Το τελευταίο διάστημα, ως απάντηση στην κρίση, και τα προβλήματα επιβίωσης και ποιότητας ζωής, για τα οποία αναφερθήκαμε σε προηγούμενο κείμενό μας, αναπτύσσονται διάφορες προβληματικές και πρακτικές, σχετικά με την ανάγκη ανάπτυξης μιας ανταλλακτικής οικονομίας, μη εμπορευματικών ζωνών. Που μπορεί να ξεκινάει από την απλή ένδειξη αλληλεγγύης σε πληττόμενα κομμάτια της τάξης μας, μέχρι τη θεωρητικοποίησή τους, ως το πρότυπο λειτουργίας και οργάνωσης της κοινωνίας. Στην ανάπτυξη της κρίσης επιβίωσης που θα ακολουθήσει, και που σε ένα σημείο είναι ήδη εδώ, οι συγκεκριμένες λογικές, αξίζουν την προσοχή μας.
Εννοείται πως τις αντιμετωπίζουμε ως απόψεις εντός μιας πάλης υπέρ των εργαζομένων, με όλα τα όρια και τα προβλήματα που έχει, όπως θα καταδείξουμε.
Να ξεκαθαρίσουμε πως θεωρούμε εχθρικές τις ενέργειες του κράτους, της εκκλησίας, των τοπικών κρατών της λεγόμενης τοπικής αυτοδιοίκησης, για τη λείανση, και αυτή με το σταγονόμετρο, των προβλημάτων ύπαρξης για τους εργαζόμενους και τους άνεργους. Επιδιώκουν να συμβιβάσουν ολόκληρα κοινωνικά κομμάτια με το αναπόφευκτο και αντικειμενικό, της εξαθλίωσης και του πετάγματος στο περιθώριο. Στο ίδιο μήκος κύματος, αντιπαλεύουμε και τις κινήσεις «ευαίσθητων» ιδιωτών, τύπου Σκάϊ, οι οποίοι στα προηγούμενα προσθέτουν αι το ότι το κεφάλαιο έχει και καρδιά και συναίσθημα, όταν, όπου, για όποιους και όποτε θέλει. Αρκεί να αποδέχεται την κατάστασή του ατομικά, να είναι «καλό παιδί».
Τέλος δεν συμφωνούμε με τη λογική που αναπτύσσει μετεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ, για τα αναγκαία δίκτυα αλληλεγγύης, στο βαθμό που αλλάζουν τον αριθμητή του κλάσματος, με κοινό παρονομαστή, την ανάθεση πάντα σε κάποιους άλλους, της επίλυσης του προβλήματος, τη μερική αντιμετώπιση, όταν προκύψει ζήτημα, τη στιγμή που το πρόβλημα της επιβίωσης και της ποιότητας ζωής, αφορά με διάφορες διαβαθμίσεις, πάνω από το μισό των εργαζομένων.
Η ανταλλαγή προϊόντων για τη βοήθεια απολυμένων ή χρόνια ανέργων και φτωχών εργαζόμενων, πρέπει για το επαναστατικό κίνημα, να είναι αποδεκτή, έχοντας την επίγνωση πως είναι ένα αναγκαίο μέτρο άμυνας μας, απέναντι στην επίθεση που χρόνια δεχόμαστε. Είναι η προσπάθεια ένα κομμάτι της τάξης να κρατήσει την αξιοπρέπειά του, να μη νιώσει απομονωμένο ή και έρμαιο στην εξαγορά από το κεφάλαιο, για διάφορες δουλειές υπέρ του.
Οι επιλογές για εμάς, οι ουσιαστικά διαφορετικές αρχίζουν από εκεί και πέρα. Ζώνες εκτός εμπορίου, εκτός αγοράς και ανταλλακτικής αξίας, μόνιμα και σταθερά, ως το βέλος που θα δείχνει τη στροφή της κοινωνίας σε κατεύθυνση μη εκμεταλλευτική, μπορούν να υπάρξουν μόνο αν το εμπόρευμα των εμπορευμάτων, η εργατική δύναμη, πάψει να υπάρχει ως τέτοια. Όσο η εργατική μας δύναμη έχει ανταλλακτική αξία, τότε η ανταλλακτική οικονομία, ως κανόνας και ως πρότυπο συνολικό, σημαίνει το μοίρασμα της φτώχειας, όσο η μείωση των άμεσων και έμμεσων μισθών της τάξης μειώνονται. Για αυτό μπορεί να είναι μόνο ευκαιριακή, να αναφέρεται σε τμήματα της τάξης, αντικειμενικά όχι πλειοψηφικά, να συγκεντρώνεται σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και αγώνα, όπως ο απεργιακός αγώνας της Χαλυβουργίας. Πολύτιμες και σημαντικές συνεισφορές, οι οποίες όμως όταν παίρνουν συνολικότερες προεκτάσεις προτύπου για την κοινωνική οργάνωση και λειτουργία, μάλλον παραπέμπουν σε μια ουτοπία.
Και αυτό γιατί, ενώ ζούμε σε μια εποχή επαναστατικής δυνατότητας αλλά και άκρατου ολοκληρωτισμού, που θα κριθεί σχετικά άμεσα, δείχνει να πιστεύει, αυτή η λογική, πως μπορούμε να υπάρξουμε με ζώνες αλληλεγγύης, χωρίς την επαναστατική αλλαγή, χωρίς μόνιμα και συλλογικά μορφώματα επαναστατικής πολιτικής, δυαδικής μορφής, ανταγωνιστικά με την αστική εξουσία. Για το οριστικό γκρέμισμα της αστικής εξουσίας. Είναι μια λογική εκ των προτέρων ηττημένη, γιατί μπροστά στο φρενήρη ρυθμό των επαναστατικών δυνατοτήτων, και του αντεπαναστατικού ντελίριο, επιχειρεί να γυρίσει το ιστορικό ρολόι πίσω. Σε μια αλληλεγγύη χωρίς οριστική εργατική επίλυση των ζητημάτων της ζωής. Στη ρύθμιση των προβλημάτων στο περιθώριο της πάλης με την αστική εξουσία. Σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, την οποία θα οραματιζόμαστε πλάι στην πιο κανιβαλική καπιταλιστική εκμετάλλευση. Όπου θα υποκρινόμαστε ότι επιλύουμε ζητήματα χωρίς να βάζουμε τιμές στα προϊόντα που ανταλλάσουμε, την ίδια στιγμή που η εργατική δύναμη θα συνεχίζει να έχει τιμή, και μάλιστα σε μια διαρκή περίοδο εκπτώσεων.
Η λογική αυτή έχει κοινωνικές ρίζες. Σε ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής επαρχίας, και αυτό μπορεί να το δει κανείς και από τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα, ήδη αγροτικές οικογένειες, αλλά και πληθυσμοί μικρών πόλεων και κωμοπόλεων, προσπαθούν να απαντήσουν στην κρίση, ανταλλάσοντας αγροτικά προϊόντα, ή και αναπτύσσοντας παραγωγή για ιδία κατανάλωση. Είναι η εικόνα που ήδη στα μεγάλα αστικά κέντρα συζητείται, για επιστροφή στην επαρχία, «να φυτεύουμε για να έχουμε να τρώμε». Μπορεί και εκεί κανείς να αναγνωρίσει ενδεχομένως στοιχεία αλληλεγγύης. Το κύριο όμως είναι πως σε αυτή τη φάση, χαρακτηρίζεται από τοπικισμό, ατομικό πνεύμα αντιμετώπισης των προβλημάτων, και το κυριότερο, έχει την ίδια αυταπάτη, πως θα συνεχίσει ένα κομμάτι του πληθυσμού να αναπαράγει την ύπαρξή του, στο περιθώριο της αγοράς. Είναι ένα άλλο γύρισμα του ρολογιού προς τα πίσω. Ακριβώς τη στιγμή, που δεν υπάρχει τίποτα που να μην υπάγεται ουσιαστικά στο κεφάλαιο, από τη φύση και τα προϊόντα της, μέχρι την σκέψη του εργαζόμενου, και που μπορεί να λυθεί μόνο με την επανάσταση για την εργατική αυτοκυβέρνηση και τον κομμουνισμό, αυτά τα κοινωνικά στρώματα, πιστεύουν πως μπορούν να αντιμετωπίσουν με αυτό τον τρόπο το πρόβλημα της επιβίωσης. Φυσικά πριν την τραγική παραδοχή, για την ανάγκη της μετανάστευσης.
Το ζήτημα των όρων ύπαρξης, είναι αυτό που περισσότερο από όλα, στις περιόδους καπιταλιστικής κρίσης, είναι που κρίνεται πάνω στις συνολικές προτάσεις σύγκρουσης με το κεφάλαιο και την αστική εξουσία. Στο αν μπορούν να ενώνουν την άμεση αντιμετώπιση της πείνας, της έλλειψης φαρμάκων ή στέγης, με την οριστική επίλυσή τους στα πλαίσια της εργατικής αυτοκυβέρνησης. Αλλά αυτά όχι κάποτε. Από τώρα για το τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου