Σαν σήμερα, στις 16 Νοεμβρίου 1980, δολοφονήθηκαν ο Κύπριος φοιτητής Ιάκωβος Κουμής και η εργάτρια από το Περιστέρι, Σταματίνα Κανελλοπούλου -θύματα και οι δύο της αστυνομικής βίας στην πορεία του Πολυτεχνείου του 1980. Η πορεία αυτή έμεινε στην ιστορία για τα πιο αιματηρά γεγονότα μετά τη μεταπολίτευση.
Η απαγορευμένη αντιαμερικανική πορεία
Η δολοφονία των δύο νέων από τις δυνάμεις των ΜΑΤ δεν ήρθε σε τυχαία χρονική συγκυρία. Όπως αναφέρεται στο ιστορικό λεύκωμα της εφημερίδας «Καθημερινή», το φθινόπωρο του 1980 η κυβέρνηση Ράλλη είχε θέσει ως πρώτη προτεραιότητα μιας ιδιαίτερα φιλόδοξης ατζέντας την άρση όλων των εκκρεμοτήτων στις σχέσεις της Ελλάδας με το «δυτικό κόσμο». Στο πλαίσιο αυτό, στις 21 Οκτωβρίου 1980 η Ελλάδα έγινε ξανά δεκτή στη στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ, ενώ η κυβέρνηση είχε ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ για την ανανέωση των συμφωνιών παραμονής των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα και ο Ευάγγελος Αβέρωφ, τότε υπουργός άμυνας, συμμετείχε για πρώτη φορά μετά την αντιπολίτευση στην Επιτροπή Πυρηνικού Σχεδιασμού του ΝΑΤΟ.
Η αντίδραση του λαού ήταν έντονη, ενώ διάχυτος ήταν ο αντιαμερικανισμός ιδίως ανάμεσα στους φοιτητές, καθώς ήταν φρέσκες ακόμα οι μνήμες της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και του αμερικανικού παράγοντα στην ελληνική στρατιωτική Χούντα. Ωστόσο, για την κυβέρνηση, το ενδεχόμενο η πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου να κινηθεί προς την αμερικανική πρεσβεία αποτελούσε εξέλιξη που έπρεπε πάση θυσία να αποφευχθεί. Έτσι, με συνοπτικές διαδικασίες η κυβέρνηση απαγορεύει στην πορεία να κατευθυνθεί προς την Αμερικάνικη πρεσβεία και θέτει ως όριο την πλατεία Συντάγματος: οι διαδηλωτές μπορούσαν να φτάσουν μόνο ως το Σύνταγμα και εκεί να διαλυθούν.
Η στάση της αντιπολίτευσης παραμένει υποτονική. Με το βλέμμα στραμμένο προς τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους και μπροστά στην επιθετική στάση της κυβέρνησης που δηλώνει αποφασισμένη να σταματήσει με τη βία οποιαδήποτε προσπάθεια να φτάσει η πορεία στην πρεσβεία, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ γρήγορα συμβιβάζονται με την κυβερνητική απαγόρευση. Στο ίδιο πλαίσιο, το κεντρικό συμβούλιο της ΕΦΕΕ – αποτελούμενο κατά πλειοψηφία από τα μέλη της ΚΝΕ και της νεολαίας ΠΑΣΟΚ – αποφασίζει να πειθαρχήσει στην απαγόρευση, ενώ η αριστερή μειοψηφία, αποτελούμενη από οργανώσεις όπως οι ΠΠΣΠ, ΑΑΣΠΕ, ΕΚΟΝ, Ρήγας Φεραίος-Β' Πανελλαδική, ΚΚΕ μ-λ, ΕΚΚΕ και άλλες, αποφασίζουν να συνεχίσουν προς την αμερικανική πρεσβεία.
Η πορεία και τα επεισόδια
Η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ έληξε κατά τις 6 το απόγευμα της Κυριακής, 16 Νοεβρίου, και στη συνέχεια η πορεία ανέβηκε την οδό Σταδίου και συνέχισε προς την πλατεία Συντάγματος, με έντονο το αντιαμερικανικό στοιχείο και με σημαντική περιφρούρηση της πορείας από δυνάμεις των πολιτικών κομμάτων. Από την άλλη, στα Χαυτεία, οργανώνει συγκέντρωση η μειοψηφία της ΕΦΕΕ, η οποία με περίπου 1.000 φοιτητές ετοιμάζεται να κινηθεί προς την αμερικανική πρεσβεία και γύρω στις 7.30 εισέρχεται στο κύριο σώμα της πορείας. Η πορεία φτάνει στο Σύνταγμα και τα κύρια μπλοκ της αρχίζουν σταδιακά να διαλύονται ειρηνικά. Ωστόσο, γύρω στις 9 το βράδυ, συγκεντρώνονται υπό την αιγίδα της μειοψηφίας της ΕΦΕΕ περίπου 3.000 άτομα στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και επιχειρούν να κινηθούν προς την οδό Βασιλίσσης Σοφίας, όπου είναι παρατεταγμένοι αστυνομικοί και από πίσω τους τα ΜΑΤ.
Για λίγα λεπτά, τα δύο μέτωπα έμειναν ακίνητα και ανταλλάχθηκαν διαξιφισμοί, ενώ σύντομα οι διαδηλωτές κατάφεραν να σπάσουν τον κλοιό των αστυνομικών και να κινηθούν προς την πρεσβεία. Στη συνέχεια, ο προϊστάμενος της εισαγγελίας, Γ. Κουβέλης, πήρε την κατάσταση στα χέρια του: έδωσε εντολή στις έξι διμοιρίες των ΜΑΤ που βρίσκονταν παρατεταγμένες πίσω απ’ τον αστυνομικό κλοιό να επιτεθούν. Σε λίγα λεπτά το μπλοκ των διαδηλωτών έκανε τα πρώτα βήματα προς τον σχηματισμό των ΜΑΤ και τότε αυτά επιτέθηκαν. Η μάζα των διαδηλωτών ήταν πυκνή και η υποχώρηση ήταν δύσκολη.
Αρχίζει τότε ένα όργιο βίας, με χρήση όχι μόνο κλομπ αλλά – για πρώτη φορά μετά τη Χούντα – και πυροβόλων όπλων, ενώ η αστυνομία επιστρατεύει και «αύρες», τα ειδικά τεθωρακισμένα οχήματά της για την απώθηση των διαδηλωτών. Τα ΜΑΤ ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο και επιτίθενται όχι μόνο στους διαδηλωτές που αψήφησαν την κυβερνητική απαγόρευση, αλλά και κατά αυτών που ειρηνικά διαδήλωναν προς την πλατεία Συντάγματος. Τα επεισόδια χαρακτηρίστηκαν από σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο ως τα πιο αιματηρά μετά τα Ιουλιανά και διήρκεσαν μέχρι τις 4 τα χαράματα.
Κουμής και Κανελλοπούλου: τα τραγικά θύματα
Τη νύχτα εκείνη, η Σταματίνα Κανελλοπούλου, εργάτρια από το Περιστέρι, έπεσε αναίσθητη και αιμόφυρτη από αλλεπάλληλα χτυπήματα αστυνομικών κλομπ στην οδό Πανεπιστημίου. Μια ομάδα αστυνομικών την ξυλοκόπησε και τη χτύπησε αλύπητα στο κεφάλι και στο σώμα. Μεταφέρθηκε αναίσθητη στο «Ιπποκράτειο» όπου άφησε την τελευταία της πνοή, προτού οι γιατροί της προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες. Το πόρισμα του ιατροδικαστή συγκλονίζει: 18 χτυπήματα στο κρανίο, πολλαπλά κατάγματα και βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση.
Ο Κύπριος φοιτητής Ιάκωβος Κουμής συμμετείχε στη συγκεκριμένη πορεία με τους συντρόφους του της «Επιτροπής Αυτοδιάθεσης Κύπρου». Στην Πλατεία Συντάγματος έγινε θύμα άγριας επίθεσης των ΜΑΤ, η οποία τον άφησε επί τόπου βαριά τραυματισμένο. Μάλιστα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο Κουμής δεν είχε λάβει καν μέρος στα επεισόδια, αλλά καθόταν σε παρακείμενο καφενείο την ώρα των επεισοδίων. Ο Κουμής μεταφέρεται στο Λαϊκό Νοσοκομείο και το βράδυ της Κυριακής είναι ήδη κλινικά νεκρός. Την Παρασκευή, 28 Νοεμβρίου, κηδεύεται στην Κύπρο και αμέσως μετά πραγματοποιείται πορεία διαμαρτυρίας προς την Ελληνική Πρεσβεία της Λευκωσίας.
«Και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ σπάθην κρατεί»
Την ευθύνη για τα αιματηρά γεγονότα ο πολιτικός κόσμος αποφάσισε να τη ρίξει στους διαδηλωτές. Στις 10 το βράδυ της ημέρας των επεισοδίων ο Ανδρέας Παπανδρέου δηλώνει ότι «μικρές ομάδες ανευθύνων στοιχείων και προβοκατόρων άγνωστης και ύποπτης προέλευσης δημιούργησαν θλιβερά έκτροπα με προφανή σκοπό να αμαυρώσουν και να δυσφημήσουν τη μεγάλη λαϊκή επέτειο του Πολυτεχνείου». Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση περιορίστηκε να εκφράσει την οργή της για τις «οργανωμένες ομάδες αναρχικών και εξτρεμιστικών στοιχείων» που «αμαύρωσαν τη μεγάλη λαϊκή επέτειο και προκάλεσαν βάναυσα τα δημοκρατικά και ειρηνικά αισθήματα του συνόλου του ελληνικού λαού». Σε ό,τι αφορά το θάνατο της Κανελλοπούλου, η κυβέρνηση περιορίσθηκε να δηλώσει ότι «για τις συνθήκες υπό τις οποίες σημειώθηκε ο θάνατος νεαρής εργάτριας διετάχθησαν διοικητικές ανακρίσεις».
Στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή μία εβδομάδα αργότερα ο πρωθυπουργός, κ.Ράλλης, έκανε την εξής δήλωση που έμεινε στην ιστορία: «Και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ σπάθην κρατεί στα χέρια του για να αμυνθεί εναντίον των δαιμόνων. Δεν κρατεί άνθη». «Θα ήταν σε θέση, πραγματικά, η Αστυνομία στο σημείο της σύγκρουσης να προχωρήσει με ελιγμό τέτοιο, ώστε να αποκοπεί, το επαναλαμβάνω, το σώμα των 2.000 εξτρεμιστών και εκεί να τους αντιμετωπίσει», δήλωσε από την πλευρά του και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Όσο για τις «διοικητικές ανακρίσεις» για το θάνατο των δύο διαδηλωτών καμία απάντηση δε δόθηκε, κανένας ένοχος δεν τιμωρήθηκε. Τα ονόματά τους κοντεύουν να ξεχαστούν στις μέρες μας, τοποθετούμενα στον τραγικό κατάλογο των νεκρών αγωνιστών για τους οποίους δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου