Είναι τουλάχιστον προφανές, ιδιαίτερα μετά τα εκλογικά ποσοστά της Χρυσής Αυγής, στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του Ιούνη, πως το αριστερό δυναμικό και αγωνιζόμενα εργατικά στρώματα ανησυχούν εντονότατα για την εμφάνιση της ακροδεξιάς. Την ανησυχία επιτείνει όπως είναι φυσικό, η απουσία συγκεκριμένης τακτικής από μέρους του συνόλου της αριστεράς, για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Την ίδια στιγμή βέβαια, που μπαίνουν στο στόχαστρο της οργής μας οι ναζιστές της Χρυσής Αυγής, προσπερνάμε με μεγάλη ευκολία, ότι η ανάδειξη της στο πεδίο μιας πρωτοφανέρωτης για τα μεταπολεμικά δεδομένα κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού, έρχεται ως αποτέλεσμα της εκλογικής επιβεβαίωσής της από κάτι παραπάνω από 400.000 ψηφοφόρους. Πράγμα που δείχνει πως
στην ελληνική κοινωνία, υπάρχει ένα σοβαρό ποσοτικά κομμάτι που αποδέχεται, ή έστω μπαίνει στη λογική να δώσει μια ευκαιρία στους φασίστες. Αν δεχτούμε πως αυτή η διαπίστωση είναι σωστή, τότε γίνεται προφανές, πως το πρόβλημα δεν είναι μόνο της αντιμετώπισης της ακροδεξιάς ως οργανωτική έκφραση, αλλά το καθήκον είναι πολύ βαρύτερο και σοβαρότερο. Έχει να κάνει με την ανάγκη μιας στρατηγικής μάχης αξιών, αλλά και συγκεκριμένης τακτικής, αντιμετώπισης της κρίσης, και της ανάσχεσης του φασιστικού ακροδεξιού λόγου και πρακτικών.
Έως τώρα υπάρχει μια πληθώρα κυρίως ιστορικών αναφορών, που προσπαθούν να κηλιδώσουν τις φασιστικές ιδέες. Η υπενθύμιση των Καλαβρύτων, του Διστόμου κ.τ.λ., που με μεγάλη ευκολία υιοθέτησε ακόμα και η αντικαπιταλιστική αριστερά, δεν φάνηκε να συγκινεί ιδιαίτερα τους ψηφοφόρους που βρήκε η Χρυσή Αυγή ακόμα και σε αυτά τα μέρη. Και αυτό γιατί το ζήτημα δεν είναι πρώτιστα θεωρητικό ως τέτοιο. Αν ήταν έτσι, τότε η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», θα είχε εξαφανίσει κάθε εκδοχή αριστερής πολιτικής, για να μην πούμε ειδικά μιας επαναστατικής λογικής. Τα πολιτικά ρεύματα νομιμοποιούνται ή όχι, στις συνειδήσεις μέσα από τις προτάσεις που έχουν, πολύ περισσότερο σε τέτοιες εποχές σαν αυτή που διανύουμε.
Στην άμεση πολιτική δύο κυρίως γραμμές φαίνεται να έχουν εμφανιστεί. Η μια αναζητά την αντιπαράθεση με τους φασίστες, με όρους σύγκρουσης. Από την άλλη όλη η αριστερά, αρνείται την ειδική αναφορά στο πρόβλημα, από την άποψη, πως η γενική αντιπαράθεση με την κυρίαρχη πολιτική, θα επιλύσει και τα ζητήματα αντιμετώπισης των φασιστών.
Και στις δυο απουσιάζει οποιαδήποτε συγκεκριμένη τακτική, που να συνδέει το εργατικό κίνημα με την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Πιστεύουμε, πως ήδη στο πεδίο του πολιτικού λόγου και των αντιλήψεων, το εργατικό κίνημα, και ειδικότερα η επαναστατική του έκφραση θα πρέπει να πάρουν οριστικά διαζύγιο από τα εξής:
Α) Από τη λογική της καταγγελίας περί εθελοδουλείας, περί υποταγής στα ξένα αφεντικά, καταγγελίας της Ε.Ε. από τη σκοπιά ενός αυτόνομου εθνικού δρόμου, ή και το ανάποδο, από την πάση θυσία συμμετοχή στην Ε.Ε., αλλά με λεβέντικες και καθαρές διαπραγματευτικές γραμμές. Όλα αυτά από όπου και αν προέρχονται εντείνουν στις συνειδήσεις, την ανάγκη μιας ενιαίας εθνικής αντιμετώπισης της κρίσης.
Β) Από την άποψη της δυνατότητας μιας εθνοκεντρικής οικονομικής ανάπτυξης, που όλα μπορεί να τα κάνει, γιατί και πετρέλαια έχει, και συνολικότερα αστείρευτες πλουτοπαραγωγικές πηγές. Είναι μια οικονομική και πολιτική λογική εθνικού απομονωτισμού, άρνησης του διεθνισμού, η οποία όχι μόνο αποκλείει την επαναστατική κομμουνιστική λύση με διεθνιστικούς όρους, και την εθελοντική συνένωση των λαών της Ευρώπης, αλλά και είναι μια γραμμή που η ίδια η Χρυσή Αυγή υιοθετεί στο πρόγραμμά της.
Γ) Είναι αναγκαία η απεμπλοκή από το δίλημμα μνημόνιο-αντιμνημόνιο, που δεν καταδεικνύει πως ανεξάρτητα από τα μνημόνια, που ένα μεγάλο μέρος τους στην Ευρώπη έχει ήδη εφαρμοστεί λίγα χρόνια πριν, η ταμπακιέρα είναι η ίδια η καπιταλιστική κρίση, η προσπάθεια για μια ιστορικών διαστάσεων κλοπή στους όρους ζωής της εργατικής τάξης, και της συνακόλουθης αφαίρεσης των δικαιωμάτων της. Αναπαράγει τις αυταπάτες, που αποτελούν επιδίωξη όλου του αστικού πολιτικού κόσμου που αντιπολιτεύεται το κυρίαρχο κυβερνητικό σχέδιο, πως αν δεν είχαμε τα μνημόνια όλα θα ήταν καλύτερα.
Δ) Την απεξάρτηση από τις λογικές πως η αντιπαράθεση με τον φασισμό, είναι κυρίως μια μάχη συνεπούς δημοκρατισμού, συνήθως στο πεδίο των αστικών συνταγματικών επιλογών. Η ίδια η αστική δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός, που ζέχνει εκμετάλλευση και βοναπαρτισμό, είναι ήδη φθαρμένη στα μάτια της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Για αυτό και οι πιο δεξιές εκδοχές αυτής της απόρριψης του πολιτικού συστήματος, επιτίθενται σφοδρότατα ενάντια στους πολιτικούς, που μέσα σε αυτή τη λογική ανδρώθηκε και η Χρυσή Αυγή. Το στοίχημα είναι αν έχουμε μια πρόταση εργατικού επαναστατικού δημοκρατισμού, που θα είναι δημοκρατικός, όχι γιατί θα υπερασπίζεται το παρόν φθαρμένο σκηνικό, αλλά γιατί θα αποδεικνύει πως ο ανώτερος δημοκρατισμός είναι η αυτοκυβέρνηση των εργαζομένων, η εργατική εξουσία που θα συνενώνει τους εκμεταλλευόμενους. Χωρίς να χάνει το έδαφος της υπεράσπισης οποιασδήποτε παραβίασης δημοκρατικού δικαιώματος υπάρχει ακόμα. Αλλά με αυτή τη στρατηγική.
Από αυτή την άποψη, η αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής (και είναι τέτοια, πρέπει να το λέμε καθαρά στον κόσμο της δουλειάς, δεν αποτελεί εργατική επαναστατική στάση να κάνουμε πως δεν το βλέπουμε), δεν μπαίνει καν στο δίλημμα, «αντιμετώπιση άμεσα της Χρυσής Αυγής ή πάλη για τα στρατηγικά που θα λύσουν και το φασιστικό φαινόμενο».
Εμείς από τη μεριά μας πιστεύουμε, πως γενικά, είναι σωστό πως ο φασισμός και οι οργανωτικές εκφράσεις του, θα αντιμετωπιστούν μόνο όταν ο κόσμος της εργασίας θα λύσει τους λογαριασμούς του συνολικά με το κεφάλαιο και τον πολιτικό εσμό που διαχειρίζεται τα συμφέροντά του. Όμως μια γενική αρχή, λεγόμενη σε κάθε ιστορική στιγμή, δεν αποτελεί πολιτική γραμμή αλλά πολιτικό αναχωρητισμό από το πρόβλημα.
Η αλήθεια είναι πως υπάρχουν στιγμές στην ταξική πάλη, που κάποια ζητήματα-αντιθέσεις που εμφανίζονται, αποκτούν μια πρόσθετη κρισιμότητα από αυτή που είχαν πριν. Τότε είναι που στην πραγματικότητα, οι γενικές στρατηγικές, αποδεικνύουν, ή όχι, αν μπορούν να απαντούν και στα προβλήματα που κρίνουν και τους όρους που θα διεξάγεται η συνολική πολιτική πάλη. Η πάλη ενάντια όχι μόνο στη Χρυσή Αυγή, αλλά και στις ίδιες τις ιδέες που την ανέδειξαν, η έκβαση αυτής της πάλης, θα κρίνει με ιδιαίτερο βάρος, τους όρους που θα μπορεί να κάνει πολιτική για τα συμφέροντά του το ίδιο το εργατικό κίνημα. Από την άποψη αυτή, δε θα επαναλάβουμε σε αυτό το άρθρο πλευρές της γενικότερης γραμμής μας για την περίοδο. Θέλουμε να σταθούμε ιδιαίτερα σε κάποια βήματα τακτικής, που πιστεύουμε ότι μπορούν να παρεμβαίνουν στα ζητήματα της κρίσης, και ταυτόχρονα να αντιμετωπίζουν και πλευρές της εμφάνισης των φασιστικών ιδεών.
Η βασικότερη από αυτές είναι ότι η αριστερά, μέσα στο εργατικό κίνημα, μουδιασμένη και αμήχανη, δε βλέπει τη δυναμική που θα μπορούσαν να έχουν άμεσες κινηματικές πρωτοβουλίες του εργατικού κινήματος, που θα ανοίγουν τα ζητήματα της επιβίωσης, του μισθού, της άρνησης πληρωμών, με αποφάσεις σωματείων και εργατικών επιτροπών. Δεν αντιλαμβανόμαστε, ότι η νομιμοποίηση του λόγου και των πράξεών μας, κυρίως σε αυτή τη φάση κρίνονται από το κατά πόσο νομιμοποιούνται στις συνειδήσεις των εργαζόμενων ανθρώπων. Η κυβέρνηση και η εξουσία, θα χτυπήσει οποιαδήποτε προσπάθεια δείξει ότι το εννοεί να προχωρήσει σε φορολογική απεργία. Να οργανώσει η ίδια ανοίγοντας αποθήκες, την σίτιση των άστεγων της τάξης μας. Την διαχείριση των σχολείων και των νοσοκομείων, με παράλληλες καταλήψεις σε διευθύνσεις της εκπαίδευσης ή σε υπουργεία. Αυτό που πραγματικά θα κρίνει όμως τη νομιμοποίησή μας θα είναι το αν επιδιώκουμε να ανοίγουμε πολιτικά και κινηματικά τα ζητήματα που αφορούν την τάξη μας.
Στη στοχευμένη παρέμβαση στα σχολεία, ειδικά σε εκπαιδευτικούς και μαθητές. Οι μαθητές που πλέον αποκτά ιδιαίτερη σημασία η παρέμβαση σε αυτούς, από τους εκπαιδευτικούς συλλόγους, αλλά και αυτοτελώς από την ίδια την επαναστατική αριστερά. Άλλωστε η αξιακή πάλη, το ποια κοινωνία επιδιώκουμε να ζήσουμε, είναι ίσως από τα μεγαλύτερα ελλείμματα της αριστεράς.
Με τη δημιουργία εργατικών επιτροπών στις γειτονιές της Αθήνας. Την τακτή καμπάνια και συνεύρεση με τους εργαζόμενους μετανάστες. Η προσπάθεια δε θα είναι εύκολη. Έχουμε επιτρέψει ήδη να σωρευτεί πολύς φόβος. Με την οργάνωση, όπου εμφανίζεται ανάγκη της συλλογικής εργατικής αυτοάμυνας στις γειτονιές. Θα κερδίσουμε στο πεδίο της κρίσης, αν αποδείξουμε ότι η πρότασή μας για την κοινωνία είναι πιο ρεαλιστική και αναγκαία, ότι έχουμε διεκδικήσεις και τακτική για αυτό, αλλά και ότι δεν είμαστε αγέλη καταδιωκόμενων, μέχρις ότου να επιλύσουμε τις γενικές στρατηγικές.
Πηγή: http://diethnistis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου