Χίτλερ
του Ντιέγκο Ριβέρα*
Στο δρόμο μου, σταμάτησα στο Βερολίνο και ζωγράφισα μερικά ενδιαφέροντα έργα εκεί. Ο φίλος και οικοδεσπότης μου, ο Βίλι Μίντσενμπεργκ (1), μου έθεσε πολλά ερωτήματα για τη ζωή και το έργο μου, και οι δηλώσεις μου ενσωματώθηκαν σε ένα εξαιρετικό βιβλίο από μια άλλη φίλη, τη Λότε Σβαρτζ. Τιτλοφορούμενος Das Werk DiegoRiveras (Το έργο του Ντιέγκο Ριβέρα), ο τόμος αυτός καλύπτει τη σταδιοδρομία μου μέχρι τα έργα που μόλις είχα ολοκληρώσει. Δημοσιεύθηκε από τη Neuer Deutscher Verlag, τον εκδοτικό οίκο του Μίντσενμπεργκ.
Το 1928, η Γερμανία ήταν στα πρόθυρα μιας κρίσης που, κατά τον επόμενο χρόνο, θα γινόταν παγκόσμια. Τα μεγάλα γερμανικά καρτέλ κατρακυλούσαν στην πτώχευση, το ένα μετά το άλλο. Υπήρξε ένα κύμα αυτοκτονιών μεταξύ της αστικής τάξης. Ο Ούγκο Στίνες, επικεφαλής της βιομηχανίας χάλυβα, ο ναύαρχος φον Τίρπιτζ, ένας εφοπλιστής, και ο Δρ Σάιντεμαν, το αφεντικό της χημικής βιομηχανίας, όλοι έβαλαν τα περίστροφα στα κεφάλια τους και τίναξαν τα μυαλά τους.
Μια επιδημία τρέλας είχε εξαπλωθεί στη χώρα. Αισθάνθηκα την παρουσία της σε δύο ξεχωριστές, φαινομενικά άσχετες περιπτώσεις.
Μια νύχτα ο Μίντσενμπεργκ, μερικοί άλλοι φίλοι και εγώ μεταμφιεστήκαμε και με πλαστά πιστοποιητικά, παρακολουθήσαμε την πιο εκπληκτική τελετή που έχω δει ποτέ. Πραγματοποιήθηκε στο δάσος του Γκρούνβαλντ κοντά στο Βερολίνο.
Από πίσω από μια συστάδα δέντρων στη μέση του δάσους, εμφανίστηκε μια παράξενη πομπή. Οι πορευόμενοι άνδρες και γυναίκες φορούσαν λευκούς χιτώνες και στεφάνια από ιξό, το τελετουργικό δρυιδικό φυτό. Στα χέρια τους κρατούσαν πράσινα κλαδιά. Ο ρυθμός τους ήταν αργός και τελετουργικός. Πίσω τους τέσσερις άνδρες μετέφεραν έναν αρχαϊκό θρόνο στον οποίο καθόταν ένας άνθρωπος που αναπαριστούσε το θεό του πολέμου, τον Βόταν. Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πάουλ φον Χίντεμπουργκ (2)! Ντυμένος με αρχαία ρούχα, ο Χίντεμπουργκ ύψωσε μια λόγχη στην οποία ήταν χαραγμένα δήθεν μαγικά γράμματα του ρουνικού αλφάβητου. Το κοινό, εξήγησε ο Μίντσενμπεργκ, εκλάμβανε τον Χίντεμπουργκ για μια μετενσάρκωση του Βόταν. Πίσω από τον Χίντεμπουργκ εμφανίστηκε ένας άλλος θρόνος τον οποίο κατείχε ο Στρατάρχης Λούντεντορφ (3), ο οποίος εκπροσωπούσε τον θεό του κεραυνού, Τορ. Πίσω από το “θεό” συγκεντρωνόταν ένας συρμός πιστών που αποτελούνταν από διακεκριμένους χημικούς, μαθηματικούς, βιολόγους, φυσικούς και φιλοσόφους. Κάθε πεδίο της γερμανικής “Κουλτούρας” εκπροσωπήθηκε στο Γκρούνβαλντ εκείνο το βράδυ.
Η πομπή σταμάτησε και άρχισε η τελετή. Για αρκετές ώρες η ελίτ του Βερολίνου τραγουδούσε και κραύγαζε προσευχές και τελετές από το βαρβαρικό παρελθόν της Γερμανίας. Εδώ ήταν η απόδειξη, αν κάποιος τη χρειάζεται, της αποτυχίας δύο χιλιάδων ετών ρωμαϊκού, ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι αυτά που έβλεπα πραγματικά λάμβαναν χώρα μπροστά στα μάτια μου.
Κανείς ανάμεσα στους Γερμανούς αριστερούς φίλους μου δεν μπορούσε να μου δώσει κάποια ικανοποιητική εξήγηση για την παράξενη διαδικασία. Αντ’ αυτού, προσπάθησαν να ξεμπερδέψουν κοροϊδευτικά, αποκαλώντας τους συμμετέχοντες «τρελούς». Ως σήμερα, προβληματίζομαι με τη συλλογική τους έλλειψη αντίληψης. Ενθυμούμενος αυτό το όργιο ξηράς μέθης και ντελίριου, στάθηκε αδύνατο να φανταστώ τον ελάχιστα ευαίσθητο θεατή να απορρίπτει ό,τι είχα δει μόνο ως μια ακίνδυνη μασκαράτα.
Λίγες μέρες αργότερα είδα τον Αδόλφο Χίτλερ να απευθύνεται σε μια μαζική συνάντηση στο Βερολίνο, ένα τετράγωνο πριν από ένα κτίριο τόσο τεράστιο που καταλάμβανε το σύνολο του συγκροτήματος. Η οικοδομή αυτή ήταν η έδρα του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ένα προσωρινό ενιαίο μέτωπο ήταν τότε σε ισχύ ανάμεσα στους ναζί και τους κομμουνιστές, ενάντια στους διεφθαρμένους ρεφορμιστές και τους σοσιαλδημοκράτες.
Η πλατεία ήταν κυριολεκτικά πλημμυρισμένη με 25-30.000 κομμουνιστών εργατών. Ο Χίτλερ ήρθε με συνοδεία περίπου χιλίων ανδρών. Διέσχισαν την πλατεία και σταμάτησαν κάτω από ένα παράθυρο από το οποίο παρακολουθούσαν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ήμουν μεταξύ τους, έχοντας προσκληθεί από τον Μίντσενμπεργκ, που ήταν στα δεξιά μου. Στα αριστερά μου στάθηκε ο Τέλμαν (4), Γενικός Γραμματέας του Κόμματος. Ο Μίντσενμπεργκ ερμήνευε τα σχόλιά μου για τον Τέλμαν, και μετέφραζε την ομιλία του Χίτλερ για μένα.
Οι κομμουνιστές φίλοι μου έκαναν κοροϊδευτικές παρατηρήσεις για τον «αστείο ανθρωπάκο» που επρόκειτο να εκφωνήσει λόγο στη συγκέντρωση, και θεωρούσαν εκείνους που έβλεπαν μια απειλή σε αυτόν δειλούς ή ανόητους.
Καθώς ετοιμαζόταν να μιλήσει, ο Χίτλερ ορθώθηκε άκαμπτα, σαν να περίμενε να διογκωθεί και να γεμίσει το μεγάλο αγγλικό στρατιωτικό αδιάβροχό του και να μοιάζει με γίγαντα. Στη συνέχεια έκανε μια κίνηση για σιωπή. Μερικοί κομμουνιστές εργαζόμενοι τον αποδοκίμασαν, αλλά μετά από λίγα λεπτά όλο το πλήθος έγινε απολύτως σιωπηλό.
Καθώς ζεστάθηκε, ο Χίτλερ άρχισε να ουρλιάζει και να κουνά τα χέρια του σαν επιληπτικός. Κάτι σε αυτόν πρέπει να ανατάραξε τα βαθύτερα κέντρα των Γερμανών ομοεθνών του, γιατί μετά από λίγο ένιωσα ένα περίεργο μαγνητικό ρεύμα να ρέει μεταξύ του και του πλήθους. Τόσο βαθύ ήταν που, όταν τελείωσε, μετά από δύο ώρες ομιλίας, υπήρξε ένα δευτερόλεπτο πλήρους σιγής. Ούτε καν οι κομμουνιστικές ομάδες νεολαίας, που είχαν εντολή να τον γιουχάρουν, δεν το έκαναν. Τότε η σιωπή έδωσε τη θέση της σε ένα τεράστιο, εκκωφαντικό χειροκρότημα από όλη την πλατεία.
Καθώς έφευγε, οι οπαδοί του Χίτλερ έκλεισαν τις γραμμές γύρω του με όλα τα σημάδια της αφοσιωμένης πίστης. Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γελούσαν σαν σχολιαρόπαιδα. Όσο για μένα, ήμουν τόσο χαμένος και προβληματισμένος τώρα, όπως όταν είχα δει το παρακμιακό τελετουργικό λίγες μέρες πριν στο Γκρούνβαλντ. Δεν μπορούσα να δω τίποτα για να γελάσω. Αισθάνθηκα πραγματικά καταθλιπτικά.
Ο Μίντσενμπεργκ, ρίχνοντας μια ματιά σε μένα, ρώτησε, «Ντιέγκο, τι τρέχει με σένα;»
Αυτό που έτρεχε με μένα, τον ενημέρωσα, είναι ότι είχα γεμίσει με προαισθήματα. Είχα ένα προαίσθημα ότι, αν οι ένοπλοι κομμουνιστές εδώ επέτρεπαν στον Χίτλερ να φύγει από τον τόπο ζωντανός, θα μπορούσε να ζήσει για να κόψει τα κεφάλια και των δυο συντρόφων μου σε λίγα χρόνια.
Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ μόνο γέλασαν δυνατά. Ο Μίντσενμπεργκ με επαίνεσε για τη ζωηρή φαντασία μου ως καλλιτέχνη.
«Θα πρέπει να αστειεύεσαι», είπε. «Δεν άκουσες τον Χίτλερ να μιλά; Δεν κατάλαβες τι ανοησίες μετέφρασα για σένα;»
Και εγώ απάντησα: «Μα αυτές οι ανοησίες είναι επίσης στα κεφάλια των ακροατών, μανιασμένων από την πείνα και το φόβο. Ο Χίτλερ τους υπόσχεται μια αλλαγή, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική και επιστημονική. Λοιπόν, θέλουν αλλαγές, και μπορεί να είναι σε θέση να κάνουν ακριβώς ό,τι λέει, αφού έχει όλα τα καπιταλιστικά χρήματα πίσω του. Με αυτά μπορεί να δώσει τροφή στους πεινασμένους Γερμανούς εργάτες και να τους πείσει να πάνε με το μέρος του και να στραφούν ενάντια σε εμάς. Επιτρέψτε μου να τον πυροβολήσω εγώ, τουλάχιστον. Θα αναλάβω την ευθύνη. Είναι ακόμα εντός εμβέλειας».
Αλλά αυτό έκανε τους Γερμανούς συντρόφους μου να γελούν ακόμα δυνατότερα. Αφού ξεράθηκε στο γέλιο, ο Τέλμαν είπε, «Φυσικά, είναι καλύτερο να έχεις κάποιον πάντα έτοιμο να βγάλει από τη μέση τον κλόουν. Μην ανησυχείτε, όμως. Σε λίγους μήνες θα έχει τελειώσει, και τότε θα είμαστε σε θέση να πάρουμε την εξουσία».
Αυτό μου προκάλεσε μόνο περισσότερη κατάθλιψη, και επανέλαβα τους φόβους μου. Τώρα πλέον, ο Μίντσενμπεργκ δεν χαμογελούσε. Είχε παρακολουθήσει τον Χίτλερ, τότε σχεδόν στην άλλη άκρη της πλατείας. Είχε παρατηρήσει ότι ο κόσμος ακόμα χειροκροτούσε. Πριν αναχωρήσει από την πλατεία, ο Χίτλερ γύρισε και έδωσε το ναζιστικό χαιρετισμό. Αντί για αποδοκιμασίες, το χειροκρότημα γιγαντώθηκε. Ήταν σαφές ότι ο Χίτλερ είχε κερδίσει πολλούς οπαδούς ανάμεσα στους αριστερούς εργαζόμενους. Ο Μίντσενμπεργκ ξαφνικά έγινε χλωμός και έπιασε το χέρι μου.
Ο Τέλμαν κοίταξε έκπληκτος και τους δύο μας. Τότε χαμογέλασε αδύναμα και χάιδεψε το κεφάλι μου. Στα ρώσικα, που ακούγονταν βαριά με τη γερμανική προφορά του, είπε, «Νιτσεβό, νιτσεβό» - «Δεν είναι τίποτα, απολύτως τίποτα».
Η τρελή μου φαντασία του καλλιτέχνη αργότερα επιβεβαιώθηκε πικρά. Τόσο ο Τέλμαν όσο και ο φίλος μου Μίντσενμπεργκ (5) ήταν ανάμεσα στα εκατομμύρια των ανθρώπων που θανατώθηκαν από τον «κλόουν» που είχα παρακολουθήσει στην πλατεία εκείνη την ημέρα.
Σημειώσεις
1. Ο Βίλι Μίντσενμπεργκ (1889-1940) ήταν σύντροφος του Λένιν, από τους ηγετικούς προπαγανδιστές του ΚΚ Γερμανίας μετά το 1920, δημιουργός πολλών οργανώσεων και επιτροπών για την προπαγάνδα υπέρ της ΕΣΣΔ και εκδότης αριστερής φιλολογίας στη Γερμανία του Μεσοπολέμου.
2. Ο Πάουλ Χίντεμπουργκ (1847-1934), Πρόεδρος της Γερμανικής Δημοκρατίας στα 1925-34, αν και επανεξελέγη στα 1932 με τις ψήφους των σοσιαλδημοκρατών, παρέδωσε την εξουσία στον Χίτλερ.
3. Ο Έριχ Λούντεντορφ (1865-1937), στρατάρχης του γερμανικού στρατού στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ακραίος εθνικιστής, μυστικιστής και αντισημίτης.
4. Ο Ερνστ Τέλμαν (1886-1944), σταλινικός ηγέτης του ΚΚ Γερμανίας, εφάρμοσε πιστά την πολιτική της Κομιντέρν και του Στάλιν, που οδήγησε το κόμμα στην καταστροφή. Συνελήφθη από τους ναζί το 1933 και εκτελέστηκε το 1944. Η Κλάρα Τσέτκιν περιέγραψε τον Τέλμαν ως «ακατατόπιστο και αμόρφωτο θεωρητικά» και ως «βυθισμένο στην μη κριτική αυτό-εξαπάτηση και αυτομεγάλυνση που πλησίαζε τη μεγαλομανία» – μια εκτίμηση που επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του Ριβέρα.
5. Ο Ριβέρα μάλλον κάνει κατά το ήμισυ λάθος σε αυτή του τη διαβεβαίωση. Οι ενδείξεις συγκλίνουν ότι ο Μίντσενμπεργκ δολοφονήθηκε με εντολή του Στάλιν, από πράκτορες της NKVD ή πιστούς σταλινικούς του ΚΚ Γερμανίας, οι οποίοι τον παρέσυραν να δραπετεύσει από ένα στρατόπεδο στη Γαλλία όπου κρατούνταν τον Ιούνιο του 1940. Ο Δημητρόφ σημείωνε στο Ημερολόγιό του μια παρατήρηση του Στάλιν για το ότι «ο Μίντσενμπεργκ είναι ένας τροτσκιστής. Αν έρθει στη Μόσχα θα τον συλλάβουμε», ενώ ο Μίντσενμπεργκ είχε τότε διαγραφεί από το ΚΚ Γερμανίας.
* Ο Ντιέγκο Ριβέρα ήταν διακεκριμένος μεξικανός προοδευτικός ζωγράφος. Το παρόν είναι μέρος των αναμνήσεών του, My Art, my Life: an autobiography, Dover 1991, σελ. 84-87. Περιλαμβάνεται στο τελευταίο, αφιερωμένο στο φασισμό τεύχος της Μαρξιστικής Σκέψης, τόμος 5, σελ. 92-96. Δημοσιεύθηκε, ελαφρώς συντομευμένο, στα «Ενθέματα» της Αυγής, 18/3/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου