Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Το δις εκφασισθείν ουκ λαού σοφού


του Alice in Victimland

Βράδυ Τετάρτης 10 Οκτωβρίου 2012 προς ξημέρωμα Πέμπτης*, σε απόσταση ενός οικοδομικού τετραγώνου βρίσκονται δύο παρέες. Στη μία, άνδρες κάθε ηλικίας κάθονται σε μια ψησταριά, μιλούν για γκόμενες, για τον Ολυμπιακό, τους εθνοπροδότες και τους λαθρομετανάστες. Στην άλλη, νέα κορίτσια και αγόρια μιλούν για τον έρωτα, το καλοκαίρι που ποτέ δεν κρατά αρκετά και αναρωτιούνται πώς θα ’ταν ένας κόσμος όπου δεν θα ίσχυε η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Αν θέλουμε να είμαστε political correct, πρέπει να παραδεχθούμε, ότι οι δύο συντροφιές εντάσσονται ένθεν κακείθεν στα δύο «άκρα». Αν δεν βλέπουμε τηλεόραση και ξέρουμε, ότι «λένε ψέματα οι εφημερίδες», τότε θα μιλήσουμε –θέλουμε, δεν θέλουμε (;)- για δύο παρέες, μία νεοναζί και μία αντιφασιστών.


ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ ΤΟ ΑΙΤΙΑΤΟ

Οι δύο συντροφιές συναντιούνται. Οι νεοναζί έχουν έναν φετιχισμό με το κατειλημμένο «Μαραγκοπούλειο»** και το παράρτημα του Παν/μίου***, ενδεχομένως επειδή νοιώθουν υποχρεωμένοι να ανταποδώσουν την υποδοχή που τους επεφύλαξαν οι αντιφασίστες κατά τα εγκαίνια των γραφείων της Χρυσής Αυγής, στην Πάτρα. Οι αντιφασίστες και οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ έχουν υπ’ όψιν τους
την ως άνω επιθυμία των νεοναζί. Κάπως έτσι ξεκίνησε η σύγκρουση. Οι νεοναζί ήταν λιγότεροι από τους αντιφασίστες, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, γεγονός για το οποίο δεν είναι καθόλου υπερήφανοι, το σώμα, μάλιστα, ενός εξ αυτών φέρει τα σημάδια της ιδεολογικής αντιπαράθεσης, πράγμα σύνηθες όταν η ταξική πάλη διεξάγεται εκ του σύνεγγυς. Οι αντιφασίστες στη συνέχεια σπάνε τη βιτρίνα της ψησταριάς του Σίψα, παλιού «Κενταύρου», για όσους επιμένουν να έχουν μνήμη…

Η είδηση του γεγονότος κυκλοφορεί γρήγορα, άλλες συντροφιές αντιφασιστών καταφθάνουν στο «Μαραγκοπούλειο». Κουβεντιάζουν για τον φασισμό που τυλίγει γλυκά τους φοβισμένους μικροαστούς, για την Οδύσσεια των προσφύγων, για την αφραγκία τους και τις δουλειές που ’ναι λίγες. Αρχίζουν να αποχωρούν σιγά-σιγά, η πόλη κοιμάται, όχι όμως και η ΕΛ.ΑΣ. Οι μπάτσοι περιμένουν να αποδώσουν δικαιοσύνη, οι «κουκουλοφόροι» κυνήγησαν τους δικούς τους. Κάνουν, λοιπόν, τη δουλειά τους. Προσαγάγουν, από διαφορετικά σημεία της πόλης, στην Ασφάλεια εννέα αντιφασίστες, εκ των οποίων ο ένας ανήλικος. Τους κρατούν εννέα ώρες. Αποφασίζουν να αφήσουν ελεύθερες τις πέντε προσαχθείσες (sic) και να απαγγείλουν κατηγορίες στους τέσσερις άρρενες, άλλωστε, η ταξική πάλη, όπως και πολλά άλλα σ’ αυτόν τον ψεύτικο ντουνιά, είναι υπόθεση αντρική.

ΕΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟ ΑΙΤΙΟ

Ο εισαγγελέας μεταξύ άλλων αποδίδει στους τέσσερις συλληφθέντες, που από τα ξημερώματα της Πέμπτης 11 Οκτωβρίου μέχρι το πρωί της Δευτέρας 15 του μηνός βρίσκονται στο κρατητήριο, την κατηγορία της απόπειρας δολοφονίας (!). Το αδίκημα που τους βαραίνει, μιλώντας έξω από δικανικούς όρους και κατά συνέπεια ειλικρινά, είναι ένα: είναι και οι τέσσερις άνθρωποι που εντάσσουν εαυτούς στον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο ή διατηρούν διαύλους επικοινωνίας με το αντιφασιστικό κίνημα. Οι σύντροφοι των συλληφθέντων από την Πέμπτη οργανώνουν καθημερινά πορείες διαμαρτυρίας, ενημερώνουν για τα γεγονότα τους Πατρινούς, οι οποίοι λίγο – πολύ τα γνωρίζουν. Άλλος από τα ΜΜΕ, άλλος από έναν φίλο που έχει έναν γνωστό στη Χ.Α., άλλος από τον κουνιάδο του που ’ναι μπάτσος, πάντως τα ξέρουν. Ούτως ή άλλως «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρων’ οι νεοναζί», το οποίον μεθερμηνευόμενον «ησυχία, τάξη και ασφάλεια».

Από την πλευρά τους οι σύντροφοι των συλληφθέντων δείχνουν να μην πτοούνται, από το γεγονός ότι τα ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας δεν συμμερίζονται τους προβληματισμούς τους κι επιμένουν να στοχεύουν το μαλακό υπογάστριο της υπνωτισμένης κοινωνίας μας. Όλοι μας, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, έχουμε αντιληφθεί, ότι κάθε μέρα βουλιάζουμε αγκαλιασμένοι όλο και πιο βαθιά στον φόβο, αφήνοντας το μίσος και τον φθόνο να ζεσταίνουν τις παγωμένες μας καρδιές. Μας φταίνε όλοι, οι κλέφτες πασόκοι που ξεπούλησαν την Ελλάδα μας, ο Γιωργάκης που δεν κληρονόμησε τ’ αρχίδια του πατέρα του, δεν ξέρει να χορεύει ζεϊμπέκικο και δεν πίνει το ουίσκι του σκέτο. Μας φταίνε αυτοί από τις ΔΕΚΟ με τα πολλά επιδόματα, οι φαρμακοποιοί και ο «κλειστός χαρακτήρας» του επαγγέλματός τους, οι ακαδημαϊκοί που δεν δουλεύουν, οι φοιτητές που με τις καταλήψεις τους δεν αφήνουν τους ακαδημαϊκούς να δουλέψουν, οι γιατροί που δεν κόβουν αποδείξεις, οι δικηγόροι που ντύνονται ακριβά, οι δημοτικοί υπάλληλοι που κάθε πρωί παίρνουν από την υπηρεσία τους ένα μπουκάλι φρέσκο γάλα, οι άνεργοι που… κάθονται ενώ το δημόσιο τους χορηγεί επίδομα επί τούτου, οι καρκινοπαθείς που επιβαρύνουν με την ύπαρξή τους το ΕΣΥ, μας φταίνε άπαντες κι αναφανδόν.

Μα πιο πολύ και πριν από οποιονδήποτε άλλον μας φταίνε οι «άλλοι», αυτοί που φορούν τ’ αποφόρια μας, τρώνε τ’ αποφάγια μας, περνούν απ’ το πλάι μας σαν σκιές, μας παρακαλάνε να μας καθαρίσουν το παρ μπριζ, αυτοί που θέλουν να περάσουν στην Ιταλία κρυμμένοι στο ημιαξόνιο ενός φορτηγού. Αυτοί μας φταίνε, πρωτίστως και κυρίαρχα, με τον φόβο μας να μην αιτιολογείται τόσο εύκολα όσο θέλουν να πιστεύουν μερικοί. Είναι γεγονός, ότι μπορούμε να τους μισούμε χωρίς κόστος, δεδομένου ότι είναι ευάλωτοι, ότι έχουμε εξουσία επάνω τους, ότι μπορούμε να τους προσβάλλουμε, να τους ταπεινώνουμε, ότι μπορούμε, σε τελευταία ανάλυση, δίπλα τους να νοιώσουμε, έστω και για λίγο, γίγαντες. Κάπως έτσι ερμηνεύεται ο φόβος μας για τους πρόσφυγες ως προς το «κυρίαρχα», ως προς το «πρωτίστως» μάλλον είναι η ίδια η ύπαρξή τους που μας τρομάζει, η θωριά τους και η πίκρα που στάζει από τα μάτια τους. Άλλωστε, η μέρα που η συνθήκη τους θ’ αφορά τις δικές μας ζωές δεν φαντάζει πολύ μακρινή.

ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΨΩΜΙ ΘΕΛΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

Μέρα με τη μέρα φτωχαίνουμε, μα δεν είναι μόνο το ψωμί που μας λείπει, μας λείπει ένα μέρος να ξαποστάσουν οι ψυχές μας, η πολυτέλεια να τεντωνόμαστε σαν δερβίσηδες και να μας φαίνεται ο κόσμος, έστω και για λίγο, όμορφα καμωμένος. Αποκτήσαμε την έξη, να μετράμε τη ζωή μας, την ευτυχία μας, την αγάπη μας με το χρήμα και να μας πονά αβάσταχτα η έλλειψή του. Ανδρωθήκαμε, ευτυχώς όχι στο σύνολό μας, με το lifestyle των πετυχημένων, στο φαντασιακό μας ήμασταν γραβατωμένοι γιάπηδες, εργένηδες από επιλογή, διακορευτές δίμετρων κι αμετροεπών κορασίδων, οι οποίες, με τη σειρά τους, φρόντιζαν τα νύχια, τα μαλλιά, τα μάτια, την επιδερμίδα τους, πρόσεχαν τα κιλά τους, αλλά ξέχασαν να προσέξουν τις ίδιες.

Αποκτήσαμε πολλές -κατακερματισμένες- γνώσεις, μάθαμε να παράγουμε περισσότερο κι ευκολότερα, καταφέραμε να αυξήσουμε το προσδόκιμο της ανθρώπινης ζωής, εισαγάγαμε στη ζωή μας ένα σωρό καινοτομίες, κάναμε την καθημερινότητά μας τόσο εύκολη, που αυτή κατάντησε «ξένη, φορτική». Καθένας μας βρήκε τον τρόπο του να αποφορτίζει τη ζωή του, σε συνάρτηση πάντα με την τάξη του. Άλλοι «χάθηκαν στα σφαιριστήρια και μες στα γήπεδα την Κυριακή», άλλοι έφτιαξαν τον «δικό τους μικρό παράδεισο» κι άλλοι γαντζώθηκαν απ’ τα ιδανικά τους, επιμένοντας να μην απαγκιστρωθούν απ’ αυτά ακόμα κι όταν εκείνα κατέρρευσαν.

ΚΑΠΟΤΕ ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΕΛΕΓΑΝ «ΑΡΙΣΤΕΡΑ»

Για να έρθουμε και στα καθ’ ημάς, με αφορμή τις συλλήψεις που έγιναν το βράδυ της Τετάρτης, επανέρχεται στο προσκήνιο η στάση που κρατά η Αριστερά απέναντι στην ανάδυση του φασισμού. Συνοπτικά, θα έλεγε κανείς, ότι η πλέον επίσημη και «υπεύθυνη» εκδοχή της Αριστεράς είναι απασχολημένη με το να φαντασιώνεται την ανάληψη της εξουσίας διά της κοινοβουλευτικής οδού και η άλλη, η ορθόδοξη, εξαιρετικά απασχολημένη με το να φοβάται ακόμα και τον ίσκιο της. Αμφότερες οι κυρίαρχες τάσεις της Αριστεράς φαίνεται να έχουν φορέσει τα καλά τους και να μην είναι διατεθειμένες να λερώσουν τα χέρια τους. Για τη σύλληψη των «τεσσάρων» εξέδωσαν ανακοινώσεις μονάχα το Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα – Τροτσκιστές και η Κίνηση Υπεράσπισης Δικαιωμάτων Μεταναστών / Προσφύγων, μέλη των οποίων παρευρέθηκαν στις διαμαρτυρίες έξω από τα Δικαστήρια, σώζοντας, αν θέλετε κι εάν πρέπει να σωθεί, την παρτίδα για τις… σύμμαχες δημοκρατικές δυνάμεις.

Η υπόλοιπη Αριστερά, ακόμα κι αυτή που αυτοσυστήνεται ως «εκτός των τειχών», θεώρησε ήσσονος σημασίας το γεγονός, ότι μπάτσοι και νεοναζί εν χορδαίς και οργάνοις έστησαν ένα εξόφθαλμα σαθρό κατηγορητήριο εναντίον τεσσάρων νέων ανθρώπων, εκ των οποίων οι τρεις μέχρι και το πρωί της περασμένης Δευτέρας και ο τέταρτος μέχρι το απόγευμα της ίδιας ημέρας κινδύνευαν με προφυλάκιση. Η Αριστερά προτίμησε να περιχαρακωθεί και δεν μιλώ για την Αριστερά που χαϊδεύει τ’ αφτιά των μικρομεσαίων, δίνοντας –ακόμη και χωρίς να της ζητηθεί- πιστοποιητικά νομιμότητας, ούτε για εκείνη, η γραφειοκρατία της οποίας θα μας οικοδομήσει, περί τη Δευτέρα Παρουσία, έναν σοσιαλισμό, που θα χορτάσει η ψυχή μας «ρετσίνα κι αντάρτικα». Μιλώ για την «εκτός των τειχών» Αριστερά, που πρέπει επιτέλους να διαλέξει: ή θα εξακολουθήσει να παριστάνει τον φτωχό συγγενή των εξ αριστερών καθήμενων στα κοινοβουλευτικά έδρανα της αστικής δημοκρατίας ή θ’ αφήσει τη νιότη της να ξεχυθεί στους δρόμους, κηρύσσοντας «την πόλη σε κατάσταση διαρκούς ευτυχίας».

Σημείωση: οι διευκρινίσεις που ακολουθούν είναι δικές μας και όχι του συντάκτη. Ευχαριστούμε πολύ τον σύντροφο Alice in Victimland που εμπιστεύτηκε σε εμάς το κείμενό του.

*Το κείμενο αναφέρεται σε γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Πάτρα
** Το «Μαραγκοπούλειο» είναι ένας κατηλλειμένος χώρος από ομάδες αναρχικών/αντιεξουσιαστών στο κέντρο της Πάτρας.
*** Το «παράρτημα του Παν/μίου» (το οποίο έχει περάσει τα τελευταία χρόνια στη δικαιοδοσία του Δήμου) αποτελεί τον ιστορικό χώρο στον οποίο έγινε η εξέγερση του Πολυτεχνείου το '73 στην Πάτρα. Η Αριστερά "επισκέπτεται" τον εν λόγω χώρο μόνο επετειακά κάθε 17 του Νοέμβρη. Εξαίρεση για την παρουσία της αριστεράς στο χώρο αποτελούν οι προσυγκεντρώσεις ορισμένων φοιτητικών συλλόγων και οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου ο χώρος συντηρείται και λειτουργεί με ευθύνη αντιεξουσιαστικών/αναρχικών ομάδων ενώ τελευταία "προετοιμάζεται το έδαφος" από την πλευρά του κράτους προκειμένου να εκκενωθεί, σε μια προσπάθεια να σβήσει η ιστορική μνήμη της εξέγερσης του '73.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου