεράς και του παλιού εργατικού κινήματος ενάντια στο ρατσισμό και στο απαρτχάιντ που χτίζει η άρχουσα τάξη στον ελλαδικό χώρο, κάθε άλλο παρά βοηθά στην επικαιροποίηση της ταξικής ταυτότητας σήμερα. Και χωρίς μια τέτοια ταυτότητα δεν υπάρχει κοινωνικό υποκείμενο. Γι’ αυτό η μάχη ενάντια στη ρατσιστική πολιτική του ελληνικού κράτους και η μαχητική αντιμετώπιση των φασιστικών συμμοριών είναι όρος επιβίωσης και ανασυγκρότησης του προλεταριακού κινήματος σήμερα. 


Νόμος και τάξη=συντριβή του κινήματος


Στον ίδιο βαθμό και ο αγώνας ενάντια στη στρατηγική της μηδενικής ανοχής του κράτους έκτακτης ανάγκης και στην ισοπέδωση των πολιτικών δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών. Όχι γιατί πιστεύουμε στον εκδημοκρατισμό του καπιταλισμού, αλλά γιατί ο αγώνας για τις δημοκρατικές ελευθερίες είναι επίσης μια προϋπόθεση συγκρότησης του ταξικού κινήματος. Όποιος ανέχεται την καταστολή των αναρχικών ας ετοιμάζεται και για τη δική του εκτός βεβαία αν έχει πάρει ήδη θέση στις ορδές των πραιτοριανών της εξουσίας, ή έστω έχει αποδεχτεί ως τετελεσμένη την αστική αντεπανάσταση.

* * *

Αυτό είναι που δένει την αυγουστιάτικη καταστολή των καταλήψεων στην Πάτρα, με τις χιλιάδες απολύσεις στο δημόσιο και την εξέγερση των μεταναστών στην αμυγδαλέζα. Η ένταση του αγώνα σε αυτά τα μέτωπα ενδεχομένως δεν θα φέρει άμεσα νίκες, θα χτίσει όμως μια νέα ταξική ταυτότητα, αναγκαία για την οικοδόμηση μιας νέας κομμουνιστικής ταυτότητας, αντίστοιχη στην εποχή της αναμέτρησης και όχι της διαπραγμάτευσης. Μακριά από την αριστερά που ζει με τη νοσταλγία του παρελθόντος και μάλιστα στην εκδοχή της εθνικής συμφιλίωσης. Για μια αριστερά που αντιλαμβάνεται την εποχή αυτή σαν μια ευκαιρία να ανοίξει όλη τη βεντάλια επαναφέροντας το αίτημα της καθολικής απελευθέρωσης στην ημερήσια διάταξη σε αντίθεση με την κατατονική αριστερά που ακόμα και στην εποχή της αναμέτρησης ανακάλυψε το στάδιο της “διάσωσης από την καταστροφή της χώρας”, επιβεβαιώνοντας ότι ο ρεφορμισμός στις αρχές του 21 ου αιώνα εκτός από το να έχει συνδέσει την τύχη του με την τύχη του συστήματος μυρίζει και σαπίλα. Για μια αριστερά που δεν θα έχει διάθεση να καταρρεύσει μαζί με το ημιθανές κοινωνικό συμβόλαιο, για ένα κίνημα που δεν θα ντρέπεται να φωνάζει, ζήτω το παγκόσμιο προλεταριάτο, κάτω η μισθωτή σκλαβιά, ζήτω η σοσιαλιστική επανάσταση, ζήτω ο κομμουνισμός!!!



Κ.Μαραγκός







Πηγή:Κόκκινη Ορχήστρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου