Να διαλυθεί τώρα η Βουλή! – Θέλουμε κυβέρνηση δημοκρατική!
Του Γιάννη Χριστόπουλου
Όχι δεν είναι ακόμα τουλάχιστον κάποιο νέο σύνθημα στις διαδηλώσεις που το φωνάζουν τα μέλη και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε οι αγανακτισμένοι εργαζόμενοι και ο λαός που ευελπιστούν ότι μια κυβερνητική αλλαγή από την αριστερά θα του έλυνε κάποια προβλήματα. Συνήθως και ιστορικά έτσι συμβαίνει και τέτοιου είδους συνθήματα ακούγονται από τις δυνάμεις της Αριστεράς που βρίσκονται πίσω από τις ανάγκες και διαθέσεις των λαών, που «αναζητούν» άλλους δρόμους προσέγγισης στην σοσιαλιστική προοπτική, που τρέφουν φρούδες ελπίδες ότι μια κυβερνητική αλλαγή μπορεί να αλλάξει την κοινωνία ή σε καλύτερη εκδοχή ότι μια κυβερνητική αλλαγή μπορεί να είναι η αρχή.
Έτσι συνέβη και στα τέλη της δεκαετίας του 70
όταν το νηπιακό ΠΑΣΟΚ με θέσεις αντι- ευρωπαϊκές και αντιιμπεριαλιστικές βάδιζε ολοταχώς για το ραντεβού του με την ιστορία στις 18 Οκτώβρη του 1981, απαλλαγμένο μάλιστα και από βαρίδια, όπως τον μετέπειτα πρωθυπουργό και πρόεδρο του Κ. Σημίτη, που «σφάχτηκε» γιατί εξέφρασε διαφορετική άποψη και τάχθηκε με την «Ευρώπη των λαών» απέναντι στη θέση «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».
Το σύνθημα για διάλυση της βουλής και δημοκρατική κυβέρνηση δεν ήταν του ΠΑΣΟΚ.
Δεν ήταν σύνθημα της ευρωκομμουνιστικής αριστεράς που την κατατρόπωνε ο Ανδρέας Παπανδρέου και από τα έδρανα της Βουλής όταν απευθύνονταν στο Λεωνίδα Κύρκο με φράσεις όπως «είστε η Αριστερά των σαλονιών και του Κολωνακίου». Το παραπάνω σύνθημα προβλήθηκε από το ΚΚΕ τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου έβγαινε από τα αριστερά, τότε που το κατηγορούσε για προδοσίες και λάθη, για χαμένες ευκαιρίες, για έλλειψη οραμάτων, για αγκυλώσεις και ρεφορμισμό.
Σε εκείνη τη «σοσιαλιστική» πλημμυρίδα της μεταπολίτευσης ο Ανδρέας Παπανδρέου φάνταζε κάτι σαν το Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου και στη χειρότερη εκδοχή του σαν τον Αλιέντε και το τραγικό του τέλος.
Δεν υπήρχε μεγάλη κινητοποίηση που τα ισχυρά τότε και μαζικά μπλοκ του ΚΚΕ δε δονούνταν από το σύνθημα: «να διαλυθεί τώρα η βουλή - θέλουμε κυβέρνηση δημοκρατική».
Και όμως και μετά την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας από τον Ανδρέα Παπανδρέου στις 18 Οκτώβρη του 81’ και στα πρώτα χρόνια της «σοσιαλιστικής κυβέρνησης», η αριστερά, όχι αυτή των σαλονιών που διαλύονταν αλλά η άλλη, η κομμουνιστική με το ΚΚΕ, αλλά και τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής, συνέχιζαν να ονειρεύονται φιλολαϊκές διεξόδους μέσα από τη «δημοκρατική κυβέρνηση», τον άλλο δρόμο κλπ.
Θυμάμαι ακόμα την προεκλογική εκστρατεία του ΚΚΕ στις ευρωεκλογές του 1984 και το κεντρικό του σύνθημα «Όχι πίσω-Μπροστά». Θυμάμαι στα εγκαίνια του εκλογικού κέντρου του ΚΚΕ στην Πανεπιστημίου τον αείμνηστο εκείνο αγωνιστή και δεινό ρήτορα Βασίλη Εφραιμίδη, πίσω από τις μεγάλες αφίσες του ΚΚΕ με αυτό το κεντρικό σύνθημα, να προσπαθεί να πείσει το μαζικό ακροατήριο, στην καταπληκτική κατά τα άλλα εκείνη ομιλία του, επαναλαμβάνοντάς συνεχώς το κεντρικό εκείνο σύνθημα «Όχι πίσω-Μπροστά».
Είχε μεσολαβήσει βέβαια και το 11ο συνέδριο του ΚΚΕ το 1982, όπου οι λίγες φωνές που ακούστηκαν για την ανάγκη αλλαγής της πολιτικής και στάσης του ΚΚΕ απέναντι στο ΠΑΣΟΚ απομονώθηκαν. Έτσι το ΚΚΕ, ως «συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση» συνέχισε την βασανιστική αυτοκαταστροφική του πορεία για να οδηγηθεί το 1989 στον ενιαίο συνασπισμό της Αριστεράς, στο παν-αριστερό εκείνο μέτωπο εκείνης της εποχής, στη συμμετοχή του μέσω αυτού στην κυβέρνηση Τζανετάκη, μαζί με τη ΝΔ και λίγο αργότερα στην «εθνική κυβέρνηση» με όλους μαζί, δεξιούς, σοσιαΛΗΣΤΕΣ, αριστερούς του βουνού και των σαλονιών.
Γιατί τα θυμάμαι τώρα όλα αυτά;
Γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται, όχι σαν καρικατούρα αλλά ως σκιάχτρο.
Αριστερή κυβέρνηση, κυβερνητική εξουσία, συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση στο ενδεχόμενο αριστερής κυβέρνησης, ενότητα της αριστεράς, Αριστερό Μέτωπο, δυαδική εξουσία, ρόλος του μαζικού και εργατικού κινήματος, νέα μεταπολίτευση, άλλος δρόμος, δημοκρατικός έλεγχος της οικονομίας, παραγωγική ανασυγκρότηση, συλλογικός και κοινωνικός σχεδιασμός της οικονομίας κλπ, κλπ. κλπ…
Τίποτα καινούργιο, τίποτα νέο…
Οι θέσεις που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κύριος εκφραστής της κυβερνώσας αριστεράς, μπορούν να συγκριθούν και με υστέρηση μάλιστα με τις θέσεις όχι του ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης αλλά με τις θέσεις της ΕΚ-ΝΔ το 74 και ΕΔΗΚ το 77.
Το ΚΚΕ με τον ιδεολογικό του σεχταρισμό και τη ρεφορμιστική ταχτική, επιβεβαιώνει ότι δεν είναι και τόσο μεγάλη η απόσταση από το δεξιό και αριστερό οπορτουνισμό κι ότι το ένα πάει μαζί με το άλλο.
Κομμάτια της αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς εμπέδωσαν την ήττα, έχασαν την εμπιστοσύνη τους στη δύναμη του λαϊκού παράγοντα, την πίστη τους στην εργατική τάξη και στην ιστορική της αποστολή. Αναζητούν διέξοδο για την αριστερά μέσα από τον κυβερνητισμό και τις εκλογικές αυταπάτες, ξεχνούν ότι η κυβέρνηση, η όποια κυβέρνηση, ακόμα και η επαναστατική, έχει ταξικό χαραχτήρα, ξεχνούν ότι η εξουσία ασκείτε από κάποια κοινωνική τάξη σε βάρος κάποιας άλλης, ότι αυτή η τάξη που έχει την εξουσία καταπιέζει τις άλλες κοινωνικές τάξεις και ότι ασκείτε από πάντα ένας αδυσώπητος πόλεμος ανάμεσα στους καταπιεστές και καταπιεζόμενους.
Καμιά κυβέρνηση δεν είναι έξω από αυτή την ανάγνωση, καμία κυβέρνηση δεν είναι υπερταξική, ούτε θεατής της ταξικής πάλης.
Είναι λάθος δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς να επιζητούν και να επιδιώκουν μια τέτοια κυβέρνηση ως προϋπόθεση για την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος. Αν το μεταβατικό πρόγραμμα είναι σε σύγκρουση και αντιπαράθεση με το σύστημα εξουσίας και αν ακόμα έχει στρατεύσει πίσω του τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων και του λαού, είναι αυταπάτη να πιστεύει κάποιος ότι η κυρίαρχη τάξη, που έχει την εξουσία, θα επιτρέψει την εφαρμογή του. Το μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί να επιβληθεί όχι μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες και εκλογικά ποσοστά αλλά μόνο μέσα από την πάλη των εργαζομένων και του λαού. Όσο πιο επαναστατικό είναι το μεταβατικό πρόγραμμα τόσο πιο ανεβασμένες θα είναι και οι μορφές πάλης που θα απαιτούνται για την επιβολή του.
Αν μιλάμε για κάποιο ανώδυνο για την άρχουσα τάξη μεταβατικό πρόγραμμα, που θα είναι μέσα στα πλαίσια διαχείρισης του συστήματος, τότε σωστά η διεκδίκησή του προβάλλεται στα αστικά πλαίσια του κοινοβουλευτισμού και της κυβερνητικής εξουσίας. Και εδώ βέβαια χωράει πολύ συζήτηση για το κατά πόσο, σε αυτές τις συνθήκες της κρίσης και της σαρωτικής επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου σε βάρος του κόσμου της εργασίας, υπάρχουν περιθώρια συμβιβασμών από τις δυνάμεις του κεφαλαίου έστω σε σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση.
Πλήρωσε η Αριστερά απόψεις που οδήγησαν σε λογικές ιστορικών συμβιβασμών. Με λογικές κυβερνητισμού οδηγήθηκαν ιστορικά Κομμουνιστικά Κόμματα στην συρρίκνωση και διάλυση. Πλήρωσε όμως και πληρώνει και το εργατικό κίνημα, που βρέθηκε χωρίς ιδεολογική καθοδήγηση και σε αδυναμία να αντιμετωπίσει την αστική επίθεση με την ταξική πάλη να σημειώνει υποχώρηση.
Το μεταβατικό πρόγραμμα της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς, δεν μπορεί να είναι ένα πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση μέσα στα πλαίσια του αστικού συστήματος εξουσίας και δεν είναι τέτοιο. Δεν επιδιώκει τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά τη συντριβή του καπιταλισμού. Η υλοποίησή του δεν είναι στάδιο πριν το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, είναι στιγμή της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας, όπου στην πάλη για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης στο σήμερα και με τις προτάσεις του μεταβατικού προγράμματος συσπειρώνονται-συγκεντρώνονται οι κινητήριες δυνάμεις που θα το επιβάλουν από τα κάτω, ανοίγοντας παράλληλα το δρόμο για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.
Το μεταβατικό πρόγραμμα δηλαδή δεν υλοποιείται από μια κυβέρνηση μεταβατική, που κατά πως λέγεται θα στηρίζεται από το εργατικό και λαϊκό κίνημα, (κούνια που τους κούναγε αν επιφυλάσσουν τέτοιοι ρόλο στο εργατικό και λαϊκό κίνημα) αλλά από μια κυβέρνηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα έχει η εργατική τάξη.
Μα θα αναρωτηθεί κάποιος τι το θέλουμε τότε το μεταβατικό πρόγραμμα και δεν μιλάμε για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, όπως κάνει τάχα και το ΚΚΕ.
Καταρχήν το ΚΚΕ δεν κάνει κάτι τέτοιο. Δεν μιλάει για το σοσιαλισμό και πολύ περισσότερο δεν παλεύει γι’ αυτόν. Αρνείται την κίνηση μαζών και ιδεών, τη μαζική γραμμή. Αρνείται την ενότητα και το ενιαίο στην έκφραση της εργατικής τάξης που είναι προϋπόθεση για την επαναστατική αλλαγή (αυτό εκφράζει ο διαχωρισμός των εργαζομένων κατά το από εδώ τα στέρφα-από εκεί τα γαλάρια). Αρνείται στην πράξη τις συμμαχίες και την ανάγκη του μεταβατικού προγράμματος, την ανάγκη της σύνδεση της πάλης για τα προβλήματα των εργαζομένων και του λαού στο σήμερα και τη σύνδεσή τους μέσα από ένα μεταβατικό πρόγραμμα στην πάλη για σοσιαλισμό. Το ΚΚΕ αρνείται το μαζικό χαραχτήρα της επαναστατικής αλλαγής και υποτάσσει την επαναστατική διαδικασία στο αλάθητο του κόμματος. Αρνείται να συμβάλει στην μετουσίωση του εκρηκτικού αυθόρμητου σε οργανωμένο γιατί έχει άλλη αντίληψη για το ρόλο των μαζών, της εργατικής δημοκρατίας, της πρωτοπορίας, του κόμματος και εν τέλει του σοσιαλισμού.
Δεύτερο. Δύο είναι οι προϋποθέσεις για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας και το σοσιαλισμό. Οι αντικειμενικές συνθήκες που υπάρχουν (καπιταλισμός) και οι υποκειμενικές που δεν υπάρχουν (ωρίμανση του επαναστατικού υποκείμενου – κόμμα). Κατά συνέπεια η επαναστατική πάλη πρέπει να συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση, της ωρίμανσης δηλαδή του υποκειμενικού παράγοντα πράγμα που θα γίνει στο καμίνι της ταξικής πάλης. Το μεταβατικό πρόγραμμα και η μετωπική πάλη μπορούν και πρέπει να συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση.
Τρίτο. Το ερώτημα είναι πλαστό και αποκαλύπτεται το πώς βλέπουν το μεταβατικό πρόγραμμα όσοι το θέτουν. Αποκαλύπτεται ότι βλέπουν το μεταβατικό πρόγραμμα, σαν αυτοτελή στρατηγικό στόχο και όχι σαν τακτικό επαναστατικό εργαλείο, βλέπουν ότι μέσα από την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος (αλήθεια ποιού;) θα βελτιωθεί η θέση των εργαζομένων και του λαού και σταδιακά θα επέλθει ο κοινωνικός μετασχηματισμός. Τέτοιες απόψεις είναι σε σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση, είναι στην κατεύθυνση των κοινωνικών συμβιβασμών και της ταξικής συνεργασίας.
Και τι κάνουμε;
Η απάντηση είναι Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής. Μέτωπο κοινωνικών συμμαχιών των εργαζομένων με τα μικροαστικά στρωμάτων που καταστρέφονται εξ' αιτίας της κρίσης, με τη φτωχή αγροτιά και τη νεολαία. Ρίχνουμε όλες μας τις δυνάμεις σε αυτή την κατεύθυνση και στην οικοδόμηση κοινωνικών μετώπων και συμμαχιών, πρωτοστατώντας στη δημιουργία πλατιών κοινωνικών σχημάτων αγώνα, αντίστασης, ανυπακοής και ανατροπής σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε γειτονιά και πλατεία, σε κάθε σχολή και σχολείο.
Οι διαδικασίες συγκρότησης των αναγκαίων πολιτικών μετώπων είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών διεργασιών που δοκιμάζονται και σφυρηλατούνται στους κοινωνικούς αγώνες. Δεν είναι μια απλή υπόθεση τακτικισμών οργανώσεων και συμφωνιών κορυφής, ούτε υπόθεση κάποιων παραγόντων, κύκλων και παρεών. Τα πολιτικά Μέτωπα προϋποθέτουν προγραμματικές συγκλίσεις και πάνω σε αυτό το επίπεδο διαμορφώνονται οι συμμαχίες. Η ανάγκη για πολιτική συμπόρευση με άλλες δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς σε καμία απολύτως περίπτωση δεν μπορεί να γίνεται με προγραμματικές υποχωρήσεις γιατί τότε δεν εξυπηρετεί τη μετωπική πολιτική αλλά το Μέτωπο για το Μέτωπο.
Στο βαθμό που υπάρχουν οι προϋποθέσεις και που είναι μόνο μία η προγραμματική σύγκλισηοφείλουμε να προχωρήσουμε στη συγκρότηση του Πολιτικού Μετώπου. Αν αυτές οι προϋποθέσεις δεν υπάρχουν μπορούμε και πρέπει να προχωρήσουμε σε συμμαχίες σε επιμέρους ζητήματα που υπάρχει σύγκλιση για να δημιουργηθούν έτσι και οι προϋποθέσεις για παραπέρα μετωπική πολιτική.
Το βασικό όμως στοιχείο, που δεν πρέπει να μας διαφεύγει είναι πως το πολιτικό Μέτωπο συγκροτείται στους αγώνες αντίστασης, ανυπακοής και ανατροπής και είναι μια καθημερινή μαζική μάχη ιδεών και πρακτικών που επιβεβαιώνεται από τον ταξικό προσανατολισμό του μετώπου και τη σύγκρουση του με το αστικό κράτος.
Σε κάθε περίπτωση ο προσανατολισμός του μετώπου σε κοινοβουλευτικές πρακτικές και συνδιαχειριστικές λογικές είναι έξω από τις αρχές της επαναστατικής αριστεράς.
Η υλοποίηση του μετωπικού μεταβατικού προγράμματος δεν είναι ζήτημα κυβερνητικής εξουσίας αλλά επιβολής από τα κάτω.
Και σε κάθε άλλη περίπτωση από την αντικαπιταλιστική επαναστατική αριστερά δεν θα ακουστεί: -Να διαλυθεί τώρα η Βουλή! –Θέλουμε κυβέρνηση δημοκρατική!
Του Γιάννη Χριστόπουλου
Όχι δεν είναι ακόμα τουλάχιστον κάποιο νέο σύνθημα στις διαδηλώσεις που το φωνάζουν τα μέλη και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε οι αγανακτισμένοι εργαζόμενοι και ο λαός που ευελπιστούν ότι μια κυβερνητική αλλαγή από την αριστερά θα του έλυνε κάποια προβλήματα. Συνήθως και ιστορικά έτσι συμβαίνει και τέτοιου είδους συνθήματα ακούγονται από τις δυνάμεις της Αριστεράς που βρίσκονται πίσω από τις ανάγκες και διαθέσεις των λαών, που «αναζητούν» άλλους δρόμους προσέγγισης στην σοσιαλιστική προοπτική, που τρέφουν φρούδες ελπίδες ότι μια κυβερνητική αλλαγή μπορεί να αλλάξει την κοινωνία ή σε καλύτερη εκδοχή ότι μια κυβερνητική αλλαγή μπορεί να είναι η αρχή.
Έτσι συνέβη και στα τέλη της δεκαετίας του 70
όταν το νηπιακό ΠΑΣΟΚ με θέσεις αντι- ευρωπαϊκές και αντιιμπεριαλιστικές βάδιζε ολοταχώς για το ραντεβού του με την ιστορία στις 18 Οκτώβρη του 1981, απαλλαγμένο μάλιστα και από βαρίδια, όπως τον μετέπειτα πρωθυπουργό και πρόεδρο του Κ. Σημίτη, που «σφάχτηκε» γιατί εξέφρασε διαφορετική άποψη και τάχθηκε με την «Ευρώπη των λαών» απέναντι στη θέση «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».
Το σύνθημα για διάλυση της βουλής και δημοκρατική κυβέρνηση δεν ήταν του ΠΑΣΟΚ.
Δεν ήταν σύνθημα της ευρωκομμουνιστικής αριστεράς που την κατατρόπωνε ο Ανδρέας Παπανδρέου και από τα έδρανα της Βουλής όταν απευθύνονταν στο Λεωνίδα Κύρκο με φράσεις όπως «είστε η Αριστερά των σαλονιών και του Κολωνακίου». Το παραπάνω σύνθημα προβλήθηκε από το ΚΚΕ τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου έβγαινε από τα αριστερά, τότε που το κατηγορούσε για προδοσίες και λάθη, για χαμένες ευκαιρίες, για έλλειψη οραμάτων, για αγκυλώσεις και ρεφορμισμό.
Σε εκείνη τη «σοσιαλιστική» πλημμυρίδα της μεταπολίτευσης ο Ανδρέας Παπανδρέου φάνταζε κάτι σαν το Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου και στη χειρότερη εκδοχή του σαν τον Αλιέντε και το τραγικό του τέλος.
Δεν υπήρχε μεγάλη κινητοποίηση που τα ισχυρά τότε και μαζικά μπλοκ του ΚΚΕ δε δονούνταν από το σύνθημα: «να διαλυθεί τώρα η βουλή - θέλουμε κυβέρνηση δημοκρατική».
Και όμως και μετά την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας από τον Ανδρέα Παπανδρέου στις 18 Οκτώβρη του 81’ και στα πρώτα χρόνια της «σοσιαλιστικής κυβέρνησης», η αριστερά, όχι αυτή των σαλονιών που διαλύονταν αλλά η άλλη, η κομμουνιστική με το ΚΚΕ, αλλά και τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής, συνέχιζαν να ονειρεύονται φιλολαϊκές διεξόδους μέσα από τη «δημοκρατική κυβέρνηση», τον άλλο δρόμο κλπ.
Θυμάμαι ακόμα την προεκλογική εκστρατεία του ΚΚΕ στις ευρωεκλογές του 1984 και το κεντρικό του σύνθημα «Όχι πίσω-Μπροστά». Θυμάμαι στα εγκαίνια του εκλογικού κέντρου του ΚΚΕ στην Πανεπιστημίου τον αείμνηστο εκείνο αγωνιστή και δεινό ρήτορα Βασίλη Εφραιμίδη, πίσω από τις μεγάλες αφίσες του ΚΚΕ με αυτό το κεντρικό σύνθημα, να προσπαθεί να πείσει το μαζικό ακροατήριο, στην καταπληκτική κατά τα άλλα εκείνη ομιλία του, επαναλαμβάνοντάς συνεχώς το κεντρικό εκείνο σύνθημα «Όχι πίσω-Μπροστά».
Είχε μεσολαβήσει βέβαια και το 11ο συνέδριο του ΚΚΕ το 1982, όπου οι λίγες φωνές που ακούστηκαν για την ανάγκη αλλαγής της πολιτικής και στάσης του ΚΚΕ απέναντι στο ΠΑΣΟΚ απομονώθηκαν. Έτσι το ΚΚΕ, ως «συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση» συνέχισε την βασανιστική αυτοκαταστροφική του πορεία για να οδηγηθεί το 1989 στον ενιαίο συνασπισμό της Αριστεράς, στο παν-αριστερό εκείνο μέτωπο εκείνης της εποχής, στη συμμετοχή του μέσω αυτού στην κυβέρνηση Τζανετάκη, μαζί με τη ΝΔ και λίγο αργότερα στην «εθνική κυβέρνηση» με όλους μαζί, δεξιούς, σοσιαΛΗΣΤΕΣ, αριστερούς του βουνού και των σαλονιών.
Γιατί τα θυμάμαι τώρα όλα αυτά;
Γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται, όχι σαν καρικατούρα αλλά ως σκιάχτρο.
Αριστερή κυβέρνηση, κυβερνητική εξουσία, συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση στο ενδεχόμενο αριστερής κυβέρνησης, ενότητα της αριστεράς, Αριστερό Μέτωπο, δυαδική εξουσία, ρόλος του μαζικού και εργατικού κινήματος, νέα μεταπολίτευση, άλλος δρόμος, δημοκρατικός έλεγχος της οικονομίας, παραγωγική ανασυγκρότηση, συλλογικός και κοινωνικός σχεδιασμός της οικονομίας κλπ, κλπ. κλπ…
Τίποτα καινούργιο, τίποτα νέο…
Οι θέσεις που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κύριος εκφραστής της κυβερνώσας αριστεράς, μπορούν να συγκριθούν και με υστέρηση μάλιστα με τις θέσεις όχι του ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης αλλά με τις θέσεις της ΕΚ-ΝΔ το 74 και ΕΔΗΚ το 77.
Το ΚΚΕ με τον ιδεολογικό του σεχταρισμό και τη ρεφορμιστική ταχτική, επιβεβαιώνει ότι δεν είναι και τόσο μεγάλη η απόσταση από το δεξιό και αριστερό οπορτουνισμό κι ότι το ένα πάει μαζί με το άλλο.
Κομμάτια της αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς εμπέδωσαν την ήττα, έχασαν την εμπιστοσύνη τους στη δύναμη του λαϊκού παράγοντα, την πίστη τους στην εργατική τάξη και στην ιστορική της αποστολή. Αναζητούν διέξοδο για την αριστερά μέσα από τον κυβερνητισμό και τις εκλογικές αυταπάτες, ξεχνούν ότι η κυβέρνηση, η όποια κυβέρνηση, ακόμα και η επαναστατική, έχει ταξικό χαραχτήρα, ξεχνούν ότι η εξουσία ασκείτε από κάποια κοινωνική τάξη σε βάρος κάποιας άλλης, ότι αυτή η τάξη που έχει την εξουσία καταπιέζει τις άλλες κοινωνικές τάξεις και ότι ασκείτε από πάντα ένας αδυσώπητος πόλεμος ανάμεσα στους καταπιεστές και καταπιεζόμενους.
Καμιά κυβέρνηση δεν είναι έξω από αυτή την ανάγνωση, καμία κυβέρνηση δεν είναι υπερταξική, ούτε θεατής της ταξικής πάλης.
Είναι λάθος δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς να επιζητούν και να επιδιώκουν μια τέτοια κυβέρνηση ως προϋπόθεση για την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος. Αν το μεταβατικό πρόγραμμα είναι σε σύγκρουση και αντιπαράθεση με το σύστημα εξουσίας και αν ακόμα έχει στρατεύσει πίσω του τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων και του λαού, είναι αυταπάτη να πιστεύει κάποιος ότι η κυρίαρχη τάξη, που έχει την εξουσία, θα επιτρέψει την εφαρμογή του. Το μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί να επιβληθεί όχι μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες και εκλογικά ποσοστά αλλά μόνο μέσα από την πάλη των εργαζομένων και του λαού. Όσο πιο επαναστατικό είναι το μεταβατικό πρόγραμμα τόσο πιο ανεβασμένες θα είναι και οι μορφές πάλης που θα απαιτούνται για την επιβολή του.
Αν μιλάμε για κάποιο ανώδυνο για την άρχουσα τάξη μεταβατικό πρόγραμμα, που θα είναι μέσα στα πλαίσια διαχείρισης του συστήματος, τότε σωστά η διεκδίκησή του προβάλλεται στα αστικά πλαίσια του κοινοβουλευτισμού και της κυβερνητικής εξουσίας. Και εδώ βέβαια χωράει πολύ συζήτηση για το κατά πόσο, σε αυτές τις συνθήκες της κρίσης και της σαρωτικής επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου σε βάρος του κόσμου της εργασίας, υπάρχουν περιθώρια συμβιβασμών από τις δυνάμεις του κεφαλαίου έστω σε σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση.
Πλήρωσε η Αριστερά απόψεις που οδήγησαν σε λογικές ιστορικών συμβιβασμών. Με λογικές κυβερνητισμού οδηγήθηκαν ιστορικά Κομμουνιστικά Κόμματα στην συρρίκνωση και διάλυση. Πλήρωσε όμως και πληρώνει και το εργατικό κίνημα, που βρέθηκε χωρίς ιδεολογική καθοδήγηση και σε αδυναμία να αντιμετωπίσει την αστική επίθεση με την ταξική πάλη να σημειώνει υποχώρηση.
Το μεταβατικό πρόγραμμα της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς, δεν μπορεί να είναι ένα πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση μέσα στα πλαίσια του αστικού συστήματος εξουσίας και δεν είναι τέτοιο. Δεν επιδιώκει τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά τη συντριβή του καπιταλισμού. Η υλοποίησή του δεν είναι στάδιο πριν το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, είναι στιγμή της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας, όπου στην πάλη για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης στο σήμερα και με τις προτάσεις του μεταβατικού προγράμματος συσπειρώνονται-συγκεντρώνονται οι κινητήριες δυνάμεις που θα το επιβάλουν από τα κάτω, ανοίγοντας παράλληλα το δρόμο για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.
Το μεταβατικό πρόγραμμα δηλαδή δεν υλοποιείται από μια κυβέρνηση μεταβατική, που κατά πως λέγεται θα στηρίζεται από το εργατικό και λαϊκό κίνημα, (κούνια που τους κούναγε αν επιφυλάσσουν τέτοιοι ρόλο στο εργατικό και λαϊκό κίνημα) αλλά από μια κυβέρνηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα έχει η εργατική τάξη.
Μα θα αναρωτηθεί κάποιος τι το θέλουμε τότε το μεταβατικό πρόγραμμα και δεν μιλάμε για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, όπως κάνει τάχα και το ΚΚΕ.
Καταρχήν το ΚΚΕ δεν κάνει κάτι τέτοιο. Δεν μιλάει για το σοσιαλισμό και πολύ περισσότερο δεν παλεύει γι’ αυτόν. Αρνείται την κίνηση μαζών και ιδεών, τη μαζική γραμμή. Αρνείται την ενότητα και το ενιαίο στην έκφραση της εργατικής τάξης που είναι προϋπόθεση για την επαναστατική αλλαγή (αυτό εκφράζει ο διαχωρισμός των εργαζομένων κατά το από εδώ τα στέρφα-από εκεί τα γαλάρια). Αρνείται στην πράξη τις συμμαχίες και την ανάγκη του μεταβατικού προγράμματος, την ανάγκη της σύνδεση της πάλης για τα προβλήματα των εργαζομένων και του λαού στο σήμερα και τη σύνδεσή τους μέσα από ένα μεταβατικό πρόγραμμα στην πάλη για σοσιαλισμό. Το ΚΚΕ αρνείται το μαζικό χαραχτήρα της επαναστατικής αλλαγής και υποτάσσει την επαναστατική διαδικασία στο αλάθητο του κόμματος. Αρνείται να συμβάλει στην μετουσίωση του εκρηκτικού αυθόρμητου σε οργανωμένο γιατί έχει άλλη αντίληψη για το ρόλο των μαζών, της εργατικής δημοκρατίας, της πρωτοπορίας, του κόμματος και εν τέλει του σοσιαλισμού.
Δεύτερο. Δύο είναι οι προϋποθέσεις για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας και το σοσιαλισμό. Οι αντικειμενικές συνθήκες που υπάρχουν (καπιταλισμός) και οι υποκειμενικές που δεν υπάρχουν (ωρίμανση του επαναστατικού υποκείμενου – κόμμα). Κατά συνέπεια η επαναστατική πάλη πρέπει να συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση, της ωρίμανσης δηλαδή του υποκειμενικού παράγοντα πράγμα που θα γίνει στο καμίνι της ταξικής πάλης. Το μεταβατικό πρόγραμμα και η μετωπική πάλη μπορούν και πρέπει να συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση.
Τρίτο. Το ερώτημα είναι πλαστό και αποκαλύπτεται το πώς βλέπουν το μεταβατικό πρόγραμμα όσοι το θέτουν. Αποκαλύπτεται ότι βλέπουν το μεταβατικό πρόγραμμα, σαν αυτοτελή στρατηγικό στόχο και όχι σαν τακτικό επαναστατικό εργαλείο, βλέπουν ότι μέσα από την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος (αλήθεια ποιού;) θα βελτιωθεί η θέση των εργαζομένων και του λαού και σταδιακά θα επέλθει ο κοινωνικός μετασχηματισμός. Τέτοιες απόψεις είναι σε σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση, είναι στην κατεύθυνση των κοινωνικών συμβιβασμών και της ταξικής συνεργασίας.
Και τι κάνουμε;
Η απάντηση είναι Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής. Μέτωπο κοινωνικών συμμαχιών των εργαζομένων με τα μικροαστικά στρωμάτων που καταστρέφονται εξ' αιτίας της κρίσης, με τη φτωχή αγροτιά και τη νεολαία. Ρίχνουμε όλες μας τις δυνάμεις σε αυτή την κατεύθυνση και στην οικοδόμηση κοινωνικών μετώπων και συμμαχιών, πρωτοστατώντας στη δημιουργία πλατιών κοινωνικών σχημάτων αγώνα, αντίστασης, ανυπακοής και ανατροπής σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε γειτονιά και πλατεία, σε κάθε σχολή και σχολείο.
Οι διαδικασίες συγκρότησης των αναγκαίων πολιτικών μετώπων είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών διεργασιών που δοκιμάζονται και σφυρηλατούνται στους κοινωνικούς αγώνες. Δεν είναι μια απλή υπόθεση τακτικισμών οργανώσεων και συμφωνιών κορυφής, ούτε υπόθεση κάποιων παραγόντων, κύκλων και παρεών. Τα πολιτικά Μέτωπα προϋποθέτουν προγραμματικές συγκλίσεις και πάνω σε αυτό το επίπεδο διαμορφώνονται οι συμμαχίες. Η ανάγκη για πολιτική συμπόρευση με άλλες δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς σε καμία απολύτως περίπτωση δεν μπορεί να γίνεται με προγραμματικές υποχωρήσεις γιατί τότε δεν εξυπηρετεί τη μετωπική πολιτική αλλά το Μέτωπο για το Μέτωπο.
Στο βαθμό που υπάρχουν οι προϋποθέσεις και που είναι μόνο μία η προγραμματική σύγκλισηοφείλουμε να προχωρήσουμε στη συγκρότηση του Πολιτικού Μετώπου. Αν αυτές οι προϋποθέσεις δεν υπάρχουν μπορούμε και πρέπει να προχωρήσουμε σε συμμαχίες σε επιμέρους ζητήματα που υπάρχει σύγκλιση για να δημιουργηθούν έτσι και οι προϋποθέσεις για παραπέρα μετωπική πολιτική.
Το βασικό όμως στοιχείο, που δεν πρέπει να μας διαφεύγει είναι πως το πολιτικό Μέτωπο συγκροτείται στους αγώνες αντίστασης, ανυπακοής και ανατροπής και είναι μια καθημερινή μαζική μάχη ιδεών και πρακτικών που επιβεβαιώνεται από τον ταξικό προσανατολισμό του μετώπου και τη σύγκρουση του με το αστικό κράτος.
Σε κάθε περίπτωση ο προσανατολισμός του μετώπου σε κοινοβουλευτικές πρακτικές και συνδιαχειριστικές λογικές είναι έξω από τις αρχές της επαναστατικής αριστεράς.
Η υλοποίηση του μετωπικού μεταβατικού προγράμματος δεν είναι ζήτημα κυβερνητικής εξουσίας αλλά επιβολής από τα κάτω.
Και σε κάθε άλλη περίπτωση από την αντικαπιταλιστική επαναστατική αριστερά δεν θα ακουστεί: -Να διαλυθεί τώρα η Βουλή! –Θέλουμε κυβέρνηση δημοκρατική!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου