Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Η ΕΡΤ στην Κατοχή και τον Εμφύλιο

Με αφορμή την φασιστική και αντιλαϊκή διακοπή του προγράμματος της ΕΡΤ και την υπαγωγή των εργαζομένων της σε καθεστώς ομηρίας, ο Κόκκινος Φάκελος σε ένδειξη υποστήριξης των εργαζομένων παρουσιάζει σήμερα ένα ιστορικό αφιέρωμα για την πορεία της ΕΡΤ στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου.

Στην Ελλάδα, η ραδιοφωνία, ξεκίνησε τα πρώτα της βήματα την δεκαετία του 1920.
Την 1η Μαρτίου 1922, όταν η Ελλάδα είχε εμπλακεί στη μικρασιατική εκστρατεία, ο Κώστας Πετρόπουλος, καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, δημιούργησε ένα ολοκληρωμένο σύστημα ραδιοφωνικής λήψης στην Εταιρεία Φυσικών Επιστημών.

Ένα χρόνο αργότερα, το πρώτο πείραμα ραδιοφωνικής μετάδοσης στην Ελλάδα έγινε στον σταθμό Βοτανικού της Διεύθυνσης Ραδιοηλεκτρικής Υπηρεσίας Ναυτικού (ΔΡΥΝ) στην Αθήνα, χρησιμοποιώντας έναν πομπό των 200 Watt. Tα πρώτα αυτά πειράματα διήρκεσαν μόνο μερικές ημέρες και έγιναν με τεχνικό εξοπλισμό σουηδικής προέλευσης.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο χρόνων, έγιναν κι άλλες πειραματικές μεταδόσεις στην Αθήνα, στη σχολή Μεγαρέως, που ήταν η πρώτη σχολή στην Ελλάδα που προσέφερε σπουδές ραδιοφώνου και ηλεκτρονικών. Αυτές οι εκπομπές γίνονταν από ερασιτέχνες που ίδρυσαν την Ένωση Ελλήνων Ερασιτεχνών Ασυρμάτου και στελέχωσαν σιγά-σιγά και τα εμπορικά πλοία ως ασυρματιστές.

Το Υπουργείο Ναυτικών, το οποίο ήταν αρμόδιο για την ραδιοφωνία μεταξύ 1921 και 1926, παραχωρούσε άδειες λήψης έναντι 500 δραχμών. Η εγκατάσταση εξωτερικής κεραίας απαγορευόταν, και επιτρεπόταν μόνο μια εσωτερική κεραία σε κάθε σπίτι. Από το παραπάνω είναι εύκολα αντιληπτό  ότι η κυβέρνηση ήθελε να αποθαρρύνει την εξάπλωση της ραδιοφωνίας, μέχρις ότου αποκτήσει ολοκληρωτικό έλεγχο πάνω της. Επιπλέον, στη Βόρεια Ελλάδα δεν επιτρεπόταν η κατοχή δεκτών μέχρι το 1928.

Το 1936 η δικτατορία του Ι. Μεταξά αποφάσισε να δημιουργήσει κρατικό ραδιοφωνικό σύστημα για να εναρμονιστεί με τις επιταγές της εποχής αλλά και για να προωθεί ευρύτερα την προπαγάνδα της.

Για τον Μεταξά, η ίδρυση ελληνικού ραδιοφωνικού δικτύου δεν ήταν μόνο ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας, αλλά και μέσο για την «εκπαίδευση» της ελληνικής κοινωνίας.

Η συμπάθεια και συνάφεια του φασιστικού καθεστώτος Μεταξά με αυτό του Χίτλερ, είχε ως αποτέλεσμα σημαντική γερμανική διείσδυση στην ελληνική οικονομία, την προπαγάνδα και φυσικά και τη ραδιοφωνία. Στα πλαίσια αυτής της διείσδυσης, το 1936 το καθεστώς Μεταξά υπέγραψε συμβόλαιο με τη γερμανική εταιρεία Telefunken για την κατασκευή ενός πομπού μεσαίων κυμάτων ισχύος 100 Watt στη Θεσσαλονίκη, ενός πομπού βραχέων κυμάτων 5 kWatt στην Κέρκυρα, και ενός πομπού επίσης βραχέων ισχύος 20 kWatt στην Αθήνα. Η επιλογή της Θεσσαλονίκης ως προεξάρχουσας "ραδιοφωνικής πόλης" πάλι δεν ήταν τυχαία. Το καθεστώς Μεταξά επιχειρούσε να τονώσει τον τοπικισμό της Μακεδονίας αφού προωθούσε όξυνση των σχέσεων με την Βουλγαρία.

Το συμβόλαιο γρήγορα ακυρώθηκε ως οικονομικά ασύμφορο, αλλά αντικαταστάθηκε από ένα νέο συμβόλαιο με το οποίο η Telefunken θα εγκαθιστούσε πομπό μεσαίων κυμάτων ισχύος 15 kWatt στην Αθήνα. Στις 25 Μαρτίου 1938, η Ελλάδα ήταν μια από τις τελευταίες ευρωπαϊκές χώρες που απέκτησε εθνικό ραδιοφωνικό σταθμό (τον πρόγονο της ΕΡΤ) με τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ να τον εγκαινιάζει εκφωνώντας μέσω του σταθμού το διάγγελμα για την εθνική γιορτή. Κανονικό πρόγραμμα, με μουσική από τη συμφωνική ορχήστρα του σταθμού, χορωδία, ειδήσεις, και κλασική μουσική, άρχισε να μεταδίδεται στις 21 Μαΐου 1938. Στα χρόνια του ελληνοιταλικού πολέμου, οι νίκες του Ελληνικού Στρατού προβλήθηκαν καταλλήλως από το κρατικό ραδιόφωνο, ενώ "ραδιοφωνική σιγής" επικρατούσε για το περιστατικό "Έλλη" και για την μετέπειτα στασιμότητα του μετώπου.

Κατοχή

Κατά την εισβολή και την παράδοση της χώρας στους Γερμανούς, το κρατικό ραδιόφωνο εξέπεμψε το τελευταίο του "ελεύθερο" σήμα, τον χαρακτηριστικό "τσοπανάκο". Το σήμα της ελληνικής ραδιοφωνίας "κρατήθηκε" συμβολικά από το BBC και "επιστράφηκε" με αναμετάδωσή του το 1945 μετά την απελευθέρωση.

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, δεν υπήρξε καμιά επέκταση του ραδιοφωνικού δικτύου. Οι δυνάμεις της τριπλής κατοχής διέλυσαν τα Υπουργεία Τύπου και Τουρισμού και ίδρυσαν την Ανώνυμη Ελληνική Ραδιοφωνική Εταιρεία (ΑΕΡΕ) που ανέλαβε τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις. Την ίδια περίοδο η Υπηρεσία Λογοκρισίας που ήδη υπήρχε και επί Μεταξά, με έδρα πιά τη γερμανική πρεσβεία, επέβλεπε τις ειδικές προπαγανδιστικές εκπομπές, μοναδικές που θα ακούγονται στα ελληνικά ραδιόφωνα έως και το 1944.

Το παράρτημα της Γκεστάπο Αθηνών υποχρέωσε όλους τους ιδιοκτήτες ραδιοφώνων μέσα και γύρω από την Αθήνα να δηλώσουν τις συσκευές τους. Οι συσκευές κατόπιν σφραγίστηκαν ώστε να μπορούν να πιάνουν μόνο τον εθνικό σταθμό των Αθηνών. Ραδιοφωνικές συσκευές υπήρχαν σε όλη τη χώρα και επανειλημμένα εκδόθηκαν διαταγές να παραδοθούν τα ραδιόφωνα, επί ποινή ισόβιας φυλάκισης ή και ακόμη και θανάτου. Το ΕΑΜ Αθήνας αλλά και πολλοί ιδιώτες επιχειρούσαν και αποσφράγιζαν τα ραδιόφωνά τους ώστε να μπορούν να μαθαίνουν νέα από όλον τον κόσμο (κυρίως από το ραδιόφωνο του Λονδίνου και της Μόσχας). Πολλά αντιστασιακά έντυπα βάσισαν το δελτίο ειδήσεών τους σε αυτές της εκπομπές.

Αποχωρώντας από την Ελλάδα στις 12 Οκτωβρίου 1944, οι γερμανικές δυνάμεις προσπάθησαν να καταστρέψουν τον εθνικό σταθμό και το δίκτυο κεραιών του με ωρολογιακές βόμβες, αλλά τα σχέδιά τους ανακαλύφθηκαν από τους τεχνικούς ραδιοφώνου που ειδοποίησαν τις οργανώσεις του ΕΑΜ. Όπως και με την Ηλεκτρική, ο ΕΛΑΣ Αθηνών προσπάθησε να προασπίσει την ελληνική λαϊκή περιουσία και εξουδετέρωσε ένα σημαντικό μέρος τους. Στις 20 Οκτωβρίου, δύο μέρες μετά την επιστροφή της ελληνικής κυβέρνησης από το Κάιρο, ο σταθμός της κρατικής ραδιοφωνίας ξανάρχισε να εκπέμπει κανονικά.

Εμφύλιος

Μετά τα Δεκεμβριανά και κατά την περίοδο του Εμφυλίου, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αναδιοργανώσει και να αναπτύξει τη ραδιοφωνία. Αρχικά, με τον νόμο 1755/1945 ιδρύθηκε το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) που το διοικούσε συμβούλιο διορισμένο από την κυβέρνηση και υπαγόταν στο Υπουργείο Προεδρίας. Το ΕΙΡ ανέλαβε όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της ΑΕΡΕ και είχε το μονοπώλιο των ραδιοφωνικών εκπομπών στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα υπήρχε ένας μόνο ραδιοφωνικός σταθμός με κανονικά προγράμματα που υπόκεινταν στον έλεγχο του κράτους.

Οι ξενόδουλες εμφυλιακές κυβερνήσεις προφανώς επιθυμούσαν ολοκληρωτικό έλεγχο αυτού του σημαντικού εργαλείου γιατί θα μπορούσε να παίξει σοβαρό ρόλο στην προπαγάνδα και ίσως και την έκβαση του εμφύλιου πολέμου. Το ΕΙΡ, το 1947, προχώρησε στην δημιουργία δικού του σταθμού στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος ολοκληρώθηκε μέσα στο ίδιο έτος.

Το 1948, καθώς η οικονομική κατάσταση βελτιωνόταν μέσα από το Σχέδιο Μάρσαλ, ένας πομπός βραχέων κυμάτων 7,5 kWatt εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έγινε εισαγωγή μηχανημάτων λήψης και ανταλλακτικών αξίας 50.000 δολαρίων από τις ΗΠΑ. Έως το 1948 τα προγράμματα της ΕΙΡ βρίσκονταν όπως και όλος ο τύπος, κάτω από τον απόλυτο έλεγχο της Ασφάλειας και υπόκεινταν σε λογοκρισία.

 Σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων κατασκευάστηκαν με τη βοήθεια του Αμερικανικού Πενταγώνου το 1949, όταν με τον νόμο 968/1949 ιδρύθηκε ο Κεντρικός Ραδιοφωνικός Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος (που ονομαζόταν στην τρέχουσα «το Ενόπλων Δυνάμεων» ή απλώς «το Ενόπλων», κατ’ αναλογίαν προς «το ΕΙΡ»). Μέχρι το τέλος του 1949 λειτουργούσαν πέντε αντίστοιχοι στρατιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, υπό τον έλεγχο της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Οι σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων ιδρύθηκαν για να «διαφωτίσουν» κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας για τους κινδύνους του κομμουνισμού κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εμφύλια αντιπαράθεση, βοήθησαν την ελληνικη κυβέρνηση κατασκευάζοντας δυο ραδιοφωνικούς σταθμούς που εξέπεμπαν προγράμματα της Φωνής της Αμερικής (VOA) μέρος της ημέρας και προγράμματα της ελληνικής κυβέρνησης το υπόλοιπο της ημέρας. Οι στρατιωτικοί σταθμοί αυτοί παρέμειναν και μετά το 1950 σε λειτουργία όταν πια ο "Κομμουνιστικός Κίνδυνος" είχε εξαλειφθεί.

Το 2013 η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ με την επαίσχυντη υποστήριξη των νεοναζί της Χρυσής Αυγής διέκοψαν το ραδιοτηλεοπτικό πρόγραμμα της ΕΡΤ, γεγονός που δεν συνέβη ούτε επί Γερμανοκρατίας ούτε επί Χούντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου